ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

ΓΑΥΔΟΣ


Το «νησί του διαβόλου» για τους εξόριστους κομμουνιστές!

Το αστικό κράτος ανακάλυψε το νησάκι, όταν αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει για τόπο εξόντωσης των κομμουνιστών. Κι είναι αλήθεια ότι σε κανένα άλλο νησί, απ' αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό απ' το αντιδραστικό κράτος, η απομόνωση απ' τον έξω κόσμο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική.

Είκοσι τέσσερα ναυτικά μίλια χωρίζουν τα Σφακιά απ' τη Γαύδο και τις μέρες της ξαστεριάς μπορεί κανείς να βλέπει την απεραντοσύνη του Λιβυκού Πελάγους.
Η Γαύδος οριοθετεί τα σύνορα της Ευρώπης με την Αφρικανική Ηπειρο, χωρίς όμως να δέχεται αυτό το ρόλο!

Νησί του θανάτου

Στα χρόνια της βασιλομεταξικής δικτατορίας, αλλά και πιο μπροστά, στη δικτατορία του Θόδ. Πάγκαλου, όταν μετέφεραν εκεί τους εξόριστους, τους εγκατέλειπαν στο έρημο, άνυδρο και φαλακρό νησί, με σκοπό το φυσικό τους θάνατο.

Τα χόρτα ήταν η κύρια τροφή των εξορίστων. Πέντε φορές τη βδομάδα με τρία δράμια λάδι, δύο φορές 18 δράμια όσπρια και κριθαρόψωμο, που συμπληρωνόταν με κεδρόκουκα, που 'χουν μια ξυλώδη ουσία ξινή και μυρουδιά ρετσινιού.

Αργότερα, η τροφή βελτιώθηκε κάπως, όταν ο παπάς του νησιού - αλήθεια, τι μπορεί να σου παρουσιάσει η ζωή - συνταίριασε τα συμφέροντά του με τις βιοτικές ανάγκες των εξορίστων κομμουνιστών. Το χρήμα δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία, ούτε ήθος... Νοίκιασε, λοιπόν, στους εξόριστους μια ιδιόκτητη ρεματιά, όλο γρανίτη, με την υποχρέωση να βγάλουν οι εξόριστοι τα βράχια, να την καθαρίσουν, να μεταφέρουν χώμα και να φυτέψουν ντομάτες, ανοίγοντας και πηγάδι για να τις ποτίζουν.

Ο παπάς πουλούσε στην αγορά στα Σφακιά την παραγωγή κι έδινε και στους εξόριστους λίγες ντομάτες για τις καθημερινές τους ανάγκες. Ετσι, ο παπάς βρήκε την ευκαιρία, με τον απλήρωτο ιδρώτα των εξορίστων, ν' ανοίξει χωράφια και να καλοπροικίσει τις πέντε θυγατέρες του.

Επίσης, οι εξόριστοι, εάν τους έδινε την άδεια η χωροφυλακή, δούλευαν στα λιγοστά κτήματα των ντόπιων και η αμοιβή τους ήταν λίγο κριθάρι, που άλεθαν στο χειρόμυλο που οι ίδιοι είχαν φτιάξει.

Η μάστιγα της ελονοσίας

Τη Γαύδο την είπαν «νησί του Θανάτου», αυτοί που 'χαν δοκιμάσει στο πετσί τους τα «καλά» της. Τροπικό το κλίμα, τροπικές και οι αρρώστιες.

Οσοι εξόριστοι πέρασαν απ' το νησί, «πήραν» υποχρεωτικά και κάτι. Κάποιο κουσούρι, κύρια τη γαυδιώτικη ελονοσία, μια αρρώστια που βασάνισε όσους «πέρασαν» από εκεί, αφού ο οργανισμός τους πάλευε νηστικός, χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρό. Ζούσαν με 10 δραχμές το μήνα επίδομα, αλλά στους δεσμώτες έφταναν οι 8. Τις δύο τις κράταγε, για δήθεν χρέη της Ομάδας Συμβίωσης, ο ανθυπασπιστής - στρατοπεδάρχης που είχε έδρα τα Σφακιά.

Γυναίκες εξόριστες στη Γαύδο (1929-1936)

Η επαφή με τον έξω κόσμο γινόταν μία φορά το μήνα κι αν οι καιροί επέτρεπαν στον «πολιτισμό» να ταξιδέψει. Με το όνομα αυτό, οι εξόριστοι είχαν βαφτίσει το καΐκι, που συνέδεε τη Γαύδο με τα Σφακιά.

Η απόδραση
 
Η αυστηρή επιτήρηση δεν εμπόδισε την ομαδική απόδραση, στις 30 Μάη 1941, επτά στελεχών του ΚΚΕ. Ηταν οιΛεων. Στρίγκος, Μ. Βαφειάδης, Μήτσος Βλαντάς, Πολύδ. Δανιηλίδης, Β. Δούκας, Μιχ. Λαθούλης και Μιχ. Κλεάνης.

Στη Γαύδο, με την κήρυξη του πολέμου το 1940, βρίσκονταν 32 εξόριστοι, ενώ 13 αγωνίστριες μεταφέρθηκαν στην Κίμωλο. Να σημειώσουμε ότι το σύστημα της δικτατορίας ήταν να σκορπίζει στα διάφορα ξερονήσια τους κομμουνιστές, για να δυσκολεύει τη ζωή τους και για να μην μπορούν να οργανώσουν τη συμβίωσή τους.

Τους επτά εξόριστους, μετά από δραματική πάλη με τα κύματα, ο καιρός τούς έβγαλε στη Γαυδοπούλα και μετά δύο μέρες αποβιβάστηκαν στην Κρήτη. Υστερα από πολλές καθυστερήσεις, έφτασαν, το φθινόπωρο, στην Αθήνα για να αναλάβουν υπεύθυνα καθήκοντα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Πιο γρήγορα έφτασαν στον προορισμό τους οι υπόλοιποι εξόριστοι της Γαύδου, που δραπέτευσαν ύστερα από μερικές μέρες. Ορισμένοι πιάστηκαν κι εκτελέστηκαν απ' τους Γερμανούς, όπως ο Γρηγ. Γρηγοριάδης, στέλεχος της ΟΚΝΕ.
     
Κείμενα:
Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ

Ιστορικά στοιχεία από αφηγήσεις Αύρας Παρτσαλίδου και Βάσου Γεωργίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου