ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Κωστής Παλαμάς


Γεννιέται στην Πάτρα, 13/1/1859, ο ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Κωστής Παλαμάς.

Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.
 
28 Φλεβάρη 1943: Η κηδεία του Κ. Παλαμά
στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών

«Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί, τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού...


Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ηρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ενας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Με το «εγερτήριο» αυτό σάλπισμα του ΕΑΜίτη Αγγελου Σικελιανού πάνω από τη σορό του Παλαμά, ο ελληνικός λαός αποχαιρέτησε, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 τον πρωτοπόρο ποιητή τού 20ού αιώνα ψάλλοντας σύσσωμοι μπροστά στους κατακτητές τον Εθνικό Υμνο. Ηταν ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ' εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.

Νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Την προηγούμενη μέρα, χαράματα, στις 27 Φεβρουαρίου, στις 3.20π.μ., «έσβησε» ο μέγας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Το μαντάτο απλώνεται σ' όλη τη χώρα. Βαρύ το πένθος του αντιστεκόμενου λαού που, μετατρέπει την κηδεία του ποιητή σε παλλαϊκή, εθνική πράξη αντίστασης.
Με την είσοδο του 1943, οι Ελληνες, εκτός από την πείνα και την καταπίεση, αντιμετώπιζαν και τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης, παρά τις διαψεύσεις από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Στις 23 Φεβρουαρίου δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Γερμανικά Νέα» η διαταγή του στρατηγού Σπάιντελ για την πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων. Οι κατοχικές δυνάμεις σκόπευαν να στείλουν κόσμο στη Γερμανία και ανά τη Μεσόγειο για να δουλέψει σε καταναγκαστικά έργα. Το ίδιο βράδυ ο κατοχικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος και ο υπουργός Εργασίας Νικόλαος Καλύβας έσπευσαν να δημοσιεύσουν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σχετικό διάταγμα, με τίτλο «Περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδος».

Η αντίδραση των δοκιμαζόμενων Ελλήνων υπήρξε ακαριαία. Την επόμενη μέρα (24 Φεβρουαρίου) χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους της Αθήνας για να βροντοφωνάξουν «Κάτω η επιστράτευση» και να ψάλλουν τον Εθνικό Υμνο. Μία ομάδα διασπά τον αστυνομικό κλοιό και καταστρέφει το γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού στη Βουλή. Μια άλλη, αφού υπερφαλαγγίζει τους Ιταλούς καραμπινιέρους, πυρπολεί το υπουργείο Εργασίας, όπου είχε γίνει ο προπαρασκευαστικός σχεδιασμός για την επιστράτευση. Κατά τις συγκρούσεις, τρεις διαδηλωτές σκοτώνονται και τριάντα τραυματίζονται σοβαρά.
Τις επόμενες μέρες, το αυθόρμητο δίνει τη θέση του στο οργανωμένο. Τηλεφωνητές, δημόσιοι υπάλληλοι και μαθητές κατεβαίνουν στους δρόμους. Ενώ, η κηδεία του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά μετατρέπεται σε αντικατοχική διαδήλωση. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε, κι με κείνη την αυθόρμητη διαδήλωση ουσιαστικά προσκυνούσαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.



Οραματίστηκε την κοινωνία του λαού

Αυτός ο πνευματικός «γίγαντας» - ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και πρωτοπόρος μαχητής του Δημοτικισμού - ο οποίος με το αριστούργημά του, «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», οραματίστηκε την κοινωνία του λαού, θα μείνει αθάνατος. Και καθώς ο λαός, περιφρονημένος, ξεγελασμένος, «αλυσωδεμένος», μοχθεί ξανά και η ανεργία, η φτώχεια και η εκμετάλλευση κατακλύζουν τη ζωή του, το παλαμικό έργο ξαναλάμπει, ξαναγίνεται επίκαιρο. Ξαναλάμπει σαν «φάρος» για μια νέα «αφύπνιση» του δουλευτή λαού ενάντια στους εκμεταλλευτές του, ενάντια στους πατριδοκάπηλους, πολεμοκάπηλους, ντόπιους και ξένους δυνάστες για νέα αναγεννητική πορεία του τόπου.
«Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού σαν τα σκουλήκια που πατεί μας/ μα για ν' αντισταθή με το σπαθί, βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.»


Ο Παλαμάς ανασύνθεσε δημιουργικά μέσα στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις οι οποίες δεν αποτελούν απλές σελίδες της Ιστορίας μας, αλλά σπουδαία ανεκτίμητα υλικά της ανθρώπινης ευαισθησίας και των σκιρτημάτων της ζωής, στο στερέωμα των συνειδήσεων.
«Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας/ κι ο εξουσιαστής/ του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου,/ γίνε δουλευτής./Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,/ ρίχ' το δαχτυλίδι σου αρραβώνα/ μέσα στο κανάλι του λαού,/ ένας γίνε από τους στύλους τους αμέτρητους/ του μεγάλου έργου του συντροφικού».

Ο Παλαμάς, μπορεί να ήταν άνθρωπος του γραφείου (ποιητής αλλά και πεζογράφος, και ιστορικός, και έγκυρος κριτικός της λογοτεχνίας μας, θεατρικός συγγραφέας και παράλληλα δημοσιογράφος και ιδρυτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 1931), αλλά δεν υπήρξε αποκομμένος από την οδυνηρή πραγματικότητα. Αντίθετα, την συνέλαβε με τις κεραίες της ευαισθησίας του και της ανθρωπιάς του και την κατέστησε σημαία αγωνιστική.
Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!;

«Εργάτη είδα το δίκιο σου»...

Το ποίημα «Εμείς οι Εργάτες», γραμμένο το 1913 (τ. 9, σ. 165), και δημοσιευμένο στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (α' έκδοση 1928 και β' έκδοση 1933), αν και γράφτηκε το 1913, η δημοσίευσή του την περίοδο, κατά την οποία κορυφώνεται σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο η μεγάλη κρίση, και είναι έκδηλη η δεινή κατάσταση των εργαζομένων, δεν μπορεί παρά να είναι μια συνειδητή επιλογή.

...Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί,
πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ' όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,
...Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;

Επίσης, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, δημοσιευμένος το 1929, είναι ενδεικτικός της στάσης του ποιητή. Στο τετρ. 118 (τ.9, σ. 274) γράφει:

Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ' έλεα να ξεκινήσω
να σταθώ πλάι σου... Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου 'δωκε ψαλτήρι;
Ο ποιητής διατυπώνει το σεβασμό και το θαυμασμό του μαζί για την εργατιά και στο τετρ. 117 (σ. 274):
Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κ' η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά
μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.

Θριαμβευτής λαός

Ο Κωστής Παλαμάς, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοαλβανικού πολέμου (1η Νοεμβρίου 1940), απευθύνεται στα νιάτα της Ελλάδας με ένα τετράστιχό του που επιγράφεται «Στη νεολαία μας».
«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ' την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύστε με τ' αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα!»

Και καθώς τα παιδιά της Ελλάδας έγραφαν σελίδες δόξας και μεγαλείου στις δυσπρόσιτες και χιονισμένες κορυφές της Πίνδου ο Κωστής Παλαμάς συνεπαρμένος απ' τις νίκες γράφει το τελευταίο του ποίημα με τίτλο: «Η νίκη».

«Παιδιά μου ο πόλεμος, / για σας περνάει θριαμβευτής/ των άδικων ο πόλεμος / δεν είν' εκδικητής / είναι ο θυμός της άνοιξης / και της δημιουργίας; / Κι' αν είναι, και στον / πόλεμο μέσα η ζωή θυσία, / ο τάφος είναι πέρασμα / προς την Αθανασία!»
Ο ουμανισμός και διεθνισμός του Παλαμά εκφραζόταν μέσα από τον αγώνα του για την ψυχοπνευματική εξύψωση κάθε ανθρώπου, κάθε φυλής και λαχταρούσε τη μέρα που «κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης/ θα υψωθεί θριαμβευτής/ σε μια γη πλατειά προφήτης/ μιας πλατύτερης ψυχής».

Ο Παλαμάς έγινε κατήγορος και των μακελάρηδων του λαού, δεόμενος για τους κατακτημένους αγωνιζόμενους «Δέομαι. Καίω θυμίαμα, καίω λαμπάδες, σ' εσέ του κόσμου Ειρήνη παναγία!».

Ο Παλαμάς από την ίδια την «πάλη» του με την τέχνη κι από τη διαλεκτική της κοινωνικής πραγματικότητας έμαθε ότι «ο κόσμος ο βαθύς/ γεννιέται πάντα από 'να πάλαιμα». Προφήτευε πως «θα 'ρθει η μέρα της νέας γέννας». Μ' αυτή τη θερμή πίστη του για το μέλλον αφήνει την ιερή παρακαταθήκη στη νέα γενιά:

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα...
Και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του...
«Τα σκολειά χτίστε»

Ομως όλες οι νέες αυτές ιδέες, που κατακλύζουν το έργο του Παλαμά, ένα έχουν κίνητρο: τη μόρφωση, με το πνευματικό ανέβασμα του λαού.

Πολεμάς να στυλώσεις, Κυβερνήτη, με τα καράβια και με τα φουσάτα
της πολιτείας το σαλεμένο σπίτι! Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ' άλλη στράτα:
Το νου μας πρώτα στήλωσε και χτίσε, και πρώτ' απ' όλα αλφαβητάρι κράτα...
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι. Σε μια Βαβέλ δεμένους μας κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμά τους λύσε. Και στα χείλια οι καρδιές μας πάλι ας πάνε.
Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής. Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θάναι.
Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.

Πίστευε ότι στην αναγεννητική πορεία του ανθρώπου και του λαού βασικό ρόλο θα παίξει η Παιδεία.

... Λιτά χτίστε τα, απλόχωρα,
μεγάλα, γερά θεμελιωμένα,
από της χώρας, ακάθαρτης,
πολύβοης, αρρωστιάρας, μακριά.
Μακριά τ' ανήλιαγα σοκάκια,
τα σκολειά χτίστε.
Και τα πορτοπαράθυρα των τοίχων
περίσσια ανοίχτε, να 'ρχεται ο κυρ΄ Ηλιος,
διαφεντευτής, να χύνεται,
να φεύγει, ονειρεμένο πίσω του
αργοσέρνοντας το φεγγάρι.
Γιομίζοντάς τα να τα ζωντανεύουν
μαϊστράλια και βοριάδες και μελτέμια
με τους κελαηδισμούς και με τους μόσκους,
κι ο δάσκαλος, ποιητής
και τα βιβλία να είναι σαν τα κρίνα...

Η ποίησή του έγινε πρωτεργάτρια στη μάχη υπέρ του δημοτικισμού. Χτύπησε αμείλικτα και με το ποίημά του «Δημοτικισμός» τους καθαρευουσιάνους: «Κάμπιες και σκόροι, / και παπαγάλοι,/ κ' εσείς, δασκάλοι,/ κ' εσείς, ρητόροι,/ τι; με το ζόρι,/ και τη μεγάλη/ τη Γλώσσα κόρη,/ τα γυμνά κάλλη/ να τα ντροπιάστε/ ζητάτε; Να 'στε/ καταραμένοι!/ Πέρνα, μπαμπούλα!/ Μα ο Στίχος, βούλα/ πυρή, και μένει».
Μη μαρξιστής, αλλά πραγματιστής και διαλεκτικός ο Παλαμάς θεωρούσε ότι «ο ιστορικός υλισμός έχει, αναμφίβολα, κι αυτός την αλήθεια του (...) δεν πρέπει να μας τρομάζει σα να είτανε σκιάχτρο. (...) Αν, καλά κακά, ξαναβγήκε η ελληνική πολιτεία, και με όλα της τα ελαττώματα, στον ήλιο και στη ζωή, και με μόνο το κίνητρο των οικονομικών προβλημάτων, ευλογημένος ο ιστορικός υλισμός».

Ο Παλαμάς σχετικά με τα πιστεύω του δήλωνε «επαναστάτης, αλλά όχι σοσιαλιστής» και πιο συγκεκριμένα έγραφε «εφτά χρονών ασυμπλήρωτων ανθρωπάκος έλαβα την υψηλή τιμή να διαλαλήσω προς το γένος μου το κήρυγμα του πιο περίεργου προμαρξικού σοσιαλισμού, μαγειρεμένο με χορταρικά και με κανελλογαρύφαλα ρωμαντικής κοινωνιστικής φιλοσοφίας(...)».
Στίχοι αθάνατοι

Ομως και ο περιλάλητος «Ολυμπιακός Υμνος» στηρίζεται στους αθάνατους στίχους του Κωστή Παλαμά και στην υπέροχη μουσική του Σπύρου Σαμάρα. 100 χρόνια και κάτι μήνες έχουν κυλήσει από την 25η Μαρτίου 1896, ημέρα πρώτη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, όταν σε μια ηλιόλουστη μέρα, με καλό αν και λίγο ψυχρό καιρό, στο θαυμάσιο Παναθηναϊκό Στάδιο (ώρα 3.30 μ.μ.), το μοναδικό στον κόσμο «Καλλιμάρμαρο»... «μόλις αι βροντώδεις και παρατεταμέναι ζητωκραυγαί όλου του θεατηρίου (!) εσίγησαν ήρχισεν εις το μέσον ακριβώς του Σταδίου η εκτέλεσις, υπό μιας αληθώς γιγαντιαίας, διά τας Αθήνας της εποχής εκείνης, ορχήστρας και χορωδίας, του Ολυμπιακού Υμνου του διασήμου Ελληνος μουσικοδιδασκάλου Σπύρου Σαμάρα, του τονισθέντος επί των αληθώς πινδαρικών στίχων του ποιητού Κωστή Παλαμά...» - γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας, μεγάλος παιδαγωγός της άθλησης, προπονητής το 1896 της ομάδας γυμναστικής του Εθνικού ΓΣ, Ιωάννης Χρυσάφης.

Ο Παλαμάς ήταν τότε 37 ετών, δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Σαμάρα, και είχε αποκτήσει «όνομα» στους λογοτεχνικούς κύκλους με «Τα τραγούδια της πατρίδας μου», «Τα μάτια της ψυχής μου» αλλά κυρίως με τον «Υμνο της Αθηνάς» που βραβεύθηκε στον σημαντικότατο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Αμφίπλευρος ο θαυμασμός και βαθιά η εκτίμηση Βικέλα - Παλαμά. Προφανώς τον Βικέλα παρότρυνε προς τη «λύση Παλαμά», ο «Υμνος της Αθηνάς». Οι κύκλοι των θρησκευτικών σκοταδιστών της εποχής σημάδεψαν τους στίχους Παλαμά ως αντιχριστιανικό πόνημα. Για «επίκληση του αρχαίου ειδωλολατρικού πνεύματος της πλάνης και της κακοηθείας» εκραύγαζε ο Απόστολος Μακράκης.

Ασκητής και μύστης
 
Ο Αγγελος Σικελιανός στην ομιλία του στον «Παρνασσό» το 1936 με θέμα: «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης», θέλοντας να τοποθετήσει την τελική εικόνα του ποιητή μπροστά στους ακροατές του, «απλά και καθαρά» όπως λέει, τον ονομάζει, άγιο.

«Ο Παλαμάς», γράφει, «εμόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος». Η ποίηση, η ζωή, το όνειρο και η πράξη του ήταν πάνω απ' όλα πόθος να εξυψωθεί και να αξιωθεί ο «δουλευτής λαός» μας να φτιάξει ο ίδιος τη δική του ελεύθερη, δίκαιη, ισότιμη κοινωνία, τη δική του ανεξάρτητη Ελλάδα της ειρήνης και της φιλίας των λαών.
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ' η Ανατολή μ΄ ένα φιλί τηΔύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου
...
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου