ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Το τρίτο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ

 


Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας.

Η κατάσταση της εργατικής τάξης.

Το εργατικό-Συνδικαλιστικό κίνημα.

Η Κοινωνική Συμμαχία και η παρέμβαση του ΚΚΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 
1. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ κατέληξε σε βασικά συµπεράσµατα από την πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος και την κοµµατική οικοδόµηση στην εργατική τάξη. Παράλληλα, καθόρισε κατευθύνσεις και καθήκοντα για τα επόµενα χρόνια καθώς και την πραγµατοποίηση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για τον έλεγχο της Απόφασης. Η ΚΕ δεν κατόρθωσε να πραγµατοποιήσει την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τη δουλειά στην εργατική τάξη, παρόλο που η δράση του Κόµµατος στο διάστηµα από το 20ό Συνέδριο έχει συσσωρεύσει και νέα δεδοµένα. Έτσι παραµένει ως σηµαντικό αντικείµενο συζήτησης στο 21ο Συνέδριο η δουλειά µας στην εργατική τάξη και το κίνηµά της.

Στο Πρόγραµµα του ΚΚΕ επισηµαίνεται ότι η δράση του Κόµµατος σε µη επαναστατική κατάσταση συµβάλλει αποφασιστικά στην προετοιµασία του υποκειµενικού παράγοντα –του Κόµµατος, της εργατικής τάξης, των συµµαχιών της– για τις επαναστατικές συνθήκες, για την πραγµατοποίηση των στρατηγικών του καθηκόντων. Τονίζεται ότι η προσέλκυση πρωτοπόρων τµηµάτων της εργατικής τάξης και η συσπείρωση της πλειοψηφίας της µε το ΚΚΕ θα περάσει από διάφορες φάσεις. Το εργατικό κίνηµα, τα κινήµατα των αυτοαπασχολουµένων (α/α) στις πόλεις και των αγροτών και η µορφή έκφρασης της συµµαχίας τους µε αντικαπιταλιστικούς - αντιµονοπωλιακούς στόχους, µε την πρωτοπόρα δράση των δυνάµεων του ΚΚΕ σε µη επαναστατικές συνθήκες, αποτελούν το πρόπλασµα για τη διαµόρφωση του εργατικού - λαϊκού µετώπου σε επαναστατικές συνθήκες.

Στην Απόφαση του 20ού Συνεδρίου τέθηκαν επίσης αρκετά σηµαντικά ζητήµατα για τον ρόλο του ΚΚΕ στο εργατικό - λαϊκό κίνηµα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η ΚΕ κατέληξε σε αυτό το κείµενο για συζήτηση σε όλο το Κόµµα και την ΚΝΕ, αναµφίβολα σε συνδυασµό και µε τα άλλα δύο κείµενα που έχουν ήδη δηµοσιευτεί.

Ερχόµαστε σήµερα να συζητήσουµε τη νέα κατάσταση, να εντοπίσουµε θετικές πλευρές και υποκειµενικές αδυναµίες που απαιτούν ριζική αντιµετώπιση, ώστε να αντιστοιχίσουµε τη δράση µας µε τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις ανάγκες των εργατικών - λαϊκών δυνάµεων, τους στόχους που έχουµε θέσει.

Το πρώτο ζήτηµα που εξετάζουµε είναι οι βασικές τάσεις στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας καθώς και η σηµερινή κατάσταση της εργατικής τάξης, δέκα χρόνια µετά την εκδήλωση της προηγούµενης βαθιάς καπιταλιστικής οικονοµικής κρίσης. Την εξετάζουµε αναλύοντας τους όρους που διαµορφώθηκαν και διαµορφώνονται στη δουλειά και τη ζωή της, συνολικά τους όρους πώλησης της εργατικής της δύναµης, αλλά και τις µορφές εντατικοποίησης της εκµετάλλευσής της. Εντοπίζουµε αρνητικές αλλαγές και πώς αυτές επιδρούν στην ενότητα και την κοινή της πάλη, στη διαµόρφωση ταξικής πολιτικής συνείδησης, τη στάση της απέναντι σε αστικές κυβερνήσεις διαχείρισης της κρίσης σε βάρος των εργατικών συµφερόντων.

Δεύτερο βασικό ζήτηµα που βάζουµε στη συζήτηση είναι η κατάσταση στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα σήµερα, ο βαθµός οργάνωσης της εργατικής τάξης στα σωµατεία και η συµµετοχή της στην ταξική πάλη. Συζητάµε τα συµπεράσµατα από τους αγώνες και τις προσπάθειες να δηµιουργηθούν πρωτοπόρες εστίες αντίστασης και διεκδίκησης στους χώρους δουλειάς. Αναδεικνύουµε τον χαµηλό βαθµό οργάνωσης της εργατικής τάξης που βρίσκεται σε ιστορικά κατώτατο σηµείο. Ανιχνεύουµε τις αντικειµενικές αιτίες γι’ αυτήν τη δυσκολία ένταξής της στα συνδικάτα, αλλά και δικές µας αδυναµίες, κυρίως τα καθήκοντα που προκύπτουν για να αλλάξουµε αυτήν την κατάσταση, να βάλουµε πιο αποφασιστικά προς υλοποίηση στόχους, για να καταφέρουµε αν είναι δυνατό µια ορµητική ανάπτυξη της οργάνωσης και της συµµετοχής στη συνδικαλιστική οργάνωση. Συζητάµε την πορεία του ΠΑΜΕ ως ταξικής συσπείρωσης Οµοσπονδιών, Εργατικών Κέντρων, σωµατείων µε γραµµή πάλης σε αντικαπιταλιστική - αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση, µια µεγάλη κατάκτηση, όπως εκτιµήσαµε και στο 20ό Συνέδριο.

Το τρίτο ζήτηµα είναι η επεξεργασία της πείρας από την κοινή δράση εργατικών σωµατείων µε µαζικές οργανώσεις των κατώτερων στρωµάτων των αυτοαπασχολουµένων της πόλης και των αγροτών, γενικότερα της προσπάθειας να διαµορφωθούν οι προϋποθέσεις της κοινωνικής συµµαχίας τους. Έχουν ήδη προηγηθεί δύο πανελλαδικά κοµµατικά Σώµατα για τη δουλειά µας µε τους αυτοαπασχολούµενους και τους αγρότες, τα οποία τροφοδοτούν µε πείρα και επεξεργασίες την παρέµβασή µας για την προώθηση αυτού του καθήκοντος στρατηγικής σηµασίας για το Κόµµα µας. Η εργατική τάξη ως ηγέτιδα δύναµη είναι που θα δηµιουργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συµµαχίας, για το τράβηγµα των σύµµαχων κοινωνικών δυνάµεων σε ολοένα και πιο σταθερή κοινή δράση, προβάλλοντας και το ανάλογο πλαίσιο πάλης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´

ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

2. Εξετάζουµε συνοπτικά ορισµένες βασικές τάσεις εξέλιξης της ταξικής διάρθρωσης στην Ελλάδα, σε επίπεδο 20ετίας, µε κεντρικό στόχο να προσανατολίσουµε καλύτερα τη δουλειά του Κόµµατος στην εργατική τάξη. Στην αναλυτική µελέτη, που θα εκδοθεί στη συνέχεια, περιλαµβάνονται και άλλες πλευρές (π.χ. σχέση τόπου εργασίας και κατοικίας, µορφωτικό επίπεδο, ηλικιακή κατανοµή) καθώς και η θεωρητική και στατιστική επεξεργασία, ώστε να προσδιοριστούν µε µεγαλύτερη ακρίβεια τα τµήµατα της µισθωτής εργασίας που ανήκουν στην εργατική τάξη ή την προσεγγίζουν.

Ειδικότερα, εξετάζουµε ορισµένες βασικές τάσεις εξέλιξης του πληθυσµού, του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού ως ποσοστού του δυνητικά οικονοµικά ενεργού πληθυσµού, την εξέλιξη της απασχόλησης, βασικά στοιχεία κλαδικής κατανοµής της απασχόλησης και της µισθωτής απασχόλησης, καθώς και ορισµένα στοιχεία σύνθεσης του εργατικού δυναµικού κατά φύλο και ηλικία, στοιχεία µισθολογικής κατάστασης των εργαζοµένων.

Για διευκόλυνση αναφέρουµε τους ορισµούς της αστικής στατιστικής (όπως τους παραθέτει η ΕΛΣΤΑΤ) που χρησιµοποιούµε:

Απασχολούµενοι: Τα άτοµα ηλικίας 15 ετών και άνω, τα οποία τη βδοµάδα αναφοράς είτε εργάστηκαν έστω και µία ώρα µε σκοπό την αµοιβή ή το κέρδος, είτε εργάστηκαν στην οικογενειακή επιχείρηση, είτε δεν εργάστηκαν αλλά είχαν µια εργασία ως µισθωτοί ή ως επιχειρηµατίες από την οποία απουσίαζαν προσωρινά.

Άνεργοι: Τα άτοµα ηλικίας 15-74 ετών που δεν χαρακτηρίστηκαν ως απασχολούµενοι (σύµφωνα µε τον προηγούµενο ορισµό), ήταν άµεσα διαθέσιµοι για εργασία και είτε ενεργά αναζητούσαν εργασία τις τελευταίες 4 βδοµάδες είτε είχαν βρει µια εργασία που θα αναλάµβαναν µέσα στους επόµενους τρεις µήνες.

Οικονοµικά µη ενεργοί: Τα άτοµα που δεν χαρακτηρίζονται απασχολούµενοι ή άνεργοι.

Οικονοµικά ενεργός πληθυσµός (εργατικό δυναµικό): Οι απασχολούµενοι και οι άνεργοι.

Ποσοστό ανεργίας: Ο λόγος των ανέργων προς το σύνολο του εργατικού δυναµικού1.

Εξέλιξη του πληθυσµού

 
3. Ο πληθυσµός της χώρας δεν µεταβλήθηκε σηµαντικά την τελευταία 20ετία. Σηµειώθηκε µια µικρή αύξηση την περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης 2000 - 2008 µέχρι την εκδήλωση της κρίσης προς το τέλος του 2008 και πιο εµφανώς το 2009, από τα 10,8 εκατοµµύρια στα 11 εκατοµµύρια το 2008 για να υποχωρήσει ξανά στα 10,7 εκατοµµύρια το 2019.

Ανάλογη τάση εµφανίζει και ο πληθυσµός ηλικίας 15 - 74 ετών που αυξήθηκε ελαφρά µέχρι την κρίση και στη συνέχεια εµφανίζει συρρίκνωση, φτάνοντας το 2019 να είναι περίπου 250 χιλιάδες µειωµένος σε σχέση µε το 2000.

Οι τάσεις κίνησης του πληθυσµού είναι παρόµοιες και στα δύο φύλα, αλλά όχι ίδιες. Τόσο ο ανδρικός όσο και ο γυναικείος πληθυσµός αυξήθηκαν κατά περίπου 150 χιλιάδες την περίοδο 2000 - 2008, αλλά η µετέπειτα υποχώρηση του πληθυσµού είναι διαφορετική για τα δύο φύλα, µε τον γυναικείο πληθυσµό να υποχωρεί κατά 100 χιλιάδες την περίοδο 2008 - 2019 και τον ανδρικό πληθυσµό να υποχωρεί περισσότερο, σχεδόν κατά 250 χιλιάδες, την ίδια περίοδο.

Οι τάσεις µεταβολής του πληθυσµού από Περιφέρεια σε Περιφέρεια διαφοροποιούνται σηµαντικά σε σχέση µε το σύνολο της χώρας και εκτείνονται από µείωση 6% σε Αττική, Δυτική Ελλάδα και Δυτική Μακεδονία, µέχρι αύξηση περίπου 4% στην Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο κι εντυπωσιακή αύξηση 11% στο Βόρειο Αιγαίο. Η Αττική συγκεντρώνει το 35% του συνολικού πληθυσµού κι έπεται η Κεντρική Μακεδονία που συγκεντρώνει το 17%.

Αναφορικά µε την ηλικία του πληθυσµού, παρατηρείται σηµαντική αύξηση της µέσης ηλικίας την τελευταία 20ετία κατά 4 έτη, από τα 39,7 στα 43,8, µε την κρίση να επιταχύνει µια τάση γήρανσης που προϋπήρχε και την περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης 2000 - 2008. Παράλληλα, η ηλικία του πληθυσµού εµφανίζει µεγάλες διαφοροποιήσεις µέσα στη χώρα. Στη γήρανση του πληθυσµού συνεπιδρά η χρόνια υπογεννητικότητα, η αύξηση του προσδόκιµου ζωής, αλλά και η µεγάλης κλίµακας µετανάστευση, κυρίως προς χώρες της ΕΕ, νεότερων και συχνά ειδικευµένων εργαζοµένων, κατά τη διάρκεια –και µετά– της κρίσης του 2008 - 2015.

Εξέλιξη του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού και της απασχόλησης

 
4. Ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός σηµείωσε αύξηση την περίοδο 2000 - 2008 και στη συνέχεια µειώθηκε (µε µικρότερο ρυθµό) την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης 2008 - 2015 και την περίοδο της ασθενούς ανάπτυξης 2015 - 2019. Ως αποτέλεσµα, το 2019 ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός διαµορφώνεται στα 4,7 εκατ., εκ των οποίων οι γυναίκες είναι 2,1 εκατ. (45%) και οι άνδρες 2,6 εκατ. (55%).

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Εξέλιξη βασικών µεγεθών πληθυσµού και απασχόλησης (σε εκατ.)

 

2000

2009

2015

2019

Δυνητικά ενεργός πληθυσµός (15-74)

8,18

8,43

8,09

7,93

Οικονοµικά ενεργός πληθυσµός

4,61

5,03

4,8

4,7

% ενεργού πληθυσµού

56,4%

59,7%

59,3%

59,5%

Απασχόληση

4,01

4,54

3,6

3,9

Άνεργοι

0,51

0,49

1,2

0,82

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ


Σε επίπεδο 20ετίας, ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός καταγράφεται λίγο αυξηµένος το 2019 σε σχέση µε το 2000. Η µικρή αύξηση οφείλεται σε µια σηµαντική αύξηση 265 χιλιάδων γυναικών του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού και µια µείωση 147 χιλιάδων ανδρών. Η εξέλιξη είναι τελικά συνισταµένη φαινοµένων που επιδρούν διαφοροποιηµένα στα δύο φύλα. Αυξήθηκε σηµαντικά η ένταξη γυναικών στην αγορά εργασίας καθ’ όλη την περίοδο, η τάση εγκατάλειψης της χώρας από αλλοδαπούς εργάτες λόγω της κρίσης παρουσιάστηκε περισσότερο στους άνδρες εργαζόµενους. Δεν είναι εντοπισµένο αν στη µετανάστευση ηµεδαπών στο εξωτερικό υπάρχουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις στα δύο φύλα.

Ηλικιακά, στους νέους κάτω των 30 ετών ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός εµφανίζει ραγδαία µείωση από 1,2 εκατ. το 2000 στις 707 χιλιάδες το 2019. Στις ενδιάµεσες ηλικίες, ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός αυξήθηκε την περίοδο 2000 - 2008, παρέµεινε σταθερός µέχρι το 2015 και στη συνέχεια εµφάνισε µικρή µείωση, ενώ στις µεγαλύτερες ηλικίες, ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός εµφανίζει διαχρονική αύξηση.

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Συµµετοχή στον οικονοµικά ενεργό πληθυσµό ανά φύλο και ηλικιακή κατηγορία

ως ποσοστό του συνολικού πληθυσµού του φύλου στην εν λόγω ηλικιακή οµάδα

 

Φύλο

Ηλικία

2000

2005

2010

2015

2019

Γυναίκες

35-54

56,9%

66,2%

70,2%

74,8%

75,3%

Γυναίκες

>55

19,6%

21,4%

25,6%

25,5%

31,2%

Γυναίκες

15-34

51,5%

55,1%

55,1%

56,4%

52,2%

Άνδρες

35-54

94,6%

96,9%

94,3%

95,1%

95,0%

Άνδρες

>55

46,3%

53,8%

54,4%

48,5%

56,3%

Άνδρες

15-34

63,8%

64,6%

64,6%

62,7%

58,2%


Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ

 


Οι θετικές µεταβολές στον συνολικό πληθυσµό σίγουρα επιδρούν στην αύξηση του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού, αλλά δεν αρκούν για να εξηγήσουν άλλες σηµαντικές µεταβολές. Η κρίση του 2008 - 2015 επιτάχυνε µια πορεία αύξησης του ποσοστού του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού στις ηλικίες 35 - 54, αποτυπώνοντας κυρίως την αυξανόµενη συµµετοχή της γυναίκας στην αγορά εργασίας και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Αντίρροπα προς αυτήν, εµφανίζεται τάση µείωσης του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού σε µικρότερες ηλικίες, τόσο λόγω παράτασης του χρόνου σπουδών όσο –ειδικά την περίοδο της κρίσης 2008 - 2015– λόγω αυξηµένης µετανάστευσης προς το εξωτερικό.

Από τα στοιχεία του πίνακα 2 προκύπτει για την 20ετία, σηµαντική αύξηση της συµµετοχής των γυναικών (στις ηλικίες 35 - 54 κατά 18,5 ποσοστιαίες µονάδες και στις ηλικίες άνω των 55 κατά 11 ποσοστιαίες µονάδες) στον οικονοµικά ενεργό πληθυσµό. Επίσης, αποτυπώνεται αύξηση (κατά 10 ποσοστιαίες µονάδες) στη συµµετοχή των ανδρών στις ηλικίες άνω των 55, ενώ στις ηλικίες 15 - 34 το ποσοστό συµµετοχής πέφτει κατά 5,6 µονάδες.

Η αύξηση του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού σε επίπεδο 20ετίας δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης. Η εκδήλωση της κρίσης οδήγησε σε σηµαντική µείωση της απασχόλησης. Την περίοδο 2008 - 2013 σηµειώθηκε µια «απότοµη» µείωση κατά 1,1 εκατ. εργαζόµενους, αριθµώντας το 2013 τα 3,51 εκατ. εργαζόµενους. Την περίοδο 2013 - 2014 η απασχόληση παρέµεινε σταθερή, ενώ απ’ το 2015 και µετά σηµειώθηκε µια σταδιακή µικρή αύξησή της, µέχρι και την εκδήλωση της κρίσης του 2020. Η τάση ανάκαµψης της απασχόλησης συνοδεύεται, παράλληλα, από αλλαγές στη διάρθρωσή της σε ηλικίες και φύλο. Η σχετική αύξηση της απασχόλησης αφορά, κατά κύριο λόγο, µεγαλύτερες ηλικίες και γυναίκες. Η αύξηση της µέσης ηλικίας των εργαζοµένων, αποτυπώνοντας ένα εργατικό δυναµικό που «γερνάει», οφείλεται κυρίως στη µετανάστευση του «νεαρού» εργατικού δυναµικού, στη µεγάλη παράταση της διάρκειας σπουδών, αλλά και στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Διακριτή είναι η αυξηµένη γυναικεία συµµετοχή στο εργατικό δυναµικό.

Εξελίξεις στην ταξική διάρθρωση της απασχόλησης. Από την αναιµική ανάκαµψη στη νέα κρίση

5. Η περίοδος 2015 - 2020 παρουσιάζει σχετικά µικρές µεταβολές στη σύνθεση της απασχόλησης, αν και οι συνέπειες της νέας βαθιάς συγχρονισµένης κρίσης δεν έχουν ακόµη αποτυπωθεί στα στατιστικά στοιχεία. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά περίπου 300 χιλιάδες από το 2015 στο 2019 κι έφτασε τα 3,9 εκατοµµύρια, ενώ η αύξηση αφορούσε σχεδόν εξ ολοκλήρου την κατηγορία των µισθωτών, που αυξήθηκαν την ίδια περίοδο από 2,35 εκατοµµύρια σε 2,66 εκατοµµύρια. Οι αυτοαπασχολούµενοι χωρίς προσωπικό µειώθηκαν ελαφρά από τις 856 στις 834 χιλιάδες. Η τάση σηµαντικής ενίσχυσης της µισθωτής εργασίας είναι εµφανής, µε τους µισθωτούς να απαρτίζουν πλέον το 68% της απασχόλησης, από 65% που ήταν το 2015. Ο αριθµός των µισθωτών δεν έχει µεν φτάσει στα επίπεδα του 2009, ωστόσο ανακάµπτει, ενώ οι αυτοαπασχολούµενοι συνεχίζουν να µειώνονται. Παράλληλα, η περίοδος της κρίσης και της µετέπειτα ανάπτυξης οδήγησε σε σηµαντική αύξηση του βαθµού συγκέντρωσης της εργατικής τάξης σε µεγαλύτερες µονάδες, όπως δείχνουν τόσο τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όσο και της ΕΡΓΑΝΗΣ. Ωστόσο, παραµένει σηµαντικός αριθµός και ποσοστό των µισθωτών που απασχολούνται σε µικρές και πολύ µικρές επιχειρήσεις.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Ταξική διάρθρωση της απασχόλησης (σε εκατ.)

 

 

2000

2009

2015

2019

2020

Οικ. ενεργός πληθυσµός

4,61

5,03

4,8

4,72

4,61

Απασχόληση

4,01

4,54

3,6

3,9

3,8

Μισθωτοί

2,38

2,95

2,35

2,66

2,61

Αυτοαπασχολούµενοι

0,989

0,965

0,856

0,834

0,82

Εργοδότες

0,33

0,377

0,285

0,289

0,288

Άνεργοι

0,51

0,49

1,2

0,82

0,78

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ

 

Δεν είναι ολοκληρωµένες οι καταγραφές για το 2020, πολύ περισσότερο που περιπλέκονται λόγω των µέτρων «ειδικού καθεστώτος» της πανδηµίας.

Στην περίοδο 2009 - 2019, που περιλαµβάνει τόσο την κρίση όσο και την περίοδο ανάπτυξης, οι βασικότερες εξελίξεις στη διάρθρωση της απασχόλησης συνίστανται σε:

• Μείωση του αριθµού των απασχολουµένων κατά 640 χιλιάδες.

• Σχετικά µικρότερη συνολική µείωση του αριθµού των µισθωτών κατά 290 χιλιάδες –ανισόµετρα σε κλάδους– µε αύξηση του ποσοστού του στο σύνολο της απασχόλησης και σηµαντική αύξηση του αριθµού των ανέργων. Φυσικά, πρέπει να επισηµανθεί ότι η µισθωτή απασχόληση δεν ταυτίζεται µε την εργατική τάξη, καθώς κάτω από τον γενικό αυτόν όρο περιλαµβάνονται τµήµατα της αστικής τάξης (ανώτερα διευθυντικά στελέχη), µισθωτοί σε ένοπλες δυνάµεις και σώµατα ασφαλείας καθώς και στρώµατα µε ενδιάµεσο ρόλο στις λειτουργίες της εποπτείας και της διεύθυνσης των επιχειρήσεων (σε παλιότερες κοµµατικές επεξεργασίες αποκαλούνταν «νέα µισθωτά µεσαία στρώµατα»), ενώ δεν περιλαµβάνονται οι µισθωτοί µε µπλοκάκι, που καταγράφονται ως αυτοαπασχολούµενοι. Ωστόσο, αυτά τα µεθοδολογικά προβλήµατα δεν αλλάζουν την τάση. Ο αριθµός των αυτοαπασχολουµένων και των εργοδοτών αντανακλά τις αντιφατικές τάσεις µέσα στον καπιταλισµό, αφενός καταστροφής τους λόγω συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, αφετέρου σχετικής αναδηµιουργίας τους ως συστατικού της καπιταλιστικής ανάπτυξης που µειώνει τον ρυθµό συρρίκνωσης. Παρατηρούµε έναν περιορισµό του αριθµού των αυτοαπασχολουµένων και του αριθµού των εργοδοτών κατά 130 και 90 χιλιάδες, αντίστοιχα, ενώ την τελευταία 3ετία, εµφανίζεται µια ανάστροφη µικρή τάση αύξησης των αυτοαπασχολουµένων κατά 15 χιλιάδες (που ωστόσο δεν αφορά τους αυτοαπασχολούµενους της πόλης, οι οποίοι παρουσιάζουν ελαφρά µείωση το αντίστοιχο διάστηµα).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Περιφερειακή κατανοµή απασχόλησης (2019)

 

 

βοηθοί

µισθωτοί

α/α*

σύνολο

Αττική

10.340

1.159.136

272.889

1.442.366

Β. Αιγαίο

3.590

42.502

28.724

74.816

Ν. Αιγαίο

5.305

89.995

37.675

132.974

Κρήτη

10.729

161.613

80.643

252.982

Αν. Μακεδονία - Θράκη

9.911

127.724

77.010

214.649

Κεντρ. Μακεδονία

17.496

425.572

199.623

642.690

Δυτ. Μακεδονία

1.875

51.494

33.713

87.082

Ήπειρος

3.636

70.245

38.871

112.750

Θεσσαλία

21.040

143.201

89.007

253.249

Ιόνια Νησιά

4.169

47.215

25.805

77.189

Δυτική Ελλάδα

15.858

114.054

84.770

214.681

Στερεά Ελλάδα

6.489

120.137

67.543

194.170

Πελοπόννησος

12.996

110.638

87.799

211.432

* Αναφέρεται σε α/α µε και χωρίς προσωπικό αθροιστικά.

Πηγή: EUROSTAT

 

Η κατανοµή του εργατικού δυναµικού µε βάση τη θέση στην εργασία διαφοροποιείται σηµαντικά ανά Περιφέρεια, µε το ποσοστό µισθωτής απασχόλησης να είναι σηµαντικά αυξηµένο στην Αττική (που προσεγγίζει το 80%) ενώ, σε αντιδιαστολή, στην Πελοπόννησο και στη Δυτική Ελλάδα να βρίσκεται µόλις πάνω από το 50%, κυρίως λόγω του µεγάλου ποσοστού αυτοαπασχολούµενων στην αγροτική παραγωγή

Κλαδικές µεταβολές στη δοµή της οικονοµίας

6. Μια αναλυτική αποτύπωση της κλαδικής δοµής της οικονοµίας σίγουρα ξεφεύγει από τα «στενά» όρια της ταξικής διάρθρωσης, που αποτελεί την επιδίωξη της εν λόγω µελέτης. Ωστόσο, είναι τελικά αδύνατο να αποτυπώσουµε ολοκληρωµένα αλλαγές στην κοινωνική διάρθρωση αν δεν αποτυπώσουµε πλευρές της οικονοµικής διάρθρωσης.

Η ταξική διάρθρωση διαφοροποιείται από κλάδο σε κλάδο της οικονοµίας και η αποτύπωση της κλαδικής δοµής της οικονοµίας είναι συνιστώσα για την κατανόηση της διάρθρωσης γενικότερα. Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου διαφοροποιείται αποφασιστικά από κλάδο σε κλάδο και κατά συνέπεια διαφοροποιείται ουσιαστικά και ο αριθµός των εργαζοµένων ανά κλάδο. Η σηµασία των κλάδων, από τη σκοπιά του ρόλου τους στη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή του ρόλου τους στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, δεν εξαρτάται µόνο από τον αριθµό των απασχολουµένων στον κλάδο, αλλά και από την αναλογία του απασχολούµενου κεφαλαίου και της στρατηγικής σηµασίας του στην παραγωγή. Όπως απέδειξε ο Μαρξ, το κεφάλαιο εκµεταλλεύεται τον συλλογικό εργάτη και η υπεραξία –µε τη διακλαδική µεταφορά της– διανέµεται αναλογικά µε το απασχολούµενο κεφάλαιο. Αυτός είναι άλλωστε και ο βαθύτερος λόγος που αποκλείεται η δυνατότητα µέτρησης του βαθµού εκµετάλλευσης σε στενά «κλαδικό» επίπεδο. Η ανάδειξη των σηµαντικών κλάδων της οικονοµίας για την αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου αποτελεί κρίσιµο παράγοντα για τη διάταξη των δυνάµεων του Κόµµατος, χωρίς να παραγνωρίζεται και η σηµασία κλάδων µε µεγάλη συγκέντρωση εργατικής τάξης.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Ακαθάριστη Προστιθέµενη Αξία (ΑΠΑ) ανά κλάδο της οικονοµίας

ως ποσοστό (%) της συνολικής ΑΠΑ

 

2000

2008

2017

Αγροτικός τοµέας

6,1

3,2

4,2

Ορυχεία - Λατοµεία

0,5

0,4

0,5

Μεταποίηση

10,6

9,6

10,8

Ηλεκτρική Ενέργεια

1,6

1,1

2,0

Ύδρευση

1,3

1,6

1,5

Κατασκευές

7,0

5,0

2,4

Εµπόριο

16,3

12,9

10,5

Μεταφορές - Αποθήκευση

6,7

8,2

7,0

Επισιτισµός - Τουρισµός

4,6

5,5

6,8

Πληροφορική - Επικοινωνίες

3,9

3,8

3,5

ΧΠΣ

4,6

4,4

4,1

Ακίνητη Περιουσία

11,0

13,2

17,1

Επιστηµονικές Υπηρεσίες

4,8

6,4

5,2

Δηµόσια Διοίκηση

8,1

9,0

10,2

Εκπαίδευση

4,5

5,6

5,7

Υγεία

4,5

6,0

4,4

Τέχνες

1,2

1,4

1,3

Άλλες Υπηρεσίες

2,2

2,1

2,5

Νοικοκυριά ως εργοδότες

0,6

0,6

0,3

Έχουν παραλειφθεί ορισµένοι µικρότεροι κλάδοι, γι’ αυτό η άθροιση των ποσοστών δεν δίνει 100%. Οι κλάδοι ακολουθούν την αστική στατιστική. Ο κλάδος της «ακίνητης περιουσίας», που είναι ο µεγαλύτερος σε ΑΠΑ, περιλαµβάνει το τεκµαρτό εισόδηµα (ενοίκια, ιδιοκατοίκηση).

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

 

Αν και τα διπλανά αστικής µεθοδολογίας στατιστικά στοιχεία του πίνακα 5 είναι προβληµατικά (π.χ. κλαδική κατάταξη, λαθεµένος προσδιορισµός της Προστιθέµενης Αξίας κ.λπ.), ωστόσο φωτίζουν ορισµένες τάσεις:


• Η συµµετοχή στο ΑΕΠ κλάδων που γενικά δεν παράγουν νέα αξία είναι σηµαντική στην εγχώρια οικονοµία, καταγράφοντας ένα ποσοστό της τάξης του 40%, που το 2017 έφτασε το 42%. Μάλιστα, µεταβλήθηκε προς τους κλάδους Δηµόσιας Διοίκησης (από 8,1% στο 10,2%) και Ακίνητης Περιουσίας (από 11% στο 17%, ένα απ’ τα υψηλότερα της ΕΕ), ενώ στον κλάδο του Εµπορίου (που περιλαµβάνει και ορισµένες δραστηριότητες που παράγουν αξία) µειώθηκε (από 16,3% σε 10,5%).

 

• Η µεταποίηση παραµένει ο κυρίαρχος κλάδος στην παραγωγή αξίας, ενώ πλέον καταγράφει µεγαλύτερη συνεισφορά από το Εµπόριο, χωρίς πάντως να εµφανίζει ουσιαστική δυναµική αύξησης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σηµειώνεται ωστόσο πως η σταθεροποίηση συγκαλύπτει µεγάλες εσωτερικές αναδιαρθρώσεις στον κλάδο. Ειδικότερα, ο υποκλάδος τροφίµων - ποτών σηµείωσε σχεδόν διπλασιασµό της Ακαθάριστης Προστιθέµενης Αξίας και αύξησε τη συµµετοχή του στη συνολική ΑΠΑ της µεταποίησης από 22% σε 33% το 2017 και ο υποκλάδος παραγωγής µετάλλων αύξησε επίσης σηµαντικά τη συµµετοχή του στην ΑΠΑ από 14% σε 20% της συνολικής ΑΠΑ της µεταποίησης. Από την άλλη, παραδοσιακοί κλάδοι της εγχώριας µεταποίησης ουσιαστικά εξαφανίστηκαν. Ο κλάδος ένδυσης - υπόδυσης και ο κλάδος ξύλου - χαρτιού µειώθηκαν από το 10% ο καθένας στο 2,5% - 3% Η αύξηση του κλάδου χηµικών προϊόντων συνοδεύτηκε από µείωση του κλάδου των πλαστικών.


• Παράλληλα, η ουσιαστική µείωση του κλάδου των κατασκευών αποτυπώνεται και στα στοιχεία της ΑΠΑ.


• Στους κλάδους µε µεγάλο αριθµό εργαζοµένων εµφανίζεται µετατόπιση από το εµπόριο στον Επισιτισµό - Τουρισµό, που σχετίζεται και µε τη σηµαντική αύξηση του εισαγόµενου τουρισµού, αλλά και µε την επέκταση του επισιτισµού.

Ο Επισιτισµός - Τουρισµός εµφανίζει ένα σχετικά χαµηλό 6,5% της συνολικής ΑΠΑ, στον οποίο ωστόσο πρέπει να συνυπολογιστούν και τυχόν «άδηλα» εισοδήµατα του κλάδου και η έκταση της λεγόµενης «παραοικονοµίας»

Κλαδικές µεταβολές στην απασχόληση και στη µισθωτή απασχόληση

7. Η περίοδος 2009 - 2019, που περιλαµβάνει την πολυετή φάση της κρίσης και την ολιγόχρονη φάση της αναιµικής ανάκαµψης, καταγράφει µε διαφορετικό τρόπο την πορεία της απασχόλησης στους επιµέρους κλάδους.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Απασχόληση κατά κλάδο (σε χιλιάδες)

 

2009

2015

2019

Αγροτική Παραγωγή

532,9

465,7

453,6

Ορυχεία

14,2

10,4

12,5

Μεταποίηση

518,8

334,5

377,1

Ηλεκτρική Ενέργεια

28,5

26,3

29,6

Νερό

30,5

23,1

33,1

Κατασκευές

370,7

145,2

147,6

Εµπόριο

827,7

660,8

691,9

Μεταφορές

217,0

168,3

206,8

Επισιτισµός - Τουρισµός

320,9

325,5

381,9

ΤΠΕ

87,6

72,9

102,2

ΧΠΣ

114,6

88,2

84,2

Ακίνητη Περιουσία

8,5

6,0

5,0

Επιστηµονικές Τεχνικές υπηρεσίες

234,8

208,6

218,2

Διοικητικές υπηρεσίες

75,1

85,5

90,9

Δηµόσιο

377,1

312,7

341,5

Εκπαίδευση

328,7

294,0

320,9

Υγεία

234,4

214,2

248,4

Τέχνες

54,0

45,2

53,7

Διάφορες

88,6

74,4

82,6

Νοικοκυριά

89,8

46,9

25,0

Οργανισµοί

1,6

2,1

4,3

 

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Ταξική κατανοµή της απασχόλησης κατά κλάδο, 2019 (σε χιλιάδες)

 

 

µισθωτοί

α/α

εργοδότες

Σύνολο

% µισθωτών

Ξ. Δηµόσια Διοίκηση

341,5

0

0

341,5

100,00

Υ.
Δραστηριότητες ετερόδικων οργανισµών και φορέων

4,3

0

0

4,3

100,00

Β. Ορυχεία και λατοµεία

12,1

0

0,4

12,5

96,65

Ε.
Παροχή νερού, επεξεργασία λυµάτων, διαχείριση απόβλητων

31,8

0,7

0,6

33,1

96,04

Δ.
Παροχή ηλεκτρικού ρεύµατος, φυσικού αερίου, ατµού και κλιµατισµού

28,1

1,4

0,1

29,6

94,92

Ο. Εκπαίδευση

291,8

16,4

12,6

320,9

90,93

Ι. Ενηµέρωση και επικοινωνία

89,3

3,5

9,2

102,2

87,46

Κ.
Χρηµατοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες

72,9

9,0

2,0

84,2

86,54

Τ.
Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών

21,6

3,4

0

25,0

86,52

Ν.
Διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες

74,6

6,5

7,1

90,9

81,99

Π.
Δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής µέριµνας

200,4

36,6

11,0

248,4

80,66

Γ. Μεταποίηση

302,4

38,5

26,4

377,1

80,2

Ρ. Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία

40,1

8,6

4,1

53,7

74,6

Θ.
Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύµατος και εστίασης

271,9

34,3

50,9

381,9

71,22

Η. Μεταφορά και αποθήκευση

145,8

48,4

11,0

206,8

70,46

Ζ.
Χονδρικό και λιανικό εµπόριο,
επισκευές µηχανοκίνητων

444,3

146,7

76,4

691,9

64,22

Σ.
Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών

51,5

21,0

8,9

82,6

62,38

ΣΤ. Κατασκευές

89,0

40,7

15,9

147,6

60,29

Λ. Διαχείριση ακίνητης περιουσίας

2,5

1,2

0,8

5,0

49,12

Μ.
Επαγγελµατικές, επιστηµονικές και τεχνικές δραστηριότητες

97,3

96,2

23,3

218,2

44,58

Α. Γεωργία, δασοκοµία και αλιεία

50,4

316,4

34,0

453,6

11,12

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 8

Μισθωτή απασχόληση (σε χιλιάδες)

 

 

2009

2015

2019

Αγροτική Παραγωγή

38,5

46,0

50,4

Ορυχεία

15,6

9,3

12,1

Μεταποίηση

403,7

251

302,4

Ηλεκτρική Ενέργεια

33,9

25,1

28,1

Νερό

29,6

22,3

31,8

Κατασκευές

279,7

86,7

89,0

Εµπόριο

451,9

395,4

444,3

Μεταφορές

154,0

117,6

145,8

Επισιτισµός-Τουρισµός

186,8

212,9

271,9

ΤΠΕ

69,5

66,0

89,3

ΧΠΣ

109,4

75,5

72,9

Ακίνητη Περιουσία

1,5

2,6

2,5

Επιστηµονικές Τεχνικές υπηρεσίες

110,6

92,5

97,3

Διοικητικές υπηρεσίες

63,7

69,6

74,6

Δηµόσιο

379,5

312,7

341,5

Εκπαίδευση

298,8

270,7

291,8

Υγεία

199,1

168,3

200,4

Τέχνες

43,1

34,3

40,1

Διάφορες

54,1

43,6

51,5

Νοικοκυριά

71,5

44,3

21,6

Οργανισµοί

1,7

1,9

4,3

Σύνολο απασχολουµένων

2.996,2

2.348,5

2.663,5

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ

 

Οι µεταβολές την περίοδο 2009 - 2019 στους µεγαλύτερους κλάδους αφορούν:

• Τη Μεταποίηση, η συνολική απασχόληση της οποίας µειώθηκε από τις 520 χιλιάδες το 2009 στις 377 χιλιάδες το 2020. Την ίδια περίοδο η µισθωτή απασχόληση µειώθηκε σηµαντικά λιγότερο, από τις 404 χιλιάδες στις 302 χιλιάδες. Το ποσοστό µισθωτής απασχόλησης στη Μεταποίηση ξεπερνά το 80%.

• Την απασχόληση στις Κατασκευές, η οποία συρρικνώθηκε σηµαντικά από τις 370 χιλιάδες το 2009 σε 145 χιλιάδες το 2019, µε τη µείωση να αφορά κατά κύριο λόγο τον αριθµό των µισθωτών, που µειώθηκε από τις 280 στις 89 χιλιάδες.

• Την απασχόληση στον κλάδο των Μεταφορών - Αποθήκευσης, η οποία σηµείωσε ελαφρά υποχώρηση από τις 216 στις 209 χιλιάδες, ενώ η µισθωτή απασχόληση µειώθηκε ελαφρά από τις 155 στις 145 χιλιάδες.

• Την απασχόληση στον κλάδο των Επιστηµονικών - Τεχνικών Υπηρεσιών, η οποία σηµείωσε µικρή πτώση από τις 240 στις 220 χιλιάδες το 2019, ενώ φαινοµενικά η µισθωτή απασχόληση σηµείωσε πτώση από τις 112 στις 97 χιλιάδες. Ωστόσο σηµειώνουµε ότι σηµαντικό κοµµάτι των µισθωτών του κλάδου καταγράφεται ως αυτοαπασχολούµενο (µισθωτός µε Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών) και η σχέση αυτή διευρύνθηκε σηµαντικά την εξεταζόµενη περίοδο.

• Την απασχόληση στον κλάδο της Εκπαίδευσης, η οποία παρέµεινε σταθερή, από τις 329 στις 321 χιλιάδες, ενώ η µισθωτή απασχόληση στον κλάδο µειώθηκε επίσης ελάχιστα, από τις 298 στις 292 χιλιάδες, αν και σηµειώνεται πως στον κλάδο εµφανίζεται σηµαντική µη καταγεγραµµένη απασχόληση α/α αλλά και µισθωτών.

• Την απασχόληση στον κλάδο της Υγείας, η οποία αυξήθηκε ελαφρά, από τις 234,4 χιλιάδες το 2009 στις 248,4 χιλιάδες το 2019, όπως και η µισθωτή απασχόληση στις 200 χιλιάδες.

• Την απασχόληση στον κλάδο του Επισιτισµού - Τουρισµού, που αυξήθηκε από τις 320 στις 380 χιλιάδες. Η αύξηση αφορά τους µισθωτούς του κλάδου, ενώ η απασχόληση πλην µισθωτών µειώθηκε. Το ποσοστό µισθωτής απασχόλησης στον Επισιτισµό - Τουρισµό αυξήθηκε και έφτασε το 2019 στο 71% από 60% το 2009.

• Την απασχόληση στο Εµπόριο, που µειώθηκε από τις 830 στις 700 χιλιάδες, ενώ η µισθωτή απασχόληση ελαττώθηκε ελαφρά, κατά 15 περίπου χιλιάδες, µε το ποσοστό µισθωτής απασχόλησης να αυξάνεται και να φτάνει στο 64%.

Σηµειώνεται, επίσης, πως οι λεγόµενοι «δηµόσιοι υπάλληλοι» –στους οποίους εντάσσονται εργαζόµενοι στη Δηµόσια Διοίκηση, στην Υγεία, στην Παιδεία, στα Σώµατα Ασφαλείας κ.λπ.– ανέρχονταν σε 571 χιλιάδες το 2019, εµφανίζοντας ελάχιστη αύξηση σε σχέση µε το 2015 που ήταν 567 χιλιάδες και µικρή µείωση από τα επίπεδα του 2013 που ανέρχονταν σε 603 χιλιάδες. Η σχετική σταθεροποίηση του αριθµού των εργαζοµένων συγκαλύπτει σχετικές αλλαγές στη σύνθεσή τους. Χαρακτηριστικά, οι εκπαιδευτικοί µειώθηκαν από 178 χιλιάδες το 2013 σε 164 χιλιάδες το 2019, ενώ οι απασχολούµενοι στη λεγόµενη δηµόσια τάξη αυξήθηκαν από 63 χιλιάδες στις 68 χιλιάδες την ίδια περίοδο.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 9

Συγκέντρωση µισθωτών (σε χιλιάδες)

 

 

Σύνολο

<10

10 έως 19

20 έως 49

> 50

άγνωστο >10

Σύνολο

Μισθωτών

Μισθωτοί < 10

2019

3.911,0

2.132,7

379,4

347,2

691,1

360,8

2.787,0

1.043,3

2015

3.610,7

2.171,8

357,0

268,0

504,4

309,4

2.506,4

1.097,3

2009

4.556,0

2.887,9

470,2

333,3

476,6

387,9

3.215,1

1.592,3

2000

4.088,5

2.710,1

448,3

306,5

402,7

220,9

2.768,4

1.429,6

Υπολογισµός µισθωτών αξιοποιώντας στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ.

Ο υπολογισµός των µισθωτών είναι προσεγγιστικός κι έγινε αφαιρώντας από τον αριθµό των απασχολουµένων τους α/α και τους εργοδότες. Τα στοιχεία διαφοροποιούνται µεθοδολογικά από τα απογραφικά στοιχεία του ΕΦΚΑ, αφού τα στοιχεία του ΕΦΚΑ καταγράφουν τη µηνιαία απασχόληση, ενώ τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ την ετήσια.

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ

 

 

Αναφορικά µε τη συγκέντρωση των µισθωτών, το σύνολο των στοιχείων αποτυπώνει µια τάση αύξησης σε µεγαλύτερες επιχειρήσεις, αν και εξακολουθεί να παραµένει µεγάλος ο αριθµός των µισθωτών που απασχολούνται σε µικρές επιχειρήσεις.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 10

Κατάταξη επιχειρήσεων µε βάση τον αριθµό µισθωτών

 

Μέγεθος

Επιχειρήσεις

Μισθωτοί

<10

243.313

622.959

>10

41.289

1.769.901

Σύνολο

284.602

2.392.860

Τα στοιχεία του ΕΦΚΑ εµφανίζουν την απασχόληση σε µηνιαία βάση και όχι σε 6µηνιαία.

Πηγή: ΕΦΚΑ, Αύγουστος 2019

 

Εµφανίζεται µια σχετική διαφοροποίηση των στοιχείων ΕΦΚΑ - ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, τα στοιχεία του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) παρουσιάζουν περίπου κατά 300 - 400 χιλιάδες λιγότερους τους εργαζόµενους στις επιχειρήσεις κάτω των 10 εργαζοµένων (630 χιλιάδες ο ΕΦΚΑ, 1,043 εκατ. η δική µας εκτίµηση βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ). Σηµειώνεται πως διαφορά περίπου 300 χιλιάδων προκύπτει και στη συνολική εκτίµηση του αριθµού των µισθωτών από ΕΦΚΑ και ΕΛΣΤΑΤ (2,39 εκατ. ΕΦΚΑ, 2,66 εκατ. ΕΛΣΤΑΤ), διαφορά που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις µικρές επιχειρήσεις κάτω των 10 µισθωτών (για τις επιχειρήσεις άνω των 10 µισθωτών ο ΕΦΚΑ δίνει 1,77 εκατοµµύρια µισθωτούς και η εκτίµησή µας βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ είναι 1,74 εκατοµµύρια). Βάσιµα µπορούµε να υποθέσουµε ότι η διαφοροποίηση σχετίζεται µε τον τρόπο κατάταξης των ανέργων. Ο ΕΦΚΑ υπολογίζει τους ανέργους σε µηνιαία βάση, ενώ η ΕΛΣΤΑΤ σε εξαµηνιαία. Τελικά, τα στοιχεία του ΕΦΚΑ αποτυπώνουν την κατάσταση περισσότερο από τη σκοπιά του κεφαλαίου –πόσοι εργάζονται τον δεδοµένο µήνα– ενώ τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ περισσότερο από τη σκοπιά των µισθωτών –σε ποιον κλάδο εργάστηκε ο µισθωτός το τελευταίο εξάµηνο. Φυσικά, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ συγκαλύπτουν το µέγεθος της ανεργίας, αλλά για λόγους αποτίµησης της διάρθρωσης της εργατικής τάξης είναι µάλλον ενδεικτικότερα.

 

Σε κάθε περίπτωση, µπορούµε να εκτιµήσουµε ότι, παρά την τάση συγκέντρωσης σε µεγαλύτερες επιχειρήσεις, παραµένει µεγάλος ο αριθµός µισθωτών σε µικρές επιχειρήσεις. Το ποσοστό των µισθωτών σε επιχειρήσεις άνω των 50 εργαζοµένων αυξήθηκε από 14% το 2009 σε 25% το 2019 και το ποσοστό των µισθωτών σε επιχειρήσεις κάτω των 10 µισθωτών υποχώρησε από 50% το 2009 σε 37% το 2019. Παρ’ όλα αυτά, περίπου 1 εκατοµµύριο µισθωτοί παραµένουν σε επιχειρήσεις κάτω των 10 µισθωτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΕ

 
8. Η υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ για διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναµης, επέκταση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, ενίσχυση της ανταποδοτικότητας και του ιδιωτικού τοµέα στο ασφαλιστικό σύστηµα, επιδείνωσε τις αρνητικές συνέπειες στην κατάσταση της εργατικής τάξης, που προκύπτουν από τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονοµίας (ιδιαίτερα από την εκδήλωση της κρίσης το 2008 και το 2020).

Οι συγκεκριµένες κατευθύνσεις αποτυπώνονται στη στρατηγική ΕΕ-2020 και ελέγχονται από το «ευρωπαϊκό εξάµηνο», που λειτουργεί και ως µέσο ελέγχου αυτής της πολιτικής σε κάθε κράτος - µέλος. Τα επιτελεία της ΕΕ επεξεργάζονται την πολιτική υλοποίησης της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη, από κοινού µε τις κυβερνήσεις των κρατών - µελών της.

Η γενική κατεύθυνση των µέτρων αύξησης του βαθµού εκµετάλλευσης των εργαζοµένων παραµένει σταθερή και µετά τις αλλαγές στη δηµοσιονοµική πολιτική και την υιοθέτηση της µεγάλης κρατικής παρέµβασης για τη διαχείριση της νέας διεθνούς οικονοµικής κρίσης.

Ορισµένα κρατικά µέτρα, για να µην καταρρεύσει ένα βασικό επίπεδο κατανάλωσης της εργατικής τάξης, να µην καταστραφούν µαζικά αυτοαπασχολούµενοι και να µην εκτιναχθούν υπερβολικά η ανεργία και η ακραία φτώχεια, είναι προσωρινά και θα φορτωθούν τελικά στις πλάτες εργαζοµένων και συνταξιούχων τα επόµενα χρόνια, για την αποπληρωµή των νέων κρατικών δανείων.

Σε αυτήν την κατεύθυνση η ΕΕ, προωθώντας τον λεγόµενο «Ευρωπαϊκό Πυλώνα για τα κοινωνικά δικαιώµατα», εµφανίζει την περαιτέρω µείωση της τιµής της εργατικής δύναµης ως «διασφάλιση των ελαχίστων», τις ευέλικτες µορφές απασχόλησης ως «εναρµόνιση της επαγγελµατικής και οικογενειακής ζωής», την εµπορευµατοποίηση της Υγείας ως «οικονοµικά προσιτή περίθαλψη». Πρόκειται για στόχους της αντεργατικής στρατηγικής του κεφαλαίου που επιχειρεί να κατοχυρώσει όρους εξαθλίωσης για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώµατα.

 


Τα Εθνικά Μεταρρυθµιστικά Προγράµµατα (ΕΜΠ) αποτελούν το βασικό εργαλείο υλοποίησης της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020» σε εθνικό επίπεδο, καταρτίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις και υποβάλλονται περί τα µέσα Απρίλη κάθε χρόνο ταυτόχρονα µε τα Προγράµµατα Σταθερότητας και Σύγκλισης (ΠΣΣ).

Τα ΕΜΠ περιλαµβάνουν τους εθνικούς στόχους, εναρµονισµένους µε τους βασικούς στόχους της ΕΕ, την πρόοδο της υλοποίησής τους και τα µέτρα που θα ληφθούν για την επίτευξή τους.

Βασική κατεύθυνση που διατρέχει τη Στρατηγική ΕΕ-2020 είναι η στήριξη νέων επενδύσεων, η «αξιοποίηση νέων πηγών ανάπτυξης», µε προτεραιότητα στους τοµείς υψηλής τεχνολογίας. Αυτή η στρατηγική εξελίσσεται συνεχώς µε νέες αντεργατικές αναδιαρθρώσεις.

Εκτιµούν ότι «οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας και η ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας µπορούν να οδηγούν συχνά σε περισσότερες ώρες εργασίας και αλληλοεπικαλύψεις µεταξύ της εργασίας, της ιδιωτικής ζωής και του προσωπικού χρόνου».

Τόσο οι προηγούµενες όσο και η 4η Έκθεση Ενισχυµένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κοµισιόν) για την Ελλάδα (Νοέµβρης 2019) επιµένουν στη διαρκή κλιµάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που αποσκοπούν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση έχει συµφωνήσει να προβεί σε «εκ των υστέρων αξιολόγηση» της ελάχιστης αύξησης που έγινε τον Φλεβάρη του 2019 σε συνεργασία µε την Παγκόσµια Τράπεζα, η οποία θα παρέχει την «τεχνική υποστήριξη» για την παρακολούθηση των εξελίξεων στην αγορά εργασίας. Χαρακτηρίζει επίσης ως θετική την υπεραπόδοση των στόχων στα πρωτογενή πλεονάσµατα.

Την ίδια ώρα, η Κοµισιόν εστιάζει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης για τον ΕΝΦΙΑ και άλλους φόρους περιουσίας, δηλαδή για σειρά από χαράτσια που πλήττουν και την εργατική τάξη, όπως οι φόροι σε γονικές παροχές, κληρονοµιές, µεταβιβάσεις ακινήτων, το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ) που καταβάλλεται στους ΟΤΑ µέσω των λογαριασµών ηλεκτρικού ρεύµατος.

Ήδη από τη δεκαετία του 1990 φαίνεται τάση, στο σύνολο σχεδόν των κρατών - µελών της ΕΕ, για ανατροπές στο σύστηµα των Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) από το εθνικό και το κλαδικό επίπεδο στο επίπεδο της επιχείρησης και των ατοµικών συµβάσεων. Σχεδόν πανοµοιότυπες παρεµβάσεις έγιναν στο πεδίο των ΣΣΕ και στα τρία κράτη της Νότιας Ευρώπης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) όπου παρατηρούνται κοινά χαρακτηριστικά.

Οι παραπάνω παράγοντες αντικειµενικά επιδρούν στην ενότητα και τη συνείδηση της εργατικής τάξης.

Ένα µεγάλο τµήµα των σηµερινών εργαζοµένων εντάχθηκε στην παραγωγή ή πέρασε στις παραγωγικές ηλικίες µετά το 2009, δεν έχει ζήσει όσα δικαιώµατα και κατακτήσεις υπήρχαν πριν από την οικονοµική καπιταλιστική κρίση, πολύ περισσότερο πριν από την ανατροπή του σοσιαλισµού. Το γεγονός αυτό επιδρά στο να µη διαµορφώνεται µια αγωνιστική απαιτητικότητα για τη βελτίωση της ζωής του και να ενισχύεται η τάση συµβιβασµού µε τα σηµερινά δεδοµένα των εργασιακών σχέσεων.

Ένταση της εκμετάλλευσης, προώθηση «ευέλικτων μορφών απασχόλησης»

 
9. Τα µέτρα που έλαβαν και συνεχίζουν να λαµβάνουν οι κυβερνήσεις διαχρονικά από το 2010 µέχρι και σήµερα αποδόµησαν µια σειρά εργατικών κατακτήσεων µε στόχο τη µείωση των µισθών στον ιδιωτικό και τον δηµόσιο τοµέα, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Πήραν σάρκα και οστά νοµοθετικές διατάξεις που απορρύθµισαν εργατικά δικαιώµατα όπως:

• Απελευθέρωση της Κυριακάτικης αργίας.

• Μετατροπή συµβάσεων πλήρους απασχόλησης σε µερικής.

• Επιβολή εκ περιτροπής εργασίας κι ενοικίασης εργαζοµένων.

• Διευκόλυνση οµαδικών απολύσεων.

• Μείωση αµοιβής υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας.

• Νοµιµοποίηση της έµµεσης ανταπεργίας, του µισθολογικού lock-out.

• Περιορισµός στην κήρυξη απεργίας στις πρωτοβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, αφού απαιτείται πλειοψηφία 50%+1 στις σχετικές ΓΣ για τον σχηµατισµό απαρτίας.

Βασικοί άξονες και συνέπειες της αστικής πολιτικής των αναδιαρθρώσεων στην Ελλάδα είναι:

α) Η καθιέρωση της ευέλικτης εργασίας σε συνδυασµό µε την υποβάθµιση και την αποδυνάµωση των ΣΣΕ, τους χαµηλούς µισθούς, την υψηλή ανεργία, την αυξηµένη αδήλωτη εργασία (καταγεγραµµένη και µη), την απλήρωτη δουλειά µε καθυστερήσεις καταβολής δεδουλευµένων από 3 έως και 15 µήνες, που εδραίωσαν µια εργασιακή ζούγκλα. Την ίδια ώρα, οι συνθήκες Υγείας και Ασφάλειας στην εργασία είναι σχεδόν ανύπαρκτες, τα εργατικά ατυχήµατα και οι επαγγελµατικές ασθένειες αυξάνονται µε σηµαντικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζοµένων.

Στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 2017, ως µέτρα που συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης αναφέρονται συγκεκριµένα αυτά «που αυξάνουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας, χαλαρώνοντας τους υπερβολικά αυστηρούς κανόνες προστασίας της απασχόλησης, µειώνοντας π.χ. το ποσό της αποζηµίωσης σε περίπτωση απόλυσης ή καθιστώντας τους µισθούς πιο ευέλικτους». Η ΕΚΤ σηµειώνει επίσης ότι «η εµπειρία από κρίσεις έχει δείξει ότι οι πιο ευέλικτες οικονοµίες είναι περισσότερο ανθεκτικές σε κραδασµούς και τείνουν να ανακάµπτουν ταχύτερα και να επιτυγχάνουν υψηλότερη µακροπρόθεσµη ανάπτυξη».

Τα αστικοποιηµένα ευρωπαϊκά Συνδικάτα αποδέχονται στην πράξη τη µεγαλύτερη ευελιξία του χρόνου εργασίας, π.χ. η ΣΣΕ που υπέγραψε το Συνδικάτο Μετάλλου IG Metall στη Γερµανία, για «εθελοντική» ηµιαπασχόληση 28 ωρών τη βδοµάδα έως και δυο χρόνια για εργαζόµενους που έχουν να φροντίσουν µικρά παιδιά, ηλικιωµένους ή ασθενείς, υπό το βάρος της έλλειψης επαρκών και δωρεάν δοµών και υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας.

Η προώθηση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, ειδικά στις γυναίκες εργαζόµενες, αξιοποίησε ως αγωγό την αντικειµενική δυσκολία της εργαζόµενης µάνας να συνδυάσει τη δουλειά µε την «ατοµική ευθύνη» για τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωµένων γονιών, της οικογένειας, λόγω έλλειψης κοινωνικών δοµών.

Από τα στοιχεία των εκθέσεων της ΕΡΓΑΝΗΣ, στον ιδιωτικό τοµέα παρατηρείται ότι οι εργαζόµενοι µε µερική απασχόληση αυξάνονται σταδιακά, από 40,9% το 2017 στο 42,53% το 2019, τάση που ανακόπτεται το πρώτο εξάµηνο του 2020.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 11

 

 

Πλήρης απασχόληση

Μερική

Εκ περιτροπής

2020

(Α΄ εξάµηνο)

50,19% (426.847)

39,76% (338.098)

10,05% (85.456)

2019

45,12% (1.277.396)

42,53% (1.203.794)

12,35% (349.695)

2018

45,66% (1.218.566)

41,60% (1.110.239)

12,74% (340.118)

2017

45,13% (1.083.418)

40,90% (981.758)

13,97% (335.222)

 

 

 

 

Στα στοιχεία αποτυπώνεται η επίδραση των αντεργατικών νόµων στη µεταβολή της αναλογίας πλήρους έναντι µερικής απασχόλησης στο σύνολο των νέων προσλήψεων σε σχέση µε το 2015 (πλήρης απασχόληση 54,47%), όπου οι νέες νοµοθετικές ρυθµίσεις δεν είχαν ακόµα διαµορφώσει σηµαντικό αποτέλεσµα.

 


β) Η κατάργηση των ΒΑΕ σε µια σειρά από κλάδους οδήγησε σε τουλάχιστον 10 χρόνια παραπάνω δουλειάς, καταργώντας και την πενταετή διαφορά στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης µεταξύ αντρών και γυναικών, ισοπεδώνοντας, στο όνοµα της ισότητας των φύλων, κάθε ευνοϊκή διάταξη και ρύθµιση που ίσχυε για τις γυναίκες. Οι αντιασφαλιστικοί νόµοι τσακίζουν κάθε έννοια κοινωνικής ασφάλισης, εξισώνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που έφτασαν τα 67 έτη και για τα δύο φύλα, καταργούν κυριολεκτικά την προστασία της µητρότητας. Κατάργησαν το δικαίωµα στην πρόωρη συνταξιοδότησης της µητέρας µε ανήλικα παιδιά, µε ΑµεΑ κ.ά. Σηµειώνουµε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσηµη στατιστική καταγραφή του δείκτη συχνότητας και του δείκτη σοβαρότητας των εργατικών ατυχηµάτων. Ωστόσο, ακόµα και η απλή καταγραφή του αριθµού των εργατικών ατυχηµάτων αποτυπώνει την επιδείνωση της κατάστασης (από 3.762 το 2013 σε 5.330 το 2018). Ανύπαρκτη παραµένει, επίσης, στην ουσία η καταγραφή των επαγγελµατικών ασθενειών.

γ) Με τους νόµους που ψηφίστηκαν έχει ανασταλεί η εφαρµογή της υποχρεωτικότητας και της γενίκευσης των Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας.

Στην πλειονότητά τους οι ατοµικές συµβάσεις µετατρέπουν την εργασιακή σχέση, από πλήρους απασχόλησης σε µερικής ή εκ περιτροπής, που µεταξύ 2009 - 2016 παρουσιάζει συνολική αύξηση κατά 201,95%. Ακόµα πιο εντυπωσιακή είναι η ποσοστιαία αύξηση κατά 790,69% των αναγκαστικών –µονοµερώς από τον εργοδότη– µετατροπών των ατοµικών συµβάσεων εργασίας σε εκ περιτροπής εργασία.

Παράλληλα, επεκτάθηκε η εργασία µε Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (µπλοκάκι) που περιλαµβάνει σε µεγάλο βαθµό µισθωτούς στην ουσία εργαζόµενους, χωρίς δικαιώµατα αδειών (µητρότητας, διακοπών κ.λπ.), επιδόµατος ανεργίας, αποζηµίωσης απόλυσης και πληρωµής υπερωριών, προστασίας από επαγγελµατικά ατυχήµατα και ασθένειες.

Το 2018 κηρύχτηκαν υποχρεωτικές 10 ΣΣΕ που αφορούν µόλις το 10% του συνόλου των εργαζοµένων (τουρισµός - ξενοδοχεία, τράπεζες, ναυτιλία και τουριστικά γραφεία). Η «επέκταση» των κλαδικών ΣΣΕ, ακόµα και στους λίγους κλάδους που προχωρά ή δροµολογείται, αφήνει εκτός χιλιάδες εργαζόµενους που δουλεύουν µε καθεστώς «ευελιξίας», ενώ και σε ό,τι αφορά το περιεχόµενό τους, αυτές οι συµβάσεις περιλαµβάνουν µεγάλες µειώσεις µισθών και αφαίρεση δικαιωµάτων. Ταυτόχρονα, δίνεται και νοµικά η δυνατότητα µη εφαρµογής τους από πολλές επιχειρήσεις.

Από την άλλη πλευρά, εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχουν κλαδικές συµβάσεις σε µεγάλους κλάδους της οικονοµίας, όπως το Εµπόριο, η Βιοµηχανία Τροφίµων, το Μέταλλο, το Φάρµακο, οι Κατασκευές κ.ά.

δ) Ο αστικός σχεδιασµός κλιµάκωσης της αντεργατικής επίθεσης την επόµενη πενταετία αποτυπώνεται στις προβλέψεις της Έκθεσης Πισσαρίδη που προβλέπει:

• Προσδιορισµό του κατώτατου µισθού µε απόφαση ενός συµβουλίου εµπειρογνωµόνων, χωρίς συµφωνία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος.

• Απελευθέρωση των απολύσεων µε την κατάργηση των υπαρχόντων περιορισµών µεταβολής του αριθµού των εργαζοµένων.

• Κατάργηση των προσαυξήσεων για υπερωριακή εργασία προς όφελος των µονοπωλιακών οµίλων.

• Συγχώνευση και απεξάρτηση των επιδοµάτων απ’ το ύψος του κατώτατου µισθού µε στόχο την ουσιαστική µείωση του ύψους τους.

Μισθοί και διάρθρωση της εργατικής τάξης

 
10. Τα µισθολογικά στοιχεία του ΕΦΚΑ αποτυπώνουν µια σηµαντικότατη µισθολογική διαφοροποίηση των µισθωτών για το 2019.

Ορισµένα βασικά συµπεράσµατα είναι:

• Η κατανοµή των µισθών εµφανίζει µια συγκέντρωση µισθωτών µε µισθούς γύρω στα 400 ευρώ και µια δεύτερη συγκέντρωση εργαζοµένων µε µισθό γύρω απ’ τα 1.000 ευρώ, µε την πρώτη να εκφράζει επισφαλώς εργαζόµενους (µερική απασχόληση, ηµιαπασχόληση κ.λπ.) και τη δεύτερη συγκέντρωση µισθωτών να εκφράζει εργαζόµενους πλήρους απασχόλησης. Σε µεγάλο βαθµό η µισθολογική διαφοροποίηση αποτυπώνει τις διαφορετικές εργασιακές σχέσεις.

• Οι γυναίκες εµφανίζουν µεγαλύτερη συγκέντρωση στην πρώτη κατηγορία σε σχέση µε τους άνδρες και γενικότερα οι µισθοί των γυναικών είναι σηµαντικά µικρότεροι από τους µισθούς των ανδρών, σε επίπεδο «αναλογίας». Οι γυναίκες µε µισθό κάτω των 500 ευρώ είναι το 1/4, ενώ οι άνδρες το 1/5.

ΠΙΝΑΚΑΣ 12

Σωρευτικά ποσοστά µισθωτών ανά επίπεδα µεικτού µισθού,

για άνδρες και γυναίκες, ως ποσοστό των µισθωτών (ανδρών και γυναικών αντίστοιχα) που αµείβονται µε ποσά µέχρι 2.500 ευρώ

 

Έως

% Άνδρες

% Γυναίκες

250

9,59

10,37

500

21,61

25,46

750

38,57

46,58

1.000

60,60

65,68

1.250

75,51

80,36

1.500

85,18

89,37

1.750

91,01

94,12

2.000

95,01

96,98

2.250

97,88

98,78

2.500

100,00

100,00

Η κάθε γραµµή έχει το ποσοστό των µισθωτών µε µισθό µέχρι τον µεικτό µισθό της γραµµής, λ.χ. µε µεικτό µισθό 1.000 ευρώ αµείβεται το 60,6% των ανδρών και το 65,7% των γυναικών. Απ’ τον πίνακα προκύπτει ότι µε µισθό 1.000-2.000 ευρώ αµείβεται το (95,91%-60,6%)=35.3% των ανδρών και το (96,98%-65,68%)=31,3% των γυναικών. Τα αντίστοιχα ποσοστά για µισθούς 1.000-1.500 ευρώ είναι 24,6% για τους άνδρες και 23,7% για τις γυναίκες, ενώ για µισθούς 1.500-2.000 τα ποσοστά είναι 9,7% και 7,6%, αντανακλώντας πως η διαφοροποίηση των ποσοστών ανδρών και γυναικών σε κάθε µισθολογική κατηγορία γενικά διευρύνεται όσο µεγαλώνει ο µισθός. Η διαφοροποίηση αυτή αντανακλά, ως ένα βαθµό, την αυξηµένη εκπροσώπηση των γυναικών σε χαµηλά αµειβόµενους κλάδους, σε θέσεις εργασίας χαµηλής ειδίκευσης και µε µικρότερο ωράριο εργασίας, αλλά και τα µεγαλύτερα ποσοστά µακροχρόνιας ανεργίας των γυναικών.

Πηγή: ΕΦΚΑ

 

 

 


• Αξιοσηµείωτο είναι πως, παρά τις διαφορές, µε µισθό 1.000 - 2.000 ευρώ αµείβεται το 35,1% του συνόλου των ανδρών µισθωτών και το 31,3% των γυναικών

• Οι σηµαντικές διαφορές στον µέσο µισθό ανδρών και γυναικών αντανακλούν τη µεγαλύτερη ηµιαπασχόληση των γυναικών, ως βαρύνοντα παράγοντα, τη µεγαλύτερη συµµετοχή ανδρών στους υψηλούς µισθούς, αλλά και µια γενική τάση χαµηλότερων µισθών στις γυναίκες που παραµένει, αν και λιγότερο οξεία σε σχέση µε το παρελθόν. Παράγοντας που επιδρά είναι και η µικρότερη συµµετοχή των γυναικών µεγαλύτερης ηλικίας στον οικονοµικά ενεργό πληθυσµό.

• Ο κατώτατος µισθός για πλήρη απασχόληση εµφανίζεται να αποτελεί, ειδικά για τις γυναίκες, «κάτω φράγµα» που συγκρατεί τον µισθό, για την κατηγορία των εργαζοµένων µε πλήρες ωράριο. Η «κατανοµή» των µισθών δείχνει πως αν δεν υπήρχε ο κατώτατος µισθός, θα εµφανιζόταν µια «διάχυση» µισθωτών προς χαµηλότερους µισθούς (το «φυσικό» µέγιστο της κατανοµής εµφανίζεται να είναι περίπου 100 ευρώ υψηλότερο από τον κατώτατο µισθό).

• Εµφανίζεται σηµαντική διαφοροποίηση των µισθών για τους εργαζόµενους µε πλήρες ωράριο, µε τη σχετική διαφοροποίηση στους άνδρες να είναι εντονότερη σε σχέση µε τη διαφοροποίηση στις γυναίκες. Ενδεικτικά, το 29% των εργαζοµένων δουλεύει µε µερική απασχόληση και µέσο µισθό 375,53 ευρώ (το 2010 το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 15% µε µισθό 562 ευρώ). Το 71% των εργαζοµένων δουλεύει µε πλήρη απασχόληση και µέσο µισθό καθαρό 1.111,09 ευρώ (από 1.394 ευρώ το 2010).

• Στους εργαζόµενους µε µισθό από 800 - 2.500 ευρώ, όπως δείχνει ο πίνακας, οι αναλογίες ανδρών - γυναικών είναι αρκετά πιο οµοιόµορφες, µε τους άνδρες να έχουν ελαφρά µεγαλύτερο µισθό. Παράλληλα, οι γυναίκες πλήρους απασχόλησης εµφανίζονται να «πιέζονται» περισσότερο προς τον κατώτατο µισθό, στις χαµηλότερες µισθολογικές κατηγορίες πλήρους απασχόλησης.

• Για την εξέλιξη του µισθού: Ο µέσος µεικτός µισθός µειώνεται και βρίσκεται στα 960,93 ευρώ (από 1.253 ευρώ το 2010). Έχει αυξηθεί σηµαντικά το ποσοστό των εργαζοµένων µε καθαρές µηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, ενώ περισσότεροι από 1 στους 4 «απασχολούµενους» πλέον αµείβονται µε κατώτατο µισθό.

• Το 87% των ανδρών µισθωτών αµείβεται µε µισθό κάτω των 1.500 ευρώ και το 8% µε µισθό από 1.500 έως 2.500, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις γυναίκες είναι 94% και 4%. Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεικτικά µόνο για τα ανώτατα όρια.

• Απολύτως ενδεικτικά των µεγάλων κλαδικών διαφοροποιήσεων στο µέγεθος του µισθού είναι τα µεγέθη του µέσου µεικτού µισθού (αν και η έννοια του µέσου υποκρύπτει τις µεγάλες διαφοροποιήσεις) µαζί µε τις εισφορές των εργαζοµένων σε ορισµένους κλάδους, όπως καταγράφονται στα στοιχεία του ΕΦΚΑ:

Θαλάσσιες Μεταφορές: 2.543 ευρώ

Τράπεζες: 2.264 ευρώ

Παραγωγή Πετρελαίου: 2.668 ευρώ

Παραγωγή Βασικών Μετάλλων: 1.597 ευρώ

Κατασκευές: 1.018 ευρώ

Τρόφιµα - Ποτά: 1.043 ευρώ

Λιανικό εµπόριο: 946 ευρώ

Επισιτισµός - Τουρισµός: 699 ευρώ

Άλλες επιχειρηµατικές δραστηριότητες: 1.081 ευρώ

 

 

Οι απαιτήσεις του κεφαλαίου για την πλήρη απαλλαγή του απο την κοινωνική ασφάλιση

11. Ο νόµος Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016), που καθορίζει τους όρους της Ασφάλισης για τα επόµενα 50 χρόνια, είναι στρατηγικής σηµασίας για το κεφάλαιο. Με βάση αυτόν έγινε ο διαχωρισµός της κύριας σύνταξης σε εθνική και ανταποδοτική, οδηγεί στην παροχή της λεγόµενης εθνικής σύνταξης φτώχειας από το κράτος, χρηµατοδοτούµενης από τη γενική φορολογία και στην απόσυρση της εγγύησής του από το υπόλοιπο µέρος της σύνταξης που την ονόµασε ανταποδοτική, διευρύνοντας έτσι τον δρόµο της ανταποδοτικότητας, της ιδιωτικής ασφάλισης.

Αυτός ο νόµος θα εφαρµοστεί επιθετικά από την κυβέρνηση της ΝΔ, θωρακίζοντάς τον µε επιπρόσθετες διατάξεις και κυρίως επιδιώκοντας νέες ρυθµίσεις, προκειµένου να «νοµιµοποιηθούν» όλες οι ανατροπές που προηγήθηκαν σε ασφαλισµένους και συνταξιούχους και να διευρυνθεί η ιδιωτική ασφάλιση. Σύµφωνα µε την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε τον νόµο - λαιµητόµο, η εφαρµογή του από το 2016 που ψηφίστηκε µέχρι το τέλος του 2019 αφαιρεί από τους συνταξιούχους και τους ασφαλισµένους το ποσό των 8,2 δισ. ευρώ!

Η ΕΕ προωθεί πολιτική που «έχει ως στόχο την αύξηση της χρήσης των ατοµικών συντάξεων στην ΕΕ».

Δροµολογείται εξατοµίκευση της σύνταξης (ατοµική σύνταξη) που παραπέµπει στην απώλεια της αλληλεγγύης γενεών και ενισχύει την ανταποδοτικότητα, την «ατοµική ευθύνη» για την ασφάλιση του εργαζοµένου και της οικογένειάς του.

Σχεδιάζονται συντάξεις από τα Συστήµατα Δηµόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης, κυριολεκτικά πείνας, και συντάξεις από κεφαλαιοποιητικά συστήµατα, δηλαδή ιδιωτική ασφάλιση, είτε µε Επαγγελµατικά Ταµεία είτε µέσω ιδιωτικών καπιταλιστικών ασφαλιστικών εταιρειών.

Είναι επικίνδυνη η λογική της εξατοµίκευσης: Ατοµική σύµβαση, ατοµική ασφάλιση κ.λπ. Εξαναγκάζει τους εργαζόµενους σε παραίτηση από συλλογική διεκδίκηση όρων πώλησης της εργατικής δύναµης, από την έννοια των συλλογικών κοινωνικών δικαιωµάτων, την ενιαία διεκδίκηση της εργατικής τάξης απέναντι στην τάξη των καπιταλιστών και του κράτους τους.

Επιδιώξεις αυτής της επίθεσης είναι:

• Η παραµονή των εργαζοµένων στην εργασία για «µακρύτερο χρονικό διάστηµα», ώστε να διασφαλίζεται η «βιωσιµότητα» του ασφαλιστικού συστήµατος, άρα παραπέρα αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης από τα σηµερινά 67 έτη για άντρες και γυναίκες.

• Η µείωση του «µη µισθολογικού κόστους», όπως το ονοµάζουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, τα κόµµατά τους, η ΕΕ, γιατί δεν πρόκειται περί κόστους. Αυτό βγαίνει από τη δουλειά των εργαζοµένων, είναι µέρος της πληρωµής του εργατικού µισθού. Αυτό θα γίνεται µε τη µείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

• Η «ελαχιστοποίηση των περιπτώσεων πρόωρης συνταξιοδότησης» (δηλαδή πριν από τα 67 χρόνια), που συµπεριλαµβάνει και ορισµένα επαγγέλµατα όπως τα βαρέα και ανθυγιεινά, ζητήµατα π.χ. αναπηρίας από ένα ατύχηµα, µια επαγγελµατική ασθένεια κλπ.

Η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει, µε βάση τον νόµο Κατρούγκαλου, και προωθεί το ασφαλιστικό σύστηµα «τριών πυλώνων», το µοντέλο της Παγκόσµιας Τράπεζας από τη δεκαετία του ’90 και µετά τις ανατροπές στις χώρες όπου οικοδοµούνταν ο σοσιαλισµός. Δίνεται τεράστιο, αν δεν είναι το τελικό, χτύπηµα στο δικαίωµα στη δηµόσια Κοινωνική Ασφάλιση που µετατρέπεται σε «επένδυση», ατοµικό ρίσκο και κυνήγι µέσω του τζόγου.

Εξέλιξη της ανεργίας

12. Κατά την κρίση που ξέσπασε το 2008, ο αριθµός των καταγεγραµµένων ως ανέργων από τις 485 χιλιάδες το 2009 εκτοξεύεται το 2013, έτος κορύφωσης, στο 1,330 εκατ. (+174%) κι έκτοτε διατηρείται σταθερά πάνω από το 1 εκατ. έως το 2017. Ποσοστιαία η ανεργία αυξήθηκε από το 9,6% το 2010 στο 27,5% το 2013, ενώ παρέµεινε πάνω από το 20% µέχρι και το 2017. Η αύξηση της ανεργίας είναι γενικευµένη και αφορά όλες τις κατηγορίες, φύλο, ηλικία, εκπαίδευση, διάρκεια. Στις νεότερες ηλικίες (15 - 39 χρόνων) το επίσηµο ποσοστό ανεργίας, παρά την εκτεταµένη µετανάστευση, έφτασε το 36% το 2013 και παραµένει πάνω από το 20% το 2019, ενώ στις µεγαλύτερες ηλικίες (50+), όπου το 2009 ήταν στο 5%, βρίσκεται σταθερά πάνω απ’ το 10% όλη τη δεκαετία (έφτασε το 19% το 2016 και στο 12% το 2019). Η δεξαµενή των ανέργων τροφοδοτήθηκε, πέρα από τις γενικευµένες απολύσεις, και από κατεστραµµένα µικροαστικά στρώµατα. Περί το 10% των ανέργων δηλώνουν κάθε χρόνο ότι είχαν ως προηγούµενη απασχόληση είτε τη δική τους επιχείρηση είτε εργάζονταν στην οικογενειακή επιχείρηση ως βοηθοί.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 13

Δεκαετής εξέλιξη της ανεργίας

 

 

2010

2011

2012

2013

2014

2015

2016

2017

2018

2019

Οικονοµικά ενεργός

πληθυσµός

5.029,1

4.936,1

4.890,0

4.844,0

4.810,6

4.808,0

4.804,5

4.780,0

4.743,0

4.729,9

Άνεργοι

639,4

881,8

1.195,0

1.330,0

1.274,4

1.197,0

1.130,9

1.027,0

915,0

818,9

% Ανεργίας

12,7

17,9

24,4

27,5

26,5

24,9

23,5

21,5

19,3

17,3

Νέοι άνεργοι

152,8

215,3

293,2

314,4

299,8

278,0

238,2

204,0

185,0

161,6

Μακροχρόνια άνεργοι

285,2

435,1

706,2

892,7

936,8

875,0

813,9

747,2

643,7

574,4

Απασχολούµενοι

4.389,8

4.054,3

3.695,0

3.513,0

3.536,2

3.611,0

3.673,6

3.753,0

3.828,0

3.911,0

Αυτοαπασχολούµενοι

1.314,0

1.246,2

1.169,0

1.128,0

1.105,8

1.104,0

1.108,7

1.131,0

1.142,0

1.124,1

Βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση

248,9

221,7

185,3

171,8

166,1

158,0

143,7

147,4

140,1

123,4

Μισθωτοί

2.826,9

2.586,4

2.341,0

2.214,0

2.264,3

2.349,0

2.421,2

2.474,0

2.546,0

2.663,5

Μόνιµη

εργασία

2.470,7

2.281,5

2.103,0

1.990,0

2.000,1

2.068,0

2.149,7

2.192,0

2.259,0

2.330,6

Προσωρινή εργασία

356,2

304,9

238,3

224,1

264,2

281,0

271,6

282,7

287,4

333,0

Πλήρης

απασχόληση

4.103,4

3.775,6

3.405,0

3.214,0

3.200,6

3.267,0

3.310,5

3.383,0

3.476,0

3.550,4

Μερική

απασχόληση

286,4

278,7

289,7

299,3

335,7

343,0

363,1

369,2

352,5

360,6

Μη ενεργοί

4.370,3

4.436,7

4.455,0

4.466,0

4.471,5

4.439,0

4.408,3

4.397,0

4.397,0

4.373,6

ΣΥΝΟΛΟ ΑΤΟΜΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ 15+

9.399,4

9.372,8

9.345,0

9.310,0

9.282,1

9.247,0

9.212,8

9.177,0

9.140,0

9.103,5

 

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ

 

 

Η σύγκριση των µεταβολών της απασχόλησης και της ανεργίας δίνει τόσο µια ένδειξη των επιπέδων µετανάστευσης όσο και της «µαύρης», άδηλης εργασίας. Περίπου 225 χιλιάδες εργαζόµενοι βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας και κινήθηκαν κατά 38 χιλιάδες προς τους µη ενεργούς, ενώ κατά 186 χιλιάδες κινήθηκαν κυρίως ως µετανάστες προς το εξωτερικό, είτε ηµεδαποί που µεταναστεύουν είτε αλλοδαποί εργάτες που επιστρέφουν, και δευτερευόντως προς τη «µαύρη» εργασία.

Την τελευταία τριετία, την περίοδο της σχετικής ασθενικής ανάκαµψης 2016 - 2019, τόσο ο αριθµός των ανέργων όσο και το ποσοστό ανεργίας µειώνονται. Ο αριθµός των ανέργων µειώνεται το 2019 κατά 312 χιλιάδες σε σχέση µε το 2016 (-27,6%), ενώ το ποσοστό ανεργίας πέφτει στο 17,3%. Οι µακροχρόνια άνεργοι µειώνονται κατά 240 χιλιάδες. Η πτώση των ανέργων είναι γενικευµένη και αφορά όλες τις κατηγορίες, φύλο, ηλικία, εκπαίδευση, ενώ υπάρχουν γεωγραφικά διαµερίσµατα, όπως αυτό του Αιγαίου και της Κρήτης, όπου η ανεργία αγγίζει για το 2019 το 10%, σηµαντικά µικρότερη του πανελλαδικού µέσου όρου. Η αποκλιµάκωση της ανεργίας, ωστόσο, δεν µεταφράζεται ευθύγραµµα σε αύξηση της απασχόλησης, αφού το εργατικό δυναµικό εµφανίζεται να φθίνει. Κοµµάτι των ανέργων δεν επιστρέφει στην αγορά εργασίας, είτε γιατί συνταξιοδοτείται είτε γιατί κατευθύνεται προς τη «µαύρη» εργασία, ενώ και η µετανάστευση έχει διαδραµατίσει ουσιαστικό ρόλο.

 

Οι τάσεις στην αυτοαπασχόληση

13. Η συνολική αυτοαπασχόληση, στο πλαίσιο της ελληνικής καπιταλιστικής οικονοµίας, παρουσιάζει τάσεις καθαρής µείωσης κατά 130 χιλιάδες από το 2009 έως το 2019. Ωστόσο, η κατανοµή της µεταξύ αυτοαπασχολουµένων στην αγροτική παραγωγή και της µείωσης των αυτοαπασχολουµένων στην πόλη είναι ανισοµερής. Τη δεκαετία αυτή καταγράφεται διακριτή µείωση των αυτοαπασχολουµένων των πόλεων χωρίς προσωπικό. Δεν αναιρείται όµως η γενικά αντιφατική πορεία τους, η οποία χαρακτηρίζεται από ευκαιριακές ανακάµψεις και σαφείς διαφοροποιήσεις ανά κλάδο. Παράλληλα µε τη γενική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, που αντικειµενικά οδηγεί τµήµατα αυτοαπασχολουµένων στην καταστροφή, συνυπάρχουν ανασχετικές τάσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή τµηµάτων α/α σε κλάδους και τοµείς ανάλογα µε την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονοµίας και τις παρεµβάσεις της κυβερνητικής και ευρωενωσιακής πολιτικής. Τα στρώµατα αυτά παραµένουν πολυπληθή, το ποσοστό των πολύ µικρών επιχειρήσεων και ιδίως των αυτοαπασχολουµένων χωρίς προσωπικό παραµένει ιδιαίτερα µεγάλο στην Ελλάδα σε σχέση µε τον µ.ό. της ΕΕ-28.

Καταγράφονται µειωτικές τάσεις, που αφορούν µόνο την περίοδο της κρίσης, καθώς και κάποιες µειωτικές τάσεις πιο γενικευµένες, που αφορούν δηλαδή και την περίοδο της καπιταλιστικής ανάκαµψης: Πιο σταθερά εµφανίζεται η µειωτική τάση στο Εµπόριο, στη Μεταποίηση και τις Κατασκευές, παρ’ όλα αυτά παραµένουν κλάδοι που αθροιστικά συγκεντρώνουν πάνω από 220 χιλιάδες αυτοαπασχολούµενους. Σκαµπανεβάσµατα καταγράφονται στην αυτοαπασχόληση σε Τουρισµό/Εστίαση και στις Μεταφορές µετά τη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ αυξητική είναι η τάση των αυτοαπασχολουµένων στα Επιστηµονικά και Τεχνικά Επαγγέλµατα (παρότι σε αυτήν την κατηγορία υποκρύπτεται µισθωτή σχέση που όµως εµφανίζεται µε Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών).

Αντίθετα, στην αγροτική απασχόληση, ο αριθµός των αγροτών κύριας απασχόλησης (µε ή χωρίς προσωπικό) παραµένει περίπου σταθερός. Το τµήµα των αγροτών που προσπαθούν να αναπαραχθούν ως ατοµικοί αγροτοπαραγωγοί προσεγγίζει τους 240 χιλιάδες γεωργούς, κτηνοτρόφους και αλιείς. Αντιστοιχούν στο 90% των αγροτικών εκµεταλλεύσεων.

 

Περιφερειακή διάρθρωση πληθυσμού και απασχόλησης

14. Οι τάσεις µεταβολής του πληθυσµού από Περιφέρεια σε Περιφέρεια διαφοροποιούνται σηµαντικά σε σχέση µε το σύνολο της χώρας, µε τις µεταβολές να εκτείνονται από µείωση 6% σε Αττική, Δυτική Ελλάδα και Δυτική Μακεδονία, µέχρι αύξηση 4% στην Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο και εντυπωσιακή αύξηση 11% στο Βόρειο Αιγαίο, που ίσως σχετίζεται µε τη διαχείριση των προσφύγων. Αναφορικά µε τη διάρθρωση στη χώρα, η Αττική συγκεντρώνει το 35% του συνολικού πληθυσµού κι έπεται η Κεντρική Μακεδονία που συγκεντρώνει το 17%.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 14

Πληθυσµός (σε χιλιάδες) ανά Περιφέρεια και µεταβολές στη δεκαετία

 

 

2000

2008

2019

%*

µεταβολής

%**

συµµετοχής

Ελλάδα

10.775

11.060

10.724

-3,04

100,00

Αττική

3.871

3.990

3.742

-6,22

34,89

Β. Αιγαίο

196

198

221

11,62

2,06

Ν. Αιγαίο

305

329

344

4,56

3,21

Κρήτη

575

613

634

3,43

5,91

Αν. Μακεδονία Θράκη

582

605

599

-0,99

5,59

Κεντρική Μακεδονία

1.828

1.905

1.873

-1,68

17,47

Δυτική Μακεδονία

287

286

267

-6,64

2,49

Ήπειρος

337

344

333

-3,20

3,11

Θεσσαλία

739

743

718

-3,36

6,70

Ιόνια Νησιά

203

207

203

-1,93

1,89

Δυτική Ελλάδα

707

693

655

-5,48

6,11

Στερεά Ελλάδα

553

555

555

0,00

5,18

Πελοπόννησος

585

585

574

-1,88

5,35

* Ποσοστό µεταβολής 2008-2019.

** Ποσοστό πληθυσµού Περιφέρειας στο σύνολο της χώρας.

Πηγή ΕΛΣΤΑΤ.

Πληθυσμός μεταναστών στη χώρα

15. Η Έρευνα Εργατικού Δυναµικού για το 2019 καταγράφει 537.600 µετανάστες2 στο σύνολο της χώρας (5,1% του πληθυσµού της χώρας, µε µια µείωση κατά 32% σε σχέση µε τους 790.100 µετανάστες που κατέγραφε το 2011). Παρά τη σηµαντική διαφορά που φαίνεται να υπάρχει στην καταγραφή των µεταναστών µεταξύ Απογραφής και ΕΕΔ (για το 2011), δίνουµε παρακάτω τον καταµερισµό των µεταναστών ανά Περιφέρεια για το 2019, σύµφωνα µε την ΕΕΔ, ώστε να διαπιστώσουµε κάποιες τάσεις.

Επίσης, σύµφωνα µε στοιχεία της Ύπατης Αρµοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο αριθµός αιτούντων ασύλου και προσφύγων έφτασε τις 120.000 το πρώτο εξάµηνο του 2020, µε το 33% να βρίσκεται στα νησιά και το 67% στην ενδοχώρα.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 15

Περιφερειακή κατανοµή πληθυσµού ανά ιθαγένεια (σε χιλιάδες)

 

 

Ελληνική

ΕΕ

Άλλη

% µετ.*

% περιφ.**

Ανατολική Μακεδονία - Θράκη

580,2

2,6

8,2

2,0

1,8

Κεντρική Μακεδονία

1.810,7

5,7

40,6

8,6

2,5

Δυτική Μακεδονία

263,1

1,3

4,4

1,1

2,1

Ήπειρος

320,6

1,7

9,5

2,1

3,4

Θεσσαλία

695,6

1,4

19,7

3,9

2,9

Ιόνια Νησιά

183,8

2,4

13,2

2,9

7,8

Δυτική Ελλάδα

639,5

3,5

18,2

4,0

3,3

Στερεά Ελλάδα

508,8

6,9

31,3

7,1

7,0

Αττική

3.498,8

38,2

215,7

47,2

6,8

Πελοπόννησος

505,8

8,4

27,9

6,8

6,7

Βόρειο Αιγαίο

190,7

1,2

2,8

0,7

2,1

Νότιο Αιγαίο

293,3

3,8

31,5

6,6

10,7

Κρήτη

584,0

10,9

26,8

7,0

6,1

ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ

10.074,8

87,9

449,7

 

5,1

* Ποσοστό µεταναστών Περιφέρειας στο σύνολο µεταναστών χώρας.

** Ποσοστό µεταναστών Περιφέρειας στον πληθυσµό της Περιφέρειας.

 

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ

 

 

Παρατηρούµε ότι στις ίδιες 6 Περιφέρειες, όπως και το 2011, το ποσοστό των µεταναστών στο σύνολο του πληθυσµού της περιφέρειας βρίσκεται πάνω από τον µέσο όρο της χώρας. Αυτό προφανώς αντανακλά τις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονοµικής ανάπτυξης στις περιοχές αυτές (συγκέντρωση βιοµηχανικής, τουριστικο-επισιτιστικής, αγροτο-κτηνοτροφικής δραστηριότητας) και τις αναγκαιότητες για ανάλογο εργατικό δυναµικό χαµηλής και µέσης ειδίκευσης, παρόλο που η βαθιά οικονοµική κρίση έχει οδηγήσει και στις 6 Περιφέρειες σε µια µείωση του ποσοστού των µεταναστών στον πληθυσµό της περιοχής.

 

Μετανάστες και απασχόληση

16. Με βάση τη συνολική χρονοσειρά της ΕΕΔ προκύπτει η εξής εξέλιξη της καταγεγραµµένης απασχόλησης των µεταναστών στην Ελλάδα για την περίοδο 1996 - 2019:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 16

 

 

Απασχολούµενοι µετανάστες

Μεταβολή

απασχόλησης (%)

Άνεργοι

µετανάστες

Ποσοστό ανεργίας µεταναστών (%)

1996

65.100

 

10.700

16,4%

2000

143.900

121,0%

20.400

12,4%

2006

303.100

110,6%

26.000

7,9%

2011

358.300

18,2%

94.200

20,8%

2013

253.900

-29,1%

156.300

38,1%

2016

227.900

-10,2%

95.800

29,6%

2019

228.900

0,4%

82.600

26,5%

 

 

Δεν είναι δυνατό να εκτιµήσουµε τι µέρος από τις µεγάλες ποσοστιαίες αυξήσεις των απασχολούµενων µεταναστών µεταξύ 1996 και 2006 αντανακλά πραγµατική αύξηση και τι ενδεχοµένως και µια σηµαντική µείωση στην ανασφάλιστη - «µαύρη» - µη καταγεγραµµένη εργασία ή (το πιθανότερο) µια καλύτερη καταγραφή από τις στατιστικές έρευνες του πραγµατικού αριθµού του συνόλου των µεταναστών. Στο προ κρίσης ζενίθ ο αριθµός έφτασε τις 500.000.

Το βέβαιο είναι ότι η καπιταλιστική οικονοµική κρίση χτύπησε σκληρά και τους µετανάστες. Το ποσοστό της ανεργίας άρχισε να αυξάνεται ήδη από το 2009 και έφτασε στο ανώτατο σηµείο του το 2013, όταν σχεδόν 4 στους 10 µετανάστες βρέθηκαν στις ουρές της ανεργίας. Τα ποσοστά αυτά θα ήταν πολύ υψηλότερα αν την ίδια περίοδο σηµαντικοί αριθµοί µεταναστών, ιδιαίτερα από την Αλβανία και άλλες γειτονικές χώρες, δεν επέστρεφαν στις πατρίδες τους ή σε άλλες χώρες προς αναζήτηση εργασίας. Αναφέρουµε συγκριτικά ότι τη χρονιά που η ανεργία ανάµεσα στους µετανάστες έφτασε στο ζενίθ της (2013), το ποσοστό ανεργίας ανάµεσα στους εργαζόµενους ελληνικής υπηκοότητας ήταν σηµαντικά χαµηλότερο (26,5%), αλλά εξίσου τροµακτικό.

Για την επαγγελµατική θέση των µεταναστών

17. Ο στατιστικός δείκτης «θέση στο επάγγελµα» µπορεί να δώσει µια πρώτη, γενική προσέγγιση στο ζήτηµα της σχέσης των απασχολουµένων µε την ιδιοκτησία σε µέσα παραγωγής, µια που τους κατανέµει σε µισθωτούς, εργοδότες κι εργαζόµενους για δικό τους λογαριασµό (αυτοαπασχολούµενους). Στο παρόν κείµενο παραλείπουµε την κατηγορία «βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση», γιατί η συµµετοχή των µεταναστών σε αυτήν είναι αµελητέα.

Η Απογραφή του 2011 δίνει την ακόλουθη εικόνα της απασχόλησης µε βάση τη «θέση στο επάγγελµα»:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 17

Θέση στο επάγγελµα ανά ελληνική/αλλοδαπή υπηκοότητα

 

 

Σύνολο

Έλληνες

Αλλοδαποί

Απασχολούµενοι

3.727.633

3.336.235

391.398

Εργοδότες

275.181 (7,4%)

266.972 (8,0%)

8.209 (2,1%)

Αυτοαπασχολούµενοι

834.130 (22,4%)

790.323 (23,7%)

43.807 (11,2%)

Μισθωτοί

2.544.507 (68,3%)

2.211.539 (66,3%)

332.968 (85,1%)

 

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή 2011

 

 

Σύµφωνα µε τα παραπάνω στοιχεία, η συντριπτική πλειοψηφία των απασχολούµενων µεταναστών είναι µισθωτοί (85%), ενώ στο σηµαντικό ποσοστιαία τµήµα των αυτοαπασχολουµένων οι µετανάστες αντιπροσωπεύονται πολύ λιγότερο από τους ελληνικής υπηκοότητας απασχολούµενους (11,2% έναντι 23,7%). Ελάχιστοι ποσοστιαία είναι και οι εργοδότες υπήκοοι άλλων χωρών. Χρειάζεται να επισηµάνουµε ότι, µε δεδοµένο τον καταµερισµό των απασχολουµένων ανά επάγγελµα (αναλυτικά παρακάτω) και την πολύ µικρή αντιπροσώπευση σε αυτόν των µεταναστών στις κατηγορίες «ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη», «επαγγελµατίες» και «τεχνικοί», η συντριπτική πλειοψηφία των µεταναστών µισθωτών εντάσσονται στις γραµµές της εργατικής τάξης. Η υπαγωγή του µεγάλου όγκου των µεταναστών στην κατηγορία της µισθωτής εργασίας εξηγεί και το γιατί η επίδραση της καπιταλιστικής οικονοµικής κρίσης και της συνεπαγόµενης ανεργίας υπήρξε πολύ πιο έντονη σε αυτούς.

Η ΕΕΔ για το 2019 δίνει την ακόλουθη εικόνα για την κατάταξη των απασχολούµενων µε βάση τη θέση στο επάγγελµα / απασχόληση:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 18

Θέση στο επάγγελµα ανά ελληνική/αλλοδαπή υπηκοότητα (σε χιλιάδες)

 

 

Σύνολο

Έλληνες

Αλλοδαποί

Απασχολούµενοι

3.911

3.682

228,9

Εργοδότες

289,3 (7,4%)

Τα δηµοσιευόµενα στοιχεία δεν διαχωρίζουν
εργοδότες από αυτοαπασχολούµενους

Αυτοαπασχολούµενοι

834,7 (21,3%)

Μισθωτοί

2.663,5 (68,1%)

2.461,3 (66,8%)

202,3 (88,4%)

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ΕΕΔ 2019

 

 

 

Η σηµαντική µείωση της απασχόλησης των µεταναστών στα χρόνια της καπιταλιστικής οικονοµικής κρίσης αποτυπώνεται και στα στοιχεία του παραπάνω πίνακα. Οι µετανάστες αποτελούν πια µόνο το 5,9% στο σύνολο της απασχόλησης (από 10,5% το 2011). Εξακολουθούν ακόµα να αποτελούν ένα αξιόλογο ποσοστό των ανειδίκευτων εργατών και των ειδικευµένων τεχνιτών, αλλά –όπως και σε όλα τα άλλα επαγγέλµατα– και σε αυτά η ποσοστιαία συµµετοχή των µεταναστών έχει µειωθεί σηµαντικά. Οι απασχολούµενοι στην παροχή υπηρεσιών µετανάστες αποτελούν ένα σηµαντικό κοµµάτι σε απόλυτους αριθµούς και µάλιστα ξεπερνούν πια τους ειδικευµένους τεχνίτες. Αξίζει να επισηµάνουµε τη δραστική συρρίκνωση των µεταναστών που εργάζονται σε γεωργικές-κτηνοτροφικές εργασίες: Από 33.753 και 10,7% της συνολικής απασχόλησης στο επάγγελµα το 2011 έχουν πέσει το 2019 στους 9.400 και στο 2,3% της συνολικής απασχόλησης του κλάδου. Η µείωση βέβαια αυτή µπορεί να είναι πλασµατική λόγω µιας σηµαντικής απόκλισης των στοιχείων µεταξύ ΕΕΔ και Απογραφής στο συγκεκριµένο επάγγελµα – η ΕΕΔ του 2011 καταγράφει σηµαντικά περισσότερους ειδικευµένους γεωργούς, κτηνοτρόφους κ.τ.λ. (473.600) και σηµαντικά λιγότερους µετανάστες στο επάγγελµα αυτό (14.800), µε αποτέλεσµα η ποσοστιαία συµµετοχή των µεταναστών, κατά την ΕΕΔ, να είναι µόλις 3,1% το 2011.

Αναφορικά µε τους κλάδους απασχόλησης των µεταναστών, σε όλους τους κλάδους όπου οι µετανάστες αντιπροσώπευαν το 2011 ένα σηµαντικό ποσοστό της απασχόλησης, η εικόνα διατηρείται παρόµοια και το 2019, µε τη διαφορά ότι το ποσοστό συµµετοχής των µεταναστών στο σύνολο της απασχόλησης του κάθε κλάδου έχει µειωθεί, σε ορισµένες περιπτώσεις και δραστικά. Έτσι, στον κλάδο της οικιακής βοήθειας το ποσοστό µειώνεται από το 81,1% στο 61,2%, στις κατασκευές από το 29% στο 21,8%, στον Τουρισµό - Επισιτισµό από το 18,4% στο 14,3%, στις «υποστηρικτικές δραστηριότητες» από το 19,8% στο 12,7% και στη γεωργία βυθίζεται από το 19,2% στο 6,4%. Ωστόσο, τα ποσοστά δεν αποτυπώνουν πλήρως την εικόνα του πραγµατικού αριθµού των αλλοδαπών εργαζοµένων, αφού πρέπει να συνυπολογίσουµε το φαινόµενο της αδήλωτης εργασίας (χωρίς εργόσηµο) που υπάρχει ιδιαίτερα στους οικιακούς βοηθούς. Στους κλάδους της µεταποίησης η συµµετοχή των µεταναστών συρρικνώνεται απόλυτα και ποσοστιαία, αλλά φαίνεται να διατηρεί µια αξιοσηµείωτη αντοχή σε σχέση µε τις µειώσεις σε άλλους κλάδους (2 µονάδες πάνω από τον µέσο όρο).

Στο σύνολο των απασχολούµενων µεταναστών, το 23,9% εργάζεται στους κλάδους του Επισιτισµού - Τουρισµού, το 14,1% στις Κατασκευές, το 13% στους κλάδους της Μεταποίησης, το 12,9% στο Εµπόριο, το 12,8% στη Γεωργία και το 6,7% στην οικιακή βοήθεια.

Επίδραση των νέων τεχνολογιών την επόμενη περίοδο

18. Η τηλεργασία και ο τρόπος εφαρµογής της, εκτός από τις επιπτώσεις της στις εργασιακές σχέσεις και στο βαθµό εκµετάλλευσης, αναµένεται να έχει σηµαντική επίδραση και στη διάρθρωση του εργατικού δυναµικού, κυρίως αναφορικά µε τη χωρική διάρθρωση. Η τηλεργασία επιτρέπει µετακίνηση εκτός αστικού ιστού και τάσεις αποαστικοποίησης σε επίπεδο χώρας, ενώ η ίδια τάση, σε διεθνές επίπεδο, επιτρέπει κατοικία στην Αθήνα/Ελλάδα κι εργασία ακόµα και στο εξωτερικό.

Αναµένεται αναδιάρθρωση και συγκεντροποίηση των εργαζοµένων στον τοµέα του Εµπορίου το επόµενο διάστηµα, λόγω του ηλεκτρονικού εµπορίου. Ένα κοµµάτι σίγουρα θα εργαστεί στη διαχείριση ηλεκτρονικών πωλήσεων κι ένα άλλο στον υποκλάδο της διανοµής. Αναµένεται πιθανή µείωση στον τραπεζικό τοµέα. Η συνολική επίδραση στην απασχόληση αναµένεται να είναι αρνητική την επόµενη τετραετία που θα προχωρήσει ο ψηφιακός µετασχηµατισµός αρκετών κλάδων της οικονοµίας.

Προσανατολισμός στην απόκτηση - διάταξη δυνάμεων

19. Με βάση την κλαδική κατάταξη της εργατικής τάξης και τη δυναµική των κλάδων, αλλά και τη σχετική σηµασία των κλάδων στη διευρυµένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, µπορούµε να εκτιµήσουµε ως κλάδους αυξηµένης σηµασίας για το ερχόµενο διάστηµα τους εξής:

• Τη Μεταποίηση µε ιδιαίτερη έµφαση στους µεγάλους χώρους σε Τρόφιµα, Ενέργεια, Φάρµακο, Μέταλλο. Τον υποκλάδο των κατασκευών µεγάλης κλίµακας - δηµόσιων έργων.

• Τον κοµβικό κλάδο για το σύνολο της οικονοµίας των Μεταφορών/logistics και τις εν γένει µεταφορές (θαλάσσιες, εναέριες, χερσαίες κ.λπ.). Επισηµαίνεται η µεγάλη σηµασία του κλάδου της διανοµής εµπορευµάτων (ταχυµεταφορές) στις νέες συνθήκες.

• Τον κλάδο των Τηλεπικοινωνιών/ Πληροφορικής, για τη σηµασία του ως ραχοκοκαλιάς της µεταφοράς πληροφορίας, τον αυξηµένο ρόλο των τεχνικών για τη διασφάλιση της τηλεργασίας κ.λπ. Παράλληλα, ο κλάδος της Πληροφορικής αναµένεται να διογκωθεί, τόσο λόγω της ανάπτυξής του εντός της χώρας όσο και µε τηλεργασία µε το εξωτερικό.

• Τον κλάδο των επιστηµονικών - τεχνικών υπηρεσιών που αναµένεται να αυξηθεί το επόµενο διάστηµα, καθώς οι νέες οικονοµικές και κοινωνικές συνθήκες αυξάνουν τις σχετικές δραστηριότητες

• Τους κλάδους Υγείας - Παιδείας που, εκτός απ’ τη σηµασία τους για την αναπαραγωγή του εργατικού δυναµικού, αποτελούν µεγάλους κλάδους συγκέντρωσης απασχολούµενων και µισθωτών

• Τους κλάδους του Επισιτισµού - Τουρισµού, µε έµφαση στις µεγάλες µονάδες, στις οποίες αναµένεται να µετακινηθεί ένα µέρος της απασχόλησης από τις συρρικνούµενες µικρότερες επιχειρήσεις του κέντρου των πόλεων.

• Τον κλάδο του Εµπορίου, που αναµένεται να µειωθεί, αλλά θα διατηρήσει σηµαντικό µέρος της απασχόλησης και της µισθωτής εργασίας.

Ορισμένες βασικές επισημάνσεις για τη δουλειά στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα

20. Με βάση όλα όσα προαναφέραµε, το επόµενο διάστηµα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος:

• Στην εξειδίκευση της δουλειάς µας στις µισθωτές εργαζόµενες που αυξάνονται (αναλογικά µε τους άνδρες σε κλάδους της οικονοµίας).

• Στην ολοκληρωµένη πολιτική και συνδικαλιστική παρέµβαση στα ζητήµατα του εργάσιµου χρόνου, των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων και της τηλεργασίας.

• Στην κατάλληλη επεξεργασία πλαισίων πάλης σε κλάδους µε υψηλότερους µισθούς από τον µέσο όρο, αξιοποιώντας την πίεση του κεφαλαίου για µείωση του µέσου µισθού.

• Στη διάταξη δυνάµεων σε σχετικά νέους κλάδους και υποκλάδους που παρουσιάζουν δυναµική τάση ανάπτυξης (ηλεκτρονικό εµπόριο, logistics, κατασκευές µεγάλων έργων κ.ά.), λαµβάνοντας υπόψη την εσωτερική αναδιάρθρωση κλάδων και οµίλων που θα επιφέρουν οι νέες επενδύσεις της «πράσινης ανάπτυξης» και του ψηφιακού µετασχηµατισµού (π.χ. τοµέας Ενέργειας, Τηλεπικοινωνίες, Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης).

• Στην αναβάθµιση της παρέµβασης στους κλάδους επιστηµονικών - τεχνικών υπηρεσιών, Παιδείας καθώς και Πολιτισµού, λαµβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα προβλήµατα της δουλειάς µε το Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (µπλοκάκι).

• Στη βελτίωση του σχεδιασµού της παρέµβασής µας στην πολύ µεγάλη κατηγορία µισθωτών που δουλεύουν σε µικρές και πολύ µικρές επιχειρήσεις.

• Στην εξειδίκευση της δουλειάς µας στους µισθωτούς µετανάστες.

• Στον σχεδιασµό της πολύµορφης παρέµβασης στους ανέργους και ιδιαίτερα στους µακροχρόνια ανέργους που θα αυξηθούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ - ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

21. Το εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα την προηγούµενη δεκαετία δέχτηκε ακόµη µεγαλύτερο πλήγµα, βάθυνε η υποχώρηση, όχι µόνο στο περιεχόµενο δράσης κι ενσωµάτωσης της πλειοψηφίας των συνδικάτων στις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, αλλά και στην οργανωτική του υπόσταση και υποδοµή.

Το ποσοστό των συνδικαλισµένων εργαζοµένων στον ιδιωτικό τοµέα δεν ξεπερνά το 15%. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΓΣΕΕ, που στο δυναµικό της έχει ενταγµένες 62 Οµοσπονδίες, 79 Εργατικά Κέντρα, στα οποία είναι γραµµένα πάνω από 2.300 πρωτοβάθµια σωµατεία, στις αρχαιρεσίες των τριών τελευταίων χρόνων πήραν µέρος 360.000 εργαζόµενοι. Είναι σε ιστορικά χαµηλό σηµείο. Η υποχώρηση στην οργάνωση των εργαζοµένων είναι ακόµα µεγαλύτερη, αν υπολογίσουµε ότι τα ποσοστά συµµετοχής των εργαζοµένων στα συνδικάτα είναι αρκετά µικρότερα από τα ποσοστά συµµετοχής στις αρχαιρεσίες τους, σε συνδυασµό µε την εκτεταµένη αλλοίωση στοιχείων, τα σωµατεία «σφραγίδες» που παρουσιάζει ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισµός για να εκλέγουν περισσότερους αντιπροσώπους στα συνδικαλιστικά όργανα.

Στην ΑΔΕΔΥ, που έχει εγγεγραµµένες 44 Οµοσπονδίες, στις οποίες συµµετέχουν πάνω από 1.200 πρωτοβάθµια σωµατεία, στις αρχαιρεσίες αυτών πήραν µέρος 265.000 εργαζόµενοι. Στο Δηµόσιο, αν και το ποσοστό συµµετοχής βρίσκεται στο 62%, αφορά µόνο τους εργαζόµενους µε σχέση µονιµότητας ή µε συµβάσεις αορίστου χρόνου, που γράφονται στα σωµατεία από την πρώτη µέρα, ακόµα και εν αγνοία τους. Ταυτόχρονα, στηρίζεται σε ένα πλέγµα εξυπηρετήσεων, προσλήψεων, αποσπάσεων, µεταθέσεων, προαγωγών κ.ά. που προωθούνται από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις των αστικών κοµµάτων. Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΑΔΕΔΥ δεν εγγράφονται οι συµβασιούχοι και γενικά οι εργαζόµενοι µε ελαστικές εργασιακές σχέσεις στο Δηµόσιο, ο αριθµός των οποίων διευρύνεται, ενώ σε ορισµένους κλάδους (Υγεία, Τοπική Διοίκηση) αποτελούν τη µεγάλη µάζα εργατοϋπαλλήλων, την οποία οι συνδικαλιστικές ηγεσίες κρατούν έξω από τα συνδικάτα. Εξαίρεση αποτελούν οι εκπαιδευτικές Οµοσπονδίες όπου έχει κατοχυρωθεί η συµµετοχή των αναπληρωτών εκπαιδευτικών κ.λπ. στα πρωτοβάθµια σωµατεία και στα συνέδρια των Οµοσπονδιών του Δηµοσίου, όταν πλειοψηφούν οι ταξικά προσανατολισµένες δυνάµεις.

Αν και το 85% του συνόλου (ιδιωτικού και δηµόσιου) των µισθωτών βρίσκεται στον ιδιωτικό τοµέα µε σχέση πλήρους ή µερικής απασχόλησης, η πλειοψηφία των συνδικαλισµένων βρίσκεται στον δηµόσιο, καθώς και στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα που καλύπτεται από τη ΓΣΕΕ, σε ποσοστό 56% επί του συνόλου των συνδικαλισµένων.

Την τελευταία δεκαετία και στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης η εργατική τάξη αυξάνεται αριθµητικά και ποσοστιαία, αλλά ο βαθµός οργάνωσής της µειώνεται, τόσο στο σύνολο της εργατικής τάξης όσο και κατά κλάδο παραγωγής και σε επίπεδο περιοχών.

Αντικειµενικοί παράγοντες και µεταβολές που επέδρασαν στον βαθµό οργάνωσης

22. Η αντεπανάσταση, η ανατροπή του σοσιαλισµού, επιδρά ως αντικειµενικός παράγοντας στην υποχώρηση του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος. Η σοσιαλιστική οικοδόµηση στον 20ό αιώνα, παρά τα προβλήµατα και τις παρεκκλίσεις που υπήρχαν, επιδρούσε θετικά στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα των καπιταλιστικών κρατών, στην οργάνωση και διεκδίκηση των εργαζοµένων.

Στην πορεία υποχώρησης επέδρασαν αντιφατικά η εκδήλωση της προηγούµενης καπιταλιστικής κρίσης, µε τη συρρίκνωση ή το κλείσιµο παραγωγικής δραστηριότητας σε κλάδους µε ιστορία συνδικαλιστικής οργάνωσης και αγώνων, αλλά και η ανάπτυξη άλλων αυτήν τη δεκαετία, καθώς και νέων τοµέων της οικονοµίας.

Η υποχώρηση συνδέεται µε τις µεγάλες αρνητικές αλλαγές στους όρους δουλειάς και ζωής της εργατικής τάξης, στις µορφές και στους τρόπους έντασης της εκµετάλλευσης. Πρόκειται για αλλαγές που διαµορφώθηκαν µε τις λεγόµενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τις αντεργατικές µεταρρυθµίσεις µε τα γνωστά «µνηµόνια» και άλλους νόµους. Τα µεγάλα ποσοστά ανεργίας και ηµιαπασχόλησης, η γενίκευση των µορφών προσωρινής ελαστικής εργασίας, η µαζική εκµετάλλευση µεταναστών, η µεγάλη διαστρωµάτωση, η κινητικότητα των νέων εργαζοµένων από κλάδο σε κλάδο και µέσα στον ίδιο κλάδο, έχουν επιδράσει σηµαντικά στον βαθµό οργάνωσης και στην ενότητα της εργατικής τάξης. Δυσκόλεψαν παραπέρα την αναζωογόνηση των συνδικάτων, σε συνδυασµό µε το βαθιά ρεφορµιστικό συντεχνιακό περιεχόµενο δράσης που κυριαρχούσε στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα, την εξέλιξη της γραµµής του κοινωνικού εταιρισµού και της ενσωµάτωσης των συνδικάτων από το κράτος και τους µηχανισµούς της ΕΕ, ενώ οι διοικήσεις σε πολλά πρωτοβάθµια επιχειρησιακά σωµατεία είναι «νύχι - κρέας» µε την εργοδοσία.

Η αστική τάξη, αξιοποιώντας το νοµικό οπλοστάσιο που της εξασφάλισαν διαδοχικά όλες οι κυβερνήσεις και την απειλή της απόλυσης σε συνθήκες έκρηξης της ανεργίας, γενίκευσε τις ατοµικές συµβάσεις. Δόθηκε η δυνατότητα στους εργοδότες να καταργούν στην πράξη τις Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας, να τις αντικαθιστούν µε συµβάσεις τις οποίες υπέγραφαν µε ενώσεις προσώπων που αποτελούν όργανά τους, µε άµεσες αρνητικές συνέπειες στους όρους πώλησης της εργατικής δύναµης και παράλληλα στο χτύπηµα της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στο πλαίσιο αυτό, εδραιώθηκαν και γενικεύτηκαν οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, οι αξιολογήσεις εργαζοµένων που συνδυασµένα µε άλλες µεθόδους ενίσχυσαν τον ανταγωνισµό µεταξύ των εργαζοµένων.

Στο έδαφος αντικειµενικών υλικών παραγόντων, στη συνείδηση των εργαζοµένων ασκούν επίδραση και οι διαφορετικού είδους κυβερνητικές διαχειριστικές επιλογές, που προσπαθούν να ελέγξουν τις συνέπειες του φαύλου κύκλου συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου, καθώς και απαξίωσής του.

Η περίοδος της µαζικής εναπόθεσης ελπίδων στον ΣΥΡΙΖΑ, των αυταπατών για το ξεπέρασµα των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης µε κυβέρνηση «αριστερής» διαχείρισης µέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εξουσίας, του συµβιβασµού που καλλιεργήθηκε, της ηττοπάθειας που επήλθε µετά τη διάψευση των ψεύτικων ελπίδων, έφεραν νέα γενική αποδυνάµωση των συνδικάτων. Προηγούµενα, στις πλατείες των αγανακτισµένων είχαν διαχυθεί αντιδραστικά συνθήµατα, όπως «έξω τα κόµµατα και τα συνδικάτα», ενώ στη συνέχεια ενισχύθηκε η λογική της «αναποτελεσµατικότητας» των αγώνων, του «τίποτα δεν αλλάζει», καθώς κριτήριο ήταν η σύνδεσή τους µε την εναλλαγή της κυβέρνησης για την υποτιθέµενη φιλολαϊκή παρέµβαση στην καπιταλιστική οικονοµία και την ΕΕ.

Όλη αυτήν την περίοδο ενισχύθηκε η καλλιέργεια της ταξικής συνεργασίας εκ µέρους των κυβερνήσεων φιλελεύθερων αστικών, σοσιαλδηµοκρατικών, αλλά και οπορτουνιστικών κοµµάτων. Ενισχύθηκαν η συκοφάντηση της ταξικής πάλης, η απαξίωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Με ευθύνη της εργοδοσίας και των αστικών πολιτικών και συνδικαλιστικών τους δυνάµεων επεκτάθηκαν τα φαινόµενα αποδιοργάνωσης, νοθείας κι εξαγοράς, διαµορφώθηκε πιο επιθετική γραµµή και πρακτική απέναντι στις ταξικά προσανατολισµένες δυνάµεις, προκειµένου να θωρακιστούν τα εργοδοτικά συµφέροντα, το σύστηµα. Στον αντίποδα αυτών των επιδιώξεων, κινείται η δράση του ΚΚΕ και των ταξικά προσανατολισµένων συνδικάτων.

Στις ανώτατες συνδικαλιστικές Συνοµοσπονδίες ηγεµονεύει ο κρατικός, κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισµός

23. Η δράση του Κόµµατος, που έχει φέρει συγκεκριµένα αποτελέσµατα και σηµαντική πείρα, δεν έχει αλλάξει το γεγονός ότι στους βασικούς κλάδους και τοµείς της καπιταλιστικής οικονοµίας, τα συνδικάτα, µια σειρά από δευτεροβάθµιες οργανώσεις παραµένουν δεµένα µε το εργοδοτικό και κυβερνητικό τµήµα που ηγεµονεύει στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, που αποτελεί έναν µηχανισµό συνδιοίκησης, διαχείρισης των εργοδοτικών και κρατικών αξιώσεων και συµφερόντων, έναν καθαρά γραφειοκρατικό µηχανισµό. Σε µια πορεία πολλών χρόνων έχει βαθύνει ο ρόλος του ως εργαλείου της εργοδοσίας και του κράτους ενάντια στην εργατική τάξη και τα δικαιώµατά της.

Την πλειοψηφία στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, παρά τη µείωση του κύρους τους, διατηρούν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των αστικών κοµµάτων, η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ, όπου βρίσκονται σε σταθερή συνεργασία, στην οποία στοιχίζονται οι δυνάµεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος δεν κατάφερε να δηµιουργήσει έναν σηµαντικό συνδικαλιστικό βραχίονα ούτε στη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας, ούτε στην προηγούµενη φάση που ουσιαστικά απορρόφησε κοινοβουλευτικά σηµαντικές δυνάµεις του ΠΑΣΟΚ.

Στη σηµερινή φάση, η έκφραση της σοσιαλδηµοκρατίας στο συνδικαλιστικό κίνηµα αναπροσαρµόζει τη στάση της και την τακτική της, µε στόχο να δυναµώσει, διευρύνει και παγιώσει την ενσωµάτωσή του στην υπηρέτηση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονοµίας. Τα προηγούµενα χρόνια η µεγάλη υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ, σήµερα ΚΙΝΑΛ, λόγω στήριξης όλων των αναδιαρθρώσεων σε συνθήκες βαθιάς οικονοµικής κρίσης, είχε ως συνέπεια δυνάµεις του να µετακινηθούν στον ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας τον κύριο εκφραστή της σοσιαλδηµοκρατίας. Ωστόσο, αυτή η διαδοχή, αν και δηµιούργησε µια αναστάτωση στην έως τότε κυρίαρχη ΠΑΣΚΕ, δεν επέφερε ανάλογη πτώση της.

Η ΠΑΣΚΕ, ιδιαίτερα στον δηµόσιο κι ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, στις τράπεζες, σε ορισµένους βιοµηχανικούς κλάδους, διατηρεί ακόµα µηχανισµό ενσωµάτωσης. Από το 2010 και για δύο συνεχόµενα συνέδρια έως το 2016 είχε καθοδική πορεία τόσο στη ΓΣΕΕ όσο και την ΑΔΕΔΥ, την οποία ανέκοψε το 2020 και παραµένει πρώτη σε ποσοστά και έδρες. Αυτό δείχνει µια ορισµένη αυτονόµηση στη λειτουργία της ΠΑΣΚΕ σε σχέση µε το κόµµα της, που στηρίζεται στην άµεση διασύνδεσή της µε µηχανισµούς, κυρίως των πρώην ΔΕΚΟ, σύνδεσης των σωµατείων µε αυτούς, ισχυρούς δεσµούς των διοικήσεων µεγάλων συνδικάτων µε διοικήσεις επιχειρήσεων και το αστικό κράτος, ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβερνητική σύνθεση. Με άρµα το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, συνέχισαν να δηµιουργούν πλαστές πλειοψηφίες και να ελέγχουν διοικήσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων µε τα προγράµµατα κατάρτισης, τα εργολαβικά παραµάγαζα και δουλεµπορικά που έγιναν µηχανισµοί άµεσης συνδιαλλαγής των Εργατικών Κέντρων µε τις επιχειρήσεις. Το ΠΑΣΟΚ είχε πολλά χρόνια τη διακυβέρνηση, αλλά και θεµελίωσε την ανάπτυξη των συνδικαλιστικών του δυνάµεων σε άλλη ιστορική περίοδο. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν µπορούσε να έχει συγκροτήσει ανάλογο συνδικαλιστικό στελεχικό δυναµικό, λειτουργώντας και συµπληρωµατικά στην ΠΑΣΚΕ, κυρίως για τη συγκρότηση αντι-ΠΑΜΕ διοικήσεων και προεδρείων.

Σε όλη αυτήν την κατάσταση αντανακλάται η ρευστότητα που επικρατεί ακόµα στη σοσιαλδηµοκρατία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, σοσιαλδηµοκρατικά συνδικαλιστικά στελέχη αναµένουν τις εξελίξεις, αν από το ΚΙΝΑΛ θα υπάρξει ανάσχεση ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραµείνει η κυρίαρχη δύναµη της σοσιαλδηµοκρατίας, παρ’ όλα τα οργανωτικά προβλήµατα που προς το παρόν έχει. Ταυτόχρονα, ένα τµήµα συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ προσβλέπει και σε ενδεχόµενη µελλοντική συγκυβέρνηση µε τη ΝΔ. Από αυτήν τη διαδικασία, µε σταθερό µέτωπο αντιπαράθεσης υπάρχουν ορισµένες δυνατότητες, για να απεγκλωβιστούν συνδικαλιστές που προβληµατίζονται από τη σαπίλα που επικρατεί και προσπαθούν να διαχωρίσουν τη θέση τους.

Η ΔΑΚΕ και άλλα ψηφοδέλτια που εκφράζουν τη ΝΔ σε όλες τις βαθµίδες του συνδικαλιστικού κινήµατος παραµένουν ισχυρή δύναµη. Μάλιστα στην ΑΔΕΔΥ έχουν διακριτή άνοδο, κυρίως στις εκπαιδευτικές Οµοσπονδίες. Αξιοποιεί, όπως και η ΠΑΣΚΕ, τις ίδιες «δυνατότητες» που της παρέχουν οι εργοδοτικές ενώσεις, το αστικό κράτος και τα ευρωπαϊκά εργοδοτικά συνδικάτα. Αξιοποιώντας τα ευρωπαϊκά προγράµµατα και ιδιαίτερα τα κονδύλια του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, έχουν στήσει από κοινού µε δυνάµεις της ΠΑΣΚΕ στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, ιδιαίτερα στα Εργατικά Κέντρα της Βόρειας Ελλάδας, έναν σηµαντικό µηχανισµό ενσωµάτωσης εργαζοµένων, δηµιουργίας σωµατείων - σφραγίδων και παραγωγής νόθων αντιπροσώπων.

Οι δυνάµεις του ΣΥΡΙΖΑ αποδυναµώνονται από το 2016 και στη συνέχεια. Είχε µια προσωρινή άνοδο στην ΑΔΕΔΥ την περίοδο διακυβέρνησής του και λίγο πριν, ενώ στη ΓΣΕΕ εκφράστηκε κυρίως µε τη συνεργασία µε ένα µικρό τµήµα που αποχωρίστηκε από την ΠΑΣΚΕ (ΕΜΕΙΣ). Στην ΑΔΕΔΥ, παρά την πτώση, διατηρεί δυνάµεις. Παράλληλα, συνεχίζει να εκλέγει αντιπροσώπους µέσα από ενιαία ψηφοδέλτια µε την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ, και µε τη στήριξη της εργοδοσίας, µε χαρακτηριστικά παραδείγµατα τα σούπερ µάρκετ και τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Στελέχη του συµµετέχουν πιο ενεργά στις διοικήσεις του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και σε επαγγελµατικά ταµεία σε κλάδους όπως το Φάρµακο, το Εµπόριο, οι ναυτιλιακές, είναι οργανικό τµήµα του µηχανισµού εξαγοράς και ενσωµάτωσης των εργαζοµένων.

Οι δυνάµεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κατά κύριο λόγο, αλλά και άλλες δυνάµεις όπως το ΜΕΤΑ/ΛΑΕ, παρουσιάζουν πτώση τα τελευταία χρόνια, πληρώνοντας πρώτα και κύρια τη στήριξη που παρείχαν στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Στη ΓΣΕΕ και γενικότερα στον ιδιωτικό τοµέα παραµένουν περιθωριακή δύναµη µε λίγες δυνάµεις σε σωµατεία µισθωτών επιστηµόνων και ορισµένα λίγα σωµατεία ΝΠΙΔ, που ανήκουν στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα. Στον χώρο του κρατικού τοµέα, όπου έχουν πιο συγκροτηµένη παρουσία, ακολούθησαν την πορεία των συνδικαλιστικών δυνάµεων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή κατέγραψαν µια µικρή άνοδο την περίοδο κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και πτώση στα δύο τελευταία συνέδρια της ΑΔΕΔΥ. Διατηρούν δυνάµεις κύρια στους εκπαιδευτικούς, αλλά και στα νοσοκοµεία.

Παραµένει χαρακτηριστικό τους να κατεβαίνουν σε κοινά ψηφοδέλτια µε δυνάµεις του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στους εκπαιδευτικούς αλλά και σε άλλους χώρους, ενώ σε ορισµένες περιπτώσεις παρουσιάζουν κοινά πλαίσια πάλης και κοινή τακτική.

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν νέες απαιτήσεις για τη διαπάλη στην ΑΔΕΔΥ. Ο συσχετισµός µεταξύ αστικών φιλελεύθερων και ρεφορµιστικών οπορτουνιστικών δυνάµεων δεν είναι ίδιος στην ΑΔΕΔΥ µε εκείνον στη ΓΣΕΕ και δεν µπορεί η αντιπαράθεση να κατανοείται ως αντιγραφή από τον ιδιωτικό τοµέα. Στην ΑΔΕΔΥ η σύνδεση των εργαζοµένων µε το κράτος είναι οργανική, αλλά και η σοσιαλδηµοκρατική - οπορτουνιστική επίδραση που εκφράζεται αρκετές φορές σε αποφάσεις της απαιτεί καλά επεξεργασµένο σχέδιο στο περιεχόµενο, στη διαπάλη και τις πρωτοβουλίες για το αντιπάλεµα των αυταπατών που δηµιουργούνται. Πολύ περισσότερο που στο έδαφος της όξυνσης των λαϊκών προβληµάτων, λόγω της όξυνσης όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το µεταρρυθµιστικό πρόγραµµα µε τη µια ή την άλλη µορφή, απευθυνόµενο στους εργαζόµενους του δηµόσιου τοµέα, προτάσσει την ενίσχυση του κράτους στην οικονοµία, στη λογική του «αντινεοφιλελεύθερου», «αντιδεξιού», «αντικατασταλτικού» µετώπου, εξειδικεύεται µέσα στο κίνηµα για την ενσωµάτωση του όποιου ριζοσπαστισµού αναπτύσσεται.

Δυναµώνει ο ασφυκτικός κρατικός έλεγχος των συνδικάτων

24. Βαθαίνει το πλαίσιο κρατικού ελέγχου των συνδικάτων µε σειρά νόµων, όπως επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την προκήρυξη απεργίας και στη συνέχεια µε νόµους της ΝΔ για το πλαίσιο λειτουργίας των συνδικάτων και τον έλεγχο της νοµιµότητάς τους. Το νοµοθετικό πλαίσιο ενισχύει συνεχώς την παρέµβαση του αστικού κράτους. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι de facto οργανώσεις µε όρους οργάνωσης και λειτουργίας (καταστατικό) που καθορίζονται ελεύθερα από τα µέλη τους. Διέπονται από τις νοµικές διατάξεις περί σωµατείων που συνεχώς αυστηροποιούνται. Η αστική Δικαιοσύνη παρεµβαίνει για να λύσει την έλλειψη διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης, ορίζοντας προσωρινή διοίκηση, πρακτική που εφαρµόστηκε κατά κόρον στην πρόσφατη ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος και στο τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ, µέχρις ότου παρενέβη η κυβέρνηση µε τις δυνάµεις καταστολής για να επιβάλει ποιοι θα ψηφίσουν και πώς.

Οι ασφυκτικές νοµοθετικές διατάξεις περιορίζουν τη δράση σωµατείων και την εκπροσώπηση εργαζοµένων. Π.χ. οι σωµατειακές επιτροπές ενός κλαδικού σωµατείου δεν προβλέπονται, άρα δεν είναι και νοµικά κατοχυρωµένες µε βάση τον Ν. 1264/82, αντίστοιχα και η εκλογή εκπροσώπου του κλαδικού σωµατείου από χώρους δουλειάς. Λαµβάνοντας υπόψη ότι προϋπόθεση για τη σύσταση σωµατείου είναι τα 21 µέλη και η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων απασχολεί έως 50 εργαζόµενους, η µεγάλη πλειοψηφία των εργαζοµένων στους χώρους δουλειάς απαγορεύεται να έχει νόµιµους εκπροσώπους. Μέχρι και η επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας (Ν.1588/85) έχει κατώτατο όριο για τη συγκρότησή της τους 50 εργαζόµενους. Αυτό το όριο βολεύει την αστική εξουσία, µε βάση την πραγµατικότητα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονοµίας, προκειµένου να αποκλείσει και µε αυτόν τον τρόπο την τυπική εκπροσώπηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των µισθωτών.

Σε συνθήκες ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονοµίας θα νιώθουν πιο έτοιµοι να ενσωµατώσουν βαθύτερα τα συνδικάτα όχι µόνο σε γραµµή συναίνεσης και ταξικής συνεργασίας, αλλά και ως µέρος του κρατικού µηχανισµού. Να τα µετατρέψουν σε µηχανισµό «δίκαιης - δηµοκρατικής» συνδιοίκησης των επιχειρηµατικών αξιώσεων, γραφειοκρατικούς µηχανισµούς, χωρίς ζωντανή, ενεργή συµµετοχή των εργαζοµένων και χωρίς αποφασιστικό ρόλο στην κινητοποίησή τους. Υπάρχει η εξέλιξη στις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Μεγάλοι κλάδοι και βιοµηχανικές περιοχές αποτελούν Ειδικές Οικονοµικές Ζώνες µε απουσία συνδικαλιστικής παρουσίας.

Αυτός ο σχεδιασµός έχει πλέον αλλάξει επίπεδο, καθώς αποτυπώνεται σε σειρά από νόµους. Μετατρέπει το συνδικάτο σε µηχανισµό του υπουργείου και της εργοδοσίας. Ο νόµος αναφέρει πως το συνδικάτο, ακόµα και αν φτάσει στο επίπεδο να υπογράψει κλαδική συλλογική σύµβαση, θα πρέπει να καταθέτει παράλληλα οικονοµικοτεχνική - αναλογιστική µελέτη και θα δεσµεύεται ότι µε βάση τις προτάσεις του δεν χτυπάει τη βιώσιµη ανάπτυξη των επιχειρήσεων του κλάδου. Έτσι, µε νόµο το σωµατείο θα γίνει χειροκροτητής της ανταγωνιστικότητας. Η επίθεση στο απεργιακό δικαίωµα και οι νέοι κατασταλτικοί νόµοι έρχονται να συµπληρώσουν αυτήν την επίθεση.

Η γραµµή αυτή συνοπτικά αποτυπώνεται στην κατεύθυνση µετατροπής των σωµατείων σε «εργασιακά συµβούλια» χωρίς µαζικές διαδικασίες, δυνατότητα κήρυξης απεργίας, µε περιορισµό στη διατύπωση στόχων πάλης στα όρια των οικονοµικών διεκδικήσεων από την επιχείρηση. Ο «εξευρωπαϊσµός», δηλαδή, που παλεύουν από τη δεκαετία του ’90. Η παρουσία της εργοδοσίας µε άµεση διείσδυση στο συνδικαλιστικό κίνηµα βαδίζει πάνω στον παραπάνω σχεδιασµό. Η πολύ πιο έντονη άµεση µε φυσική παρουσία συµµετοχή της εργοδοσίας στα συνδικάτα µεγάλων κλάδων, όπως του εµπορίου ή ναυτιλιακών εταιρειών, είναι στοιχείο που ξεχωρίζει τα προηγούµενα χρόνια.

Ταυτόχρονα, µε τη θέσπιση κανόνων και µέσω του ΟΑΕΔ το κράτος ελέγχει την οικονοµική κατάσταση των συνδικάτων, τα οποία βρίσκονται σε οικονοµική εξάρτηση από αυτό. Η έλλειψη οικονοµικής αυτοδυναµίας και η µη στήριξη των συνδικάτων στην απευθείας οικονοµική συνδροµή των µελών τους επηρεάζουν καθοριστικά την ύπαρξη της αναγκαίας εκείνης υλικής υποδοµής που θα στηρίζει και θα ενισχύει την παρέµβασή τους.

Βέβαια, εφόσον η αγανάκτηση των εργαζοµένων διογκώνεται, δεν αποκλείεται συνδικάτα µε σοσιαλδηµοκρατικές οπορτουνιστικές πλειοψηφίες να ξεκινήσουν κάποιον περιορισµένο αγώνα στα «όρια των αντοχών» της οικονοµίας. Η πεπειραµένη αστική τάξη δεν θέλει να ξεκοπούν τελείως οι εκπρόσωποί της στα συνδικάτα από τους εργάτες. Το θέµα είναι ο προσανατολισµός τους, συνεπώς οι δυνάµεις µας να είναι προετοιµασµένες και για τέτοιο ενδεχόµενο.

Ο ρόλος του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ

25. Διαβρωτική είναι η παρέµβαση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Πρόκειται για Ινστιτούτο διασυνδεδεµένο µε τα αντίστοιχα ερευνητικά µελετητικά ιδρύµατα των ενώσεων εργοδοτών (ΣΕΒ), των Επιµελητηρίων, και των κρατικών υπηρεσιών του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Διαθέτει προϋπολογισµό εκατοµµυρίων ευρώ, διαχειρίζεται µεγάλο όγκο ευρωπαϊκών προγραµµάτων, ιδιαίτερα τα προγράµµατα επιµόρφωσης, κατάρτισης, µελετών, ακόµα και προγράµµατα από το ΕΣΠΑ. Επίσης, συνεργάζεται µε τα αντίστοιχα ινστιτούτα συνδικάτων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε τα ιδρύµατα της ευρωπαϊκής και διεθνούς σοσιαλδηµοκρατίας. Διακηρυγµένος στόχος του είναι η εµπέδωση του «κοινωνικού εταιρισµού», δηλαδή της «συνεργασίας των τάξεων», για αυτόν το λόγο λειτουργεί και Ακαδηµία Στελεχών (ΙΕΚ εργατοπατέρων). Παρουσιάζει ως «επιστηµονικά» τεκµηριωµένες τις επιλογές της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, προβάλλοντας σχετικές µελέτες και έρευνες. Συµµετέχει και σχεδιάζει από κοινού µε τις εργοδοτικές οργανώσεις και τις κυβερνήσεις την αντεργατική πολιτική και την προώθηση των αναδιαρθρώσεων, καθιστώντας την Συνοµοσπονδία συνδιαµορφωτή της.

Στην προηγούµενη φάση της κρίσης και πριν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, το Ινστιτούτο Οικονοµικών Levy σε συνεργασία µε το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ συνέβαλε –όπως διαφήµιζε– «θεµελιωδώς στον σχεδιασµό και την εφαρµογή ενός κοινωνικού προγράµµατος άµεσης δηµιουργίας θέσεων εργασίας σε όλη την Ελλάδα». Στην ουσία «έτρεξαν» τα γνωστά προγράµµατα απασχόλησης ορισµένου χρόνου, χρηµατοδοτούµενα από τα διαρθρωτικά ταµεία της ΕΕ. Παράλληλα, το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ έγινε προπαγανδιστής της αλλαγής µείγµατος πολιτικής, προβάλλοντας νεοκεϊνσιανές συνταγές. Το 2015 στήριξε ανοιχτά την αποδοχή του πακέτου της ΕΕ και το «ΝΑΙ» στο δηµοψήφισµα από κοινού µε τις εργοδοτικές ενώσεις. Το 2019 προχώρησε σε κοινή πρόταση µε τον ΣΕΒ για την «παραγωγική ανασυγκρότηση», τον «υγιή ανταγωνισµό» και την «κοινωνική συµµαχία» ΣΕΒ - ΓΣΕΕ - Επιµελητηρίων.

Με τα προγράµµατα –υποτίθεται– αντιµετώπισης της ανεργίας κατάρτισε µια πολύ µεγάλη λίστα ανέργων. Μία µόνο πλευρά της αξιοποίησης αυτής της µεθόδου ήταν η διαµόρφωση συσχετισµών στα σωµατεία. Στην εξέλιξη κάθε προγράµµατος έφτιαχνε ένα σωµατείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων που το έγραφαν µόνο στο Εργατικό Κέντρο και όχι στην Οµοσπονδία και υποχρέωναν όλους τους εργαζόµενους να ψηφίσουν. Έτσι υπάρχουν σωµατεία - σφραγίδες Ιδιωτικών Υπαλλήλων µε χιλιάδες ψηφίσαντες, π.χ. το σωµατείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων Φαρσάλων που στο προηγούµενο συνέδριο παρουσίασε 488 ψηφίσαντες.

Τα προγράµµατα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ χρηµατοδοτούνται από το ΕΣΠΑ. Έχουν ως περιεχόµενο την κατάρτιση - επανακατάρτιση εργαζοµένων και την επιµόρφωση συνδικαλιστικών στελεχών ικανών να διαχειρίζονται ζητήµατα των εργαζοµένων σε όφελος των επιχειρηµατικών οµίλων, π.χ. προγράµµατα επιµόρφωσης µε θέµα τη «διαχείριση συγκρούσεων στις επιχειρήσεις» από συνδικαλιστικά στελέχη. Στόχος τους είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να µετατρέπονται σε ικανούς µηχανισµούς διαχείρισης προβληµάτων των εργαζοµένων προς όφελος της εργοδοσίας και του κράτους, βάζοντας φραγµό ακόµα και στην πιο απλή διεκδικητική πάλη.

 

Οργανωτικός κατακερµατισµός

26. Με ευθύνη των δυνάµεων που κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ συνεχίστηκε ο οργανωτικός κατακερµατισµός του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος και η πολυδιάσπασή του σε δευτεροβάθµιες και πρωτοβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ιδιαίτερα στις συνθήκες της προηγούµενης δεκαετίας, αποκαλύφθηκε το σοβαρό πρόβληµα να υπάρχουν πολλές Οµοσπονδίες στον ίδιο κλάδο (Μεταφορές, Ενέργεια), ακόµα και πολλά Εργατικά Κέντρα στον ίδιο νοµό.

Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των αστικών κοµµάτων επικαλούνται την οργανωτική ενότητα µόνο όταν αυτή εξασφαλίζει την ενσωµάτωση των εργαζοµένων και του ταξικού κινήµατος, κατοχυρώνει και προωθεί την αποδοχή της θεωρίας των κοινών συµφερόντων εκµεταλλευτών καπιταλιστών κι εργατών που υφίστανται την εκµετάλλευση. Όταν διαµορφώνονται συνθήκες για να επιτευχθούν στοιχεία ενότητας των εργαζοµένων στη βάση των ταξικών τους συµφερόντων, επιδιώκουν και οργανωτικά µέτρα, στήνοντας νέες οργανώσεις σε πρωτοβάθµιο και δευτεροβάθµιο επίπεδο. Το φαινόµενο του πολυκερµατισµού αποτελεί συνέχεια του παλιού συντεχνιακού κατακερµατισµού κι επιλογή, ώστε να δηµιουργούνται οργανώσεις για τη διαµόρφωση ευνοϊκών συσχετισµών για τις εργοδοτικές δυνάµεις, τη διάσπαση της ενότητας των εργαζοµένων, να βάζουν επιπρόσθετα εµπόδια για την ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής γραµµής πάλης µέσα στα συνδικάτα.

Η ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

27. Το ΚΚΕ συνέβαλε καθοριστικά, ώστε ένα σηµαντικό τµήµα της εργατικής τάξης να αντιστέκεται και να δείχνει εξαιρετικά στοιχεία αντοχής, κράτησε ζωντανή την αξία της αγωνιστικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, συγκρότησε δυνάµεις, ανασύνταξε συνδικάτα, διαπαιδαγώγησε µια νέα γενιά αγωνιστών µε γραµµή ενάντια στους καπιταλιστές, το κράτος και τους µηχανισµούς του, τις ιµπεριαλιστικές συµµαχίες τους.

Η δράση αυτή του ΚΚΕ συντέλεσε, ειδικότερα τα χρόνια της προηγούµενης καπιταλιστικής κρίσης, ώστε η κατάσταση υποχώρησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος να µην είναι καθολική. Η ακόµα πιο άσχηµη κατάσταση του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος στην Ευρώπη και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες θα είχε γενικευτεί και στην Ελλάδα, εάν η δράση του ΚΚΕ, των µελών του µαζί µε άλλους αγωνιστές στα συνδικάτα, µε το ΠΑΜΕ, δεν αντιπάλευαν, δεν έβαζαν εµπόδια, δεν διαµόρφωναν ένα ισχυρό ανάχωµα στην ολοµέτωπη επίθεση του κεφαλαίου και στην αποδιοργάνωση του κινήµατος.

Το ποσοστό του ψηφοδελτίου που συγκροτούµε στη ΓΣΕΕ παραµένει περίπου 20% (19,5% και 9 έδρες στο τελευταίο συνέδριο µε τους αποκλεισµούς). Στο Δηµόσιο καταγράφει διακριτή άνοδο για 4ο συνεχόµενο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ και βρίσκεται στο 19%.

Οι δυνάµεις που στηρίζει το Κόµµα έχουν την πλειοψηφία σε 14 Οµοσπονδίες, 20 Εργατικά Κέντρα κι έχουµε εκλεγµένους σε 46 Οµοσπονδίες και 69 Εργατικά Κέντρα. Παρεµβαίνουµε σε εκατοντάδες σωµατεία και µπορούµε να θέσουµε νέους στόχους και σχέδιο σε κάθε κλάδο για τη διεύρυνση του ΠΑΜΕ µε νέες δυνάµεις.

Έχουµε συγκεντρώσει σηµαντική θετική και αρνητική πείρα στην επεξεργασία της τακτικής µας, έχουµε διαµορφώσει µια κρίσιµη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική υποδοµή ως Κόµµα και δύναµη µέσα στο κίνηµα για να δώσουµε τη µάχη να αλλάζουµε τη σηµερινή κατάσταση στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ενότητας της εργατικής τάξης, του ταξικού προσανατολισµού της για την εργατική - λαϊκή αντεπίθεση, για να ηγηθεί στην κοινωνική συµµαχία σε αντικαπιταλιστική - αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση.

Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιµάµε τους αντικειµενικούς παράγοντες που έχουν συµβάλει στην αποµάκρυνση τµηµάτων της εργατικής τάξης από τη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση µε ταξικό προσανατολισµό, σε συνδυασµό µε τις επιδιώξεις του κεφαλαίου για το παραπέρα χτύπηµα ιδιαίτερα του ρόλου του σωµατείου ως κατώτερης µορφής οργάνωσης της εργατικής τάξης. Είναι στοιχείο ισχυροποίησης του ΚΚΕ να ανεβάζουµε τις απαιτήσεις για την ικανότητα δράσης µας, αντιµετωπίζοντας συνεχώς την πίεση που ασκεί ο αρνητικός συσχετισµός προς την ενσωµάτωση, αλλά και τον υποκειµενισµό ότι η παρέµβαση του Κόµµατος είναι ο µοναδικός παράγοντας για την ανατροπή αυτού του αρνητικού συσχετισµού. Μπροστά στις νέες πιο δύσκολες συνθήκες της ταξικής πάλης που έχουµε να αντιµετωπίσουµε, εξετάζουµε τους αντικειµενικούς παράγοντες αλλά και τις υποκειµενικές αδυναµίες, εάν και πώς εξαντλούµε τα περιθώρια στην ίδια τη δράση του Κόµµατος.

Έχουµε προσδιορίσει το βασικό περιεχόµενο της ανασύνταξης του εργατικού κινήµατος ως την προετοιµασία και ανάπτυξη της ικανότητας δράσης του να αντιπαρατεθεί µε αποφασιστικότητα και αποτελεσµατικότητα, σε συµµαχία µε τα λαϊκά τµήµατα των αυτοαπασχολουµένων της πόλης και της υπαίθρου, ενάντια στην ενιαία επεξεργασµένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας. Στο 21ο Συνέδριο πρέπει να µας απασχολήσει ότι παραµένει ζητούµενο η αντιστοίχιση της δράσης µας µε το στρατηγικής σηµασίας καθήκον της ανασύνταξης.

Παρά τα βήµατα που έχουν γίνει στην κατανόηση της αναγκαιότητας να δουλεύουµε µέσα στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό της κίνηµα, δεν υπάρχει ή δεν παλεύεται µε σταθερότητα σε όλους τους κλάδους και σε τοπικό επίπεδο συνοικίας, δήµου, πόλης, χωριού, ολοκληρωµένο σχέδιο οργάνωσης και κινητοποίησης εργατικών - λαϊκών µαζών, λειτουργίας και δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ίδρυσης νέων, αλλαγής συσχετισµού σε συνδικάτα, ώστε να µετράµε βήµατα, αποτελέσµατα, στην πορεία να κάνουµε διορθώσεις, όπου χρειάζεται.

Ταυτόχρονα, ακόµα δεν έχει εξασφαλιστεί ενιαία αντίληψη στο εξής ζήτηµα: «Το Κοµµουνιστικό Κόµµα δρα και αυτοτελώς, και στο κίνηµα». Αυτό το στοιχείο της δράσης µας, που πηγάζει από το γεγονός ότι το ίδιο το Κοµµουνιστικό Κόµµα είναι η ανώτερη, συνειδητή µορφή έκφρασης του εργατικού κινήµατος, εµφανίζεται αρκετές φορές ως δύο καθήκοντα που δεν µπορούν να συνδυαστούν στην πράξη ή διαχωρίζεται απόλυτα η συνδικαλιστική από την κοµµατική - πολιτική δουλειά ή ταυτίζεται. Παραµένουν προβλήµατα στο πώς κατανοείται στην πράξη η σχέση του Κόµµατος µε τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αυτά γίνονται πιο σύνθετα σε συνθήκες υποχώρησης του κινήµατος, µας στερούν µεγαλύτερη δυναµική στη δράση µας και, παράλληλα, δεν διαµορφώνουν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την κοµµατική οικοδόµηση, βασικό παράγοντα για την άνοδο του εργατικού κινήµατος.

 

Συµπεράσµατα από τους αγώνες και τις προσπάθειες να δηµιουργηθούν πρωτοπόρες εστίες αντίστασης και διεκδίκησης στους χώρους δουλειάς

28. Την περίοδο από το 20ό Συνέδριο δώσαµε σηµαντικές µάχες µέσα σε συνθήκες όπου υπήρχαν ραγδαίες εξελίξεις στην καπιταλιστική οικονοµία και όχι µόνο. Την καπιταλιστική κρίση διαδέχτηκε η αναιµική ανάκαµψη, ενώ ακολούθησε η νέα καπιταλιστική κρίση σε συνθήκες πανδηµίας, που αντικειµενικά γέννησε νέες απαιτήσεις στη διαπάλη και στην παρέµβασή µας στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα. Το διάστηµα που µεσολάβησε επιδιώκαµε έγκαιρα κι εύστοχα να αποσαφηνίσουµε τον χαρακτήρα των εξελίξεων, να δυναµώσουµε τα στοιχεία της διαπάλης σε κάθε φάση, να επεξεργαστούµε τακτική, συνθήµατα, πλαίσια πάλης. Αυτό µας έδωσε τη δυνατότητα της πρωτοβουλίας και πρωτοπόρας δράσης. Όµως, έχουµε εκτιµήσει ότι το περιεχόµενο της αντιπαράθεσης και αυτός ο προσανατολισµός δεν γίνονταν έγκαιρα κτήµα όλων των κοµµατικών δυνάµεων. Παρ’ όλα αυτά διαµορφώθηκε µια πλούσια πείρα για το πώς δυνάµωσε η διαπάλη µε τη στρατηγική του κεφαλαίου και πώς ανταποκρίθηκαν καθοδηγητικά Όργανα και Κοµµατικές Οµάδες.

Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες επιχειρηµατικοί όµιλοι ενθάρρυναν ή ακόµα και απροσχηµάτιστα δηµιουργούσαν «εργατικές κινητοποιήσεις», έβαλαν ως ασπίδα τους εργαζόµενους που απασχολούν, µε στόχο να διεκδικήσουν από την κυβέρνηση µεγαλύτερη στήριξη έναντι των ανταγωνιστών τους, εκµεταλλευόµενοι τον υπαρκτό φόβο των εργατών ότι αν η επιχείρηση δεν στηριχτεί θα απολυθούν. Σε τέτοιες συνθήκες, η χειραγώγηση και η πίεση στους εργάτες είναι πολύ µεγάλες. Το «άµεσο» ζήτηµα, τι θα γίνει µε τις δουλειές, τα δεδουλευµένα τους, το αβέβαιο µέλλον σε συνθήκες µεγάλης ανεργίας, πιέζουν αφόρητα. Χρειάζεται να έχει προηγηθεί έντονη ιδεολογική και πολιτική παρέµβαση και πείρα αγώνων, ώστε οι εργάτες να αντέξουν, να προβάλουν τις δικές τους διεκδικήσεις και όχι να υποκύψουν στις επιθυµίες των εργοδοτών.

Μεγάλα επενδυτικά σχέδια, στα οποία συγκρούονται µονοπώλια, αξιοποιούν µεθοδικά λαϊκές κινητοποιήσεις για υπαρκτά προβλήµατα, επιδιώκοντας να προωθήσουν τα δικά τους συµφέροντα, να µπλοκάρουν τον σχεδιασµό των ανταγωνιστών τους, στο λιµάνι του Πειραιά και στα άλλα λιµάνια. Οι συγκρούσεις των µονοπωλίων συχνά καταλήγουν σε επικερδείς συµβιβασµούς, επώδυνους όµως για τα δικαιώµατα των εργαζοµένων και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Οι δυνάµεις του ρεφορµισµού - οπορτουνισµού συνεχώς υπηρετούν τέτοιου είδους επιδιώξεις, αποπροσανατολίζοντας την ταξική πάλη, ενσωµατώνοντας στους αστικούς σχεδιασµούς και µε το πλαίσιο πάλης που είχαν στο συνδικαλιστικό κίνηµα, για να το σύρουν κάτω από τη σηµαία επιχειρηµατικών συµφερόντων. Η διαπάλη για να µην εγκλωβιστούν οι εργάτες στη µια ή την άλλη εκδοχή του κεφαλαίου απαίτησε και την κατάλληλη επεξεργασία πιο προωθηµένου πλαισίου πάλης, όπως µε τον συνδυασµό διεκδικήσεων για όλα τα τµήµατα εργαζοµένων στο λιµάνι του Πειραιά ενάντια στην κλιµακούµενη επίθεση, µε αιτήµατα που στήριζαν το σύνθηµα λιµάνι - λαϊκή περιουσία και την κατεύθυνση της πάλης που απαιτείται για να γίνει πραγµατικότητα.

Αστικά και οπορτουνιστικά κόµµατα και οι δυνάµεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισµού προβάλλουν το σύνθηµα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», στο πλαίσιο πολυποίκιλων προγραµµάτων. Η «παραγωγική ανασυγκρότηση» ταυτίζεται στην πραγµατικότητα µε τον στόχο της καπιταλιστικής ανάκαµψης και της αλλαγής του «παραγωγικού µοντέλου», παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς καµουφλάρεται µε φαινοµενικά ριζοσπαστικά συνθήµατα. Σήµερα, π.χ., προωθούν την «πράσινη ανάπτυξη», προβάλλοντας στόχους όπως η «απολιγνιτοποίηση» στο όνοµα της «κλιµατικής αλλαγής». Πρόκειται για στόχους πάλης στο κίνηµα, οι οποίοι αξιοποιούνται για τον εγκλωβισµό σε διάφορες εκδοχές της αστικής πολιτικής.

Η ΓΣΕΕ και µεγάλες Οµοσπονδίες του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισµού προβάλλουν ένα ολοκληρωµένο πλαίσιο εξειδίκευσης των στρατηγικών κατευθύνσεων του κεφαλαίου, συµπληρωµατικό και σε ορισµένες περιπτώσεις πιο εξειδικευµένο από το «Σχέδιο Πισσαρίδη», αναπαράγοντας αυταπάτες ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη µπορεί να είναι επωφελής και για τους εργοδότες, και για τους εργαζόµενους.

Οι δύο δρόµοι ανάπτυξης, ή για το κεφάλαιο ή για τον λαό, θα είναι η βασική γραµµή αντιπαράθεσης και το επόµενο διάστηµα στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα, βρίσκοντας την έκφρασή της σε κάθε κλάδο. Με επίκεντρο τους κλάδους στρατηγικής σηµασίας θα απαιτηθεί µια πιο σταθερή, επίµονη, σχεδιασµένη δράση κατά κλάδο, µε εξειδικευµένη γραµµή κατά χώρο και σωµατείο, µε στόχο τη συσπείρωση δυνάµεων, την αλλαγή του συσχετισµού και την οικοδόµηση γερών Κοµµατικών Οργανώσεων.

Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται ότι απαιτείται ανώτερη ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική δουλειά στο Κόµµα και συνεχής επεξεργασία της ιδεολογικής - πολιτικής πάλης µέσα στις γραµµές του κινήµατος, ενάντια στις αστικές πολιτικές δυνάµεις, στην εργοδοσία, στο κράτος, συνολικά στη στρατηγική του κεφαλαίου, αλλά και στον οπορτουνισµό. Με την ένταση της ιδεολογικής - πολιτικής δουλειάς και την ανάπτυξη της ικανότητας των κοµµουνιστών να εξειδικεύουν στο κάθε κίνηµα ανά χώρο, κλάδο κ.λπ., µπορεί να προωθούνται η οργάνωση, η συσπείρωση και η διαφώτιση των εργαζοµένων, η άνοδος της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ µέσα στην εργατική τάξη, καθοριστικός παράγοντας για τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης, την άνοδο της ταξικής πολιτικής δράσης των εργαζοµένων, που θα θέσει το θέµα ριζικών ανατροπών στο επίπεδο της εξουσίας.

29. Με το κίνηµα σε υποχώρηση και την επίθεση της αστικής τάξης να δυναµώνει, η προσπάθεια για την οργάνωση της πάλης, τη διαµόρφωση αιτηµάτων και διεκδικήσεων απαιτεί συνεχή µελέτη, ζωντανή επαφή µε τους χώρους δουλειάς και αναγκαίες προσαρµογές, τέτοιες που να αποκαλύπτουν τους σχεδιασµούς του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του, τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήµατος και να αξιοποιούν την παραµικρή δυνατότητα που εµφανίζεται, για να συσπειρώνονται εργαζόµενοι, να ενώνονται και να βγαίνουν στον συλλογικό αγώνα. Θέτουµε στο επίκεντρο τον στόχο η πρωτοβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση να γίνει αξιόµαχο όργανο πάλης των εργαζοµένων, όπλο για να δυναµώσουν η οργάνωση της εργατικής τάξης, η αγωνιστική της στάση για τη διεκδίκηση των δικαιωµάτων της ως µια από τις προϋποθέσεις για να στραφεί ο αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία του, σε συνδυασµό µε την επίδραση των κοµµουνιστικών ιδεών, αλλά και τις γενικότερες εξελίξεις που θα καθορίσουν την έκβαση της ταξικής πάλης.

Στη φάση που βρισκόµαστε είναι ανάγκη να περάσει ως καθοδηγητικός προσανατολισµός ότι για τη διαµόρφωση των διεκδικητικών πλαισίων απαιτείται να γειωθούµε βαθιά µέσα στην εργατική τάξη, στη σηµερινή κατάστασή της, στις ανάγκες της, στα προβλήµατά της, χωρίς να ενσωµατωθούµε ούτε να αφοµοιωθούµε, υπολογίζοντας παντού το επίπεδο, την πείρα στον κλάδο και τον χώρο δουλειάς. Πρωτοστατούµε στην οργάνωση του αγώνα της εργατικής τάξης, ως προϋπόθεση για να επικοινωνούµε, για να διαµορφώνουµε τις διεκδικήσεις µαζί µε τους ίδιους τους εργαζόµενους, που αποτελεί στοιχείο αγωνιστικής διαπαιδαγώγησης και για να την µπολιάσουµε µε την ανάγκη της διεκδίκησης όλων των αναγκών και δικαιωµάτων της. Ειδικά στη σηµερινή κατάσταση υπάρχουν µεγάλα και οξυµένα προβλήµατα των εργαζοµένων σε κάθε χώρο δουλειάς και κλάδο. Υπάρχουν χώροι δουλειάς και κλάδοι µε πολύ χαµηλούς µισθούς, απληρωσιά, ελαστικά ωράρια κ.λπ., αλλά και άλλοι χώροι και κλάδοι που τα προβλήµατα εµφανίζονται µε άλλη µορφή, όχι τόσο ακραία. Ταυτόχρονα, τα προβλήµατα των εργαζοµένων δεν καθορίζονται αποκλειστικά και µόνο από το επίπεδο του µισθού, αλλά και από τη γενικότερη πολιτική, για την Κοινωνική Ασφάλιση, την Υγεία, την Παιδεία κ.ο.κ. Έχουµε επίγνωση ότι το πλαίσιο πάλης για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών δεν υιοθετείται µια κι έξω από την αρχή απ’ όλα τα σωµατεία, από τους εργαζόµενους, µιας και κάθε τµήµα της εργατικής τάξης, αντικειµενικά επηρεάζεται πρώτα απ’ όλα από την κατάσταση που ζει στο χώρο δουλειάς του, στον κλάδο του. Με αποφασιστικότητα να ξεπεράσουµε το να απευθυνόµαστε µε γενικόλογα συνθήµατα ή να περιορίζουµε τη δική µας παρέµβαση στα όρια που θέτει ο αρνητικός συσχετισµός µέσα στο κίνηµα ή σε µια κινητοποίηση.

Η άνοδος του βαθµού οργάνωσης της εργατικής τάξης είναι αποτέλεσµα συνδυασµού πολλών παραγόντων, µε αποφασιστικής σηµασίας την παρέµβαση του Κόµµατος. Η απουσία από την πάλη είναι πρόσφορο έδαφος για ηττοπάθεια, ενώ η συµµετοχή διαµορφώνει προϋποθέσεις αγωνιστικής πείρας, αυτοπεποίθηση.

Ιδιαίτερα ο αγώνας ενάντια στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, µε όλη την αντιδραστική ποικιλία τους, αντικειµενικά εξελίσσεται σε αντιπαράθεση µε µια στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου, η οποία προωθείται µε διαβαθµίσεις σε όλους τους κλάδους ως γενική τάση, που θα επικρατήσει µέχρι και τις επαναστατικές ανατροπές. Αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης που µε την παρέµβαση των κοµµουνιστών µπορεί να στερεώνει γενικότερα συµπεράσµατα για το σύστηµα της εκµετάλλευσης, για το πού πρέπει να στρέψει τα βέλη του το κίνηµα.

Η διεκδίκηση της αύξησης του µεροκάµατου, του µισθού, η υπογραφή ΣΣΕ, η διεκδίκηση σταθερού ωραρίου, η κατάργηση υπερωριών, η µείωση του εργάσιµου χρόνου είναι ζωτικά αιτήµατα που συγκρούονται µε την καρδιά των αστικών µεταρρυθµίσεων, ενώ, ταυτόχρονα, οι συνολικές ανάγκες της εργατικής - λαϊκής οικογένειας είναι η γραµµή συσπείρωσης, ενδυνάµωσης της πάλης, αντιπαράθεσης µε τη στρατηγική του κεφαλαίου. Είναι ταξικές διεκδικήσεις που µπορεί να οδηγούν σε άνοδο της πάλης, στη βελτίωση της οργάνωσης, µε την προϋπόθεση να τις επεξεργαζόµαστε σωστά, όχι µηχανιστικά, αλλά παίρνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες, στα πλαίσια πάλης µέσα στο συνδικαλιστικό κίνηµα. Δουλεύουµε µε την πεποίθηση ότι η άνοδος της ταξικής πάλης και της ανασύνταξης µπορεί και να δώσει κάποιες άµεσες κατακτήσεις στον έναν ή τον άλλο βαθµό. Αξιοποιούµε την πάλη και τις όποιες κατακτήσεις, για να συνειδητοποιεί η εργατική τάξη την ανάγκη ριζικών ανατροπών.


30. Σωστά επεξεργαστήκαµε ως Κόµµα και συµβάλαµε να µπολιάζεται το κίνηµα µε το πλαίσιο για τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής λαϊκής οικογένειας, ζήτηµα που µε έµφαση τέθηκε στο 20ό Συνέδριο του Κόµµατος. Οι σύγχρονες ανάγκες αφορούν όλες τις πτυχές της ζωής (µισθούς, συνθήκες δουλειάς, υγεία, παιδεία, κατοικία, ελεύθερο χρόνο, ψυχαγωγία, διακοπές, αξιοποίηση νέων τεχνολογιών για τον άνθρωπο κ.ά.). Παίρνουµε υπόψη ότι η κοινωνική συνείδηση διαµορφώνεται και από ζητήµατα που θέτει το αστικό πολιτικό σύστηµα, όπως ο ατοµικός δικαιωµατισµός, οι ανορθολογικές θεωρίες περί «κοινωνικού φύλου» κ.λπ. Όλα αυτά είναι ζητήµατα που αφορούν και το εργατικό - λαϊκό κίνηµα, µε απήχηση σε νεότερες ηλικίες. Η προβολή όλων των σύγχρονων αναγκών δίνει τη δυνατότητα να δυναµώνει η απαιτητικότητα, να προσανατολίζεται η πάλη ενάντια στις πραγµατικές αιτίες, δείχνοντας τα όρια του καπιταλιστικού συστήµατος, φωτίζοντας τις δυνατότητες και τους όρους για να ικανοποιηθούν. Επιδιώκουµε αυτό να γίνει υπόθεση της εργατικής τάξης και των άλλων σύµµαχων κοινωνικών δυνάµεων. Οπωσδήποτε, η υιοθέτησή του δεν θα γίνεται µια κι έξω. Θα υιοθετούνται αιχµές, θα κλιµακώνεται, θα υπάρχουν και πισωγυρίσµατα ανάλογα µε την πορεία της ταξικής πάλης. Η συνολική διεκδίκησή του θα γίνεται στην πορεία της ταξικής πάλης, πιο εµφανούς βελτίωσης του συσχετισµού της πολιτικής πάλης, κλονισµού της αστικής εξουσίας και, οπωσδήποτε, σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου. Η τελική ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόµενων σύγχρονων κοινωνικών αναγκών είναι ζήτηµα της επαναστατικής εξουσίας και της σοσιαλιστικής - κοµµουνιστικής οικοδόµησης.

31. Επεξεργαστήκαµε κι επικαιροποιήσαµε στόχους για σηµαντικά µέτωπα πάλης, στο ζήτηµα του µισθού και των ΣΣΕ, στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστηµα, στα ζητήµατα υγείας και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς, στις ελαστικές σχέσεις, στις συµβάσεις ορισµένου χρόνου και τα προγράµµατα ανακύκλωσης της ανεργίας στο δηµόσιο, στον κατώτερο µισθό, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση µεγάλων παραγωγικών µονάδων, ΔΕΗ, ΛΑΡΚΟ κ.ά. Προσπαθήσαµε να εντάξουµε την πάλη για να αντιµετωπιστούν προβλήµατα που οξύνονταν σε επιχειρήσεις και κλάδους (ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, απληρωσιά κ.λπ.), στον γενικότερο αγώνα για τα δικαιώµατα των εργαζοµένων και των λαϊκών µεσαίων στρωµάτων.

Σε µια σειρά από κλάδους, όπου υπήρχαν καλύτερες δυνατότητες από άποψη δικών µας δυνάµεων, οργάνωσης, πείρας, πιο σταθερής παρέµβασης, είχαµε και ορισµένα αποτελέσµατα (Ναυπηγοεπισκευαστική, Οικοδόµοι, επιχειρήσεις στον κλάδο του Χρηµατοπιστωτικού, όπως «Mellon», «First Data» κ.ά.). Τα αποτελέσµατα αφορούν και το σπάσιµο της συνεχούς υποχώρησης των απαιτήσεων, το ανέβασµα του διεκδικητικού αγώνα, την αναζωογόνηση και ανασύνταξη, την κατοχύρωση πρωτοβάθµιων σωµατείων. Η επεξεργασία κλαδικών ΣΣΕ σε ορισµένους κλάδους, όπου υπάρχουν κοµµατικές δυνάµεις και σωµατεία, όπως στις Τηλεπικοινωνίες και το Χρηµατοπιστωτικό, επέδρασε ως ένα βαθµό στη βελτίωση της συµµετοχής και νέων σε ηλικία εργαζοµένων και ιδιαίτερα γυναικών, επιβεβαιώνοντας ότι µπορούµε να τραβάµε στην πάλη νέες ηλικιακά γενιές εργαζοµένων χωρίς πείρα κοινωνικών αγώνων.

Η παρέµβασή µας και η πρωτοβουλία µας στην κατεύθυνση να αναπτύξουν τα συνδικάτα τέτοιους αγώνες δεν γενικεύτηκαν πέρα από µεγάλα συνδικάτα που δρουν κυρίως στην Αττική. Μια τέτοια παρέµβαση κι εξέλιξη δεν είναι εύκολο µέτωπο πάλης, δεν εξασφαλίζει οπωσδήποτε κλιµάκωση. Έχει διαµορφωθεί µια νέα κατάσταση. Μεγαλώνει η µάζα νέων ανθρώπων, οι οποίοι εργάζονται χωρίς να έχουν γνωρίσει ΣΣΕ και άλλα δικαιώµατα προηγούµενων γενιών και αποτελούν τη µεγάλη πλειοψηφία. Κατά κανόνα, το ύψος και οι τρόποι αµοιβής εδράζονται σε µια πανσπερµία ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, οι ατοµικές συµβάσεις κυριαρχούν.

Μέσα σε αυτήν την αντικειµενική κατάσταση, ήρθαµε αντιµέτωποι µε τη σχηµατοποίηση και τον προσωρινό εγκλωβισµό σε παλαιότερα αιτήµατα. Η αναγκαία προσαρµογή συνάντησε δυσκολίες κατανόησης, η γενική αρνητική κατάσταση και οι δικές µας αδυναµίες δεν µας επέτρεψαν να οργανώσουµε σε κλαδικό επίπεδο την πάλη µε σταθερότητα και αξιοποιώντας την πρωτοβουλία της συσπείρωσης 530 συνδικάτων µε αίτηµα την υπογραφή ΕΓΣΣΕ και την αύξηση στους µισθούς.

Στα ζητήµατα προσανατολισµού κι εξειδίκευσης του πλαισίου πάλης χρειάζεται να επιµείνουν τα καθοδηγητικά όργανα και οι κοµµατικές οµάδες και για συγκεκριµένα τµήµατα της εργατικής τάξης, όπως οι γυναίκες, οι µετανάστες, η νέα βάρδια των εργαζοµένων και της µαθητείας - κατάρτισης ώστε να ανέβουν πιο αποφασιστικά η οργάνωση και η συµµετοχή αυτών των τµηµάτων στα συνδικάτα, αλλά και η ανάδειξη συνδικαλιστικών στελεχών, ειδικά γυναικών και µεταναστών, δηλαδή σε κρίσιµους τοµείς όπου υστερούµε.

Αντίστοιχα, καθοδηγητικά ζητήµατα µας απασχόλησαν στην παρέµβασή µας και σε άλλα προβλήµατα που αφορούν το σύνολο των εργατικών και λαϊκών δυνάµεων, όπως είναι η Κοινωνική Ασφάλιση, το µέτωπο της Υγείας. Πριν από την πανδηµία, αλλά και κατά την εκδήλωσή της, ανοίξαµε το θέµα για την κατάσταση του δηµόσιου συστήµατος Υγείας, των διεκδικήσεων για τα Νοσοκοµεία και την Πρωτοβάθµια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ). Έγινε προσπάθεια να αναπτυχθούν κινητοποιήσεις που συνέβαλαν στην αλλαγή συσχετισµού σε σωµατεία µεγάλων δηµόσιων µονάδων Υγείας, στην Οµοσπονδία Νοσοκοµειακών Γιατρών, αλλά και να συντονιστούν εργατικά σωµατεία, φορείς των ΕΒΕ, σύλλογοι της ΟΓΕ, αγροτικοί σύλλογοι. Ωστόσο, σε ορισµένες περιπτώσεις κινητοποιήσεων, κυρίως σε γειτονιές µε Κέντρα Υγείας ή άλλες δοµές της Πρωτοβάθµιας Φροντίδας Υγείας, που δεν είχαν γιατρούς, νοσηλευτές, υποδοµές κ.ά., δεν αποφύγαµε το λάθος της µηχανιστικής µεταφοράς της θέσης του Κόµµατος για την Πρωτοβάθµια Φροντίδα Υγείας, θέτοντας ως προϋπόθεση υιοθέτησης από ΔΣ Σωµατείων την αναγκαιότητα για ριζικές κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας, που κατοχυρώνουν το δικαίωµα στην υγεία του λαού. Έτσι, ακυρώθηκε στην πράξη η προσπάθεια για τη µέγιστη συσπείρωση των φορέων του µαζικού κινήµατος της περιοχής.

32. Σε ορισµένες περιπτώσεις εµφανίζεται η αντίληψη που ταυτίζει την προβολή των θέσεων του Κόµµατος από τους κοµµουνιστές µε τη διαµόρφωση των πλαισίων πάλης, χωρίς καµία επεξεργασία και κλιµάκωση, γιατί θεωρείται ότι κάτι τέτοιο µας προφυλάσσει κατά την παρέµβαση σε µια κινητοποίηση για οξυµένα προβλήµατα που την πρωτοβουλία τους έχουν άλλες πολιτικές δυνάµεις, κυρίως σοσιαλδηµοκρατικές και οπορτουνιστικές. Σίγουρα, ο συνδυασµός διαµόρφωσης πλαισίων πάλης και η διαπάλη στο κίνηµα έχει µεγάλες απαιτήσεις. Απαιτεί καλή παρακολούθηση των εξελίξεων, γνώση των προβληµάτων κι επεξεργασία των επιχειρηµάτων που αναδεικνύουν τις αιτίες τους και συµβάλλουν στη συσπείρωση εργατικών - λαϊκών δυνάµεων στον αγώνα σύγκρουσης µε τη στρατηγική του κεφαλαίου και τις πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων.

Είναι κρίσιµο ζήτηµα για την παρέµβασή µας να αφοµοιωθεί και να εκφραστεί στην πράξη ότι η δράση των κοµµουνιστών και η διαπάλη µε την επίδραση των αστικών δυνάµεων στο κίνηµα, η πάλη µε την ίδια την εργοδοσία, τους διάφορους κρατικούς µηχανισµούς που παρεµβαίνουν οργανωµένα, µε σχέδιο κι επεξεργασία µέσα στο κίνηµα, δεν είναι λιγότερο απαιτητική από την αυτοτελή ιδεολογική - πολιτική δράση του Κόµµατος. Αντίθετα, είναι πιο σύνθετη, ιδιαίτερα σε συνθήκες ενός εξαιρετικά αρνητικού συσχετισµού δυνάµεων, αποµαζικοποίησης των σωµατείων, αποστράτευσης και συντηρητικοποίησης. Να κατανοηθεί σε βάθος ότι η διαπάλη µέσα στις γραµµές του κινήµατος δεν µπορεί να γίνεται µε τη µηχανιστική µεταφορά ή την απλή αντιγραφή της κεντρικής κοµµατικής προπαγάνδας, τις κεντρικές ή τοπικές πολιτικές πρωτοβουλίες του Κόµµατος. Τα συνδικάτα αποτελούνται από εργάτες κι εργάτριες µε διαφορετικό βαθµό ταξικής συνειδητοποίησης, που εκφράζεται µε τις διαφορετικές ιδεολογικές - πολιτικές αντιλήψεις κι επιρροές, µε διαφορετική συνδικαλιστική πείρα και δράση, ενώ η συνδικαλιστική πάλη από τη φύση της περιστρέφεται γύρω από τους όρους πώλησης της εργατικής δύναµης και µόνο µε την παρέµβαση των κοµµουνιστών είναι δυνατό συνδικάτα να βαδίσουν στον δρόµο της αντιµονοπωλιακής - αντικαπιταλιστικής πάλης.

Τα στελέχη και µέλη του Κόµµατος, που δρουν µέσα στις γραµµές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος, µε την πρωτοπόρα δράση τους οφείλουν να κατακτούν την ικανότητα να διεξάγουν την ιδεολογική διαπάλη ζωντανά µε όρους µαζικού κινήµατος, απευθυνόµενοι σε εργατικές δυνάµεις που δύσκολα αποβάλλουν τις εµπεδωµένες φιλελεύθερες αστικές, σοσιαλδηµοκρατικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις. Πρέπει να αναπτύσσουν την ικανότητά τους να υπολογίζουν τις εργατικές - λαϊκές µάζες που δεν συµµετέχουν, είναι απογοητευµένες, απαθείς, κλεισµένες στην ατοµική λύση, αντιπαλεύοντας τους παράγοντες που τις αδρανοποιούν. Η διαπάλη µέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις επιδιώκουµε να στηρίζει τα κριτήρια επιλογής των αιτηµάτων, να αποκαλύπτει τον µηχανισµό της εκµετάλλευσης, να εµπλουτίζει και να βαθαίνει τον αντικαπιταλιστικό - αντιµονοπωλιακό χαρακτήρα της πάλης, να συµβάλλει στην οργάνωση και ενεργή συµµετοχή των εργαζοµένων, να αντιµετωπίζει, όσο εξαρτάται από τα µέλη και τα στελέχη του Κόµµατος, τη ρεφορµιστική - κυβερνητική ή συνδικαλιστική - οπορτουνιστική επίδραση. Η παρέµβασή µας να σηµαδεύει τον ταξικό αντίπαλο και όχι µόνο την εκάστοτε αστική κυβέρνηση, να καλλιεργεί την ανάγκη διεύρυνσης του αγώνα για ευρύτερα δικαιώµατα και ανάγκες, για σύνθεση διαφορετικών µετώπων πάλης (Υγεία, Παιδεία κ.λπ.). Να αναδεικνύει τους όρους και τις προϋποθέσεις αντίστασης και αντεπίθεσης στην επεξεργασµένη στρατηγική του κεφαλαίου, να φωτίζει τις δυνατότητες να ικανοποιηθούν οι αυξανόµενες λαϊκές ανάγκες.

Αποτελεί κεντρικό πρόβληµα της καθοδηγητικής δουλειάς των οργάνων το πώς αξιοποιούνται τα ιδεολογικά όπλα κι εφόδια που έχει δηµιουργήσει το Κόµµα, γιατί τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουµε σχετίζονται µε κενά, ελλείψεις αφοµοίωσης σοβαρών ιδεολογικών θέσεων κι επεξεργασιών του Κόµµατος, δυσκολίες εξειδίκευσης της πολιτικής του Κόµµατος κατά κλάδο και χώρο δουλειάς. Σε αυτήν την κατεύθυνση, θα συµβάλει αποφασιστικά η συνεχής µελέτη και γενίκευση της πείρας στο πώς δουλεύουµε στην πράξη µε τη γραµµή και τις θέσεις του Κόµµατος.

33. Την περίοδο της πανδηµίας βρεθήκαµε σε µια πρωτόγνωρη κατάσταση, όπου έπρεπε να συνεχιστεί η δράση του Κόµµατος µέσα στην εργατική τάξη και να σχεδιαστεί η απάντηση του εργατικού κινήµατος στην αστική πολιτική, που θυσιάζει τις κοινωνικές ανάγκες για να διασφαλιστούν η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήµατος, η κερδοφορία των επιχειρηµατικών οµίλων. Η πείρα που αποκτήθηκε από την κλιµάκωση στο περιεχόµενο και τις µορφές πάλης σε συνθήκες περιορισµών στην κυκλοφορία, φόβου κι εµποδίων στη µαζική πολιτική πάλη, είναι κρίσιµη για τη συνέχεια. Από την πρώτη συγκέντρωση γιατρών µέχρι τη συγκέντρωση της Πρωτοµαγιάς και στη συνέχεια την πρώτη πανεργατική απεργία τον Νοέµβρη σε συνθήκες πανδηµίας, υπήρχε µεγάλος όγκος δουλειάς, διαµόρφωσης στόχων, αιτηµάτων, διαρκής εµπλουτισµός και κλιµάκωση των µορφών πάλης, των µορφών προπαγάνδας.

Η συγκεντρωµένη πείρα που έχουµε από κινητοποιήσεις δείχνει ότι είναι πολύ σηµαντικό το Κόµµα, µε τη δράση των στελεχών και µελών του, να έχει την πρωτοβουλία όχι µόνο στην ανάδειξη ζητηµάτων, αλλά και στη µαζική παρέµβαση µέσα στους εργαζόµενους, για να βάζει από την αρχή σε σωστή βάση τα αιτήµατα, σχέδιο και προσανατολισµό, ανεξάρτητα από τη διάσταση που θα πάρουν. Η καθοδηγητική βοήθεια να ενθαρρύνει την πρωτοβουλία από τα κάτω, το στοιχείο της καλής γνώσης της κατάστασης σε κάθε χώρο, χωρίς να υποτιµούµε κανένα πρόβληµα, το οποίο µπορεί να γίνει η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι κάθε φορά, ώστε µε αµεσότητα να αναπτύσσεται δράση εκεί όπου οξύνεται η κατάσταση. Ιδιαίτερα απαιτείται διαρκής ετοιµότητα για παρεµβάσεις πάνω σε προβλήµατα που δηµιουργούνται από τη γενικότερη πολιτική κατάσταση, όπως πρόσφατα µε την πανδηµία. Σε τέτοιες περιπτώσεις µπορούν να υπάρχουν και κάποια άµεσα αποτελέσµατα σε αγώνες, κυρίως στην άνοδο της ταξικής πολιτικής συνειδητοποίησης.

Όταν διαµορφώνονται όροι µικρότερης ή µεγαλύτερης κινητοποίησης γύρω από οξυµένα προβλήµατα, τα µέλη του Κόµµατος πρωτοστατούν και παρεµβαίνουν, ακόµα και όταν αναπτύσσονται από φορείς και συσπειρώσεις όπου εµείς δεν έχουµε πλειοψηφία ή δεν έχουµε εκπροσώπους. Με συλλογικό τρόπο και συγκεκριµένα εξετάζουµε κάθε φορά τη µορφή και την κλιµάκωση της παρέµβασής µας. Αυτό αφορά και τη στάση µας σε κινητοποιήσεις που κρίνουµε απαραίτητες, σε απεργιακές συγκεντρώσεις κλάδων που οργανώνονται από Οµοσπονδίες και πολύ περισσότερο από πρωτοβάθµια σωµατεία, ώστε οι κοµµουνιστές µε τους οπαδούς και τους συνδικαλιστές που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ να παρεµβαίνουν, συµµετέχοντας στο µπλοκ των σωµατείων τους. Σε τέτοια ζητήµατα τακτικής είναι λάθος η οποιαδήποτε σχηµατοποίηση ή η αντιγραφή περιπτώσεων, όπου ο διαχωρισµός κρίνεται και στον τόπο και τον χρόνο µιας συγκέντρωσης.

Έχουµε τη δυνατότητα και είναι απαραίτητο να εκτιµάµε έγκαιρα και αντικειµενικά τις διαθέσεις των µαζών, οι κοµµουνιστές να παρεµβαίνουν σχεδιασµένα και οργανωµένα ως πρωτοπορία στο περιεχόµενο, στην κατεύθυνση, στις µορφές οργάνωσης και πάλης, πρωτοστατώντας σε µαζικές συλλογικές διαδικασίες του κινήµατος, µε προσοχή κι ευελιξία στη διεύρυνση, χωρίς να ατονεί το στοιχείο της επαγρύπνησης, της διαπάλης, ιδεολογικής και πολιτικής.

 

ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΜΕ ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΣΠΕΙΡΩΝΕΙ

34. Η δηµιουργία και η δράση του ΠΑΜΕ όλα αυτά τα χρόνια αποδείχτηκε απόφαση µεγάλης σηµασίας. Ιδρύθηκε µε πρωτοβουλία των κοµµουνιστών που αναπτύσσουν πρωτοπόρα δράση στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα και αποτελεί ταξική συσπείρωση Οµοσπονδιών, Εργατικών Κέντρων, σωµατείων και συνδικαλιστών µε γραµµή πάλης σε αντικαπιταλιστική - αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση, µια µεγάλη κατάκτηση του κινήµατος, όπως εκτιµήσαµε και στο 20ό Συνέδριο.

Η εξέλιξη της πορείας και της εµβέλειάς του είναι σηµαντική. Έχει γίνει σηµείο αναφοράς, εκφράζει την αναγκαιότητα της ανασύνταξης και αντεπίθεσης του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος, της ύπαρξης διακριτού ταξικού πόλου σε διαπάλη µε τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισµό και τη γραµµή του οπορτουνιστικού ρεύµατος.

Στην ίδρυσή του, το 1999, που πραγµατοποιήθηκε µε σύσκεψη συνδικαλιστών στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, εκπροσωπούνταν 230 πρωτοβάθµια σωµατεία και 18 δευτεροβάθµιες οργανώσεις, Οµοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα.

Σήµερα, µετά την 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του το 2016, στο ΠΑΜΕ συσπειρώνονται 335 πρωτοβάθµια σωµατεία, 25 δευτεροβάθµιες οργανώσεις (9 Οµοσπονδίες και 16 Εργατικά Κέντρα). Αυτή, όµως, η θετική πορεία δεν πρέπει να δηµιουργεί κανέναν εφησυχασµό, γιατί δεν αναιρεί την αποµαζικοποίηση συνδικάτων και προβλήµατα στη λειτουργία και τη δράση τους.

Τα χρόνια που µεσολάβησαν έγιναν σοβαρά βήµατα για να αντιµετωπιστούν ξεπερασµένες αντιλήψεις και συνήθειες, φαινόµενα παραταξιοποίησης του ΠΑΜΕ, να ξεκαθαριστεί πρώτα απ’ όλα σε κοµµατικές δυνάµεις ο χαρακτήρας του ως µετώπου συσπείρωσης συνδικαλιστικών οργανώσεων και συνδικαλιστών, που συσπειρώνονται σε πανελλαδικό επίπεδο µε βάση το πλαίσιο πάλης που έχει διαµορφωθεί κι εµπλουτίζεται, παίρνοντας υπόψη τις εξελίξεις. Υπάρχει πλούσια πείρα, αλλά απαιτείται σταθερός προσανατολισµός σε όλα τα καθοδηγητικά Όργανα, τις ΚΟΒ και τις Κοµµατικές Οµάδες, ώστε, λόγω και της ίδιας της κατάστασης του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος, να αντιµετωπίζονται λάθη, δισταγµοί και καθυστερήσεις που παγιδεύουν την υπαρκτή δυναµική.

Αν και οργανωτικά λύθηκαν µπερδέµατα, όπως για το πού και αν συγκροτούνται τοπικές Γραµµατείες, ότι αυτές δεν υποκαθιστούν σωµατεία, συνεχίζουν να υπάρχουν προβλήµατα µε την ύπαρξη και τη λειτουργία κλαδικών Γραµµατειών που είχαν συγκροτηθεί τα προηγούµενα χρόνια. Σήµερα, µπορούµε από καλύτερες θέσεις πλέον να αντιµετωπίσουµε τέτοια προβλήµατα.

Είναι ευθύνη των στελεχών και των µελών του ΚΚΕ που εκλέγονται στα όργανα και δρουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης να ενισχύεται ο ρόλος των ίδιων των σωµατείων που συµµετέχουν στο ΠΑΜΕ, για να κατοχυρώνεται και να διευρύνεται ως ταξική συσπείρωση στο συνδικαλιστικό κίνηµα που δρα µε όρους συλλογικών µαζικών διαδικασιών, µε την ενεργή συµµετοχή των εργαζοµένων και δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά πλαίσια που επιβάλλει ο κρατικός έλεγχος της µαζικής δράσης. Να εξασφαλίζεται η λειτουργία και η δράση των σωµατείων και µέσα από τη δική µας δράση να ωριµάζει στις γραµµές τους και να επιβεβαιώνεται η συσπείρωσή τους στο ΠΑΜΕ, να βαθαίνει η συµφωνία µε τη γραµµή πάλης σε αντικαπιταλιστικό προσανατολισµό.

Πρέπει να παίρνουµε υπόψη, να µην υποτιµούµε το γεγονός, ότι στο σύνολο των µελών ενός σωµατείου, που έχει πάρει συλλογική απόφαση συµµετοχής στο ΠΑΜΕ, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και φυσικά διαφωνίες, προκαταλήψεις, συγχύσεις. Ακόµα κι εκεί που πλειοψηφική ή πρώτη δύναµη αποτελούν οι κοµµουνιστές, δεν είναι σωστό να ερµηνεύεται ως συνολική συµφωνία µε το πλαίσιο και τη γραµµή του ΠΑΜΕ, ακόµα και αν στο καταστατικό του σωµατείου αναγνωρίζεται η αρχή της ταξικής πάλης και γίνεται αποδεκτός ως διακηρυκτικός στόχος η κατάργηση της εκµετάλλευσης.

Η δουλειά των κοµµουνιστών για την επεξεργασία των θέσεων και των συνθηµάτων σε κάθε κλάδο, σε κάθε σωµατείο, για τη διαµόρφωση των κατάλληλων αιτηµάτων κι επιχειρηµάτων, του πλαισίου πάλης, ο σχεδιασµός δράσης, η επιλογή των κατάλληλων µορφών πάλης είναι αναγκαία και µέσα στα σωµατεία που συµµετέχουν στο ΠΑΜΕ. Έχει ακόµα µεγαλύτερες απαιτήσεις σε σωµατεία που δεν ανήκουν στο ΠΑΜΕ, σε συνδικαλιστικές οργανώσεις που οι κοµµουνιστές είναι µειοψηφία ή δεν έχουν εκπροσώπους, πολύ περισσότερο σε εργασιακούς χώρους χωρίς συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Να συνειδητοποιούµε και να διαχωρίζουµε την κριτική σε απόψεις των εργαζοµένων από την κριτική στις ηγεσίες του κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισµού ή και στη γραµµή οπορτουνιστικών δυνάµεων, γιατί στην πρώτη περίπτωση δεν απευθύνεσαι στον ταξικό αντίπαλο, αλλά σε εργάτες και εργάτριες που αντικειµενικά έχουν συµφέρον να συγκρουστούν µε τους καπιταλιστές και το κράτος τους, να παλέψουν µαζί µας για την ανατροπή του καπιταλισµού.

Είκοσι ένα χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΜΕ, είναι ανάγκη να δώσουµε συνέχεια µε νέες πρωτοβουλίες, µε στόχους και σχέδιο, κεντρικά και κατά κλάδο, να γινόµαστε ολοένα και πιο ικανοί µέσα από τη δράση στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνηµα, να συµβάλλουµε ώστε το ΠΑΜΕ να γίνει ο κύριος φορέας του, εκφράζοντας ευρύτερα τµήµατα της εργατικής τάξης. Άρα να διευρυνθεί µε µάχες για την κατάκτηση πλειοψηφιών σε νέα σωµατεία, Οµοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα, µε σχέδιο µαζικοποίησης σωµατείων και ίδρυσης νέων, οργάνωσης νέων εργατικών µαζών, ενισχύοντας παραπέρα την επιρροή του, τραβώντας στην κοινή πάλη και σωµατεία όπου δεν πλειοψηφούν οι κοµµουνιστές. Όλα αυτά σε συνδυασµό µε την ιδεολογική - πολιτική παρέµβαση των κοµµουνιστών στον χώρο δουλειάς, άνθρωπο τον άνθρωπο, ώστε σταθερά να κερδίζουµε τµήµατα της εργατικής τάξης µε την πολιτική του ΚΚΕ, απεγκλωβίζοντάς τα από την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική.

Η κατανόηση αυτού του ζητήµατος είναι όρος για να αντιµετωπιστεί ένας υπαρκτός κίνδυνος, να υπάρξει εφησυχασµός και συµβιβασµός σε καθοδηγητικά Όργανα και Κοµµατικές Οµάδες, κάτω από το βάρος της υποχώρησης του κινήµατος, για τα πολύ µικρά βήµατα που γίνονται στη µαζικοποίηση των συνδικάτων και στη διεύρυνση του ΠΑΜΕ µε νέα.

 


35. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που συµµετέχουν στο ΠΑΜΕ ανέλαβαν πρωτοβουλίες που οδήγησαν σε κοινή δράση µε άλλα σωµατεία που δεν συµµετείχαν στο ΠΑΜΕ γύρω από µεγάλα µέτωπα πάλης, γεγονός που έδειξε νέες δυνατότητες. Συνολικά, σε όλες τις πρωτοβουλίες, περίπου 165 συνδικάτα που δεν συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ αποφάσισαν τη συµµετοχή τους σε κοινή δράση. Ο αγωνιστικός συντονισµός έφτασε στο σηµείο να πραγµατοποιηθούν γενικές απεργίες τέσσερεις φορές τα τελευταία χρόνια, µε αποφάσεις σωµατείων και δευτεροβάθµιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ξεπερνώντας την υπονοµευτική και ανοιχτά απεργοσπαστική στάση της πλειοψηφίας στη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Αυτή η προσπάθεια και η κοινή δράση µε τις ριζοσπαστικές συσπειρώσεις στα κινήµατα των αγροτών, ΕΒΕ, γυναικών, νεολαίας αποτελούν παράγοντα αφύπνισης, πίεσης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις στις οποίες πλειοψηφούν δυνάµεις που αντιστρατεύονται ή δεν κατανοούν την ανάγκη του ταξικού προσανατολισµού του κινήµατος.

Είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η διατήρηση και διεύρυνση µιας στεφάνης σωµατείων και άλλων συλλογικών φορέων γύρω από το ΠΑΜΕ (που δεν ανήκουν στο ΠΑΜΕ), µέσα από µαζικές διαδικασίες, µε διαπάλη, µε διαρκή προσπάθεια, µε σχεδιασµό κατά κλάδο και περιοχή. Άλλοτε θα είναι περισσότερα, άλλοτε λιγότερα, επιδιώκοντας η κάθε πρωτοβουλία του ταξικού κινήµατος να γίνεται αντικείµενο διαπάλης µε τις άλλες δυνάµεις, να δηµιουργεί ρήγµατα.

Υπάρχουν, όµως, περιπτώσεις σωµατείων όπου οι ταξικά προσανατολισµένες δυνάµεις µειοψηφούν, στα οποία δεν γίνεται δουλειά µε αυτό τον προσανατολισµό, γιατί θεωρείται ότι µια πρόταση συνάντησης ενός σωµατείου µε το ΠΑΜΕ θα καταψηφιστεί ή αν παρθεί θετική απόφαση, αυτή θα ξεπλύνει τον εργοδοτικό συνδικαλισµό και θα βρουν ευκαιρία δυνάµεις που ευθύνονται για την κατάσταση του κινήµατος να αναβαθµιστούν. Τελικά, αυτή η στάση στην πράξη στερεί και αποδυναµώνει τη διαπάλη, βάζει εµπόδια στην ενιαία υλοποίηση της κατεύθυνσης να δώσουµε χτύπηµα στον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισµό.

Επιδιώκουµε µε σχεδιασµένη δράση να συσπειρώσουµε συνδικαλιστές και σωµατεία, όπου είναι δυνατό, µέσα από συλλογικές αποφάσεις, αλλά και να αποκαλύπτουµε στους εργαζόµενους τις δυνάµεις που µπαίνουν εµπόδιο στην οργάνωση της πάλης τους ή που προσπαθούν να υποτάξουν το περιεχόµενο και τη διεξαγωγή της στα καπιταλιστικά συµφέροντα. Αυτός είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος για να βγάζουν οι εργαζόµενοι συµπεράσµατα µέσα από την ίδια τους την πείρα, διαδικασία που βέβαια από µόνη της δεν αρκεί για την ωρίµανση επαναστατικής εργατικής συνείδησης, αλλά είναι µια σηµαντική προϋπόθεση.

Η διαπάλη µε την εργοδοτική, κυβερνητική γραµµή, αλλά και µε την οπορτουνιστική στάση, να διεξάγεται µε µαζικές διαδικασίες στο πρωτοβάθµιο σωµατείο, κλαδικό κι επιχειρησιακό. Να µην υποχωρούµε µπροστά στις µεγάλες απαιτήσεις που έχουν οι µαζικές διαδικασίες των σωµατείων (γενικές συνελεύσεις, συγκεντρώσεις, συσκέψεις), µε τις οποίες και δικές µας δυνάµεις γίνονται πιο έµπειρες, πιο ικανές. Εδώ βρίσκεται το έδαφος αλλαγής της κατάστασης σε συνδικάτα και της εκπαίδευσης νέων δυνάµεων για το κίνηµα.

Αυτός ο προσανατολισµός δεν είναι κατακτηµένος σε βάθος κι ενιαία από το σύνολο των καθοδηγητικών Οργάνων και των κεντρικών Κοµµατικών Οµάδων. Έχουµε διαµορφώσει µια θετική πείρα γύρω από ορισµένες κλαδικές παρεµβάσεις, όπως στον Τουρισµό και στα Νοσοκοµεία, όπου τα ταξικά προσανατολισµένα συνδικάτα έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο στη συµπόρευση και στη δράση πολλών συνδικάτων του κλάδου τους. Όµως, δεν υπάρχει αντίστοιχο σχέδιο και προσανατολισµός σε όλες τις Οµοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα όπου πλειοψηφούν οι δυνάµεις µας και οι πρωτοβουλίες που παίρνουν απευθύνονται και συσπειρώνουν ελάχιστα σωµατεία σε σχέση µε αυτά που είναι µέλη τους.

Ο κυβερνητικός κι εργοδοτικός συνδικαλισµός, ο «κοινωνικός εταιρισµός», παρά την ανυποληψία της ΓΣΕΕ, κυριαρχεί στις βασικές Οµοσπονδίες και στα σωµατεία στρατηγικών κλάδων (Ενέργεια, Τράπεζες, Μεταφορές, Τηλεπικοινωνίες), από τα οποία αντλεί και τη δύναµή του στη ΓΣΕΕ. Είναι στοιχείο που θα βαραίνει και θα εµποδίζει την ανασύνταξη και τα επόµενα χρόνια. Σε αυτούς τους χώρους εκφράζεται σχεδόν το σύνολο των προβληµάτων για το πώς δουλεύουµε σε σωµατεία από θέση µειοψηφίας. Βέβαια, βαραίνουν και οι αντικειµενικές δυσκολίες, γιατί παρά την αλλαγή στη σύνθεση των χώρων και τις εργασιακές σχέσεις, τη µείωση των µόνιµων εργαζοµένων που προσλαµβάνονταν από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις των κυβερνητικών κοµµάτων, συνεχίζουν να είναι χώροι µε το πιο σκληρό τµήµα της εργατικής αριστοκρατίας, που διατήρησε επίπεδο παροχών και εισοδήµατος ακόµα και µέσα στη δεκαετία της κρίσης.

 


36. Τα χρόνια από το 20ό Συνέδριο του Κόµµατος ενισχύθηκε η διαπάλη για τον ρόλο των συνδικάτων, τον προσανατολισµό της πάλης, την άνοδο του βαθµού οργάνωσης. Εκφράστηκε µε µάχες στις οποίες πρωτοστάτησαν οι κοµµουνιστές σε συνέδρια Εργατικών Κέντρων, Οµοσπονδιών, στο ίδιο το Συνέδριο της ΓΣΕΕ σε Καλαµάτα, Ρόδο, Καβούρι, όπου συνέβαλαν να αποκαλυφθούν οι µηχανισµοί και οι µέθοδοι της εργοδοσίας και του αστικού κράτους για τη χειραγώγηση του συνδικαλιστικού - εργατικού κινήµατος, για την ανοιχτή και καλυµµένη εξαγορά συνειδήσεων, την απροσχηµάτιστη παρέµβαση της εργοδοσίας. Δυνάµωσε η αντιπαράθεση µε τις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάµεις που συνασπίζονται ενάντια στο Κόµµα, αλλά και στο ΠΑΜΕ, αξιοποιώντας µορφές και µέσα του κινήµατος (διαµαρτυρίες, ψηφίσµατα, διαδηλώσεις, καταλήψεις, εξώδικα και αγωγές, συνεντεύξεις, άρθρα, κοινοβουλευτικές ερωτήσεις).

Μέσα και από αυτές τις αναµετρήσεις αναδείχτηκε η δυνατότητα να συµπορευτούν µε τους κοµµουνιστές και συνδικαλιστές που δεν συµφωνούν µε το σύνολο της πολιτικής µας. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο άντεξαν και σε µεγάλες πιέσεις, συµπορεύτηκαν µε τιµιότητα, αναγνωρίζοντας στους πρωτοπόρους κοµµουνιστές ότι µπορούν να οργανώσουν µε συνέπεια τον αγώνα και να υπερασπιστούν τα συµφέροντα των εργαζοµένων, αναγνώρισαν κι εµπιστεύτηκαν την παρέµβαση για να αλλάξει η άσχηµη κατάσταση του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος, την πάλη κόντρα στον εργοδοτικό ρόλο όπου είναι βυθισµένες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Σε όλες τις περιπτώσεις, οι δυνάµεις µας βγήκαν πιο ενισχυµένες σε πείρα, αναδείχτηκαν νέα στελέχη, στήριγµα για τα επόµενα χρόνια. Θετικές αλλαγές στις διοικήσεις σε Εργατικά Κέντρα διαµόρφωσαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την κλιµάκωση της πάλης και της διαπάλης, µπορούν να συµβάλουν στην κύρια προσπάθεια ανόδου της οργάνωσης στις πρωτοβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ζήτηµα που βεβαίως δεν λύνεται αυτόµατα, θέλει σταθερό προσανατολισµό και αντίστοιχες πρωτοβουλίες. Παρ’ όλα αυτά, παραµένουν πολλές Οµοσπονδίες κι Εργατικά Κέντρα όπου δεν παρεµβαίνουµε, δεν έχουµε κανέναν εκλεγµένο.

Η κατάσταση δεν είναι ίδια από πόλη σε πόλη και από σωµατείο σε σωµατείο, όσον αφορά και τα σωµατεία που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, αλλά και αυτά όπου οι κοµµουνιστές είναι µειοψηφία ή δεν υπάρχει εκλεγµένος κοµµουνιστής. Υπάρχουν, δηλαδή, σωµατεία που έχουν προβλήµατα λειτουργίας και ικανότητας κινητοποίησης των εργαζοµένων.

Η οργανωτική δύναµη και επιρροή του ΚΚΕ σε κάθε κλάδο και χώρο δουλειάς είναι καθοριστικό στοιχείο για να αλλάζει η κατάσταση, απαιτεί έγκαιρη πρόβλεψη, σταθερό προσανατολισµό και σχεδιασµό από τα καθοδηγητικά όργανα και τις Κοµµατικές Οµάδες, γερούς δεσµούς µε µάζες, ιδεολογική πολιτική συγκρότηση, ικανότητα ελιγµών, τόλµη και πρωτοβουλία για να τα βγάλουµε πέρα.

 


37. Στην πορεία υποχώρησης του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος στη χώρα µας βαραίνει και η κατάσταση στο διεθνές συνδικαλιστικό κίνηµα, η κυριαρχία των «Ελεύθερων» Συνδικάτων σε παγκόσµιο επίπεδο και στην Ευρώπη η κυριαρχία της ETUC (Συνοµοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων - ΣΕΣ), η οποία αποτελεί οργανικό τµήµα της ΕΕ. Η ΓΣΕΕ συµµετέχει και είναι µέλος της ΣΕΣ.

Το Κόµµα µας στηρίζει τη δράση της Παγκόσµιας Συνδικαλιστικής Οµοσπονδίας (ΠΣΟ). Το ΠΑΜΕ, ως µέτωπο συσπείρωσης συνδικάτων και συνδικαλιστών, συµµετέχει στην ΠΣΟ, όπως επίσης και στις κλαδικές Οµοσπονδίες της ΠΣΟ και στο προεδρείο της.

Όλα τα προηγούµενα χρόνια αναπτύχθηκε πολύ σηµαντική διεθνής δράση µε καµπάνιες ενηµέρωσης, συντονισµό αγωνιστικών κινητοποιήσεων, αλληλεγγύη σε µεγάλους απεργιακούς αγώνες, στους οποίους οι οργανώσεις που συµµετέχουν στην ΠΣΟ πρωτοστάτησαν, π.χ. Ινδία µε εκατοµµύρια απεργούς, Νότια Αφρική, Γαλλία κ.α.

Η ΠΣΟ ενισχύθηκε µε νέες οργανώσεις απ’ όλες τις ηπείρους (π.χ. Νότια Αφρική COSATU, Ινδία και σε επίπεδο Ευρώπης), που ήταν το ζητούµενο τα προηγούµενα χρόνια, µε ανάπτυξη κοινής δράσης µε δευτεροβάθµιες οργανώσεις, όπως είναι το Εργατικό Κέντρο Μασσαλίας, Εργατικά Κέντρα διαµερισµάτων στο Παρίσι, Οµοσπονδία Πετροχηµικών της CGT, συνδικάτα σε Ιταλία και Ισπανία.

Η αναγνώριση του ΠΑΜΕ σε διεθνές επίπεδο είναι µεγάλη. Ενδεικτική είναι η Πρωτοµαγιάτικη συγκέντρωση του 2020 που έκανε τον γύρo του κόσµου.

Η ΠΣΟ συγκροτήθηκε αµέσως µετά το τέλος του ιµπεριαλιστικού Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, µε την Αντιφασιστική Νίκη των λαών, στις 3 Οκτώβρη του 1945 στο Παρίσι. Άντεξε µετά την αντεπανάσταση και µε τη συµβολή των δυνάµεων του ΚΚΕ και άλλων αγωνιστών συνδικαλιστών σε παγκόσµιο επίπεδο ανέπτυξε νέα δράση, φανερώνοντας δυνατότητες συσπείρωσης και κοινού συντονισµού.

Η ιδεολογική - πολιτική διαπάλη αναπτύσσεται και µέσα στους κόλπους της ΠΣΟ, όπου αντανακλάται η κατάσταση του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος. Ακόµα και αστικές δυνάµεις επιδιώκουν να εκµεταλλευτούν την άµβλυνση των αντικαπιταλιστικών αντανακλαστικών, την ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί και σε κοµµουνιστικές δυνάµεις που δρουν στο διεθνές συνδικαλιστικό κίνηµα. Ωστόσο, έχουν διαµορφωθεί καλύτεροι όροι για να αναπτυχθεί συζήτηση για τον συσχετισµό σε κάθε µια από αυτές τις οργανώσεις που συµµετέχουν στην ΠΣΟ, την προοπτική τους, το πλαίσιο πάλης τους, την παρέµβασή µας.

ΒΑΣΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ


38. Σήµερα είναι πιο επιτακτική η ανάγκη να µας απασχολήσει πρώτα απ’ όλα πώς θα δυναµώσει η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζοµένων µέσα στους χώρους δουλειάς. Είναι καθήκον πρωταρχικής σηµασίας και βασικό κριτήριο αποτελεσµατικής δράσης. Η οργάνωση στον τόπο δουλειάς, η αύξηση του βαθµού οργάνωσης της εργατικής τάξης και οι αλλαγές συσχετισµών είναι βασικοί στόχοι και πρέπει να παλεύονται ενιαία, σε κάθε κλάδο, σε κάθε περιοχή.

Δουλεύουµε δραστήρια σε όλα τα συνδικάτα, ανεξάρτητα από τη µορφή οργάνωσής τους (κλαδικά ή επιχειρησιακά ή οµοιοεπαγγελµατικά). Η κατάσταση από τις µεγάλες περιοχές της χώρας, όπου συγκεντρώνεται η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, Αττική και Θεσσαλονίκη, µε βάση τα σωµατεία που βρίσκονται στη δύναµη των Εργατικών Κέντρων αυτών των περιοχών, δείχνει ότι η µεγάλη πλειοψηφία των συνδικαλισµένων εργαζοµένων (µε κριτήριο την οικονοµική τακτοποίηση και τη συµµετοχή τους σε αρχαιρεσίες) βρίσκεται στα επιχειρησιακά σωµατεία. Από τους ψηφίσαντες στα Εργατικά Κέντρα της Αττικής, το 60% βρίσκεται στα επιχειρησιακά σωµατεία, το 23% στα οµοιοεπαγγελµατικά και το 18% στα κλαδικά. Αντίστοιχα, το ποσοστό των ψηφισάντων στις αρχαιρεσίες των σωµατείων είναι 61% στα επιχειρησιακά, 31% στα κλαδικά και 21% στα οµοιοεπαγγελµατικά σωµατεία.

Τα κλαδικά σωµατεία µπορούν να αγκαλιάζουν τη µεγάλη µάζα των νέων κυρίως εργαζοµένων που εργάζονται σε καθεστώς µεγάλης κινητικότητας κι ευελιξίας, µε νέες µορφές απασχόλησης, χωρίς βεβαίως να αφήνουν έξω από τη δράση τους το σύνολο των εργαζοµένων. Επιδιώκουµε τα κλαδικά σωµατεία να συµβάλλουν κυρίως στην οργάνωση µέσα σε µεγάλους χώρους δουλειάς, να συνενώνουν την πάλη µε τα σωµατεία στις µεγάλες επιχειρήσεις σε κάθε κλάδο και να συντονίζουν συνδικάτα ανάµεσα σε διαφορετικούς κλάδους. Παλιότερη και σύγχρονη πείρα έχει αποδείξει ότι είναι δύσκολο να αναπτυχθούν αγώνες µε επιτυχία, αν δεν πατάνε σε γερή οργάνωση µέσα σε κάθε επιχείρηση. Μπορούµε να συγκεκριµενοποιήσουµε κατά κλάδο πιο εύστοχα αυτόν τον προσανατολισµό.

Υπάρχουν χώροι σε όλη τη χώρα, που η ανάγκη να στηθούν νέα σωµατεία είναι καθοριστικής σηµασίας, όπως είναι το συγκεντρωµένο λιανικό εµπόριο (εµπορικά κέντρα παντός τύπου), αλυσίδες τροφίµων (σούπερ µάρκετ), στον Τουρισµό µε εκατοντάδες ξενοδοχεία, στη βιοµηχανία µεταποίησης τροφίµων κ.ά. Όπου υπάρχουν σωµατεία αναπτύσσουµε πρωτοπόρα δράση µέσα σε αυτά, ακόµα και αν οι δυνάµεις µας είναι ελάχιστες. Διαφορετικά, συµβάλλουµε µε σχέδιο στη δηµιουργία κλαδικών αλλά κι επιχειρησιακών σωµατείων σε µεγάλους χώρους δουλειάς, που µπορούν να συνενώνουν όλες τις κατηγορίες των εργαζοµένων µέσα στην κάθε επιχείρηση, σε εµπορικά κέντρα, συστοιχίες επιχειρήσεων.

Απαιτείται να µελετήσουµε πιο ουσιαστικά το περιεχόµενο και την παρέµβασή µας σε κλάδους που έχουν δυναµική εξέλιξη, ιεραρχούνται από το κεφάλαιο και είναι σε φάση συγκέντρωσης νέου εργατικού δυναµικού. Ανάλογα, να µελετήσουµε τις εσωτερικές µεταβολές σε κλάδους που επίσης είναι στρατηγικής σηµασίας. Τέτοιοι κλάδοι και τοµείς είναι η Ενέργεια, οι Μεταφορές, οι επιχειρήσεις διαµεταφοράς και τα Logistics, το Μέταλλο, η σύγχρονη Πολεµική Βιοµηχανία, οι Τηλεπικοινωνίες και η Πληροφορική, η Ανακύκλωση. Να µελετήσουµε τα στοιχεία της εξέλιξης, της αντιπροσώπευσής τους στην κοµµατική και συνδικαλιστική υποδοµή, τις απαιτήσεις, εντοπίζοντας τα αντικειµενικά στοιχεία που επιδρούν και δυσκολεύουν, π.χ., τη διάταξη του συνδικαλιστικού κινήµατος σε επίπεδο Οµοσπονδιών, αλλά και πρωτοβάθµιων σωµατείων που δεν ανταποκρίνεται στις εξελίξεις ενός κλάδου και δεν καλύπτουν το σύνολο των εργαζοµένων σε αυτό, αλλά και αντίστοιχες πρωτοβουλίες για ίδρυση νέων σωµατείων, προσαρµογές, ακόµα και αλλαγές που χρειάζεται να κάνουµε στη διάταξη των δυνάµεών µας ή των σωµατείων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ ενός κλάδου.

Στο επίπεδο των δευτεροβάθµιων Οµοσπονδιών, προκρίνουµε την κλαδική Οµοσπονδία και όχι τις Οµοιοεπαγγελµατικές Οµοσπονδίες που προκαλούν πολυδιάσπαση και κατακερµατισµό.

Να συµβάλουµε και στην ίδρυση σωµατείων σε περιοχές που να συνδυάζουν αρµονικά τη δουλειά στον τόπο εργασίας και στον τόπο κατοικίας µε καλή προετοιµασία και συγκέντρωση δυνάµεων, αλλά προσέχοντας να µη στήνονται πρόχειρα σωµατεία σε κάθε δήµο και περιοχή. Ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα Αθήνας, Θεσσαλονίκης, υπάρχουν δήµοι µε πολύ µεγάλο πληθυσµό και συγκέντρωση χιλιάδων εργαζοµένων σε κλάδους, όπως το Εµπόριο, ο Επισιτισµός - Τουρισµός, που δεν µπορούν να καλυφθούν από τα υπάρχοντα σωµατεία, µε έδρα πολύ µακριά και µε δεδοµένο το σηµερινό επίπεδο πείρας των εργαζοµένων από συµµετοχή σε σωµατεία. Ωστόσο, όπου και όσο δεν θα υπάρχουν σωµατεία, να ενδιαφερθούµε στην κατεύθυνση συγκρότησης Επιτροπών Αγώνα εργαζοµένων, που µπορούν να αποτελούν το πρόπλασµα σωµατείων.

Ταυτόχρονα, στηρίζουµε και προωθούµε νέες µορφές οργάνωσης, δίπλα στα σωµατεία, που θα αγκαλιάσουν το µεγάλο τµήµα των εργαζοµένων, που βρίσκεται στην «επισφάλεια», µε ελαστικές σχέσεις, στη «µαύρη» εργασία, µε διαρκή κινητικότητα, χωρίς κλαδική συνείδηση. Τέτοιες πρωτοβουλίες οργάνωσης και συλλογικής δράσης είναι τα στέκια και οι λέσχες εργαζοµένων και νεολαίας, τα στέκια Ελλήνων και Μεταναστών εργατών που λειτουργούν στο πλαίσιο της αλληλεγγύης, της συλλογικής έκφρασης και δράσης, της εκµάθησης της ελληνικής γλώσσας σε µετανάστες εργάτες και πρόσφυγες, που µπορεί να µην είναι µορφές οργάνωσης µέσα στην επίσηµη διάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήµατος, αλλά µπορούν να ενώσουν τους εργαζόµενους, να τους διαπαιδαγωγήσουν στη συλλογική οργάνωση.

Πρωταρχικό ζήτηµα είναι η δράση των συνδικάτων για την αντιµετώπιση των προβληµάτων των µεταναστών, παίρνοντας υπόψη ότι αντικειµενικά αποτελούν κοµµάτι της εργατικής τάξης της Ελλάδας. Η πείρα µάς έχει δείξει ότι δεν είναι εύκολο ζήτηµα. Όµως η δράση µας σε αυτό το µέτωπο, από την περίοδο της αντεπανάστασης που άρχισαν να καταφθάνουν µαζικά µετανάστες από πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ιδιαίτερα από την Αλβανία, αλλά και από ασιατικές (Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Ινδία), έχει και θετικά αποτελέσµατα, στους κλάδους των Κατασκευών, της Κλωστοϋφαντουργίας, των Τροφίµων και αλλού. Βεβαίως, την περίοδο της καπιταλιστικής οικονοµικής κρίσης εµφανίζεται το φαινόµενο να φεύγουν µετανάστες για τις χώρες τους ή για άλλες χώρες της ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι στη Μέση Ανατολή αυξάνουν τις ροές προσφύγων και µεταναστών από ασιατικές χώρες (Πακιστάν, Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία), αλλά και από χώρες της Βόρειας Αφρικής.

Χρειάζεται να ασχοληθούµε ακόµη πιο συστηµατικά µε τους µετανάστες, ως τµήµα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, ώστε να ενσωµατωθούν και να παλέψουν µαζί µε τους Έλληνες εργαζόµενους, τόσο για τα δικά τους προβλήµατα που γεννά το σύστηµα της εκµετάλλευσης όσο και για τα συνολικά ζητήµατα της εργατικής τάξης.

Επίσης, εκτός από τη δράση που πρέπει να αναπτύσσουν τα συνδικάτα, µε την παρέµβαση των κοµµουνιστών, για την οργάνωση σε αυτά των γυναικών και των νέων εργαζοµένων, πρέπει να αξιοποιούνται περισσότερο και οι δυνατότητες και οι επαφές των Συλλόγων Γυναικών µε εργαζόµενες γυναίκες στο Εµπόριο, στην Υγεία, στην Εκπαίδευση. Αυτό θα δώσει ώθηση και στα σωµατεία και θα επιδράσει θετικά στη µαζικοποίησή τους, στο βαθµό που αυτά συντονίζουν τη δράση τους και ασχολούνται ενεργά µε όλα τα ζητήµατα που αφορούν την εργατική - λαϊκή οικογένεια και τη νεολαία. Υπάρχει πλήθος ζητηµάτων δράσης µε αφετηρία τον χώρο κατοικίας σε συνδυασµό µε τη δράση σε προβλήµατα στη δουλειά. Επίσης, οι δράσεις στον πολιτισµό (µουσική, θέατρο, βιβλία), στον αθλητισµό, δράσεις αλληλεγγύης, µε οργανωµένη παρέµβαση στον ελεύθερο χρόνο, επιδιώκουµε να γίνουν κυψέλες συσπείρωσης.

 


39. Η µάχη για τον ρόλο των συνδικάτων είναι µια σκληρή ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική µάχη, πρώτα απ’ όλα µε τους καπιταλιστές και τις ενώσεις τους, τις αστικές κυβερνήσεις, τα αστικά κόµµατα και κατ’ επέκταση µε τις δυνάµεις τους στο κίνηµα. Σήµερα, τα αστικά κόµµατα και η κυβέρνηση αναφέρονται ξανά στην κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήµατος, θέλοντας να ανανεώσουν τη χειραγώγησή του, να επενδύσουν για δυσκολότερες περιόδους.

Η επίκληση του ακοµµάτιστου, ανεξάρτητου, χωρίς πολιτική κοµµατική ταυτότητα, επανήλθε. Ασφαλώς, το συνδικάτο έχει οργανωτική αυτοτέλεια, την οποία εµείς µαχητικά την υπερασπιζόµαστε απέναντι στην πολύµορφη παρέµβαση της εργοδοσίας και του κράτους. Επίσης, είναι καθαρό ότι το συνδικαλιστικό κίνηµα, τα σωµατεία δεν είναι κόµµα για να έχουν αυτοτελές πρόγραµµα εξουσίας. Απευθύνονται σε όλους τους εργαζόµενους, ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής επιλογής. Όµως, έρχονται συνεχώς αντιµέτωπα µε τις συνέπειες της εκµεταλλευτικής οικονοµίας κι εξουσίας, εποµένως σε αντιπαράθεση και σύγκρουση όχι µόνο µε τον κάθε καπιταλιστή, αλλά και µε την κυβέρνηση, τα αστικά κόµµατα. Δεν υπάρχει ουδετερότητα στα συνδικάτα. Βέβαια, αυτή η αντιπαράθεση δεν γίνεται ενιαία, αφού δεν υπάρχει ενιαία αναπτυγµένη ταξική πολιτική συνείδηση. Η επιδίωξη αυτή να ωριµάζει µέσα από τους αγώνες, να εκφράζεται στον έναν ή στον άλλο βαθµό µέσα από τις παρεµβάσεις των συνδικάτων είναι ένα σύνθετο ζήτηµα στην ευθύνη των κοµµουνιστών.

Ωστόσο, το κράτος επιδιώκει βαρύ χτύπηµα στην καρδιά της λειτουργίας των συνδικάτων, επικαλούµενο ή προφασιζόµενο υπαρκτά προβλήµατα. Η απουσία Γενικών Συνελεύσεων, συγκεντρώσεων και περιοδειών των συνδικαλιστών στους εργασιακούς χώρους, τα απονεκρωµένα συνέδρια µε άδειες αίθουσες µόνο για την εκλογή ΔΣ και αντιπροσώπων, χωρίς συζήτηση και διαπάλη, είναι εκφυλισµός στον οποίο οδήγησε συνειδητή επιλογή. Χρησιµοποιεί µέσα, όπως τις επιστολικές ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, τις οποίες παρουσιάζει ως εκσυγχρονισµό για να καταργήσει τις Γενικές Συνελεύσεις.

Η κατεύθυνση αυτή θα υλοποιείται και θα συνυπάρχει µε την κλιµάκωση της καταστολής και των εµποδίων στη δράση των κοµµουνιστών στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνηµα, για τον περιορισµό της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης, ιδιαίτερα απέναντι στη συσπείρωση των ταξικά προσανατολισµένων σωµατείων, στο ΠΑΜΕ.

Με βάση τη νέα «νοµιµότητα» που διαµορφώνεται, το επόµενο διάστηµα θα πληθύνουν ακόµη περισσότερο φαινόµενα όπου θεσµοί του αστικού κράτους (δικαστήρια κ.ά.) και η εργοδοσία δεν θα αναγνωρίζουν σωµατεία και συλλογικές αποφάσεις, θα απορρίπτουν µε νοµικά προσχήµατα την υπογραφή ΣΣΕ, θα ποινικοποιούν τη δράση, ακόµη και τις µαζικές διαδικασίες συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η αντιπαράθεση του συνδικαλιστικού - εργατικού κινήµατος µε τον πιο ασφυκτικό κρατικό έλεγχο των συνδικάτων είναι σοβαρό µέτωπο ιδεολογικής, πολιτικής, µαζικής παρέµβασης και πάλης.

Την περίοδο της πανδηµίας συγκεντρώθηκε µια πλούσια πείρα από την «οργανωµένη απειθαρχία» και δράση σωµατείων ενάντια στις απαγορεύσεις και τα κατασταλτικά µέτρα που πήρε η κυβέρνηση µε πρόσχηµα την «υγειονοµική κρίση».

Μέσα από την οργάνωση και µαζική συµµετοχή εργαζοµένων στις συλλογικές διαδικασίες και τη δράση των σωµατείων, επιδιώκουµε όχι µόνο να αµφισβητείται το νοµοθετικό αντιδραστικό πλαίσιο, αλλά και σε περιπτώσεις ποικιλόµορφων απαγορεύσεων να κατοχυρώνονται de facto η υπόσταση, η λειτουργία, οι συλλογικές διαδικασίες των συνδικάτων, να ασκείται η µεγαλύτερη δυνατή πίεση στους κρατικούς κι εργοδοτικούς φορείς για να εξαναγκάζονται να ανεχτούν, ακόµη και νοµικά να αναγνωρίσουν, τη δράση σωµατείων, αλλά και να αποκαλύπτονται τα όρια της αστικής νοµιµότητας.

Με πρόφαση την πανδηµία έγινε προσπάθεια να προχωρήσουν µε ηλεκτρονική ψηφοφορία οι διαδικασίες εκλογής αιρετών για τα υπηρεσιακά συµβούλια στην Εκπαίδευση και σε ορισµένους άλλους τοµείς του Δηµοσίου. Η καθολική σχεδόν αποχή, άνω του 90%, των εκπαιδευτικών από τη διαδικασία αυτή δείχνει ότι υπάρχουν αντιστάσεις και αντανακλαστικά στους εργαζόµενους, που αντιλαµβάνονται την αντιδραστικότητα αυτών των ρυθµίσεων.

 


40. Η πείρα από τις µάχες στο συνδικαλιστικό - εργατικό κίνηµα έφερε στην επιφάνεια ως δυσκολία, αδυναµία την καθοδήγηση των κοµµουνιστών για το περιεχόµενο της δράσης στα πρωτοβάθµια σωµατεία, ώστε αυτά να αποτελούν πραγµατικά οργανώσεις συγκέντρωσης της πλειοψηφίας των εργαζοµένων και φορείς ταξικής πάλης. Είναι καθοδηγητικό πρόβληµα τόσο των κοµµατικών Οργάνων, ιδιαίτερα των Τοµεακών Επιτροπών, όσο και των Κοµµατικών Οµάδων των Οµοσπονδιών, στην αντιµετώπιση του οποίου θα πρέπει να συµβάλει και η ίδια η ΚΕ, το Τµήµα για την Εργατική - Συνδικαλιστική Δουλειά. Πρέπει να έχουµε επίγνωση των προβληµάτων στην καθοδήγηση των κοµµατικών µελών, για να αλλάξει η λειτουργία των πρωτοβάθµιων σωµατείων, η οποία δεν είναι καλή, µε κίνδυνο σε συνθήκες µεγαλύτερης οπισθοχώρησης του κινήµατος να γίνει ακόµα χειρότερη.

Η ανάπτυξη ενός ολοκληρωµένου δικτύου συνδικαλιστικών οργανώσεων και η συγκέντρωση δυνάµεων ενάντια στον ταξικό αντίπαλο δεν µπορούν να πραγµατοποιηθούν εάν, µε ευθύνη των κοµµουνιστών, δεν βελτιωθεί και αναβαθµιστεί η λειτουργία των σωµατείων, ώστε τα ΔΣ να έχουν εικόνα των προβληµάτων των µελών τους, της κατάστασης των εργασιακών χώρων και των κλάδων, σταθερό σχεδιασµό πρωτοβουλιών που προωθούν το πλαίσιο πάλης, ανησυχία εξεύρεσης τρόπων και µορφών που διευκολύνουν τη συµµετοχή των εργαζοµένων. Να αξιοποιούνται όλες οι µορφές και οι δυνατότητες, ώστε ο συνδικαλισµένος εργάτης, είτε στο κλαδικό είτε στο επιχειρησιακό σωµατείο, να παίζει τον ρόλο του, να µην εξαντλείται απλώς η συµµετοχή στις αρχαιρεσίες. Να βοηθιέται ώστε µέσα στον χώρο δουλειάς, στο τµήµα παραγωγής που δουλεύει, να είναι το «µάτι και το αυτί» του σωµατείου. Μαζί µε τους υπόλοιπους συνδικαλισµένους αρχικά εργάτες να συγκροτεί έστω µια άτυπη στην αρχή οµάδα, επιτροπή του συνδικάτου που θα ενηµερώνει, θα απευθύνεται αγωνιστικά στην εργοδοσία, θα κινητοποιεί τους συναδέλφους. Να αποτελεί το πρόπλασµα µιας ενδεχόµενης σωµατειακής επιτροπής ή µιας επιτροπής για την υγιεινή και ασφάλεια. Να γράφει και άλλους εργάτες στο σωµατείο. Αποτελεί καθοδηγητικό ζήτηµα µεγάλης σηµασίας για τα επόµενα χρόνια να διευρυνθεί ο κύκλος των εργατών που δουλεύουν δραστήρια στο πλάι των ΔΣ των σωµατείων, µεγαλώνοντας έτσι την υποδοµή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, διαµορφώνοντας ταυτόχρονα σχέδιο και προϋποθέσεις για απόσπαση πλειοψηφιών σε σωµατεία και Οµοσπονδίες, ζήτηµα που δεν αφορά µονόπλευρα τη µάχη λίγο πριν από τις αρχαιρεσίες.

Θέµα που πρέπει να µας απασχολήσει είναι η καθοδήγηση των µελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ για τη συµµετοχή και τη δράση τους τόσο στα σωµατεία όσο και για τα οξυµένα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η λαϊκή οικογένεια στον τόπο κατοικίας. Χρειάζεται επιµονή να σπάσουν τα όποια στεγανά επιβιώνουν µεταξύ της δράσης του κοµµουνιστή συνδικαλιστή στον χώρο δουλειάς και στον χώρο κατοικίας, η λογική που έρχεται από παλιά και λέει ότι το σωµατείο ασχολείται µε τα προβλήµατα στους χώρους δουλειάς και τα άλλα είναι ζητήµατα κάποιων άλλων συντρόφων των εδαφικών ΚΟΒ ή συντρόφων χρεωµένων στην Τοπική Διοίκηση.

Η δουλειά, π.χ., για την εγγραφή, τη συµµετοχή στη δράση ενός εργαζόµενου στο σωµατείο του είναι πιο πολύπλοκη και δύσκολη από τα προηγούµενα χρόνια. Η µεγάλη απαξίωση των συνδικάτων, η γενικότερη υποχώρηση, είναι σοβαροί ανασταλτικοί παράγοντες. Για να γίνουν τα βήµατα που απαιτούνται, χρειάζεται να αναπτυχθεί η αναγκαία εµπιστοσύνη προς τον πρωτοπόρο αγωνιστή - κοµµουνιστή - συνδικαλιστή. Χρειάζεται, συνεπώς, δράση σε όλα, να µας βλέπει στη δουλειά, στη γειτονιά, στον Σύλλογο Γονέων, στο Κέντρο Υγείας, για κάθε µικρό και µεγάλο πρόβληµα να πρωτοστατούµε, να γίνεται συζήτηση για όλα τα προβλήµατα στον χώρο δουλειάς και να είναι συνεχής η παρότρυνση µε µορφές και πρωτοβουλίες για συµµετοχή στο σωµατείο. Με πρωτοπόρα δράση, που σηµαίνει κι εύστοχη, σωστή ιδεολογική - πολιτική δουλειά για να αφοµοιώνεται ευρύτερα η ανάγκη οργάνωσης του αγώνα σε αντιπαράθεση µε τη στρατηγική του κεφαλαίου.

ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΟΥΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ 'Η ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΑΓΩΝΑ ΣΕ ΕΔΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ, ΣΤΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ, ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

41. Ο συντονισµός και η κοινή δράση εργατικών σωµατείων µε άλλες µαζικές οργανώσεις έχουν συµβάλει ως τρόπος παρέµβασης. Οργανώθηκαν κινητοποιήσεις και µορφές αλληλεγγύης σε περιοχές που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές (Μάνδρα, Μάτι, Λέσβος, Καρδίτσα, Σάµος). Οι κοµµουνιστές πρωτοστάτησαν στην οργάνωση της αλληλεγγύης µέσα από τα σωµατεία, αλλά και στην προβολή των αιτιών της καταστροφής, της διεκδίκησης υποδοµών και υπηρεσιών για την προστασία από φυσικές καταστροφές (φωτιές, πληµµύρες, σεισµούς). Πραγµατοποιήθηκαν πιο σχεδιασµένες παρεµβάσεις, που εκφράστηκαν και σε µαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, Περιφερειών και δήµων για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των εργατικών - λαϊκών στρωµάτων, για τη διαχείριση απορριµµάτων, βιοµηχανίες που µολύνουν, Αττική, Πειραιά, Δυτική Θεσσαλονίκη, Βόλο και πρόσφατα στη Θεσσαλία για τις ανεµογεννήτριες. Είναι παραδείγµατα πάλης του εργατικού κινήµατος σε διευρυµένα µέτωπα που πήραν και τον χαρακτήρα συντονισµένης δράσης εργατικών σωµατείων µε σωµατεία αυτοαπασχολουµένων, Αγροτικών Συλλόγων, Συλλόγων Γυναικών, νεολαίας, µαθητικών συµβουλίων, Ενώσεων Γονέων κ.ά.

Ιδιαίτερη σηµασία είχαν η παρέµβαση και ο ρόλος του Κόµµατος στην όξυνση του προσφυγικού προβλήµατος στα νησιά και σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, η πρωτοπόρα δράση ενάντια στον εγκλωβισµό των προσφύγων, για να αντιµετωπιστούν αντιδραστικές δυνάµεις που δρούσαν και δρουν µε στήριξη πολυπλόκαµων κρατικών και άλλων µηχανισµών, ΜΚΟ, που επιδιώκουν να ενσωµατώσουν εργατικές - λαϊκές δυνάµεις. Πολύτιµη πείρα για την καθοδηγητική δουλειά δίνει η δράση των Εργατικών Κέντρων Λέσβου, Σάµου, Βόρειου Συγκροτήµατος Δωδεκανήσου, το Νοµαρχιακό Τµήµα Χίου της ΑΔΕΔΥ, που πρωτοστάτησαν στη δικαιολογηµένη αντίδραση πλατιών τµηµάτων του λαού ενάντια στην κυβερνητική κι ευρωενωσιακή πολιτική, τις ιµπεριαλιστικές συµφωνίες και σχεδιασµούς που ευθύνονται για τον εγκλωβισµό των προσφύγων. Αντέδρασαν στην παρουσία ενισχυµένων κατασταλτικών δυνάµεων στα νησιά, εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους πρόσφυγες, ενώ αποµόνωσαν φασιστικές οµάδες και ανάλογα συνθήµατα.

 


42. Επιδιώκουµε µε τη σχεδιασµένη και πρωτοπόρα δράση των δυνάµεων του Κόµµατος και της ΚΝΕ να συµβάλλουµε ώστε στον εδαφικό χώρο, πόλης ή συνοικίας, µε βάση τα οξυµένα προβλήµατα να συγκροτείται ένα αγωνιστικό κίνηµα που θα συσπειρώνει ευρύτερα λαϊκό κόσµο και µέσα στην πάλη θα ενισχύεται η κατεύθυνσή του. Ταυτόχρονα να δηµιουργηθούν ερείσµατα και υποδοµές των κλαδικών και των επιχειρησιακών σωµατείων στον εδαφικό χώρο. Μέσα από τη διεύρυνση του πλαισίου πάλης των σωµατείων, δηλαδή πέρα από τις οικονοµικές εργασιακές διεκδικήσεις, να παλεύονται όλα τα εργατικά - λαϊκά προβλήµατα, παίρνοντας υπόψη την όξυνσή τους, την αναγκαία κλιµάκωση. Να δηµιουργήσουµε προϋποθέσεις κοινής δράσης µε τις οργανώσεις των αυτοαπασχολουµένων, µε άλλες µαζικές οργανώσεις, τους Συλλόγους Γυναικών, Συλλόγους Γονέων κ.ά. Επιδιώκουµε να βρεθούµε παντού στην πρώτη γραµµή, µέσα από τα συνδικάτα και τους άλλους φορείς του κινήµατος, για να οργανωθούν και να παλέψουν οι εργαζόµενοι για τη ζωή και την επιβίωσή τους, να δυναµώσει η αλληλεγγύη, να συντονιστούν τα διάφορα τµήµατα µεταξύ τους.

Η πρωτοβουλία των κοµµουνιστών σε κάθε χώρο να πατήσει πάνω σε υπαρκτές δυνατότητες, να συσπειρωθούν και να κινητοποιηθούν και άλλοι φορείς πάνω σε δίκαια αιτήµατα, που θα ανοίγουν δρόµο να επικοινωνήσουµε και να παλέψουµε µαζί µε ευρύτερες λαϊκές δυνάµεις. Είναι πιθανό να συµµετέχουν και άλλες πολιτικές δυνάµεις, αφού πρόκειται για µαζικές οργανώσεις, µέσω των εκπροσώπων τους σε φορείς του κινήµατος. Γι’ αυτόν το λόγο απαιτείται καλή προετοιµασία για όλα τα ζητήµατα, τα αιτήµατα, τα πλαίσια και τις µορφές πάλης.

Μέσα από αυτήν την παρέµβαση, το κίνηµα µπορεί να βγει πιο µαζικό και ισχυρό οργανωτικά, να γίνουν βήµατα στην απόσπαση εργατικών - λαϊκών δυνάµεων από την καπιταλιστική χειραγώγηση, να µην παγιδεύονται στο σύστηµα ούτε σε σοσιαλδηµοκρατικές και οπορτουνιστικές αυταπάτες, να συσπειρώνονται µε το Κόµµα και την ΚΝΕ. Να γίνουν βήµατα στην προώθηση της κοινωνικής συµµαχίας, να αποκτά αντικαπιταλιστικό - αντιµονοπωλιακό προσανατολισµό η κατεύθυνση της πάλης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

43. Στο πλαίσιο υλοποίησης της Πολιτικής Απόφασης του 20ού Συνεδρίου οργανώθηκε και πραγµατοποιήθηκε Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για την παρέµβαση του Κόµµατος στους αυτοαπασχολούµενους της πόλης και Διευρυµένη Ολοµέλεια της ΚΕ για τη δουλειά στους βιοπαλαιστές αγρότες. Τα ντοκουµέντα και των δύο Σωµάτων κυκλοφορούν σε έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής». Στην πρώτη περίπτωση, προηγήθηκε η διαδικασία εσωκοµµατικής συζήτησης, στη δεύτερη ακολούθησε, αλλά ακόµη δεν ολοκληρώθηκε η συζήτηση στις ανάλογες ΚΟΒ. Και στις δύο περιπτώσεις επιβεβαιώνεται η ανάγκη µιας τέτοιας συζήτησης, ώστε να διαµορφωθεί πιο ενιαία αντίληψη σχετικά µε τον προσδιορισµό των δυνάµει συµµάχων της εργατικής τάξης, την κατεύθυνση της παρέµβασή µας στα κινήµατά τους και για την προώθηση της κοινής δράσης στην προοπτική της κοινωνικής συµµαχίας σε αντιµονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Οι Αποφάσεις θα πρέπει να παλέψουµε να υλοποιηθούν στην πορεία προς το 21ο Συνέδριο και κυρίως µετά από αυτό. Η όλη συζήτηση επιβεβαιώνει ότι πρώτα απ’ όλα τα καθοδηγητικά όργανα θα πρέπει να αποκτήσουν την ικανότητα καθοδήγησης της παρέµβασής µας και σε αυτές τις κοινωνικές δυνάµεις και ότι αυτό το καθήκον δεν είναι στενά καθήκον των αντίστοιχων κοµµατικών δυνάµεων αυτοαπασχολουµένων της πόλης ή αγροτών. Από αυτήν την άποψη, περιλαµβάνουµε στις Θέσεις για το 21ο Συνέδριο ήδη επεξεργασµένες θέσεις - αποφάσεις, προκειµένου να επικεντρώσουν την προσοχή όλου του κοµµατικού δυναµικού κατά την προσυνεδριακή συζήτηση.

Για τον προσδιορισμό των δυνάμει συμμάχων της εργατικής τάξης

44. Στην κοινωνική συµµαχία εντάσσονται οι αυτοαπασχολούµενοι κυρίως των πόλεων και των κωµοπόλεων που έχουν χαρακτηριστικό την ατοµική ιδιοκτησία µέσων παραγωγής κι ενδεχοµένως περιορισµένο εµπορευµατικό ή άλλης µορφής κεφάλαιο, περιορισµένη απόσπαση υπεραξίας.

Η προσοχή του Κόµµατος επικεντρώνεται στους αυτοαπασχολούµενους χωρίς προσωπικό, εν γνώσει ότι µπορεί να απασχολούν και µέλη της οικογένειάς τους ή άλλο µη καταγεγραµµένο εργατικό δυναµικό, κυρίως σε εποχική βάση. Η θεωρητική αντίληψη και η πολιτική δράση του Κόµµατος παίρνουν υπόψη και τη διαστρωµάτωση κατά κλάδο, π.χ. στους κλάδους επιστηµονικών - τεχνικών υπηρεσιών, όπου στα γραφεία νοµικών υπηρεσιών, στα τεχνικά - µελετητικά γραφεία, στα λογιστικά γραφεία κ.λπ. συνυπάρχουν µισθωτοί µε µπλοκάκι, µισοπρολετάριοι µε κύρια απασχόληση σε έναν εργοδότη, άλλοι ουσιαστικά αυτοαπασχολούµενοι, αλλά και εργοδότες. Η Συνδιάσκεψη ανέδειξε την ανάγκη να προσανατολιστούµε περισσότερο και στα νέα τµήµατα των αυτοαπασχολουµένων των πόλεων, όπως είναι οι επιστήµονες, καλλιτέχνες, ορισµένοι υγειονοµικοί α/α (π.χ. φυσιοθεραπευτές).

Στα κατώτερα µεσαία στρώµατα υπάρχει µεγάλη διαφοροποίηση από κλάδο σε κλάδο και από είδος σε είδος εργασίας σε έναν κλάδο, ενώ τα ανώτερα είναι εµφανώς συνδεδεµένα µε τα συµφέροντα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Τα κοµµατικά Όργανα και οι ΚΟΒ πρέπει να ιεραρχούν τη δουλειά τους σε αυτές τις κοινωνικές δυνάµεις, γνωρίζοντας τη σύνθεσή τους, αξιολογώντας τα διάφορα τµήµατά τους µε βάση τα γενικά λενινιστικά κριτήρια (δηλαδή τη σχέση τους ως προς τα µέσα παραγωγής, τον ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, τον τρόπο απόκτησης και τις διαστάσεις του µεριδίου του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν), αλλά και µε βάση τις σύγχρονες αναλύσεις - εκτιµήσεις του Κόµµατος, όπως διαµορφώθηκαν στα δύο κοµµατικά Σώµατα.

Σε ό,τι αφορά στους αγρότες, ιεραρχούµε την παρέµβασή µας σε αυτούς που δίνουν αγώνα επιβίωσης ως ατοµικοί αγροτοπαραγωγοί, σε αυτούς δηλαδή που εξαρτούν την επιβίωσή τους από την ενασχόλησή τους µε την αγροτική παραγωγή. Ένα τµήµα τους µπορεί να ενισχύει το µερίδιό του στη συνολική παραγωγή, είτε επεκτείνοντας τη δραστηριότητά του, είτε αλλάζοντας καλλιέργειες, είτε προωθώντας µια µικρή µεταποίηση της παραγωγής του, αναπαράγοντας όµως σχεδόν το σύνολο των χρεών του µαζί µε την αναπαραγωγή του.

Συνολικά το σχετικά εκτεταµένο στρώµα των αυτοαπασχολουµένων αγροτών συντηρείται κυρίως µέσω της καταβολής των άµεσων ενισχύσεων, από τη στιγµή που η ύπαρξή του είναι απαραίτητη στα µονοπώλια της µεταποίησης και της εµπορίας. Το στρώµα αυτό υφίσταται τις συνέπειες της καπιταλιστικής εκµεταλλευτικής οικονοµίας, συνθλίβεται από τα µονοπώλια, τις συµµαχίες και το κράτος τους, έχει αντικειµενικά συµφέρον να παλέψει εναντίον τους και σε αυτήν τη βάση έχει κοινά συµφέροντα µε την εργατική τάξη. Αυτό το τµήµα των αγροτοπαραγωγών παράγει ακόµα το µεγαλύτερο µέρος κυρίως της γεωργικής παραγωγής και αυτός είναι λόγος η εργατική τάξη να ενδιαφέρεται για τη συµµαχία του.

Οι Κοµµατικές Οργανώσεις θα πρέπει να επιµείνουν στα συνδυασµένα κριτήρια που έχουµε προσδιορίσει, εκτιµώντας και το οικονοµικό µέγεθος της εκµετάλλευσης, τον βαθµό επέκτασης της µισθωτής εργασίας και κυρίως της µόνιµης, το ύψος των επιδοτήσεων.

Η πείρα επιβεβαιώνει ότι η κοµµατική προσέγγιση και η συνδικαλιστική οργάνωση των πολύ µικρών αγροτοπαραγωγών, που διατηρούν αγροτική εκµετάλλευση µε σκοπό την άντληση συµπληρωµατικού εισοδήµατος, θα πρέπει να γίνονται από την πλευρά της κύριας εργασιακής τους σχέσης και όχι ως αγροτών. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τους εργάτες γης, µόνιµους ή εποχικούς, κυρίως µετανάστες, αλλά και τις εργάτριες στη διαδικασία πρώτης διαλογής - συσκευασίας, µια προσέγγιση των οποίων έχουν ορισµένοι σύλλογοι/οµάδες γυναικών.

Για την παρέμβασή μας στα κινήματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και των βιοπαλαιστών αγροτών, για τη ριζοσπαστικοποίηση τους και τον πανελλαδικό συντονισμό της πάλης

45. Καταρχάς, τα Όργανα δεν πρέπει να θεωρούν ως αποτρεπτικό της παρέµβασής µας το γεγονός του πολύ περιορισµένου αριθµού κοµµατικών δυνάµεων αυτοαπασχολουµένων και κυρίως αγροτών. Έχει αποδειχτεί ότι έχουµε τέτοιες δυνάµεις αυτοαπασχολουµένων πόλεων και αγρότες στον περίγυρο των ΚΟΒ, στους οποίους απευθυνόµαστε µε τη γενική πολιτική δουλειά µας, αλλά δεν είµαστε προσανατολισµένοι να εκλαϊκεύουµε σωστά και ολοκληρωµένα τις θέσεις µας γι’ αυτούς, καθώς και να τους καθοδηγούµε να πρωτοστατήσουν στην ίδρυση συνδικαλιστικών οργανώσεων ή να δράσουν πρωτοπόρα σε υπάρχουσες κ.λπ.

Επιβεβαιώνεται ότι για τη διεύρυνση βηµάτων στη δουλειά µε τους συµµάχους της εργατικής τάξης είναι αναγκαία η εξειδικευµένη κοµµατική παρέµβαση αυτοτελώς και στο κίνηµά τους, µε σταθερή προσήλωση στην ανάπτυξη της πάλης γύρω από τα βασικά τους προβλήµατα, π.χ. στους αυτοαπασχολούµενους µε το φορολογικό/χρέη, το Ασφαλιστικό κ.λπ., στους βιοπαλαιστές αγρότες µε βασικούς άξονες το κόστος παραγωγής, το εισόδηµα/τιµές, την προστασία της παραγωγής κ.λπ.

Έχει αποδειχτεί ότι µε επεξεργασµένα αιτήµατα µπορούµε να ανοίγουµε δουλειά µε απήχηση σε αυτοαπασχολούµενους και βιοπαλαιστές αγρότες άλλων πολιτικών πεποιθήσεων. Παραµένει ζητούµενο να µάθουµε να απευθυνόµαστε µε βάση το πλαίσιο πάλης, τη συµφωνία πάνω στα ζητήµατα που ανοίγονται στο κίνηµα, τις διεκδικήσεις, ώστε να κατακτιέται ένας τρόπος δουλειάς που να αγκαλιάζει δυνάµεις που ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, ωστόσο συµφωνούν σε ορισµένα βασικά ζητήµατα και είναι διατεθειµένοι να αγωνιστούν.

Πρόκειται για µια βάση που αξιοποιούµε για να ανοίξει δουλειά µε προοπτική, µε το συνολικότερο πλαίσιο της ιδεολογικής - πολιτικής µας πάλης. Χρειάζεται προετοιµασία ώστε να διευρύνεται η συζήτηση για τις αιτίες των προβληµάτων, ώστε αυτά να συσχετίζονται µε το κοινωνικοοικονοµικό και κατά συνέπεια το πολιτικό σύστηµα, συνολικά τον καπιταλισµό, έτσι ώστε να απαντά στη λογική της «εθνικής ενότητας και παραγωγικής ανάπτυξης» της εκάστοτε κυβέρνησης, να αναδεικνύει την ανάγκη σταθερότητας στην κατεύθυνση του περιεχοµένου και των µορφών της πάλης κ.λπ.

Κλειδί είναι η ενασχόληση των οργάνων και η λειτουργία των εκάστοτε Κοµµατικών Οµάδων που πρέπει να επικεντρώνονται στην καλύτερη µελέτη του χώρου, στην παρακολούθηση των εξελίξεων και της διαπάλης, στην επεξεργασία κι εξειδίκευση πλαισίων, θέσεων, γενίκευσης της πείρας από τη δράση.

Τα Όργανα θα πρέπει να γνωρίζουν πώς είναι διαµορφωµένο το κίνηµα από άποψη δοµής, συσχετισµού, µαζικότητας, σχέσης µε οργανώσεις καπιταλιστών, µε κρατικές δοµές κ.λπ. Μόνο τότε µπορούµε να αξιολογήσουµε σε ποια συνδικαλιστική οργάνωση προσανατολίζουµε τις δυνάµεις µας –κοµµατικά µέλη, οπαδούς κλπ.– και πώς, σε σχέση µε την παρέµβαση καπιταλιστών, παρατάξεων των αστικών κοµµάτων, επιµελητηρίων, ινστιτούτων τριτοβάθµιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, συνεταιριστικών οργανώσεων, τοπικής και περιφερειακής διοίκησης κ.λπ.

Στις Αποφάσεις των δύο κοµµατικών Σωµάτων δίνονται αναλυτικά τα κριτήρια και διευκρινίζεται ότι το κύριο είναι να διεισδύσουµε σε πολιτικά αποπροσανατολισµένες και χειραγωγηµένες λαϊκές δυνάµεις και όχι µε «εύκολες», «βολικές» διαδικασίες να συγκεντρώνουµε σε νέες συνδικαλιστικές οργανώσεις µόνο περιορισµένο αριθµό κοµµατικών µελών και οπαδών.

Απαράβατος όρος για τις κοµµατικές δυνάµεις, είτε δουλεύουν µε βάση τον καταµερισµό στην εργατική τάξη είτε στους αυτοαπασχολούµενους, πρέπει να είναι η σε βάθος γνώση της στρατηγικής της αστικής τάξης και της ΕΕ, της γενικής κατεύθυνσης της πολιτικής τους για τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις που στοχεύει συνδυασµένα στη στήριξη επιχειρήσεων σε ορισµένους τοµείς και στην ανάπτυξη των συµµαχιών της αστικής τάξης. Οι ευρωενωσιακές επιδοτήσεις στους βιοπαλαιστές αγρότες, αν και δεν έχουν τα ίδια αποτελέσµατα µε το παρελθόν, παραµένουν ως παράγοντας αυταπατών και αποπροσανατολισµού, κυρίως για τους άµεσους κατόχους γης και παραγωγούς, στους οποίους οι ενισχύσεις ουσιαστικά παρατείνουν την επιβίωσή τους, ώστε να εξασφαλίζουν φθηνή πρώτη ύλη και εξαρτηµένη καλλιέργεια υπέρ των εµποροβιοµηχάνων.

Παράλληλα, αναγκαία είναι η κατάλληλη καθοδηγητική στήριξη στις Κοµµατικές Οµάδες των ενώσεων αυτοαπασχολουµένων και των Αγροτικών Συλλόγων, ώστε να ενισχυθεί η προσέλκυση νέων αλλά και γυναικών στα αντίστοιχα κινήµατα.

Το ζήτηµα της αγωνιστικής µαζικής γραµµής συσπείρωσης µε αντικαπιταλιστικό - αντιµονοπωλιακό χαρακτήρα ή έστω της σποράς ριζοσπαστικών ιδεών σε πιο δύσκολους χώρους απαιτεί έναν σχετικά µακροπρόθεσµο σχεδιασµό µε εξειδίκευση, ιεράρχηση βηµάτων, προσαρµογές µε βάση την επικαιρότητα. Η στάθµη της παρέµβασης των κοµµουνιστών, σε συνδυασµό βέβαια µε τα αντίστοιχα µέτρα, για να βελτιώνονται η διοχέτευση και η εµβέλεια των θέσεών µας σε αυτά τα στρώµατα, είναι διαδικασία σύνθετη µε επιτυχίες και οπισθοχωρήσεις.

Καµιά µορφή συσπείρωσης ή καµιά κινηµατική µορφή δεν µπορεί να έχει έναν χαρακτήρα εσαεί νοµοτελειακό. Μια µορφή συσπείρωσης µπορεί να παίρνει κατά διαστήµατα αντιµονοπωλιακά χαρακτηριστικά, άλλοτε πιο αβαθή, άλλοτε µε πιο προωθηµένα αιτήµατα. Η επιλογή των εκάστοτε µορφών πανελλαδικών συσπειρώσεων, µε βάση και τον γενικότερο συσχετισµό κυρίως σε τριτοβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, γίνεται µε στόχο τη συγκέντρωση συνδικαλισµένων, τη µαζικοποίηση συλλόγων, επιτροπών αγώνα, οµοσπονδιών σε αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση, που στην ουσία της είναι αντικαπιταλιστική, µε στόχο να συντονίζουν τη δράση τους. Στόχος είναι να µαζικοποιούνται, να µαχητικοποιούνται, να απλώνουν τη δράση τους, ενισχύοντας τη συµµαχία µε όλους τους καταπιεσµένους, τους εργάτες, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούµενους των πόλεων, τις γυναίκες και τους νέους των λαϊκών οικογενειών.

Όλα αυτά δεν είναι εξαρχής ούτε µια κι έξω δεδοµένα. Είναι αποτέλεσµα µιας συνεχούς πάλης, δράσης, επικοινωνίας πρώτα απ’ όλα των κοµµουνιστών µε αυτές τις κοινωνικές δυνάµεις, µε τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, ιδιαίτερα τις πρωτοβάθµιες, µε την προσπάθεια οι µορφές συσπείρωσης να κρατιούνται ζωντανές, αντιπροσωπευτικές. Όσον αφορά την κοινή δράση από συσπειρώσεις διαφορετικών κινηµάτων, όπως, π.χ., µεταξύ δυνάµεων του ΠΑΜΕ, της Πανελλαδικής Επιτροπής των Μπλόκων (ΠΕΜ) στους αγρότες, της Οµοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωµατείων Αττικής (ΟΒΣΑ) στους αυτοαπασχολούµενους της Αττικής, της Οµοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ), του Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών (ΜΑΣ) στο φοιτητικό κίνηµα, Συντονιστικών Επιτροπών Μαθητών, οι κοµµουνιστικές πρωτοπορίες πρέπει να κινούνται µε ευελιξία, συµβάλλοντας στην ωρίµανση της αναγκαιότητας µιας τέτοιας κοινής δράσης, χωρίς να παραβιάζουν τη λειτουργία - απόφαση των ίδιων των οργάνων και επιµέρους συσπειρώσεων.

Βέβαια, οι κοµµουνιστικές πρωτοπορίες παλεύουν για να συνειδητοποιούνται ευρύτερα τα κοινά συµφέροντα σύγκρουσης µε τα µονοπώλια, τις κυβερνήσεις, το κράτος, την ΕΕ, η αποκάλυψη των συνεπειών από τη συµµετοχή στο ΝΑΤΟ και τους ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς στην περιοχή, γνωρίζοντας ότι δεν είναι εύκολη διαδικασία, ούτε ισόβαθµη για όλους, έχει προωθητικά βήµατα, αλλά και οπισθοχωρήσεις κάτω από την καλλιέργεια εκφοβιστικών διληµµάτων, κάτω από την επίθεση των αστικών κοµµάτων κ.λπ.

Στο κίνηµα των αυτοαπασχολουµένων των πόλεων κρίσιµο ζήτηµα στο οποίο θα πρέπει να εστιάσει ο κοµµατικός προβληµατισµός –λαµβάνοντας υπόψη και την πορεία κι εξέλιξη της ΠΑΣΕΒΕ, την επιδείνωση του συσχετισµού τα τελευταία χρόνια– είναι η ανάγκη να βελτιωθεί «από τα κάτω», ώστε να δηµιουργηθούν εκ νέου προϋποθέσεις πανελλαδικού συντονισµού σε ριζοσπαστική αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει ενίσχυση των δυνάµεων του Κόµµατος, απόκτηση θέσεων, πλειοψηφιών σε σωµατεία και τις οµοσπονδίες τους, στόχο από τον οποίο σήµερα απέχουµε αρκετά στη µεγάλη πλειοψηφία των αστικών κέντρων.

Σύµφωνα µε την Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, σήµερα στο επίκεντρο της προσοχής µας πρέπει να είναι η αναβάθµιση της λειτουργίας και η µαζικοποίηση των σωµατείων και των οµοσπονδιών στις διοικήσεις των οποίων έχουµε την πλειοψηφία, το άνοιγµα νέων δρόµων επαφής και συσπείρωσης νέων δυνάµεων, σωµατείων και οµοσπονδιών, η ενίσχυση των επαφών µε συνδικαλισµένους αυτοαπασχολούµενους, άλλους συνδικαλιστές που διαφοροποιούνται από τη γραµµή των ΓΣΕΒΕΕ - ΕΣΕΕ, η ενίσχυση των δεσµών µε δευτεροβάθµιες οµοσπονδίες στις διοικήσεις των οποίων πλειοψηφούν δυνάµεις επηρεασµένες από τις καπιταλιστικές δυνάµεις αλλά συµφωνούν σε ορισµένο προσανατολισµό πάλης. Να παίρνουµε πρωτοβουλίες που να πυκνώνουν τις αγωνιστικές δράσεις και να συµβάλλουν στη συσπείρωση νέων δυνάµεων.

Σε αυτήν την κατεύθυνση προσανατολιζόµαστε να προτείνουµε νέες µορφές συντονισµού. Σε επίπεδο Αττικής στηρίζουµε αυτήν την προσπάθεια της Οµοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωµατείων Αττικής - ΟΒΣΑ. Η πάλη θα ριζοσπαστικοποιείται στον βαθµό που η σταθεροποίηση και η διεύρυνση των δυνάµεών µας στις µεγάλες πόλεις και τους µαζικούς κλάδους θα συνδυάζουν την άµεση πρωτοβουλία διεκδίκησης για ορισµένα προβλήµατα µε την τεκµηριωµένη ανάδειξη των αιτιών των προβληµάτων, εποµένως της ιδεολογικής - πολιτικής πάλης στο κίνηµα.

Αντίστοιχα, στους βιοπαλαιστές αγρότες επιδιώκουµε την οργάνωση των αγροτών που έχουν κίνητρο επιβίωσης ως αγροτοπαραγωγοί, ανά χωριό ή ανά οµάδα χωριών, µε τη µορφή Αγροτικού Συλλόγου. Ένα πρώτο βήµα µπορεί να είναι η Επιτροπή Αγώνα, ιδιαίτερα σε φάση κινητοποιήσεων. Στόχο έχουµε τη συγκρότηση Οµοσπονδιών Αγροτικών Συλλόγων σε επίπεδο νοµού ή και γειτονικών νοµών. Η απόσπαση των λαϊκών τµηµάτων της αγροτιάς από την επιρροή των ισχυρότερων δεν αντιµετωπίζεται σχηµατικά µε τη δηµιουργία Αγροτικού Συλλόγου που συσπειρώνει στις γραµµές του κυρίως κοµµατικά µέλη και οπαδούς κι έναν πολύ περιορισµένο αριθµό πολύ φτωχών αγροτών, ενώ οι πιο ενεργοί αγροτοπαραγωγοί είναι σε άλλον αγροτικό σύλλογο. Βέβαια το ζήτηµα προσέγγισής τους είναι απαιτητικό, θέλει σχεδιασµό, ευελιξία, κλιµάκωση της διαρκούς ιδεολογικής - πολιτικής και µαζικής παρέµβασης, της πρωτοπόρας δράσης των κοµµουνιστών µε κατάλληλο πλαίσιο πάλης, συνθήµατα, προτεινόµενες µορφές πάλης.

Με τις δυνάµεις µας στηρίζουµε την Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων (ΠΕΜ) και το πλαίσιο πάλης της, την προσπάθεια ο πανελλαδικός συντονισµός να εκφράζεται µε πιο σταθερές µορφές οργάνωσης και εναλλασσόµενες µορφές πάλης, στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης του αγροτικού κινήµατος, της συνεχόµενης διεύρυνσης της συσπείρωσης σε αντιµονοπωλιακή, αντιΚΑΠ κατεύθυνση. Παλεύουµε για την προώθηση της κοινής δράσης µε την εργατική τάξη, τους αυτοαπασχολούµενους των πόλεων, ως αποτέλεσµα της κατανόησης από τα ίδια τα συνδικαλιστικά όργανα, από τους ίδιους τους συνδικαλισµένους ότι έτσι ενισχύεται ο αγώνας τους.

Οι κοµµουνιστές έχουν την πείρα ώστε να µη βλέπουν στατικά οποιαδήποτε µορφή πανελλαδικής συνδικαλιστικής συσπείρωσης. Το κύριο είναι η κατανόηση (µε βάση τη θετική και αρνητική πείρα) του πώς πρέπει να δουλεύουµε οι κοµµουνιστές και να συµβάλλουµε στην οργάνωση της πάλης.

 

 

 

Για την προώθηση της κοινής δράσης της εργατικής τάξης με τους δυνάμει συμμάχους της στην προοπτική ισχυρής Κοινωνικής Συμμαχίας

46. Η προώθηση της συµµαχίας της εργατικής τάξης µε τους αυτοαπασχολούµενους και τους αγρότες, όπως την προσδιορίσαµε, είναι πρώτ’ απ’ όλα καθήκον των κοµµουνιστών. Με τη δική τους ευθύνη το ταξικά προσανατολισµένο συνδικαλιστικό εργατικό κίνηµα θα πετυχαίνει πιο σταθερούς κοινούς αγωνιστικούς βηµατισµούς µε µορφές οργάνωσης κοινωνικών δυνάµεων που η ίδια η κοινωνική τους θέση τις σπρώχνει σε µεγαλύτερες ταλαντεύσεις και διστακτικότητα.

Δεν είναι σωστή η αντίληψη ότι η κοινωνική συµµαχία θα αναπτύσσεται εξαρχής στο έδαφος της αποδοχής των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης από τα λαϊκά τµήµατα των µεσαίων στρωµάτων ως ένδειξη αλληλεγγύης ή γιατί, σε τελευταία ανάλυση και προοπτική, τα γενικά συµφέροντα της εργατικής τάξης –κοινωνική ιδιοκτησία στα µέσα παραγωγής– συνιστούν την κοινωνική πρόοδο και γι’ αυτές τις δυνάµεις, ότι σε αυτήν τη βάση είναι δεδοµένη η ηγετική θέση της εργατικής τάξης στη συµµαχία. Αυτή η παραπάνω αντικειµενική θέση της εργατικής τάξης στην επαναστατική κοινωνική πρόοδο, στην κοινωνική πρακτική πρέπει να κατακτιέται, µε ευθύνη της ιδεολογικής - πολιτικής οργανωµένης πρωτοπορίας της.

Η κατάκτησή της προϋποθέτει την κατανόηση της αντικειµενικής βάσης των ταλαντεύσεων των λαϊκών τµηµάτων των µεσαίων στρωµάτων, την υποµονή στην προσπάθεια να κερδίζονται, να αποσπώνται από την επίδραση των ανώτερων µεσαίων στρωµάτων και της τάξης των καπιταλιστών, προϋποθέτει την πρωτοπόρα αντίληψη και στάση για την υπεράσπιση των εισοδηµατικών και άλλων κοινωνικών αναγκών τους σε καπιταλιστικές συνθήκες. Το γεγονός ότι αντικειµενικά αυτά τα στρώµατα υφίστανται την τάση συγκεντροποίησης στην αγροτική παραγωγή, στη µεταποίηση, αλλά και στο εµπόριο, στην εστίαση - τουρισµό κ.λπ., δεν δικαιώνει απλουστευτικές προσεγγίσεις για το πώς διαµορφώνονται η συνείδηση και η στάση τους. Ούτε αυτονόητη και αυτόµατη είναι η συνειδητοποίηση του κοινού συµφέροντος µε την εργατική τάξη, ούτε χωρίς ταλαντεύσεις. Τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές παραποιούν τον ουσιαστικό και µοναδικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης, από τον οποίο απορρέει και ο ηγετικός της ρόλος στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και στην οικοδόµηση της νέας, της σοσιαλιστικής - κοµµουνιστικής.

Ο τρόπος µε τον οποίο τα όργανα του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήµατος –µε ευθύνη πρώτ’ απ’ όλα των κοµµουνιστών– απευθύνονται στους φορείς των αυτοαπασχολουµένων, των βιοπαλαιστών αγροτών, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να κατακτηθεί. Να υπολογίζουν ότι απευθύνονται σε κινήµατα µικροϊδιοκτητών, δηλαδή που από τη θέση τους ως ιδιοκτήτες µέσων παραγωγής, γης, κεφαλαίου σε εµπορευµατική ή χρηµατική µορφή δεν µπορούν να είναι συνεπής επαναστατική κοινωνική δύναµη. Άρα είναι αδύνατη η πλήρης ταύτιση και αντιστοίχιση σε στόχους και διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και µάλιστα σε συνθήκες γενικής υποχώρησης του κινήµατος. Γι’ αυτό είναι ανάγκη η επεξεργασία εξειδικευµένης γραµµής και πλαισίου πάλης και η αντιµετώπιση της µηχανιστικής µεταφοράς θέσεων, µορφών πάλης κι εµπειριών που κατακτιούνται στο εργατικό κίνηµα.

Το καθήκον αυτό δεν είναι εύκολο στις σηµερινές συνθήκες που ο συσχετισµός παραµένει εξαιρετικά αρνητικός, δεν σηµαίνει όµως ότι δεν υπάρχουν και δυνατότητες που διαµορφώνονται στο ίδιο το έδαφος της αντικειµενικής εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονοµίας. Αυτό αποδεικνύουν ορισµένες θετικές προσπάθειες κοινής δράσης, όπου έγκαιρα φροντίσαµε να διαµορφώσουµε κατάλληλο πλαίσιο που διευκόλυνε την κοινή δράση, πρώτα απ’ όλα τα κοινά συλλαλητήρια στην Αθήνα µεταξύ ΠΕΜ και ΠΑΜΕ, στη συνέχεια µεταξύ εργατικών, ΕΒΕ και γυναικείων οργανώσεων για την Κυριακάτικη Αργία, για ζητήµατα Υγείας. Στη θετική πείρα περιλαµβάνεται η µορφή πάλης οι ΕΒΕ να κλείνουν τα καταστήµατά τους σε αγροτικές περιοχές σε φάση αγροτικών µπλόκων στους εθνικούς δρόµους, κοινή δράση για µεγάλα λαϊκά προβλήµατα, π.χ. διαχείριση απορριµµάτων (Μενίδι), καταστροφών από πυρκαγιά (Ανατολική Αττική), από πληµµύρες (Μάνδρα) και τον τυφώνα «Ιανό» (Καρδίτσα), για τα καζάνια (Πέραµα) κ.ά.

Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις της κοινής δράσης για µεγάλα λαϊκά προβλήµατα συσπειρώθηκαν και άλλες µορφές µαζικών οργανώσεων (π.χ. γονέων, µαθητών, εξωραϊστικών, περιβάλλοντος, επιστηµόνων, καλλιτεχνών κ.λπ.), πέραν των συνδικαλιστικών φορέων των κοινωνικών συµµάχων, πήραν τη µορφή ευρύτερων λαϊκών συσπειρώσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις, µε µεγαλύτερη ταχύτητα πέρασαν και σε άλλο στόχο πάλης, πέτυχαν στον έναν ή στον άλλο βαθµό µια πιο σταθερή επικοινωνία - συνεργασία µεταξύ µαζικών οργανώσεων. Και στην περίοδο της όξυνσης της προηγούµενης οικονοµικής κρίσης, κυρίως στα χρόνια 2011 - 2014, υπήρχαν µορφές αγωνιστικών λαϊκών συσπειρώσεων –λαϊκές επιτροπές– που ανέπτυξαν δράση για οξυµένα προβλήµατα, π.χ. το κόψιµο ηλεκτρικού ρεύµατος, τις κατασχέσεις λαϊκής στέγης κ.λπ. Και στο άµεσο µέλλον θα γεννηθεί η ανάγκη µαζικής λαϊκής υπεράσπισης της λαϊκής και µικροεπαγγελµατικής στέγης από πλειστηριασµούς, αλληλεγγύης για την επιβίωση κ.ά. Όλες αυτές είναι θεµιτές και χρήσιµες µορφές οργάνωσης και πάλης λαϊκών δυνάµεων, που δεν πρέπει να θεωρηθούν όµως µόνιµα σχήµατα των κοινωνικών κινηµάτων και της συµµαχίας τους, αλλά ούτε και να υποτιµάται η αξιοποίηση και συµβολή τους στη µαχητικοποίηση κι ένταξη νέων δυνάµεων στα κινήµατα.

Είναι υπόθεση της παρέµβασης των κοµµουνιστών στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνηµα, ώστε αυτό µε ουσιαστικές συλλογικές διαδικασίες (απεύθυνση σε ΔΣ, κοινές συσκέψεις κ.λπ.) να θέτει στο επίκεντρο ζητήµατα επιβίωσης και όρων ζωής (Υγεία, Ασφάλιση, Παιδεία, Πρόνοια, κοινωνικές υποδοµές, διατροφικές ανάγκες και υπηρεσίες προστασίας από φυσικά φαινόµενα) που αφορούν ευρύτερα τις εργατικές - λαϊκές οικογένειες, που αφορούν την πλειοψηφία των αυτοαπασχολουµένων και βιοπαλαιστών αγροτών, να υποστηρίζει τα αιτήµατά τους για προστασία από πλειστηριασµούς, κατασχέσεις κ.λπ., να αντιµάχεται τους ιµπεριαλιστικούς πολέµους, επεµβάσεις και πιέσεις. Αυτός είναι ο δρόµος για να κατακτιέται η κοινή δράση, να συνειδητοποιείται η αναγκαιότητα, το όφελός της.

Τα σηµαντικά κοινωνικά προβλήµατα είναι η βάση για να αναπτυχθεί πιο σταθερά η κοινή πάλη από εργατικά σωµατεία, αγροτικούς συλλόγους, φορείς αυτοαπασχολουµένων, αλλά και συλλόγους και οµάδες γυναικών της ΟΓΕ, φορείς επιστηµόνων α/α, καλλιτεχνών, να συσπειρωθούν µαθητές, φοιτητές - σπουδαστές, να προωθηθεί η κοινωνική συµµαχία στην πράξη.

Η ανάπτυξη κοινής δράσης των συλλόγων και των οµάδων γυναικών της ΟΓΕ µε τα εργατικά σωµατεία, τις Οµοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα που ήδη συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, αλλά και µε σωµατεία, µε συνδικαλιστές που επιδιώκουµε να αναπτύξουµε διαύλους επικοινωνίας, µπορεί να βοηθήσει ώστε οι θέσεις, τα αιτήµατα για τους εργατοϋπαλλήλους να διαχέονται στις θέσεις και στη λειτουργία των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, για την άνοδο της συµµετοχής των γυναικών στις οργανώσεις αυτές. Το ίδιο αφορά και τη σχέση των συλλόγων και οµάδων της ΟΓΕ µε αγροτικούς συλλόγους, όργανα του µαθητικού και φοιτητικού κινήµατος, µε φορείς α/α πόλεων ως διάχυση θέσεων και αιτηµάτων για την ισοτιµία και χειραφέτηση της γυναίκας.

Σε κάθε περίπτωση, η προώθηση της κοινωνικής συµµαχίας προϋποθέτει διεύρυνση των δυνάµεων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, αλλά και βελτίωση των θέσεων των κοµµουνιστών στο αγροτικό κίνηµα και κυρίως στο κίνηµα των α/α των πόλεων, ώστε να διαµορφωθούν, να λειτουργούν αγροτικοί σύλλογοι και αγροτικές οµοσπονδίες, σύλλογοι - ενώσεις - οµοσπονδίες α/α πόλεων, να απεγκλωβίζονται από την καπιταλιστική επιρροή. Να σχεδιάζεται και η ιδιαίτερη δουλειά που πρέπει να γίνεται στους ίδιους τους φορείς των αυτοαπασχολουµένων και των βιοπαλαιστών αγροτών, ώστε να ωριµάζει αυτή η συµµετοχή, να συσπειρώνονται υπαρκτές δυνάµεις και όχι απλά να εξασφαλίζεται µια τυπική απόφαση.

Η καθοδηγητική ευθύνη

47. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ξεχωριστά σχεδιασµένη και µε τα ανάλογα µέτρα (χρεώσεις στα Όργανα, συγκρότηση ΚΟ, συζητήσεις στις ΚΟΒ) υλοποίηση της ιδεολογικής - πολιτικής παρέµβασης στους αγρότες και στους αυτοαπασχολούµενους των πόλεων, την κεντρική στήριξή τους µε προπαγανδιστικά υλικά, αρθρογραφία, εσωκοµµατικά σηµειώµατα θέσεων, κριτικής σε άλλες δυνάµεις, παρεµβάσεις στη Βουλή, στα Δηµοτικά και Περιφερειακά Συµβούλια κ.λπ.

Χρειάζεται καθοδηγητική φροντίδα για την ανάδειξη συνδικαλιστών, για το κοµµουνιστικό τους ατσάλωµα µε συµµετοχή τους σε όλες τις µορφές των ταξικών αγώνων, δουλειά για την ανάπτυξη της κοµµουνιστικής τους συνείδησης µέσω εσωκοµµατικών - µορφωτικών σχολών, µαθηµάτων, σεµιναρίων κ.λπ. Χρειάζεται πρόγραµµα εξειδικευµένων κοµµατικών περιοδειών, συσκέψεων, εκδηλώσεων. Πρόγραµµα στρατολογιών ιεραρχώντας τον κλάδο, το χωριό, την καλλιέργεια που έχει σχετική δυναµική, όπου πρέπει να αποκτήσουµε δυνάµεις, να διαµορφώσουµε Κοµµατική Οµάδα που θα πρωτοστατήσει στην απόκτηση επαφών σε συλλόγους ή στην ίδρυσή τους.

Ειδική δουλειά απαιτείται µε πρωτοπόρους αγρότες, αυτούς που µπορούν να καταλάβουν ότι το µέλλον της αγροτικής παραγωγής, συνολικότερα της παραγωγής, δεν βρίσκεται ούτε στον ατοµικό εµπορευµατοπαραγωγό, ούτε στον καπιταλιστή αγρότη, αλλά στη µεγάλη, µηχανοποιηµένη αγροτική παραγωγή, µε κοινωνική ιδιοκτησία και κεντρικό σχεδιασµό, ότι ο αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισµός είναι ένα σκαλοπάτι προετοιµασίας για ένα µέρος µικρών αγροτών. Αντίστοιχη ειδική δουλειά απαιτείται και για τους α/α της πόλης, ιδιαίτερα για τους επιστήµονες α/α, αλλά και για τεχνίτες σε νέους δυναµικούς κλάδους.

Απαιτούνται στελέχη σε όλα τα επίπεδα, από την ΚΕ έως τα Γραφεία ΚΟΒ, ικανά να προσανατολίσουν Όργανα και ΚΟΒ, να καθοδηγήσουν εκλεγµένους στα ΔΣ των µαζικών οργανώσεων αγροτών και α/α των πόλεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´

ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ (ΟΓΕ)

48. Οι κοµµουνίστριες σε µαζικό επίπεδο δραστηριοποιούνται µέσω των γυναικείων συλλόγων της ΟΓΕ, που συνιστά ριζοσπαστική γυναικεία πανελλαδική οργάνωση µε ιστορία 44 χρόνων. Είναι η γυναικεία οργάνωση που από την ίδρυσή της αντιµάχεται την αταξική προσέγγιση των ανισοτιµιών σε βάρος της γυναίκας, τον µονόπλευρο προσανατολισµό σε προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι γυναίκες σε επίπεδο νοµοθεσίας και συµπεριφοράς εκ µέρους των ανδρών. Βεβαίως, η δράση των κοµµουνιστριών µέσα σε αυτήν τη µαζική οργάνωση δεν µπορεί να θεωρεί ότι η συσπείρωση των γυναικών γίνεται µε βάση µια ενιαία πολιτική αντίληψη ούτε µε βάση τον βαθµό συνειδητοποίησης του προβλήµατος της ανισοτιµίας της γυναίκας. Το ενοποιητικό στοιχείο είναι –τουλάχιστον στην κεντρική παρέµβαση της ΟΓΕ– η ταξική θεώρηση των προβληµάτων ανισοτιµίας της γυναίκας, γενικότερα των οξυµένων λαϊκών προβληµάτων, η αγωνιστική διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών τους, η συµµετοχή στους εργατικούς - λαϊκούς αγώνες.

Ο προσανατολισµός ορισµένων καθοδηγητικών οργάνων για την ενίσχυση της συµµετοχής γυναικείων κοµµατικών µελών από κλάδους και των µελών της ΚΝΕ, όπως και στη συγκρότηση νέων οµάδων της ΟΓΕ σε κάποιες περιοχές, εκφράστηκε σε ένα βαθµό στην άνοδο της συσπείρωσης γυναικών στους συλλόγους και οµάδες της, σε σχέση µε το προηγούµενο συνέδριο της ΟΓΕ. Όµως, δεν έχουν αξιοποιηθεί όλες οι δυνατότητες για προσέγγιση εργαζόµενων γυναικών, µητέρων, νεότερων ηλικιών, πολύ περισσότερο κοριτσιών σε περίοδο σπουδών, που πολιτικά δεν προσεγγίζουν το Κόµµα. Χρειάζεται να αντιµετωπιστεί η δυσκολία που εκφράζεται να υπάρχει αντικειµενική εικόνα στα Όργανα της κατάστασης των Συλλόγων/Οµάδων της ΟΓΕ και των ΔΣ τους, µέσα από την ουσιαστική λειτουργία των Κοµµατικών Οµάδων των γυναικείων συλλόγων και τον δηµιουργικό έλεγχο της συµβολής των κοµµουνιστριών στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα. Με ευθύνη τους, χρειάζεται να κατανοηθεί ο ρόλος αυτού του κινήµατος που µετά τη φάση της πανδηµίας θα πρέπει να µπει σε µια νέα φάση ανάπτυξης, ξεπερνώντας τα προβλήµατα που έφερε η πανδηµία. Τα µέλη του Κόµµατος και της ΚΝΕ θα πρέπει να πρωτοστατήσουν ώστε να γίνουν µαζικές και µε ουσιαστική συζήτηση και δράση συνελεύσεις των Συλλόγων/Οµάδων της ΟΓΕ στην προοπτική του συνεδρίου που αναβλήθηκε.

Οι κοµµουνίστριες που συµµετέχουν σε πανελλαδικό επίπεδο και σε άλλα όργανα του γυναικείου κινήµατος δουλεύουν ώστε να εξασφαλίζουν έναν καλό προσανατολισµό στη δράση του Διοικητικού Συµβουλίου, για τη συµµετοχή εργατριών, υπαλλήλων, γυναικών από τους αυτοαπασχολούµενους της πόλης και αγρότισσες στους Συλλόγους και τις Οµάδες της ΟΓΕ. Αν και µε ανοµοιοµορφίες από περιοχή σε περιοχή, όλο το προηγούµενο διάστηµα αναπτύχθηκε πολύµορφη αγωνιστική δραστηριότητα των Συλλόγων/Οµάδων µε σταθερότητα στο Εµπόριο, στην Υγεία και άλλους κλάδους, η οποία είχε στο επίκεντρο τις διεκδικήσεις για την εργασία των γυναικών ως καθολικό κοινωνικό δικαίωµα, για την κοινωνική ευθύνη προστασίας της µητρότητας και στήριξης της οικογένειας, για την ισότιµη συµµετοχή της γυναίκας στην κοινωνική ζωή και δράση.

Αποτελούν µεγάλη συµβολή στην εξειδίκευση της δουλειάς των κοµµουνιστών στις γυναίκες οι διάφορες κεντρικές επεξεργασίες και η δράση του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήµατος για ενηµέρωση - αγωνιστική διεκδίκηση µε βάση το τρίπτυχο εργασιακή σταθερότητα - εργασιακό εισόδηµα - κοινωνικές υπηρεσίες, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής, ο ελεύθερος χρόνος, µε αιτήµατα για µόνιµη και σταθερή εργασία, για σταθερό ωράριο εργασίας, για κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, για υπεράσπιση της Κυριακάτικης Αργίας, µε διεκδικήσεις απέναντι στο αστικό κράτος και τους αστικούς θεσµούς, την καπιταλιστική εργοδοσία. Η ζύµωσή τους διαµορφώνει κριτήρια, αποκαλύπτει τις οικονοµικές, κοινωνικές αιτίες που ευθύνονται για τη µη ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών των γυναικών, παίρνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες τους λόγω του ρόλου τους στην αναπαραγωγική διαδικασία, φωτίζοντας τις σηµερινές δυνατότητες στον 21ο αιώνα. Σε αυτό συνίσταται και η ιδιαιτερότητά του ως ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα, το οποίο, όχι µόνο δεν έρχεται σε αντιπαράθεση µε το συνδικαλιστικό - εργατικό και τα άλλα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήµατα (αυτοαπασχολουµένων πόλεων, αγροτών), αλλά και συνεργάζεται µε αυτά, από κοινού παλεύει για την άνοδο της συµµετοχής της εργαζόµενης γυναίκας στους εργατικούς - λαϊκούς αγώνες.

Σηµαντικό µέτωπο ιδεολογικής - πολιτικής δουλειάς στις γυναίκες, που απαιτεί παραπέρα εξειδίκευση, αποτελεί η αποκάλυψη και καταδίκη των ιµπεριαλιστικών επεµβάσεων, του ΝΑΤΟ, των ξένων βάσεων στην Ελλάδα, των σχετικά πρόσφατων συµφωνιών ΗΠΑ - Ελλάδας, η κοινή δράση µε την ΕΕΔΥΕ, το µέτωπο ενάντια στη χρήση ναρκωτικών, συχνά σε κοινή δράση µε αντίστοιχες οργανώσεις, η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και ιδιαίτερα στις γυναίκες και τα παιδιά.

Χρειάζεται να απασχολήσουν τα καθοδηγητικά όργανα και τις Κοµµατικές Οµάδες των Συλλόγων/Οµάδων της ΟΓΕ τα συµπεράσµατα από τις καµπάνιές της τα τελευταία χρόνια. Έχουν βοηθήσει να ανοίξει η συζήτηση µε νέο περίγυρο γυναικών από χώρους εργασίας, σχολές, γειτονιές, για το πλαίσιο πάλης που φωτίζει ότι τα προβλήµατα των γυναικών σε κάθε πλευρά της κοινωνικής τους ζωής σχετίζονται µε τη σύµφυση της γυναικείας ανισοτιµίας και του ταξικού διαχωρισµού της κοινωνίας, της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης.

Χρειάζεται επιµονή των καθοδηγητικών οργάνων για τη συσπείρωση φοιτητριών στο ριζοσπαστικό κίνηµα, για την κοινή αγωνιστική δράση του µε τους φοιτητικούς συλλόγους, κάτι που µπορεί να γίνει πράξη µε την ευαισθητοποίηση µελών και φίλων της ΚΝΕ στον χώρο των ΑΕΙ.

Από τα γυναικεία στελέχη και κοµµατικά µέλη, ανεξάρτητα από χρέωση, αλλά και από Κοµµατικές Οµάδες σωµατείων σε κλάδους µε µεγάλη συµµετοχή γυναικών (π.χ. Εµπόριο, Υπηρεσίες, Τηλεπικοινωνίες, Τουρισµός, Υγεία, Εκπαίδευση) µπορεί να αξιοποιηθεί πιο ουσιαστικά το Δελτίο της ΟΓΕ. Αποτελεί ένα έντυπο που µπορεί ευρύτερα να διαφωτίσει γυναίκες εργατικής λαϊκής θέσης σε ζητήµατα των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών της γυναίκας, όπως της Υγείας και ιδιαίτερα των αναγκών για ΠΦΥ, της φιλίας των λαών σε αντίθεση µε τις ιµπεριαλιστικές επεµβάσεις, της αλληλεγγύης σε πρόσφυγες, επιδιώκοντας να προβάλει αγωνιστικές διεκδικήσεις και πρωτοβουλίες. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθµιστεί στο περιεχόµενο και τη µορφή του, έχει εµπλουτιστεί µε άρθρα συνδικαλιστριών από χώρους δουλειάς.

Περισσότερο χρειάζεται να απασχολήσει τα καθοδηγητικά όργανα ο προσανατολισµός των κοµµουνιστριών στα ΔΣ των γυναικείων συλλόγων για ανάπτυξη κοινής δράσης µε εργατικά σωµατεία, µε τις ενώσεις των ΕΒΕ, µε τους αγροτικούς συλλόγους, ώστε να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόµενο η παρέµβασή τους. Σε αυτήν την κατεύθυνση έγινε προσπάθεια µε αφορµή την Παγκόσµια Μέρα της Γυναίκας το 2020, µε ορισµένα αποτελέσµατα στην Αττική και περιορισµένα στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλία, στην Κρήτη. Εν µέρει συνέβαλε ώστε να διαχέονται οι θέσεις, τα αιτήµατα για τις εργατοϋπαλλήλους στη ζωή και λειτουργία των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Χρειάζεται να αξιοποιηθεί πανελλαδικά η πείρα της κοινής δράσης που έχει συγκεντρωθεί στην Αττική, που γίνονται πιο σταθερά βήµατα σε αυτόν τον προσανατολισµό, κυρίως στο εµπόριο µε την ανάπτυξη κοινής δράσης για την Κυριακή Αργία από το Σωµατείο Εµποροϋπαλλήλων, την ΟΒΣΑ και την ΟΓΕ.

Ιδιαίτερα την περίοδο των περιοριστικών µέτρων, αναδείχτηκε η ανάγκη µε καθοδηγητική επιµονή να στηριχτεί η παρέµβαση των κοµµουνιστριών στα ΔΣ και των γυναικείων συλλόγων, µε βάση τις δυσκολίες στη λειτουργία τους, ώστε να αναπτύσσουν πολύµορφη δράση, µε πρωτοβουλία για κάθε λαϊκό πρόβληµα, όπως εκφράστηκε και στις µέρες πανελλαδικής δράσης στην Υγεία, στο Εµπόριο, στον Επισιτισµό - Τουρισµό κ.α.

 

Για τη διαπάλη στην Παγκόσµια Δηµοκρατική Οµοσπονδία Γυναικών (ΠΔΟΓ)

49. Ο υπάρχων συσχετισµός αποτυπώνει τη συµµετοχή µεγάλου αριθµού οργανώσεων µε σοσιαλδηµοκρατική κατεύθυνση, αποτυπώνει την αρνητική κατάσταση του κοµµουνιστικού κινήµατος, µιας και σε πολλές χώρες τα ΚΚ δεν έχουν διαµορφώσει προσανατολισµό δουλειάς των κοµµουνιστριών στη δηµιουργία κι ενεργοποίηση ριζοσπαστικών γυναικείων οργανώσεων, ενώ σε άλλες χώρες πολλές οργανώσεις της ΠΔΟΓ, και αυτές που είναι συνδεδεµένες µε Κοµµουνιστικά Κόµµατα, ακολουθούν θέσεις που αναπαράγουν λαθεµένες αντιλήψεις και µια πολιτική ενσωµάτωσης του γυναικείου κινήµατος.

Νέο στοιχείο της τελευταίας περιόδου είναι ότι όλο και περισσότερες γυναικείες οργανώσεις της ΠΔΟΓ υιοθετούν τις αστικές και οπορτουνιστικές απόψεις του φεµινιστικού ρεύµατος στο γυναικείο κίνηµα, όπως και για το «κοινωνικό φύλο». Μέσα από την παρέµβαση της ΟΓΕ αναδείχτηκε η ανάγκη ενίσχυσης του ριζοσπαστικού προσανατολισµού στο γυναικείο κίνηµα, µε µαζικές, κινηµατικές γυναικείες οργανώσεις που να στηρίζονται σε συλλόγους γυναικών και στα µέλη τους. Με την αγωνιστική δράση τους να στηρίζουν τα συµφέροντα, τις διεκδικήσεις των γυναικών εργατικής, λαϊκής ένταξης ή καταγωγής. Εκτιµάµε ότι στο πλαίσιο της ΠΔΟΓ δυνάµεις της ΟΓΕ άνοιξαν µέτωπο µε τον προσανατολισµό αρκετών γυναικείων οργανώσεων που βάζουν πλάτη κυρίως σε αστικές σοσιαλδηµοκρατικές κυβερνήσεις, σε αντιπαράθεση µε το φιλελεύθερο µείγµα αστικής διαχείρισης καθώς και µε τις ιµπεριαλιστικές ενώσεις. Από αυτήν τη σκοπιά, υπήρξε επιµονή στην ανάγκη καταδίκης των ιµπεριαλιστικών σχεδιασµών ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, στη στάση των γυναικείων οργανώσεων απέναντι στις ιµπεριαλιστικές επεµβάσεις, ώστε να απορρίψουν τα παζάρια των αστικών τάξεων και τον εγκλωβισµό σε κάποια από τα διαφορετικά ιµπεριαλιστικά κέντρα. Οι δυνάµεις της ΟΓΕ, µέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, επεδίωξαν κοινή δράση µε άλλες οργανώσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΝΕ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ - ΛΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ

50. Η παρέµβαση του Κόµµατος και της ΚΝΕ στους νέους και τις νέες των εργατικών - λαϊκών οικογενειών µπορεί να δώσει ουσιαστική διέξοδο στις ανησυχίες που αφορούν το παρόν και το µέλλον τους. Παρέµβαση ιδεολογική - πολιτική που, µέσα από τη δράση και την επεξεργασία περιεχοµένου και µορφών πάλης στο µαζικό κίνηµα, µπορεί να είναι καθοριστική, ώστε τα προβλήµατα που συναντούν στην προσπάθεια για µόρφωση, εργασία, δηµιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, στην ανάπτυξη κοινωνικής δραστηριότητας, στις προσωπικές σχέσεις, στη δηµιουργία οικογένειας, να γίνουν έδαφος διεκδίκησης, συλλογικής οργανωµένης δράσης, η νεολαία να έχει δικαιώµατα, να διεκδικεί τις σύγχρονες ανάγκες της.

Για τους νέους εργαζόµενους, ως τµήµα της εργατικής τάξης της χώρας, µε ιδιαίτερη σηµασία για την πορεία του εργατικού κινήµατος, έγινε αναλυτική αναφορά στα προηγούµενα κεφάλαια. Το Κόµµα εξίσου ενδιαφέρεται και ασχολείται µε τους νέους και τις νέες που βρίσκονται σήµερα σε όλες τις βαθµίδες της Εκπαίδευσης, που αύριο θα πυκνώσουν κυρίως τις γραµµές της µισθωτής εργασίας, αλλά και της αυτοαπασχόλησης, τις γραµµές των σύµµαχων στρωµάτων της εργατικής τάξης.

Από το 20ό Συνέδριο αναπτύχθηκαν αγώνες που έχουν πιο έντονο το στοιχείο της πρωτοβουλίας των δυνάµεων του Κόµµατος και της ΚΝΕ, όχι µόνο αυτοτελώς αλλά και σε µαζικές οργανώσεις, βέβαια µε διαφοροποιήσεις και στο επίπεδο κίνησης µαζών (µαθητικοί αγώνες, φοιτητικά ξεσπάσµατα, κινητοποιήσεις ιδιαίτερα αναπληρωτών εκπαιδευτικών, συµµετοχή γονιών σε εκπαιδευτικά συλλαλητήρια κ.ά.). Αναδεικνύονται ορισµένα πιο µόνιµα θετικά χαρακτηριστικά στην αντίληψή µας για την παρέµβαση των κοµµουνιστών στο κίνηµα, ειδικά στους χώρους της Εκπαίδευσης, που χρειάζεται να διατηρηθούν και να επεκταθούν ως τρόπος σκέψης και δράσης.

Προκύπτει το συµπέρασµα ότι η δουλειά µε τις προγραµµατικές εξειδικεύσεις σε κάθε χώρο και εκπαιδευτική βαθµίδα συµβάλλει αποφασιστικά στην ικανότητα επεξεργασίας στόχων πάλης µέσα στη ζωντανή δράση στο κίνηµα. Δίνει τη δυνατότητα να αντιµετωπίζεται ταξικά κι επιχειρηµατολογηµένα η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική στο χώρο της Παιδείας. Λειτουργεί προωθητικά και στην ενασχόληση µε µια σειρά από νέα ζητήµατα που εµφανίζονται ή και προβλήµατα που µε οξύτητα ανακύπτουν στην Εκπαίδευση, αν κι εκφράζουν τα προβλήµατα της εξέλιξης της αστικής κοινωνίας (π.χ. γλωσσική φτώχεια, bullying, επίδραση στις νεανικές συνειδήσεις από την καπιταλιστική αξιοποίηση του διαδικτύου κ.ά.).

Τα παραπάνω συµπεράσµατα επιβεβαιώθηκαν περίτρανα και σε σχέση µε τους µαθητικούς αγώνες, όπου το θέµα της ιδεολογικής υποδοµής των νέων κοµµουνιστών έγινε από τα πράγµατα στοιχείο αναγκαίο, αλλά και παράγοντας που συνέβαλε –στο βαθµό που είναι ανεπτυγµένο– ώστε να δίνεται στο κίνηµα αντοχή και προοπτική.

Έχουν γίνει βήµατα στην κατανόηση, πρώτα απ’ όλα «από τα πάνω», δηλαδή καθοδηγητικά, ότι το εκπαιδευτικό πρόβληµα πρέπει να αντιµετωπιστεί ως κοινωνικό - πολιτικό πρόβληµα, και από την άποψη της γενικής θεωρητικής τοποθέτησης, αλλά και από την άποψη διατύπωσης κι επεξεργασίας στόχων πάλης που ενοποιούν τα επιµέρους κινήµατα και φορείς στο µέτωπο της Παιδείας.

 

Η δράση στα Γυμνάσια, στα Λύκεια, στα ΕΠΑΛ, στις Σχολές Κατάρτισης και Μαθητείας

51. Στους χώρους των σχολείων (Γυµνάσια - Λύκεια - ΕΠΑΛ) αντικειµενικά, λόγω της µεγάλης συγκέντρωσης νεολαίας, η ΚΝΕ έχει µια ιδιαίτερη ευθύνη στην εξειδίκευση της παρέµβασής µας, στη συγκέντρωση και µελέτη της πείρας που προκύπτει.

Στα χρόνια που µεσολάβησαν έγιναν βήµατα στον συντονισµό των Οργανώσεων της ΚΝΕ µε τις αντίστοιχες Κοµµατικές Οργανώσεις για την αναζωογόνηση του µαθητικού κινήµατος. Βέβαια, η κατάσταση στα µαθητικά συµβούλια, στην «καρδιά» δηλαδή του µαθητικού κινήµατος, παραµένει αδύνατη και µάλιστα έχει ενταθεί η προσπάθεια κυβέρνησης, κρατικού µηχανισµού, άλλων πολιτικών κοµµάτων, να παρέµβουν στο περιεχόµενο και τη λειτουργία τους.

Η ΚΝΕ, µέσω των εκλεγµένων µελών και φίλων της, πρωτοστάτησε στα µαθητικά συµβούλια, ώστε αυτά να λειτουργούν ως όργανα αγώνα για τα οξυµένα προβλήµατα και τις ανάγκες των µαθητών όλα αυτά τα χρόνια κι έχει επίδραση, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στο σύνολο των σχολείων της χώρας.

Οι συνεχιζόµενες αλλαγές στο σχολείο και ιδιαίτερα στο εξεταστικό σύστηµα είναι βασικός παράγοντας ανάπτυξης µαθητικών αγώνων. Η ολοένα και πιο αποστεωµένη γνώση που παρέχει το σχολείο, η µονότονη και πιεστική καθηµερινότητα που δηµιουργεί άγχος στους µαθητές, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο η ΚΝΕ και το Κόµµα δούλεψαν, αξιοποιώντας την επεξεργασία της θέσης µας για το «Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας», πιο ειδικά την επεξεργασµένη για µαθητές µπροσούρα της µαθητικής επιτροπής του ΚΣ που επικαιροποιήθηκε. Κάτω και από τη δική µας παρέµβαση, απασχολούν και προβληµατίζουν η εναντίωση στις πολεµικές επεµβάσεις, εκφράζεται αλληλεγγύη στα θύµατά τους, στους πρόσφυγες και, συνολικότερα, εκδηλώνονται δράσεις ενάντια στον φασισµό, στον ρατσισµό και την περιθωριοποίηση ανθρώπων µε βάση το φύλο, τη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισµό, ζητήµατα που αφορούν το περιβάλλον, την αξιοποίηση ελεύθερων χώρων κ.λπ. Σε όλα τα παραπάνω αναπτύσσεται διαπάλη µε την πολύπλευρη παρέµβαση του αντιπάλου από πολλά κανάλια και µε νέες προσαρµοσµένες µορφές γι’ αυτές τις ηλικίες.

Παραµένει επιτακτική η ανάγκη να γίνουν πιο αποφασιστικά βήµατα στην όξυνση της διαπάλης µε την κυρίαρχη ιδεολογία, που εκφράζεται τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και στα διάφορα σχολικά προγράµµατα, από µεγάλη γκάµα χορηγών, εµπνευστών κι επιτελείων (ΜΚΟ, πρεσβείες κ.λπ.), µε προγράµµατα που «τρέχουν» ολοένα και περισσότερο.

Επιβεβαιώθηκε πως η πολύµορφη δράση των εκλεγµένων µελών και φίλων της ΚΝΕ µέσα στο σχολείο και την τάξη τους για οτιδήποτε απασχολεί τη µαθητική κοινότητα είναι αυτή που δίνει αγωνιστικό πρόσηµο στα µαθητικά συµβούλια, δίνει πνοή και ζωντάνια στη λειτουργία τους, ανεβάζει τη συλλογική συζήτηση και οργάνωση των µαθητών, κατοχυρώνει και τις δικές µας δυνάµεις.

Με αυτόν τον τρόπο γίνεται κατορθωτό σταθερά να υπάρχει επίδραση τόσο στο περιεχόµενο και το πλαίσιο αιτηµάτων που υιοθετεί σε διάφορες φάσεις το µαθητικό κίνηµα όσο και στο να κατοχυρώνονται και νέες µορφές οργάνωσης του µαθητικού κινήµατος, µε κύρια αυτή των Συντονιστικών Επιτροπών Σχολείων σε δήµους. Οι δυνάµεις της ΚΝΕ στηρίζουν τη Συντονιστική Επιτροπή Μαθητών Αθήνας, η οποία έχει αναγνωριστεί πλατιά, έχει καταξιωθεί η δράση της και σε πανελλαδικό επίπεδο.

Αυτή η προσπάθεια πρέπει να στηριχτεί καλύτερα µε τη συντονισµένη δράση των δυνάµεών µας σε γονείς και εκπαιδευτικούς σε πανελλαδικό επίπεδο, ανά περιοχή ή και σχολική µονάδα.

Έχουν ιδιαίτερη αξία οι µαθητικές κινητοποιήσεις πριν από το δεύτερο κύµα της πανδηµίας στην αντιπαράθεση µε την κυβέρνηση για τα ζητήµατα της Υγείας, είναι συνολικά σηµαντική η πείρα που βγαίνει, κυρίως σε πλευρές που αφορούν επεξεργασία πλαισίων πάλης, συνθηµάτων, κλιµάκωσης και εναλλαγής µορφών, µαχητικοποίησης των δυνάµεων της ΚΝΕ µε επιχειρηµατολογία που πατάει στον προβληµατισµό και τις σκέψεις των µαθητών, σε καλύτερη συνεργασία µε τις ΚΟ, µε γονείς κι εκπαιδευτικούς. Αποκαλύφτηκε ένα συνολικότερο σχέδιο που βόλευε την κυβέρνηση να χαρακτηρίζει τους µαθητικούς αγώνες ως «αντιµασκικό κίνηµα».

Χωρίς υποτίµηση αδυναµιών, έχουν διαµορφωθεί ορισµένες προϋποθέσεις για να γίνει διακριτό βήµα στη διεύρυνση δεσµών της ΚΝΕ στα σχολεία, µε την ανάδειξη µελών της σε µαθητικά συµβούλια, σε καταξιωµένες µέσα από τη δράση συντονιστικές επιτροπές. Έχει µεγάλη σηµασία να στηριχτεί αυτή η δουλειά όλο το επόµενο διάστηµα, µε πολυµορφία, βάρος στη µαθητική ΟΒ, στο περιεχόµενό της, στη δυνατότητα να ανοίγει νέους δρόµους µαζικά µε µαθητές, µε το µάτι στη σχολική µονάδα.

Έχει σηµασία οι ίδιοι οι µαθητές µέλη της ΚΝΕ να συνεχίσουν να ηγούνται για τη δηµιουργία κι ενίσχυση αγωνιστικών διαθέσεων, οι ίδιοι να στρατολογούν, να µπαίνουν πιο γερά και µε αυτοπεποίθηση στην πολιτική αντιπαράθεση, προσαρµοσµένα στην κοινωνική πείρα αυτών των ηλικιών. Η βοήθεια σε αυτήν την κατεύθυνση είναι δουλειά των κοµµατικών και των ΚΝίτικων καθοδηγητικών οργάνων, περισσότερο απαιτητική από τα προηγούµενα χρόνια.

 

Ειδικά για την Επαγγελματική Εκπαίδευση

52. Η δουλειά στην Επαγγελµατική Εκπαίδευση και τη Μαθητεία είναι δουλειά προοπτικής στην εργατική τάξη, στην ανασύνταξη του εργατικού κινήµατος και για την παρέµβαση σε αυτοαπασχολούµενους. Είµαστε ακόµα µακριά από τον συντονισµό Κόµµατος και ΚΝΕ ανά κατηγορία σχολής, κλάδο, ειδικότητα και περιοχή. Τα Τµήµατα της ΚΕ, οι Κοµµατικές Οµάδες των Οµοσπονδιών, των Εργατικών Κέντρων και των κλαδικών σωµατείων από κοινού µε τις δυνάµεις της ΚΝΕ πρέπει να έχουν σχέδιο παρακολούθησης, επεξεργασίας ζητηµάτων, παρέµβασης και τελικά οικοδόµησης στην Επαγγελµατική Εκπαίδευση.

Ιδιαίτερα οι µαθητές στα ΕΠΑΛ, ως κοµµάτι του µαθητικού κινήµατος, έχουν πάρει ενεργά µέρος στους µαθητικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων για τα κοινά προβλήµατα. Στην ανάπτυξη αγωνιστικών διαθέσεων οπωσδήποτε επιδρούν οι δυσκολίες στην απόκτηση επαγγελµατικής - τεχνικής ειδικότητας λόγω της υποβάθµισης των σπουδών τους. Η παρέµβασή µας στα ΕΠΑΛ µπορεί να εµπλουτιστεί πάνω σε αυτά τα ζητήµατα, µε βάση και τη συνέχεια της επεξεργασίας της θέσης µας για την Επαγγελµατική Εκπαίδευση. Είναι χώρος µε ιδιαίτερη σηµασία, αφού επιδρά η ίδια η ταξική προέλευση των παιδιών αυτών, ενώ συχνά εργάζονται παράλληλα µε το σχολείο. Χρειάζεται να παίρνουµε υπόψη τη στοχευµένη από κυκλώµατα διακίνηση ναρκωτικών, τη δράση διάφορων οµάδων, συνδέσµων οπαδών ποδοσφαιρικών οµάδων κ.λπ.

Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει µια µαζικοποίηση των διαδικασιών των Συλλόγων Σπουδαστών Δηµοσίων ΙΕΚ, των συνελεύσεων σε σχολές, µε την καθοριστική παρέµβαση των δυνάµεων της ΚΝΕ, δυνάµεων νέων και άπειρων που χρειάζονται σηµαντική στήριξη.

 

Για το φοιτητικό κίνημα

53. Οι προσπάθειες του Κόµµατος και της ΚΝΕ µέσα στο φοιτητικό κίνηµα προωθήθηκαν σε ιδιαίτερες συνθήκες, αποδεικνύεται όµως απαιτητικό καθήκον. Καθοριστικούς όρους για να γίνουν διακριτά βήµατα στην αγωνιστική ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήµατος σε αντιµονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, αποτελούν η ανάπτυξη των οργανωµένων µας δυνάµεων στα πανεπιστήµια, η ενίσχυση της πολύπλευρης ιδεολογικοπολιτικής παρέµβασης σε σύνδεση µε το επιστηµονικό τους αντικείµενο, η µελέτη της πείρας από την παρέµβασή µας για ανάπτυξη αγωνιστικών διεργασιών τα προηγούµενα χρόνια.

Τα όποια θετικά βήµατα έγιναν έχουν τη σφραγίδα των δυνάµεών µας, όµως δεν είναι στέρεα. Το φοιτητικό κίνηµα εξακολουθεί να βρίσκεται σε βαθιά κρίση και υποχώρηση. Στη χρόνια ανυπαρξία οργανωµένης δοµής, στη χαµηλή συµµετοχή στις διαδικασίες του κινήµατος, στην επικράτηση συνολικά της γραµµής του συµβιβασµού και της συναίνεσης µε την κυρίαρχη πολιτική µέσα από την πολύµορφη παρέµβαση του αντιπάλου, προστέθηκε η πιο έντονη προσπάθεια συκοφάντησης των φοιτητικών αγώνων µε πολλούς τρόπους. Εντάθηκε ο εκφυλισµός και λόγω της µη πραγµατοποίησης για έναν περίπου χρόνο µαζικών διαδικασιών (γενικές συνελεύσεις, φοιτητικές εκλογές κ.λπ.), µε τις κλειστές επί της ουσίας σχολές από το ξέσπασµα της πανδηµίας. Ταυτόχρονα, έχει εµπλουτιστεί και συνεχίζει να εµπλουτίζεται το νοµικό - κατασταλτικό πλαίσιο για να εµποδιστούν θετικές διεργασίες στους αγώνες, στη ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων. Είναι στις προτεραιότητες οι παραπέρα προσπάθειες διάλυσης µε όπλο και τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες.

Η ενίσχυση του Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών µε νέους συλλόγους αυτά τα χρόνια εκφράζει ορισµένα θετικά στοιχεία που αναπτύχθηκαν στους φοιτητικούς συλλόγους. Σήµερα, 11 χρόνια µετά την ίδρυσή του, έχουν γίνει σηµαντικά βήµατα στην εδραίωσή του, αναγνωρίζεται από πλατιά τµήµατα φοιτητών. Αυτό αποτυπώνεται και στο ότι συσπειρώνει µεγαλύτερο αριθµό φοιτητικών συλλόγων (69 φοιτητικούς συλλόγους, συλλόγους σπουδαστών των πρώην ΤΕΙ, συλλόγους οικότροφων και ορισµένες επιτροπές αγώνα, επιτροπές ετών κ.λπ.). Η αύξηση αυτή στηρίζεται κυρίως σε έναν ευνοϊκότερο συσχετισµό στα διοικητικά συµβούλια των συλλόγων όπου αναδείχτηκε πρώτη δύναµη η Πανσπουδαστική ΚΣ.

Οι σύλλογοι αυτοί µπήκαν µπροστά σε προσπάθειες συντονισµού, κοινής δράσης και διεκδίκησης, συνέβαλαν στην κατεύθυνση οργάνωσης, απάντησης του φοιτητικού κινήµατος στην κλιµακούµενη πολιτική των κυβερνήσεων απέναντι στα δικαιώµατα των φοιτητών.

Καθοδηγητικά είναι για αξιοποίηση η πείρα που συγκεντρώνεται σε ορισµένες οργανώσεις από την επεξεργασία πλαισίων πάλης, διεκδικήσεων, αιχµών, πείρα που µπορεί να γενικευτεί. Η ενασχόληση µε το σύνολο της ζωής των φοιτητών, των όρων σπουδών, µόρφωσης, πτυχίου, επαγγελµατικής προοπτικής, για ζητήµατα επιστήµης - έρευνας, ψυχαγωγίας, αθλητισµού, πολιτισµού είναι κατεύθυνση που βοηθά να δραστηριοποιηθούν ευρύτερες δυνάµεις, βοηθά σε αρκετές περιπτώσεις να αναδειχτούν και να διεκδικηθούν οι σύγχρονες ανάγκες των φοιτητών. Μπορούµε να χτίσουµε πιο αποφασιστικά στα µέλη κυρίως της ΚΝΕ υπεροχή στηριγµένη στη µαρξιστική µόρφωση και γνώση, στην ικανότητα παρακολούθησης του αντικειµένου σπουδών και ανάπτυξης κριτικής µατιάς, που µπορεί στα παραπάνω να ξεχωρίσει, να µπολιάσει µε τις ριζοσπαστικές - επαναστατικές ιδέες τους νεανικούς προβληµατισµούς και ανησυχίες, να επιδράσει στα βήµατα του κινήµατος.

Βεβαίως, δεν αφαιρούµαστε από το γεγονός ότι απέχει πολύ αυτή η επεξεργασµένη δουλειά να ακουµπάει κάτω, µαζικά στους φοιτητές, κι αυτό αφορά και συλλόγους που συµµετέχουν στο ΜΑΣ.

Είναι καθοδηγητικό ζήτηµα προς κατάκτηση και αφορά τη βοήθεια στα µέλη του Κόµµατος και της ΚΝΕ στα Πανεπιστήµια, να µην είναι αποσπασµατικές οι προσπάθειες ζύµωσης, ενηµέρωσης, διαπάλης µε τις άλλες δυνάµεις για τον προσανατολισµό της πάλης και φυσικά αγωνιστικής δράσης σε αυτό το έδαφος.

Δεν χωράει καµία υποτίµηση στη συζήτηση για την αξία του αγώνα και της συλλογικής - συνδικαλιστικής οργάνωσης, για την ανάγκη να υπάρχει φοιτητικός σύλλογος, µε τη µαζική συµµετοχή φοιτητών, που είναι όπλο στην αγωνιστική, συλλογική, οργανωµένη πάλη για τα δικαιώµατά τους. Να αναδεικνύεται αυτό µε πολύµορφη δραστηριότητα σε όλα τα επίπεδα (για το µέλλον των αποφοίτων, δράσεις µε βάση επιστηµονικό αντικείµενο, για θέµατα Πολιτισµού, Αθλητισµού, Ιστορίας κ.λπ.), ξεχωρίζοντας την ευθύνη µας πρώτα και κύρια εκεί όπου οι δυνάµεις µας είναι πλειοψηφία στα ΔΣ. Χρειάζεται µεγαλύτερη στήριξη η προσπάθεια για µαζικοποίηση των συλλόγων, για αλλαγή συσχετισµών εκεί όπου είµαστε µειοψηφία, η µελέτη και αξιοποίηση των υποδοµών που διαµορφώνονται στο φοιτητικό κίνηµα, η δυνατότητα δηµιουργίας µορφών οργάνωσης στο έτος και το τµήµα, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχει πλήρης απουσία συλλογικής διεκδίκησης λόγω και της διαλυτικής κατάστασης σε συλλόγους, η διαδικασία διαµόρφωσης των νέων συλλόγων στα πρώην ΤΕΙ.

 

Με το βλέμμα στραμμένο στο σύνολο της ζωής της νεολαίας

54. Η πάλη των µελών του Κόµµατος και της ΚΝΕ, ιδιαίτερα µέσα στα κινήµατα της νεολαίας, έχει αδιάσπαστο στοιχείο τον αγώνα για τον πολιτισµό και τον αθλητισµό, συνολικά τη δηµιουργική και ποιοτική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, της αναψυχής, του δικαιώµατος στις διακοπές κ.λπ. Επιδιώκουµε να απλωθεί πιο πλατιά και πολύµορφη δραστηριότητα που θα έρχεται σε αντιπαράθεση µε τις συνέπειες της κυριαρχίας της εµπορευµατοποίησης και το ότι τα παραπάνω είναι σήµερα για πολλούς νέους και νέες πανάκριβη «πολυτέλεια» ή χόµπι για όσους προλαβαίνουν. Θα κοντράρεται και στην προσπάθεια αξιοποίησής τους µε πολλούς τρόπους για την προβολή των αξιών και των προτύπων του καπιταλισµού, του ανταγωνισµού, της αστικής ιδεολογίας.

Από αυτήν την άποψη είναι αναγκαία συνολικά η παρακολούθηση των εξελίξεων και η παρέµβασή µας σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Ακόµα πιο επιτακτικό όµως είναι να θέσουµε στην προσοχή µας πώς θα ενταχθούν τα µέτωπα αυτά στις διεκδικήσεις του µαζικού κινήµατος, πώς θα δουλέψουµε µέσα σε πολιτιστικούς, τοπικούς συλλόγους, αθλητικά σωµατεία και χώρους άθλησης, πώς θα αναπτύξουµε και άλλο πρωτοβουλίες, όπως στέκια πολιτισµού για τη νεολαία και όχι µόνο, αθλητικές δραστηριότητες που θα συσπειρώνουν δυνάµεις, θα στέλνουν αγωνιστικό µήνυµα. Οι πρωτοβουλίες που σποραδικά αναπτύσσουµε είναι ιδιαίτερα πετυχηµένες, δεν υπάρχει όµως ολοκληρωµένο σχέδιο στην πλειοψηφία των Οργανώσεων.

Πάλη ενάντια στα ναρκωτικά

55. Η πολιτική της αστικής τάξης απέναντι στο κοινωνικό φαινόµενο της τοξικοµανίας κινείται στον άξονα των πολιτικών «νοµιµοποίησης», καταστολής, «µείωσης της βλάβης», γενίκευσης της χορήγησης υποκατάστατων ηρωίνης, Χώρους Εποπτευόµενης Χρήσης, του αντιεπιστηµονικού διαχωρισµού των ναρκωτικών σε «σκληρά» - «µαλακά». Ουσιαστικά στοχεύει στη διαχείριση του προβλήµατος και όχι στην αντιµετώπισή του.

Ως Κόµµα έχουµε κάνει βήµατα στην ενίσχυση του ιδεολογικού - πολιτικού και κοινωνικού µετώπου απέναντι στη διάδοση των ναρκωτικών και στον τρόπο ζωής που αυτά συµβολίζουν.

Στο επίκεντρο της προσοχής µας χρειάζεται να τεθεί:

α) Η ενίσχυση της πλατιάς συζήτησης µε κατεύθυνση την ανάδειξη των αιτιών του φαινοµένου, στο πλαίσιο του κινήµατος και των δοµών του (τα εργατικά σωµατεία, τους φορείς της νεολαίας, τους Συλλόγους Γονέων, τα αθλητικά και πολιτιστικά σωµατεία).

β) Η µελέτη των συνεπειών της εξάρτησης στη διαµόρφωση συνείδησης και δράσης στους νέους ανθρώπους, αλλά και πώς διαµορφώνεται αντίληψη ανοχής από ανθρώπους που κάνουν περιστασιακή ή και καθόλου χρήση, γεγονός που επιδρά πολλαπλασιαστικά και βαραίνει αρνητικά στην εξοικείωση µε το φαινόµενο.

γ) Η ολοκληρωµένη προβολή του πλαισίου αιτηµάτων και διεκδικήσεων που προβάλλουν το ΚΚΕ και η ΚΝΕ σε όλο το φάσµα της πρόληψης, της θεραπείας, της κοινωνικής επανένταξης και της έρευνας, που θέτει στο επίκεντρο τις αιτίες του φαινοµένου και τις σύγχρονες ανάγκες του ανθρώπου.

δ) Η ανάδειξη ότι µόνο η εργατική εξουσία έχει όλες τις δυνατότητες να εξαλείψει την εξάρτηση από ψυχοδραστικές ουσίες και γι’ αυτό το ΚΚΕ έχει διαµορφωµένο πρόγραµµα για το πώς η εργατική εξουσία θα απαντήσει στο κοινωνικό αυτό φαινόµενο.

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ


56. Το ΚΚΕ αναλαµβάνει µεγάλα καθήκοντα για την ανασυγκρότηση του κινήµατος της εργατικής τάξης, για τη συγκρότηση της κοινωνικής συµµαχίας. Η Κεντρική Επιτροπή εκτιµά ότι µαζί µε τις αρνητικές εξελίξεις υπάρχουν ταυτόχρονα κι εφεδρείες στο κίνηµα, διάφορες εστίες αντίστασης που πρέπει να βοηθήσουµε εµείς να βγουν στην επιφάνεια και να εκφραστούν µε δυναµισµό. Μεγαλώνει η ευθύνη του Κόµµατος, όλων των µελών και στελεχών µας.

Δίνουµε τη µάχη της µαζικοποίησης του οργανωµένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος, πρωτοστατούµε στη σύγκρουση µε τη µοιρολατρία και τον φόβο, την απογοήτευση και τον συντηρητισµό, µε όλες τις αντιδραστικές αντιλήψεις που δυναµώνουν.

Διανύουµε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η σκληρή προσπάθεια των κοµµουνιστών και κοµµουνιστριών, των αγωνιστών που παλεύουµε µαζί για την επίτευξη των στόχων µας, όλες οι επιµέρους πρωτοβουλίες µας, πρέπει µε ενιαίο τρόπο να καταδεικνύουν ότι καµιά εκδοχή της αντιλαϊκής αστικής διαχείρισης στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσµο δεν δίνει απάντηση και λύση στο βασικό πρόβληµα: Σήµερα, ενώ υπάρχουν όλες οι δυνατότητες για να βελτιωθεί το επίπεδο ζωής για εκατοµµύρια εργαζόµενους στη χώρα µας και σε όλον τον κόσµο, τα αποτελέσµατα είναι ακριβώς τα αντίθετα.

Το χάσµα, ανάµεσα στο πώς µπορεί να ζει σήµερα ένας εργαζόµενος και στο πώς τελικά ζει όλο και µεγαλώνει. Σήµερα πλέον, στον 21ο αιώνα, η µελετηµένη πείρα µαζί µε την ίδια την αντικειµενική εξέλιξη των κοινωνιών µπορούν να µας οδηγήσουν στη νέα κοινωνία, αν οι λαοί το βάλουµε στόχο, αν αποφασίσουµε να δείξουµε την πραγµατική µας δύναµη. Ο λαός δεν έχει δοκιµάσει ακόµα τη δύναµή του, εποµένως δεν πρέπει να υπάρχει απογοήτευση για την αποτελεσµατικότητα των αγώνων: Προέχει η προετοιµασία δυνάµεων για την εργατική - λαϊκή αντεπίθεση.

Μέσα στον αγώνα για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, µέσα στον αγώνα ενάντια στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και τη συµµετοχή της χώρας µας στις ιµπεριαλιστικές ενώσεις και σχεδιασµούς, µπορούµε να βρούµε κοινό βηµατισµό µε χιλιάδες εργαζόµενους, µπορούµε να δηµιουργήσουµε ρωγµές στο σηµερινό σάπιο εκµεταλλευτικό σύστηµα, στον συµβιβασµό και τη µοιρολατρία, µπορούµε να συγκροτήσουµε µια µεγάλη κοινωνική συµµαχία, όχι µόνο για να διεκδικήσουµε ανακούφιση από τα σηµερινά οξυµένα προβλήµατα, αλλά και για να διαµορφώσουµε προϋποθέσεις για τη ριζική ανατροπή, τον σοσιαλισµό - κοµµουνισµό.

 

 

 

Αθήνα, 25.1.2021

Η ΚΕ του ΚΚΕ


Παραπομπές:

1.Χρησιµοποιούµε τους σηµερινούς ορισµούς της ΕΛΣΤΑΤ που, εν γένει, µπορεί να διαφέρουν από σχετικούς ορισµούς προηγούµενων περιόδων.

2.Ως µετανάστης καταγράφεται το πρόσωπο που βρίσκεται ήδη 12 µήνες στη χώρα ή πρόκειται να µείνει τουλάχιστον 12 µήνες.

1 σχόλιο:

  1. Μέσα στον αγώνα για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, µέσα στον αγώνα ενάντια στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και τη συµµετοχή της χώρας µας στις ιµπεριαλιστικές ενώσεις και σχεδιασµούς, µπορούµε να βρούµε κοινό βηµατισµό µε χιλιάδες εργαζόµενους, µπορούµε να δηµιουργήσουµε ρωγµές στο σηµερινό σάπιο εκµεταλλευτικό σύστηµα, στον συµβιβασµό και τη µοιρολατρία, µπορούµε να συγκροτήσουµε µια µεγάλη κοινωνική συµµαχία, όχι µόνο για να διεκδικήσουµε ανακούφιση από τα σηµερινά οξυµένα προβλήµατα, αλλά και για να διαµορφώσουµε προϋποθέσεις για τη ριζική ανατροπή, τον σοσιαλισµό - κοµµουνισµό. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου