ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Τίτος Βανδής


Ο Τίτος Βανδής, γεννήθηκε στις 7 Νοέμβρη 1917 στο Νέο Φάληρο. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Καβάλας (ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος), επέστρεψε σε μικρή ηλικία στον τόπο καταγωγής των γονέων του.
 Σε ηλικία πέντε ετών έπαθε ελονοσία και γι' αυτό το λόγο έφυγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του για την Ελβετία.

Πήγε σχολείο στη Λοζάνη και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Στη Θεσσαλονίκη φοίτησε στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης, μυήθηκε στις
κομμουνιστικές ιδέες από τον Κυρ-Κώστα τον τσαγκάρη και πήρε τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής στο Ωδείο Θεσσαλονίκης.

Ο διακαής του πόθος να γίνει ηθοποιός τον ώθησε να παρατήσει το σχολείο και να κατηφορίσει στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 16 ετών.

Ο κυρ - Κώστας, ο τσαγκάρης, έριξε καλό σπόρο...

Στα χρόνια της Αντίστασης

Με τη γερμανική κατοχή, αρχίζει τον αγώνα της επιβίωσης, «το κυνήγι του συσσιτίου». Ο Δήμος Σταρένιος τον μυεί στο ΕΑΜ. Ζητά επανασύνδεση με το ΚΚΕ. Ο Γιώργος Γιολδάσης τού ανακοινώνει: «Το κόμμα σε ξαναενέκρινε». Το 1941 δουλεύει στο θίασο του Αργυρόπουλου. Επειτα στης Κατερίνας, με σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν. Μια από τις κομματικές ευθύνες του ήταν και ο Τύπος. Το 1942, μαζί με άλλους ΕΑΜίτες, εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΗ. Ομως, μόνον εκείνος ήταν μέλος του ΚΚΕ. Για τα χρόνια της Αντίστασης, γράφει ότι «ίσως, τότε, ήμουν ο τέλειος κομμουνιστής. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις. Μάζευα ρούχα παλιά γι' αυτούς που δεν είχαν. Οδήγησα σε σπίτια δυο Ακροναυπλιώτες που το έσκασαν από τη "Σωτηρία" το 1943. Κι ακόμα, όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες.

Τίτος Βανδής - Χαρίλαος Φλωράκης, αχώριστοι φίλοι



Γιατί ήμουνα κομμουνιστής».

Οι έρωτες και οι γάμοι του Τ. Βανδή καταλαμβάνουν πολλές σελίδες. Το 1943 παντρεύεται τη συμμαθήτριά του στη Σχολή Καίτη Ασπρέα, που γεννά την κόρη τους, Τίτα. Ο γάμος δεν κρατά πολύ. Δουλεύει σε γνωστούς θιάσους, συχνά πρωταγωνιστώντας. Ερχονται η «απελευθέρωση» και τα Δεκεμβριανά. Ολο το Δεκέμβρη, ο Βανδής δρα στην Πολιτοφυλακή της Κυψέλης. Γενάρη του '45, με την υποχώρηση, ο Βανδής με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς διαβαίνει τη Θήβα, τη Λαμία, το Αγρίνιο, τη Λάρισα, την Κοζάνη, συμμετέχοντας στο «Θέατρο του Λαού».

Παίζει στα έργα του Ρίτσου «Η Αθήνα στ' άρματα», του Γιαλαμά «Ελληνική Εποποιία», του Τσέχοφ «Αίτηση σε γάμο».

Μετά τη Βάρκιζα, οι ΕΑΜίτες καλλιτέχνες γυρίζουν στην Αθήνα. Με «διευθυντή» τον Αντρέα Μαρουλίδη, δημιουργείται ένα θίασος εξαιρετικών ΕΑΜιτών ηθοποιών: Αιμ. Βεάκης, Α. Γιαννίδης, Θ. Κουρή, Θ. Μορίδης, Δ. Σταρένιος, Γ. Δήμος, Ν. Κεδράκας, Αλ. Δαμιανός, Ν. Βασταρδής, Τ. Βανδής, Μ. Μυράτ, Αλ. Παΐζη, Ασπ. Παπαθανασίου. Σκηνοθέτης ο Γιαννούλης Σαραντίδης. Σκηνογράφος ο Γιώργος Βακαλό. Ο θίασος ανεβάζει κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Σε μια παράσταση του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», στο θέατρο εισβάλλουν 100 Χίτες. Κοινό και ηθοποιοί δίνουν κανονική μάχη. Οι ηθοποιοί, με τα κοντάρια και τα σπαθιά της παράστασης.

«Ενωμένοι Καλλιτέχνες». Ηθοποιοί και τεχνικοί για το έργο
«Μακρινός Δρόμος», 1945. Ο Τίτος Βανδής με τη μάσκα
Τραυματίζονται ο Βεάκης, ο Γιαννίδης και η Μ. Μυράτ.

Αρχές του 1945, δημιουργείται ο ΕΑΜικός θίασος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες». Λειτουργεί μέχρι το 1946. Οι Σταρένιος - Βανδής - Παΐζη κάνουν δικό τους θίασο. Ο Βανδής και η Παΐζη είναι ζευγάρι από το 1945. Το 1947 ο Βανδής καλείται στο στρατό σαν έφεδρος και η Παΐζη εξορίζεται. Μετά την επιστροφή της από την εξορία (γύρω στο 1950) παντρεύονται, αλλά το 1956 χωρίζουν.

Στο Μπροντγουαίη και στο Χόλιγουντ

Ο Βανδής, προ πολλού, είναι καταξιωμένος ηθοποιός. Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να αναφερθούν οι απόψεις του για τους θιασάρχες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκε, οι θίασοι στους οποίους έπαιξε - μεταξύ των θιάσων ήταν και το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη - και οι ρόλοι του στη δεκαετία του '50 και μέχρι την περίοδο 1963-1964, που παίζει τον «Ερρίκο Ογδοο» στο «Κυκλικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, που έκτοτε έγιναν φίλοι. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου και με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη συστήνουν τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Το 1964 κάνει δικό του θίασο στον κινηματογράφο «Μετάλλιον», στο Παγκράτι. Θέλει μόνιμο σκηνοθέτη τον Τριβιζά. Αγαπούν κι οι δυο τον Μπρεχτ. Ο Βανδής μεταφράζει τους μπρεχτικούς «Στρογγυλοκέφαλους και μυτεροκέφαλους». Δε βρίσκουν κατάλληλους πρωταγωνιστές για το μπρεχτικό έργο και ανεβάζουν τον «Ομηρο» του προοδευτικού Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπροντγουαίη, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Εκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του '65 άρχισε πρόβες.

Η επιτυχία του σ' αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια. Να συνεργαστεί ακόμα και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες (λ.χ., με τον Λόρενς Ολίβιε), να ερωτευτεί, να παντρευτεί και ξαναπαντρευτεί.




Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ είναι και η εξής: «Παρ' όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970 πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ' όλα τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση "Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κρατήσαν τόσα χρόνια;", απάντησε: "Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι". 

Εννοούσε "Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι' αυτά". Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται», έγραφε ο Βανδής στην «Κουβέντα με τους φίλους μου».


 
Με την σύντροφο της ζωής του, Μπέττυ Βαλάση
Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1982 ήρθε στην Ελλάδα. Τότε γνώρισε την Μπέτυ Βαλάση, με την οποία συνδέθηκε το 1983 και παντρεύτηκε το 1984. Εκτοτε έζησε μόνιμα στην Ελλάδα. Δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε δραματικές σχολές. Επανασυνδέθηκε με το ΚΚΕ, στο οποίο δεν έπαψε ουδέποτε να πιστεύει. Αρθρογραφούσε κάθε βδομάδα στο «Ριζοσπάστη».

Ελπίδα του ήταν όσοι διαλέγουν το δρόμο του αγώνα και προπάντων η ΚΝΕ - «το νέο αίμα του ΚΚΕ». Και περηφάνια του μεγάλη ήταν ότι από τη ζωή θα φύγει κομμουνιστής, όπως ο κυρ - Κώστας, που «ο λόγος του έπεφτε σαν τη βροχή σε δέντρο που κάρπιζε αμέσως. Ο κυρ - Κώστας που ήταν πάντα μαζί μου, όπως και η γυναίκα μου η Δέσπω, και το Μπέτυ δε μ' ενοχλεί. Ημουνα τυχερός που τη βρήκα». Την τύχη του αυτή, της την έγραφε και σε καθημερινά γραμματάκια ή στιχάκια του:

«Μην κλαιν πια τα ματάκια σου/ ευρήκα τα γυαλάκια/ κι ησύχασε η καρδούλα μου/ γιατ' είσαι η ψυχούλα μου».

Εκτός του κυρ - Κώστα και της Μπέτυς, όπως εξομολογείται στο βιβλίο του, «ο τρίτος της παρέας είναι ο εαυτός μου, που μου φέρνει εμπόδια, με εκθέτει, με προκαλεί, με ρωτάει: "Αφού έγραψες ένα βιβλίο για να τα πεις όλα, γιατί δεν τα είπες;". Τι να κάνω, να τον συγχωρέσω, να τον σκοτώσω, ή να τον αγαπήσω; Θα κάνω μια ευχή. Να καταργηθεί το ρητό "Η σιωπή είναι χρυσός". Γιατί η σιωπή είναι ντροπή. Και να φωνάζουμε όλοι μαζί για το Δίκιο. Για τη Λευτεριά. Για τον Ανθρωπο».

Αυτή ήταν η τελευταία «κουβέντα» του Τίτου Βανδή. Δεν την ξεχνούμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου