6/10/1943 Η Μεγάλη Μάχη και η καταστροφή της Μακρακώμης
Μάρτυρας αυτόπτης αυτής της μεγάλης μάχης της Μακρακώμης, ο Κώστας Αρ.
Καραγιώργος, ανώτερο στέλεχος του ΕΑΜ της Ρούμελης τότε, γράφει:
«Οι Γερμανοί κινήθηκαν απ’ τη Λαμία, σε μια φάλαγγα από 150 - 200
αυτοκίνητα με κανόνια, πολυβόλα, αυτόματα και τουφέκια. Μπροστά απ’ τη
φάλαγγα βρίσκονταν τέσσερις μοτοσυκλετιστές για αναγνώριση κι ύστερα απ’
αυτούς, δυό τάνκς.
Οι επικεφαλής των Εθνικών αντιστασιακών αντάρτικων δυνάμεων του ΕΛΑΣ, αξιωματικοί και καπεταναίοι, ενεργούντες ψύχραιμα και μεθοδευμένα, κατέλαβαν τις επίκαιρες θέσεις, πούχαν επιτελικά πρκαθοριστεί, γιατί είχαν διαταγή της 13ης Μεραρχίας, να κρατήσουν οπωσδήποτε τη Μακρακώμη ή τουλάχιστον, να κάνουν πολύ δύσκολο το πέρασμα του εχθρού προς της Σπερχειάδα.
Με το συναγερμό που δόθηκε, ο διοικητής του 342 τάγματος γενναίος Ταγματάρχης Γερακοβούνης, κατένειμε τις δυνάμεις του τάγματός του κατά την ακόλουθη τάξη: Ο διοικητής ενός Λόχου του 342 τάγματος, ΑΗΤΤΗΤΟΣ, με δυό αντιαρματικά, δυο βαρειά πολυβόλα φίατ και τρία οπλοπολυβόλα, πιάσανε το άκρο όπως μπαίνουμε στη Μακρακώμη απ’ τή Λαμία κι ανάλογες θέσεις, το Τάγμα Θανάτου με το γενναίο αξιωματικό και Δ)τή του Τάγματος ΝΤΙΝΟ ΓΙΑΝ- ΝΑΚΟΠΟΥΛΟ, που το αποτελούσαν διαλεχτά παλληκάρια κυρίως της Ρούμελης και των γύρω χωριών. Επίσης και το εφεδρικό σύνταγμα του Παπαγυαλιά, που το αποτελούσαν, νέα και γενναία παλληκάρια, απ’ τη Σπερχειάδα και την περιοχή της, κράτησαν επίκαιρες θέσεις στα πλάγια του εχθρού.
Όταν δόθηκε η διαταγή πύρ, απ’ το στρατιωτικό διοικητή του 342 τάγματος, με τις πρώτες ομοβροντίες και το κροτάλισμα των αντιαρματικών, των πολυβόλων, οπλοπολυβόλων και τουφεκιών των διαλεχτών ανταρτών, εξουδετερώθηκαν αμέσως οι τέσσερις μοτοσυκλετιστές, εξουδετερώθηκαν τα δυό τάνκς, ενώ τριάντα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν σε σημείο ημιπανικού, πράγμα που ανάγκασε τις γερμανικές δυνάμεις σε υποχώρηση. Υποχωρώντας οι ορδές του Χίτλερ, δέχονταν απ’ τα πλευρά καταιγισμό πυρών, του ηρωικού εφεδρικού συντάγματος, του ταγματάρχη Θ. Παπαγυαλιά, πούχε λάβει μέτρα για τη ματαίωση πιθανής γερμανικής ενίσχυσης απ’ τη Λαμία.
Η μάχη της Μακρακώμης, διάρκεσε μέχρι το σούρωπο, οπότε οι Γερμανοί γύρισαν ξανά στη Λαμία, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Κοντά στο μεσημέρι, έφθασε απ’ το Γενικό Αρχηγείο κι ειδικά απ’ τη 13η Μεραρχία, ο καπετάν Τάσος Λευτεριάς (Βαγγέλης Παπαδάκης), απ’ το Ρέθυμνο Κρήτης, που σε συνεργασία με τους διοικητές των δυό Ταγμάτων, θανάτου και 342, συντόνισαν τις προσπάθειές τους, στην αντιμετώπιση των ναζί επιδρομέων. Στη μάχη της Μακρακώμης, πολέμησαν γενναία, όλοι οι μαχητές αντάρτες του ΕΛΑΣ, του 342 Τάγματος Μπεγνή - Γερακοβούνη, του διαλεχτού Τάγματος Θανάτου και του ηρωικού εφεδρικού Συντάγματος.
Ιδιαίτερα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ο ηρωισμός κι η ενεργητικότητα των δυό διοικητών των Ταγμάτων Γερακοβούνη και Ντίνου Γιαννακολόπουλου, που αψηφούντες τον κίνδυνο, έτρεχαν από μονάδα σε μονάδα, πολυβολεία κι οπλοβολεία, εμψύχωναν τους ηρωικούς αντάρτες και κατεύθυναν την όλη επιχείρηση ενάντια στους επιδρομείς. Αλλά παράλληλα θα πρέπει να εξαρθεί η απαράμιλλη γενναιότητα των υποψήφιων ανθυπολοχαγών του ΕΛΑΣ, της Σχολής Ρεντίνας, που πήραν μέρος στη μάχη κατά των Ναζί και μάχονταν για να φράξουν το δρόμο των εισβολέων προς Μακρακώμη και Σπερχειάδα.
Αυτές όλες οι πιο πάνω ηρωικές δυνάμεις του ΕΑΑΣ, πήραν μέρος στη μεγάλη μάχη της Μακρακώμης το πρωί της 6ης Οχτώβρη 1943, που διάρκεσε 9 ολόκληρες ώρες και δεν ήταν μόνο το γενναίο ηρωικό Τάγμα Θανάτου. Απόδειξη τρανή της συμμετοχής και του 3/42 Τάγματος στη σκληρή αυτή μάχη, ήταν οι δύο ηρωικοί νεκροί μαχητές του, ο Μπλατσάρας απ’ τη Στυλίδα κι’ ο Μανώλης Αλαμάγκος απ’ το Νιχώρι Γούρας».
Ο Διοικητής του Τάγματος Θανάτου ΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, μας έδωσε ένα πρόχειρο χρονικό ύστερα από επίσκεψή μας στο σπίτι του, στην Αγ. Παρασκευή, που αναφέρει:
ΤΑΓΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: Δύναμη 130 άνδρες, 6 πολυβόλα με 1.500 σφαίρες το καθένα, δηλαδή για 3' μάχη.
ΓΕΡΜΑΝΟΙ: Τάγμα των Ες - Ες, 700 άνδρες, 2 άρματα μεσαία, πολλοί και πολλά μυδράλια.
Έως τη μια το μεσημέρι σπάζουν οι επιθέσεις τους.
Στις 2.15' νέα φάλαγγα περί τα 15-20 αυτοκίνητα, έρχονται για ενίσχυσή τους μαζί και 4 πυροβόλα των 105 χιλ. «σκόντα» μακρόκανα (3 μέτρα κάνη) συρόμενα με ερπύστριες.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΚΡΑΚΩΜΗΣ
Ο Νίκος Καρκάνης γράφει:
Αν η Σπερχειάδα μπορεί να περηφανεύεται γιατί κατέχει το προβάδισμα στη Ρούμελη —μια και ο ' Αρης με το Θάνο, το Νίκο Αέβα και τους άλλους πρωτοπόρους συντρόφους τους από κει ύψωσαν το λάβαρο της Εθνικής Αντίστασης στις 24 Μάη 1942— η δίδυμη αδελφή της η Μακρακώμη —απέναντι στην αριστερή όχθη του Σπερχειού— κατέχει το τιμητικό προνόμιο ότι πάνω της ξέσπασε η λύσσα των καταχτητών και έγινε ολοκαύτωμα μα δεν προσκύνησε, δε λύγισε.
Η Μακρακώμη είχε την εύνοια της τύχης να λευτερωθεί πολύ νωρίς απ’ τον ΕΛΑΣ, το 1943 και από τότε στάθηκε το προχωρημένο φυλάκιο. Κτισμένη στα ριζά, απλώνεται μπροστά της ανατολικά ο κάμπος που αποτελούσε στα χρόνια της κατοχής ένα είδος ουδέτερης νεκρής ζώνης ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς. Η Μακρακώμη ήταν η «Πύλη» της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.
Αντίκρυ της στο Καστρί οχυρωμένοι οι Γερμανοί βομβάρδιζαν αδιάκριτα με το πυροβολικό και τους όλμους τους όπου τα παρατηρητήριά τους διέκριναν «ύποπτες» μαζικές κινήσεις τη μέρα ή φωτιές τη νύχτα. Τα υψώματα πού ’ναι στο προσκεφάλι της όπως και οι παρυφές του σπιτιού της προς τη Μάκρη, εκεί προς την εκκλησιά, ήταν περιχαρακωμένα. Παντού χαρακώματα που είχαν σκάψει οι Μακρακωμίτες με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ για να προστατέψουν την Κωμόπολή τους από τους επιδρομείς. Οι κάτοικοί της ζούσαν μέρα - νύχτα κάτω από τον τρόμο. Μοιράστηκαν την μπουκιά τους με τους αντάρτες. Τη νύχτα συνήθως εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και κοιμόνταν στο ύπαιθρο. 'Ανδρες, γυναίκες και παιδιά με το ηλιοβασίλεμα ανηφόριζαν προς την Τσούκα ή έπαιρναν τη ρεματιά προς τη Βίτωλη και τον Πύργο, ενώ οι αντάρτες αγρυπνούσαν στα χαρακώματα. Περίπολοι του ΕΛΑΣ με συνοδούς Μακρακωμίτες εφεδροελασίτες προωθούνταν τη νύχτα στον κάμπο και κυρίως κοντά στην κοίτη του Σπερχειού που μια - δυο φορές χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί για να αιφνιδιάσουν τον ΕΛΑΣ με την υπόδειξη «κακών» Ελλήνων που πρόδιναν τους συμπατριώτες τους. Έτσι οι Μακρακωμίτες οργανωμένοι στο ΕΑΜ έζησαν στην πρώτη γραμμή του πυρός και αγόγγυστα πρόσφεραν πολλές θυσίες και πολύτιμες υπηρεσίες στην Εθνική μας Αντίσταση και μπορεί νά ’ναι γι' αυτό περήφανοι.
Παράλληλα, πιστοί πρωτοπόροι αγωνιστές της Μακρακώμης έφεραν σε πέρας πολύ επικίνδυνες αποστολές στα μετόπισθεν του εχθρού. Ο ΕΛΑΣ, με την πολύτιμη συμβολή των παράνομων οργανώσεών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε απλώσει ένα ευρύ δίχτυ πληροφόρησης που έφτανε ως τη Λαμία και από κει ως την πρωτεύουσα της χώρας. Και είναι αλήθεια πως πάρα πολλές φορές πληροφορίες για επικείμενη επιδρομή των Γερμανών έφτασαν έγκαιρα μέσα απ’ αυτό το δρόμο και οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν αντί να αιφνιδιάσουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ. Πολλαπλές ήταν οι υπηρεσίες που πρόσφεραν οι εφεδροελασίτες και οι άλλοι αγωνιστές που δρούσαν με χίλιους τρόπους στα μετόπισθεν του εχθρού. Έρχεται τώρα στο νού μου η περίπτωση. Αγωνιστές της οργάνωσης της Λαμίας στην είσοδο της πόλης από την Αθήνα άλλαξαν τους σηματοδότες της τροχαίας. Έστρεψαν τους δείχτες που έγραφαν προς Δομοκό — Λάρισα, προς Καρπενήσι και να, ένας Γερμανός μοτοσυκλετιστής έφτασε στη Μακρακώμη, πεσκέσι.
Έξι Οχτώβρη σήμερα. Για τη μέρα αυτή η Μακρακώμη μπορεί να αισθάνεται ιδιαίτερη περηφάνεια και τιμή. 40 χρόνια πριν, σα σήμερα, ένας λόχος ΕΛΑΣιτών του 36ου Συντάγματος της XIII Μεραρχίας απόκρουσε αποτελεσματικά επίθεση 700 ανδρών των Ες - Ες έξω από τη Μακρακώμη. Οι Ούννοι με 71 αυτοκίνητα, 3 τάνκς, 4 αλυσιδοφόρα και 4 κανόνια, ξεκίνησαν για να πατήσουν το λίκνο του αντάρτικου, το Καρπενήσι. Οκτώ ώρες κράτησε η μάχη αυτή. Τα γύρω υψώματα και η ίδια η Μακρακώμη ανασκάφτηκαν κυριολεχτικά απ’ τα εχθρικά πυροβόλα και τους όλμους. Μα τελικά ο εχθρός δεν πέρασε. Αναγκάστηκε ηττημένος, με βαριές απώλειες να επιστρέψει στη Λαμία. Οι λίγοι ΕΛΑΣίτες τους θέρισαν με το νέο οπλισμό που είχαν πάρει αφοπλίζοντας λίγες μέρες πριν τους Ιταλούς μετά τη συνθηκολόγησή τους. Η θρυλική αντάρτισσα Θύελλα πολέμησε πλάι στους συντρόφους της παλικαρίσια και διακρίθηκε. Σκότωσε ένα Γερμανό και μέσα από τα πυκνά πυρά που σα σφήκες σφύριζαν γύρω της όρμησε και έσυρε τη μοτοσυκλέτα προς τα πίσω. Η άτυχη Θύελλα που γλύτωσε από τις γερμανικές σφαίρες στη Μακρακώμη, όπως και σε τόσες άλλες μάχες με τους καταχητές, σκοτώθηκε το Δεκέμβρη, κοντά στην Ομόνοια από «συμμαχική» αγγλική σφαίρα! 0 ΕΛΑΣ στη μάχη αυτή είχε ένα νεκρό, το Βασ. Δροσίνη, μυλεργάτη που ξεψύχησε ενώ η μάχη συνεχιζόταν ψελλίζοντας!
«Συναγωνιστές αφήστε με μένα, χτυπάτε τα σκυλιά... Ζήτω η λευτεριά»!
Για τη μάχη της Μακρακώμης εστάλη τότε τηλεγράφημα από το στρατηγείο των συμμάχων στη Μ. Ανατολή το οποίο έγραφε "Συγχαίρουμε εσάς για την επιτυχή έκβαση της Μάχης της Μακρακώμης, εναντίων των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και ευχόμαστε το λοιπόν όπως όλοι οι αγώνες εναντίον του κοινού εχθρού έχουν επιτυχία. Ο εγγλέζος Ταξίαρχος Κρις Γουντχάουζ επικεφαλής του συμμαχικού στρατηγείου."
Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟ-IΤΑΛΟΥΣ
Η καταστροφή της Μακρακώμης απ’ τους Γερμανοϊταλoύς
Στις 25 Μαρτίου του 1945 ο αείμνηστος συμπολίτης μας δικαστικός υπάλληλος Γιάννης Καραχρήστος ταραγμένος από το κάψιμο του χωριού έγραψε το παρακάτω ποίημα. Δεν είναι η μορφή, η γλώσσα που δίνει αξία στο ποίημα. Είναι η αμεσότητά του με τα γεγονότα της εποχής. Η φωτιά, οι σκοτωμοί, οι ατιμίες. Οι αγώνες των ανθρώπων που τράβηξαν στο βουνό για να πολεμήσουν τον κατακτητή συνεχίζοντας τους ένδοξους αγώνες του 1821. Η καμμένη εκκλησία από τη μια. Η χαραυγή της λευτεριάς από την άλλη. Τις εικόνες αυτές μας δίνει το ποίημα. Διαβάζοντάς το οι παλιότεροι σίγουρα θα δακρύσουν. Και οι νεότεροι θα πάρουν μια γεύση της ταραγμένης και σκληρής εκείνης εποχής.
"-Ποιο νά ’ναι τούτο το χωριό, ποιά νά ’ναι αυτή η Κώμη πούναι τα σπίτια της σωροί κι εκκλησιές της σκόνη;
-Ποιος τάχα νά ’ναι ο τόπος δω, ποιά τάχα η- πολιτεία; που δεν απόμεινε τοίχος ορθός, μηδέ και εκκλησία;
-Ποιά νά ’ναι τα υψώματα, τα οργωματισμενα πούναι μ’ ανθρωποκόκκαλα και σίδερα σπαρμένα;
-Εδώ τα πάντα μαρτυρούν γίναν μεγάλες κρούσεις, γίνανε μάχες τριμερές κι αμέτρητες συγκρούσεις.
-Εκείθε βλέπεις κόκκαλα ανθρώπινα στη στάχτη που τους εκάψαν ζωντανούς.
-Εδώ σταυρό αντάρτη
-κι εκεί κιβούρι Γερμανού και πέρα άλλα σημάδια που κρύβουνε Γερμανικά αμέτρητα κουφάρια".
"-Ποιός τάχα. νά ’ναι ο τόπος εδώ ποιά τάχα η πολιτεία που δεν απόμεινε τοίχος ορθός μηδέ και εκκλησία;
-Ξένος πως είσαι φαίνεται κι αλαργινός, διαβάτης και δεν γνωρίζεις τo χωριό που πλέει μέσ’ στη στάχτη.
-Αυτό το χώμα που πατείς είναι ιερό και Αγιο γιατί με αίμα βάφτηκε παλληκαριών τρισάγιο!
-Είναι το χώμα που πατείς του Σπερχειού η κοιλάδα δεν βρίσκεται ενδοξότερη κοιλάς μέσ’ στην Ελλάδα!
-Και το χωριό που βρίσκεσαι δεν είναι άλλη κώμη
-είναι το υπερ τρισένδοξο χωριό η Μακρακώμη!
-Εδώ πρωτοξαστερωσε της χαραυγής τ’ αστέρι εδώ πρωτοεφύσηξε της λευτεριάς τ’ αγέρι.
-Εδώ ποωτοεσήμανε ανάστασης καμπάνα εδώ της επανάστασης πρωτάναψε η λαμπάδα.!
-Γι’ αυτό εδώθε διάβηκε του Ούνου το ποδάρι κι όσους ευρήκε περασε όλους με το χαντζάρι.
-Κάψαν, ρημάξαν δείρανε, γυναίκες ατίμασαν μικρά παιδιά καί γέροντες στην oμηρία αρπάξαν".
-Μ’ από τα αποκαΐδια, της
-και μέσα απ’ τους καπνούς της
-η λευτεριά ξεπήδησε
-και ζήτω - ζήτω φώναξε
-σαν πρώτα ανδρειωμένη
-στη γη, στην Οικουμένη".
Έτσι η όμορφη Κωμόπολή μας χάθηκε και τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Την επισκεφθήκαμε πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής μας απ’ τις νάρκες που άφηναν οι Γερμανοί, όταν ακόμα άχνιζαν τα ερείπια απ’ την πυρπόληση και τις ανατινάξεις.
Ένα απέραντο νεκροταφείο! Μόνο γάτες και σκυλιά κυκλοφορούσαν πεινασμένα ψάχνοντας πάνω στα ερείπια των σπιτιών της.
Οι κάτοικοι της Μακρακώμης και των άλλων χωριών του κεντρικού δρόμου, με την εμφάνιση των κατοχικών στρατευμάτων, έφευγαν, όσοι μπορούσαν, προς τα ορεινά χωριά των γύρω βουνών, για ασφάλεια.
Το καλοκαίρι του 1944, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν 20 περίπου μεταγωγικά και οδηγούς, για αντίποινα, τους τυράννισαν, τους τουφέκισαν και τελικά τους έκαψαν σε μεγάλο λάκκο στην αυλή του σπιτιού του Θύμιου Παπαευθυμίου, τοποθετώντας συγχρόνως και νάρκη στην είσοδο, δυό περίπου μέτρα, πριν απ’ την μεγάλη αυλόπορτα το σπιτιού.
Πληροφορηθήκαμε το τραγικό γεγονός, όταν έφυγαν οι Γερμανοί και με συντροφιά συμπολιτών πήγαμε να δούμε το απάνθρωπο έγκλημα των χιτλερικών.
Η συντροφιά θα ήταν νεκρή, αν ένας από μας δεν έβλεπε το «συρματάκι» της νάρκης στην είσοδο.
Αποσυρθήκαμε αμέσως απέναντι, πίσω απ’ το αυλάκι και τον πλάτανο που ήταν τότε, κοντά στο δρόμο και με πέτρες σημαδεύαμε το «συρματάκι», που όταν το πετύχαμε, έγινε η τρομακτική έκρηξη της νάρκης.
Με την εξουδετέρωση της νάρκης και με πολλή προσοχή ανιχνεύοντας το έδαφος, φθάσαμε στο εσωτερικό της αυλής του σπιτιού, παρατηρώντας το μακάβριο λάκκο. Είδαμε τους καμένους νεκρούς με μεγάλες πρόκες μπηγμένες στα κρανία τους.
Η τραγική αυτή εικόνα, που είναι αδύνατο να περιγράφει, φανέρωσε τον πολιτισμό των τρελών ηγετών Χίτλερ και Μουσολίνι, που κατέβηκαν με τα πανίσχυρα στρατεύματά τους στη χώρα μας, που γέννησε τη δημοκρατία και τον πολιτισμό, να δημιουργήσουν ένα τάχα, καλλίτερο κόσμο.
Ο συμπατριώτης μας απ’ τη Μάκρη Κώστας Τουρλάκης Θυμάται την Κατοχή
Οσοι ζήσαμε την πείνα της κατοχής του 1941 - 1944 και τις επιδρομές των κατοχικών γερμανοϊταλικών στρατευμάτων στην περιοχή μας μετέπειτα, θα θυμηθούμε ότι εκείνο τον καιρό πρωταρχικό θέμα των κατοίκων ήταν η επιβίωση.
Γι’ αυτό όλα τα χωριά απ’ το Ζηλευτό και πάνω, που ήταν στο δρόμο Λαμίας — Καρπενησίου, έδιωχναν τα τρόφιμα και τ’ άλλα υπάρχοντά τους στα ορεινά χωριά, για να τα γλυτώσουν απ’ τους επιδρομείς και να ζήσουν τις οικογένειές τους.
Το σύνθημα, «έρχονται οι Γερμανοί», έφτανε απ’ τη Λαμία ή το Ζηλευτό στα χωριά του δρόμου. Χτυπούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών κι όλοι οι χωρικοί απομακρύνονταν με ταχύτητα στα ορεινά χωριά αριστερά και δεξιά του κεντρικού δρόμου απ’ όπου θα διέρχονταν η Γερμανοϊταλική φάλαγγα.
Αλλ’ ας αφήσουμε τον Κώστα Τουρλάκη, που σήμερα εργάζεται στην ταβέρνα του γιού του Αχιλλέα στην Αγία Παρασκευή (Ελευθερίου Βενιζέλου 72), να μας διηγηθεί ζωντανό περιστατικό μιας μεγάλης επιδρομής των Γερμανών στο Καρπενήσι:
Ηταν καλοκαίρι του ’43 κι αποφάσισα ένα πρωινό να φορτώσω τη φοράδα μου με τρόφιμα κι άλλα πράγματα να τα σώσω στην Απάνω Φτέρη, γιατί εκείνη την εποχή οι Γερμανοί έκαναν συχνές επιδρομές προς τη Δ. Φθιώτιδα, κι αναγκαστικά περνούσαν απ’ το χωριό μου, τη ΜΑΚΡΗ, όπου έπιαναν αιχμαλώτους, την λεηλατούσαν και την έκαιγαν. Σύμπτωση, εκείνο το πρωινό να χτυπήσουν οι καμπάνες της εκκλησιάς (σύνθημα ότι έρχονται οι Γερμανοί) και να μην προλάβω να φορτώσω τρόφιμα κι άλλα πράγματα. Φόρτωσα στη φοράδα με τη γυναίκα μου γρήγορα - γρήγορα τα 4 μικρά μας παιδιά: το Θύμιο, την Ολγα, τον Αχιλλέα και το Δημήτρη και με ταχύτητα, αφού περάσαμε το Σπερχειό, κατευθυνθήκαμε προς τη Μεσοποταμία (Χαλίλη). Αφήσαμε εκεί τα παιδιά μας και γυρίζαμε με τ’ άλογο στο χωριό ν’ αρπάξουμε ό,τι τρόφιμα και άλλα πράγματα μπορούσαμε.
Φθάνοντας στις όχθες του Σπερχειού, βλέπουμε και παρακολουθούμε στον κεντρικό δρόμο τη Γερμανική φάλαγγα, που κινούνταν προς τη Μακρακώμη.
Οταν πέρασαν το χωριό και τα τελευταία οχήματα, βιαστικά τραβήξαμε για εκεί. Μπαίνοντας στα πρώτα σπίτια αντιληφθήκαμε Γερμανούς. Δεν υπολογίσαμε, ότι οι Γερμανοί, περνώντας, θ’ άφηναν μια διμοιρία για φρουρά στο χωριό.
Διώχνω γρήγορα τη γυναίκα μου με τη φοράδα να φορτώσει τα τρόφιμα απ’ το σπίτι μας κι εγώ προσεχτικά έστριψα σ’ άλλο «μαχαλά», όπου στην αυλή ενός σπιτιού που ήταν σωρός από κοπριά, άνοιξα λάκκο και χώθηκα σ’ αυτήν. Αυτός ο σωρός της κοπριάς μ’ έσωσε. Με δυσκόλεψε το χώσιμο του δεξιού χεριού μου, αλλά τελικά το κατάφερα και σφράγισε μέσ’ το σωρό, όλο το σώμα μου. Μόνο το πρόσωπό μου είχε λίγη κοπριά ν’ αναπνέω, άκουσα τους Γερμανούς να χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών για λεηλασία και τα ξαφνικά κακαρίσματα απ’ τις κόττες, που τις κυνηγούσαν να τις πιάσουν. Υπήρχαν κόττες και στην αυλή του σπιτιού που ήμουν θαμμένος και πολλές φορές σκάλιζαν την κοπρία πάνω μου. Τις φώναζα σιγά - σιγά «ξί - ξί - ξί», αλλ’ αυτές, αφού δεν έβλεπαν κανένα, κακάριζαν δυνατά.
Ακουσαν οι Γερμανοί το κακάρισμα κι ήλθαν στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί που τις κυνηγούσαν, ένας Γερμανός πάτησε δίπλα στα μούτρα μου, αλλ’ ευτυχώς έπιασε την κόττα και βιαστικά έφυγε!
Η γυναίκα μου τώρα, που χωρίσαμε, μπαίνοντας στο χωριό, αφού φόρτωσε τα τρόφιμα στη φοράδα, επιστρέφοντας στην άκρη του χωριού, πιάστηκε απ’ τη Γερμανική φρουρά. Για να μην νομίσουν οι Γερμανοί, ότι τα τρόφιμα πήγαιναν για τους αντάρτες, σκέφθηκε έξυπνα και τους έδειξε τετράδια, βιβλία και μολύβια κι ότι τάχα πάει στη Σπερχειάδα, που βρίσκονται τα παιδιά της και φοιτούν στο σχολείο. Φώναξε η φρουρά τον αξιωματικό της, συζήτησαν το θέμα και με το «πίκολα σχολείο», που φώναζε, η Τουρλάκαινα, αφέθηκε ελεύθερη κι έφυγε με τη φοράδα της φορτωμένη, για τη Μεσοποταμίας, κοντά στα παιδιά μας.
Όταν πληροφορήθηκε, ότι έφυγαν οι Γερμανοί, πήρε το δρόμο για τη Μ άκρη να βρεί και να μάθει για την τύχη του άνδρα της. Έφθασε τελικά στο χωριό, κλαίγοντας και φωνάζοντας τον άνδρα της. Στο χωριό, ψυχή δεν υπήρχε. Μόνο γάτες πού και πού κυκλοφορούσαν και νιαούριζαν απ’ την πείνα...
Ως αυτή την ώρα είχαν συμπληρωθεί 9 περίπου ώρες, που ήμουν χωμένος στην κοπριά. Παρέλυοα και σιγά - σιγά έχανα τις αισθήσεις μου. Για μια στιγμή άκουσα γυναικεία φωνή. Ήταν η γυναίκα μου (πρόσφατα πέθανε), που γύριζε τις γειτονιές, φωνάζοντας και κλαίγοντας να με βρεί και πέρασε απ’ το δρόμο, που πολύ κοντά ήταν το σπίτι της κοπριάς. Η ησυχία στο χωριό και η γυναικεία φωνή μ’ έκανε ν’ αρχίσω να τινάζομαι, σιγά - σιγά, να συνέρχομαι κι ύστερ’ από πρόβες, γιατί είχα παραλύσει, σηκώθηκα με εγκαύματα στα γυμνά μέρη του σώματός μου. (Δε φορούσα παντελόνι απ’ τη ζέστη, πριν μπώ στο σωρό της κοπριάς). Άρχισα να βαδίζω πέφτοντας και αφού σηκώθηκα βγαίνω-σιγά - σιγά και προφυλακτικά απ’ το χωριό καί παίρνω το δρόμο για τη Μεσοποταμία, χωρίς να συναντήσω άνθρωπο .- Κατάφερα κι έφθασα στην οικογένειά μου, χωρίς να με γνωρίσουν απ’ τα εγκαύματα και την κοπριά, που ήταν κολλημένη στο σώμα μου. Με γνώρισαν, όταν τους μίλησα. Η χαρά όλων που σώθηκα δεν περιγράφεται.
Για καλή μου τύχη, στο σπίτι που φιλοξενήθηκε η οικογένειά μου, βρέθηκε ο γιατρός κ. Κατσάνης, που τον γνώριζα, μούδωσε γάλα κι ύστερ’ από ένα μπάνιο και τις πρώτες βοήθειες, με ξάπλωσαν στο κρεββάτι.
Δεν πέρασε ώρα, πάλι συναγερμός. Έρχονται οι Γερμανοί και φεύγουν οι άνδρες του χωριού. Μαζί μ’ αυτούς κι εγώ, εξουθενωμένος και εξαντλημένος ακολουθώ. Τί να έκανα; Πέρασα εκείνη τη νύχτα μακριά απ’ το χωριό σε μια Χαλιλιώτικη σούδα με μια κουβέρτα, που είχα μαζί μου. Τελικά σώθηκα! Ήταν μια απ’ τις πολλές περιπέτειες που έζησα, όπως κι όλοι οι συμπολίτες μου και συμπατριώτες μου στα δύσκολα χρόνια της φασιστικής κατοχής κι εύχομαι ποτέ να μην τα ζήσουν οι νεότερες γενιές».
Οι Ελληνίδες στην Εθνική Αντίσταση
Είναι ο τίτλος ιστορικού κειμένου, που έγραψε στο «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» της 1-11-1981 η δημοσιογράφος ΛΕΝΑ ΔΟΥΚΙΔΟΥ.
Διαβάζουμε σε υπότιτλο, που αφορά τη μεγάλη μάχη της ΜΑΚΡΑΚΩΜΗΣ.
Η Θύελλα στη Μάχη
Η Ναυσικά Παπαδάκη, το νεαρό κορίτσι, περιγράφει από πρώτο χέρι μια πολεμική στιγμή της θρυλικής ηρωΐδας του ΕΛΑΣ, Θύελλας (Μένη Παπαηλιού):
... Ήταν η ώρα 8 το πρωί. Προχωρώντας από μια πλαγιά, άκουσα ντουφεκίδι. Συνέχισα, μόνη μου, την πορεία για τη Μακρακώμη. Ξάφνου, άκουσα ομοβροντίες οπλοπολυβόλων. Φοβήθηκα, κατέβηκα και τράβηξα απ’ τα χαλινάρια τα’ άλογο για να προχωρήσει, να μπούμε στη Μακρακώμη, να φτάσω στα γραφεία της οργάνωσης...
Στο δρόμο συνάντησα μια ομάδα αντάρτες.
Πού πας, συναγωνίστρια; μου λένε. Μπροστά στη Μακρακώμη καίγεται το πελεκούδι. Γίνονται μάχες με τους Γερμανούς.
Πάω για τα συσσίτια των παιδιών της Μακρακώμης. Δε γυρίζω πίσω. Πέστε μου, ποιό τάγμα του ΕΛΑΣ πολεμάει;
Το τάγμα θανάτου με το λοχαγό Νίκο Γιαννακουλόπουλο και τον καπετάν Φώτη Παρνασσιώτη, μ’ απάντησαν.
Τότε, ακόμα πιο καλά για μένα. Είναι η Θύελλα εκεί...
Μπήκα στη Μακρακώμη, ρώτησα που είχε στήσει το ταμπούρι της η Θύελλα.
Εκεί, στο σχολείο, ή κοντά στην εκκλησία, μου απάντησαν.
Η Θύελλα μόλις μ’ αντίκρυσε, θύμωσε και μου λέει:
Τί γυρεύεις εσύ εδώ; Δε βλέπεις πώς γίνεται πόλεμος;
Δε φεύγω από κοντά σου, της απάντησα, γιατί νιώθω σιγουριά.
-— Πήγαινε τ’ άλογό σου τ' άσπρο κάτω απ’ αυτόν τον όχτο, μέσα στ’ αυλάκι, για να μη δίνει στόχο, και κάτσε εκεί. Εμείς τους Γερμανούς δεν θα τους αφήσουμε να πάρουν τη Μακρακώμη.
Κρύφτηκα εκεί στον όχτο τ’ αυλακιού ως τ’ απόγευμα, όταν άκουσα να φωνάζουν: Η Θύελλα στον ώμο κουβαλάει τους τραυματίες προς τα πίσω, στις μοτοσυκλέτες να τους μεταφέρουν στο Καρπενήσι.
Ντράπηκα και ξετρύπωσα από κει. Πέρασα μέσα από τα πυρά και πήγα κοντά της.
Ωχ, κι άλλος αντάρτης πέφτει κάτω. Τον είδα! φωνάζει: Κράτα το πολυβόλο μου, λέει, και ρίξε. Κάλυψέ με.
Δεν μπορώ, της λέω. Δεν ξέρω να το χειριστώ.
Δεν άργησε. Μ’ άστραψε ένα χαστούκι και μούβαλε το σιδερικό στο χέρι.
—Άφησε την ταινία να φεύγει κι ας φεύγουν οι σφαίρες στο γάμο του καραγκιόζη. Εγώ θα πάω να τον πάρω.
Θύελλα, πού πας! της φωνάζω. Θα σε σκοτώσουν. Φαίνεσαι από παντού.
Μπορεί νάναι ζωντανός, μου λέει. Κράτα την κάνη σφιχτά μη σε κλωτσήσει προς τα πίσω και σε σκοτώσει.
Κρατούσα εκείνο το σιδερικό κι έφευγαν οι σφαίρες σαν αστραπή κι ούτέ κατάλαβα τι μου γινόταν...
Σε λίγο:
Γύρισε δίπλα στ’ αλογάκι σου, μου λέει. Σου άφησα ένα αμούστακο παιδί βαριά τραυματισμένο. Πήγαινε, και με τη χλαίνη σου σκέπασέ το και θά ’ρθουν να το πάρουν.
Έτρεχα και τα πόδια μου λύγιζαν. Πού νά ’χω την παλικαριά της Θύελλας. Πήγα κοντά του, έβγαλα τη χλαίνη μου, ακούμπησα το κεφάλι του στα πόδια μου. Χάϊδευα το κεφάλι του κι άκουγα το βογγητό. του: «Άχ μάνα μου! Άχ μάνα μου, γλυκιά»!
Και σιγά - σιγά σώπασε, όπως έπεφτε το σκοτάδι, κι εγώ, ακίνητη για να μην τον ξυπνήσω, ονειροπολούσα πως η πατρίδα θα τον δαφνοστεφάνωνε σα θα γλυκοχάραζε η λευτεριά στον τόπο μας.
0 νέος στο γλυκοχάραμα ξεψύχισε στην ποδιά μου, μα εγώ δεν το κατάλαβα. Και, σαν ξημέρωσε,, η Θύελλα μας θυμήθηκε:
— Ακόμα εδώ είστε; φώναξε. Δεν ήρθαν να σας πάρουν;
— Όχι της απάντησα.
Τότε, τον ξεσκέπασε. Τον κοίταξε. Έπιασε το σφυγμό του μα το παλικάρι ήταν νεκρό...
Είκοσι τέσσερις τραυματίες μου είπαν ότι μετέφερε εκείνη τη μέρα η Θύελλα στην πλάτη της στα μετόπισθεν.
Ο ηρωισμός της Θύελλας, που χάθηκε το Δεκέμβρη 1944 στη μάχη της Αθήνας μαζί με την αντάρτισσα Μαρούσκα, μένει στη μνήμη μου άσβηστος. Η Θύελλα (αγωνιστικό ψευδώνυμο), που ανήκε στο τάγμα θανάτου του ΕΛΑΣ, λεγόταν Μελπομένη. Παπαηλιού. Ο άντρας της υπηρετούσε στη Λιβαδειά, ανθυπομοίραρχος Χωροφυλακής...
ΑΡΙΑΔΝΗ ΔΗΜ, ΔΑΛΑΡΗ Μακρακωμίτισσα ηρωίδα της Εθνικής Εαμικής Αντίστασης 1941 - 1944
Η Αριάδνη Δαλαρή ήταν θυγατέρα του άλλοτε εμπόρου Μακρακώμης Δημητρίου
Δαλαρή. Γεννήθηκε το έτος 1911 στην ωραία Κωμόπολη Μακρακώμης -
Φθιώτιδας της οποίας υπήρξε γέννημα - θρέμα.
Από τα μικρά της χρόνια που γράφτηκε στο Δημοτικό Σχολείο μέχρι το τέλος
των γυμνασιακών της σπουδών (Β' Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών), χάρη στο
μεγάλο ζήλο της και την επιμέλειά της πάντοτε αρίστευε με τα
συγχαρητήρια των Δασκάλων και Καθηγητών της.
Μετά το τέλος των γυμνασιακών της σπουδών, έχοντας πλέον την έφεση για
περαιτέρω σπουδές κατόρθωσε με εξετάσεις να εισαχθεί από τις πρώτες στην
Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χάρη στις άριστες
επιδόσεις της και στην όλη ιδιαίτερη κατάρτισή της στο τεχνικό τμήμα της
Σχολής, πήρε τό πτυχίο της Χειρούργου Οδοντιάτρου με τα συγχαρητήρια
όλων των τότε Καθηγητών της και με την παρουσία μάλιστα του ζώντος τότε
πατέρα της, που είχε κληθεί από τους Καθηγητές της να παραστεί κατά την
επίδοση του διπλώματος. της.
Παράλληλα όμως με τις σπουδές της στην παραπάνω σχολή, δεν έπαυσε ούτε
στιγμή να προσπαθεί για τη συμπλήρωση της μόρφωσής της με ξένες γλώσσες.
Χάρη στην ευφυΐα της και τον υπέρμετρο ζήλο της κατόρθωσε να εκμάθει
και να ομιλεί σε σύντομο χρονικό διάστημα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά
και πάρα πολύ καλά Ιταλικά, χωρίς ιδιαίτερες διδασκαλίες.
Μετά τη συμπλήρωση των σπουδών της, ίδρυσε οδοντιατρική, χειρουργική
κλινική στην πόλη της Λαμίας, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της.
Παράλληλα, μετέβαινε μια φορά την εβδομάδα στη γενέτειρά της Μακρακώμη
για την εξυπηρέτηση όλων των συμπολιτών και συμπατριωτών της περιφερείας
της. Ετσι κατόρθωσε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ν’ αγαπηθεί απ’ τον
κόσμο της, χάρη στον ευγενικό χαρακτήρα της και την ευσυνείδητη εργασία
της.
Είναι, πραγματικά αλήθεια, ότι εξυπηρέτησε πάρα πολύ κόσμο αφιλοκερδώς και γι' αυτό είχε την εκτίμησή του.
Η εξυπηρέτησή της, παράλληλα, είχε επεκταθεί τότε και προς την Εθνική
Εαμική Αντίσταση, που με πολλούς τρόπους βοήθησε και αγωνίστηκε για την
επιτυχία του αγώνα της.
Δυστυχώς για την ΑΡΙΑΔΝΗ ΔΑΛΑΡΗ, την εποχή εκείνη βρέθηκαν μερικοί
συνάδελφοί της και άλλα πρόσωπα της περιφέρειας Λαμίας, που μέχρι τώρα
είναι άγνωστα τα ονόματά τους, κινούμενα από επαγγελματική αντιζηλία και
καθαρό μίσος για τον αγώνα της προς την Εθνική Αντίσταση, την κατέδωσαν
στους Γερμανούς αξιωματούχους της φασιστικής Γερμανικής Κατοχής. Ετσι
πέτυχαν την εξόντωσή της που με σχέδιο είχαν επιδιώξει. Είναι πραγματικά
λυπηρό, γιατί οι καταδότες το πέτυχαν: Την 3η Ιουλίου 1944, πολύ πρωΐ,
τα Γερμανικά Ες - Ες κύκλωσαν το σπίτι της στη Λαμία, τη συνέλαβαν, τη
φυλάκισαν και με ομολογία των Ελλήνων διερμηνέων που υπηρετούσαν στις
Γερμανικές αρχές, τη βασάνισαν, την κακοποίησαν με τον πλέον βάρβαρο
τρόπο και τέλος στις 24 Ιουλίου 1944, μαζί με το ζεύγος του δικηγόρου
Λαμίας Αμπλιανίτη και μια άλλη αγωνίστρια με το όνομα Τσάμη, την
τουφέκισαν με εκτελεστικό απόσπασμα, μπροστά στους στρατώνες Λαμίας,
αφού πριν λεηλάτησαν το σπίτι και την κλινική της.
Αυτή ήταν η μοίρα της αγωνίστριας της Εθνικής Εαμικής Αντίστασης, ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΔΗΜ, ΔΑΛΑΡΗ.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
0 κ. ΔΗΜ. Κ. ΚΟΥΤΣΟΥΛΕΛΟΣ στο ημερολόγιό του γράφει:
25 Μαρτίου 1943
Στο ορεινό Ρουμελιώτικο χωριό μου, τρεις μήνες υστερ’ απ’ την αποφοίτησή
μου απ’ το Γυμνάσιο, περνώ τη δύσκολη και δραματική περίοδο της
Κατοχής. Η αγαπημένη μας Ελλάδα, δυό χρόνια τώρα, ύστερ’ από το μεγαλείο
του Σαράντα, που εφώτισε ολόκληρη την ανθρωπότητα και κατηύθυνε τα
πεπρωμένα των Λαών της Γής, βρίσκεται στ’ αβάσταχτα δεσμά της σκλαβιάς. Η
Πατρίδα της Λευτεριάς και της τιμής, χωρίς Λευτεριά και τιμή, πνιγμένη
στο βαθύ σκοτάδι! Αλλοίμονο! Οι βάρβαροι εχθροί εμόλυναν τα δοξασμένα
χώματά μας κι εσκόρπισαν παντού κλάματα και στεναγμούς, δάκρυα και
αίματα! Καμιά ελπίδα δε χάριζε τη γλυκιά προσμονή της χιλιάκριβης
Λευτεριάς.
«Λαύρα, παντού και λύσσα!
Κανένα γλοκοχάραμα, νύχτα, σκοτάδι, πίσσα...».
Ξημερώνει η σημερινή Άγια Μέρα. 122 χρόνια πέρασαν από το 1821 και τώρα
πάλι η Ελλάδα μας στη σκλαβιά. Είναι πεπρωμένο ο δοξασμένος αυτός Τόπος
να γίνεται, στο πέρασμα του χρόνου, ο δοξασμένος Γολγοθάς και μαζί ο
Ιερός Φάρος για τη διάλυση των πνιγηρών σκοταδιών ολόκληρης της
ανθρωπότητας. Η λαμπρή Ιστορία μας μαρτυρεί την υπεροχή και τις αρετές
της περιούσιας Ελληνικής Φυλής. Η Ελλάδα, κύμα ασήμαντο, ξερρίζωσε κι
έρριξε στην άβυσσο, σαν ένα τιποτένιο κουφολίθι, το γιγάντιο Τουρκικό
βράχο κι έδειξε σαν σήμερα, στην κατάπληκτη οικουμένη, ότι οι μικροί κι
αδύνατοι 7 Ελληνες μπορούν, με τη βοήθεια του Θεού, να συντρίψουν τα
βαρειά δεσμά του Τυράννου. Όλοι οι ισχυροί της Γής γονάτισαν, με σεβασμό
και θαυμασμό, όταν είδαν τα αιμάτινα ποτάμια, τ’ απίστευτα ηρωικά
κατορθώματα και τις υπέρτατες θυσίες των μεγάλων προγόνων μας.
Νέκρα, αντί ζωή, βασιλεύει σήμερα παντού. Θρήνοι και στεναγμοί ακούονται
σ’ όλη την Ελλάδα. Η μπότα του Γερμανού φασίστα αντηχεί στους δρόμους
και τ’ άχαρα τραγούδια των Τυράννων προσβάλλουν την αδούλωτη Ελληνική
ψυχή.
Ένας κόμπος ανεβαίνει στα στήθη μου και μέσα μου θεριεύει η αγνή φλόγα
της Λευτεριάς. Κι ύστερα στο νού μου έρχονται σκέψεις πολλές, ενώ η ψυχή
μου ολόκληρη πετά στα περασμένα:
Η Ελληνική ψυχή ποτέ δε σκλαβώνεται. Η αγάπη της για την ανεξαρτησία της
Πατρίδας ξυπνά μέσα της τα ηρωικά κατορθώματα του θρυλικού Εικοσιένα.
Για ν’ αποδείξει:
«Πώς δεν απονεκρώθηκε και πώς θ’ ανθοβολήσει
τώρα. με τα μαγιάπριλα η Βουλωμένη Χώρα...»,
κατά τον ποιητή μας.
Το αθάνατο σύμβολο του Έθνους μας «Λευτεριά ή Θάνατος», στέλνεται σήμερα
εγερτήριο σάλπισμα σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό. Στον ήχο του οι πεσμένοι
σηκώνονται, οι κουρασμένοι παίρνουν νέα δύναμη, οι βυθισμένοι σε
λήθαργο, που νομίστηκε θάνατος, ξυπνούν κι ανασταίνονται. Στη σκλαβιά
εμείς δε ζούμε. Οι ημίθεοι του Εικοσιένα, που προτίμησαν «το βρόχο, παρά
τα γόνατα στη γ ή», απόρθητο μας κληροδότησαν το φρούριο της Λευτεριάς.
Ο Ελληνικός Λαός, που έχει τη δύναμη να ζήσει, έχει τη δύναμη και να
πεθαίνει.
Εμείς οι Έλληνες, Λαός Ιστορικός, έχουμε μέσα στο αίμα μας, από γενιά σε
γενιά, κληρονομική αυτή τη δύναμη. Σκλάβοι σήμερα, κατά τον αισχρότερο
τρόπο, στους ηττημένους και βάρβαρους εχθρούς μας, κάτω απ’ τη θεία
σκέπη της Γαλανόλευκης, θ’ αγωνιστούμε, για να σπάσουμε τις βαρειές
αλυσίδες της τυραννικής δουλείας. Ενωμένοι κι αγαπημένοι, όλοι μας,
μικροί και μεγάλοι, ορκιζόμαστε στο σπασμένο σπαθί του, λιονταρόψυχου
Ήρωα της Αλαμάνας να διώξουμε γρήγορα απ’ τον τόπο μας το βάρβαρο.
Αγώνες και θυσίες, αίματα κι ολοκαυτώματα θέλει η Λευτεριά.
"θα βαφτιστούμε πρώτα στο αίμα, στα παθήματα και κοφτερά στουρνάρια,
στο, μετειρίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν - θα πιούμε τον ιδρώτα
μιας. Θα μείνει μαύρη χήρα η γη μας η ταλαίπωρη, και τα κοιλάρφανά της
θα μάθουν νια χορταίνουνε λαθύρια, βροκανίδες και του νερού τα κάρδαμα,
παρά να τα σαρκώνει του ξένου τ’ άτιμο ψωμί, πόχει προζύμι πάντα:
φαρμάκια, χαταφρόνιες, περίγελα και δάκρυ."
Λέει ο ποιητής μας.
Καμμιά άλλη φορά δεν ένιωσα έτσι, όπως σήμερα, την Άγια Μέρα. Καμμιά
άλλη φορά δε βγήκαν, μέσ’ απ’ την καρδιά μου, τόσο αγνές και τόσο
αυθόρμητες, οι λέξεις: «ΖΗΤΩ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ!».
5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1943
Κάτω στον όμορφο κάμπο του Σπερχειού περνούν αδιάκοπα Γερμανικά
αυτοκίνητα και θωρακισμένα τάνκς, που κατευθύνονται για τη Μακρακώμη. Τα
πολυβόλα αρχίζουν να σκούζουν.
Ολόκληρο το χωριό μου είναι ανάστατο. Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά
παρακολουθούν, μ’ ασυγκράτητη και φρικτή αγωνία, τη γρήγορη κίνηση των
Γερμανικών μηχανοκινήτων. Κανένας δε μιλάει... Τα πολυβόλα σκούζουν
εντονότερα και συνοδεύονται από αραιούς κρότους κανονιών. Φωτοβολίδες με
διάφορα χρώματα υψώνονται στον ουρανό.
Σε λίγο, φτάνουν κοντά μας κυνηγημένοι κάτοικοι των χωριών του κάμπου,
που μας πληροφορούν, ότι οι Γερμανοί κάνουν επιδρομή στον τόπο μας.
Σκοτώνουν, πιάνουν αιχμαλώτους και λεηλατούν τα σπίτια.
Η σύγχυση μεγαλώνει. Σε λίγη ώρα, διακρίνουμε, ότι τρία αυτοκίνητα
φτάνουν στο Πλατύστομο κι άλλα τρία κινούνται για τα Λουτρά .
Πλατυστόμου.
Όλα τα χωριά βρίσκονται σε συναγερμό. Η φοβέρα και η τρομοκρατία του
βάρβαρου κατακτητή απλώνονται παντού. Στα πρόσωπα των δυστυχισμένων
σκλάβων ζωγραφίζονται η απελπισία και η αγωνία, ο φόβος και ο τρόμος, η
θλίψη και η πικρία. Άλλοι κρύβουν βαθειά στη γη διάφορα είδη, άλλοι
μεταφέρουν τρόφιμα έξω απ’ το χωριό κι άλλοι βιάζονται να φύγουν, με
πόνο βαθύ, απ’ τα σπίτια τους.
Οι Γερμανοί βρίσκονται τώρα στο γειτονικό χωριό Ν. Γιαννιτσού, σε
κοντινή απ’ το δικό μας απόσταση. Διακρίνονται οι κινήσεις τους στους
δρόμους και και τα όπλα τους λάμπουν στον Απριλιάτικο ήλιο.
Είναι μεσημέρι. Το χωριό μένει έρημο. Όλοι ζούν έντονα αυτές τις
δραματικές στιγμές και φεύγουν μακρυά απ’ τα σπίτια τους για το βουνό,
σαν τα πουλιά στο μήνυμα φοβερής καταιγίδας. Οι κουρασμένοι άνθρωποι της
ζωής με τα ροζιασμένα χέρια, που μουσκεύουν τη φτωχή γη με τον τίμιο
ιδρώτα τους, περνούν φοβερή δοκιμασία.
Τι φρικτό και συγκινητικό θέαμα!
Τα παιδάκια σκούζουν, τρέχοντας ξυπόλυτα. Οι γονείς οδύρονται. Οι
γυναίκες, αναμαλλιασμένες και πνιγμένες στα δάκρυα, βαδίζουν τον
ανήφορο, φορτωμένες οικιακά είδη.
Στο νού μου έρχονται, με τόση επικαιρότητα, οι στίχοι του ποιητή μας Αριστ. Βαλαωρίτη:
«Έστησε στο κατώφλι μας το νεκροκρέββατό' του ο Χώρος και -μας
καρτερεί. Ξέπλεκες, τρομαγμένες μονάδες αναρίθμητες με κουφωμένα στήθια
φεύγουν τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.
Τα όρνια μυριστήκανε το σκοτωμό, που θάρθει και κρουζουν ανυπόμονα,
τροχίζονταις τα νύχια!...».
Εξω στο δάσος, ανάμεσα στις ρεματιές και στις λαγκαδιές, μας βρήκε όλους
η νύχτα, που άπλωσε, σιγά - σιγά, τα μαύρα της κρέπια. Μολονότι είναι
Απρίλης, το κρύο είναι διαπεραστικό. Γύρω από φωτιές, κατάλληλα
καμουφλαρισμένες, περνούμε τις φοβερές ώρες και θλιβερές σκέψεις περνούν
απ' το μυαλό μας για την αυριανή τύχη μας, αν οι Γερμανοί φθάσουν κοντά
μας. Κάτω στον κάμπο του Σπερχειού, προβολείς φωτίζουν αδιάκοπα κι
ακούονται αραιοί πυροβολισμοί.
Ένας φίλος Αξιωματικός του Στρατού διηγείται διάφορα περιστατικά του
'Επους των Μακεδονικών οχυρών, όπου πολέμησε ηρωικά, τον Απρίλη του
1941. θυμούμαι τους Σουλιώτες και τους Παργηνούς, που έφευγαν στις
αλλεπάλληλες επιδρομές του Αλή Πασά και στη φαντασία μου ζωντανεύουν
γεγονότα και πρόσωπα του Εικοσιένα, που λαμπρύνουν τα φύλλα της Ιστορίας
μας. Σκέπτομαι την καταραμένη και πικρή σκλαβιά, την «ατιμία και την
κακότητα», κατά τον ποιητή μας, στην οποία ζεί σήμερα η Πατρίδα μας.
Τυφεκισμοί, φυλακίσεις, αρπαγές, ερημώσεις, βιασμοί σε βάρος των δύστυχων Ελλήνων είναι τα καθημερινά δραματικά γεγονότα.
Παντού φωτιά, δρεπάνι, τρόμος!... Ως πότε; 'Ως πότε;
Απριλίου 1943
Ακόμη δεν έχει ξημερώσει, χωρίς να κλείσουμε καθόλου μάτι. 0 πατέρας μου κι άλλοι χωριανοί συζητούν για τη σημερινή κίνησή μας.
Θαμπά ακόμη, φεύγουμε απ’ τον «κοιτώνα» μας, με προορισμό τον Άη - Λιά,
που είναι στο ύψωμα του παλιού χωριού. Απ’ εκεί βλέπουμε καθαρά την
όμορφη Ααμία, που, σκλάβα κι αυτή, ζει τη φοβερή δοκιμασία. Είμαστε
συγκεντρωμένοι 45 άτομα. Μαζί μας κι ο παππάς του χωριού. Εκεί είναι και
ο μικρότερος από μένα αδελφός μου. Αποφασίστηκε οι γυναίκες και τα
μικρά παιδιά να επιστρέφουν σήμερα το πρωί στο χωριό, για να
εξευμενίσουν, ίσως, τη μανία των κατακτητών για την απουσία των μεγάλων.
Η ώρα είναι περίπου 8, όταν ξαφνικά ακούονται πυκνοί πυροβολισμοί
πολυβόλων, όλμων και τουφεκιών απ’ την άλλη πλευρά, την περιοχή των
χωριών του Δομοκού. Πληροφορίες βεβαιώνουν, ότι οι τύραννοι κάνουν
συνδυασμένη επιδρομή, για να χτυπήσουν τους σκλάβους, όπου τους βρούν.
Στο εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδας, που απέχει 300 περίπου μέτρα απ’ τη
θέση μας, διακρίνουμε Γερμανούς σκορπισμένους, κατά τρόπο στρατηγικό,
στα χωράφια. Κατευθύνονται προς το ύψωμά μας. Στο μεταξύ, δυό ισχυρές
φάλαγγες πεζών βαδίζουν για το χωριό μας από δυό διαφορετικές
κατευθύνσεις.
Γρήγορα αφήνουμε το ύψωμα και βαδίζουμε ανατολικά για το πυκνό δάσος,
ακολουθώντας ένα δύσβατο χαντάκι, που στα βήματά μας υπερβολικά
βουλιάζει.
Η ομάδα μας βαδίζει γρήγορα. Καμιά μιλιά δεν ακούεται. Μερικά μάτια
στρέφουν πίσω, γεμάτα αγωνία. Σε λίγη ώρα, φτάνουμε σε μια διακλάδωση
του χαντακιού, που γίνεται περισσότερο απότομο, απέναντι από ένα μικρό
συνοικισμό. Η τοποθεσία λέγεται «Κρανόρρεμα». Περνά μια ώρα περίπου,
χωρίς να ξέρουμε πού βαδίζουν οι Γερμανοί. Ξαφνικά, ακούονται απέναντι,
σε μικρή απόσταση, πυροβολισμοί. Η φυγή μας είναι αδύνατη. Διακυβεύεται η
διάσωσή μας. Καθισμένοι στο μήκος του χαντακιού, καμουφλαρισμένοι με
πολλά πεσμένα φύλλα των δένδρων, τηρώντας νεκρική σιγή, περνούμε τις
δραματικές ώρες, δοκιμάζοντας την μεγαλύτερη αγωνία και τον εντονότερο
φόβο.
«Πόσο αργά, που φεύγουνε οι ώρες, σαν μετριούνται, με πόνους, με μαρτύιρια και μ’ άσπλαχνη αγωνία.!
Τέσσερες ολόκληρες ώρες περνούν εκεί. Όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει,
ανηφορίζουμε, με πολλές προφυλάξεις, για τον κεντρικό δρόμο, όπου
διαπιστώνουμε, ότι δεν υπάρχουν Γερμανικά φυλάκια. Ο κίνδυνος πέρασε.
Γλυτώσαμε τη σύλληψη. Ο Παπαθανάσης κάνει ευλαβικά το σταυρό του κι όλοι
τον ακολουθούμε. Απέναντι μας διακρίνουμε, με πολλή αγωνία, το χωριό
μας. Από ένα χωρικό μας πληροφορούμαστε, ότι περίπου 3.000 Γερμανοί
διανυκτέρευσαν στο χωριό.
Ερεύνησαν όλη την περιφέρεια κι άνοιξαν πολλά πολυβολεία. Απείλησαν τις
γυναίκες για τη φυγή των ανδρών και ζήτησαν να παρουσιασθούν την άλλη
μέρα όλοι, χωρίς κανένα φόβο.
Ανάμεσα σε χαντάκια και κρυφά μέρη περνά η δραματική νύχτα.
Στις 6 Απριλίου 1941, οι βάρβαροι επιδρομείς πατούσαν τ' αγιασμένα και
ιερά χώματα της Πατρίδας μας. Σήμερα, ύστερ’ από δυό χρόνια, κυνηγούν
τους σκλάβους της δύστυχης Πατρίδας.
Απριλίου 1943
Νύχτα ακόμη... Κι είναι ασέληνη. Μαζί με το πυκνό και το αδιαπέραστο
σκοτάδι, ο τρόμος και η φρίκη έχουν απλωθεί παντού. ' Ολοι μας, με δέος,
αναμετρούμε το μέγεθος της επερχόμενης τρομοκρατίας.
Ξεκινούμε. Ο τόπος δε μας χωρεί πουθενά. Μακάβριες σκιές μας κυνηγούν.
Βαδίζουμε γρήγορα, μ’ απόλυτη σιγή. Σκοντάφτουμε, χτυπούμε,
ξανασηκωνόμαστε. Ο δρόμος είναι ανώμαλος και η δοκιμασία μας έχει
παραλύσει.
Ύστερ’ από εντατική δίωρη πορεία, φθάνουμε, θαμπά ακόμη, σε μια ψηλή
κακοτράχαλη κορυφή της Όρθρης, την «Καράππα». Κάτω, στο χωριό Περιβόλι -
Δομοκού, οι Γερμανοί πυροβολούν, μόλις ξημερώνει. Απ’ εκεί πάνω,
αντικρύζουμε το φτωχό χωριό μας, παραδομένο στις διαθέσεις των
κατακτητών. Σκεπτόμαστε όλα τα ενδεχόμενα να γίνουν σε βάρος του και
κόμπος μας πιάνει το λαιμό.
'Εξω απ’ το μικρό Σχολείο του χωριού, ο τόπος μαυρίζει απ’ το
συγκεντρωμένο πλήθος των εχθρών. Δυνατές φωνές και στεντόρειες
ζητωκραυγές για τον αρχηγό τους φτάνουν σ’ εμάς.
Σε λίγο, διακρίνουμε εξαιρετική κίνηση. Ένα παλιό αεροπλάνο τριγυρίζει
πάνω απ’ το χωριό. Δυο μεγάλες φάλαγγες σχηματίζονται κι ακολουθούν δυό
διαφορετικές κατευθύνσεις. Πιστεύουμε, ότι θα ερευνήσουν την
ανεξερεύνητη από χθες περιοχή, στην οποία τώρα βρισκόμαστε. Αλλοίμονο
μας!
Αλλά, οι Γερμανοί, όπως διακρίνουμε, ξαναγυρίζουν στον κάμπο.
0 θεός μας εβοήθησε. Έξαλλοι από χαρά, συγκεντρωνόμαστε στη ράχη,
έτοιμοι να βαδίσουμε για το χωριό μας. 0 πατέρας μου κι άλλοι χωριανοί
προχώρησαν κι έφθασαν. Σε λίγη ώρα, φθάνουμε όλοι στο χωριό.
Η πικρή φυγή κι ο σκληρός χωρισμός των δυο μονάχα ημερών απ’ τους
αγαπημένους μας, μας έχουν βαθιά συγκινήσει. Η φοβερή κι απροσδόκητη
λαίλαπα πέρασε. Στο σπίτι η δυστυχισμένη μάνα μου, που είχε μείνει με τα
τρία μικρότερα αδέρφια μου, με κλάματα μας κατασπάζεται όλους, ενώ
διηγείται:
— Μ’ ένα πιστόλι στο χέρι, ένας απαίσιος Γερμανός μπήκε στο σπίτι κι
άρχισε παντού εξονυχιστική έρευνα, φωνάζοντας και απειλώντας. Σ’ όλους
τους δρόμους είχαν στήσει τα πολυβόλα τους. 0 θεός μας εδυνάμωσε όλες
τις γυναίκες του χωριού με μια υπέροχη ψυχραιμία και τόλμη, ώστε ν’
αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς, με καρδιά και σθένος.
Οι απαίσιοι τύραννοι κατέστρεψαν τα θρανία του Σχολείου, εμόλυναν την
Εκκλησία, πέταξαν στους δρόμους τα ρούχα των σπιτιών, πήραν μαζί τους
ένα χωριανό μας ως όμηρο, λήστεψαν χρήσιμα είδη, που βρήκαν, σκόρπισαν
τη φοβέρα και την ερήμωση κι άφησαν παντού τα ίχνη του «πολιτισμού»
τους.
Κατεβαίνοντας στον κάμπο, καίνε τα σπίτια. Μαύρος καπνός και φλόγες, σε
μια μακάβρια στήλη, υψώνονται απ’ τα μαρτυρικά χωριά. Ολόκληρη η
περιφέρεια είναι συννεφιασμένη απ’ τους πυκνούς καπνούς κι απλώνεται μια
αποκρουστική δυσοσμία απ’ τις καιόμενες ύλες. Σκοτώνουν, καίνε
ζωντανούς αιχμαλώτους, δολοφονούν άνανδρα παιδιά, βιάζουν γυναίκες,
λεηλατούν κι αρπάζουν ό,τι βρίσκουν. Φεύγοντας, για να δείξουν τη
θηριωδία τους, τοποθετούν μέσα στα σπίτια εκρηκτικές ύλες, βάζουν πίσω
απ’ τις πόρτες των σπιτιών και των εισόδων των καταστημάτων νάρκες,
παγίδες θανάτου, απ’ τις οποίες πολλοί ανύποπτοι κάτοικοι, επιστρέφοντας
το βράδυ απ’ τα βουνά, βρίσκουν τραγικό θάνατο.
Η Μακρακώμη, η Σπερχειάδα και η Υπάτη, τα τρία όμορφα κεφαλοχώρια του
κάμπου του Σπερχειού, δεν υπάρχουν πια, Τα εξαφάνισε η μανία και η λύσσα
της χιτλερικής βαρβαρότητας. Παντού χαλάσματα κι ερείπια, πάνω στα
οποία σκούζουν μονάχα κοράκια.
Κλάματα και στεναγμοί, οιμωγές και θρήνοι, κατάρες κι αναθέματα, όλεθρος και καταστροφή!
Πιστά περιγράφουν την τραγική κατάσταση οι στίχοι του Ρουμελιώτη ποιητή Ζαχ. Παπαντωνίου:
«Και των νεκρών τα ήσυχα σπιτάκια πάν’ κι εκείνα!
Τα ράγισε, τα σκόρπισε του νικητή η αξίνα.
Κι απ το χωριό τ” ολόμορφο ως μέσ’ στα κοίμητήρι ο τύραννος χαλάσματα, χαλάσματα έχει σπείρει.
Με τα φτερά του ο κόρακας τη νύχτα έχει ξαπλώσει και στο τραπέζι κάθεται, που τόχουν άλλοι στρώσει.
Κι η κουκουβάγια στάθηκε, με τ’ άφωτά της μάτια. Στα πλούσια, που τις έχτισε οι χαλασμός, παλάτια!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου