ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

«Η θεωρία της αξίας» και «Απλή και σύνθετη εργασία»


 ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ: «ΑΝΤΙ-ΝΤΙΡΙΝΓΚ»

«Η θεωρία της αξίας» και «Απλή και σύνθετη εργασία»


Στις 28 Νοέμβρη του 1820 γεννήθηκε ο Φρίντριχ Ενγκελς. Ο άνθρωπος που από κοινού με τον Καρλ Μαρξ συνδιαμόρφωσαν και θεμελίωσαν την επιστημονική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, αποδεικνύοντας το αναπόφευκτο, νομοτελειακό πέρασμα της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Σήμερα στο ένθετο του «Ριζοσπάστη» Ιστορία δημοσιεύουμε από το έργο του Ενγκελς «Αντι-Ντίρινγκ» δύο κεφάλαια, τα: «Η θεωρία της αξίας» και «Απλή και σύνθετη εργασία».
Με το πρώτο κεφάλαιο ο Ενγκελς αναλύει τους όρους της υλικής παραγωγής στον καπιταλισμό και πώς ο καπιταλιστής βγάζει κέρδος από τη δουλειά του εργάτη, στο δεύτερο κεφάλαιο κάνει αναφορά και στις οικονομικές σχέσεις στο σοσιαλισμό και τη διαμόρφωση των μισθών στο σοσιαλισμό.
VI. Η θεωρία της αξίας
Εχουν περάσει τώρα εκατό χρόνια περίπου, από τότε που, στη Λιψία, δημοσιεύτηκε ένα βιβλίο, το οποίο είχε, μέχρι τις αρχές του αιώνα αυτού, τριάντα και κάτι εκδόσεις και που, σ' όλη τη χώρα, διαδόθηκε και διανεμήθηκε από τις αρχές, τους ιεροκήρυκες και όλων των ειδών τους φίλους των ανθρώπων και που το συνιστούσαν γενικά σαν αναγνωστικό στα δημοτικά σχολεία. Το βιβλίο αυτό λεγόταν: «Ο φίλος των παιδιών», του Ρόχοφ. Σκοπός του ήταν η κατήχηση των παιδιών των αγροτών και των χειρωνακτών σχετικά με το επάγγελμά τους και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους κοινωνικούς και κρατικούς προϊσταμένους τους, καθώς επίσης η διδαχή της ευεργετικής ικανοποίησης με τη μοίρα τους στη γη, με το μαύρο ψωμί και τις πατάτες, με τις αγγαρείες και το χαμηλό μισθό, με τους πατρικούς ξυλοδαρμούς και τα άλλα παρόμοια ευχάριστα. Και όλα αυτά στο όνομα του Διαφωτισμού, που ήταν τότε συνηθισμένος. Γι' αυτό το σκοπό, έλεγαν στη νεολαία σ' όλη τη χώρα, πόσο σοφός θεσμός είναι η φύση, ότι ο άνθρωπος πρέπει να κερδίσει τα προς το ζην του καθώς και τις απολαύσεις του με την εργασία και πόσο ευτυχής πρέπει, γι' αυτό το λόγο, να αισθάνονται ο αγρότης και ο χειρώνακτας που τους επιτρέπεται να αρωματίζουν το γεύμα τους με τον ξινό ιδρώτα της δουλειάς τους αντί, όπως ο άσωτος πλούσιος, να υποφέρουν από χαλασμένο στομάχι, προβλήματα χολής ή δυσκοιλιότητα και να καταπίνουν μόνο με το ζόρι τους πιο εκλεκτούς μεζέδες. Τις ίδιες κοινοτοπίες, που ο καλός μας Ρόχοφ θεωρούσε κατάλληλες για τα αγροτόπαιδα της Σαξονίας της εποχής του, μας τις προσφέρει ο κύριος Ντίρινγκ, στη σελίδα 14 και εξής, των Μαθημάτων σαν το «απόλυτα θεμελιώδες» της νεότερης πολιτικής οικονομίας.
«Οι ανθρώπινες ανάγκες καθεαυτές έχουν τη φυσική τους νομοτέλεια και είναι, από την άποψη της αύξησής τους, περιορισμένες σε κάποια όρια, τα οποία μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με τρόπο αφύσικο για ένα χρονικό διάστημα μέχρι το σημείο που επέλθει η αηδία, η βαρεμάρα για τη ζωή, η φθορά, το κοινωνικό σακάτεμα και, τελικά, η σωτήρια εξόντωση... Το παιχνίδι, που αποτελείται από σκέτη διασκέδαση χωρίς κανένα περαιτέρω σοβαρό στόχο, οδηγεί σύντομα σε βαριεστημάρα ή -και αυτό είναι το ίδιο- στη φθορά της κάθε ικανότητας για αίσθηση.
Συνεπώς, η πραγματική εργασία σε οποιαδήποτε μορφή είναι ο κοινωνικός φυσικός νόμος των υγιών μορφών... Αν οι ορμές και οι ανάγκες δεν είχαν αντίβαρο, δε θα επέφεραν ούτε μια στοιχειώδη ύπαρξη, πόσο μάλλον μια εξέλιξη της ζωής με μια ιστορική ανοδική πορεία. Σε περίπτωση πλήρους ικανοποίησης χωρίς κόπο, θα εξαντλούνταν σύντομα και θα άφηναν μια κενή ζωή με ενοχλητικά διαλείμματα, που θα επανέρχονταν... Σ' όλες τις σχέσεις, επομένως, η εξάρτηση της ικανοποίησης των ορμών και των παθών από το ξεπέρασμα κάποιου οικονομικού εμποδίου αποτελεί ευεργετικό βασικό νόμο της εξωτερικής οργάνωσης της φύσης, καθώς και της εσωτερικής διάπλασης του ανθρώπου» κλπ. κλπ.
Οπως βλέπουμε, οι κοινότατες κοινοτοπίες του αξιότιμου Ρόχοφ γιορτάζουν στον κύριο Ντίρινγκ το εκατοστό ιωβηλαίο τους και αυτό, επιπλέον, σαν «βαθύτερη θεμελίωση» του μοναδικού αληθινού κριτικού και επιστημονικού «κοινωνικού συστήματος». Εφόσον έχει μπει το θεμέλιο, λοιπόν, ο κύριος Ντίρινγκ μπορεί να συνεχίσει να χτίζει. Πρώτα μας δίνει, εφαρμόζοντας τη μαθηματική μέθοδο σύμφωνα με τον αρχαίο Ευκλείδη, μια σειρά από ορισμούς. Αυτό είναι ιδιαίτερα βολικό, γιατί μπορεί να διαμορφώσει τους ορισμούς του αμέσως με τέτοιο τρόπο, ώστε εκείνο το οποίο πρέπει να αποδειχτεί με τη βοήθεια των ορισμών ήδη εμπεριέχεται εν μέρει σ' αυτούς.
Ετσι μαθαίνουμε πρώτα, ότι:
η κύρια έννοια της ως τώρα οικονομίας ονομάζεται πλούτος και ο πλούτος, όπως μέχρι τώρα τον καταλάβαιναν πραγματικά σ' όλη την παγκόσμια ιστορία και όπως ανάπτυξε το βασίλειό του, είναι «η οικονομική εξουσία πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα».
Αυτό είναι διπλό λάθος. Πρώτον, ο πλούτος των παλαιών κοινοτήτων της φυλής και του χωριού δεν ήταν καθόλου κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους. Και δεύτερο, ο πλούτος στις κοινωνίες που κινούνται μέσα σε ταξικές αντιθέσεις, είναι, στο βαθμό που περιλαμβάνει κάποια κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους, κυρίως και σχεδόν αποκλειστικά μια κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους δυνάμει και μέσω της κυριαρχίας πάνω στα πράγματα. Από τα πολύ παλαιά χρόνια, όταν η σύλληψη και η εκμετάλλευση σκλάβων έγιναν δύο ξεχωριστοί κλάδοι δραστηριότητας, οι εκμεταλλευτές της εργασίας των σκλάβων έπρεπε να αγοράζουν τους σκλάβους, να αποκτούν την κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους πρώτα μέσα από την κυριαρχία πάνω στα πράγματα, στην τιμή αγοράς, στα μέσα συντήρησης και εργασίας του σκλάβου. Σ' όλο το Μεσαίωνα, η μεγάλη γαιοκτησία είναι η προϋπόθεση, μέσω της οποίας η φεουδαρχική αριστοκρατία διαθέτει αγρότες, που της πληρώνουν τόκους και της κάνουν αγγαρείες. Σήμερα, ακόμα κι ένα εξάχρονο παιδί βλέπει ότι ο πλούτος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους αποκλειστικά και μόνο μέσω των πραγμάτων, τα οποία διαθέτει.
Γιατί, όμως, ο κύριος Ντίρινγκ πρέπει να κατασκευάσει αυτό τον ψεύτικο ορισμό του πλούτου; Γιατί να σπάσει την πραγματική συνάρτηση, όπως ίσχυε σ' όλες τις μέχρι τώρα ταξικές κοινωνίες; Μα για να τραβήξει με το ζόρι τον πλούτο από τον οικονομικό τομέα στον ηθικό. Η κυριαρχία πάνω στα πράγματα είναι πράγμα πολύ καλό, αλλά η κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους είναι κακό. και, επειδή ο κύριος Ντίρινγκ απαγόρεψε στον εαυτό του να εξηγήσει την κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους από την κυριαρχία πάνω στα πράγματα, μπορεί πάλι να πράξει θαρραλέα και να την εξηγήσει απλά και σύντομα από την αγαπημένη του βία. Ο πλούτος σαν κυρίαρχος των ανθρώπων είναι «η ληστεία» και μ' αυτό φτάσαμε πάλι σ' ένα κακέκτυπο της παμπάλαιας ρήσης του Προυντόν (Proudhon): «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή».1
Μ' αυτόν τον τρόπο, φέραμε ωραία και καλά τον πλούτο κάτω από τα δύο ουσιώδη πρίσματα της παραγωγής και της κατανομής: Ο πλούτος σαν κυριαρχία πάνω στα πράγματα - ο πλούτος της παραγωγής, η καλή πλευρά. Ο πλούτος σαν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους - ο μέχρι τώρα πλούτος της κατανομής, η κακή πλευρά. Διώξτε την! Αν τα εφαρμόσουμε αυτά στις σημερινές συνθήκες, σημαίνουν: Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι πολύ καλός και μπορεί να μείνει, αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος κατανομής δεν κάνει και πρέπει να καταργηθεί. Σε τέτοιες ανοησίες οδηγείται κανείς, όταν γράφει για την οικονομία χωρίς καν να έχει καταλάβει τη συνάρτηση παραγωγής - κατανομής.
Μετά από τον πλούτο, προσδιορίζεται η αξία ως εξής:
«Η αξία είναι η ισχύς, την οποία έχουν τα οικονομικά πράγματα και οι οικονομικές αποδόσεις στην κυκλοφορία». Η ισχύς αυτή ανταποκρίνεται, «στην τιμή ή σε κάποιο άλλο ισοδύναμο, για παράδειγμα, στο μισθό».
Με άλλα λόγια: Η αξία είναι η τιμή. 'Η μάλλον, για να μην αδικήσουμε τον κύριο Ντίρινγκ και να αποδώσουμε τον παραλογισμό του ορισμού του στο βαθμό που είναι δυνατό με τα δικά του λόγια: η αξία είναι οι τιμές. Διότι στη σελίδα 19 λέει:
«η αξία και οι τιμές που την εκφράζουν σε χρήμα».
Επομένως, διαπιστώνει ο ίδιος ότι η ίδια αξία έχει πολύ διαφορετικές τιμές και έχει, συνεπώς, και άλλες τόσες διαφορετικές αξίες.
Αν ο Χέγκελ (Hegel) δεν είχε πεθάνει προ πολλού, θα πήγαινε να κρεμαστεί! Δε θα το είχε κατορθώσει, μ' όλη τη θεολογική του, να κατασκευάσει αυτή την αξία, η οποία είναι τόσο πολλές διαφορετικές αξίες όσες τιμές έχει. Πρέπει να διαθέτει κανείς πάλι την αυτοπεποίθηση του κυρίου Ντίρινγκ για να δώσει μια νέα, βαθύτερη θεμελίωση της οικονομίας με την εξήγηση ότι δε γνωρίζουμε καμιά άλλη διαφορά ανάμεσα στην τιμή και την αξία από την εξής: Η μία εκφράζεται σε χρήμα και η άλλη όχι.
Ομως, μ' όλα αυτά ακόμα δε μάθαμε τι είναι η αξία και, ακόμα λιγότερο, από τι καθορίζεται.
Χρειάζεται, λοιπόν, ο κύριος Ντίρινγκ να έρθει με άλλες εξηγήσεις:
«Εντελώς γενικά, ο βασικός νόμος της σύγκρισης και της εκτίμησης πάνω στον οποίο στηρίζεται η αξία, καθώς και οι τιμές, που την εκφράζουν σε χρήμα, βρίσκεται πρώτα στον τομέα της παραγωγής καθ' εαυτής, ανεξάρτητα από την κατανομή, η οποία φέρνει ένα δεύτερο στοιχείο στην έννοια της αξίας. Τα μεγαλύτερα ή μικρότερα εμπόδια, τα οποία η ποικιλία των φυσικών συνθηκών αντιπαραθέτει στις επιδιώξεις, που απευθύνονται στην απόκτηση των οποίων εξαναγκάζει τον κόσμο σε μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία». Και αυτή εκτιμάται σύμφωνα με «την αντίσταση που προβάλλουν η φύση και οι συνθήκες ενάντια στην απόκτηση των πραγμάτων... Το μέγεθος, στο οποίο τοποθετήσαμε τη δική μας δύναμη μέσα σ' αυτά (τα πράγματα) είναι η άμεσα αποφασιστική αιτία της ίδιας της ύπαρξης της αξίας και του ιδιαίτερού της μεγέθους».
Στο βαθμό που όλα αυτά έχουν νόημα, σημαίνουν: Η αξία ενός προϊόντος εργασίας καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την κατασκευή του. Αυτό το ξέρουμε από καιρό και χωρίς να μας το πει ο κύριος Ντίρινγκ. Αντί να ανακοινώσει απλά αυτό το γεγονός, πρέπει να το διαστρεβλώσει σαν μαντείο. Είναι, απλούστατα, λάθος να λέμε ότι το μέγεθος της δύναμης, το οποίο τοποθετεί κανείς σε κάποιο πράγμα (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τον πομπώδη τρόπο έκφρασης) αποτελεί την άμεσα αποφασιστική αιτία της αξίας και του μεγέθους της αξίας. Πρώτο, έχει σημασία σε ποιο πράγμα εισάγεται η δύναμη και, δεύτερο, πώς εισάγεται. Αν κάποιος μας κατασκευάζει ένα πράγμα, το οποίο δεν έχει αξία χρήσης για άλλους, τότε μ' όλη τη δύναμή του δε θα κατασκευάσει ούτε την παραμικρή αξία. Και αν κάποιος επιμένει να κατασκευάσει με το χέρι ένα αντικείμενο το οποίο μια μηχανή μπορεί να κατασκευάσει είκοσι φορές πιο φθηνά, τότε τα δεκαεννέα εικοστά της δύναμης, που έχει εισαγάγει, δεν παράγουν ούτε αξία ούτε κανένα ιδιαίτερο μέγεθός της.
Επίσης είναι ολοκληρωτική διαστρέβλωση των πραγμάτων, αν μετατρέψει κανείς την παραγωγική εργασία, η οποία δημιουργεί θετικά προϊόντα, σ' ένα απλό αρνητικό ξεπέρασμα μιας αντίστασης. Σε τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε, για να αποκτήσουμε ένα πουκάμισο, να ακολουθήσουμε περίπου την εξής διαδικασία: Πρώτα, ξεπερνάμε την αντίσταση του σπόρου του βαμβακιού ενάντια στη σπορά και την ανάπτυξή του. Επειτα, υπερνικάμε την αντίσταση του ώριμου βαμβακιού ενάντια στο κόψιμο, στο τύλιγμα και στην αποστολή του. Επειτα, ενάντια στο ξετύλιγμα, την τοποθέτησή του σε καφάσια και στο κλώσιμο. Επειτα την αντίσταση του νήματος στην ύφανση, την αντίσταση του υφάσματος ενάντια στη λεύκανση και το ράψιμο και, τελικά, την αντίσταση του έτοιμου πουκάμισου ενάντια στο να το φορέσουμε.
Γιατί όλη αυτή η παιδαριώδης διαστρέβλωση και στρεβλότητα; Μα για να φτάσουμε, μέσω της "αντίστασης" της "αξίας του προϊόντος", στην πραγματική, αλλά, μέχρι τώρα, μονάχα ιδεατή, αξία, στην "αξία κατανομής", η οποία ήταν η μόνη που ίσχυε στη μέχρι τώρα ιστορία και που έχει διαστρεβλωθεί από τη βία:
"Εκτός από την αντίσταση της φύσης... υπάρχει ακόμα ένα άλλο, καθαρά κοινωνικό εμπόδιο... Ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, μπαίνει μια ανασταλτική δύναμη και αυτή η δύναμη είναι πάλι ο άνθρωπος. Η μοναδική και απομονωμένη σκέψη υπάρχει ελεύθερη απέναντι στη φύση... Η κατάσταση διαμορφώνεται αλλιώς, μόλις φανταστούμε ένα δεύτερο άνθρωπο, ο οποίος με το ξίφος στο χέρι καταλαμβάνει τις προσβάσεις στη φύση και στις βοηθητικές πηγές της και απαιτεί κάποια, οποιαδήποτε, τιμή για την είσοδο. Αυτός ο δεύτερος... κατά κάποιο τρόπο κατευθύνει τον άλλο και, έτσι, γίνεται ο λόγος για τον οποίο η αξία του επιδιωκόμενου είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι θα μπορούσε να ήταν χωρίς αυτό το πολιτικό και κοινωνικό εμπόδιο στην απόκτηση ή την παραγωγή ενός πράγματος... Οι ειδικές διαμορφώσεις αυτής της τεχνητά αυξανόμενης αξίας των πραγμάτων, η οποία, βεβαίως, έχει σαν αντίστοιχό της μια ανάλογη πτώση της αξίας της εργασίας...
Γι' αυτό το λόγο, είναι ψευδαίσθηση αν θέλουμε να βλέπουμε την αξία εκ των προτέρων σαν ισοδύναμο με την πραγματική έννοια της λέξης, δηλαδή σαν ίση αξία ή σαν ανταλλακτική σχέση, που δημιουργήθηκε σύμφωνα με την αρχή της ισότητας της απόδοσης και της ανταπόδοσης... Αντιθέτως, το χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας σωστής θεωρίας της αξίας θα είναι να μη συμπίπτει η πιο γενική αιτία της εκτίμησής της με την ειδική διαμόρφωση της αξίας, που στηρίζεται στον εξαναγκασμό της κατανομής. Αυτή αλλάζει ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση, ενώ η πραγματική οικονομική αξία μπορεί να είναι μόνο μια αξία παραγωγής, που μετριέται απέναντι στη φύση και, γι' αυτό το λόγο, θα αλλάξει μόνο με τα καθαρά εμπόδια της παραγωγής φυσικού και τεχνικού χαρακτήρα».
Επομένως, η πρακτικά ισχύουσα αξία ενός πράγματος συνίσταται, σύμφωνα με τον κύριο Ντίρινγκ, σε δύο μέρη: Πρώτον, στην εργασία, που εμπεριέχεται σ' αυτή και, δεύτερο, στην αύξηση, η οποία επιβάλλεται «με το ξίφος στο χέρι». Με άλλα λόγια: Η σήμερα ισχύουσα αξία είναι μονοπωλιακή τιμή. Αν, σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία της αξίας, όλα τα εμπορεύματα έχουν μια τέτοια μονοπωλιακή τιμή, τότε μόνο δύο πράγματα μπορεί να συμβούν. 'Η ο καθένας χάνει σαν αγοραστής ό,τι κέρδισε σαν πωλητής. Οι τιμές, βέβαια, άλλαξαν από την άποψη του ονόματός τους, έμειναν, όμως, στην αμοιβαία τους σχέση οι ίδιες. Ολα μένουν όπως ήταν και η πολυδιαφημισμένη διανεμητική αξία είναι απλό χαρτί. 'Η, αντίθετα, οι υποτιθέμενες φορολογικές επιβαρύνσεις εκπροσωπούν πραγματικό ποσό αξίας, συγκεκριμένα εκείνο που παράγεται από την εργαζόμενη τάξη που παράγει υπεραξία, αλλά γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης από την τάξη των μονοπωλητών και, έτσι, αυτό το ποσό εργασίας αποτελείται από απλήρωτη εργασία. Στην περίπτωση αυτή, ερχόμαστε, παρά τον άνθρωπο με το εγχειρίδιο στο χέρι, παρά τις υποτιθέμενες φορολογικές επιβαρύνσεις και τους ισχυρισμούς περί διανεμητικής αξίας, στη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ.
Ας ψάξουμε, όμως, να βρούμε μερικά παραδείγματα της περιβόητης «αξίας κατανομής». Στη σελίδα 135, λέγονται τα εξής:
«Πρέπει να βλέπουμε και τη διαμόρφωση των τιμών δυνάμει του ατομικού ανταγωνισμού σαν μια μορφή της οικονομικής κατανομής και της αμοιβαίας επιβολής φόρου... αν σκεφτεί κανείς ότι το απόθεμα κάποιων αναγκαίων εμπορευμάτων μειωθεί ξαφνικά αισθητά, τότε, από τη μεριά των πωλητών, δημιουργείται μια δυσανάλογη δύναμη για εκμετάλλευση... το πώς η αύξηση αυτή των τιμών μπορεί να πάρει τεράστιες διαστάσεις, το δείχνουν ιδιαίτερα εκείνες οι ανώμαλες καταστάσεις, στις οποίες η προμήθεια αναγκαίων αγαθών έχει ανακοπεί για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» κλπ. Πέρα απ' αυτό, υπάρχουν και στην κανονική πορεία των πραγμάτων ντε φάκτο μονοπώλια, τα οποία επιτρέπουν μια αυθαίρετη αύξηση τιμών, για παράδειγμα, οι σιδηρόδρομοι, οι εταιρείες που προμηθεύουν νερό και αεριόφως στις πόλεις κλπ.
Είναι γνωστό από παλαιά ότι τέτοιες ευκαιρίες μονοπωλιακής εκμετάλλευσης παρουσιάζονται. Είναι, όμως, καινούριο ότι οι μονοπωλιακές τιμές, που καθορίζονται από τα μονοπώλια, δεν πρέπει να θεωρούνται εξαιρέσεις και ειδικές περιπτώσεις, αλλά, ίσα-ίσα, το κλασικό παράδειγμα του σήμερα ισχύοντος καθορισμού των αξιών. Πώς καθορίζονται οι τιμές των τροφίμων; Πηγαίνετε σε μια πολιορκημένη πόλη, όπου έχει αποκοπεί ο επισιτισμός, και πληροφορηθείτε το! απαντάει ο κύριος Ντίρινγκ. Πώς επηρεάζει ο ανταγωνισμός τον καθορισμό των τιμών αγοράς; Ρωτήστε το μονοπώλιο, θα σας το πει!
Αλλωστε, ακόμα και σ' αυτά τα μονοπώλια δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο με το ξίφος στο χέρι, ο οποίος πρέπει να βρίσκεται πίσω απ' αυτά. Αντίθετα: στις πολιορκημένες πόλεις, ο άνθρωπος με το ξίφος, ο διοικητής, αν ξέρει καλά τη δουλειά του, συνηθίζει να θέτει πολύ σύντομα τέρμα στο μονοπώλιο και να κατάσχει τα αποθέματα του μονοπωλίου για να τα κατανείμει ισότιμα. Κατά τ' άλλα, οι άνθρωποι με το ξίφος, μόλις προσπάθησαν να κατασκευάσουν μια «αξία κατανομής», δεν εισέπραξαν τίποτε άλλο από κακές δουλειές και απώλεια χρημάτων. Οι Ολλανδοί κατέστρεψαν το μονοπώλιο και το εμπόριο τους με τη μονοπωλιοποίηση του ανατολικού ινδικού εμπορίου. Οι πιο ισχυρές κυβερνήσεις που υπήρχαν ποτέ, η βορειοαμερικανική επαναστατική κυβέρνηση και η Γαλλική Συμβατική Συνέλευση, τόλμησαν να καθορίσουν ανώτατες τιμές και απέτυχαν οικτρά. Η ρωσική κυβέρνηση δουλεύει χρόνια τώρα να σπρώξει προς τα πάνω την αξία του ρωσικού χαρτονομίσματος, την οποία πιέζει προς τα κάτω με την αδιάκοπη έκδοση μη εξαργυρώσιμων τραπεζογραμματίων στη Ρωσία, και, μάλιστα, με τις εξίσου αδιάκοπες αγορές στο Λονδίνο συναλλάγματος για τη Ρωσία. Αυτό το παιχνίδι κόστισε σε λίγα χρόνια εξήντα εκατομμύρια ρούβλια και το ρούβλι αξίζει τώρα λιγότερο από δύο μάρκα, αντί για περισσότερο από τρία μάρκα. Αν το ξίφος διαθέτει τη μαγική δύναμη, την οποία του αποδίδει ο κύριος Ντίρινγκ, γιατί τότε καμιά κυβέρνηση δεν έχει κατορθώσει μέχρι τώρα να επιβάλει στο κακό χρήμα σιγά-σιγά την «αξία κατανομής» του καλού χρήματος ή στο χαρτονόμισμα την αξία κατανομής του χρυσού; Και πού είναι το ξίφος, που διατάζει στην παγκόσμια αγορά;
Υπάρχει ακόμα μια κύρια μορφή, με την οποία η αξία κατανομής μεταβιβάζει την ιδιοποίηση της δουλειάς άλλων χωρίς αντάλλαγμα: ο τόκος ιδιοκτησίας, δηλαδή η γαιοπρόσοδος και το κέρδος του κεφαλαίου. Για την ώρα, απλώς το αναφέρουμε για να μπορέσουμε να πούμε ότι αυτά είναι όλα όσα μαθαίνουμε σχετικά με την περιβόητη «αξία κατανομής». Ολα; Οχι εντελώς όλα. Ας ακούσουμε λοιπόν:
«Παρά τη διττή άποψη, η οποία ξεπροβάλλει με τη γνώση μιας αξίας παραγωγής και μιας αξίας κατανομής, εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει σαν βάση ένα κοινό κάτι σαν εκείνο το αντικείμενο, από το οποίο αποτελούνται όλες οι αξίες και με κριτήριο το οποίο μετριούνται αυτές, γι' αυτό το λόγο. Το άμεσο, φυσικό μέτρο είναι οι δυνάμεις, που ξοδεύονται και η πιο απλή μονάδα η ανθρώπινη δύναμη, με την πιο χοντρή έννοια της λέξης. Η τελευταία ανάγει στην εποχή, που η αυτοσυντήρησή της σημαίνει πάλι υπερνίκηση μιας ορισμένης ποσότητας δυσκολιών διατροφής και ζωής. Η αξία κατανομής ή ιδιοποίησης υπάρχει καθαρά μονάχα εκεί, όπου ανταλλάσσεται η αρμοδιότητα διάθεσης μη παραχθέντων προϊόντων ή, με πιο συνηθισμένη γλώσσα, τα ίδια αυτά τα πράγματα έναντι πράξεων ή πραγμάτων πραγματικής αξίας παραγωγής. Το ομοιόμορφο, όπως αυτό δεικνύεται και αντιπροσωπεύεται σε κάθε εκδήλωση αξίας και, γι' αυτό το λόγο, και στα συστατικά μέρη της αξίας, τα οποία έγιναν αντικείμενο ιδιοποίησης μέσω της κατανομής χωρίς αντάλλαγμα, αποτελείται από τις ανθρώπινες δυνάμεις, που ξοδεύτηκαν και... βρίσκονται ενσωματωμένες... σε κάθε εμπόρευμα».
Τι να πούμε τώρα γι' αυτά; Αν όλα τα εμπορεύματα μετριούνται με κριτήριο τις ανθρώπινες δυνάμεις, που ξοδεύτηκαν και βρίσκονται ενσωματωμένες στα εμπορεύματα, τότε πού μένει η αξία της κατανομής, η αύξηση των τιμών, η φορολόγηση; Ο κύριος Ντίρινγκ μάς λέει, βέβαια, ότι και τα μη παραχθέντα, δηλαδή τα πράγματα, που δεν έχουν πραγματική αξία, αποκτούν μια αξία κατανομής και μπορούν να ανταλλαχθούν με παραχθέντα πράγματα, που έχουν αξία. Ταυτόχρονα, όμως, λέει ότι όλες οι αξίες, συνεπώς και οι καθαρές και αποκλειστικές αξίες κατανομής, συνίστανται στις δυνάμεις οι οποίες ξοδεύτηκαν και βρίσκονται ενσωματωμένες σ' αυτές. Δυστυχώς, δε μας λέει πώς πρέπει να ενσωματωθούν δυνάμεις, που ξοδεύτηκαν, σ' ένα μη παραχθέν πράγμα. Εν πάση περιπτώσει, μ' όλο αυτό το ανακάτεμα αξιών γίνεται στο τέλος σαφές ότι πάλι δε γίνεται τίποτα με την αξία κατανομής, με την ανατίμηση των εμπορευμάτων, που επιβλήθηκε από την κοινωνική θέση, ούτε με τη φορολόγηση μέσω του ξίφους. Οι αξίες των εμπορευμάτων καθορίζονται μόνο και μόνο από τη χρήση ανθρωπίνων δυνάμεων, κοινώς εργασίας, η οποία ενσωματώνεται σ' αυτές; Επομένως, ο κύριος Ντίρινγκ λέει, εκτός από τη γαιοπρόσοδο και μερικές μονοπωλιακές τιμές, το ίδιο, μόνο που το λέει πιο τσαπατσούλικα και πιο συγκεχυμένα, που έχει πει εδώ και καιρό η δύσφημη θεωρία της αξίας των Ρικάρντο - Μαρξ, αλλά πολύ πιο συγκεκριμένα και με πολύ περισσότερη σαφήνεια; Το λέει και, με την ίδια ανάσα, λέει και το αντίθετο. Ο Μαρξ λέει, ξεκινώντας από τις έρευνες του Ρικάρντο: Η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται από την κοινωνικά αναγκαία, εν γένει ανθρώπινη εργασία, την ενσωματωμένη στα εμπορεύματα εργασία, η οποία μετριέται πάλι με το χρόνο της διάρκειάς της. Η εργασία είναι το μέτρο όλων των αξιών, η ίδια, όμως, δεν έχει αξία. Ο κύριος Ντίρινγκ, εφόσον έχει βάλει κι αυτός με το δικό του τρόπο την εργασία σαν μέτρο της αξίας, συνεχίζει:
(η εργασία) στο χρόνο ύπαρξης
«ανάγεται στην εποχή ύπαρξης, της οποίας η αυτοσυντήρηση συνίσταται στο ξεπέρασμα μιας συγκεκριμένης ποσότητας δυσκολιών που αφορούν τη διατροφή και τη ζωή».
Ας αφήσουμε, όμως, το μπέρδεμα του χρόνου εργασίας -που αυτή μονάχα μας ενδιαφέρει εδώ- με το χρόνο ύπαρξης, που, μέχρι τώρα, δε δημιούργησε ποτέ ούτε μέτρησε αξίες· μια σύγχυση που στηρίζεται στην καθαρή μανία για πρωτοτυπία. Ας αφήσουμε κατά μέρος και την ψεύτικη «κοινωνική» πρόφαση, την οποία πρέπει να επιφέρει η «αυτοσυντήρηση» αυτού του χρόνου ύπαρξης. Οσο υπήρχε και θα υπάρχει ο κόσμος, ο καθένας πρέπει να αυτοσυντηρείται με την έννοια ότι καταναλώνει ο ίδιος τα μέσα για τη συντήρησή του. Αν υποθέσουμε ότι ο κύριος Ντίρινγκ έχει εκφραστεί οικονομικά και με ακρίβεια, τότε η παραπάνω φράση ή δε σημαίνει τίποτα ή σημαίνει: Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που ενσωματώνεται μέσα σ' αυτό, και η αξία αυτού του χρόνου εργασίας από τα μέσα επιβίωσης, που απαιτούνται για τη συντήρηση του εργάτη γι' αυτό το χρονικό διάστημα. Και αυτό σημαίνει για τη σημερινή κοινωνία: Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το μισθό εργασίας, που εμπεριέχεται σ' αυτό. Και έτσι φτάσαμε, επιτέλους, σ' αυτό που θέλει να πει ο κύριος Ντίρινγκ. Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται, σύμφωνα με τον κοινό οικονομικό τρόπο του λέγειν, από τα έξοδα κατασκευής του.
Ο Κάρεϊ (Carey) «αντέταξε σ' αυτό ότι δεν είναι τα έξοδα παραγωγής, αλλά τα έξοδα αναπαραγωγής, που καθορίζουν την αξία» (Κριτική Ιστορία, σελ. 401).
Αργότερα θα πούμε τι γίνεται μ' αυτά τα έξοδα κατασκευής ή ανακατασκευής. Εδώ, θα πούμε μόνο ότι αποτελούνται, ως γνωστό, από μισθό εργασίας και κέρδος κεφαλαίου. Ο μισθός εργασίας αντιπροσωπεύει «τις δυνάμεις που ξοδεύτηκαν» και που ενσωματώθηκαν στο εμπόρευμα, την αξία παραγωγής. Το κέρδος αντιπροσωπεύει τα τέλη, το φόρο ή την αύξηση τιμών, που επιβάλλει ο καπιταλιστής δυνάμει του μονοπωλίου του, του ξίφους στο χέρι του, στην αξία κατανομής. Ετσι, η όλη αντιφατικότητα-σύγχυση της ντιρινγκικής θεωρίας της αξίας λύνεται, τελικά, στην πιο όμορφη αρμονική σαφήνεια.
Ο καθορισμός της αξίας του εμπορεύματος από το μισθό εργασίας, που ακόμα στον Ανταμ Σμιθ (Adam Smith) μπερδεύεται συχνά με τον καθορισμό της αξίας από το χρόνο εργασίας, έχει, από τον Ρικάρντο και δώθε, εξοριστεί από την επιστημονική οικονομία και φυτοζωεί σήμερα μονάχα στη χυδαία οικονομολογία. Μόνο οι πιο κοινότοποι συκοφάντες της υπαρκτής καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας κηρύττουν ότι ο μισθός εργασίας καθορίζει την αξία και, ταυτόχρονα, παρουσιάζουν το κέρδος του καπιταλιστή επίσης σαν ανώτερο είδος μισθού εργασίας, σαν μισθό στέρησης (για το γεγονός ότι ο καπιταλιστής δε σπατάλησε το κεφάλαιό του), σαν ασφάλεια κατά των κινδύνων, σαν μισθό για τη διεύθυνση της επιχείρησης κλπ. Ο κύριος Ντίρινγκ απ' αυτούς διαφέρει μόνο στο ότι δηλώνει ότι το κέρδος είναι ληστεία. Με άλλα λόγια, ο κύριος Ντίρινγκ στηρίζει το σοσιαλισμό του άμεσα στα διδάγματα της χυδαίας οικονομολογίας του χειρίστου είδους. Ο σοσιαλισμός του αξίζει όσο αξίζει αυτή η χυδαία οικονομολογία. Το ένα δεν κάνει χωρίς το άλλο.
Είναι, ωστόσο, σαφές ότι αυτό που παράγει ένας εργάτης και αυτό που κοστίζει είναι τόσο διαφορετικά πράγματα όσο εκείνο που παράγει μια μηχανή και εκείνο που κοστίζει. Η αξία, που δημιουργεί ένας εργάτης, σε μια δωδεκάωρη εργάσιμη μέρα, δεν έχει τίποτα το κοινό με την αξία των προς το ζην, τα οποία καταναλώνει στη διάρκεια αυτής της εργάσιμης μέρας, καθώς και στο διάλειμμα, που ανήκει σ' αυτή. Στα προς το ζην αυτά, μπορεί να έχει ενσωματωθεί ένας χρόνος εργασίας τριών, τεσσάρων, επτά ωρών, ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης της αποδοτικότητας της εργασίας. Ας υποθέσουμε ότι χρειάστηκαν επτά ώρες εργασίας για την κατασκευή τους. Τότε, η θεωρία αξίας της χυδαίας οικονομολογίας, που δέχτηκε ο κύριος Ντίρινγκ, λέει ότι το προϊόν των δώδεκα ωρών εργασίας έχει την αξία του προϊόντος επτά ωρών εργασίας· ότι δώδεκα ώρες εργασίας είναι ίσες με επτά ώρες εργασίας ή: 12 = 7. Για να το πούμε με ακόμη περισσότερη σαφήνεια: Ενας εργάτης γης παράγει, αδιάφορα κάτω από ποιες κοινωνικές συνθήκες, μια ποσότητα σιτηρών, ας πούμε, είκοσι εκατόλιτρα το χρόνο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, καταναλώνει ένα ποσό αξιών, το οποίο εκφράζεται στο ποσό των δεκαπέντε εκατόλιτρων σιταριού. Τότε, τα είκοσι εκατόλιτρα σιτάρι έχουν την ίδια αξία που έχουν και τα δεκαπέντε και αυτό, μάλιστα, στην ίδια αγορά και κάτω από συνθήκες, που κατά τ' άλλα παραμένουν εντελώς ίδιες. Με άλλα λόγια: 20 ίσον 15.
Και αυτό το πράγμα λέγεται οικονομία!
Η όλη εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας πέρα από τη βαθμίδα της ζωώδους αγριότητας αρχίζει από την ημέρα που η εργασία της οικογένειας παρήγαγε περισσότερα προϊόντα απ' ό,τι χρειαζόταν για τη συντήρησή της, από την ημέρα που ένα μέρος της εργασίας στην παραγωγή δεν μπορούσε να χρησιμοποιείται πια μονάχα σαν τρόφιμα και μόνο, αλλά σαν μέσα παραγωγής. Αυτό που περίσσευε από το προϊόν εργασίας πέρα από τα έξοδα συντήρησης της εργασίας, καθώς και η διαμόρφωση και αύξηση ενός κοινωνικού αποθέματος παραγωγής και εφεδρείας απ' αυτό το περίσσευμα ήταν και είναι το θεμέλιο όλης της περαιτέρω κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ανάπτυξης. Στη μέχρι τώρα ιστορία, αυτό το απόθεμα ήταν η ιδιοκτησία μιας προνομιούχας τάξης, η οποία, μαζί με την ιδιοκτησία, απόκτησε και την πολιτική κυριαρχία και την πνευματική ηγεσία. Η επικείμενη κοινωνική ανατροπή θα κάνει αυτό το κοινωνικό απόθεμα παραγωγής και εφεδρείας, δηλαδή το σύνολο των πρώτων υλών, των εργαλείων παραγωγής και των τροφίμων, πράγματι κοινωνικό, αφαιρώντας το από κείνη την προνομιούχα τάξη, που το διαθέτει, και μεταβιβάζοντάς το σ' όλη την κοινωνία σαν κοινό αγαθό. 'Η το ένα ή το άλλο συμβαίνει. 'Η η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται από τα έξοδα συντήρησης της αναγκαίας για την κατασκευή τους εργασίας, δηλαδή, στη σημερινή κοινωνία, από το μισθό εργασίας. Τότε, ο κάθε εργάτης, παίρνει με το μισθό του την αξία του προϊόντος εργασίας του. Και, τότε, είναι αδύνατο η τάξη των καπιταλιστών να εκμεταλλεύεται την τάξη των μισθωτών εργατών. Πες ότι τα έξοδα συντήρησης ενός εργάτη εκφράζονται σε μια δοσμένη κοινωνία από το ποσό των τριών μάρκων. Τότε, το καθημερινό προϊόν του εργάτη έχει την αξία τριών μάρκων, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία της αξίας της χυδαίας οικονομολογίας. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο καπιταλιστής, ο οποίος απασχολεί αυτόν τον εργάτη, βάζει πάνω σ' αυτό το προϊόν ένα κέρδος, ένα φόρο ενός μάρκου και το πουλάει για τέσσερα μάρκα. Αν το ίδιο κάνουν και οι άλλοι καπιταλιστές, τότε ο εργάτης δεν μπορεί πια να τα βγάζει πέρα με την καθημερινή του συντήρηση με τρία μάρκα, αλλά χρειάζεται κι αυτός τέσσερα μάρκα. Με την προϋπόθεση ότι όλες οι άλλες συνθήκες παραμένουν ίδιες, ο μισθός εργασίας, που εκφράζεται σε μέσα συντήρησης, πρέπει να μείνει ίδιος. Επομένως, ο μισθός εργασίας που εκφράζεται σε χρήμα πρέπει να αυξηθεί, και μάλιστα από τρία σε τέσσερα μάρκα καθημερινά. Αυτό που οι καπιταλιστές αφαιρούν από την εργατική τάξη υπό τη μορφή κέρδους, πρέπει να της το ξαναδώσουν υπό τη μορφή μισθού. Ετσι, βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο ακριβώς απ' όπου ξεκινήσαμε: Αν ο μισθός εργασίας καθορίζει την αξία, τότε δεν είναι δυνατό ο καπιταλιστής να εκμεταλλεύεται τον εργάτη. Ούτε, όμως, είναι δυνατό να σχηματιστεί περίσσευμα προϊόντων, διότι οι εργάτες καταναλώνουν, σύμφωνα με την προϋπόθεσή μας, ακριβώς όση αξία παράγουν. Και επειδή οι καπιταλιστές δεν παράγουν καμιά αξία, δεν είναι καν σαφές με τι σκοπεύουν να ζήσουν. Αν, ωστόσο, υπάρχει ένα τέτοιο περίσσευμα της παραγωγής σε σχέση με την κατανάλωση, δηλαδή αν υπάρχει ένα τέτοιο απόθεμα παραγωγής και εφεδρείας και, μάλιστα, στα χέρια των καπιταλιστών, τότε δε μας μένει καμιά άλλη εξήγηση από την εξής: Οι εργάτες καταναλώνουν απλώς την αξία των εμπορευμάτων για την αυτοσυντήρησή τους, αλλά τα ίδια τα εμπορεύματα τα άφησαν στους καπιταλιστές για περαιτέρω χρήση τους. 'Η να το πούμε μ' άλλο τρόπο: Αν αυτό το απόθεμα της παραγωγής και οι εφεδρείες στα χέρια της τάξης των καπιταλιστών υπάρχουν πραγματικά· αν πράγματι έχουν δημιουργηθεί με τη συσσώρευση κέρδους (αφήνουμε τη γαιοπρόσοδο προς το παρόν απέξω), τότε αναγκαστικά συνίσταται από το συσσωρευμένο περίσσευμα του προϊόντος εργασίας, το οποίο η εργατική τάξη παραχώρησε στην τάξη των καπιταλιστών πέρα από το ποσό του μισθού εργασίας, το οποίο η τάξη των καπιταλιστών πληρώνει στην εργατική τάξη. Τότε, όμως, η αξία δεν καθορίζεται από το μισθό εργασίας, αλλά από την ποσότητα εργασίας. Τότε, η εργατική τάξη δίνει στην τάξη των καπιταλιστών, με το προϊόν της εργασίας της, μια μεγαλύτερη ποσότητα αξίας απ' ό,τι αποκτάει απ' αυτή με τη μορφή πληρωμής του μισθού εργασίας και τότε εξηγείται το κέρδος του κεφαλαίου σαν απλό συστατικό μέρος αυτής της υπεραξίας, που ανακαλύφθηκε από τον Μαρξ, όπως όλες οι άλλες μορφές ιδιοποίησης ξένου, απλήρωτου προϊόντος εργασίας.
Και, παρεμπιπτόντως, τα εξής: Για τη μεγάλη ανακάλυψη, με την οποία ο Ρικάρντο (Ricardo) αρχίζει το κύριο έργο του:
«ότι η αξία ενός εμπορεύματος εξαρτάται από την ποσότητα εργασίας, που είναι αναγκαία για την κατασκευή του, όχι όμως από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αποζημίωση που έχει πληρωθεί για την εργασία αυτή»,2 γι' αυτή την ανακάλυψη, που άφησε εποχή, δε γίνεται πουθενά λόγος σ' όλα τα Μαθήματα οικονομίας. Η Κριτική ιστορία ξεμπερδεύει με την ανακάλυψη αυτή με την εξής σιβυλλική φράση:
«Ο Ρικάρντο (Ricardo) δε σκέφτηκε ότι μια μεγαλύτερη ή μικρότερη σχέση, με την οποία ο μισθός μπορεί να είναι υπόδειξη για τις ανάγκες ζωής (!),... πρέπει να φέρει επίσης μια διαφορετική διαμόρφωση των σχέσεων αξίας!».
Μια φράση, με αφορμή την οποία ο αναγνώστης μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει, αλλά το πιο σίγουρο θα είναι να μη σκεφτεί απολύτως τίποτα. Και, τώρα, ο αναγνώστης μπορεί, από τα πέντε είδη αξιών, με τα οποία μας περιμένει ο κύριος Ντίρινγκ, να διαλέξει εκείνο, το οποίο του αρέσει καλύτερα: Την αξία παραγωγής, η οποία προέρχεται από τη φύση, ή την αξία κατανομής, η οποία φτιάχτηκε από την κακία των ανθρώπων και η οποία διαπρέπει λόγω του ότι μετριέται ανάλογα με τις δυνάμεις που δε διαθέτει. 'Η, τρίτο, την αξία, η οποία μετριέται με το χρόνο εργασίας, ή, τέταρτο, την αξία η οποία μετριέται με τα έξοδα αναπαραγωγής, ή, τέλος, την αξία, η οποία μετριέται με το μισθό εργασίας. Η ποικιλία είναι πλούσια, η σύγχυση πλήρης και το μόνο που μας μένει είναι να ξεφωνίσουμε μαζί με τον κύριο Ντίρινγκ:
«Η διδασκαλία των αξιών είναι το κριτήριο για τη στερεότητα οικονομικών συστημάτων!»
VII. Απλή και σύνθετη εργασία
Ο κύριος Ντίρινγκ ανακάλυψε στο έργο του Μαρξ μια πολύ χοντροκομμένη οικονομική γκάφα, η οποία εμπεριέχει ταυτόχρονα μια επικίνδυνη σοσιαλιστική αίρεση.
Η θεωρία της αξίας του Μαρξ «δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη συνηθισμένη... διδασκαλία, ότι η εργασία είναι η αιτία όλων των αξιών και ότι ο χρόνος εργασίας είναι το μέτρο των αξιών. Μένει εντελώς αδιευκρίνιστο το πώς πρέπει να φανταστούμε την ξεχωριστή αξία της λεγόμενης εξειδικευμένης εργασίας... Βέβαια, και σύμφωνα με τη δική μας θεωρία, μόνο ο χρησιμοποιημένος χρόνος εργασίας μπορεί να μετρήσει το κόστος και, συνεπώς, την απόλυτη αξία των οικονομικών πραγμάτων. Εδώ, όμως, ο χρόνος εργασίας του καθενός πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων πλήρως ίσος και δε χρειάζεται κανείς παρά να δει, πού, σε περίπτωση εξειδικευμένων αποδόσεων, συμβάλλει στον ατομικό χρόνο εργασίας του καθενός ακόμα ο χρόνος εργασίας άλλων προσώπων... ας πούμε, όπως υπάρχει μέσα στα χρησιμοποιημένα εργαλεία. Συνεπώς, δεν είναι έτσι τα πράγματα, όπως τα φαντάζεται νεφελωδώς ο κύριος Μαρξ, ότι, δηλαδή, ο χρόνος εργασίας ενός αξίζει περισσότερο απ' ό,τι ο χρόνος εργασίας ενός άλλου, επειδή τάχα συμπυκνώνεται μέσα σ' αυτόν κατά κάποιον τρόπο περισσότερος μέσος χρόνος εργασίας, αλλά όλος ο χρόνος εργασίας είναι χωρίς εξαίρεση και σαν αρχή - χωρίς, δηλαδή, να χρειαζόταν να πάρει κανείς πρώτα ένα μέσον όρο - απόλυτα ισάξιος. Δε χρειάζεται παρά να κοιτάξει κανείς τις αποδόσεις ενός προσώπου, καθώς και το κάθε έτοιμο προϊόν για να δει πόσος χρόνος εργασίας άλλων προσώπων μπορεί να βρίσκεται κρυμμένος στην κατανάλωση του χρόνου εργασίας, που μονάχα φαινομενικά είναι ο χρόνος εργασίας ενός. Είτε ένα εργαλείο παραγωγής του χεριού ή το χέρι, ή ακόμη και το κεφάλι, είναι εκείνο που δεν μπορεί να αποκτήσει αυτή την ειδική ιδιότητα ή αποδοτική ικανότητα χωρίς χρόνο εργασίας άλλων προσώπων, αυτό δεν επηρεάζει ούτε κατά το παραμικρό την αυστηρή ισχύ της θεωρίας. Ο κύριος Μαρξ, όμως, στα αποφθέγματά του σχετικά με την αξία, δεν ξεφορτώνεται το φάντασμα ενός εξειδικευμένου χρόνου εργασίας, το οποίο τριγυρνά στο βάθος. Ο παραδοσιακός τρόπος σκέψης των μορφωμένων τάξεων, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να είναι τερατώδες να αναγνωριστούν σαν οικονομικά πλήρως ισάξιοι ο χρόνος εργασίας του χειραμαξά και ο χρόνος εργασίας του αρχιτέκτονα, τον εμπόδισε να εμβαθύνει σ' αυτή την κατεύθυνση».
Το χωρίο του Μαρξ, το οποίο έδωσε αφορμή σ' αυτή την «τρομερή οργή» του κυρίου Ντίρινγκ, είναι πολύ σύντομο. Ο Μαρξ διερευνά από τι καθορίζεται η αξία των εμπορευμάτων και απαντάει: «Από την ανθρώπινη εργασία, η οποία εμπεριέχεται σ' αυτήν». Μ' αυτή, συνεχίζει, «ξοδεύεται η απλή εργατική δύναμη, την οποία διαθέτει στον οργανισμό του ο κάθε συνηθισμένος άνθρωπος κατά μέσον όρο, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση.
Η περιπλοκότερη εργασία είναι απλώς απλή εργασία με περισσότερη δύναμη ή μάλλον πολλαπλασιασμένη απλή εργασία, έτσι ώστε μια μικρότερη ποσότητα περίπλοκης εργασίας να είναι ισάξια με μια μεγαλύτερη ποσότητα πιο απλής εργασίας. Η πείρα δείχνει ότι η αναγωγή αυτή γίνεται συνεχώς. Ενα εμπόρευμα μπορεί να είναι το προϊόν της πιο περίπλοκης εργασίας, αλλά η αξία του το εξισώνει με το προϊόν απλής εργασίας και, γι' αυτό το λόγο, αντιπροσωπεύει το ίδιο μονάχα μια ορισμένη ποσότητα απλής εργασίας. Οι διάφορες αναλογίες στις οποίες τα διάφορα είδη εργασίας ανάγονται στην απλή εργασία σαν μονάδα μέτρησής τους καθορίζονται από μια κοινωνική διαδικασία, πίσω από την πλάτη των παραγωγών και, γι' αυτό το λόγο, τους φαίνεται ότι έχει καθιερωθεί πατροπαράδοτα».
Εδώ, στον Μαρξ, πρόκειται πρώτα μονάχα για τον καθορισμό της αξίας εμπορευμάτων, δηλαδή αντικειμένων, τα οποία μέσα σε μια κοινωνία που αποτελείται από ιδιώτες παραγωγούς, παράγονται και ανταλλάσσονται απ' αυτούς τους ιδιώτες παραγωγούς για το δικό τους ιδιωτικό λογαριασμό. Συνεπώς, δεν πρόκειται εδώ καθόλου για την «απόλυτη αξία», όπου και αν βρίσκεται και όπου υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλά για την αξία, η οποία ισχύει σε μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνίας. Η αξία αυτή, σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική έκδοση, αποδείχνεται σαν δημιουργημένη και μετρημένη από ανθρώπινη εργασία, που ενσωματώνεται στα επιμέρους εμπορεύματα και η ανθρώπινη αυτή εργασία αποδείχνεται από κει πέρα σαν απλή εργατική δύναμη, που ξοδεύεται. Δεν είναι, όμως, η κάθε εργασία απλώς μια έκφραση απλής ανθρώπινης εργατικής δύναμης που ξοδεύεται. Πάρα πολλά είδη εργασίας εμπεριέχουν τη χρήση δεξιοτήτων ή γνώσεων, που κατακτήθηκαν με λιγότερο ή περισσότερο κόπο, χρόνο και χρήμα. Τα είδη αυτά της σύνθετης εργασίας παράγουν, στα ίδια χρονικά διαστήματα, την ίδια αξία εμπορευμάτων όπως η απλή εργασία, όπως η απλή εργατική δύναμη που ξοδεύεται; Προφανώς, όχι. Το προϊόν μιας ώρας σύνθετης εργασίας είναι ένα εμπόρευμα ανώτερης, διπλής ή τριπλής αξίας σε σύγκριση με το προϊόν μιας ώρας απλής εργασίας. Η αξία των προϊόντων της σύνθετης εργασίας εκφράζεται μέσω αυτής της σύγκρισης, σε καθορισμένες ποσότητες απλής εργασίας. Ομως, η αναγωγή αυτή της σύνθετης εργασίας συντελείται μέσα από μια κοινωνική διαδικασία, πίσω από την πλάτη των παραγωγών, μέσα από μια πορεία, η οποία μπορεί εδώ, με την ανάπτυξη της θεωρίας της αξίας, μόνο να διαπιστωθεί, αλλά όχι ακόμη να εξηγηθεί.
Ο Μαρξ διαπιστώνει εδώ αυτό το απλό γεγονός, το οποίο συντελείται στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας.
Το γεγονός αυτό είναι τόσο αδιαμφισβήτητο, που ακόμα και ο κύριος Ντίρινγκ δεν τολμά να το αμφισβητήσει ούτε στα Μαθήματά του ούτε στην Ιστορία της Οικονομίας του και η παρουσίαση του Μαρξ είναι τόσο απλή και διαφανής, ώστε «κανένας δε μένει στην πλήρη ασάφεια» εκτός από τον κύριο Ντίρινγκ. Μέσα απ' αυτή, μεταξύ των πολλών ασαφειών του, μπερδεύει την αξία των εμπορευμάτων, της οποίας η αναζήτηση αποτελεί μοναδική απασχόληση του Μαρξ, με «τα φυσικά έξοδα», που απλώς κάνουν πληρέστερη την ασάφεια και, μάλιστα, με την «απόλυτη αξία», η οποία, απ' όσο ξέρουμε, πουθενά στην οικονομία δεν είχε εφαρμοστεί. Ο,τι και να κατανοεί, όμως, ο κύριος Ντίρινγκ με τα φυσικά έξοδα και όποιο από τα πέντε είδη αξίας του και αν έχει την τιμή να αποτελεί την απόλυτη αξία, ένα είναι σίγουρο: Οτι ο Μαρξ δε μιλάει για όλα αυτά τα πράγματα, αλλά μόνο για την αξία των εμπορευμάτων και ότι, σ' όλο το μέρος του Κεφαλαίου σχετικά με την αξία, δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή υπόδειξη αν ή σε ποια έκταση ο Μαρξ θεωρεί τη θεωρία αυτή της αξίας των εμπορευμάτων εφαρμόσιμη και σε άλλες μορφές κοινωνίας.
«Επομένως», συνεχίζει ο κύριος Ντίρινγκ, «ο χρόνος εργασίας ενός προσώπου, δεν έχει, όπως φαντάζεται ο κύριος Μαρξ, περισσότερη αξία απ' ό,τι ο χρόνος εργασίας ενός άλλου προσώπου, επειδή μέσα σ' αυτό τάχα συμπυκνώνεται κατά κάποιον τρόπο περισσότερη μέση εργασία, αλλά κάθε χρόνος εργασίας είναι ανεξαίρετα και κατ' αρχήν ισάξιος, δηλαδή χωρίς να χρειαστεί κανείς πρώτα να πάρει το μέσον όρο. Αυτή είναι μια αρχή, στην οποία δεν υπάρχει εξαίρεση».
Ευτυχώς για τον κύριο Ντίρινγκ, που η μοίρα δεν τον έκαμε εργοστασιάρχη και έτσι τον προφύλαξε να ρυθμίσει την αξία των εμπορευμάτων του σύμφωνα με τον καινούργιο αυτό κανόνα, τρέχοντας μ' αυτό τον τρόπο σίγουρα στην αγκαλιά της χρεοκοπίας. Αλλά πώς; Βρισκόμαστε ακόμα στην παρέα των εργοστασιαρχών; Καθόλου. Ο κύριος Ντίρινγκ, με τα φυσικά έξοδα και την απόλυτη αξία, μας έκανε να κάνουμε ένα άλμα, ένα πραγματικό άλμα θανάτου (salto mortale), από τον παρόντα κακό κόσμο των εκμεταλλευτών, στη δική του κομμούνα της οικονομίας του μέλλοντος, στον αέρα του καθαρού ουρανού της ισότητας και της δικαιοσύνης και πρέπει, συνεπώς, εδώ να ρίξουμε και μια ματιά, έστω και πρόωρα, σ' αυτό τον καινούργιο κόσμο.
Βέβαια, σύμφωνα με τη θεωρία του κυρίου Ντίρινγκ, και στην οικονομική κομμούνα μόνο ο χρησιμοποιημένος χρόνος εργασίας μπορεί να μετρήσει την αξία των οικονομικών πραγμάτων, αλλά, σ' αυτή την περίπτωση, ο χρόνος εργασίας του καθενός θα πρέπει εκ των προτέρων να θεωρείται τελείως ίσος. Ολος ο χρόνος εργασίας είναι εντελώς ισάξιος, χωρίς εξαίρεση και σαν αρχή και, μάλιστα, χωρίς να χρειαστεί πρώτα να πάρει κανείς ένα μέσο όρο. Και, τώρα, ας αντιπαραθέσουμε σ' αυτό το ριζοσπαστικό σοσιαλισμό της ισότητας την κεφαλαιώδη αντίληψη του Μαρξ, ότι, δηλαδή, ο χρόνος εργασίας ενός αξίζει περισσότερο από το χρόνο εργασίας ενός άλλου προσώπου, επειδή μέσα σ' αυτόν έχει συμπυκνωθεί περισσότερος μέσος χρόνος εργασίας, μια αντίληψη μέσα στην οποία τον κρατάει εγκλωβισμένο ο πατροπαράδοτος τρόπος σκέψης των μορφωμένων τάξεων, και γι' αυτές πρέπει να φαίνεται τερατώδες να αναγνωριστούν σαν οικονομικά πλήρως ισάξιος ο χρόνος εργασίας του χειραμαξά και ο χρόνος εργασίας του αρχιτέκτονα!
Δυστυχώς, ο Μαρξ κάνει την εξής μικρή παρατήρηση σχετικά με το προαναφερόμενο χωρίο στο Κεφάλαιο: «Ο αναγνώστης θα πρέπει να προσέχει ότι δε γίνεται εδώ λόγος για το μισθό ή την αξία, που ο εργάτης αποκτάει για μια μέρα εργασίας, αλλά για την αξία εμπορεύματος, μέσα στην οποία η ημέρα εργασίας του αντικειμενοποιείται».
Ο Μαρξ, που φαίνεται να έχει υποψιαστεί εκ των προτέρων τις αντιδράσεις του Ντίρινγκ, προφυλάσσεται ενάντια στις ενδεχόμενες προσπάθειες να εφαρμοστούν οι παραπάνω προτάσεις του και στο μισθό, που πρέπει να πληρωθεί στη σημερινή κοινωνία για σύνθετη εργασία. Αν ο κύριος Ντίρινγκ δεν είναι ικανοποιημένος μ' αυτό και, παρ' όλα αυτά, το κάνει, δηλαδή ερμηνεύει τις θέσεις αυτές σαν βασικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες ο Μαρξ θέλει να ξέρει ότι η κατανομή των μέσων συντήρησης ρυθμίζεται στη σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία, τότε πρόκειται για μια αναίσχυντη λαθραία παρεμβολή, η οποία μόνο στα αστυνομικά μυθιστορήματα βρίσκει την όμοιά της.
Αλλά ας δούμε από πιο κοντά τη διδασκαλία των ίσων αξιών. Ολος ο χρόνος εργασίας είναι εντελώς ισάξιος, αυτός του χειραμαξά και αυτός του αρχιτέκτονα. Συνεπώς, ο χρόνος εργασίας και μαζί μ' αυτόν η ίδια η εργασία έχει μια αξία. Ομως, η εργασία παράγει όλες τις αξίες. Μόνο αυτή δίνει στα έτοιμα προϊόντα της φύσης μια αξία με την οικονομική έννοια. Η ίδια η αξία δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση της κοινωνικά αναγκαίας ανθρώπινης εργασίας, η οποία αντικειμενοποιείται σ' ένα πράγμα. Επομένως, η εργασία δεν μπορεί να έχει αξία. Οπως θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια αξία της εργασίας και να θέλουμε να την καθορίσουμε, έτσι θα μπορούσαμε να μιλάμε για την αξία της αξίας ή να θέλουμε να καθορίσουμε το βάρος όχι ενός βαρέος σώματος, αλλά το ίδιο το βάρος. Ο κύριος Ντίρινγκ ξεμπερδεύει με ανθρώπους σαν τους Οουεν (Owen), Σεν-Σιμόν (Saint-Simon) και Φουριέ (Fourier) δίνοντάς τους τον τίτλο: Κοινωνικοί αλχημιστές. Ο ίδιος, με τις σπαζοκεφαλιές του σχετικά με την αξία του χρόνου εργασίας, δηλαδή της εργασίας, αποδείχνει ότι υστερεί πάρα πολύ από τους πραγματικούς αλχημιστές. Αναλογιστείτε τώρα το θάρρος, με το οποίο ο κύριος Ντίρινγκ χρεώνει τον Μαρξ με τον ισχυρισμό ότι τάχα ο χρόνος εργασίας ενός αξίζει περισσότερο απ' αυτόν ενός άλλου προσώπου, σαν να έχει ο χρόνος εργασίας, δηλαδή η εργασία, μια αξία. Τον Μαρξ, ο οποίος για πρώτη φορά ανάπτυξε τη θέση και τις αιτίες του ότι η εργασία δεν μπορεί να έχει αξία!
Για το σοσιαλισμό, που θέλει να χειραφετήσει την ανθρώπινη εργατική δύναμη από τη θέση της σαν εμπόρευμα, έχει μεγάλη σημασία το να κατανοήσουμε ότι η εργασία δεν έχει αξία, δεν μπορεί να έχει αξία. Εφόσον αυτό γίνει κατανοητό, δεν έχουν κανένα νόημα πια όλες οι προσπάθειες, τις οποίες κληρονόμησε ο κύριος Ντίρινγκ από το φυσικό εργατικό σοσιαλισμό, ρύθμισης της μελλοντικής κατανομής των μέσων ύπαρξης σαν είδους ανώτερου μισθού εργασίας. Απ' αυτή την αντίληψη, γίνεται και κατανοητό ότι η κατανομή, στο βαθμό που κυριαρχείται από καθαρά οικονομικά κίνητρα, θα ρυθμίζεται με βάση τα συμφέροντα της παραγωγής και ότι η παραγαγωγή προωθείται περισσότερο από έναν τρόπο κατανομής, που επιτρέπει σ' όλα τα μέλη μιας κοινωνίας να αναπτύξουν, να διατηρήσουν και να ασκήσουν, όσο πιο ολόπλευρα γίνεται, τις ικανότητές τους. Στον τρόπο σκέψης των μορφωμένων τάξεων, ο οποίος παραδόθηκε, πρέπει οπωσδήποτε να φαίνεται τερατώδες ότι κάποτε δε θα υπάρχει πια χειραμαξάς ούτε αρχιτέκτονας του επαγγέλματος και ότι ο άνθρωπος, που σαν αρχιτέκτονας έχει δώσει υποδείξεις, για μισή ώρα σπρώχνει και το αμάξι για ένα χρονικό διάστημα έως ότου πάλι να αξιοποιηθεί η δραστηριότητά του ως αρχιτέκτονα. Τι ωραίος σοσιαλισμός που διαιωνίζει το επάγγελμα του χειραμαξά!
Αν η ισοτιμία του χρόνου εργασίας προορίζεται να έχει την έννοια ότι ο κάθε εργάτης παράγει ίσες αξίες σε ίσα χρονικά διαστήματα χωρίς να χρειαστεί κανείς πρώτα να πάρει ένα μέσον όρο, τότε πρόκειται για ολοφάνερο λάθος. Ανάμεσα σε δύο εργάτες, ακόμα από τον ίδιο κλάδο επιχείρησης, η αξία του προϊόντος μιας ώρας εργασίας θα είναι διαφορετική, πάντα ανάλογα με την ένταση της εργασίας και τη δεξιότητα. Καμιά οικονομική κομμούνα, τουλάχιστο στο δικό μας ουράνιο σώμα, δεν μπορεί να αλλάξει αυτά τα κακώς κείμενα, που, ωστόσο, μόνο για ανθρώπους σαν τον Ντίρινγκ δεν είναι κακά. Συνεπώς, τι έμεινε από όλη αυτή την ιστορία όλης της εργασίας και κάθε εργασίας; Τίποτα, εκτός από την καθαρή φράση - μπλόφα, η οποία δεν έχει καμιά άλλη οικονομική βάση από την ανικανότητα του κυρίου Ντίρινγκ να διακρίνει ανάμεσα στον καθορισμό της αξίας από την εργασία και τον καθορισμό της αξίας από το μισθό εργασίας. Τίποτα, εκτός από τη διαταγή (τσαρικού τύπου), το βασικό νόμο της νέας οικονομικής κομμούνας: Ο μισθός εργασίας για τον ίδιο χρόνο εργασίας πρέπει να είναι ίσος! Μα την αλήθεια, οι παλαιοί Γάλλοι εργάτες - κομμουνιστές και ο Βάιτλινγκ (Weitling) είχαν πολύ καλύτερους λόγους για την ισότητα των μισθών! Πώς να λυθεί τώρα όλο το σημαντικό ζήτημα των ανώτερων αμοιβών για τη σύνθετη εργασία; Στην κοινωνία των ιδιωτών παραγωγών, οι ιδιώτες ή οι οικογένειές τους αναλαμβάνουν τα έξοδα της εκπαίδευσης του ειδικευμένου εργάτη. Γι' αυτό το λόγο, ο ιδιώτης παίρνει και αμέσως και την ανώτερη τιμή του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού: Ο επιδέξιος σκλάβος πουλιέται ακριβότερος και ο επιδέξιος μισθωτός εργάτης αμείβεται καλύτερα. Στη σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία, η κοινωνία αναλαμβάνει αυτά τα έξοδα. Γι' αυτό της ανήκουν και οι καρποί, οι παραχθείσες μεγαλύτερες αξίες της σύνθετης εργασίας. Ο ίδιος ο εργάτης δεν έχει περισσότερη αξίωση. Απ' αυτό βγαίνει - σε παρένθεση - ότι η αγαπημένη αξίωση του εργάτη στο «συνολικό προϊόν εργασίας» κρύβει εντούτοις κάποιο λάκκο.3
Σημειώσεις:
1. Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (Pierre - Joseph Proudhon), «Τι είναι η ιδιοκτησία; Οι έρευνες στην αρχή του δικαίου και της κυβέρνησης». Παρίσι, 1840, σελ. 2, γαλλική έκδοση.
2. Βλ. Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo), «Για τις αρχές της πολιτικής οικονομίας και της φορολόγησης», 3η έκδ., Λονδίνο, 1821, σελ. 1, αγγλική έκδοση.
3. Ο Μαρξ δίνει μια εκτενή κριτική για την «πλήρη» «αμείωτη εργατική απόδοση» του Φ. Λασάλ (Lassalle) στο Πρώτο Μέρος των «Σημειώσεων για το Πρόγραμμα του γερμανικού εργατικού κόμματος» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα) (MEW, τόμ. 19, σελ. 15-24, γερμανική έκδοση).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου