ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Η μάχη στο Δυρράχι


Το συγκρότημα Ταϋγέτου του ΔΣΕ εξουδετερώνει, 21/9/1947, τις ισχυρές δυνάμεις της χωροφυλακής και ΜΑΫδων στο στρατηγικής σημασίας χωριό Δυρράχι, δημιουργώντας έτσι την πρώτη μεγάλη ελεύθερη περιοχή σε Μεσσηνία και Λακωνία.

Η μάχη στο Δυρράχι

Στο χωριό Δυρράχι, η περιοχή του οποίου έχει μεγάλη στρατηγική σημασία για τη ΝΑ Πελοπόννησο ( βρίσκεται στο σημείο που «ενώνονται» οι Νομοί Μεσσηνίας, Λακωνίας και Αρκαδίας ), είχαν την έδρα τους ένα απόσπασμα χωροφυλακής (50 περίπου χωροφύλακες) και ένας λόχος ΜΑΥδων [1] που στη διάρκεια του «Μονόπλευρου Εμφύλιου» ελέγχανε ολόκληρη την περιοχή του δυτικού Ταΰγετου, το χώρο δηλαδή που περικλείεται από τα χωριά Δυρράχι, Νιοχώρι, Λιοντάρι, Καμάρες, Χειράδες, Μπάλα, Αρφαρά, Γαρδίκι. Οι χωροφύλακες του αποσπάσματος και οι ΧιτοΜΑΥδες προκαλούσαν το φόβο και τον τρόμο σ’ όλους τους κατοίκους των χωριών της περιοχής, με τις καθημερινές «επισκέψεις» τους στα χωριά, την περίοδο που στην περιοχή αυτή δεν είχαν εμφανιστεί αντάρτες.

Μετά, όμως, από την έναρξη της ένοπλης αντίστασης (Ιούλιος 1946) οι «παλικαράδες» αυτοί του Δυρραχίου κλείστηκαν στο καβούκι τους, δεν αποτολμούσαν εξόδους προς την ελεύθερη περιοχή μας, στον Κεντρικό Ταΰγετο, όπως έκαναν συχνά πριν. Είχαν περιοριστεί σε άμυνα. Το ηθικό τους ήταν πεσμένο, όχι όμως τόσο χαμηλά όσο στ’ άλλα τμήματα του κυβερνητικού στρατού. Το ‘χανε πάρει απόφαση να αμυνθούν όταν θα δέχονταν επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού. Είχανε σαν δεδομένο ότι «θα αμύνονταν σκυλίσια» και γι’ αυτό οι προετοιμασίες μας για την επιχείρηση αυτή γίνονταν με μεγάλη προσοχή και χωρίς καμμιά βιασύνη, υπό τη διεύθυνση του γνωστού για την ορθοφροσύνη του στρατιωτικού διοικητή του Συγκροτήματος Γ. Κονταλώνη.

Είναι αλήθεια ότι η βάση αυτή των κυβερνητικών δυνάμεων, στη φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία, μας είχε γίνει βραχνάς, γιατί κατά κάποιο τρόπο μας έφραζε το δρόμο προς Καλαμάτα, Άνω Μεσσηνία, Ορεινή Τριφυλλία και Ολυμπία, περιοχές στις οποίες έπρεπε οπωσδήποτε να επεκτείνουμε τη δράση μας- ακόμα δε μας είχε αλλάξει αυτό τον προσανατολισμό το Αρχηγείο Πελοποννήσου, με τη νέα διαταγή του, που καθόριζε σαν άμεσο καθήκον μας την επέκταση της δράσης μας προς Βορράν του Ταΰγετου.

Για το «βραχνά» αυτό συζητούσαμε συχνά, κάθε μέρα σχεδόν, με τον Κονταλώνη και τον Κυβέλο και πάντοτε καταλήγαμε στο ίδιο συμπέρασμα, ότι «δεν πρέπει να βιαστούμε, παρ’ όλο που τώρα οι δυνάμεις μας είναι επαρκείς για να τσακίσουμε τους “χιταράδες του Δυρραχίου”….. έτσι όμως χωρίς να διαθέτουμε τουλάχιστο δυο βαριά πολυβόλα, θα έχουμε κι εμείς μεγάλες απώλειες… Ας περιμένουμε ακόμη λίγο να μας έρθουν τα δυο πολυβόλα από τον Πάρνωνα, όπως μας έχει υποσχεθεί ο Χριστόφορος Κώνστας… Όταν τα εγκαταστήσουμε στη μέση της πλαγιάς της δυρραχιώτικης” Ξεροβούνας” και αρχίσουν να βάλλουν, σίγουρα οι Δυρραχιώτες ΜΑΥδες και οι χωροφύλακες θα το βάλουν στα πόδια, καθώς δεν θα τους προστατεύουν οι οχυρώσεις τους…»

Όπως κι έγινε. Τα δυο πολυβόλα τα έφερε στον Ταΰγετο η διμοιρία πολυβόλων – επικεφαλής ο αξέχαστος σύντροφος Βασίλης Κρεμαστιώτης– και κατά τα χαράματα της 22-9-1947 τα τμήματά μας άρχισαν να βάλλουν με όλα τα όπλα τους στα οχυρά των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων (στα «Κεφαλέικα», «Βλαχέικα Αλώνια», «Άγιους Θεοδώρους» και στους δύο λόφους – «Τουρλίτσες»), τόσο από το υπερκείμενο ύψωμα του «Άγιου Λιά», που το καταλάβαμε μόλις άρχισε η επίθεση, όσο και από τις θέσεις που είχαμε εγκατασταθεί στην πλαγιά της «Ξεροβούνας», απ’ όπου χτυπούσαμε τους αμυνόμενους από ψηλά και τους ακινητοποιήσαμε στα οχυρά τους.

Στην αρχή της επίθεσης, αντιστέκονταν κάπως οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες, γιατί είχαν οχυρωθεί σε πολλά σημεία του χωριού, στις τέσσερις συνοικίες του (Κεφαλέικα, Μουτσουλέικα, Μαυροειδέικα και Λήθαρος) που βρίσκονταν στους πρόποδες και στις πλαγιές ισάριθμων λοφίσκων , που, σαν σύνολο, αποτελούν ένα θαυμάσιο φυσικό οχυρό, τα τέσσερα τμήματα του οποίου αλληλοϋποστηρίζονται. Όταν όμως, άρχισαν να τους θερίζουν τα πολυβόλα μας από ψηλά, τα ‘χασαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν άτακτα τις θέσεις τους. Δεν υπολόγιζαν ότι διαθέταμε ισχυρά πολυβόλα και γι’ αυτό είχαν εγκατασταθεί σε λάθος σημεία αμυντικά, εμείς δε, σκόπιμα, αργήσαμε λιγάκι να τους βάλλομε από την «Ξεροβούνα», για αγκιστρωθούν στα οχυρά τους, να μην το βάλουν στα πόδια αμέσως, οπότε και η νίκη μας θα ήταν κουτσουρεμένη, αφού έπειτα από λίγες μέρες θα επανέρχονταν με μεγαλύτερες δυνάμεις και δε θα παίρναμε όπλα και πυρομαχικά που ήταν κύρια επιδίωξή μας.

Μόλις, λοιπόν, αρχίσανε να «κελαηδάνε» τα πολυβόλα του Κρεμαστιώτη, αιφνιδιάστηκαν οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες. Κάνανε μερικές προσπάθειες να αναπροσαρμόσουν τη διάταξή τους, αλλά τελικά το έβαλαν στα πόδια και όπου φύγει- φύγει. Μπήκαν στη χαραδρούλα, που στην πλαγιά της περνάει ο δρομάκος προς Λοζά-Πολιανή, και σταμάτησαν στην ….Καλαμάτα, οι περισσότεροι άοπλοι. Ευτυχώς γι’ αυτούς, που δεν είχε έγκαιρα πιάσει την «Παναγιά» στο νεκροταφείο του χωριού, ο Σαραντόπουλος με το απόσπασμά του, αλλιώς ελάχιστοι θα σώζονταν, εκεί μες τη χαράδρα που μπήκαν, για να φύγουν προς Πολιανή.

Σκοτώθηκαν 10 χωροφύλακες και 5 ΜΑΥδες. Πήραμε πολλά λάφυρα (οπλισμό, τρόφιμα κ.λ.π). Μεταξύ των νεκρών ήταν δυστυχώς και η μάνα του αξιωματικού Γιάννη Λαδά, η οποία σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα.

Μετά την εξουδετέρωση της βάσης αυτής των κυβερνητικών δυνάμεων, η ελεύθερη περιοχή μας στον Ταΰγετο διευρύνθηκε κατά πολύ και άνοιξε ο δρόμος για να επεκτείνουμε τη δράση μας και στην εκτός Ταΰγετου Μεσσηνία, στην ορεινή Τριφυλλία και στην Ολυμπία.

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρίστου Καμαρινού με τίτλο: "Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο" εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή σελ. 249-250.

 

1 σχόλιο:

  1. Ελεύθερη η Πελοπόννησος απο τον Σεπτέμβρη του 1944 ξανάρχισε ο ένοπλος αγώνας Ιούλη του 1946 και πάλι όμως σταδιακά. Καταστροφική καθυστέρηση που έδωσε το χρόνο στους καπιταλιστές να φτιάξουν ξανά το κράτος τους. Ηταν η εγκληματική γραμμή του ΕΑΜ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ και του ..ομόσπονδου... ΚΚΕ που ξεχώριζε σαν κάτι ...διαφορετικό.... τον φασισμό απο τον καπιταλισμό που κατέστρεψε τα πάντα εδώ και παγκόσμια. ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΤΕΣ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου