ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Γιώργος Κοτζιούλας

Ο Γιώργος Κοτζιούλας «έφυγε» στις 29 Αυγούστου 1956 σε ηλικία μόλις 47 ετών, με την υγεία του τσακισμένη και την ψυχή του γεμάτη πίκρα γιατί το έργο της Εθνικής Αντίστασης δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στις 23 Απρίλη 1909 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας, παιδί πολυμελούς φτωχής αγροτικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Πλατανούσα (Ραψίστα) Αρτας το 1909.


Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο του χωριού του από τον φημισμένο δάσκαλο των Τζουμέρκων, ποιητή και ζωγράφο Γιώργο Αράπη, κομμουνιστή από το 1927, που πήρε ενεργό μέρος στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και είχε τραγικό τέλος καθώς δολοφονήθηκε στη Ράμια Αρτας το 1945.

Σε ηλικία 11 ετών, ο Γιώργος Κοτζιούλας αρρώστησε, από τα αυτιά του, με την ασθένεια να του αφήνει ως «κληρονομιά» βαρηκοΐα εφ' όρου ζωής.

Τελείωσε το Σχολαρχείο στο Καλέντζι στα Κατσανοχώρια, το 1926 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Αρτας και το 1927 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλεύοντας παράλληλα σκληρά ως διορθωτής και συντάκτης σε περιοδικά και εκδοτικούς οίκους.
Εμενε σε προσφυγικές παράγκες στην Καλλιθέα καθώς και σε φτωχόσπιτα της πλατείας Βάθης πολλές φορές νηστικός, ξυπόλυτος ή γυμνός.

Το 1934, άρρωστος από φυματίωση, νοσηλεύθηκε στο Σανατόριο της Πάρνηθας, διαμένοντας στη συνέχεια στην Πάρνηθα, στην Πεντέλη και την Αθήνα, και αντιμετωπίζοντας μεγάλες στερήσεις και τον κίνδυνο του θανάτου.

Το 1924, δημοσίευσε την πρώτη του συνεργασία στην εφημερίδα των Ιωαννίνων «Ηπειρωτική Ηχώ» και το 1931 την πρώτη του μελέτη «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία».

Το 1932 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τα Εφήμερα».

Η τρομακτική εμπειρία της - σχεδόν σίγουρα, ιδιαίτερα για τους φτωχούς, θανατηφόρας - φυματίωσης και ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση αποτυπώνονται στα ποιήματα της συλλογής, της οποίας το σπουδαιότερο στοιχείο είναι πως ο Κοτζιούλας αγγίζει την κοινωνική αλλοτρίωση στο αστικό περιβάλλον, «αποχαιρετώντας» για πάντα το «χωριό».

Ταυτόχρονα αναδύεται από τις στροφές της ποίησής του ο κοινωνικός αγωνιστής, που ενώ «έτοιμος πρέπει να 'σαι πάσαν ώρα / ν' αφήσεις το πολύκοσμο λιμάνι (...) προσπάθησε μονάχ' αυτές τις λίγες μέρες / να μη ασυμπλήρωτες αφήσεις / για να μη λες πως έφυγες και πήγες / από μια βία επιβουλή της φύσης».

Στο διάστημα 1932 - 1935 επιστρέφει στην Ηπειρο, όπου και συγκεντρώνει πλούσιο λαογραφικό υλικό και στη συνέχεια επιστρέφει στην Αθήνα συνεχίζοντας να εργάζεται.
Το 1938 εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, «Σιγανή Φωτιά», «Δεύτερη Ζωή», «Ο Γρίφος», και μία με πεζά, «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα».
Το «πέρασμα» του ποιητή στις κοινωνικές σχέσεις του αστικού περιβάλλοντος, οι συνθήκες ζωής των νέων παιδιών που έρχονταν στην Αθήνα ως εργάτες, και στιγμές της προσωπικής του κατάστασης, γίνονται ακόμα πιο φανερά και βαθιά στα κείμενα αυτά.

Υπηρετεί το στρατιωτικό του, όμως η κακή διαβίωση και η σκληρή εργασία θα τον οδηγήσουν στη φυματίωση και θα βρεθεί σε σανατόρια και εξοχές της Αττικής για να αναρρώσει.
Επανήλθε στην Αθήνα την περίοδο του Πολέμου του '40 και τους πρώτους μήνες της Κατοχής, ενώ το Νοέμβρη του 1941 έφυγε για την Ηπειρο, διατηρώντας αλληλογραφία με τους φίλους του.
Εξαιρετική στιγμή αποτελεί το ποίημα «Τυραννομάχος», γραμμένο στις 29 Γενάρη του 1941 (μέρα θανάτου του Ι. Μεταξά), που αποτελεί παντοτινή απάντηση ενός συνειδητού λαϊκού ανθρώπου στους υμνητές, τότε και τώρα, του φασίστα.

Ηταν από τους πρώτους που πέρασαν στις γραμμές του ΕΑΜ, και στις αρχές του 1943 βγήκε στο Βουνό, όπου και συνάντησε τον θρυλικό πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, Αρη Βελουχιώτη, με τον οποίο συνδέθηκε στενά φιλικά, και κατέγραψε την εμπειρία του αυτή στο βιβλίο - ντοκουμέντο «Οταν ήμουν με τον Αρη».

Στο βιβλίο του «Θέατρο στα Βουνά», ο Γ. Κοτζιούλας κατέγραψε τη γέννηση της «Λαϊκής Σκηνής» της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, πράξη τεράστιας σημασίας, καθώς έφερε το θέατρο σε περιοχές που ήταν γνωστό μόνο ως λέξη και μάλιστα φορτισμένη υποτιμητικά.
Στη «Λαϊκή Σκηνή» οι ηθοποιοί ήταν αντάρτες και μέσω της θεατρικής παράστασης γεννιόταν και αναπτυσσόταν - και σε αυτό το επίπεδο - η έννοια της συλλογικότητας και της ομαδικής δουλειάς.
Στις αρχές του 1945, ο Γιώργος Κοτζιούλας πήγε στη Θεσσαλία, όπου έμεινε έως το Νοέμβρη, διαδοχικά στη Λάρισα και στην Τσαριτσάνη, όπου γνώρισε και τη μετέπειτα σύντροφο της ζωής του, Ευμορφία Κηπουρού.

Το Νοέμβρη του 1945 κατέβηκε ξανά στην Αθήνα και ρίχτηκε στη βιοπάλη ως διορθωτής σε τυπογραφεία και μεταφραστής σε διάφορα περιοδικά. Η τρομοκρατία της αντίδρασης οργιάζει.
Από το 1943 έως το 1946 ο Γιώργος Κοτζιούλας έχει γράψει ποιήματα με τον τίτλο «Με τα φτερά του αγώνα».

Ξεχωριστή ενότητα ανάμεσά τους αποτελούν τα ποιήματα για τον Αρη Βελουχιώτη, καθώς και ποιήματα για πορτρέτα αγωνιστών που ο Κοτζιούλας είχε γνωρίσει.

Το 1945 στη Λάρισα είχε τυπώσει το πεζό «Θεσσαλικό παζάρι», ενώ το 1946 στην Αθήνα εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Αρης» και «Οι Πρώτοι του Αγώνα».

Ο Γιώργος Κοτζιούλας εργάσθηκε και στον «Ριζοσπάστη» μέχρι το κλείσιμο της εφημερίδας από την αντίδραση το 1947. Δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα, αναμνήσεις και επιφυλλίδες. Σε μια από τις τελευταίες απάντησε με οξύτητα στον επιφυλλιδογράφο των αντιδραστικών εφημερίδων Ανδρέα Καραντώνη, ο οποίος δεν θεωρούσε ενάρετους τους ποιητές που τραγουδούσαν το αντάρτικο έπος.

Ζώντας σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας και κυνηγητού, ο Κοτζιούλας οδηγήθηκε το 1948 στο στρατοδικείο της Λάρισας, κατηγορούμενος για αντάρτικη δράση, και γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα για ένα «άλφα», καθώς το ένταλμα είχε εκδοθεί στο όνομα «Κατζιούλας».


Το 1947 «μένει» σε ένα «δωμάτιο» ταράτσας στο Παγκράτι, που προηγουμένως χρησίμευε ως περιστερώνας!

Ο ποιητής παντρεύτηκε το 1950 και απέκτησε ένα γιο το 1951.
Το 1950 εξέδωσε το δοκίμιο «Πού τραβάει η ποίηση». Το 1952 και το 1954 εκδίδονται οι ποιητικές συλλογές «Φυγή στη Φύση» και «Ηπειρώτικα», ενώ δημοσιεύει τις μεταφράσεις του 1ου βιβλίου του φινλανδικού έπους «Καλεβάλα» στην «Ηπειρωτική Εστία» και τη «Λογοτεχνική Γωνιά» το 1955, παράλληλα με μεταφράσεις κλασικών λογοτεχνικών έργων.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας «έφυγε» στις 29 Αυγούστου 1956 σε ηλικία μόλις 47 ετών, με την υγεία του τσακισμένη και την ψυχή του γεμάτη πίκρα γιατί το έργο της Εθνικής Αντίστασης δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί, καθώς η ξένη και ντόπια αντίδραση έπεσαν να κατασπαράξουν το λαό που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του.

Κληρονομιά του το σπουδαίο έργο του και η τεράστια συμβολή του, αντίστοιχη με αυτή του Βασίλη Ρώτα στη Θεσσαλία, στην αναγέννηση και στη δημιουργία πολιτισμού από τον ίδιο τον εργαζόμενο λαό.

Ο πολιτισμός είναι αναπόσπαστα δεμένος με την πορεία του λαϊκού κινήματος και τα Λαϊκά Θέατρα, τόσο στην Ηπειρο, όσο και στη Θεσσαλία, δημιουργήθηκαν με πολιτική απόφαση του ΚΚΕ, της συνειδητής πολιτικής δύναμης που έδωσε τα πάντα για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, ενώ η, έστω και σύντομη, Λαϊκή Εξουσία στο Βουνό απέδειξε τι μπορεί να καταφέρει ο οργανωμένος λαός.

Οι μνήμες και οι εμπειρίες αυτές, ο ρόλος του ΚΚΕ στη δεκάχρονη λαϊκή εποποιία, είναι αδύνατο να σβηστούν, παρά την εκστρατεία αποσιώπησης, διαστρέβλωσης και λάσπης που επιχειρούν επί δεκαετίες διάφορες γραφίδες.

Κανένας λαϊκός αγώνας δεν πάει χαμένος και ο σπόρος που ρίχνει ακόμα και ανάμεσα σε πέτρες θα βρει χώμα για να καρπίσει.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας με το σπαθί του κέρδισε την τιμή να είναι ένας από τους σπορείς για ένα φωτεινό μέλλον του λαού μας.

Στα ποιητικά και πεζά του έργα αποτυπώνονται με εξαιρετική ενάργεια οι κοινωνικές σχέσεις της γενέθλιας γης του ποιητή, οι προσωπικές του εμπειρίες τόσο στην Ηπειρο όσο και στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα, και αυτό είναι το σημαντικότερο, ανιχνεύεται η κοινωνική ρίζα που θα τροφοδοτήσει στα κατοπινά χρόνια όλους όσοι θα βρεθούν με το όπλο στο χέρι στις γραμμές του λαϊκού κινήματος.

Οπως πολύ εύστοχα επισημαίνει η επιμελήτρια του τόμου «Πικρή Ζωή και άλλα πεζογραφήματα», Σωτηρία Μελετίου, ο Κοτζιούλας «πηγαίνει εκεί που δεν πάνε άλλοι με τη θεματολογία τους και με τον τρόπο γραφής τους, ιδιαίτερα η "αστική διανόηση". Ο Κοτζιούλας δεν νοιάζεται για επίσημες παρουσιάσεις ενός κόσμου αστικού, ανερχόμενου, φωτεινού, αλλά για την κατάδειξη ενός κόσμου άγνωστου στην πεζογραφία, που παρ' όλα αυτά υπάρχει».

Η ταξική του καταγωγή οδήγησε τον Κοτζιούλα στην αταλάντευτη στάση του στον αγώνα για τον κομμουνισμό, καθώς και στη σωστή ταξικά τοποθέτησή του απέναντι στην αστική πολιτική.

Αυτές οι κοινωνικές ρίζες μαζί με μια γρανιτένια θέληση «να γυρίσει ο ήλιος» και ένα γερό γάντζωμα στη ζωή, όπως και να 'ρθει, είναι που κάνουν το έργο του Κοτζιούλα επίκαιρο, συμβολή σε όσους αναρωτιούνται τι είναι και πώς αντέχει το «κουκουέδικο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου