Στις 4/8/1991 πέθανε ο ποιητής και
ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος.
Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά, βρήκε όμως το δρόμο του στη Λογοτεχνία και εγκατέλειψε τις σπουδές του, λόγω οικονομικών δυσκολιών, και εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα.
Το 1929 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: «Κάτω από σκιές και φώτα». Ακολούθησαν οι συλλογές: «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων», «Ο πόλεμος», «Το ταξίδι του Αρχάγγελου», «Μαργαρίτα», «Γυμνό παιδί» και πολλές άλλες.
* Δακρυσμένος φρουρός της Ποίησης και της Ελευθερίας
Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά, βρήκε όμως το δρόμο του στη Λογοτεχνία και εγκατέλειψε τις σπουδές του, λόγω οικονομικών δυσκολιών, και εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα.
Το 1929 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: «Κάτω από σκιές και φώτα». Ακολούθησαν οι συλλογές: «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων», «Ο πόλεμος», «Το ταξίδι του Αρχάγγελου», «Μαργαρίτα», «Γυμνό παιδί» και πολλές άλλες.
* Δακρυσμένος φρουρός της Ποίησης και της Ελευθερίας
Μια από τις
κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος
αφιέρωσε τη ζωή και τη δημιουργία του στην αλήθεια, την αγάπη, το φως και τον
αγώνα του ανθρώπου για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Φέτος συμπληρώθηκαν 100
χρόνια από τη γέννησή του και είκοσι ένα χρόνια από το θάνατό του (στις
4/8/1991). Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στην Πλούμιτσα Κροκεών της
Σπάρτης. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά, βρήκε όμως το δρόμο
του στη Λογοτεχνία και εγκατέλειψε τις σπουδές του. Εργάστηκε ως
δημοσιογράφος
και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα το 1929 με τον τίτλο «Κάτω από σκιές και
φώτα». Κατόρθωσε να κατακτήσει με την ποίησή του μια από τις καλύτερες θέσεις
στο Πάνθεον της Νεότερης Ελληνικής Ποίησης. Τιμήθηκε 2 φορές με το Α΄ Κρατικό
Βραβείο Ποίησης (1940, 1956). Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.
Η ποίησή
του, πλημμυρισμένη από βαθύ ανθρωπισμό, συνδυάζει το ρεαλισμό με τη λυρική
έξαρση και τη βαθυστόχαστη κριτική ματιά, με την απόλυτη συναίσθηση ότι ασκεί
υπεύθυνα ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό λειτούργημα, το λειτούργημα του
πνευματικού δημιουργού. Το φως που πλημμυρίζει το έργο του δεν ήταν για εκείνον
μόνο το φως του ήλιου, αλλά και «το φως κάθε δίκαιας πράξης».
Ο ίδιος
πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο...
Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις
παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη
"μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Και αυτό το αποδεικνύει
μέσα από το μεγάλο έργο του.
Γράμμα στον
άνθρωπο
της πατρίδας
μου
...Μην με
μαρτυρήσεις!
Και
προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς
τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα.
Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα.
Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω
ακόμη πως ο κόσμος
είναι
όμορφος!
Ποτέ δεν
λείπεις
«Νικηφόρε,
όσα τραγούδησες σε τραγουδάνε/ Ποτέ δε λείπεις/ Πάντα παρών στο πόστο σου/ στη
μέσα πύλη της Ελλάδας, ορθός/ με τη λόγχη του στίχου σου/ ευγενικός δακρυσμένος
φρουρός της Ποίησης και της Ελευθερίας».
Μ' αυτούς
τους στίχους τελειώνει το ποίημα που έγραψε στις 25 Ιούνη 1974 ο Γιάννης Ρίτσος
για να τιμήσει τον «μόνιμο συνομιλητή με τον ήλιο» ποιητή, φίλο και συναγωνιστή
του Νικηφόρο Βρεττάκο.
Σε όλο
σχεδόν το έργο του Λάκωνα ποιητή δεν διαφαίνεται μόνον η απαράμιλλη ποιητική
δεξιοτεχνία του, αλλά αποτυπώνονται ολοκάθαρα οι σκέψεις και οι επιθυμίες του
για μιαν ιδανική ανθρώπινη κοινωνία («πόλεμος τελειωμένος», «δικαιοσύνη»,
«καλοσύνη», «αιωνιότητα του ήλιου», «απλότητα») και κυρίως καθρεφτίζεται
ολοζώντανα ο κόσμος της ψυχής του, ένας κόσμος απέραντος, κατακλυσμένος από
ευγένεια, ευαισθησία, τρυφερότητα, θλίψη «Επιστρατέψετε την αιωνιότητα,
ανάβοντας τ' άστρο: "Αγάπη". Επιστρατέψετε την αιωνιότητα, ανάβοντας
ψηλότερα απ' όλα, πάνω από το έτοιμο βάραθρο, το άστρο: "Ανθρώπινο
μέτωπο!"... ...Σας παρακαλούμε: Αφήστε μας τα πράγματα. Μη μας τα καίτε.
Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τα Ανθη τους», αλλά και ταυτόχρονα
πλημμυρισμένος από αγάπη... «Εν Αρχή ην η Αγάπη... μελωδούσε γιομίζοντας το
γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη Αρπα καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος» και κυρίως
αισιοδοξία... «Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι»...
Οπως εκείνος
ξέρει, μέσα από την ποιητική του πένα και με οδηγό την μεγάλη ευαισθησία του,
παίρνει θέση απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω του. Στα δύσκολα χρόνια του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης στάθηκε στο πλευρό του
μαχόμενου λαού. Η ένοπλη ιμπεριαλιστική επέμβαση το Δεκέμβρη του 1944 και ο
αγώνας του λαού της Αθήνας να διαφεντέψει τη μοίρα του τόπου γίνεται η πηγή
έμπνευσης της μεγάλης ποιητικής του σύνθεσης «33 μέρες» - γραμμένη σε πεζό -
που αποτελεί ύμνο στους αγώνες του θρυλικού λόχου φοιτητών «Λόρδος Βύρων».
-- Δόξα και
τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!
Αδέρφια μας
όλου του κόσμου.
Η σημαία μας
κυματίζει ακόμα.
-- Ελευθερία
ή θάνατος!
Η δεύτερη
αυτή περίοδος της συγγραφικής δραστηριότητας του Νικηφόρου Βρεττάκου
(1939-1950) χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, πνεύμα αγωνιστικότητας και επίτευξη
συμφιλίωσης με το θάνατο. Ο ποιητής, δεχόμενος έντονη επίδραση από τα σημαντικά
ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εποποιία του
Αλβανικού Μετώπου, Κατοχή, Εμφύλιος), εμπνέεται ακατάπαυστα και συνθέτει εξαιρετικούς
στίχους. Θεωρεί την «Εθνική Αντίσταση», στην οποία έλαβε μέρος και ο ίδιος, ως
συνέχιση των Αγώνων του 1821, η δε αυτοθυσία των νεαρών αγωνιστών προκαλεί
βαθύτατη συγκίνηση στην ψυχή του.
Ελεγείο πάνω
στον τάφο
ενός μικρού
αγωνιστή
Πάνω στο
χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας.
Πάνω στο
χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους
και τις
πολιτείες μας
Πάνω στο
χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.
Εχω κρατήσει
μέσα μου τη ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα
μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την
καρδιά σου που άνοιξε,
κ' έρχονται
στο μυαλό μου
κάτι
εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που
μοιάζουνε
σαν ομιλία
του απείρου προς τον άνθρωπο
- έτσι μας
μίλησε η καρδιά σου.
Κ' είδαμε
πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος,
κ' έγινε
μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Tο πρώτο σου
παιγνίδι: Εσύ.
Το πρώτο σου
αλογάκι: Εσύ.
Επαιξες τη
φωτιά. Επαιξες το Χριστό.
Επαιξες τον
Αη-Γιώργη και το Διγενή.
Επαιξες τους
δείκτες του ρολογιού που κατεβαίνουνε
απ' τα
μεσάνυχτα.
Επαιξες τη
φωνή της ελπίδας, εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία
ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.
Ηταν καιρός!
Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο
ν' ακούς
κάτω απ' τη στέγη σου τ' ανθρώπινα μπουμπουνητά της Ευρώπης!
Αναψες κάτω
απ' το σακάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο...
Kαρδιά των
καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο, και προχώρησες...
Ανέβηκες στο
πεζοδρόμιο κ' έπαιξες τον άνθρωπο!
Για τον
άνεργο και τον εργάτη
Ομως και
αργότερα, κάτω από άλλες συνθήκες, οι σκέψεις, η αγωνία του ποιητή απέναντι στη
βαριά «μοίρα» του ανέργου ή του εργάτη μέσα σ' ένα εκμεταλλευτικό σύστημα,
βρίσκουν έκφραση σε στίχους όπως:
«Του
εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο. Εχει
στο μέσο δυο
κάγκελα. Πίσω απ' τα κάγκελα
δυο μάτια
που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των
ανθρώπων που στέκονται απ' έξω -
μια σειρά
σταυρωμένα χέρια και πρόσωπα.
Κάνουν μια
κίνηση όλοι μαζί,
στυλώνουν τ'
αυτιά, κρατούν την ανάσα ν' ακούσουν.
"Μεσημέριασε.
Ο κύριος διευθυντής δεν θα 'ρθει.
Αύριο πάλι.
Πρωί. Πιο πρωί".
Και φεύγουν
σκυφτοί. Περπατώντας, κοιτάζουνε γύρω τους,
σα να
ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο - Οχι
να κλάψουνε,
όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα
χέρια τους» («Ανεργοι»,
1959)
και
«...Πάνω του
πέρασαν όλοι οι καιροί:
ο εργοδότης
του, η φτώχεια του, ο πόλεμος.
Δεν πουλάνε
γι' αυτόν τα καταστήματα τίποτα.
Δεν έχει
μετά πού να πάει. Στους πέντε
περιφέρεται
δρόμους της γης όταν κλείνει
το μαγαζί
του ο ήλιος» («Στους
πέντε δρόμους»).
Για την
Ειρήνη
Το βαθύ
μίσος για τον πόλεμο, σε αντιδιαστολή με την απέραντη αγάπη του για την ειρήνη,
είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ν. Βρεττάκου. Μια αγάπη
χειμαρρώδης που σφραγίζει μεγάλο μέρος της δημιουργίας του. Από τις πιο μεγάλες
στιγμές της ποίησής του είναι το «Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη» και η
συγκλονιστική ποιητική του σύνθεση «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ». Δημοσιεύτηκε το
1954, χρονιά δικαστικής δίωξης του κορυφαίου Αμερικανού φυσικού Ρόμπερτ
Οπενχάιμερ, γνωστού ως «πατέρα της ατομικής βόμβας» με χρήση ουρανίου, επειδή,
έχοντας δει τον όλεθρο που έσπειρε η βόμβα του στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αντιτάχθηκε
στην απόφαση της πανίσχυρης «Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας» για κατασκευή και
βόμβας υδρογόνου.
«Φίλε
Οπενχάιμερ,
λάβαμε
τις
τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα
τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και
φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
* * *
Αλλά, φίλε
Οπενχάιμερ, όχι,
δεν
προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε
πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο
σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη
στη Χιροσίμα.
* * *
Τι να σας
κάνουμε; Πού
να σας
κρύψουμε; Οπου
κι αν σας
βάλει κανείς
σαν πύργος
πανύψηλος
θα κρύβετε
πάντοτε
ένα μέρος
του ήλιου.
* * *
Δεν υπάρχει
πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του
σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς,
άνθρωποι απλοί,
σας
εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής
άμμου των ουρανών
και της
πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας
εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε,
φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα
φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου