Στις 3 το
πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμμ. Γκράτσι
επισκέφτηκε τον δικτάτορα Ι. Μεταξά, στο σπίτι του τελευταίου στην Κηφισιά, και
του επέδωσε εκ μέρους της κυβέρνησης της χώρας του ένα άκρως προκλητικό
τελεσίγραφο: η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, επικαλούμενη το γεγονός ότι
βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αγγλία, ζητούσε από την ελληνική
κυβέρνηση - ως απόδειξη της ουδετερότητάς της - να επιτρέψει στις ιταλικές
ένοπλες δυνάμεις να καταλάβουν ορισμένα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού
εδάφους.
Ο Γκράτσι
διευκρίνισε στον Ελληνα δικτάτορα ότι αν οι όροι του τελεσιγράφου δε γίνουν
δεκτοί, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν στην Ελλάδα στις 6 το πρωί.
«Λοιπόν,
έχουμε πόλεμο», ήταν η απάντηση του Μεταξά, σύμφωνα με τη μαρτύρια του Ιταλού
πρεσβευτή. Η φράση εκείνη τα έλεγε όλα. Η ελληνική πλευρά δεν είχε περιθώρια
κάποιας άλλης επιλογής. Ο πόλεμος ήταν γεγονός και η ιταλική επίθεση δεν
άργησε. Εκδηλώθηκε στις 5.30 π.μ., δηλαδή μισή ώρα πριν εκπνεύσει το
τελεσίγραφο, σ' ολόκληρο το μέτωπο, από το Ιόνιο ως τη λίμνη Πρέσπα.
Δύο ημέρες
μετά την έναρξη του πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940, ο Μεταξάς εξήγησε στους
ιδιοκτήτες και στους αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου ότι αν δεχόταν το
ιταλικό τελεσίγραφο, η Ιταλία και η Βουλγαρία θα έκοβαν τα χέρια της Ελλάδας, η
Αγγλία θα της έκοβε τα πόδια, καταλαμβάνοντας την Κρήτη και τα νησιά και η κυβέρνησή
του θα απομονώνονταν πλήρως από τον ελληνικό λαό. Επρόκειτο για μια ομολογία
που αποδείκνυε πως το δικό του «ΟΧΙ» στην ιταλική πρόκληση καμία σχέση δεν είχε
με το πραγματικό «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού στον ιταλικό φασισμό.
Ο δικτάτορας
βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη λαϊκή ψυχή, δεν την κατανοούσε και αναμφίβολα
δεν την εξέφραζε. Γι' αυτό κι έγραφε στο ημερολόγιο του στις 29 Οκτωβρίου 1940:
«Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη».
Σε
αντιστοιχία όμως με τις διαθέσεις του λαού, εκείνες τις κρίσιμες ημέρες,
βρέθηκαν οι κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι και το Κόμμα τους είχαν
χτυπηθεί άγρια από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Η κατάσταση
του ΚΚΕ κατά την έναρξη του πολέμου
Ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος βρήκε το ΚΚΕ αποδεκατισμένο, την ηγεσία και τα στελέχη
του στις φυλακές και τις εξορίες, τις οργανώσεις του σμπαραλιασμένες και όσες
υπήρχαν ακόμη, υπό το καθεστώς του άγριου διωγμού. Η μεταξική δικτατορία, από
την πρώτη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, είδε το ΚΚΕ σαν τον κύριο και ανυποχώρητο
εχθρό της.
Την 28η
Οκτωβρίου 1940, περίπου δυο χιλιάδες κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη και στελέχη
του ΚΚΕ, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας.
Επίσης, όλη σχεδόν η κομματική ηγεσία που είχε εκλεγεί από το 6ο Συνέδριο
(Δεκέμβρης 1935) βρισκόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους εξόριστους. Ο
ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος Ν. Ζαχαριάδης, από τις αρχές του 1940, είχε μεταφερθεί
από τις φυλακές της Κέρκυρας στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Στην
Κέρκυρα βρίσκονταν τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Σιάντος, Βασίλης Νεφελούδης και
Μήτσος Παρτσαλίδης, καθώς και το μέλος της ΚΕ Γιάννης Ζέβγος. Στην Ακροναυπλία
βρίσκονταν ο Γιάννης Ιωαννίδης, μέλος του ΠΓ, και τα μέλη της ΚΕ Κώστας Θέος,
Βασίλης Βερβέρης, Μήτσος Παπαρήγας, Μιχάλης Σινάκος και Ανδρέας Τσίπας. Στην
Κίμωλο τα μέλη της ΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος και Χρύσα
Χατζηβασιλείου. Στη Φολέγανδρο τα μέλη της ΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης και
Παντελής Καραγγίτσης - Σίμος. Στη Γαύδο το μέλος της ΚΕ Λεωνίδας Στρίγκος.
Τέλος στο σανατόριο της Αθήνας «Σωτηρία» νοσηλευόταν το μέλος της ΚΕ Ν.
Πλουμπίδης.
Ο κεντρικός
παράνομος καθοδηγητικός μηχανισμός ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει μετά τη σύλληψη
του Γιώργη Σιάντου και του Γρηγόρη Σκαφίδα, το Νοέμβριο του 1939. Η ομάδα
στελεχών που αποτελούσε τη λεγόμενη «παλιά ΚΕ» ήταν απομονωμένη από τις
κομματικές δυνάμεις και δεν τις επηρέαζε.
Επίσης στις
αρχές του 1940 εμφανίστηκε η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» που
διεκδικούσε την ηγεσία του Κόμματος και καθοδηγούνταν απευθείας από τον
Μανιαδάκη, υφυπουργό Ασφαλείας του Μεταξά. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι τόσο η
«παλιά ΚΕ», όσο και η
«Προσωρινή Διοίκηση» έβγαζαν η καθεμία το δικό της
«Ριζοσπάστη».
Παρά την
τρομοκρατία που είχε επιβάλει το Μεταξικό καθεστώς, είχαν διατηρηθεί ορισμένοι
κομματικοί πυρήνες που συνέχιζαν τη δράση τους τόσο σε Αθήνα - Πειραιά, όσο και
στις άλλες περιοχές της χώρας. Κατά κανόνα, οι οργανώσεις αυτές δεν είχαν
εμπιστοσύνη ούτε στην «παλιά ΚΕ» ούτε στην «Προσωρινή Διοίκηση» και δρούσαν
ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Εμπιστεύονταν μόνο τις ομάδες των φυλακισμένων
και εξόριστων στελεχών του Κόμματος, με τις οποίες επιδίωκαν να αποκτήσουν
επαφή. Το ανώτερο κομματικό όργανο που κατάφερε να διατηρηθεί ήταν το
Μακεδονικό Γραφείο της ΚΕ, που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης των οργανώσεων
στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Η ιταλική
επιδρομή και η στάση των κομμουνιστών
Αμέσως μόλις
εκδηλώθηκε η στρατιωτική επιδρομή της Ιταλίας, και παρά την κατάσταση στην
οποία βρισκόταν το ΚΚΕ, η ηγεσία του, τα μέλη και τα στελέχη του από τις
φυλακές και τις εξορίες παρενέβησαν και η παρέμβασή τους αυτή ήταν αποφασιστικά
δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό.
Χρονολογικά
πρώτοι αντέδρασαν οι Ακροναυπλιώτες, οι οποίοι στις 29 Οκτωβρίου 1940 - μια
μέρα μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου - με υπόμνημά τους (που
υπογραφόταν από τον Γ. Ιωαννίδη και τον Κ. Θέο) προς την κυβέρνηση Μεταξά
ζητούσαν να πάνε στην πρώτη γραμμή του πυρός για να πολεμήσουν.
Το πιο
γνωστό, όμως, κείμενο του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο είναι το περίφημο γράμμα
«Προς το Λαό της Ελλάδας» του Ν. Ζαχαριάδη, που χαρακτήριζε τον πόλεμο
εθνικοαπελευθερωτικό, υπογραμμίζοντας ότι «δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ
ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ
ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ». Το γράμμα αυτό
που δημοσιεύτηκε στον Τύπο της Αθήνας στις 2/11/1940 άσκησε τεράστια επίδραση
στην εργατική τάξη και στον ελληνικό λαό, στα μέλη και στα στελέχη του
Κόμματος, είτε βρίσκονταν ελεύθερα, είτε στις φυλακές και στις εξορίες, στους
φίλους και τους οπαδούς του. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις των κομματικών μελών
και στελεχών που αντιμετώπισαν το γράμμα με δυσπιστία ή το χαρακτήρισαν πλαστό.
Ετσι, απ' όλους τους τόπους εξορίας και φυλακής οι κομμουνιστές απευθύνθηκαν
στην κυβέρνηση του Μεταξά, εκφράζοντας το αίτημα να τους επιτραπεί να πάνε στο
μέτωπο για να πολεμήσουν.
Η στάση αυτή
των κομμουνιστών ήταν μια στάση αρχής, στάση πατριωτική, ηρωική, περήφανη. Ομως
το καθεστώς της 4ης Αυγούστου - και η οικονομική ολιγαρχία που εκφραζόταν μέσα
απ' αυτό - όχι μόνο δεν τους επέτρεψε να πάνε στο μέτωπο, αλλά και παρέδωσε τα
φυλακισμένα και εξόριστα μέλη και στελέχη του Κόμματος στους Γερμανο-ιταλούς
κατακτητές, όταν η χώρα λύγισε κάτω από το βάρος της ναζιστικής πολεμικής
μηχανής. Είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που φανερώνει πως το
αληθινό «ΟΧΙ» στον ιταλικό φασισμό δεν το είπε ο Μεταξάς και το καθεστώς που
εκπροσωπούσε, αλλά ο ελληνικός λαός και οι οργανώσεις του, με το ΚΚΕ στην πρώτη
γραμμή. Η λαϊκή διαίσθηση κατάλαβε πολύ καλά τους κομμουνιστές σ' εκείνη την
κρίσιμη ιστορική στιγμή, ο απλός άνθρωπος ένιωσε το μήνυμα του Κόμματος. Γι'
αυτό και μετά τη γερμανική εισβολή και την ήττα, εμπιστεύτηκε στο ΚΚΕ την
οργάνωση και την καθοδήγηση του αντιστασιακού αγώνα, πυκνώνοντας, απ' άκρη σ'
άκρη της χώρας τις ΕΑΜικές οργανώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου