Πεθαίνει, 16/1/1998, ο ηθοποιός Δημήτρης Χορν.
Δημήτρης Χορν, παιδί του αυστριακής καταγωγής,
γεννημένου στην Ελλάδα, δραματουργού Παντελή Χορν (από τους σπουδαίους
πρωτεργάτες της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας), βαφτιστήρι της Κυβέλης, ο
Δημήτρης Χορν γεννήθηκε στις 3/1921.
Οκτώ μηνών πρωτοβγήκε στη σκηνή, «παίζοντας»
στην αγκαλιά της Κυβέλης στο έργο του πατέρα του «Γειτόνισσες». Δίχρονος έπαιξε
στην «Νταλμανοπούλα», επίσης του πατέρα του. Υστερα στην ιψενική «Νόρα».
Κι όμως, στις μαθητικές παραστάσεις, θυμόταν ο Δ.
Χορν , «ήμουν ο τελευταίος των τελευταίων. Φαίνεται πως ήταν τέτοιο το χάλι
μου, ώστε δε με βάζαν να παίζω παρά σε βουβές εικόνες». Στο σπίτι του, όμως,
παρίστανε ό,τι έβλεπε στο θέατρο. Αγαπούσε και τη μουσική, αλλά «στάθηκε
αδύνατο» να μάθει τις νότες. Του άρεσε, όμως, το τραγούδι κι έκανε μαθήματα
φωνητικής.
«Εζησα πολύ φτωχά στα παιδικά μου χρόνια… Νομίζω πως
έπαιξε ρόλο θετικό. Υπήρχε εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου κι έβαζα
χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Δε μ’ έβλαψε σε τίποτα αυτό», διηγιόταν
ο Δ. Χορν . Μαθητής του δημοτικού φανέρωσε το ραφινάτο κωμικό ταλέντο του,
παίζοντας στο έργο «Βιολαντώ» το γελωτοποιό «Μπουμπουρίκο». Στα γυμνασιακά
χρόνια, στο Κολέγιο Αθηνών, συμμετείχε στις μαθητικές παραστάσεις που ανέβαζε ο
καθηγητής των Αγγλικών Κάρολος Κουν.Δεκατετράχρονος έπαιξε στη «Μαμά Κολιμπρί» του
Μπατάιγ, πλάι στην Κοτοπούλη. Αυτή η παράσταση καθόρισε την επιλογή του: «Δεν
πεθύμησα ποτέ να γίνω τίποτα άλλο από ηθοποιός».
Επί Μεταξά, δίνει εξετάσεις στη Σχολή του τότε
Βασιλικού Θεάτρου, απαγγέλλοντας τους απαγορευμένους «Μοιραίους» του Βάρναλη.
Την επομένη, συναντά στο δρόμο τον Αιμίλιο Βεάκη (ήταν καθηγητής της σχολής), ο
οποίος του λέει «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες απ’ αυτή την ανομβρία». Σπούδασε
στη Δραματική Σχολή του Βασιλικούκαι είχε δασκάλους δύο από τα σημαντικότερα
ονόματα του ελληνικού θεάτρου, τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Αιμίλιο Βεάκη.
Η πρώτη σκηνική του εμφάνιση έγινε το 1949, στο
Εθνικό Θέατρο, στο έργο “Η νυχτερίδα του Στράους” με τη Μαίρη Αρώνη. Το
δεύτερο, επίσης τραγουδιστικό, ρόλο του, τον έπαιξε δίπλα στην
πρωτοεμφανιζόμενη τότε «αποκάλυψη», την Μαρία Κάλλας. Το 1942 ακολούθησαν ρόλοι
(τρίτοι και δεύτεροι) στο θίασο της Κοτοπούλη, που του ‘λεγε «Τα ίσια σου πόδια
σε μένα τα χρωστάς, γιατί ήσουν στραβοκάνης». Τη χρονιά αυτή κάνει και τον
πρώτο του γάμο και το πρωταγωνιστικό του «άλμα» στις μουσικές κωμωδίες.
Εγκαταλείπει, όμως, το είδος, ποθώντας να παίξει Σαίξπηρ, «κείμενα σπουδαία».
Το 1950 πήγε στην Αγγλία όπου σπούδασε με υποτροφία
του Βρετανικού Συμβουλίου. Το 1952 ίδρυσε θίασο με τον Γιώργο Παππά και την
Ελλη Λαμπέτη και από το 1956 μαζί με τη Λαμπέτη εγκαταστάθηκαν στο “Κεντρικόν”.
Με την Ελλη Λαμπέτη αποτέλεσαν το δημοφιλέστερο ζευγάρι στο θέατρο και τον
κινηματογράφο.
Ο Δημήτρης Χορν διακρίθηκε σε ρόλους του κλασικού και
σύγχρονου δραματολογίου, πρωταγωνίστησε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες.
Ηταν ο πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης μετά τη
μεταπολίτευση. Τελευταία του θεατρική εμφάνιση στον “Αρχιμάστορα Σόλνες” του
Ιψεν. Με την τελευταία του γυναίκα, την Αννα Γουλανδρή ίδρυσαν, το 1980, το
Ιδρυμα “Γουλανδρή – Χορν” με σκοπό τη μελέτη του σύγχρονου ελληνικού
πολιτισμού.
Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1998, στα 77 του χρόνια,
χρόνια μετά την απόφασή του να αποσυρθεί για πάντα από τη σκηνή, όχι και τόσο
γέρος ίσως, αλλά όπως αισθανόταν “γέρος και μόνος. Χωρίς πολλές επιθυμίες πια,
χωρίς κανένα ενδιαφέρον”.
“Πρέπει να φεύγεις στην ώρα σου”, δήλωνε τις λίγες
φορές που του επέτρεπε η συνειδητή απομόνωσή του να μιλά δημόσια. “Αλλιώς
αρχίζει η φθορά”. Ετσι, γυρίζοντας και πάλι την πλάτη στη φθορά, έφυγε “κρυφά”,
μη επιτρέποντας σε κανέναν να γνωρίζει την “πρόθεση” της αναχώρησής του.
Προστάτευσε τα τελευταία χρόνια την ηρεμία που επιζητούσε. Προστάτευσε τον
εαυτό του και την προσωπική υπόθεση της ασθένειάς του από τα φώτα της
δημοσιότητας.
Ηταν μοναχικός και το εννοούσε. Δήλωνε πως ποτέ δεν πίστεψε
ότι είναι μύθος και το εννοούσε. Οτι δεν είχε καμιά εκτίμηση στο ταλέντο του
και το εννοούσε. Οτι δεν άντεχε να παίζει το ίδιο πράγμα επί μήνες και το
εννοούσε. Δεν ήταν από μετριοφροσύνη, ούτε από ανασφάλεια. Ηταν μάλλον η δική
του προσωπική αλήθεια, κόντρα σε ό,τι εμείς πιστεύαμε γι’ αυτόν. Γελούσε με τα
μεγάλα λόγια με τα οποία αναφέρονταν όλοι για το ταλέντο και την υποκριτική του
κατάθεση. Θεωρούσε υπερβολικές τις δάφνες. Ηταν άνθρωπος με χιούμορ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου