Ποιο «πρόσημο» είναι πιο «κοινωνικό», της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος μπορεί να κρατήσει την «κοινωνία όρθια και ενωμένη», η «φιλελεύθερη» ή η «προοδευτική διακυβέρνηση»; Ποιος έδωσε τα περισσότερα ψίχουλα, η σημερινή ή η προηγούμενη κυβέρνηση; Με κάτι τέτοια ετοιμάζονται να «κονταροχτυπηθούν» κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση την ερχόμενη Τετάρτη στη Βουλή, στη συζήτηση για την «κοινωνική πολιτική».
Μια συζήτηση που εν πολλοίς θα αποκαλύψει και το πού βάζουν τον πήχη τα δύο βασικά κόμματα του κεφαλαίου, απέναντι στις ανάγκες του λαού, που όλο διευρύνονται, αλλά και στις σύγχρονες δυνατότητες για την ικανοποίησή τους. Μια συζήτηση που, ειδικά στις συνθήκες της μεγάλης ακρίβειας και με το ενδεχόμενο μιας νέας οικονομικής κρίσης να γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό, αξιοποιείται για να κρατάει στον πάτο τον πήχη των απαιτήσεων, για να μένει στον αφρό το «μη χειρότερα...».
Το σενάριο δεν θέλει και πολλή φαντασία: Η ψιχουλομαχία θα πιάσει ταβάνι, με μοναδικό στόχο να μένει στο απυρόβλητο το καρβέλι, τα αμύθητα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, που δείχνουν και το πού καταλήγει ο τεράστιος πλούτος που παράγει ο εργαζόμενος λαός.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να κρυφτεί, καθώς υπάρχει η ίδια η καθημερινότητα των εργαζομένων, είναι το σε ποιο έδαφος ξεδιπλώνεται αυτή η συζήτηση, ποια είναι η πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει όλες οι κυβερνήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από 15 χρόνια, που ο λαός φορτώθηκε τα σπασμένα μιας βαθιάς κρίσης, τις θυσίες για μια αναιμική ανάκαμψη και τις επιπτώσεις της πανδημίας, μετά τα «πράσινα», «μπλε» και «ροζ» μνημόνια, ακόμα και με το πρόσφατο 50ευρω «αύξησης» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στον κατώτατο μισθό, κατ' εφαρμογή του νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου, αυτός φτάνει τα 713 ευρώ μεικτά, δηλαδή χαμηλότερα από το 2009, που ήταν 739 ευρώ!
Μάλιστα, από το 2009 που ξεδιπλώθηκε η μεγάλη επίθεση για το ξήλωμα συγκροτημένων εργασιακών δικαιωμάτων, και μετά από κάμποσες κυβερνητικές εναλλαγές, πλέον σε ισχύ βρίσκονται μόλις 34 Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, που καλύπτουν το πολύ το 27% των εργαζομένων.
Οι νέες προσλήψεις κατά πλειοψηφία πια αφορούν δουλειές με ημερομηνία λήξης, μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, με μισά μεροκάματα, μισή Ασφάλιση, μισή ζωή, ενώ, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, σε έναν χρόνο έγιναν τόσες απολύσεις, όσες ήταν συνολικά όλες οι θέσεις εργασίας! Αντίστοιχα, οι συντάξεις, μετά τους νόμους των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, έγιναν φιλοδωρήματα, καταργήθηκαν η 13η και 14η σύνταξη, κόπηκε το ΕΚΑΣ κ.ο.κ.
Στα παραπάνω, που είναι μέρος του τιμήματος για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, πρέπει να προστεθούν η διάλυση του δημόσιου συστήματος Υγείας, οι δραστικές περικοπές από τους προϋπολογισμούς για τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας, η γιγάντωση της ιδιωτικής Υγείας και οι απίστευτες στερήσεις για ασθενείς και προσωπικό που αποκαλύφθηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο στα χρόνια της πανδημίας. Ακόμα πιο τραγική είναι η κατάσταση στην Πρόνοια, όπου μόνο φέτος περικόπηκαν άλλα 182 εκατ. ευρώ, σε συνέχεια των προηγούμενων χρόνων.
Στο φόντο λοιπόν μιας τέτοιας απόλυτης και σχετικής επιδείνωσης των όρων που ζουν και δουλεύουν οι εργαζόμενοι, όλες οι κυβερνήσεις και τα αστικά κόμματα βρίσκουν «χώρο» για να διαφημίσουν το ...«κοινωνικό αποτύπωμα», μπας και ξεγελάσουν όσο γίνεται την πιο ακραία φτώχεια που φέρνει η πολιτική τους.
Μάλιστα, κοινό είναι και το κριτήριο με βάση το οποίο διαμορφώνουν αυτήν την λεγόμενη «κοινωνική πολιτική». Από το «Εισόδημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης» μέχρι το «Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα», όπως βαφτίστηκε εναλλάξ το συγκεκριμένο επίδομα από τις κυβερνήσεις των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τα «κοινωνικά μερίσματα» του ΣΥΡΙΖΑ που βαφτίστηκαν 13η σύνταξη και τα διάφορα «pass» της ΝΔ, ένα είναι το νήμα που διαπερνά όλα τα παραπάνω.
Πρόκειται για το νήμα που στη μια άκρη του βρίσκουμε τις «αντοχές της οικονομίας» και τα «δημοσιονομικά όρια» και στην άλλη τη «διατήρηση της κοινωνικής συνοχής». Γι' αυτό το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι καν η προσωρινή ανακούφιση των εργαζομένων, αλλά μια διαρκής ανακύκλωση της φτώχειας, έτσι που οι λιγότερο φτωχοί «επιδοτούν» τα πιο ακραία θύματα της καπιταλιστικής οικονομίας σε ανάπτυξη και κρίση, αλλά και της εκάστοτε κυβερνητικής διαχείρισης.
Για παράδειγμα, τα λεγόμενα «κοινωνικά μερίσματα» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δίνονταν αφού πρώτα ο λαός είχε ξεζουμιστεί, εξασφαλίζοντας τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα. Ενώ και σήμερα, σε συνθήκες που η ακρίβεια τσακίζει το λαϊκό εισόδημα, τα επιδόματα που κάθε τόσο ανακοινώνει η κυβέρνηση αποφασίζονται αφού πρώτα έχει προκύψει ο «δημοσιονομικός χώρος», δηλαδή το περιθώριο από την αφαίμαξη των εργαζομένων. Από αυτήν την αφαίμαξη κάποια ψίχουλα επιστρέφονται ως τακτικά ή έκτακτα επιδόματα, ενώ η μερίδα του λέοντος κατευθύνεται για την ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων, για τα κάθε λογής επενδυτικά προγράμματα κ.ο.κ.
Από την άλλη, η λεγόμενη «κοινωνική συνοχή», την οποία επικαλούνται οι ψιχουλομάχοι των αστικών κομμάτων, δείχνει ότι στόχος είναι να παραμένει στον πάτο κάθε απαίτηση των εργαζομένων. Αποκαλύπτει όμως ταυτόχρονα και το τι στοιχειώνει τα αστικά επιτελεία, που δεν είναι άλλο από τη λαϊκή αφύπνιση, οργάνωση και ξεσηκωμό.
Εκεί στοχεύουν τα μπαλώματα των επιδομάτων, μαζί με την ιδεολογική τρομοκρατία, αλλά και με τις νουθεσίες να καθίσει ο εργαζόμενος στ' αυγά του. Με τις αναλύσεις πως «η κυβέρνηση δίνει ό,τι μπορεί να δώσει», τα «δεν είναι ώρα για αυξήσεις» που λένε οι εργοδότες στους εργαζόμενους. Για κάθε διεκδίκηση, π.χ. για ουσιαστικές αυξήσεις, μέσα από υπογραφή ΣΣΕ στους κλάδους και τους χώρους δουλειάς, στόχος είναι να μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση και η εργοδοσία να τσαμπουνάνε στους εργαζόμενους ένα «pass» ή ένα «μέρισμα», μπας και καμφθεί η οργανωμένη συλλογική διεκδίκηση.
Ολα τα παραπάνω αποτελούν βασικά κριτήρια, για να αποκωδικοποιήσει κανείς την ξένη με τις πραγματικές ανάγκες του λαού συζήτηση για τη λεγόμενη «κοινωνική πολιτική». Ταυτόχρονα δείχνει και προς τα πού πρέπει να στραφεί η εργατική - λαϊκή διεκδίκηση για να δοθεί απάντηση στη μιζέρια με την οποία καλείται ο εργαζόμενος να συμβιβαστεί.
Οδηγός γι' αυτές τις διεκδικήσεις δεν μπορεί να είναι άλλος από τις σύγχρονες δυνατότητες που υπάρχουν, ώστε ο λαός σήμερα να ζήσει όχι απλά καλύτερα αλλά να ικανοποιήσει τις διευρυμένες σύγχρονες ανάγκες του, στο εισόδημα, στη σταθερή δουλειά, στην Υγεία - Πρόνοια κ.ο.κ.
Δυνατότητες που στραγγαλίζονται από το κυνήγι της καπιταλιστικής κερδοφορίας που υπηρετούν όλες οι αστικές κυβερνήσεις, δείχνοντας ότι τελικά τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο ο ίδιος ο λαός, μέσα από την πάλη του για την ανατροπή ενός συστήματος που φέρνει φτώχεια και εξαθλίωση, για μια κοινωνία που με τον ίδιο στην εξουσία, με τα μέσα παραγωγής στα δικά του χέρια και με κεντρικό σχεδιασμό θα κάνει δυνατή την ικανοποίηση των αναγκών του.
Προϋπόθεση λοιπόν είναι η οργάνωση της πάλης και όχι η αναμονή για κυβερνητικούς «σωτήρες». Η αντιπαράθεση μέσα από την οργανωμένη συλλογική δράση, μέσα από τα σωματεία και κάθε μορφή οργάνωσης, με την πολιτική του κεφαλαίου, η αμφισβήτηση της κερδοφορίας του ως κριτηρίου «αντοχών» για το τι τελικά θα πάρει ο εργαζόμενος.
Μια αμφισβήτηση που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων στους μισθούς, για αυξήσεις στις συντάξεις, για κοινωνικές παροχές, ουσιαστική προστασία των ανέργων κ.ο.κ. Αυτές οι διεκδικήσεις στέκονται στον αντίποδα των δεσμεύσεων για «κίνητρα» στην εργοδοσία, που κι αυτά φτάνουν να βαφτίζονται «κοινωνική πολιτική», όπως οι εισφοροαπαλλαγές και φοροαπαλλαγές στους ομίλους, τα προγράμματα σαν το «1ο ένσημο», ή εκείνα που ξεφουρνίστηκαν μέσα στην πανδημία (π.χ. πρόγραμμα Συν-Εργασία), οι λεγόμενες «επιδοτήσεις απασχόλησης» κ.ο.κ.
Ετσι η εργατική τάξη μπορεί να βάλει το δικό της «ταξικό πρόσημο», τσαλακώνοντας μια πολιτική που περιστρέφεται γύρω από το πόσα επιπλέον θα χάσει το επόμενο διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου