ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ο μεγάλος «σαλταδόρος» Μιχάλης Γενίτσαρης


Χαρακτηριστική περίπτωση συνθέτη με ανελικτική πορεία στις πολιτικές του ιδέες. Τα τραγούδια του είναι μια σειρά σκαλοπάτια που ξεκινούν απ’ τη ζωή της μαγκιάς του μεσοπολέμου και καταλήγουν στην κορυφή της συνειδητής, ομαδικής Αντίστασης

Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 11 Μαΐου 2005 ο ρεμπέτης, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής  Μιχάλης Γενίτσαρης.

Θεέ μου, ας προλάβαινες, να ‘κανες άλλη κρίση, που ‘χε μανούλα κι αδελφές και έπρεπε να ζήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα, γιατ’ ήταν στην Αντίσταση, τον Στέλιο τον Καρδάρα.
(σσ. ο Στέλιος Σπανός ή Καρδάρας, γεννημένος το 1926 ήταν μέλος του ΚΚΕ, του ΕΑΜ Κοκκινιάς, μαχητής του ΕΛΑΣ Αθήνας και ομαδάρχης της ΟΠΛΑ, που οπλισμένος μόνο με ένα “Parabellum” έκανε απίθανες πράξεις ηρωισμού, πήρε μέρος στη Μάχη της Κοκκινιάς στις 7 Μαρτίου 1944 όπου συνελήφθη μια μέρα μετά το Μπλόκο βασανίστηκε φρικτά και εκτελέστηκε στον Άγιο Διονύσιο της Δραπετσώνας στα 18 του χρόνια -18 Αυγ1944 από ταγματασφαλίτες) Βίντεο  

Ο Γενίτσαρης λέει και επαναλαμβάνει το όνομα και το επίθετο του σκοτωμένου του φίλου σε μια προσπάθεια να το αποτυπώσει για πάντα στην ανθρώπινη μνήμη και φαίνεται πως το κατορθώνει.
Ο ήρωας βγήκε μέσα απ’ τα σπλάχνα του πειραιώτικου λαού, και μάλιστα του πιο χτυπημένου από την αδικία, του προσφυγικού. Όπως λέει και ο ίδιος …
«Μόλις έβαλα μουσική και το ‘παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές οι άλλοι, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε Εαμίτες και αντάρτες και με πήγανε στην πλατεία, στην Κοκκινιά.
Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε, εκεί που ήταν η μεγάλη κεντρική πλατεία.
Και τότες με κάτι παλιά μεγάφωνα που φέρανε, με βάλανε και το ‘παιξα και το τραγούδησα.
Πριν αρχίσω κρατήσανε ένα λεπτό σιγή για τη μνήμη του παλικαριού. Όταν το τραγουδούσα, όλος ο κόσμος έκλαιγε.»

Η νοοτροπία και η στάση του Γενίτσαρη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου είναι αναρχική …έκανε σχέδια με τους φίλους του να βγούνε στο βουνό αντάρτες για να γλυτώσουν από τη σύλληψη και τους χωροφύλακες.
Ωστόσο, δηλώνει ότι είχε συμπάθειες για το ΚΚΕ, από το οποίο επηρεαζόταν, πράγμα που τον έκανε «επαναστατικό» συνθέτη. Η Κατοχή τον κάνει να πολιτικοποιηθεί, να νιώσει το δράμα του λαού και να πάρει θέση στο πλευρό του. Υποκειμενικοί παράγοντες γι’ αυτήν του την εξέλιξη είναι η ανθρωπιά του χαρακτήρα του, η λεβεντιά του, η συμπάθεια του για τους αδύνατους, και η αγάπη του για το άγραφο, το φυσικό δίκαιο και αντικειμενικοί η γερμανική κατοχή που προκαλούσε την οργή και την αγανάκτηση σε κάθε αληθινό πατριώτη και η Εθνική Αντίσταση, με το τεράστιο γόητρό της, που του έδειχνε το δρόμο.
Μια θετική ανθρώπινη μορφή αγωνιστή που τον επηρέασε πολύ ήταν ο Στέλιος Καρδάρας «από τους μεγαλύτερους σαμποτέρ εναντίον των Γερμανών»

Ο θάνατος αυτού του παλικαριού, έδωσε στον Γενίτσαρη την ευκαιρία να γράψει το πιο ανθρώπινο ίσως τραγούδι του. Όπως λέει και ο ίδιος «Πολλά κατορθώματα έκανε αυτό το παιδί, που έχουνε μείνει στο μυαλό όλων. Ακόμα το κουβεντιάζει ο κόσμος. Το όνομα αυτουνού του παιδιού είχε γίνει ύμνος, είπαμε, στον Πειραιά και όλοι κλάψανε που χάθηκε. Μεγάλος πατριώτης, ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε.» Μόλις έμαθε το φόνο του αντιστασιακού, ο Γενίτσαρης, με χέρια που τρέμανε, έπιασε χαρτί και μολύβι και ύμνησε το θάνατο του κι ύστερα έπιασε το μπουζούκι του και τραγούδησε:
«Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά, Παλιά και Νέα Κοκκινιά, κλάψε κι εσύ τώρα, ντουνιά, πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά.
Τον πιάσαν γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες τον Στέλιο τον Καρδάρα μας, στο Ρέντη, οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε προς τον Άγιο Διονύση, δέκα ντουφέκια του ‘ριχναν, ώσπου να ξεψυχήσει.

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο χρονικογράφος της κατοχικής Αθήνας και του Πειραιά, και κυρίως της μαύρης αγοράς και των τολμηρών σαλταδόρων γεννήθηκε το 1917 στον Πειραιά. Βρισκόταν και αυτός προπολεμικά ανάμεσα σε προλετάριο και λούμπεν, όπως ο Βαμβακάρης. Από δεκαπέντε χρονών παιδί δούλευε σε βαρελάδικο, τα βράδια ωστόσο ζούσε τη ζωή της μαγκιάς. Με τα πρώτα του λεφτά αγόρασε μπυζούκι κι αυτό έγινε η αιτία να ανοίξει λογαριασμούς με την αστυνομία και να λερώσει το ποινικό του μητρώο: ένας αστυφύλακας του έσπασε το μπουζούκι και αυτός του όρμησε και τον έσπασε στο ξύλο, τον έστειλε στο νοσοκομείο ενώ ο ίδιος δικάστηκε και πλήρωσε άσχημα.
Τα προπολεμικά τραγούδια του εκφράζουν κι αυτά τη ζωή του κοινωνικού περιθωρίου, όπως φαίνεται και στο πρώτο τραγούδι που έγραψε: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι | κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι | αντί σχολειό μου πάγαινα μεσ’ στου Καραϊσκάκη | έπινα διάφορα πιοτά, να μάθω μπουζουκάκι.»

Σε λίγα χρόνια παράτησε το λεβητοποιείο κι άρχισε να ανοίγει μαγαζιά (καφέ-ουζερί) με μπουζούκια, που όμως κλείσανε το ένα μετά το άλλο, γιατί το χρήμα δεν στέριωνε στα χέρια του.
Στη συνέχεια δούλεψε σε άλλα κέντρα, όπου σύχναζαν μάγκες και περιθωριακοί. Μετά τον αστυφύλακα, τα βάζει με έναν ενωμοτάρχη και τραυματίζει έναν ανθυπολοχαγό (και οι δύο ήταν ερωτικοί του αντίζηλοι). Με αυτόν τον τρόπο, γνωρίζει τη ζωή του φυγόδικου, του υπόδικου, του φυλακισμένου, και τελικά του ποινικού εξόριστου, στα χρόνια του Μεταξά, με το χαρακτηρισμό «δημόσιος κίνδυνος».
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης εκφράζει σε πολλά από τα τραγούδια του το μίσος που επικρατούσε για τους μαυραγορίτες.
Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες | Θα τους κρεμάσουνε και αυτούς όπως τους δυο λαδάδες | Που τους κρεμάσαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα | κι όσοι περνάγαν από εκεί τους έφτυναν το πτώμα | Προσέχτε οι υπόλοιποι μην το παίρνετε στα αστεία | γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.

Μετά το «εγώ μάγκας φαινόμουνα», που έγραψε στα 17 του, βρέθηκε στο πάλκο του θρυλικού «Δάσους» του Α. Βλάχου στο Βοτανικό να συνεργάζεται με τον Βαμβακάρη, τον Παγιουμτζή, τον Τσιτσάνη, τον Κηρομύτη, τον Δελιά κά.

«Πολέμησα -θυμόταν ο ίδιος- τους Γερμανούς με τους σαλταδόρους». Η εμπειρία του αυτή έγινε τραγούδι και μάλιστα εμβληματικό: είναι ο θρυλικός «Σαλταδόρος»… «Εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω | σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω | Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω».

Μετά την απελευθέρωση, ο Γενίτσαρης συνέχισε την πορεία του στα λαϊκά πάλκα. Έπαιζε σε μαγαζιά μέχρι το ’52 οπότε αποσύρεται και αρχίζει να ασχολείται με το εμπόριο λαχανικών.
Έγραψε περί τα 700 τραγούδια, αλλά από αυτά πολύ λίγα γραμμοφωνήθηκαν. Τραγούδια του, βέβαια, ερμήνευσαν κατά καιρούς μερικοί από τους μεγαλύτερους του λαϊκού τραγουδιού: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Παγιουμτζής, Διονυσίου, Βιτάλη, Αλεξίου, Νταλάρας, Μητσιάς, Γλυκερία κά.

Στη Μεταπολίτευση επανέρχεται με τρία τραγούδια στο δίσκο «Ρεμπέτικα της κατοχής». Συνεργάστηκε με τους Βαμβακάρη, Μπάτη, Μπαγιαντέρα, Μίνου, Εσκενάζυ κά. Το τελευταίο του cd κυκλοφόρησε το 2001 με τίτλο «Μιχάλης Γενίτσαρης – Ρεμπέτικοι δρόμοι». Το ’92 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Μάγκας από μεράκι».

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαγιάννης

 Αλτ

 

O Σαλταδόρος

Μεςστη Φυλακή που Μπήκα

ΡεμπέτικαΤης Κατοχής

Μεπιάσανε επί Μεταξά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου