ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

Η ματωμένη Πέμπτη


 5 Ιουλίου 1934 — Η ματωμένη Πέμπτη: Η μεγαλύτερη εκδήλωση αλληλεγγύης και μια από τις μεγαλύτερες απεργίες στην αμερικανική ιστορία

«Ματωμένη Πέμπτη»: Στις ΗΠΑ, η αστυνομία πυροβολεί κατά απεργών λιμενεργατών και σκοτώνει δύο, κατά τη διάρκεια της απεργίας των εργατών του λιμανιού του Σαν Φρανσίσκο και ολόκληρης της Δυτικής Ακτής, η οποία διήρκεσε 83 μέρες. 109 άνθρωποι τραυματίζονται.

Ήταν η μεγαλύτερη εκδήλωση αλληλεγγύης, και μια από τις μεγαλύτερες απεργίες στην αμερικανική ιστορία,η γενική απεργία το καλοκαίρι του 1934 που παρέλυσε το Σαν Φραντσίσκο, όταν όλα τα συνδικάτα της πόλης έσπευσαν σε βοήθεια των δοκιμαζόμενων ναυτεργατών.

Αλληλεγγύη στο Εμπαρκαντέρο

Το Σαν Φραντσίσκο ήταν μια πόλη με 600.000 κατοίκους γεμάτη κίνηση. Κέντρο της και πηγή ζωής ήταν το λιμάνι. Ομως εκείνοι που έδιναν ζωή στην πόλη, εκείνοι που έκαναν τη σπουδαιότερη δουλειά, οι λιμενεργάτες, που φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα πλοία και έκαναν την πόλη πλούσια με το εμπόριο, καθώς και οι ναυτικοί, που επάνδρωναν τα καράβια, κέρδιζαν το 1933 κάτι περισσότερο από 10 δολάρια την εβδομάδα. Για την ακρίβεια, ο μέσος εβδομαδιαίος μισθός των λιμενεργατών ήταν 10,45 δολάρια, ενώ οι ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι ναυτικοί έπαιρναν 53 και 36 δολάρια το μήνα αντίστοιχα.

Σπουδαιότερο ήταν το γεγονός ότι οι εργάτες στη ναυτιλία είχαν τη θέση δουλοπάροικων, χωρίς δικαιώματα μέσα σε μία βιομηχανική απολυταρχία, στη ναυτιλιακή βιομηχανία, που εισέπραττε εκατομμύρια επί εκατομμυρίων με τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, σύμφωνα με την έρευνα της γερουσιαστικής επιτροπής Μπλακ. Μερικοί ναυτεργάτες ανήκαν σε μία διαβρωμένη, πουλημένη οργάνωση, το Διεθνές Συνδικάτο Ναυτικών, ακόμη λιγότεροι ανήκαν στο μαχητικό Βιομηχανικό Συνδικάτο Ναυτεργατών (της TUUL). Στην ουσία όμως ο κλάδος παρέμενε ανοργάνωτος. Οι λιμενεργάτες από το 1919 είχαν εξαναγκαστεί να γραφτούν μέλη σε ένα κατασκεύασμα της ναυτιλιακής βιομηχανίας με το όνομα Συνδικάτο της Γαλάζιας Βίβλου, μια οργάνωση της εργοδοσίας ελεγχόμενη από γκάνγκστερ, οι οποίοι ανάγκαζαν τους κακοπληρωμένους εργάτες να τους δωροδοκούν για να βρουν δουλειά.

Συνηθισμένος τρόπος πρόσληψης ήταν ο σχηματισμός ενός μεγάλου πλήθους λιμενεργατών γύρω από τον αρχιεργάτη μέσα στη μέση του δρόμου. Ο κάθε εργάτης ζούσε με την ελπίδα ότι θα τον διάλεγαν για τη δουλειά. Ο άνεργος έψαχνε ή περίμενε να πιάσει δουλειά τρεις με τέσσερις μέρες. Οταν προσλαμβανόταν μπορούσε να εργαστεί μέχρι και είκοσι τέσσερις ή τριάντα έξι συνεχόμενες ώρες σε μια μόνο βάρδια. Οι ναυτικοί, επίσης, οι οποίοι όταν ξεμπάρκαραν έμεναν άνεργοι για μακρό χρονικό διάστημα, δούλευαν δεκατέσσερις με δεκαέξι ώρες την ημέρα.

Το 1933, κάτω από την επίδραση του NIRA και της παραγράφου 7(A) και από την πίεση των αφόρητων συνθηκών εργασίας, οι λιμενεργάτες του Σαν Φραντσίσκο και όλων των ακτών του Ειρηνικού άρχισαν να συρρέουν στη Διεθνή Ενωση Λιμενεργατών της AFL. Γνωρίζοντας το ποιόν του προέδρου της, του Τζόζεφ Π. Ράιαν[1], ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν στο συνδικάτο τον έλεγχο της βάσης. Ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη τους ήταν ένας έξυπνος λιμενεργάτης με τραχύ πρόσωπο, ο Χάρι Μπρίτζες. Ο χαρακτήρας του ήταν σκληρός και απότομος, μα είχε σαν αρετές του μία ακλόνητη εντιμότητα και πίστη στην ικανότητα και το δικαίωμα των απλών εργατών να διαχειρίζονται μόνοι τους τις υποθέσεις τους.

Αν και ο ομοσπονδιακός νόμος υποχρέωνε τους εφοπλιστές να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις με συνδικάτο της αρεσκείας των εργαζομένων, εκείνοι αρνούνταν να συμμορφωθούν και παρέβαιναν το νόμο χωρίς ενδοιασμούς. Επιπλέον το Σεπτέμβρη του 1933 απέλυσαν τέσσερις ηγέτες του συνδικάτου. Οταν το τοπικό εργατικό συμβούλιο απαίτησε να επαναπροσληφθούν, οι λιμενεργάτες συσπειρώθηκαν γύρω από τη Διεθνή Ενωση Λιμενεργατών (ILA) με τόση ομοθυμία που το Συνδικάτο της Γαλάζιας Βίβλου «λίγο έφτασε να διαφέρει από ένα γραφείο με αριθμό τηλεφώνου».

Μετά την άρνηση της εργοδοσίας να διαπραγματευτεί και να αναγνωρίσει το συνδικάτο για μια περίοδο πολλών μηνών, δώδεκα χιλιάδες λιμενεργάτες από το Σαν Φραντσίσκο, το Σιάτλ, την Τακόμα, το Πόρτλαντ, το Σαν Πέντρο, το Σαν Ντιέγκο, το Στόκτον, το Μπέλινγκαμ, το Αμπερντίν, το Γκρέις Χάρμπορ, την Αστόρια και άλλα λιμάνια του Ειρηνικού κατέβηκαν σε απεργία στις 9 του Μάη 1934 και ώρα 8 μ.μ. Ακολούθησε το Βιομηχανικό Συνδικάτο Ναυτεργατών και στις 23 του Μάη απεργούσαν οκτώ συνδικάτα ναυτιλιακών επαγγελμάτων, 35.000 εργάτες πηγαινοέρχονταν στα λιμάνια και δεν έπιαναν δουλειά.

Η πρωτοφανής αστυνομική αγριότητα μετέτρεψε την απεργία των ναυτικών σε γενική απεργία 127.000 εργατών του Σαν Φραντσίσκο. Αυτόματα κάθε κίνηση σταμάτησε μετατρέποντας το Σαν Φραντσίσκο σε πόλη-φάντασμα. Οι αστυνομικοί καθοδηγούνταν από τη Βιομηχανική Ενωση, τη σύμπραξη των ισχυρότερων πλουτοκρατών της πόλης, η οποία είχε σχηματιστεί το 1919 με τη μορφή Επιτροπής για το Νόμο και την Τάξη και στόχο τη διάλυση μιας παρόμοιας απεργίας στο λιμάνι, και που από τότε είχε εξελιχθεί έτσι ώστε να γίνει ο πραγματικός κυβερνήτης του Σαν Φραντσίσκο. Η παραμικρή δήλωση των στελεχών της οργάνωσης γινόταν πρώτη είδηση στις εφημερίδες. Επαιζε καθοριστικό ρόλο στις εκλογές δημάρχων, κυβερνητών και μελών του Κογκρέσου. Διατηρούσε ένα ισχυρό λόμπι στην Ουάσιγκτον. Ηταν η πιο ισχυρή ομάδα στα παράλια του Ειρηνικού: Τα μέλη της ήταν ιδιοκτήτες ναυτιλιακών εταιρειών, αποβαθρών, αποθηκών, σιδηροδρόμων, τραπεζών, εταιρειών κοινής ωφελείας και πίστης, κοινοπραξιών ακινήτων, ασφαλιστικών εταιρειών και αξιωματούχων της πολιτείας.

Στις 9 του Μάη και ώρα 8 μ.μ. τα στελέχη της Βιομηχανικής Ενωσης και του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Σαν Φραντσίσκο ανακοίνωσαν πως δεν υπήρχε θέμα προς διαπραγμάτευση. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια κομμουνιστική εξέγερση, η οποία έπρεπε να κατασταλεί. Αντιπροσωπευτική των δηλώσεων που γέμιζαν τις εφημερίδες ήταν του Τζ. Μ. Μέιλαρντ του νεότερου, προέδρου του Εμπορικού Επιμελητηρίου:

«Η απεργία στο λιμάνι του Σαν Φραντσίσκο έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο — ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία — αλλά με μια ταχέως εξαπλωνόμενη σύγκρουση ανάμεσα στις αμερικάνικες αρχές και τον αντιαμερικάνικο ριζοσπαστισμό… η ευημερία της επιχείρησης και της βιομηχανίας, ολόκληρο το έθνος αντιμετωπίζει κίνδυνο από αυτή την κρίση».

Το λιμάνι πρέπει να ανοίξει, δήλωναν στελέχη οργανώσεων της εργοδοσίας. Η αστυνομία πρέπει να διαλύσει τις απεργιακές γραμμές μπροστά από τις αποβάθρες.

Τα αιτήματα των λιμενεργατών ήταν ένα δολάριο αμοιβή την ώρα, έξι ώρες εργασίας την ημέρα, τριάντα ώρες τη βδομάδα και προσλήψεις μέσα από το συνδικάτο, όμως τα στελέχη της Βιομηχανικής Ενωσης μιλούσαν για «κόκκινη επανάσταση» και ζητούσαν την άμεση καταστολή της. Ο Τύπος, ο άμβωνας και το ραδιόφωνο καλλιεργούσαν συντονισμένα την υστερία ενάντια στους εργάτες που πάλευαν για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Διάφορες ιστορίες δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, όπως η πρωτοσέλιδη ιστορία της Κρονίκλ με τίτλο: «Κόκκινος στρατός βαδίζει εναντίον της πόλης». Σε ένα σημείο διαβάζουμε:

«Ανταποκρίσεις αναφέρουν ότι ο κομμουνιστικός στρατός σχεδίαζε την καταστροφή σιδηροδρομικών και οδικών αρτηριών για να διακοπούν οι μεταφορές και κατόπιν οι επικοινωνίες. Το Σαν Φραντσίσκο και η περιοχή του κόλπου έγιναν το επίκεντρο του κόκκινου αγώνα με σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας.

»Η πρώτη προειδοποίηση ότι οι κομμουνιστικές δυνάμεις πλησίαζαν στα σύνορα της Βόρειας Καλιφόρνιας ήρθε από τον Τζ. Ρ. Γκίβεν, αρχιεπιστάτη της Σάουθερν Πασίφικ στο Ντάνσμπουιρ, προς το μηχανικό του περιφερειακού οδικού δικτύου της πολιτείας, Φρεντ Ου. Χέιζελγουντ, ο οποίος έστειλε αμέσως αναφορά στο διευθυντή δημόσιων έργων της πολιτείας Ερλ Λι Κέλι».

Ο Τζόζεφ Π. Ράιαν, πρόεδρος του Διεθνούς Συνδικάτου Λιμενεργατών, αλλά και συνεργάτης των γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης, ήρθε βιαστικά απ’ τη Νέα Υόρκη για να κατευνάσει τους απεργούς. Οταν δεν κατάφερε να ξεπουλήσει τους εργάτες, έπαιξε το γνωστό ρόλο του, σαν φλογερός μαχητής ενάντια στον κομμουνισμό. Δήλωσε ότι η απεργία ήταν κομμουνιστική συνωμοσία και τροφοδότησε ξανά τις εφημερίδες με πρωτοσέλιδα άρθρα. Εσπευσε από την Ουάσιγκτον και ο υφυπουργός Εργασίας Εντουαρντ Μακ Γκρέιντι, ο οποίος είχε στο ενεργητικό του τη διάλυση της απεργίας των γουνεργατών στη Νέα Υόρκη. Οταν απέτυχε να πείσει τους απεργούς να εγκαταλείψουν το αίτημα για το συνδικάτο, δήλωσε με τη σειρά του πως η απεργία ήταν «κόκκινη επανάσταση».

Το σκηνικό είχε στηθεί και η αστυνομία ανυπομονούσε. Οι εργοδότες ανακοίνωσαν ότι θα διέλυαν τις απεργιακές γραμμές στις αποβάθρες του Εμπαρκαντέρο στις 3 του Ιούλη 1934 . Στις 1.27 μ.μ., ενώ οι διαδηλωτές είχαν κατακλύσει το χώρο μπροστά από τις αποβάθρες, οι ατσάλινες πύλες της αποβάθρας 38 σηκώθηκαν, μπροστά πήγαιναν οκτώ περιπολικά και ακολουθούσαν πέντε φορτηγά φορτωμένα εμπορεύματα. Ο Μάικ Κουίν, που έγραψε την ιστορία της απεργίας, περιγράφει το γεγονός:

«Ενας εκκωφαντικός βόμβος ήρθε από την πλευρά των απεργών. Στο μπροστινό μέρος της πομπής των αυτοκινήτων στεκόταν πάνω στο μαρσπιέ ενός περιπολικού ο αρχηγός της αστυνομίας Τόμας Μ. Χέρτκορν, βγήκε από το περιπολικό κραδαίνοντας το ρεβόλβερ του και φώναξε: “Το λιμάνι άνοιξε!”

»Με απόλυτη σύμπνοια οι διαδηλωτές προχώρησαν μπροστά. Το Εμπαρκαντέρο έγινε ένα τεράστιο κουβάρι μαχόμενων αντρών. Τούβλα πετούσαν στον αέρα και γκλομπ έπεφταν στα κεφάλια. Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ με τα όπλα τους. Τα δακρυγόνα έσκαγαν μέσα στις γραμμές των απεργών και τους έπνιγαν μέσα στα σύννεφα της ήττας. Οι απεργοί έριχναν έφιππους αστυνομικούς από τις σέλες και τους χτυπούσαν στο πεζοδρόμιο.

»Το λιθόστρωτο του Εμπαρκαντέρο γέμισε πεσμένους άντρες και το γκρίζο του χρώμα βάφτηκε κόκκινο από το αίμα.

»Δυνάμεις αστυνομικών, που έμοιαζαν με τέρατα από τον Αρη μέσα στα ειδικά κράνη τους και τις αντιασφυξιογόνες μάσκες, άνοιγαν δρόμο πετώντας δακρυγόνα…».

Οι μάχες συνεχίστηκαν για τέσσερις ώρες μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος κατοίκων του Σαν Φραντσίσκο. Περίπου η μισή πόλη είχε μαζευτεί στους λόφους που υψώνονταν πάνω από το λιμάνι και παρακολουθούσε. Δύο αεροπλάνα γεμάτα περίεργους έκαναν κύκλους χαμηλά πάνω από το αιματηρό πεδίο της μάχης. Η αγριότητα εκείνης της μέρας δεν ήταν παρά ο πρόλογος της «ματωμένης Πέμπτης ». Η επόμενη μέρα, μετά την πρώτη επίθεση της αστυνομίας, ήταν η 4η του Ιούλη[2]. Με κοινή συναίνεση έγινε ανακωχή μίας μέρας πριν συνεχιστεί η μάχη στις 5 του Ιούλη, μέρα Πέμπτη . Ο Κουίν γράφει:

«Δεν υπήρξαν προκαταρκτικά αυτή τη φορά. Η μάχη συνεχίστηκε από το σημείο που είχε σταματήσει… Χιλιάδες κατέκλυσαν τους γύρω λόφους. Χωρίς να το ξέρουν οι γονείς τους, πολλά αγόρια του γυμνασίου και των κολεγίων φόρεσαν παλιά ρούχα και κατέβηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των συνδικαλιστών. Εκατοντάδες εργάτες ξεκίνησαν για τη δουλειά, μα άλλαξαν γνώμη και έτρεξαν να ενωθούν με τους διαδηλωτές».

Στις 8 π.μ. ανέλαβε δράση η αστυνομία. Μια εφημερίδα έγραψε:

«Σε πολλές περιπτώσεις έγινε χρήση εμετογόνων αερίων αντί για τα σχετικά αβλαβή δακρυγόνα. Δεκάδες απεργοί και άσχετοι πολίτες αχρηστεύτηκαν από τη φοβερή ναυτία που προκαλούσαν τα αέρια. Επεσαν όλα τα προσχήματα κατά τις χθεσινές μάχες. Οι αστυνομικοί αναλάμβαναν δράση με τα περίστροφα στα χέρια. Χρησιμοποιήθηκαν πολλές δεσμίδες από σφαίρες και τα πολυβόλα ηχούσαν όλη τη μέρα».

Ομως, οι απεργοί και οι χιλιάδες που τους συμπαραστέκονταν συνέχισαν να πολεμούν με τα χέρια τους ενάντια στις σφαίρες και τις βόμβες. Τα μόνα τους όπλα ήταν τούβλα και πέτρες. Εκατοντάδες τραυματίστηκαν σοβαρά. Δύο σκοτώθηκαν: Οι Νικ Μπορντουάζ και Χάουαρντ Σπίρι. Ο Σπίρι ήταν λιμενεργάτης, ο Μπορντουάζ ήταν μάγειρας, μέλος του Συνδικάτου Μαγείρων και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κάποιος δημοσιογράφος της «Κρόνικλ» περιέγραψε την αιματοχυσία και παρατήρησε:

«Μην τη θεωρήσετε μία οχλοκρατική εκδήλωση. Ηταν εκατό εκδηλώσεις μαζί, μικρές και μεγάλες. Μην τη θεωρήσετε μία μάχη. Ηταν δεκάδες μάχες μαζί».

Οι μάχες μαίνονταν όλη μέρα. Εφτασαν ενισχύσεις από άλλα συνδικάτα και πλαισίωσαν τις σκληρά δοκιμαζόμενες γραμμές των απεργών. Οι εργάτες τόνιζαν πως «αν χάσουμε τώρα, δεν θα υπάρξει ξανά συνδικάτο στο Φρίσκο!»[3].Οι αστυνομικοί χτυπώντας με τα κλομπ και τραυματίζοντας εκατοντάδες περαστικούς και περίεργους εισέβαλαν στα γραφεία του Συνδικάτου Λιμενεργατών και τα κατάστρεψαν. Προς το τέλος της μέρας ο κυβερνήτης Μέριαμ κάλεσε την εθνοφρουρά. Κατέφτασε δύναμη δύο χιλιάδων αντρών με πλήρη οπλισμό. Ο Χάρι Μπρίτζες είπε: «Δεν μπορούμε να αντέξουμε στην επίθεση αστυνομικών, πολυβόλων και εθνοφρουρών».

Η εργοδοσία νόμισε ότι είχε κερδίσει, αλλά είχε κάνει λάθος. Η απεργία βρισκόταν ακόμα στην αρχή. «Εκείνη τη νύχτα», γράφει ο Κουίν, «το Σαν Φραντσίσκο δονήθηκε από τις έντονες συζητήσεις. Κάθε σπίτι ή τόπος συγκέντρωσης βούιζε από τις κουβέντες. Κουδούνια και τηλέφωνα χτυπούσαν. Οι γείτονες έκαναν επισκέψεις… Δύο άνθρωποι είχαν σκοτωθεί εν ψυχρώ. Η εξουσία αποκάλυψε το βίαιο και αυταρχικό πρόσωπό της. Το πρωί βρήκε την πόλη στο πόδι. Κανένας δεν είχε κοιμηθεί… Η γενική απεργία σφυρηλατήθηκε μέσα στα σπίτια των απλών ανθρώπων του Σαν Φραντσίσκο».

Το Συνδικάτο Ελαιοχρωματιστών, τοπική οργάνωση 1.158, κάλεσε σε γενική απεργία. Σχεδόν αμέσως ανταποκρίθηκε το Συνδικάτο Μηχανουργών, τοπική 68. Αλλά οι εργάτες έπρεπε πρώτα να θάψουν τους νεκρούς τους. Περισσότεροι από 35.000 συνόδεψαν τα φέρετρα. Η αστυνομία είχε εξαφανιστεί καθώς η πορεία των αγέλαστων εργατών περνούσε μέσα από το κέντρο της πόλης. Ενας δημοσιογράφος έγραψε για τους σκοτωμένους:

«Οταν ζούσαν δεν γύριζε κανείς να τους κοιτάξει σαν περνούσαν απ’ τους δρόμους του Σαν Φραντσίσκο. Οταν όμως πέθαναν, σχηματίστηκε κατά μήκος της οδού Μάρκετ μια εντυπωσιακή και ευλαβική πομπή που συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη».

Ο Κουίν γράφει για την κηδεία:

«Η μπάντα ενός συνδικάτου έπαψε το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν. Ποτέ προηγούμενα η μουσική του μεγάλου μουσουργού δεν ταίριαξε τόσο πολύ με τον ανθρώπινο θρήνο όσο τώρα. Αργά — μόλις που προχωρούσαν — οι νεκροφόρες μπήκαν στην οδό Μάρκετ. Ακολούθησε η τεράστια πομπή με αργά, ρυθμικά βήματα. Τα πρόσωπα ήταν συσπασμένα και σοβαρά. Οι άνθρωποι κρατούσαν με επισημότητα τα καπέλα στο στήθος τους. Σιγά σιγά, σαν ένα παχύρρευστο υγρό, η ογκώδης πομπή ξεχύθηκε στην οδό Μάρκετ.

Οι οδηγοί των τραμ ακινητοποίησαν τα οχήματα. Οσο περνούσε η πορεία, εκείνοι στέκονταν σιωπηλοί με τα πηλήκιά τους στο στήθος και τα κεφάλια τους ψηλά.

Κανένας δε χαμογελούσε από το ατέλειωτο πλήθος. Οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια παρακολουθούσαν ξέσκεποι και με χαμηλωμένα κεφάλια. Κάποιοι άλλοι κοιτούσαν την πομπή με τον πανικό ζωγραφισμένο στα μάτια. Εδώ κι εκεί καλοντυμένοι επιχειρηματίες… είχαν μείνει έκπληκτοι από το θέαμα, μα εξακολουθούσαν να φορούν τα καπέλα τους. Απότομες φωνές ακούστηκαν μέσα από την πομπή: “Βγάλτε τα καπέλα σας!”

Ο τόνος της φωνής ήταν επιτακτικός και η αντίδραση άμεση. Με γρήγορες και νευρικές κινήσεις οι επιχειρηματίες έβγαλαν τα καπέλα τους. Οι ώρες περνούσαν, μα το πλήθος κατέκλυζε ακατάπαυστα και με πρωτοφανή μαζικότητα την οδό Μάρκετ».

Τα τοπικά συνδικάτα όλης της πόλης συνέρχονταν και αποφάσιζαν την κήρυξη γενικής απεργίας. Στις συζητήσεις που έγιναν, τονίστηκε η συμβολή των κομμουνιστών στον αγώνα των λιμενεργατών και ναυτικών. Οι κομμουνιστές και άλλοι μαρξιστές έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο σε κάθε μεγάλη απεργία από την εποχή της απεργίας των σιδηροδρομικών (το 1877) και μετά. Οι συνδικαλιστές δήλωναν πως αν το εργατικό κίνημα του Σαν Φραντσίσκο δεχόταν την κοκκινοφοβία της εργοδοσίας, αυτό θα σήμαινε και ταυτόχρονη παραδοχή της διάσπασης, των χαμηλών μισθών και των πολλών ωρών εργασίας. Στις 10 του Ιούλη το Εργατικό Συμβούλιο της Αλαμέντα υποστήριξε επίσημα τη γενική απεργία. Στις 12 του Ιούλη οι ισχυρές τοπικές οργανώσεις του Συνδικάτου Φορτηγατζήδων στο Σαν Φραντσίσκο και το Οκλαντ εξέδωσαν έκκληση για ενότητα και αλληλεγγύη και τάχθηκαν υπέρ της γενικής απεργίας.

Ο Ουίλιαμ Γκριν έστειλε τηλεγραφήματα που απαγόρευαν την απεργία. Ομως, στις 15 του Ιούλη περίπου 160 τοπικά συνδικάτα της AFL, δηλαδή 127.000 εργάτες, κήρυξαν απεργία για την επόμενη μέρα.

Οι εργάτες των τυπογραφείων και των εργοστασίων ηλεκτρικής ενέργειας δεν απέργησαν, αποτέλεσαν όμως εξαίρεση, καθώς τα μέλη όλων των άλλων συνδικάτων δεν έπιασαν δουλειά το πρωί της 16ης του Ιούλη. Ο Κουίν γράφει:

«Η απεργία σημείωσε επιτυχία πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ουσιαστικά, παρέλυσε εντελώς η βιομηχανία. Τα μεγάλα εργοστάσια άδειασαν και ερήμωσαν. Τα τραμ εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Τα καταστήματα έκλεισαν. Ο γιγαντιαίος μηχανισμός του εμπορίου μετατράπηκε σε άψυχο και ανίσχυρο ερείπιο.

Η εργατική τάξη είχε αποσυρθεί. Η ζωή, το αίμα των καταστημάτων και των βιομηχανιών, οι εργάτες, εξαφανίστηκαν και άφησαν πίσω τους σιωπηλά κτίρια που περιείχαν επενδεδυμένα κεφάλαια πολλών εκατομμυρίων. Τα τεράστια μηχανήματα φάνταζαν τώρα σαν άχρηστα παλιοσίδερα…

Ολα έμεναν όπως τα είχαν αφήσει οι εργάτες — τα εργαλεία, ο εξοπλισμός, οι μηχανές, οι πρώτες ύλες και τα κτίρια. Οταν οι άνθρωποι απέργησαν, πήραν μόνο ό,τι τους ανήκε — την εργασία τους. Ηταν όμως σαν να έπαιρναν τα πάντα, γιατί ο πολύπλοκος μηχανισμός που άφησαν πίσω τους δεν είχε καμιά αξία και κανένα νόημα χωρίς τους εργάτες. Τα μηχανήματα ήταν η προέκταση της εργασίας, δημιουργήθηκαν και εξαρτώνται από αυτήν.

Οι εργάτες αποτελούσαν τη ζωή και την ενέργεια. Οι ιδιοκτήτες απέμειναν με το πτώμα στα χέρια.

Οι δρόμοι που οδηγούσαν στην πόλη γέμισαν από τις πικετοφορίες. Τίποτα δεν κουνιόταν αν δεν έδινε άδεια η επιτροπή των απεργών. Οι εργάτες κανόνιζαν τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, οι εργοδότες έλεγχαν ένα σημαντικό παράγοντα. Μέσα από τη “συντηρητική πτέρυγα” είχαν την πλειοψηφία στη Γενική Απεργιακή Επιτροπή. Αυτή η “συντηρητική πτέρυγα”, όμως, είχε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή προοδευτική μειοψηφία και δεν τολμούσε να εναντιωθεί ανοιχτά στη θέληση της μάζας των εργαζομένων».

Στρατεύματα με δύναμη τρεις χιλιάδες άντρες στάλθηκαν στην πόλη, αλλά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Πλήθη πολιτοφυλάκων ορκίστηκαν έκτακτοι αστυνομικοί και οπλίστηκαν με κλομπ και όπλα, αλλά οι εργάτες παρέμεναν στα σπίτια τους έχοντας πλήρη επίγνωση της δύναμής τους. Οταν σταμάτησαν τη δουλειά σταμάτησε να κινείται και ο κόσμος. Ολα τα μεταξωτά καπέλα, τα δολάρια και τα όπλα δεν μπορούσαν να τον ξαναθέσουν σε κίνηση χωρίς εκείνους.

Οι πολιτοφύλακες αποδύθηκαν σε ένα όργιο παρανομίας. Κατάστρεψαν γραφεία συνδικάτων, έκαναν επιδρομές σε λέσχες αλλοδαπών και χτύπησαν τους θαμώνες τους, λεηλάτησαν προοδευτικά βιβλιοπωλεία και σκόρπισαν στο δρόμο τα βιβλία και τα φυλλάδια. Οι αστυνομικοί παρατηρούσαν απαθείς τους πολιτοφύλακες να καταστρέφουν τα γραφεία της «Ουέστερν Ονόρκερ», κομμουνιστικής εφημερίδας που υποστήριζε την απεργία. Παρακολουθούσαν αμέτοχοι καθώς λεηλατούνταν τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Βιομηχανικού Συνδικάτου Ναυτεργατών, τα συσσίτια του ILA, ο Σύνδεσμος Εργατών Παλαιών Πολεμιστών, ο Οίκος Εργατών της περιοχής Μίσιον.

Και οι αστυνομικοί παρανόμησαν όταν συνέλαβαν πεντακόσιους ηλικιωμένους ανέργους, πεντακόσια ανήμπορα ναυάγια της ζωής, με την κατηγορία της κομμουνιστικής συνωμοσίας. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξουδετερώθηκε στο Σαν Φραντσίσκο», ανακοίνωσε ο αστυνόμος Τζ. Τζ. Ο’Μίρα, επικεφαλής της αντιεξτρεμιστικής αστυνομικής δύναμης, πριν γίνει γνωστό ότι κανένας από τους ηλικιωμένους άντρες δεν ήταν κομμουνιστής. Τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η βία των αστυνομικών και των πολιτοφυλάκων δεν εμπόδισε την επιτυχία της απεργίας. Η πόλη έμοιαζε με τάφο στις 16 του Ιούλη. Τίποτα δεν κινήθηκε στις 17. Το Σαν Φραντσίσκο ήταν πόλη — φάντασμα στις 18. Ομως, καθεμιά από αυτές τις μέρες, η «συντηρητική πτέρυγα» πετύχαινε τη σταδιακή χαλάρωση της απεργίας. Την πρώτη μέρα επιτράπηκε να ανοίξουν τα εστιατόρια. Την επομένη το μέτρο επεκτάθηκε σε ορισμένα φορτηγά. Την επομένη εξαιρέθηκαν και άλλοι κλάδοι. Διαδίδονταν φήμες ότι η απεργία είχε λήξει. Μία από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στην ιστορία της αμερικάνικης εργατικής τάξης τερματίστηκε στις 19 του Ιούλη, όταν οι Ντιλ, Βαντελέρ και Κίντγουελ, συντηρητικά στελέχη της AFL, αφού αρνήθηκαν τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας, ανακοίνωσαν ότι το κεντρικό εργατικό σώμα ψήφισε τη λήξη της γενικής απεργίας με ψήφους 191 έναντι 174.

Αλλά οι εργάτες επέστρεψαν στις εργασίες τους σαν να πανηγύριζαν για κάποια νίκη. Ακούμπησαν τα χέρια τους στους διακόπτες, τις βαλβίδες, τα τιμόνια και τα μηχανήματα και τους έδωσαν ζωή. Οι ναυτικοί και οι λιμενεργάτες, αφού ματαίωσαν όλες τις προσπάθειες να διασπαστούν τα οκτώ συνδικάτα που απεργούσαν, έμειναν σταθεροί στις απεργιακές γραμμές τους αλλά με ενισχυμένη δύναμη. Η αστυνομία σταμάτησε τις επιθέσεις της. Οι εθνοφρουροί κρατήθηκαν μακριά από τους απεργούς. Οι εργάτες είχαν κάνει επίδειξη της δύναμής τους και οι μεγιστάνες της Βιομηχανικής Ενωσης, οι οποίοι τώρα πολεμούσαν μεταξύ τους, δεν επιθυμούσαν να γευτούν ξανά την ενότητα της εργατικής τάξης.

Στις 30 του Ιούλη οι 35.000 εργάτες στη ναυτιλία ξανάπιασαν δουλειά. Μέσα στις λίγες βδομάδες της απεργίας οι λιμενεργάτες είχαν κατακτήσει το εξάωρο, τις τριάντα ώρες τη βδομάδα και να πληρώνονται συν 50% στις υπερωρίες. Οι μισθοί ανέβηκαν ενενήντα πέντε σεντς την ώρα και 1,40 δολάρια για υπερωρίες. Μα πάνω από όλα είχαν κερδίσει τις προσλήψεις μέσα από το συνδικάτο, μια μέθοδο για δημοκρατικές προσλήψεις χωρίς την οποία το συνδικάτο θα αδυνατούσε να προστατέψει τις κατακτήσεις του.

Οι ναυτικοί επέστρεψαν στις εργασίες τους υπό τον όρο να εξασφαλιστεί η αναγνώριση του Διεθνούς Συνδικάτου Ναυτικών. Επειδή όμως το συνδικάτο βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μιας αντιδραστικής κλίκας υποταγμένης στα συμφέροντα των εφοπλιστών, οι κατακτήσεις των ναυτικών ήταν ελάχιστες. Αντίθετα, επειδή το τοπικό συνδικάτο των λιμενεργατών ήταν στα χέρια των εργατών της βάσης, οι κατακτήσεις των μελών του ήταν πολύ περισσότερες.

Ο ηγέτης της βάσης Χάρι Μπρίτζες εξελέγη πρόεδρος του παραρτήματος Σαν Φραντσίσκο της Διεθνούς Ενωσης Λιμενεργατών και αργότερα ανέλαβε την προεδρία ολόκληρης της περιφερειακής οργάνωσης της δυτικής ακτής. Από εκείνη τη στιγμή μπήκε στο στόχαστρο της αντίδρασης. Είχε διαπράξει το ασυγχώρητο αμάρτημα: Είχε πετύχει να γίνει αύξηση στους μισθούς. Είχε μειώσει τις ώρες εργασίας. Είχε βάλει περισσότερα χρήματα στους φακέλους της μισθοδοσίας των εργατών. Είχε μεταμορφώσει τους εργαζομένους σε ανθρώπους με δικαίωμα λόγου στις αποφάσεις σχετικά με την πρόσληψή τους. Αν και δεν τα έκανε όλα αυτά μόνος του, τουλάχιστον είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων των εργαζομένων.

Από την ώρα που ο Μπρίτζες έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις αυξήσεις των μισθών, για την ισχυρή Βιομηχανική Ενωση του Σαν Φραντσίσκο ήταν κομμουνιστής. Δεν ήταν δυνατό να εξαγοραστεί ή να τρομοκρατηθεί, να δωροδοκηθεί ή να απειληθεί. Γι’ αυτό έπρεπε να εξουδετερωθεί. Δεν είχε καμιά σημασία αν ήταν κομμουνιστής ή όχι. Είχε συνεργαστεί με τους κομμουνιστές και ήταν αδιάφθορος.

Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις επιστράτευσαν επίλεκτους χαφιέδες, επίορκους και εγκληματίες και τους απείλησαν πως αν δεν κατέθεταν ό,τι τους έλεγαν, θα έμπαιναν στη φυλακή. Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις οι ομοσπονδιακές αρχές ή οι ένορκοι στα δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Μπρίτζες δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά ήταν στόχος μιας καλά σχεδιασμένης σκευωρίας και αντικείμενο πρωτοφανούς διωγμού. Ακόμα και το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών έβγαλε την ίδια απόφαση. Παρ’ όλα αυτά, τα μεγάλα συμφέροντα των ακτών του Ειρηνικού διενεργούν τώρα (1955 — σ.τ.μ.) την πέμπτη προσπάθεια να στήσουν σκευωρία ενάντια στον Χάρι Μπρίτζες[4].

Ομως, οι εργάτες γνωρίζουν ότι όλες αυτές οι προσπάθειες γίνονται γιατί ο Μπρίτζες ήταν ηγετικό στέλεχος στη γενική απεργία του Σαν Φραντσίσκο το 1934 , η οποία αποτέλεσε εκδήλωση της αδιάσπαστης ενότητας και πηγή έμπνευσης για την αμερικάνικη εργατική τάξη. Επαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αύξηση των μισθών και έξω από το Σαν Φραντσίσκο. Εδωσε το σύνθημα για ακόμα μεγαλύτερες μάχες και μεγαλύτερες νίκες.


[1]
Το 1953 ο Τζόζεφ Π. Ράιαν διώχτηκε από τη θέση του προέδρου της Διεθνούς Ενωσης Λιμενεργατών και παραπέμφθηκε σε δίκη για κλοπή χρημάτων του συνδικάτου τα οποία προόριζε για την καταπολέμηση του κομμουνισμού.

[2] Η εθνική γιορτή των ΗΠΑ (σ.τ.μ.).

[3] Λαϊκή ονομασία του Σαν Φραντσίσκο (σ.τ.μ.).

[4] «Μνημείο ανθρώπινης μισαλλοδοξίας» χαρακτήρισε τη δίωξη του Μπρίτζες το μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου Φρανκ Μέρφι. Ο συνάδελφος του Ντάγκλας διαπίστωσε το 1945 ότι ο Μπρίτζες ήταν υπεύθυνος μόνο «για τη μαχητική υπεράσπιση του συνδικαλισμού» και ποτέ δεν ήταν ένοχος για «ανατρεπτική δραστηριότητα που απαγορεύει ο νόμος».Ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, Τζέιμς Λάντις, μετά από σειρά ακροάσεων το 1939, συμπέρανε ότι ο Μπρίτζες «δεν είναι μέλος ούτε σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με το Κομμουνιστικό Κόμμα». Περιέγραψε ένα μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση Μπρίτζες σαν «ψεύτη κατά την ιδία του ομολογία», «παθολογικό» και «διεφθαρμένο» και άλλους σαν «προκατειλημμένους, αμετροεπείς και αυταρχικούς».

(Από την ένθετη έκδοση του Ριζοσπάστη: “ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ Στιγμές από την άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ”)

 Ηρακλής Κακαβάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου