ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

«Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ... τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος»

Η αιματηρή Πρωτομαγιά στο Σικάγο το 1886 φτερούγισε και έφερε το μήνυμά της σε όλο τον κόσμο.

Μήνυμα ανυποχώρητου αγώνα για το δίκιο της εργατικής τάξης, για την οριστική της απελευθέρωση από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς.

Ο βροντερός απόηχός της έφτασε και στην Ελλάδα όπου είχαν αρχίσει τα πρώτα σκιρτήματα της εργατικής πάλης για την κατάκτηση καλύτερων όρων ζωής, χωρίς ωστόσο να έχει αφουγκραστεί ακόμα τον ιστορικό της προορισμό.

Η γεννήτρα του κοινωνικού πλούτου από τα σπάργανά της κιόλας γνώρισε την εξαθλίωση, την πείνα, τις επιδημίες, την αλύπητη παιδική εκμετάλλευση, την παιδική θνησιμότητα στις ανθυγιεινές περιοχές - βουρκότοπους στην πραγματικότητα-  που ζούσε, τις οποίες ο Εμ. Ροΐδης χαρακτήριζε «νυμφώνα του Χάρου».

Ένα απλό συνάχι μπορούσε να μετατραπεί σε πνευμονία ή φυματίωση, ενώ ήταν ανύπαρκτη η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι εργατικές γειτονιές στερούνταν κάθε υποδομή αποχέτευσης, υδροδότησης, οδοποιίας, αντιπλημμυρικών έργων.
Ορισμένα παραδείγματα από τη ζωή εργαζομένων σε διάφορους κλάδους είναι χαρακτηριστικά.

Οι ραφτάδες δούλευαν μέχρι και 17 ώρες συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών. Το μεροκάματο ήταν τέσσερις δραχμές ενώ για τα παιδιά ήταν 50 λεπτά λιγότερα.

Οι εμποροϋπάλληλοι εργάζονταν μέχρι και 15 ώρες για μηνιάτικο από 70 μέχρι 120 δραχμές, ενώ τα παιδιά δεν αμείβονταν καθόλου και οι έφηβοι απλά σιτίζονταν και στεγάζονταν από τον έμπορο.

Στον κλάδο η φυματίωση ήταν διαδεδομένη και οι θάνατοι εκατοντάδες.
Στα μεταλλεία του Λαυρίου οι εργάτες δούλευαν σαν να ήταν κτήνη, όπως ανέφερε εφημερίδα της εποχής, μέσα στις ανθρωποκτόνες στοές για μεροκάματο δύο δραχμών που έφταναν μόνο για ψωμί. Οι περισσότεροι έφευγαν από τη ζωή πρόωρα, ενώ αν τραυματίζονταν διώχνονταν από την εργοδοσία με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στην επαιτεία. Την ίδια τύχη είχαν και οι γυναίκες και τα παιδιά τους.

Το μέγεθος της εκμετάλλευσης αποτυπώνεται στο γεγονός ότι δέκα κεφαλαιούχοι καρπώνονταν από τη δουλειά εβδομήντα πέντε χιλιάδων εργατών δέκα εκατομμύρια δραχμές τον χρόνο.
Από την άλλη μεριά οι ετήσιες αποδοχές δέκα εργατών έφταναν δεν έφταναν τις εννιά χιλιάδες τον χρόνο.

O βασιλιάς αμειβόταν με έξι εκατομμύρια δραχμές.
Κάτω από αυτές τις ντροπιαστικές για τον πολιτισμό συνθήκες η εργατική τάξη αντιδρά περισσότερο με το ταξικό της ένστικτο, ενώ κάνει βήματα οργάνωσης σωματείων που σε αυτή τη φάση έχουν τη μορφή των συντεχνιών.

Η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα…

Το εργοστάσιο του Ρετσίνα στον Πειραιά  
Το εργοστάσιο του Ρετσίνα στον Πειραιά

Η Ελλάδα από το 1860 είχε πάψει να είναι μια αποκλειστικά γεωργική χώρα.
Είχαν αναπτυχθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και η βιομηχανία, ενώ είχε ενισχυθεί και το αστικό κράτος.

Τα πρώτα εργοστάσια φτιάχτηκαν σε πόλεις που είχαν διέξοδο στη θάλασσα όπως η Σύρος, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο Βόλος, η Καλαμάτα.
Τη δεκαετία του 1870 η βιομηχανία αναπτύχθηκε με μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ αναπτύχθηκε το εμπόριο και η ναυτιλία. Ειδικά η τελευταία αναπτυσσόταν διαρκώς σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Η πορεία της εκβιομηχάνισης μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ήταν βασανιστική και αργή για μια σειρά λόγους, όπως η περιορισμένη εσωτερική αγορά, η έλλειψη σιδηροδρόμων και οδικού δικτύου, η απουσία εκτεταμένης εμπορευματικής παραγωγής.
Έτσι η βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά και η βιομηχανική πολιτική του αστικού κράτους διαμορφώθηκαν με καθυστέρηση.

Οι αστικές κυβερνήσεις έπαιρναν μέτρα προσφέροντας οικόπεδα για να δημιουργηθούν μεγάλα βιοτεχνικά εργαστήρια, θέσπισαν την ατέλεια στον εισαγόμενο εξοπλισμό κ.ά.
Η προσπάθεια αυτή, που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1830, απέτυχε. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες ήταν η έλλειψη εργατικού δυναμικού. Σημαντικός παράγοντας αποτελούσε το γεγονός ότι στην Ελλάδα διατηρούνταν, και σε ορισμένες περιόδους αυξανόταν, η μικρή αγροτική ιδιοκτησία και ήταν εμπόδιο για αναζήτηση εργασίας στη βιομηχανία.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το αστικό κράτος παρεμβαίνει, με πρώτο βήμα την εκχώρηση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων. Η πιο εμβληματική αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας είναι από την γαλλοϊταλική εταιρεία που ανέλαβε την αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου.

Η παρέμβαση του αστικού κράτους την περίοδο 1875-1895 ήταν αποφασιστική αφού επιταχύνθηκαν οι πρωτοβουλίες ενίσχυσης της δημιουργίας βιομηχανικών μονάδων, έγιναν κρατικές επενδύσεις σε υποδομές για να δοθεί ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, με μεγαλύτερο κατασκευαστικό επίτευγμα τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου.

Την ίδια περίοδο έγινε και η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου που έφερε τον Πειραιά στο επίκεντρο της καπιταλιστικής αυτής ανάπτυξης. Η εργατική τάξη αρχίζει να πληθαίνει. Το 1889 σε σύνολο 640.255 οικονομικά ενεργού πληθυσμού οι εργάτες ήταν 55.881.
Λίγα χρόνια αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους μετοχικές ανώνυμες εταιρείες.

Τα πρώτα φτερουγίσματα της εργατικής τάξης...

Εργάτες στα μεταλλεία Λαυρίου τη δεκαετία του 1880 
Εργάτες στα μεταλλεία Λαυρίου τη δεκαετία του 1880

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η εργατική τάξη παλεύει για να ακούσει τον εαυτό της. Τις ανάγκες της. Από ταξικό ένστικτο αρχικά οι εργάτες κατανοούν μέσα από τη σκληρή τους καθημερινή εμπειρία ότι μονάχα η συνένωσή τους μπορεί να αντιμετωπίσει την ασυδοσία των εργοδοτών.

Αρχίζουν να ιδρύονται τα πρώτα συνδικάτα και να εκδίδονται οι πρώτες εργατικές εφημερίδες. Σε μια σειρά πόλεις όπως η Πάτρα, ο Βόλος, ο Πειραιάς, η Αθήνα κάνουν την εμφάνισή τους σοσιαλιστικές οργανώσεις οι οποίες εμφανίζουν ένα κράμα ουτοπικού σοσιαλισμού, χριστιανισμού και αναρχισμού, ενώ δεν έθεταν το ζήτημα της αλλαγής της αστικής  εξουσίας αλλά μόνο τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων.
Πολλές από αυτές ήταν δημιουργήματα κύκλων διανοουμένων που στην πορεία μαράζωσαν αφού δεν έχουν καμία σύνδεση με την εργατική τάξη.
Το πρώτο Εργατικό Κέντρο ιδρύεται στη Ζάκυνθο το 1892.

Το πρώτο εργατικό σωματείο στην Αθήνα ήταν αυτό των εργατών στα τυπογραφεία.
Ξεσπούν και οι πρώτες απεργίες που είναι συνήθως αυθόρμητα ξεσπάσματα, ωστόσο φανερώνουν έστω και σε εμβρυακή μορφή την ταξική συνείδηση. Φαινόταν ότι οι εργάτες άρχισαν να αμφισβητούν την κυρίαρχη τάξη, «να χάνουν την προαιώνια πίστη τους στο απαρασάλευτο του καθεστώτος», όπως έγραφε ο Λένιν.
Καθόλου τυχαίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι το 1869 μοιράστηκε δωρεάν σε όλες τις πόλεις που ήταν βιομηχανικά κέντρα ένα φυλλάδιο που είχε τίτλο «Εγκόλπιον του εργατικού λαού» και στο οποίο υπήρχαν συμβουλές να είναι οι εργάτες υπάκουοι στα αφεντικά τους γιατί αυτό ήταν …θέλημα Θεού και χαρακτήριζαν τους σοσιαλιστές όργανα του Σατανά.

Ωστόσο, το απεργιακό ξέσπασμα δεν χειραγωγήθηκε.
Η πρώτη μεγάλη απεργία γίνεται στη Σύρο το 1879 από τους εργάτες των ναυπηγείων και των βυρσοδεψείων, ενώ δημιουργείται και το πρώτο σωματείο, ο «Αδελφικός Σύνδεσμος των Ξυλουργών», το οποίο συμμετέχει στην απεργία.

Αιτία της απεργίας ήταν η πτώση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Οι απεργοί συγκρούονται με απεργοσπάστες, Αστυνομία και Στρατό που έφτασε στο νησί με πολεμικά πλοία. Η απεργία κρατάει μία εβδομάδα και ικανοποιούνται τα αιτήματα των απεργών.
Λίγες μέρες αργότερα ξέσπασε νέα απεργία, επειδή οι εργοδότες των ναυπηγείων έφεραν εργάτες από άλλες περιοχές να δουλέψουν περισσότερες ώρες και με χαμηλότερο μισθό. Η απεργία κράτησε τρεις μήνες, αλλά τελικά ηττήθηκε.

Η απεργία της Σύρου είχε σημαντικό αντίκτυπο στη χώρα και έγινε θέμα στις εφημερίδες της εποχής.
Απεργιακές κινητοποιήσεις έγιναν από τους τυπογράφους, τους βιβλιοδέτες και τους εργάτες των μηχανουργείων στον Πειραιά το 1879, 1889 και 1882.
Σε απεργία κατέβηκαν το 1882 και το 1883 οι τσαγκαράδες και οι ραφτάδες της Αθήνας και του Πειραιά, το 1883 και το 1896 οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου, οι οποίοι αντιμετώπισαν την επέμβαση του Στρατού και είχε συνέπεια νεκρούς και τραυματίες, και οι τυπογράφοι της Αθήνας το 1887 και το 1891.

Η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα...

Η εφημερίδα «Σοσιαλιστής» καλεί στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στις 2 Μάη 1893 
Η εφημερίδα «Σοσιαλιστής» καλεί στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στις 2 Μάη 1893

Βασανιστική και αιματηρή ήταν η πορεία της εργατικής τάξης που ακονιζόταν στο ακόνι της ταξικής πάλης, ψάχνοντας να βρει τον εαυτό της και τον ιστορικό της ρόλο που στα τέλη του 19ου αιώνα μόνο οι ανταύγειες του υπήρχαν στον ορίζοντα. Ο Βλ. Λένιν έγραφε ότι το προλεταριακό κίνημα δεν γεννήθηκε πουθενά έτοιμο «όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία».
Η σημαντικότερη σοσιαλιστική οργάνωση εκείνη την περίοδο ήταν ο «Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος» στον οποίο ηγούνταν ο Σταύρος Καλλέργης.
Είχε περίπου 200 μέλη και ως βιτρίνα είχε τον Μουσικό Σύλλογο «Ορφεύς».

Ο Σύλλογος ιδρύθηκε την 1η Μάη του 1890 (14 Μάη με το νέο ημερολόγιο) και εξέδιδε την εφημερίδα «Ο Σοσιαλιστής» η οποία τυπωνόταν σε 2.000 αντίτυπα.
Η ιδεολογία του Καλλέργη ήταν μια σύνθεση πλατωνισμού και ουτοπικού σοσιαλισμού, υποστηρίζοντας ότι οι μεγάλοι θεωρητικοί του σοσιαλισμού δεν πρόσφεραν τίποτα περισσότερο από ό,τι ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» του.

Το 1891 ο Πλάτων Δρακούλης, με ιδέες αντίστοιχες του Καλλέργη,  ιδρύει τον «Κοινωνικό Σύνδεσμο» που αποτελούνταν από νεαρούς διανοούμενους και εκδίδει την εφημερίδα «Η Κοινωνία». Ολόκληρος ο τίτλος της εφημερίδας ήταν «Η Κοινωνία δύναται και πρέπει άρδην να μεταβληθεί».

Ο Σύνδεσμος δεν κατανόησε τον κοινωνικό και ταξικό ρόλο της εργατικής τάξης, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού να εμφανίζεται ενιαία ως εκμεταλλευόμενη, ενώ ο σοσιαλισμός νοούνταν σαν μέσο για να απαλλαγεί η κοινωνία από το βάσανο της βιοπάλης.
«Εκτός του εργάτου, ο οποίος βεβαίως υποφέρει πλειότερον, υποφέρουσιν όλοι, από του μικροκεφαλαιούχου μέχρι του τραπεζίτου, από του κυβερνήτου μέχρι του μικροϋπαλλήλου», έγραφε μεταξύ άλλων «Η Κοινωνία» τον Απρίλη του 1891.
Και ο Στ. Καλλέργης και ο Πλ. Δρακούλης είχαν σημαντικό ρόλο στη διοργάνωση των πρώτων πρωτομαγιάτικων συγκεντρώσεων στην Ελλάδα.
Την 1η Μάη 1891, 12 σοσιαλιστές φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί, σε μια συμβολική κίνηση συμμετοχής στην Παγκόσμια Ημέρα της Εργατικής Τάξης. Η φωτογράφηση έγινε στο φωτογραφείο Σούτσου.
Την Πρωτομαγιά του 1892 γίνεται συγκέντρωση εκεί που βρίσκεται το Παναθηναϊκό Στάδιο από μικρό αριθμό σοσιαλιστών οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν κατά του πλουτοκρατικού συστήματος.
Η πρώτη πρωτομαγιάτικη μαζική συγκέντρωση ήταν αυτή που διοργάνωσε ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος την Κυριακή 2 Μάη πάλι στο χώρο του Σταδίου. Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε κάτω από το βλέμμα της έφιππης Χωροφυλακής. Οι συγκεντρωμένοι φορούσαν κόκκινες κονκάρδες και σύμφωνα με τον «Σοσιαλιστή» ξεπερνούσαν τους 2.000.
Nα σημειωθεί ότι ο πληθυσμός της Αθήνας δεν ξεπερνούσε τις 150.000.
Χαρακτηριστικό στοιχείο πάντως είναι το γεγονός ότι όσες εφημερίδες δεν αποσιώπησαν εντελώς τη συγκέντρωση,  προσπάθησαν να την παρουσιάσουν ως αποτυχημένη.

Ο Στ. Καλλέργης, μιλώντας στους συγκεντρωμένους, ανέπτυξε τη δράση και τους στόχους των σοσιαλιστών και διάβασε ψήφισμα, το οποίο κάλεσε να υπογράψουν για να κατατεθεί στη Βουλή.
Στο ψήφισμα σημειώνεται: «...διαμαρτυρόμεθα κατά του σημερινού πλουτοκρατικού αθλίου συστήματος και ζητούμεν την επί του παρόντος βελτίωσιν της θέσεως των εργατών και μισθωτών και την διάδοσιν των σοσιαλιστικών αρχών, με σκοπόν την κατάργησιν του κληρονομικού δικαιώματος και της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής διά νομίμων και ειρηνικών μέσων, εάν δε ταύτα αποδειχθώσιν ανεπαρκή τότε διά παντός μέσου να διαδώσωμεν, να επιβάλλωμεν και να εφαρμόσωμεν τας ιδέας μας».

Στη συνέχεια αναφέρεται το πλαίσιο αιτημάτων, αποκαλυπτικό για την κατάσταση της εργατικής τάξης την εποχή εκείνη:
«α) Την Κυριακή να κλείωσι τα καταστήματα και τα εργοστάσια καθ' όλην την ημέραν και οι πολίται να αναπαύονται.
β) Οι εργάται και οι μισθωτοί να εργάζονται 8 ώρες την ημέραν.
γ) Να απονέμεται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
δ) Να καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις.
ε) Να καταργηθεί η διά χρέη προσωπική κράτησις και
στ) Το Διοικητικό Συμβούλιον του Κεντρικού Συλλόγου να επιδώσει το Ψήφισμα τούτο εις την Βουλήν».

Το Ψήφισμα υπέγραψαν 500 άτομα. Όμως καθώς η επίδοσή του στη Βουλή καθυστέρησε περίπου επτά μήνες, τα μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου συνέχισαν να μαζεύουν υπογραφές.

Στις 2 Δεκέμβρη 1893 όταν τα μέλη του ΔΣ του Συλλόγου, με επικεφαλής τον Στ. Καλλέργη πήγαν στην Παλαιά Βουλή να επιδώσουν το Ψήφισμα, είχαν μαζευτεί 2.000 υπογραφές.

Ο πρόεδρος της Βουλής παρέλαβε το ψήφισμα. Ο Καλλέργης ανέβηκε στο θεωρείο των δημοσιογράφων, περιμένοντας να ακούσει τον πρόεδρο να το διαβάζει, κάτι που δεν έγινε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδρασή του, αρχίζοντας να διαβάζει δυνατά το περιεχόμενο.
Επενέβησαν αστυνομικοί, ενώ ο Στ. Καλλέργης φώναζε συνθήματα υπέρ του σοσιαλισμού. Τελικά δικάστηκε σε 12 μέρες φυλακή.
Μάλιστα, το θέμα έγινε αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή.

Θα βγούμε νικητές και ας είναι βαριές οι θυσίες μας...


Σε όλους αυτούς που με σκέψη και έργο κουβάλησαν την αυγή, που πλανιούνται στις ιστορίες μας, θαλασσοπαλεύοντας στους ταραγμένους ωκεανούς των δεκαετιών, μορφές από το κομμουνιστικό μας μέλλον τους αξίζουν σεμνές τιμές. Όπως σεμνές και ανιδιοτελείς ήταν οι μεγάλες χειρονομίες τους, τα λόγια τους, που αντηχούν ακόμα μέσα στους ανέμους των αποστάσεων και συνεχίζουν να πλανιούνται σαν τα φαντάσματα πάνω από τον γερασμένο κόσμο ταράζοντας τον.  Για όλους αυτούς ας μιλήσει ο Τούρκος κομμουνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ.

«Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε, σου ῾ναι γραφτὸς ο δρόμος της συντριβής
και δεν μπορείς να μας λυγίσεις σκοτώνοντας τ᾿ αδέρφια μας της μάχης
και να το ξέρεις, θα βγούμε νικητές και ας είναι βαριές οι θυσίες μας.
Μαύρη εσὺ θάλασσα γαλήνεψε τα κύματά σου και θα ῾ρθει η μέρα η ποθητή, η μέρα της ειρήνης, της λευτεριάς σου,
Ω, ναι, θάρθει η μέρα που θ' αρπάξουμε τις λόγχες που μες το δικό μας αίμα έχουν βαφτεί».

Για το αφιέρωμα χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α1, από το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949», από την «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» του Γ. Κορδάτου (τόμος 11ος), από το βιβλίο του Β. Λάζαρη «Οι ρίζες του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος», από το «Εγκόλπιον Εργάτου και άλλα κείμενα» και από τον «Ριζοσπάστη».    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου