Γεννιέται, 10/3/1900, ο Παντελής Πουλιόπουλος.
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών και Γραμματέας της ΚΕ
του ΚΚΕ από το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος το 1924.
Κατόπιν
συγκροτεί και ηγείται φραξιονιστικής ομάδας («Λικβινταριστές»), ενώ συνδέεται
με τον τροτσκισμό. Έπειτα από έντονη εσωκομματική διαπάλη, διαγράφεται από το
Κόμμα το 1927.Το 1934 η ομάδα Πουλιόπουλου ενώνεται με μια άλλη ομάδα που έχει
διασπαστεί από τους Αρχειομαρξιστές και συγκροτεί την Οργάνωση Κομμουνιστών
Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ).
Το 1938
συνελήφθη από τη μεταξική δικτατορία και το 1943 εκτελέστηκε από τις Ιταλικές
δυνάμεις κατοχής στο Νεζερό.
*Ο
πρωτομάστορας του ελληνικού τροτσκισμού
Στην πολυδαίδαλη πορεία του ελληνικού τροτσκισμού στο μεσοπόλεμο ξεχωρίζουν δυο βασικοί πυλώνες, οι αρχειομαρξιστές από τη μια, που κέρδισαν αργότερα και την επίσημη αναγνώριση από τον Τρότσκι, και η “Ενωμένη Αντιπολίτευση” με βασικό πρωταγωνιστή τον Παντελή Πουλιόπουλο από την άλλη, o οποίος εκτελούνταν σαν σήμερα στις 6 Ιούνη 1943 από τους Ιταλούς. Ως προσωπικότητα υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο γνωστότερος εκπρόσωπος του τροτσκισμού την περίοδο που εξετάζουμε, ενώ άφησε και πληθωρικό μεταφραστικό και συγγραφικό έργο.
Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι “γεννήθηκα με τον αιώνα”, καθώς ήρθε στον κόσμο στις 10 Μάρτη 1900 στη Θήβα. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του διέθετε μεγάλο κατάστημα ενδυμάτων και ραφτάδικο στην πόλη, ενώ ήταν ο πέμπτος στη σειρά από έξι παιδιά. Τελειώνοντας το σχολείο στη Θήβα, πέρασε στη Νομική Σχολή Αθηνών το 1919 και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. Συνδέθηκε σύντομα με το νεοϊδρυμένο ΣΕΚΕ και όταν επιστρατεύθηκε στο μικρασιατικό μέτωπο ως τηλεγραφητής και λοχίας, συνδέθηκε με πυρήνα σοσιαλιστών μαζί με τους Μοναστηριώτη, Νίκολη και άλλους. Προχώρησαν σε αντιπολεμική δράση, εκδίδοντας μεταξύ άλλων την εφημερίδα “Ερυθρός Φρουρός”, ενώ ο ίδιος συνέγραψε σειρά προκηρύξεων προς τους φαντάρους. Συνελήφθη λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου μαζί με άλλους συναγωνιστές του και κλείστηκε στις φυλακές Μπαρτζόβα έξω από τη Σμύρνη, αναμένοντας στρατοδικείο για “εσχάτη προδοσία”, η συντριβή του ελληνικού στρατού ωστόσο απέτρεψε τη διεξαγωγή της δίκης και ο Πουλιόπουλος επέστρεψε με τα απομεινάρια των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Πρωτοστάτησε στην ίδρυση των Παλαιών Πολεμιστών, ριζοσπαστικής οργάνωσης πολεμικών βετεράνων, διατελώντας και πρόεδρος της οργάνωσης το 1924. Η φουρνιά των Παλαιών Πολεμιστών, που διαλύθηκαν το 1925 από τον Πάγκαλο, και ο Πουλιόπουλος προσωπικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη “μπολσεβικοποίηση” του κόμματος και στην απομάκρυνση των ρεφορμιστικών στοιχείων της πρώτης γενιάς του ΣΕΚΕ. Ο Πουλιόπουλος το 1923 ταξίδεψε στη Μόσχα, όπου παρακολούθησε το 5ο συνέδριο της Κομμουνιστικής διεθνούς, ενώ ήρθε σε επαφή με τον Κάμενεφ και τον άρρωστο τότε Λένιν. Στο 3ο έκτακτο συνέδριο του ΣΕΚΕ ο ίδιος έκανε την κεντρική εισήγηση, υπέρ της ένταξης στην Κομμουνιστική διεθνή, της δημιουργίας εργατοαγροτικής κυβέρνησης, ενώ τότε ήταν κι από τους βασικούς υποστηρικτές της αποδοχής της θέσης της Κ.Δ για το Μακεδονικό (ενιαία κι ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη σε σοσιαλιστική βαλκανική ομοσπονδία).
Εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα σχέση με τον Τρότσκι κι αρθρογραφούσε εναντίον του, επηρεασμένος κι από τη σύγκρουσή του με τους Ζηνόβιεφ- Κάμενεφ. Στο συνέδριο εκλέχθηκε μέλος της ΚΕ και Γενικός της Γραμματέας. Τον Απρίλη του 1926, όπως και άλλα ηγετικά στελέχη του κόμματος συλλαμβάνεται κι εξορίζεται από τη δικτατορία του Παγκάλου με πρόσχημα την κομματική θέση για το Μακεδονικό. Τα στελέχη που δεν είχαν συλληφθεί εξέλεξαν νέο γραμματέα τον Ελευθέριο Σταυρίδη, και το κόμμα υιοθέτησε τη γραμμή της “αριστερής δημοκρατίας” με έντονα ρεφορμιστικά χαρακτηριστικά.
Με την πτώση του Πάγκαλου και την επιστροφή από την εξορία ο Πουλιόπουλος γίνεται ξανά γραμματέας, αλλά το Σεπτέμβρη του 1926 γίνεται κάτι αναπάντεχο, καθώς ο Πουλιόπουλος παραιτείται από τη θέση του και πηγαίνει στη γενέτειρά του, επικαλούμενος προσωπικούς λόγους. Μάλιστα φτάνει ως τα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης για να αποσύρει την κομματική του υποψηφιότητα από αυτές τις περιφέρειες, κατηγορώντας το κόμμα ότι την έθεσε χωρίς τη θέλησή του. Οι πραγματικοί λόγοι της παραίτησής του σχετίζονται με το σχηματισμό της συμμαχίας Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ και Τρότσκι κατά του Στάλιν στην ΕΣΣΔ. Ο ίδιος αρχικά δεν εμφανίζεται ανοιχτά ως οπαδός της “αριστερής αντιπολίτευσης”, στο κόμμα όμως οι προθέσεις του γίνονται γρήγορα σαφείς λόγω της ομοιότητας των επιχειρημάτων του με εκείνα του Τρότσκι. Παράλληλα, ο ίδιος δρα φραξιονιστικά σε αναζήτηση συμμάχων, όπως του νεοεκλεγμένου γραμματέα Παστία Γιατσόπουλου, που γίνεται στενός συνεργάτης του, ενώ αντιπάλους έχει την πίστη στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς τάση των Χαϊτά, Ευτυχιάδη και Ζαχαριάδη.
Τόσο στα προσυνεδριακά του κείμενα για το 3ο τακτικό συνέδριο του ΚΚΕ το 1927 όσο και στο ίδιο το συνέδριο, ο ίδιος κατηγορεί το ΚΚΕ για οργανωτική ανεπάρκεια, χαμηλό επίπεδο μαρξιστικής κατάρτισης των στελεχών του, λάθος θέση στο μακεδονικό, ρεφορμισμό με τη θέση της “αριστερής δημοκρατίας” και έλλειψη πληροφόρησης για τα τεκταινόμενα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής ένωσης. Δε δρα βέβαια μόνο λεκτικά, αλλά συνεχίζει να φραξιονίζει μαζί με το Γιατσόπουλο, ενώ τελικά στο συνέδριο σχηματίζονται τρεις τάσεις, οι λεγόμενοι “σταλινικοί”, δηλαδή οι αφοσιωμένοι στην τρέχουσα γραμμή της ΚΔ, η ομάδα Πουλιόπουλου, που ζητούσε κόμμα ελίτ κι όχι μαζικότητα, ενώ διατράνωνε την πίστη της στην ΚΔ του Λένιν, υπονοώντας μετέπειτα παρέκκλιση, και οι λεγόμενοι κεντριστές. Αυτοί αποτελούνταν από τους Μάξιμο, Σκλάβο και Χαΐνογλου, που συμφωνούσαν εν μέρει με τις πολιτικές θέσεις της ομάδας Πουλιόπουλου, θεωρούσαν ωστόσο αντικομματική τη συμπεριφορά τους, αντιτιθέμενοι παράλληλα σε διαγραφές. Η “σταλινική” τάση κατηγόρησε τον Πουλιόπουλο για απειθαρχία, σύνδεση με την αντιπολίτευση στην ΕΣΣΔ και λικβινταρισμό, δηλαδή προσπάθεια διάλυσης του κόμματος. Ο Γερμανός κομμουνιστής Ρέμελε, που μαζί με τον Γιουγκοσλάβο Μπούγιοβιτς παρακολουθούσαν το συνέδριο για λογαριασμό της ΚΔ, τήρησε συμβιβαστική στάση σε εκείνη τη φάση, συμφωνώντας στο χαρακτηρισμό της ομάδας Πολυλιόπουλου ως λικβινταριστών αλλά συστήνοντας να μη γίνουν διαγραφές. Τελικά μόνο ο παλαιός γραμματέας του ΣΕΚΕ Γιάννης Κορδάτος διαγράφηκε, καθώς είχε δημοσιεύσει την πάγια διαφωνία του για το Μακεδονικό σε γαλλικό τροτσκιστικό έντυπο, ενώ αποχώρησε μόνος του ο Σταυρίδης, λόγω της κριτικής που ασκήθηκε στη ρεφορμιστική γραμμή του. Έκτοτε θα μετατραπεί σε έναν από τους φανατικότερους αντικομμουνιστές.
Στο συνέδριο επικράτησε η τάση Χαϊτά, χάρη και στη στήριξη των συνδικαλιστικών στελεχών και της ΟΚΝΕ, ενώ με την ομάδα Μάξιμου τάχθηκαν διανοούμενοι και άτομα μεγάλης κομματικής ηλικίας. Η ομάδα Πουλιόπουλου ασκούσε επίδραση κυρίως στην Κομματική Οργάνωση Πειραιά, που αριθμούσε τότε 300 από τα συνολικά 2000 κομματικά μέλη. Εξωτερικά ο Πουλιόπουλος δήλωσε στο συνέδριο πως θα υπάκουε στην κομματική πειθαρχία, διατηρώντας τις απόψεις του, αμέσως μετά ωστόσο συνέχισε τη φραξιονιστική του πάλη.
Μαζί με τον Γιατσόπουλο κυκλοφόρησαν τη διαμαρτυρία Τρότσκι και Βούγιεβιτς για τον αποκλεισμό του Ζηνόβιεφ από την εκτελεστική επιτροπή της ΚΔ, ενώ παράλληλα έβγαλαν και το λεγόμενο “credo” ή “Γράμμα στα μέλη του ΚΚΕ”, όπου γνωστοποιούσαν όσες συνεδριακές τους απόψεις δεν είχαν δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη. Ήταν η αρχή μιας σειράς άρθρων με τίτλο Νέο Ξεκίνημα, που έδωσε το όνομά της συνολικά στην τροτσκιστική αυτή πολιτική κίνηση. Από το κόμμα έγιναν διάφορες προσπάθειες να σταματήσει η εσωκομματική συζήτηση για αυτά τα θέματα, ήταν όμως σαφές ότι η συγκεκριμένη διαπάλη πλέον μπορούσε να επιλυθεί μόνο με διάσπαση. Τον Ιούλιο του ’27 ο Πουλιόπουλος απαλλάσσεται από κάθε υπεύθυνη θέση, ενώ ο ίδιος δίνει στην ΚΟΒ Πειραιά σύσταση υποταγής στην ηγεσία, θεωρώντας πως έτσι θα αφαιρούσε επιχειρήματα από τους αντιπάλους του για λικβινταριστική δράση. Ωστόσο στη συνέχεια, το Νέο Ξεκίνημα, θεωρώντας προφανώς ότι διαθέτει επαρκή κομματικά ερείσματα για να προωθήσει παραπέρα το πρόγραμμά του, δημοσίευσε ανοιχτά τη συμφωνία του με τον Τρότσκι, κάτι που οδηγεί σε μαζικές διαγραφές του Πουλιόπουλου και των υποστηρικτών του. Η κρίση μάλιστα διευρύνθηκε με την παραίτηση των κεντριστών, ως διαμαρτυρία για τις διαγραφές. Στη συνέχεια, οι κεντριστές θα ενωθούν με τον Πουλιόπουλο σχηματίζοντας στις 4 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς την “Ενωμένη Αντιπολίτευση”, η οποία το Γενάρη του 1928 θα ξεκινήσει την έκδοση του περιοδικού “Σπάρτακος”, που με διακοπές εκδιδόταν ως το 1934, υπό τη βασική ευθύνη του Σεραφείμ Μάξιμου. Σε γενικές γραμμές, πέρα από τη σταθερή στήριξη του τροτσκισμού σε διεθνή θέματα, οι βασικές διαφορές της ομάδας από το ΚΚΕ αφορούσαν την εκτίμησή τους ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο καθυστερημένος όσο εμφανιζόταν στις κομματικές αναλύσεις, και πως η σχετική του σταθεροποίηση εξηγούσε τη στασιμότητα, όπως την έβλεπαν, του εργατικού κινήματος. Συμφωνούσαν ωστόσο με το κόμμα ότι η Ελλάδα ήταν έντονα εξαρτημένη από το βρετανικό κεφάλαιο.
Η “Ενωμένη Αντιπολίτευση” δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις συνεχείς διασπάσεις και αποχωρήσεις του μεσοπολεμικού τροτσκισμού συνολικά, με κύριο επίδικο τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί έναντι του ΚΚΕ. Μετά τη συγκρότηση της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης επιδόθηκε επίσης σε μια έντονη αντιπαράθεση προς τους αρχειομαρξιστές, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να αποσπάσουν την αναγνώριση του Τρότσκι. Το 1934 ο Μάξιμος διαφωνεί με την ιδέα συγκρότησης Δ’ Διεθνούς των τροτσκιστών, που θα ολοκληρωνόταν το 1938 κι απομακρύνεται από το Σπάρτακο, προσεγγίζοντας σε μια πορεία εκ νέου τις παρυφές του ΚΚΕ, χωρίς να ξαναγίνει ποτέ μέλος. Ο Πουλιόπουλος αντίθετα κρίνει αναγκαία την ίδρυση μιας τέτοιας οργάνωσης. Κρίνοντας πως πλέον δε θα μπορούσε να επηρεάσει τους συσχετισμούς στο ΚΚΕ, εγκατέλειψε τη θέση περί “αναμόρφωσης” του κόμματος, προκρίνοντας την αναγκαιότητα δημιουργίας νέου κομματικού φορέα, κάτι που έγινε με τη συνένωση Σπάρτακου και ΛΑΚΚΕ (Λενινιστική Αντιπολίτευση στο ΚΚΕ), που οδήγησε στην ίδρυση της ΟΚΔΕ. Γνωστό έγινε την ίδια χρονιά το βιβλίο του “Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα”, με το οποίο απαντούσε στην απόφαση της 6ης ολομέλειας του ΚΚΕ, που κατέτασσε, βάσει και της σχετικής ανάλυσης της ΚΔ, την Ελλάδα στις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης καπιταλισμού, μσοφεουδαρχικά υπολείμματα και ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό, κάτι που καθιστούσε αναγκαίο ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Ο ίδιος υποστήριζε από την άλλη πως αυτός ο μετασχηματισμός είχε μεταξύ τέλους του 19ου αιώνα και της εποχής που συνέγραφε το βιβλίο ήδη ολοκληρωθεί και στόχος πλέον όφειλε να είναι η εγκαθίδρυση ελληνικών σοβιέτ. Ανεξάρτητα από την ευστοχία επιμέρους σημείων κριτικής στην τότε ανάλυση του ΚΚΕ, η συνολική αντικομματική στάση και η αντιπρόταση που προέβαλε ο Πουλιόπουλος μέσω της συμπαράταξής του με τον τροτσκισμό δεν δικαιώθηκαν από την πορεία των γεγονότων, κάτι που ισχύει συνολικά για το ρεύμα που εξέφραζε, στην Ελλάδα και διεθνώς.
Πέρα από την καθαρά πολιτική του δράση, ως και την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά το 1936 είχε σημαντική δράση στην υπεράσπιση διωκόμενων εργατών, κυρίως του τροτσκιστικού χώρου, ενώ προσπάθησε να αποδομήσει και με νομικά επιχειρήματα την αντικομμουνιστική νομοθεσία του Ιδιώνυμου του Βενιζέλου. Περνά στην παρανομία με την κήρυξη της δικτατορίας, εκδίδοντας παράλληλα την εφημερίδα “Ο Προλετάριος” μαζί με άλλους συντρόφους του. Συλλαμβάνεται τελικά τον Αύγουστο του 1938 και οδηγείται στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Για το ζήτημα του πολέμου ακολούθησε τη θέση περί ιμπεριαλιστικού πολέμου κι από τις δύο πλευρές, αν και μετά την εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ το 1941 τάχθηκε υπέρ της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ, έστω κι εν μέσω των γνώριμων τροτσκιστικών επωδών περί αναγκαιότητας “επανάστασης από τα αριστερά” κατά της “βοναπαρτίστικής κυβέρνησης” του Στάλιν. Εκτελέστηκε σαν σήμερα στο Νεζερό από τους Ιταλούς, ως αντίποινα για επίθεση του ΕΛΑΣ στη σύραγγα του Κούρνοβο. Λέγεται πως απευθύνθηκε στα ιταλικά (μιλούσε 10 ξένες γλώσσες) στο εκτελεστικό απόσπασμα, καλώντας τους να εξεγερθούν κατά του ιμπεριαλισμού, ενώ αρκετά μεταγενέστερες διηγήσεις υποστηρίζουν ότι πράγματι την εκτέλεση υποχρεώθηκαν να τη φέρουν σε πέρας αξιωματικοί.
*Απο την Κατιούσα Δύσκολες Νύχτες
Δεξιός Κεντρίστικος και τροτσκιστικός οπορτουνισμος φαινομενικά αντίθετοι στην πραγματικότητα με μοιρασμένους ρόλους με ένα και μοναδικό στόχο. Την σωτηρία του Καπιταλισμού την δύσκολη ώρα. Πάντα σε ρόλο 5ης Φάλαγγας. Χειρότεροι και απο τους Φασίστες. Η ΕΣΣΔ τον Φασισμό Καπιταλισμό τον νίκησε. Ανατράπηκε σταδιακά σε μια πορεία απο την 5η φάλαγγα του οπορτουνισμ΄ού με αφετηρία το 1956. Και η Κ.Δ το 1935...... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή