Ο Βασίλης Ρώτας, γεννήθηκε στις 5/5/1889,στο Χιλιομόδι Κορινθίας.
Το παιδί απ'
το Χιλιομόδι, στη μακριά και πολυτάραχη ζωή του, στάθηκε ένας πλήρης
πνευματικός άνθρωπος, καλλιεργώντας όλα τα είδη του λόγου. Ποίηση,
διηγηματογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμιο. Ενας ισόβιος πνευματικός
στρατευμένος στην υπηρεσία της τέχνης και της παίδευσης του λαού για κοινωνική
και πνευματική πρόοδο.
Ο Βασίλης
Ρώτας ανήκει σε κείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που έθεσαν ως κυρίαρχο της
ζωής τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε εκείνους που αφοσιώθηκαν και
αγωνίστηκαν για τα ιδανικά του
Μαρξισμού - Λενινισμού, στην πανανθρώπινη
ιδεολογία που σταθερά και αποφασιστικά διδάσκει το ΚΚΕ. Εδωσε σκληρές μάχες,
υποστήριξε τις αξίες, υπηρέτησε στον αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής
τάξης, υποστηρίζοντας στην πράξη τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη.
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή
του Ωδείου Αθηνών.
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό
Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Ξεκίνησε να
δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς» το 1908. Αρθρα, διηγήματα,
κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο Τύπο στη διάρκεια
της Κατοχής, στα «Ελεύθερα Νέα», στη «Βραδυνή», στην «Πρωία», στην «Εστία» και
στο περιοδικό «Θέατρο» (1961-1965) και στον «Λαϊκό Λόγο» (1965-1967).
Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» και ίδρυσε μαζί με
άλλους φοιτητές τη Φοιτητική Συντροφιά.
Στην
πολιτιστική και ειδικά στη θεατρική δραστηριότητα που ανέπτυξε το ΕΑΜικό
κίνημα, με την Παιδεία και την Τέχνη να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην
ιδεολογική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων προς την κοινωνική
αλληλεγγύη και ισότητα, τη συλλογική και εθελοντική δράση εκατοντάδων χιλιάδων
ανδρών, γυναικών και παιδιών, η συμβολή του Βασίλη Ρώτα υπήρξε καθοριστική.
Με
σύμφωνο το ΕΑΜ, το 1942, ίδρυσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο, «νόμιμο καταφύγιο»
για τους ΕΠΟΝίτες. Το θέατρο του Ρώτα έγινε βήμα προβληματισμού και
συνειδητοποίησης, όπου νέοι μάθαιναν για το θέατρο και συμμετείχαν σε
αντιστασιακές εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, πλατείες, δρόμους, και κείμενα
που εξύψωναν το λαϊκό φρόνημα, ενώ οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο του αγώνα.
Την ίδια
εποχή, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου, που υπηρετεί
τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα. Το «Θέατρο του βουνού». Το καλοκαίρι του
1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με υπόδειξη της
ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο
επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες
ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Μεταξύ αυτών, ο συγγραφέας
Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Αννα Ξένου, ο
Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλ. Ξένος.
Αλλά
παράλληλα και στη συνέχεια, στο νόμιμο και στον παράνομο Τύπο, ο Βασίλης Ρώτας
με τα άρθρα του στηλίτευε και σάρκαζε τα κάλπικα, φώτιζε τον αναγνώστη, με
σκοπό να βοηθήσει στην αυτοσυνείδησή του, να του γνωρίσει τις αληθινές αξίες
της ζωής και της τέχνης. Εκείνος, ο τόσο μειλίχιος και γελαστός στις προσωπικές
επαφές του, γινόταν βίαιος, σκληρός, ανελέητος, όταν έγραφε και πάλευε για ό,τι
τον πονούσε.
Το θέατρο,
ωστόσο, είχε την προτίμησή του. Σ' όλες τις εκφάνσεις του: σκηνική πράξη
(«Λαϊκό Θέατρο»), σκηνική διδαχή («Θεατρικό Σπουδαστήρι»), σκηνική κρίση
(κριτικές μελέτες, άρθρα κλπ.). Εκεί επικέντρωνε τον περισσότερο δημιουργικό
μόχθο του. Είτε με τα πρωτότυπα έργα του, είτε με τις μεταφράσεις του, είτε με
τα δοκίμιά του. Και σ' όλα τα έργα του ιστορούσε και υμνούσε τους αγώνες των
Ελλήνων για αποτίναξη των κάθε είδους «ζυγών», για αυτογνωσία, για αδέσμευτη
σκέψη, αφίμωτη έκφραση, αδούλωτο βίο...
Σε πολλά
έργα του, ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα «Ελληνικά
Νιάτα», 1946) ή των σαιξπηρικών ιστορικών δραμάτων («Ρήγας Βελεστινλής»,
1936, «Κολοκοτρώνης», 1955) ή, πάλι, του Θεάτρου των Σκιών («Καραγκιόζικα»,
1955).
Τεράστια
στάθηκε η προσφορά του Ρώτα στη μετάφραση Ελλήνων και ξένων κλασικών:
Αριστοφάνη (Ορνιθες, Ειρήνη), Σίλλερ (Μαρία Στιούαρτ, Δον Κάρλος),
Χάουπτμαν (Η Χανέλα πάει στον Παράδεισο, Ρόζα Μπερντ), Καλδερόν (Ο
Δήμαρχος της Θαλαμέας), Τίρσο δε Μολίνα (Ο Δον Τζιλ με το πράσινο
παταλόνι).
Αλλά ο
μεγάλος άθλος του ήταν πως δόθηκε σύψυχα στη μετάφραση του σαιξπηρικού έργου
και μπόρεσε ν' αποδώσει στη γλώσσα μας όλα τα δράματα, κωμωδίες, τραγωδίες του,
όπως και όλα τα ποιήματα και σονέτα του. Από το 1927 ως τα τελευταία χρόνια του
έστησε «ναόν περικαλλή», με την απόδοση των έργων του Σαίξπηρ, κρατώντας πιστά
τη μορφή τους και με χυμώδη ποιητικό λόγο.
Την
κατευθυντήρια γραμμή των μεταφράσεών του, την χάραξε στον Πρόλογο της Α'
έκδοσης του Αμλετ (Εστία, 1938): «Πρώτον η ζωντανή γλώσσα, δεύτερον η
ακρίβεια, τρίτον η πληρότητα και τέταρτον, αυτό που λίγοι μεταφραστές του
Σαίξπηρ στα ελληνικά το 'χουν καταφέρει, το ύφος του μεγάλου ποιητή, ένα ύφος
λαμπρό, ζωηρό, παιχνιδιάρικο, πλούσιο και γενναίο, σοφό και δυνατό, ρωμαλέο και
ευκίνητο, αγαθό και ωραίο και προπαντός θεατρικό». Κι αυτή τη γραμμή ακολούθησε
απαρέγκλιτα και γόνιμα ως το τέλος. Χάρη στον Ρώτα, το ελληνικό θέατρο και ο
Ελληνας αναγνώστης κατέχουν πια το σύνολο του σαιξπηρικού λόγου, ως ένα άλλο
μέγιστο «δώρημα» για δραματουργούς, μεταφραστές, ηθοποιούς, θεατές.
Ο Βασίλης
Ρώτας πιστοποιούσε με όλο του το έργο ότι μια τέχνη που αδιαφορεί για τον
ανθρώπινο πόνο και δε συμβάλλει στη δημιουργία ενός κόσμου καλύτερου, πολλές
φορές, άθελά της, λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της μειοψηφίας των
κοινωνικά προνομιούχων. Ετσι και στην ποίησή του.
Αρκετά
ποιήματά του είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων αγωνιστών, όπως το ποίημα
«Ηλέχτρα», κατάλληλο και για εφήβους και νέους (ιδιαίτερα για μαθητές Λυκείου),
που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας
Αποστόλου (...) «Και τώρα οι δυο μας,/ Ηλέχτρα./ Εμείς οι δυο/ κλεισμένοι εδώ,/
να η ζωή κι ο κόσμος./ Σε λεν Ηλέχτρα,/ με λεν Καθρέφτη./ Εσύ 'σαι φως/ κι εγώ
σκοτάδι/ και σε σβήνω./ Εσύ 'σαι θάρρος/ κι εγώ 'μαι φόβος/ και σε χτυπάω./ Εσύ
'σαι ελπίδα/ κι εγώ 'μαι αγκούσα/ και σε δαγκώνω./ Εσύ η χαρά/ κι εγώ 'μαι η
θλίψη/ και σε πατάω./ Εσύ ομορφιά/ κι εγώ η ασκήμια/ και σε στραβώνω./ Εσύ 'σαι
η αγνότη/ κι εγώ 'μαι ασέλγεια/ και σε μολέβω./ Εσύ τιμή/ κι εγώ ντροπή/ και σε
λερώνω./ - Ανόητε δούλε,/ δεν ξέρεις τι 'σαι,/ ούτε τι κάνεις:/ το σκοτάδι δεν
μπορεί/ να σβήσει το φως(...)».
(...) Στο
ποίημα «Διακόσια παλικάρια» απεικονίζεται ποιητικά η εκτέλεση των διακοσίων
πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1942. «Μας πάνε
για ντουφέκι/ χαράματα,/ κοιτάμε ένας τον άλλον/ κατάματα (...) Μας είδαν οι
ραχούλες/ κι αντάριασαν,/ μας είδανε τα ουράνια/ και δάκρυσαν./ Μας είδαν οι
διαβάτες/ οι πρωινοί,/ λιγοθυμιά τους ήρθε/ και συντριβή...Μας είδε ένα
αηδόνι,/ Πρωτομαγιά,/ και λάλησε για ειρήνη/ και λευτεριά».
Αλλο ένα
χαρακτηριστικό της προοσωπικότητάς του είναι ότι επί χούντας, σε μεγάλη ηλικία,
συνελήφθη και σιδηροδέσμιος οδηγείτο στη Γυάρο. Ο υπολοχαγός που τον συνέλαβε
του είπε θρασύτατα: «Ντροπή σου γέρο»! Και ο Ρώτας του αποκρίθηκε με περηφάνια:
«Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με κρίνεις όμως δεν μπορείς»!
Ο Β. Ρώτας πέθανε στις 30/5/1977 στην Αθήνα σε
ηλικία 88 ετών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου