Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης «παγώνουν», όταν το πρωϊ της 9ης Απριλίου 1941 βλέπουν να εισέρχονται στην πόλη τους οι χιτλερικοί κατακτητές. Οι εισβολείς, επρόκειτο τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια να στήσουν ένα απέραντο σκηνικό τρόμου, εξαθλίωσης και θανάτου πάνω από την Ελλάδα. Η Μακεδονική πρωτεύουσα θα γευτεί στο πετσί της τα "αγαθά" του ναζισμού: Εκατοντάδες εκτελέσεις, ολοκαύτωμα των 50.000 Εβραίων κατοίκων της, στρατόπεδα θανάτου όπως του "Παύλου Μελά", απίστευτη κτηνωδία, πείνα και θάνατος.
Η "επίσημη" παράδοση της πόλης στους Ναζί
Οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη το πρωί της 9ης Απριλίου 1941 και
στην επίσημη παράδοση της πόλης, που έγινε στην οδό Μοναστηρίου, ο τότε
δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μερκουρίου, που είχε διοριστεί στη
θέση αυτή από τη δικτατορία Μεταξά το 1937, προσφωνώντας τον επικεφαλής
γερμανό στρατηγό, εξέφραζε την πεποίθηση ότι με τους ναζί κατακτητές στη
Θεσσαλονίκη «η εν γένει ασφάλεια και η ησυχία αυτής θα είναι εγγυημέναι
και ο βίος των πολιτών ομαλός και άνετος».
Πράγματι, οι κατακτητές εξασφάλισαν στην πόλη «ησυχία», μόνο που αυτή ήταν ησυχία νεκροταφείου.
Tα λόγια εκείνα του Μερκουρίου, τα μετέφραζε στους εισβολείς ένα άλλο
άτομο που μετείχε στην επιτροπή υποδοχής των δυνάμεων του Ράϊχ, ο
γερμανόφιλος καθηγητής του πανεπιστημίου Περικλής Βιζουκίδης, τον οποίο
οι φοιτητές τα επόμενα χρόνια αποκαλούσαν «φον Περικλή».
Την ίδια ώρα που γινόταν εκείνη η τελετή και οι ερπύστριες των
γερμανικών αρμάτων μάχης πατούσαν τους δρόμους της Μακεδονικής
πρωτεύουσας, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης ήταν κλεισμένοι στα σπίτια,
εκδηλώνοντας με την απουσία τους την αποδοκιμασία στους εισβολείς. Ενώ
από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής, οι Γερμανοί θα διαπιστώσουν ένα
εχθρικό κλίμα από τους Θεσσαλονικείς, καθώς είναι πολλά τα περιστατικά
αποδοκιμασίας και χλευασμού στρατιωτικών του Γ΄ Ράϊχ, με αποτέλεσμα η
γερμανική διοίκηση να εκδώσει αλλεπάλληλες ανακοινώσεις, απειλώντας με
βαριές τιμωρίες.
Ρεσιτάλ απαγορεύσεων
Για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης οι απαγορεύσεις έρχονται απανωτά η
μία μετά την άλλη. Απαγορεύεται η κατοχή ραδιοφώνων, απαγορεύεται η
είσοδος στο σιδηροδρομικό σταθμό χωρίς άδεια, απαγορεύεται η κατοχή
γραφομηχανών, απαγορεύεται να μιλούν ή να περπατούν στο δρόμο
περισσότεροι από τρεις, απαγορεύονται τα τραγούδια και οι φωνές,
απαγορεύεται, απαγορεύεται, απαγορεύεται.
Από τις πρώτες μέρες της παρουσίας τους στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας,
όπως και στην υπόλοιπη χώρα, οι Γερμανοί κατακτητές εφαρμόζουν μια
ληστρική πολιτική, στραγγαλίζοντας στην κυριολεξία την οικονομία της και
απομυζώντας κάθε τι που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Πετρέλαιο,
υφάσματα, φυσικό μετάξι, καπνός, μέταλλα, ορυκτά όλων των ειδών,
βαμβάκι, δέρματα κ.α., είναι μεταξύ αυτών που λεηλατούνται οργανωμένα
από τους ναζί και μεταφέρονται στη Γερμανία.
Από την πρώτη στιγμή της Κατοχής της Θεσσαλονίκης, ο πληθυσμός της πόλης
εκφράζει ανοιχτά τη δυσφορία του, που μετατρέπεται λίγο αργότερα σε
αποδοκιμασία, ενώ σύντομα αρχίζουν να εκδηλώνονται μεμονωμένες
αντιστασιακές ενέργειες, οι οποίες στη συνέχεια θα φουντώσουν και θα
πάρουν μορφή καταιγίδας κατά των κατακτητών.
Στις 8 Απριλίου 1941, την παραμονή της εισόδου των Γερμανών, τρία
ηγετικά στελέχη του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, οι Απόστολος Τζανής,
Σίμος Κερασίδης και Μωϋσής Πασχαλίδης, οργανώνουν την απόδραση από το
σανατόριο Ασβεστοχωρίου 12 κρατούμενων κομμουνιστών, που θα αποτελέσουν
και τη μαγιά για την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή.
Η οργάνωση «Ελευθερία»
Ένα λαμπρό γεγονός, που έχει γραφτεί πλέον με χρυσά γράμματα στην
Ιστορία, είναι και το μεγάλο προνόμιο που είχε αυτή η πόλη, να ιδρυθεί
στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, η
πρώτη σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη αντιστασιακή
οργάνωση, η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση «Ελευθερία».
Το πρωτόκολλο για την ίδρυση της οργάνωσης «Ελευθερία», είχαν υπογράψει
στις 15 Μαίου 1941 ο Απόστολος Τζανής εκ μέρους του Μακεδονικού Γραφείου
του ΚΚΕ, ο γιατρός Γιάννης Πασσαλίδης εκ μέρους του Σοσιαλιστικού
Κόμματος, ο δικηγόρος Θανάσης Φείδας από το Αγροτικό Κόμμα, ο Γιώργος
Ευθυμιάδης από τη Δημοκρατική Ένωση, ο Σίμος Κερασίδης από την ΟΚΝΕ και ο
συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός, που ανέλαβε στρατιωτικός υπεύθυνος της
οργάνωσης.
Στα πρώτα στελέχη της οργάνωσης, ήταν και ο μηχανικός Νίκος Δηλαβέρης,
μετέπειτα Γραμματέας του ΕΑΜ Μακεδονίας, καθώς επίσης ο κομμουνιστής
Αναστάσιος Αναγνωστόπουλος που μόλις είχε αποδράσει από το Σανατόριο
Ασβεστοχωρίου.
Ο Αναγνωστόπουλος, μαζί με τον νέο Χατζηθωμά Χορμούζη, θα
πραγματοποιήσουν στις 20 Μαίου 1941 το πρώτο σαμποτάζ κατά των
κατακτητών στην κατεχόμενη Ελλάδα, καταστρέφοντας τις μηχανές αρκετών
φορτηγών αυτοκινήτων των Γερμανών στο Κορδελιό και ανατινάζοντας τις
εγκαταστάσεις καυσίμων της Βέρμαχτ κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Οι Γερμανοί κατόρθωσαν αργότερα να συλλάβουν τον Αναγνωστόπουλο και να
τον εκτελέσουν στις 31 Δεκεμβρίου 1941. Νωρίτερα, εκτέλεσαν στις 13
Νοεμβρίου 1941 τους 23χρονους φοιτητές Ηλία Καπέση και Σωκράτη Διορινό
που υπήρξαν από τα πλέον δραστήρια στελέχη της οργάνωσης «Ελευθερία» στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το φθινόπωρο του 1941, οι κατακτητές συνέλαβαν τους τουμπιώτες νέους
Μιχάλη Καράνταη και Γιώργο Βακαλόπουλο, ενώ έκαναν σαμποτάζ σε
γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Και αφού τους βασάνιζαν επί μήνες
στη Γκεστάπο, τους εκτέλεσαν στις 3 Ιουλίου 1942 πίσω από το αεροδρόμιο
του Σέδες. Στην ίδια ομάδα ήταν και ο Καλαμαριώτης Χάρης Αντωνιάδης,
που κατάφερε όμως να δραπετεύσει
Η δράση της οργάνωσης στο Πανεπιστήμιο
Από τις πρώτες ημέρες της ναζιστικής Κατοχής, η νεοσύστατη
εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση, θα δημιουργήσει ερείσματα στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, οι φοιτητές του οποίου είχαν λαμπρή
προϊστορία αγώνων από την ίδρυσή του ακόμα, στα 1925, αλλά και αργότερα,
στα χρόνια των μεγάλων εργατικών κινητοποιήσεων, των γεγονότων του Μάη
του 1936, καθώς και κατά τη δικτατορία Μεταξά.
Ένας από τους βασικούς συμπαραστάτες της «Ελευθερίας» στο Πανεπιστήμιο,
ήταν ο καθηγητής της βοτανικής Δημήτριος Καβάδας, αδελφός του πατριάρχη
Αθηναγόρα. Ο Καβάδας, που διετέλεσε πρύτανης του ΑΠΘ την περίοδο
1941-1942, όταν θα δημιουργηθεί η ΕΠΟΝ του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης,
θα αναλάβει πρόεδρός της μέχρι την απελευθέρωση.
Άλλοι καθηγητές που βοηθούσαν την «Ελευθερία» και οργανώθηκαν στη
συνέχεια στο ΕΑΜ μετά την ίδρυσή του, ήταν: Ο καθηγητής της Φιλοσοφίας
Γιάννης Ιμβριώτης, ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Γιάννης Τενεκίδης, ο
καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο καθηγητής της
Παλαιολογίας Αντώνιος Σιγάλας και πάρα πολλοί άλλοι.
Η εφημερίδα που σάλπιζε το μήνυμα της «Ελευθερίας»
Ένα άλλο μυστικό τυπογραφείο του αγώνα, που είχε στηθεί από στελέχη του
ΚΚΕ ακόμη από τον περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά στο υπόγειο του
σπιτιού του Ιωακείμ Μπελλίδη, στο Κουλέ-Καφέ, τύπωνε σε όλη τη διάρκεια
της κατοχής άλλες ΕΑΜικές αντιστασιακές εφημερίδες και προκηρύξεις.
Τέλος σε ένα τρίτο μυστικό τυπογραφείο, στο Φίλλυρο, τυπώνονταν η
εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», όργανο του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1942, όταν θα ιδρυθεί το Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο, η οργάνωση «Ελευθερία» θα προσχωρήσει στο ΕΑΜ,
αποτελώντας τη ραχοκοκκαλιά της Πανμακεδονικής Επιτροπής του ΕΑΜ.
Γιώργος Βαφόπουλος
«..Βούιζε όλο το στερέωμα πάνω από την πόλη, οι κινητήρες τράνταζαν τα τζάμια
των σπιτιών, σμήνη ολόκληρα πετούσαν πάνω από τις στέγες, έφευγαν κι έρχονταν
άλλα πίσω τους και πάλι ξανάρχονταν κι έπλεκαν πάνω από την πτοημένη πόλη ένα
φοβερό δίχτυ από σίδερο, αγκυλωτούς σταυρούς και βρυχηθμούς τεράτων της
αποκαλύψεως.
Όλη τούτη η επίδειξη της δύναμης του Γ΄ Ράϊχ ήτανε μέσα στο σχέδιο της κατοχής
γιατί την ίδια ώρα κι ένα άλλο σιδερένιο δίχτυ μ΄ αγκυλωτούς σταυρούς, πλεκόταν
μέσα στην πόλη από τις μηχανοκίνητες φάλαγγες του στρατάρχου Λιστ».
Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ.2, η Ανάσταση, σσ. 228-229
(Το κάψιμο του Χορτιάτη)
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου, μια αποτρόπαια είδηση συντάραξε τη Θεσσαλονίκη. Ο Χορτιάτης, το κοντινό μας χωριό, που απλώνεται στις πλαγιές του ομώνυμου βουνού, είχε παραδοθεί από τους Γερμανούς στις φλόγες με όλους τους κατοίκους του... Κι ήρθανε οι έξαλλες ορδές των Γερμανών και ζώσανε το χωριό και κλείσανε τους κατοίκους του μέσα στην εκκλησιά και μέσα στα σπίτια. Και βάλανε φωτιά και άφησαν τις φλόγες να υψωθούν, για να πνίξουν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σε μια φριχτή μάζα από σπαραγμό και καμένες σάρκες. Έξω από τη φλεγόμενη τούτη κόλαση στεκότανε άγριοι οι Γερμανοί και πυροβολούσαν όσους, στην απόγνωσή τους, δοκίμαζαν μια έξοδο σωτηρίας. Και τους ξανάριχναν μέσα στη φωτιά. Ώσπου οι σπαραγμοί καταλάγιασαν, οι φλόγες χαμήλωσαν κ’ η σιωπή του θανάτου κατακάθισε κι αυτή πάνω στα ερείπια του καμένου χωριού.»
Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες Αυτοβιογραφίας, τ.2, σσ. 230-31
«Κι οι δοκιμασίες της πόλης συνεχίστηκαν. Τώρα οι Γερμανοί υπονόμευαν την παραλιακή λεωφόρο, σκάβανε λαγούμια και τα γεμίζανε με εκρηκτικές ύλες, βάζανε στις προβλήτες του λιμανιού δυναμίτιδα, ετοιμαζόντανε να τινάξουν στον αέρα τις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, τις γέφυρες του Γαλλικού και του Αξιού, τα μεγάλα αεροδρόμια του Σέδες και της Μίκρας. Η απόγνωση κι προσδοκία της λευτεριάς είχαν ταυτιστεί στο πρόσωπο του κόσμου που περίμενε από στιγμή σε στιγμή τις φοβερές ανατινάξεις, που παρακολουθούσε με τρόμο πίσω από τις γρίλλιες των παραθύρων την αποχώρηση του Γερμανικού στρατού και κρατούσε βαθειά την αναπνοή του, μήπως δώσει κάποιαν αφορμή κι αδειάσουν τα πολυβόλα του πάνω στο κορμί τούτης της ταλαίπωρης πόλης.
Η αγωνία του κόσμου είχε κορυφωθεί, όταν άρχισαν να ακούγονται οι μακρινές εκρήξεις, όταν τινάζονταν οι αποβάθρες του λιμανιού. Ευτυχώς τα λαγούμια των δρόμων δεν είχαν εκραγεί. Η παραλιακή λεωφόρος είχε σωθεί.»
Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ. 2, η Ανάσταση, σ.231
«Την άλλη μέρα μπήκε συνταγμένος ο στρατός του ΕΛΑΣ, με το συνταγματάρχη Μπακιρτζή και τον περιβόητο καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη. Κι έγινε τότε στους δρόμους ένα τρελό ξεφάντωμα, ένα πανηγύρι του ταλαιπωρημένου λαού, σχηματίστηκε μια τεράστια παρέλαση στην παραλιακή λεωφόρο, όπου πήραν τη θέση τους οι εργάτες με τους επαγγελματίες, οι μαθητές με τους δασκάλους, τα κορίτσια των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, οι γυναίκες από τις ακρινές συνοικίες, μικρά παιδιά».
Ντίνος Χριστιανόπουλος
"...Άρχισαν από μακριά να φαίνονται οι πρώτοι Γερμανοί. Πρώτα-πρώτα έρχονταν μια σειρά από μοτοσικλετιστες και ακολουθούσαν και κάποια μικρά αυτοκίνητα. Οι μοτοσικλετιστές ήταν αρκετοί. Γεμάτοι περηφάνεια και φοβερά βλοσυροί, κορδωμένοι επάνω στις μοτοσικλέτες τους, σωστοί κοσμοκατακτητές. Έβλεπα κάποιους κυρίους που προσπαθούσαν να κρατηθούν και να μην κλάψουν".
Α. Η ΠΕΙΝΑ
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη ου μ’ εθέσπισεν, σ. 61, Θεσσαλονίκη: Ιανός.
Το χειμώνα του 1942 η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο για όλους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, τον Φλεβάρη του 42, και σε πλήρη εξαθλίωση, μάνα και γιος, αποφασίζουμε και μεις να πέσουμε κάτω και να πεθάνουμε. Σας φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι υπερβολή. Αν το παίρναμε απόφαση να πλαγιάσουμε ένα βράδυ στο παχύ χιόνι των τριάντα πόντων στο χωματένιο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αθηνών (έτσι λεγόταν τότε η σημερινή οδός Παπαναστασίου), το πρωί θα μας έβρισκαν σίγουρα κοκαλωμένους. Άλλωστε αυτή ήταν και η τακτική που ακολουθούσαν εκατοντάδες άνθρωποι κάθε μέρα, οι οποίοι αποφάσιζαν να πεθάνουν: έπεφταν σε μια γωνιά ή σε ένα πεζοδρόμιο, και το πρωί περνούσε το κάρο της δημαρχίας και τους μάζευε ξυλιασμένους. Ένα απόγευμα, λοιπόν, καθώς επιστρέφαμε από τον γνωστό εβραϊκό συνοικισμό 151, όπου σήμερα είναι η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, λέει η μάνα μου: «Ως εδώ ήταν οι μέρες μας». Πέφτουμε λοιπόν στα χιόνια και περιμένουμε να πεθάνουμε. (…)
Εκεί λοιπόν που πέσαμε εξαντλημένοι στο πεζοδρόμιο με τα χιόνια, ξαφνικά εμφανίζεται η Καλλιοπίτσα(…) «Καλέ, Κυρα-Φανή, καλέ, τι κάνετε εδώ, είστε με τα καλά σας;». (...) Η μητέρα μου αντιδρούσε και δεν ήθελε να σηκωθούμε. Οπότε αυτές οι δύο μας σηκώνουν στο πι και φι και μας βάζουν να καθίσουμε επάνω στο χιόνι.
Τότε οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει ακόμη τους Εβραίους. Οι δε Εβραίοι συνήθως πουλούσαν διάφορα πράγματα στο δρόμο, μεταξύ των οποίων και κανναβούρι ψημένο. Με ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ, σου έδιναν σ’ ένα χαρτί κανναβούρι ψημένο, που, όπως ξέρετε έχει λάδι μέσα, είναι και νόστιμο και δυναμωτικό. Περνάει λοιπόν ένα φουκαράδικο Εβραιάκι έχοντας λίγο κανναβούρι για πούλημα, του δίνουν λίγα λεφτά η Καλλιοπίτσα και η άλλη, παίρνουν ένα φλιτζανάκι κανναβούρι κι αρχίζουν να μας ταΐζουν.
Όμως πώς θα πηγαίναμε μέχρι τον Αη-Θανάση; Δεν υπήρχε συγκοινωνία, και τα λίγα γκαζοζέν που υπήρχαν δεν έκαναν αυτό το δρομολόγιο. Τα γκαζοζέν ήταν κυρίως στην Εγνατία. Ξαφνικά, για καλή μας τύχη, εμφανίζεται ένα κάρο με άλογο. Το είχε ένας χωριάτης από την Καμπτσίδα. Τον σταματάει λοιπόν η Καλλιοπίτσα και του λέει: «Καλέ, μπάρμπα, πόσα θέλεις να πάρουμε αυτούς τους ανθρώπους και να τους πάμε μέχρι τον Αη-Θανάση;» Αυτός μας είδε λίγο ψυχρά και ζήτησε ένα ποσό που η Καλλιοπίτσα το βρήκε λογικό.
Μας αρπάζουν λοιπόν και μας ξαπλώνουν πάνω στο κάρο, ανεβαίνουν κι αυτές, κάθονται δίπλα μας και μπροστά ο αμαξάς με το καμτσίκι, πίσω εμείς οι τέσσερις, και ξεκινάμε. (…) Εκεί που πηγαίναμε, γυρίζει ξαφνικά ο αμαξάς και λέει στην Καλλιοπίτσα: «Μετάνιωσα». Η Καλλιοπίτσα τρόμαξε. «Έχει γούστο να μας κατεβάσει τώρα, κι άντε να βρεις άλλο κάρο», σκέφτηκε. «Μετάνιωσα», λέει ο αμαξάς, «που σας ζήτησα λεφτά, δε θέλω τίποτα. Θα σας πάω τζάμπα». Πρωτοφανές, είχε συγκινηθεί και είχε έρθει στο φιλότιμο. Και πράγματι, μας πήγε όχι μόνο μέχρι τον Αη-Θανάση, αλλά μέχρι και το σπίτι μας που ήταν αρκετά αψηλά, κοντά στην οδό Αγίου Δημητρίου.
Ίδρυση της εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση «Ελευθερία»
Η ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου