ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Τα μικρόβια του φασισμού στη σοσιαλδημοκρατία

Αφίσα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που κυκλοφόρησε στις εκλογές του 1920, γράφει: «Οι ψηφοφόροι υιοθετούν τη στάση σας! Δικτατορία των τραπεζιτών ή δικτατορία των εργαζομένων;»

 Ο φασισμός δεν έλκει μόνο ιστορικά την προέλευσή του κατά κύριο λόγο από τη σοσιαλδημοκρατία, υπό την έννοια ότι πολλοί εκ των βασικών ηγετών του προέρχονται από το συγκεκριμένο χώρο: ο Μουσολίνι, πρώην εκδότης της «Avanti», επίσημου οργάνου των Ιταλών σοσιαλιστών, ο Πιλσούντσκι, πρώην ηγέτης του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Μόσλι, πρώην υπουργός στη δεύτερη κυβέρνηση των Εργατικών, με πρωθυπουργό τον ΜακΝτόναλντ.

Ο φασισμός εκπορεύεται ιδεολογικά κυρίως από τις τακτικές στις οποίες έχει ήδη καταλήξει η σοσιαλδημοκρατία.

Αναζητώντας τα ίχνη του

Είναι εφικτή η απόπειρα να ανακαλύψει κανείς πρώιμα ίχνη και τάσεις στις προπολεμικές μη μαρξιστικές μορφές σοσιαλισμού, τα οποία ήδη υπαινίσσονταν απόψεις που αργότερα αποτέλεσαν συστατικά του φασισμού: Λόγου χάρη, ο «εθνικού» τύπου σοσιαλισμός του Λασάλ (οι βουλευτές του λασαλικού κόμματος, σημειωτέον, ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις του 1870, εν αντιθέσει με την αποχή των μαρξιστών), οι πρωσικές τάσεις και η ερωτοτροπία με τον Βίσμαρκ, τα πιστωτικά σοφίσματα του Προυντόν και η αντίθεσή του στην ταξική πάλη, η λατρεία της βίας από τον Σορέλ, «οι κοινωνικοί μύθοι» για τη μαζική παραπλάνηση και η αόριστη αποκήρυξη της δημοκρατίας, η συνδικαλιστική λατρεία των «επαγγελματικών» διαχωριστικών γραμμών, η φαβιανή εξύμνηση του υπερταξικού κράτους. Ο ήδη προϋπάρχων κοινωνικός σοβινισμός του Χάιντμαν και η μεγάλη ναυτική αναταραχή. Οι φασίστες συγγραφείς αναζητούν τους πνευματικούς προγόνους τους σε τρεις βασικές πηγές: Στον Ματσίνι1 (ο παλιός φιλελεύθερος δημοκράτης θα έβγαινε από τον τάφο του), στον Προυντόν και τον Σορέλ2. Ωστόσο, αυτό αποτελεί απλή μυθοπλασία. Ο φασισμός είναι, ουσιαστικά, προϊόν της μεταπολεμικής γενικής κρίσης του καπιταλισμού και δεν έχει κανέναν πνευματικό πρόγονο. Ο φασισμός είναι, στην πράξη, η αποβολή που απορρέει από την αποτυχημένη κυοφορία της προλεταριακής κοινωνικής επανάστασης.

Ιδεολογικές συνάφειες

Από το 1914, όταν η σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε ευθέως το μαρξισμό και το διεθνισμό, άρχισαν να εμφανίζονται τα συναφή με το φασισμό χαρακτηριστικά ιδεολογικά ρεύματα. Τυχόν μελέτη των κυριότερων ακραίων εκφράσεων που διατύπωσαν οι σοσιαλιστές υπέρμαχοι του πολέμου, ειδικότερα οι Λενς, Πάρβους και Κούνοφ στη Γερμανία, ο Ερβέ στη Γαλλία ή ο Μπλάτσφορντ στην Αγγλία, θα αποκάλυπτε πολλές εντυπωσιακές ομοιότητες με το μετέπειτα φασισμό. «Σε αυτόν τον παγκόσμιο πόλεμο», έγραψε ο Λενς το 1916, «η Γερμανία ολοκληρώνει την επανάστασή της» (χαρακτηριστική η αναφορά στην «επανάσταση» για να καλυφθεί η πιο ακραία δικτατορία των μονοπωλίων και ο σοβινισμός), «στην κεφαλή της Γερμανικής Επανάστασης στέκει ο Μπέθμαν-Χόλβεγκ3». Ο Κούνοφ δήλωσε ότι η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να προσαρμοστεί στον ιμπεριαλισμό και να απαλλαγεί από τα υπολείμματα της φιλελεύθερης - δημοκρατικής ιδεολογίας αναφορικά με το «δικαίωμα των εθνών στην πολιτική ανεξαρτησία». «Η Αγγλία στον πόλεμο», έγραψε ο σοσιαλιστής υπέρμαχος του πολέμου Χένις, «αντιπροσωπεύει την οπισθοδρόμηση, ενώ η Γερμανία την αξιακή αρχή της επανάστασης». Ολα αυτά αποσαφηνίζουν τη χρήση της «επαναστατικής» φρασεολογίας και της αποκήρυξης των απαρχαιωμένων «φιλελεύθερων - δημοκρατικών» προκαταλήψεων προκειμένου να καλυφθεί, στην πράξη, η πλήρης δουλική υποταγή στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και το σοβινισμό. Η άρνηση του διεθνισμού, η διακήρυξη της ταξικής ενότητας ή της «ιερής ανακωχής» και η υπηρέτηση του καπιταλιστικού κράτους στο όνομα της «σοσιαλιστικής» ή της «επαναστατικής» φρασεολογίας, όλα αυτά αποτελούν την κοινή αφετηρία της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας από το 1914 και, σε μια πιο εξελιγμένη μορφή, του φασισμού.

Γόνιμο έδαφος

Χίτλερ - Χίντεμπουργκ. Ο στρατάρχης Χίντεμπουργκ είχε εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας και με τις ψήφους των σοσιαλδημοκρατών
 

Ωστόσο, η μεταπολεμική περίοδος είναι η εποχή που η σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία μετατρέπεται σε πραγματικά γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του φασισμού. Η σοσιαλδημοκρατία ανέκυψε από τον πόλεμο με δυο πολύ εμφανή χαρακτηριστικά: Πρώτον, τη στενή ταύτιση κάθε κόμματος με το «εθνικό», δηλαδή ιμπεριαλιστικό, κράτος και την άρνηση κάθε μορφής διεθνισμού εκτός του επίσημου «διαύλου επικοινωνίας» σε ανώτατο επίπεδο, δεύτερον, την ταξική συνεργασία, με τη μορφή των υπουργικών συμμαχιών και των συνδικαλιστικών συνεργασιών, για τη συμβολή στην επίτευξη της καπιταλιστικής ευμάρειας ως τον απαραίτητο όρο για την ευημερία της εργατικής τάξης. Θα καταστεί εμφανές ότι αυτές οι βασικές αρχές ήδη εγγίζουν εκείνες του «εθνικοσοσιαλισμού».

Η σοσιαλδημοκρατία, μετά από τον πόλεμο, ήρθε αντιμέτωπη με δυο στόχους: Πρώτον, να νικήσει την επανάσταση της εργατικής τάξης, δεύτερον, να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της κατακερματισμένης καπιταλιστικής δομής. Ο πρώτος έφερε τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία σε στενή συμμαχία με τους αντιδραστικούς στρατοκρατικούς κύκλους της Λευκής Φρουράς και την εκπαίδευσε να αναλαμβάνει την κυβερνητική ευθύνη στις δολοφονίες των μαχητικών εργατών. Ο δεύτερος στόχος της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης, όταν έκλεισε η περίοδος των εμφυλίων που ξέσπασαν αμέσως μετά από τον πόλεμο, απαίτησε την πιο στενή συνεργασία της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων με το μονοπωλιακό καπιταλισμό.

Νέα θεωρητική βάση

Ο Μπενίτο Μουσουλίνι κρατούμενος από την ελβετική αστυνομία το 1903 την περίδο που ήταν σοσιαλδημοκράτης

Η συνεργασία της σοσιαλδημοκρατίας με τον καπιταλισμό, κατά την περίοδο της ανοικοδόμησης και σταθεροποίησης, απαίτησε την ανάπτυξη μιας αντίστοιχης νέας ιδεολογίας. Η κυρίαρχη ιδεολογία από την εποχή του πολέμου, για τον «εθνικό κίνδυνο» και την αναγκαία ενότητα για την αντιμετώπιση του «κοινού εχθρού», δεν εξυπηρετούσε πλέον εν καιρώ ειρήνης. Στην περίοδο της ανοικοδόμησης και της σταθερότητας, ήταν αναγκαία η δημιουργία μιας νέας θεωρητικής βάσης. Η κατάρρευση του καπιταλισμού, όπως υποστήριζαν, δεν ήταν προς το συμφέρον της εργατικής τάξης, η εργατική τάξη απαιτούσε έναν ακμάζοντα καπιταλισμό ως βάση για την άνοδο του σοσιαλισμού, «δεν έχει νόημα να κοινωνικοποιείς τη μιζέρια» δήλωνε ο Κάουτσκι, καταδεικνύοντας την «οικονομική καταστροφή» της Ρωσίας ως προειδοποίηση των συνεπειών που θα είχε ο άλλος δρόμος. Ο καπιταλισμός δεν είχε ακόμα εξαντλήσει τα όρια της ανάπτυξής του, είχε μπροστά του ακόμα την εξέλιξη προς μια νέα ανθηρή περίοδο του «οργανωμένου καπιταλισμού», αυτός ήταν ο δρόμος προς το σοσιαλισμό. Καθήκον των εργατών ήταν να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του καπιταλισμού, στην αύξηση της παραγωγής και στην ανάπτυξη του νέου εξορθολογισμένου «οργανωμένου καπιταλισμού», με αυξανόμενη συμμετοχή σε οικονομικό επίπεδο μέσω των συνδικάτων («οικονομική δημοκρατία», Μοδισμός) και σε πολιτικό με την είσοδο της σοσιαλδημοκρατίας στην κυβέρνηση, αυτός ήταν ο πραγματικός δρόμος ανάπτυξης, εν αντιθέσει με τις «καταστροφικές» πολιτικές του κομμουνισμού. Κατά την περίοδο της σταθεροποίησης, του εξορθολογισμού και της βραχύβιας διετούς άνθησης μεταξύ 1927-1929, αυτή η νέα ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας έφτασε στο απόγειό της.

Υποταγή στις ανάγκες του καπιταλισμού

1919 σύλληψη «Σπαρτακιστή» από την Ράιχσβερ της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης

Ο μαρξισμός άρχισε, λίγο ως πολύ, να εξοστρακίζεται ανοιχτά, κυρίως από την ηγεσία των συνδικάτων, αν και επισήμως παρέμενε στο πρόγραμμά τους. Ο Τάρνοφ, κορυφαίος Γερμανός συνδικαλιστής θεωρητικός, υποστήριξε ρητά στο Συνέδριο της Γερμανικής Ομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων στο Μπρέσλαου ότι:

«Ο μαρξισμός, ως η κορυφαία ιδεολογία του κινήματος της εργατικής τάξης, έχει ξεπεραστεί. Ομως, το πραγματικά ισχυρό μαζικό κίνημα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αντίστοιχη ιδεολογία και συνεπώς εμείς, οι ηγέτες των συνδικάτων, πρέπει να δημιουργήσουμε μια καινούργια».

Η ουσία της «καινούργιας ιδεολογίας» ήταν, στην πραγματικότητα, η πάλαι ποτέ προμαρξιστική (αρχικά φιλελεύθερη, αργότερα φαβιανή και τελικά φασιστική) θεωρία της ταύτισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης με εκείνα του καπιταλισμού. Οπως δήλωσε ακόμα ένας κορυφαίος θεωρητικός των γερμανικών συνδικάτων:

«Δεν πρέπει να διαφεύγει σε κανέναν ότι η εργατική τάξη είναι μέρος του καπιταλιστικού συστήματος, η καταστροφή του οποίου σημαίνει και τη δική της καταστροφή, συνεπώς, το μεγάλο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι να επιτύχει, με τον καθορισμό της θέσης της στο εν λόγω σύστημα, την καλυτέρευση της συνολικής κοινωνικής δομής, η οποία, επίσης, αντιστοιχεί στην καλυτέρευση της δικής της κοινωνικής κατάστασης».

Τον ίδιο τρόπο σκέψης εξέφρασε το Γενικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας Βρετανικών Συνδικάτων στην αναφορά του, στο Συνέδριο του Σουόνσι, το 1928, στο σημείο όπου ανέλυε τις τρεις προοπτικές των συνδικάτων, υποστηρίζοντας την τρίτη (τη γραμμή του Μοδισμού υπέρ της συνεργασίας με τον καπιταλισμό) ως την καλύτερη:

«Η τρίτη προοπτική σημαίνει για το συνδικαλιστικό κίνημα την τολμηρή παραδοχή ότι δεν το απασχολεί μόνο η ευημερία της βιομηχανίας, αλλά ότι θα αρθρώσει λόγο για την πορεία που αυτή ακολουθεί, ώστε να ασκήσει επιρροή στις νέες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα. Η καταληκτική πολιτική του κινήματος μπορεί να φανεί πολύ πιο χρήσιμη σε μια αποδοτική βιομηχανία από ό,τι σε μια παρατημένη και τα συνδικάτα μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους για να προωθήσουν και να καθοδηγήσουν την επιστημονική αναδιοργάνωση της βιομηχανίας καθώς και να αποκτήσουν υλικά πλεονεκτήματα από την εν λόγω διαδικασία».

Βαφτίζοντας κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις ως «σοσιαλισμό»

Η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα που έχει υπό τον έλεγχό της μετατρέπονται, σύμφωνα με τη θεωρία της, σε συστατικά στοιχεία της σύγχρονης καπιταλιστικής οργάνωσης και του καπιταλιστικού κράτους (στην πραγματικότητα, οι Ουέμπ4 είχαν επεξεργαστεί πλήρως το εν λόγω ζήτημα στη θεωρία που ανέπτυξαν, πολύ πριν τον πόλεμο, η οποία διατρέχει τόσο το βιβλίο τους «Η Ιστορία του εργατικού συνδικαλισμού» όσο και το σύνολο του έργου τους). «Η σοσιαλδημοκρατία, σήμερα», επιβεβαίωσε ο Χίλφερντιγκ στο Συνέδριο του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο Κίελο, το 1927, «αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του κράτους». «Χωρίς τα συνδικάτα», έγραψε ο Σιτρίν, «δε θα μπορούσε να λειτουργήσει αποδοτικά η βιομηχανία, στις σύγχρονες συνθήκες» (Ου. Μ. Σιτρίν, «Εργατικός Συνδικαλισμός: Το προπύργιο εναντίον του χάους», για την εφημερίδα «Reynolds' News», 4 Σεπτέμβρη 1932).

Κάθε εξέλιξη στην οργάνωση και την ενίσχυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού και της δικτατορίας του χαιρετίζεται, συνεπώς, ως έλευση του «σοσιαλισμού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στήριξη του Εργατικού Κόμματος στη «δημόσια επιχείρηση» (καπιταλιστικό τραστ υπό κρατική προστασία, με εγγυημένα μερίσματα στους μετόχους) ως μορφή σύγχρονου σοσιαλισμού, δείγμα της οποίας αποτελεί το Διάταγμα για τη Μεταφορά Επιβατών στο Λονδίνο, το οποίο εισήγαγε η κυβέρνηση των Εργατικών και υλοποίησε η κυβέρνηση των Συντηρητικών, ενώ επιδοκιμάστηκε από το Εργατικό Κόμμα ως θρίαμβος του «σοσιαλισμού». Για το εν λόγω ζήτημα, οι συντηρητικοί «Times» δηλώνουν:

«Οι κυριότερες αντιρρήσεις που εγείρονται μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες με κύριους τίτλους: Το νομοσχέδιο είναι "σοσιαλιστικό", δημιουργεί επικίνδυνο μονοπώλιο, θα αυξήσει το κόστος μεταφοράς. Καμιά από τις προαναφερόμενες κρίσεις δεν αντέχει στην παρατεταμένη εξέταση. Είναι αλήθεια ότι το νομοσχέδιο, στην αυθεντική μορφή του, αποτελεί προϊόν σοσιαλιστικής κυβέρνησης και ότι ο τότε υπουργός Μεταφορών, ο κ. Μόρισον, παραλίγο να επιτύχει την τελεσίδικη καταδίκη του, καθώς το αποκαλούσε θρίαμβο του σοσιαλισμού. Πώς, στ' αλήθεια, προκύπτει στη συζήτηση ο σοσιαλισμός; Πού διαφέρει επί της αρχής το νέο εγχείρημα στις μεταφορές από τα ισχύοντα στην Κεντρική Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ή την Αυτοκρατορική Εταιρία Επικοινωνιών, οι οποίες αποτελούν αμφότερες δημιουργήματα Συντηρητικής κυβέρνησης; Ομοια με εκείνες, αποτελεί θεσμοθετημένο μονοπώλιο και συνεπώς υπόκειται, ως ένα βαθμό, σε δημόσιο έλεγχο, ωστόσο, ανήκει σε ιδιώτη, όχι στο δημόσιο.» («Times», κύριο άρθρο «Νομοσχέδιο για τη Μετακίνηση στο Λονδίνο», 1 Δεκέμβρη 1932).

Είναι φανερό ότι η «δημόσια επιχείρηση» του Εργατικού Κόμματος και της σοσιαλδημοκρατίας έχει επί της αρχής μεγάλες ομοιότητες με τη φασιστική «επιχείρηση» ως σύστημα βιομηχανικής οργάνωσης.

Σε αυτή τη βάση, η σοσιαλδημοκρατία υπερασπίζει τις σύγχρονες εξελίξεις στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, σα να επρόκειτο ήδη για την έλευση του «σοσιαλισμού». Οπως δήλωσε ο Ντίτμαν, ηγέτης του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στο συνέδριο του κόμματος στο Μάγκντεμπουργκ:

«Δε ζούμε πλέον στον καπιταλισμό, ζούμε στην περίοδο μετάβασης στο σοσιαλισμό, από οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής άποψης... Στη Γερμανία, έχουμε δεκαπλάσιες σοσιαλιστικές κατακτήσεις να υπερασπίσουμε σε σύγκριση με τη Ρωσία».

Οι σωτήρες του καπιταλισμού ξανά επί το έργον - όλο και πιο κοντά στο φασισμό

Η παγκόσμια οικονομική κρίση κατάφερε βαρύ χτύπημα στη συγκεκριμένη ιδεολογία. Ωστόσο, η σοσιαλδημοκρατία προσαρμόστηκε στην κρίση, διευρύνοντας τις θεωρίες της. Ηταν αναγκαίο τώρα, δήλωνε, να «σωθεί» ο καπιταλισμός από την απειλή του χάους και της προλεταριακής επανάστασης. Το Συνέδριο του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Λειψία, το 1931, έδωσε το σύνθημα: «Πρέπει να γίνουμε οι γιατροί του πάσχοντος καπιταλισμού». Ο Βαντερβέλντε, πρόεδρος της Δεύτερης Διεθνούς, διακήρυξε στη Βουλή των Αντιπροσώπων του Βελγίου, το 1932:

«Το καπιταλιστικό σύστημα εμφανίζει ρωγμές σε όλες τις πλευρές του. Μπορεί να σωθεί μόνο με σοβαρά και επείγοντα μέτρα. Βρισκόμαστε στην ενδέκατη ώρα. Φροντίστε το προλεταριάτο να μην γκρεμίσει, ως άλλος Σαμψών, τις κολόνες του ναού» (Ε. Βαντερβέλντε, «Le Peuple», 7 Μάη 1932).

Μάλιστα, ο Γάλλος σοσιαλιστής, Μοντέλ, είχε ήδη διακηρύξει, πριν την κρίση («Republique Sociale», 15 Νοέμβρη 1928): «Το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα παρουσιαστεί ως το μοναδικό ικανό να σώσει την αστική κοινωνία».

Με το σύνολο αυτής της τακτικής και προπαγάνδας καθίσταται εμφανές ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα προετοίμαζε και προλείανε, στην πράξη, το δρόμο για την έλευση του φασισμού και των αντιλήψεών του. Και πράγματι, ακόμα και μετά από τη νίκη του φασισμού, ο Λάιπαρτ, ηγέτης του γερμανικού συνδικαλισμού, χρησιμοποίησε ευθέως την ίδια επιχειρηματολογία προκειμένου να αποδείξει ότι ο συνδικαλισμός θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από το φασισμό ως όργανο υποταγμένο στη φασιστική δικτατορία:

«Τα συνδικάτα έχουν εξελιχτεί σε οργανωμένη αυτοβοήθεια της εργατικής τάξης και κατά την πορεία της ιστορίας τους, λόγω φυσικών αιτιών, συγχωνεύονται όλο και περισσότερο με το κράτος.

Το κοινωνικό καθήκον των συνδικάτων πρέπει να εκπληρώνεται υπό οποιαδήποτε μορφή κρατικού συστήματος...

Τα συνδικάτα είναι σε πλήρη ετοιμότητα, ακόμα και πέραν του πεδίου των μισθών και των συνθηκών εργασίας, να προχωρήσουν σε μόνιμη συνεργασία με τις εργοδοτικές οργανώσεις.

Η κρατική επίβλεψη σε μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να συμβάλλει σε ορισμένες περιπτώσεις στην άνοδο της αξίας της και στην ευκολότερη εφαρμογή της.

Τα συνδικάτα δεν απαιτούν να ασκούν ευθέως επιρροή στην κρατική πολιτική. Το μοναδικό καθήκον τους, από αυτή την άποψη, μπορεί να είναι να θέτουν τα δίκαια αιτήματα των εργατών υπόψη της κυβέρνησης, αναφορικά με τα μέτρα της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής και τη νομοθεσία, καθώς και να υπηρετούν την ίδια και το Κοινοβούλιο, συμβάλλοντας με τη γνώση και την εμπειρία τους».

Αυτή ήταν η επίσημη διακήρυξη του γερμανικού συνδικαλισμού, το Μάρτη του 1933, προσφερόμενος να συμμαχήσει με τη φασιστική δικτατορία. Εγινε δεκτή με εκφράσεις πόνου και αγανάκτησης από το σοσιαλδημοκρατικό Τύπο εκτός Γερμανίας, ως «επαίσχυντη συνθηκολόγηση». Ωστόσο, η τακτική που διατυπώνεται στο ζήτημα συνδικαλισμός και κράτος είναι απολύτως ταυτόσημη με την επιχειρηματολογία του Σιτρίν στη Βρετανία, του Γκριν στις Ηνωμένες Πολιτείες και του Ζουό στη Γαλλία.

Μπορεί να συγκριθεί με την πρόταση του Μουσολίνι, το 1921, για ενδεχόμενη συμμαχία της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας με το φασισμό:

«Στο πεδίο της κοινωνικής νομοθεσίας και της καλυτέρευσης των συνθηκών ζωής για την εργατική τάξη, οι σοσιαλιστές μπορούν να βρουν απρόσμενους συμμάχους στο φασισμό. Η διάσωση της χώρας μπορεί να διασφαλιστεί, όχι με την κατάπνιξη της αντίθεσης μεταξύ φασισμού και σοσιαλισμού, αλλά με τη συμφιλίωσή τους εντός Κοινοβουλίου. Μια συνεργασία με τους σοσιαλιστές είναι αρκετά πιθανή, ιδιαιτέρως σε πιο προχωρημένο στάδιο, όταν η αποσαφήνιση των ιδεών και των τάσεων, για την οποία εργάζεται σήμερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα, θα έχει ολοκληρωθεί. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη Αδιάλλακτων και Ρεφορμιστών Σοσιαλιστών, στο ίδιο κόμμα, θα αποβεί αδύνατη με το πέρασμα του χρόνου. Επανάσταση ή μεταρρύθμιση προκύπτει από τη συμμετοχή στις ευθύνες της εξουσίας». (Μουσολίνι, «Popolo d' Italia», 22 Μάη 1921).

Η πορεία των γεγονότων κατέστησε αυτή την ωμή συμμαχία περιττή, αργότερα, ωστόσο, ο Μουσολίνι θα θέσει τους ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες, τον Ντ' Αραγκόνα και τους συνεργάτες του, στην υπηρεσία του.

Αντί επιλόγου: τα πέντε εγκλήματα της σοσιαλδημοκρατίας εναντίον της εργατικής τάξης

Η σοσιαλδημοκρατία, συνεπώς, προετοίμασε ιδεολογικά το δρόμο για το φασισμό: Καταρχήν, εγκαταλείποντας ή αλλοιώνοντας το μαρξισμό, δεύτερον, αρνούμενη το διεθνισμό και προσδένοντας τους εργάτες στην υπηρεσία του «δικού τους» ιμπεριαλιστικού κράτους, τρίτον, πολεμώντας τον κομμουνισμό και την προλεταριακή επανάσταση, τέταρτον, παραποιώντας το «σοσιαλισμό» ή χρησιμοποιώντας αορίστως «σοσιαλιστικές» φράσεις («η νέα κοινωνική ευταξία», η «κοινοπολιτεία», «η βιομηχανία ως δημόσια υπηρεσία» κλπ.) για να καλύψει το μονοπωλιακό καπιταλισμό, πέμπτον, υπερασπίζοντας την ταξική συνεργασία και την ενσωμάτωση των οργανώσεων της εργατικής τάξης στο καπιταλιστικό κράτος. Ολα αυτά παρέχουν την ιδεολογική βάση και τα θεμέλια του φασισμού, ο οποίος αντιπροσωπεύει το τελικό στάδιο της πολιτικής που επιζητά την πλήρη αφομοίωση της εργατικής τάξης, δεμένης χειροπόδαρα, στον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος. Το σύνολο αυτής της προπαγάνδας και τακτικής που ακολούθησε η σοσιαλδημοκρατία έσπειρε σύγχυση, αποδυνάμωσε και τσάκισε την ταξικά συνειδητή σοσιαλιστική θεώρηση όλων εκείνων των εργατών που επηρέαζε, εμπόδισε τη διάδοση της επαναστατικής μαρξιστικής αντίληψης, εξέθρεψε φασιστικές εν μέρει ιδέες περί εθνικισμού, ιμπεριαλισμού και ταξικής συνεργασίας, και συνεπώς άφησε τις μάζες να γίνουν εύκολη λεία για το φασισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1 Γκιουζέπε Ματσίνι (1805-1872). Ιταλός επαναστάτης, ηγετική φυσιογνωμία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος για την ένωση και ανεξαρτησία της Ιταλίας, έντιμος και ένθερμος θιασώτης δημοκρατικών και λαϊκών ιδεωδών. Υπήρξε ιδρυτής της μυστικής πατριωτικής οργάνωσης «Νέα Ιταλία», η οποία αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να πραγματοποιήσει την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση. Η αχίλλειος πτέρνα του ήταν ότι ο Ματσίνι, στην προσπάθειά του να συσπειρώσει τόσο τους φιλελεύθερους ευγενείς και αστούς γαιοκτήμονες όσο και τις καταπιεζόμενες μάζες των εργατών και αγροτών σε ενιαίο μέτωπο, πίστευε πως η κατάργηση της κοινωνικής ανισότητας θα αποτελούσε απόρροια της ειρηνικής συνένωσης κεφαλαίου - εργασίας μέσω της δημιουργίας παραγωγικών συνεταιρισμών.

2 Ζορζ Σορέλ (1847-1922). Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, θεωρητικός του αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Σορέλ απέρριπτε τους θεσμούς του αστικού κράτους (τη δημοκρατία, την ηθική, το εκπαιδευτικό σύστημα κλπ.) και πίστευε ότι, σε καθεστώς βαθιάς κρίσης, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα διασωζόταν μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ωστόσο, θεωρούσε την επανάσταση μια αυθόρμητη και διόλου ορθολογική λαϊκή έκρηξη, υποκινούμενη από κοινωνικούς μύθους. Πίστευε πως η επανάσταση είχε τις ρίζες της στην ηθική αξία της βίας, η οποία αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Σύμφωνα με τον Σορέλ, οι φορείς των σοσιαλιστικών ιδεών δεν ήταν τα κόμματα αλλά τα συνδικάτα, οι επαγγελματικές ενώσεις.

3 Θίομπαλντ Μπέθμαν-Χόλβεγκ (1856-1921). Γερμανός πολιτικός ο οποίος διετέλεσε Καγκελάριος της χώρας την περίοδο 1909-1917.

4 Ο συγγραφέας αναφέρεται στο ζεύγος Σίντνεϊ και Βεατρίκη Ουέμπ (Σίντνεϊ Ουέμπ 1859-1947, Βεατρίκη Ουέμπ 1858-1943). Αγγλοι οικονομολόγοι, κοινωνικοί παράγοντες και θεωρητικοί του εργατικού συνδικαλισμού και του φαβιανού σοσιαλισμού. Απέρριπταν την ταξική πάλη και πίστευαν ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας θα λυνόταν μέσω της προοδευτικής ανάπτυξης των συνεταιρισμών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι οποίοι θα δραστηριοποιούνταν στην αγορά των μεγάλων αγροτικών - κτηνοτροφικών εκτάσεων και των εργοστασίων, της ενίσχυσης των εργατικών συνδικάτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης.

  «Ριζοσπάστης, απόσπασμα από το βιβλίο του Ρ. Π. Ντατ «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», γραμμένο το 1934, εκδόσεις «Συγχρονη Εποχή».

1 σχόλιο:

  1. Νομίζω πως η αφίσσα γράφει σε προστακτική έγκλιση: "Ψηφοφόροι (εκλογείς) αποφασίστε: "Δικτατορία του Stinnes ή Δικτατορία του Προλεταριάτου;"
    Ο Ούγο Στίννες ήταν ένας Γερμανός κορυφαίος καπιταλιστής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου