ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Η επίθεση του κεφαλαίου πραγματοποιείται και με τη συμβολή των γυναικών της αστικής τάξης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ «ΚΕΝΤΡΑ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ»

Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, ο σχηματισμός κυβέρνησης από το κόμμα της ΝΔ, που παρέλαβε τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ, το μοίρασμα των πόστων στα όργανα της ΕΕ μετά τις ευρωεκλογές, έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν αφορμές για την αναζωπύρωση της συζήτησης γύρω από τη συμμετοχή των γυναικών στα λεγόμενα «κέντρα λήψης αποφάσεων».
Οι κυβερνήσεις, όπως και η ίδια η ΕΕ, παρουσιάζουν την «ισόρροπη συμμετοχή» των φύλων στα όργανα και τους θεσμούς τους ως μέτρο για την καταπολέμηση των διακρίσεων σε βάρος της γυναίκας, ακόμα και ως μέσο που μπορεί να συμβάλει σε μια πιο «φιλική» για το λαό πολιτική.
Αν και τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι καινούργιο, η συζήτηση που επανέρχεται στο προσκήνιο έχει πλέον και το αποτύπωμα της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να αντιπολιτευτεί τη ΝΔ - με την οποία κινούνται στις ίδιες αντιλαϊκές ράγες - στα σημεία που εκτιμά ότι μπορεί να εμφανίσουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως «προοδευτική» δύναμη απέναντι στη «συντηρητική» κυβέρνηση.
Ομως ο αντιλαϊκός χαρακτήρας της τωρινής κυβέρνησης, όπως και ο αντιλαϊκός απολογισμός της προηγούμενης, δεν οφείλεται στον χαμηλό βαθμό εκπροσώπησης των γυναικών στα υπουργικά συμβούλια και στα όργανα των αστικών κομμάτων, αλλά έχει αφετηρία τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούν, τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Διαγωνίζονται για τον αριθμό των γυναικών στα κυβερνητικά πόστα και στις υπουργικές καρέκλες

Τις προηγούμενες μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ ανήγαγε τη μικρή συμμετοχή γυναικών στην κυβέρνηση σε σημείο κριτικής προς τη ΝΔ. Με δεδομένο ότι γυναίκες κατέλαβαν τις 5 από τις 51 καρέκλες του νέου υπουργικού συμβουλίου, έκανε λόγο για «κακή αρχή, ήδη από την πρώτη μέρα» και σχολίασε πως «το μόνο που σπανίζει από τη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι οι γυναίκες».
Μια ματιά όμως που εστιάζει, πέρα από το φύλο των νέων υπουργών, στην πολιτική που υπηρετούν, είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς πως οι γυναικείες παρουσίες στην κυβέρνηση της ΝΔ, αν και σαφώς λιγότερες από αυτές των ανδρών, δεν υστερούν σε αντιλαϊκές περγαμηνές από τους άλλους υπουργούς, καθώς στα βιογραφικά τους περιλαμβάνονται ακόμα και θητείες σε πόστα οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ.
«Δεν είμαι χαρούμενος για τη σύνθεση βάσει φύλου και το αναγνωρίζω ανοιχτά, ωστόσο οι γυναίκες που έχουμε είναι πάρα πολύ ικανές και είμαι σίγουρος ότι θα κάνουν εξαιρετική δουλειά», έσπευσε να απαντήσει ο νέος πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης σε σχετική ερώτηση ξένου μέσου, υπερθεματίζοντας για την «ικανότητα» των υπουργών του να προωθήσουν την αντιλαϊκή πολιτική. Στο ίδιο μήκος κύματος, πρόσθεσε πως ζήτησε «από πολλές γυναίκες να μπουν στην κυβέρνηση»αλλά «ήταν πολύ πιο διστακτικές από ό,τι οι άντρες».
Στο «παιχνίδι» μπήκε και η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων. Η γενική γραμματέας, Φωτεινή Κούβελα, υπέβαλε την παραίτησή της και εξέφρασε την αγωνία μήπως «υποβαθμιστεί» το έργο του κυβερνητικού φορέα από την επιλογή της κυβέρνησης να τον μεταφέρει στην ευθύνη άλλου υπουργείου.
«Μετά την ελάχιστη τοποθέτηση γυναικών υπουργών, η μετακίνηση της ΓΓΙΦ από το υπουργείο Εσωτερικών στο υπουργείο Εργασίας και στον τομέα της Πρόνοιας στενεύει τα όρια των πολιτικών ισότητας των φύλων, που από τη φύση της αφορά όλους τους τομείς της ζωής μας, όλα τα υπουργεία και τους αρμόδιους φορείς, και υπό αυτήν την έννοια υποβαθμίζει τον αρμόδιο κυβερνητικό φορέα για θέματα ισότητας», ανέφερε η Φ. Κούβελα στην αποχαιρετιστήρια δήλωσή της. Παράλληλα, διαβεβαίωσε για τη στενή παρακολούθηση των εξελίξεων «με την οπτική της προοδευτικής φεμινιστικής πολιτικής» ώστε να μην «υποβαθμιστεί όλο αυτό το έργο που σε συνθήκες δύσκολες κατορθώσαμε».
Η «ανησυχία» για τη συνέχεια του κυβερνητικού έργου είναι περιττή, αφού κάθε κυβέρνηση που παραλαμβάνει τη σκυτάλη από την προηγούμενη κινείται και όσον αφορά την «ισότητα των φύλων» στην τροχιά που ορίζουν οι κατευθύνσεις της ΕΕ. Για παράδειγμα, η ευρωβουλευτής της ΝΔ Ελίζα Βόζενμπεργκ, με αφορμή την εκλογή της στη θέση της αντιπροέδρου της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Γυναικών και την Ισότητα των Φύλων (FEMM) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνόψισε τα θέματα γύρω από τα οποία εστιάζει το ενδιαφέρον της.
Σε αυτά περιλαμβάνονται η «ίση μεταχείριση στην αγορά εργασίας», η «ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης)», η «συμφιλίωση επαγγελματικού και οικογενειακού βίου» και η «ενδυνάμωση της γυναικείας επιχειρηματικότητας». Πρόκειται για προτεραιότητες που συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, αν όχι απόλυτα, με τους άξονες στους οποίους κινήθηκε το κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι γυναίκες στο «τιμόνι» της ΕΕ

Παράλληλα με τις «γκρίνιες» για τη μικρή συμμετοχή γυναικών στην ελληνική κυβέρνηση, τις προηγούμενες μέρες είχαμε και τα «πανηγύρια» για τη διαμόρφωση πρότασης για την ανάδειξη δύο γυναικών στα «ανδροκρατούμενα» πόστα των προέδρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κομισιόν. Στα παζάρια που κατέληξαν στην επιλογή της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για την ΕΚΤ, και της υπουργού Αμυνας της Γερμανίας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σίγουρα μέτρησαν τα πλούσια «βιογραφικά» και των δύο στην προώθηση της βάρβαρης πολιτικής από τα διάφορα πόστα που έχουν περάσει έως τώρα.
Η μεν φον ντερ Λάιεν είναι υπέρμαχος του ευρωστρατού, που θα διασφαλίσει στην ΕΕ μια σχετικά πιο αυτοτελή δράση στην προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της, αλλά και στη διατήρηση «της τάξης και της ασφάλειας» στο εσωτερικό της. Παράλληλα με την προώθηση της «ευρωπαϊκής στρατιωτικής συνεργασίας», η νέα πρόεδρος της Κομισιόν υπερασπίζεται και το ΝΑΤΟ. «Θέλουμε να παραμείνουμε διατλαντικοί, αλλά θέλουμε να γίνουμε και πιο ευρωπαϊκοί», σημείωνε σχετικά σε δηλώσεις της στο παρελθόν.
Η δε Λαγκάρντ, γνωστή από τη θητεία της στο ΔΝΤ, δεν χάνει ευκαιρία να εκφράζει την ανησυχία για τα χαμηλά ποσοστά «απασχόλησης» των γυναικών και τον αρνητικό αντίκτυπο που έχουν αυτά στην «οικονομική ανάπτυξη» και την «παγκόσμια οικονομία». Οσο για τα μέτρα για να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και μαζί της οι οικονομικοί δείκτες, στις προτάσεις του ΔΝΤ βρίσκονται σταθερά η «σύνδεση κοινωνικών επιδομάτων με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας» και οι λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης».
Δηλαδή, η προσαρμογή όσων έχουν απομείνει από τα κοινωνικά επιδόματα, ώστε να δένουν τους δικαιούχους τους στα προγράμματα κατάρτισης, επανακατάρτισης και προσωρινής απασχόλησης.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ΔΝΤ και της μέχρι πρότινος γενικής διευθύντριάς του έχει βρεθεί επίσης η αύξηση της συμμετοχής γυναικών «στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών» και στις «επιτροπές τραπεζικής εποπτείας», καθώς σχετική μελέτη που εκπονήθηκε τον Σεπτέμβρη του 2018 συνέδεε την αύξηση του ποσοστού γυναικών με «μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα».
Οι δύο νέες πρόεδροι είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν πως η ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου, όχι μόνο με αντεργατικά μέτρα αλλά και με στρατιωτικά μέσα, πραγματοποιείται με τη συμβολή των γυναικών της αστικής τάξης στις κυβερνήσεις, στα όργανα της ΕΕ, στους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

«Εκσυγχρονισμοί» σε αντιδραστική κατεύθυνση

Φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά αστικά κόμματα, όργανα της ΕΕ και άλλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και ενώσεις, ακόμα και καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ενδιαφέρονται σταθερά για τη γυναικεία συμμετοχή στα «κέντρα λήψης αποφάσεων». Ενδιαφέρονται για τη δυνατότητα να διαμορφώνουν και να αξιοποιούν μια γυναικεία αστική «πρωτοπορία», με στόχο την πιο αποτελεσματική προώθηση της στρατηγικής που ισοπεδώνει κοινωνικές κατακτήσεις και δικαιώματα, προκειμένου να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων.
Ο περιορισμός και η εξάλειψη υπαρκτών προβλημάτων που περιορίζουν τη συμμετοχή των γυναικών της αστικής τάξης είναι μέρος των εκσυγχρονισμών τους οποίους επιδιώκουν. Οι εκσυγχρονισμοί όμως αυτοί γίνονται πάνω στο έδαφος των εκμεταλλευτικών σχέσεων, οι οποίες ευθύνονται για τα προβλήματα των εργαζόμενων, των άνεργων, των νέων γυναικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου