Στο αεροπλάνο έπλαθα με το μυαλό μου εικόνες και ονειρευόμουν περιπέτειες σαν σχολιαρόπαιδο που ανυπομονεί να τελειώσει το διάβασμά του για να παίξει. Είχα διαβάσει βιβλία, είχα ακούσει ιστορίες από ανθρώπους που συνέκριναν όσα είχαν δει πριν και μετά την αντεπανάσταση του 1989 και προσπαθούσα κι εγώ με τη σειρά μου να βάλω σε τάξη τα κομμάτια του πάζλ.
Να προετοιμαστώ κατάλληλα για να ζήσω απ’ όσο πιο «μέσα» μπορούσα την ιστορία ενός λαού που βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων τον 20ο αιώνα.
Αυτά σκεφτόμουν, καθώς απογειωνόταν το αεροπλάνο, με το βλέμμα μου κολλημένο στις στολές των αεροσυνοδών που έμοιαζαν σαν να έχουν βγει από περασμένες εποχές, με το σφυροδρέπανο χαραγμένο στα μανίκια και στο καπέλο.
Μόσχα
Ο Άντον Τσέχοφ έλεγε πως «στη Μόσχα, κάθεσαι σε μια τεράστια αίθουσα εστιατορίου χωρίς να ξέρεις κανέναν και χωρίς να σε ξέρει κανείς και, όμως, δεν αισθάνεσαι ξένος». Από τα γραφικά φαγάδικα με τα τοπικά εδέσματα, μέχρι τα ατμοσφαιρικά καφέ, σαν κι αυτό του Πούσκιν, η Μόσχα προσφέρεται για συζητήσεις, αναπολήσεις και απρόσμενες συναντήσεις με ανθρώπους που κουβαλούν ο καθένας τη δική του οπτική για τα γεγονότα και τις καταστάσεις.
Ο ξεναγός μας ξεκίνησε να μας μιλάει για το 1917 και την επανάσταση, μια χρονιά ορόσημο στη νεότερη ιστορία της χώρας. Πρώτο θετικό της υπόθεσης και διόλου αυτονόητο σε μια εποχή που η ιστορία ξαναγράφεται και αναθεωρούνται πολλές αφηγήσεις του παρελθόντος ήταν το να ακούς να σου μιλάνε για το 1917 ως επανάσταση και όχι για κάτι άλλο, συγκεχυμένο και απροσδιόριστο.
Επίσης, κάτι που συνειδητοποίησα σχετικά νωρίς ήταν πως δεν μπορεί να γνωρίσει κανείς τη Ρωσία σε βάθος, αν δεν συνειδητοποιήσει τη σχέση που την συνδέει με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια σχέση που γίνεται αντιληπτή από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις στην πόλη, όπου υπάρχει ένα μνημείο στο σημείο από το οποίο δεν κατάφεραν να περάσουν οι Γερμανοί όταν ήρθαν το 1941 στη Μόσχα.
Εικόνες από το μετρό της
Μόσχας
Ο Στάλιν το ονόμαζε «Τα Παλάτια του Λαού», επειδή οι περισσότεροι από τους σταθμούς που χτίστηκαν στην εποχή του διαθέτουν επιβλητική διακόσμηση. Λένε πως είναι το ομορφότερο στον κόσμο. Μάλλον δεν έχουν άδικο…
Η Κόκκινη πλατεία
Πάντως, κατά τη γνώμη μου, η Κόκκινη πλατεία γίνεται πιο όμορφη, όσο λιγότερος είναι ο κόσμος που βρίσκεται σε αυτήν. Άλλωστε, αρκεί μια ματιά γύρω σου για να αντικρίσεις τους τουρίστες να χοροπηδούν στον αέρα ή να κυλιούνται στο έδαφος, μέχρι να βγάλουν τη φωτογραφία που επιθυμούν, να κάνουν duck face μπροστά από το Μαυσωλείο του Λένιν και να ποζάρουν αγκαλιά με κάτι τύπους που παλεύουν να κερδίσουν κανένα ρούβλι αναπαριστώντας (;) τον Λένιν και τον Στάλιν. Κάποιοι θα ισχυριστούν πως αυτό σημαίνει απλώς διαφορετική ιεράρχηση αναγκών και προτεραιοτήτων, αλλά προσωπικά δεν το είδα έτσι. Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος…
Λίγο έξω από τα τείχη του Κρεμλίνου, θα συναντήσει κανείς κορίτσια που περιφέρονται, φορώντας παραδοσιακές ρώσικες φορεσιές, ψάχνοντας κόσμο για να βγάλει φωτογραφίες μαζί τους και να βγάλουν χρήματα. Αυτό το κυνήγι των χρημάτων για επιβίωση που μοιάζει να εκτείνεται στο διηνεκές και είναι γνώριμο σε όλους στη χώρα μας, στη Ρωσία δεν είναι κάτι που γινόταν ανέκαθεν. Αν συζητήσεις με ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία, θα σου πουν πως πριν το ΄90, υπήρχαν ιδέες, οι οποίες καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τις πράξεις τους και τους έδιναν κίνητρο.
«Όποιος ενδιαφερόταν, μπορούσε να σπουδάσει δωρεάν περισσότερα από ένα πράγματα. Εγώ έκανε μπαλέτο, γιόγκα, καράτε, χορό κ.α. στην Ακαδημία πολιτισμού», μου εξομολογήθηκε η Σβετλάνα και πρόσθεσε: «το φαγητό τότε ήταν καλύτερης ποιότητας από αυτό που τρώμε σήμερα, ενώ και τα ρούχα μας ήταν πιο ανθεκτικά. Εγώ έχω ακόμα ρούχα από τη Σοβιετική εποχή, που δεν έχουν πάθει τίποτα». Όσο για το αν υπήρχαν ουρές στη διανομή του φαγητού που ισχυρίζονται πολλοί, η απάντησή της ήταν αφοπλιστική και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνείες: «ουρές υπήρχαν μόνο στις βιβλιοθήκες. Ήμασταν κάποτε η πιο μορφωμένη χώρα».
Μιλούσε με νοσταλγία για εκείνη την εποχή, σε αντίθεση με την εποχή της περεστρόικα και τον Γκορμπατσόφ. «Ένας φίλος μου, διδάκτορας, πούλαγε ρούχα στην αγορά για να ζήσει, ενώ πολλά εργοστάσια έκλεισαν και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Ακόμα κι αυτοί που δούλευαν τότε, μπορεί να μην πληρωνόντουσαν. Ήταν πολύ δύσκολα. Αν δεν μας είχαν δώσει επί Σοβιετικής εποχής ένα κομμάτι γης να φυτεύουμε τα προϊόντα μας, δεν ξέρω αν θα είχαμε επιβιώσει».
Άγαλμα αφιερωμένο στον εργάτη
και την αγρότισσα της Σοβιετικής εποχής
Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε τον έβδομο πύργο. Είναι ο ψηλότερος, με ύψος 240 μέτρα. Ολοκληρώθηκε το 1953 και περιλαμβάνει τις 43 σχολές του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ. Περιτριγυρίζεται από τεράστιους κήπους, που τους έφτιαχναν οι ίδιοι οι φοιτητές επί Σοβιετικής Ένωσης και δεν σταμάτησαν ούτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν βομβαρδιζόταν η Μόσχα.
Ο έβδομος πύργος του Στάλιν –
Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ
Περπατήσαμε στον πεζόδρομο Arbat, θαυμάσαμε από κοντά το θέατρο Bolshoi, γνωρίσαμε τα γραφεία της KGB, για τα οποία – όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις – ο καθένας έχει να πει και τη δική του ιστορία. Από τα πιο εύστοχα που συγκράτησα είναι το ότι τα γραφεία αυτά αποτελούν το «ψηλότερο» κτίριο στη Μόσχα, επειδή από εκεί «βλέπει κανείς τους πάντες».
Θέατρο Bolshoi
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο μουσείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου μπορεί και συνταιριάζει εξαιρετικά την οδύνη με την ιστορική μνήμη. Από τα πιο σημαντικά εκθέματα που μπορεί να βρει κανείς εκεί αποτελεί το άγαλμα της μητέρας που θρηνεί για το παιδί της. Γύρω του υπάρχουν σε τόμους τα ονόματα των θυμάτων της Σοβιετικής Ένωσης στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Υπολογίζονται γύρω στα 27 εκατομμύρια.
Μουσείο Β΄ Παγκοσμίου πολέμου
Όσον αφορά τώρα το Λένινγκραντ, μια σπάνια στιγμή ηρωισμού όχι μόνο στην ιστορία της Ρωσίας αλλά γενικότερα στον κόσμο, έχει νόημα να θυμηθούμε πως στις 9 Αυγούστου του 1942, μέσα στην πολιορκημένη πόλη, ο Σοστακόβιτς έδωσε μια συναυλία για να υμνήσει την αυτοθυσία των κατοίκων του. Στο ημερολόγιο ενός Γερμανού στρατιώτη, που βρέθηκε μετέπειτα, ήταν γραμμένο το εξής: «Όταν άκουσα τη μετάδοση της συναυλίας κατάλαβα ότι το Λένινγκραντ δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια μας»
Αγία Πετρούπολη
Θυμίζει αδιαμφισβήτητα πιο ευρωπαική πόλη από τη Μόσχα, αφού έχει χτιστεί στα πρότυπα του Άμστερνταμ. Ιδρύθηκε από τον τσάρο Πέτρο Α΄ το 1703 και πήρε το όνομά της προς τιμήν του (Saint Petersburg). Το 1914, το όνομά της άλλαξε σε Πέτρογκραντ, επειδή το προηγούμενο όνομα ακουγόταν κάπως γερμανικό για το μέτωπο. Το 1924, όταν πέθανε ο Λένιν, μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ.
Πρώτη μας επίσκεψη ήταν τα χειμερινά ανάκτορα, που σήμερα έχουν ενοποιηθεί με το μουσείο Ερμιτάζ, το μεγαλύτερο μουσείο στον κόσμο με πάνω από 3.000.000 συλλογές. Το 1917, οι κανονιές του θωρηκτού «Αβρόρα» σήμαναν την έφοδο εκεί και την σύλληψη της προσωρινής κυβέρνησης.
«Μερικά βλήματα έσκασαν στους διαδρόμους των Χειμερινών Ανακτόρων. Μπήκε ένα τέλος στην αβεβαιότητα. Οι ναύτες, οι κοκκινοφρουροί, οι στρατιώτες, κάτω από τα διασταυρούμενα πυρά των πολυβόλων, διέσχισαν τα οδοφράγματα μπροστά στα Χειμερινά Ανάκτορα, διέλυσαν τους υπερασπιστές τους και ρίχτηκαν πάνω στην πύλη των Ανακτόρων…», είχε αναφέρει σε μαρτυρία του ο Νικολάι Ποντβοΐσκι, μέλος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής κι ένας από τους ηγέτες της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα.
Χειμερινά ανάκτορα – μουσείο
Ερμιτάζ
Μπήκαμε στο μετρό και βγήκαμε στο Hotel Astoria, το διάσημο ξενοδοχείο στο οποίο ο Χίτλερ σκόπευε να πραγματοποιήσει το πάρτι για την πτώση του Λένινγκραντ. Απέναντι από το ξενοδοχείο βρίσκεται ο επιβλητικός ναός του Αγ. Ισαάκ, που ο Χίτλερ διέταξε να μην βομβαρδιστεί για να τον δει από το ξενοδοχείο όταν θα έχει καταλάβει την πόλη. Μόλις το κατάλαβαν οι Σοβιετικοί, άρχισαν να φέρνουν στο ναό έργα τέχνης για να τα προστατέψουν από τους βομβαρδισμούς.
Φυσικά, το Λένινγκραντ δεν το κατέλαβαν ποτέ οι Γερμανοί…
Hotel Astoria
– Αγ. Ισαάκ
Για τον ηρωισμό των κατοίκων της, το 1945, το Λένινγκραντ ήταν η πρώτη πόλη της Σοβιετικής Ένωσης που έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Ηρωικής Πόλης.
Μνημείο για τους ηρωικούς
υπερασπιστές του Λένινγκραντ
Είναι πολλά, λοιπόν, όσα δεν κατάλαβα στη Ρωσία, όσα δεν γνώρισα, όλες εκείνες οι πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων στις οποίες δεν μπόρεσα να εισχωρήσω, είναι, όμως, ακόμα πιο πολλά όσα συνδέουν τη χώρα αυτή με τις αλλαγές, καθώς και όλα όσα συνδέουν στην τελική όλους μας με την ανάγκη για αλλαγές και εξέλιξη.
Γιατί, για κάθε άνθρωπο που μας λέει πως τίποτα δεν αλλάζει, θα υπάρχει πάντα μια Ρωσία, που θα προκαλεί τις αλλαγές, θα τις αφομοιώνει και θα είναι έτοιμη να τις πυροδοτήσει ξανά από την αρχή.
Υ.Γ: Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι από το μουσείο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και την αντίστοιχη αναπαράσταση της εισόδου του Κόκκινου στρατού στο Βερολίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου