ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Οι Ελληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση

Το Νοέμβρη του 1918 η ελληνική αστική κυβέρνηση, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, διαπραγματεύτηκε και συμφώνησε τη συμμετοχή της Ελλάδας στη διεθνή στρατιωτική επέμβαση κατά των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας. Ακολούθως, οι πρώτες μονάδες του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος (συνολικά 23.351 άνδρες) άρχισαν να αποβιβάζονται στις ακτές της Νότιας Ουκρανίας το Γενάρη του 1919.

Στέλνοντάς τους στην επαναστατημένη Ουκρανία, η ελληνική αστική τάξη «δεν μπορούσε βέβαια να πει στους Ελληνες φαντάρους ότι πρέπει να σκοτωθούν και να σκοτώσουν τους Ρώσους αδερφούς τους, γιατί το ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο έχει απόλυτη ανάγκη από το Βιλαέτι της Σμύρνης και γιατί οι διωγμένοι γραικοί έμποροι, τραπεζίτες, βιομήχανοι και σπεκουλιάντες της Νότιας Ρωσίας έπρεπε να ξανακαθίσουν στο σβέρκο του εργαζόμενου λαού». Τους παραμύθιαζαν λοιπόν πως είχαν «ιερό καθήκον» να συνδράμουν την ομόδοξη Ρωσία στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας «νομιμότητας», να «σώσουν» τους ομογενείς και - τον «πολιτισμένο κόσμο» γενικότερα - από τη «βαρβαρότητα των μπολσεβίκων» κ.ο.κ.1

Ο «εκπολιτιστικός» χαρακτήρας της ουκρανικής εκστρατείας δεν άργησε να φανεί στην πράξη. Τα ελληνικά στρατεύματα χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα για τη «συνέτιση» - καταστολή των ντόπιων εργαζομένων, αλλά και των «απείθαρχων» Γάλλων συμπολεμιστών τους. Το σοβαρότερο περιστατικό συνέβη στη Σεβαστούπολη, όταν ο ελληνικός στρατός άνοιξε πυρ κατά των ντόπιων εργατών και Γάλλων ναυτών που διαδήλωναν μαζί υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και κατά της επέμβασης. Δώδεκα ναύτες και έξι εργάτες έπεσαν νεκροί, προκαλώντας τη μήνη και κατακραυγή μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού αλλά και του γαλλικού στόλου (όπου φούσκωνε το ρεύμα υπέρ της Επανάστασης. Πολλά πλοία μάλιστα θα σηκώσουν αργότερα κόκκινη σημαία, αναγκάζοντας τη γαλλική αστική κυβέρνηση να αποσύρει - μη εμπιστευόμενη πλέον - τα στρατεύματά της συνολικά από τη Νότια Ουκρανία).2

Η σχετική καθυστέρηση στην ταξική συνειδητοποίηση των Ελλήνων στρατιωτών (σε σχέση με τους Γάλλους) οφειλόταν σε πολλούς λόγους. Καταρχάς, στην όσο το δυνατόν προσεκτική και αυστηρή προεπιλογή τους. Κατά δεύτερον, στην «προληπτική» και συστηματική διάβρωση της συνείδησής τους με ειδικές διαλέξεις, θεατρικά έργα κ.λπ. (προς αυτόν το σκοπό «επιστρατεύτηκαν» ακόμη 3 επίσκοποι, 4 αρχιμανδρίτες και 40 κληρικοί, που τους συνόδευαν καθ' όλη τη διάρκεια της εκστρατείας).3 Επιπλέον, οι Ελληνες φαντάροι δεν είχαν την αντίστοιχη εμπειρία των Γάλλων συναδέλφων τους από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο (η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο μόλις το 1917), αλλά και τις ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκειά του. Ενας από τους σημαντικότερους λόγους, τέλος, ήταν βεβαίως το γεγονός πως το ίδιο το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΣΕΚΕ, δεν μετρούσε παρά λίγες βδομάδες ζωής και η πολιτική του παρέμβαση ήταν ακόμη αδύναμη - περιορισμένη.

Παρ' όλα αυτά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα στρατευμένα εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα της Ελλάδας δεν έμειναν τόσο ανεπηρέαστα από τα ταξικά τους αδέρφια και τις επαναστατικές τους ιδέες που στάλθηκαν να καταπνίξουν (παρά τα όσα έχουν ισχυριστεί περί του αντιθέτου τόσο ο ίδιος ο επικεφαλής του Εκστρατευτικού Σώματος, Κ. Νίδερ, όσο και η αστική ιστοριογραφία έκτοτε).

Ζυμώσεις στους Ελληνες στρατιώτες

Ελληνες φαντάροι στην Οδησσό

Οι «δύο κόσμοι» που συγκρούονταν φάνηκαν από την πρώτη στιγμή που τα ελληνικά στρατεύματα πάτησαν το πόδι τους στην επαναστατημένη Ουκρανία. Στην Οδησσό «ο Αρχιεπίσκοπος Βεσσαραβίας και οι πρόκριτοι της Μόσχας» έσπευσαν να συναντήσουν τον επικεφαλής του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος «εκφράζοντες ενθουσιωδώς υπέρ του ελληνικού στρατού και ζητούσι να αποσταλεί... εις Μόσχαν προς απελευθέρωσιν αυτής από τους Μπολσεβίκους». Στη Χερσώνα «πρώην υπουργοί της Ρωσίας, υπουργοί της Ουκρανίας, Πρίγκιπες, Στρατηγοί, Ναύαρχοι» και λοιπά απομεινάρια της άρχουσας τάξης επίσης δεν παρέλειψαν «να εκφράσουσι την ευγνωμοσύνην της Ρωσίας και της Ουκρανίας» πάνω από τα φέρετρα των Ελλήνων φαντάρων που ήδη είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται.4

Την ίδια στιγμή, οι Ελληνες «έμποροι, ουχί μόνον της Οδησσού, αλλά και των λοιπών εμπορικών κέντρων της Μαύρης Θαλάσσης... ανέκτησαν θάρρος, όσον ουδέποτε και συνεπώς κατέκλυσαν κυριολεκτικώς τας αποθήκας του Τελωνείου και της πόλεως της Οδησσού με διάφορα εμπορεύματα».5

Η «υποδοχή» του απλού κόσμου βεβαίως στους «σωτήρες» των εκμεταλλευτών του ήταν πολύ διαφορετική. Ενας Ελληνας φαντάρος θα αναφέρει σχετικά 10 χρόνια αργότερα: «Δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης. Κάναμε παρέλαση. Μπροστά βάδιζαν οι σαλπιγκτές. Πολλοί νομίζανε πως θα μας ράνουν με άνθια, ίσως μάλιστα μας πέταγαν και τσιγάρα... Τίποτα όμως, ούτε μισό χειροκρότημα δεν ακούγονταν από πουθενά, ούτε μια επιδοκιμασία. Οι Ρούσοι μας κοίταγαν περίλυποι... στο βλέμμα τους διάβαζες τούτες τις λέξεις: Αδέρφια! Γιατί δεχτήκατε να σας σύρουν ενάντια στην προλεταριακή πατρίδα σας να χτυπήσετε το Κράτος των αδερφών σας;... Μα ποιος το 'νοιωθε τότε και ποιος καταλάβαινε τι φοβερό πλήγμα καταφέρναμε στην τάξη μας πάνω;».6

Οι αναφορές του ταγματάρχη Κ. Βλάχου, του αντισυνταγματάρχη Ν. Γρηγοριάδη, του συνταγματάρχη Π. Γαργαλίδη, από τη Χερσώνα, το Νικολάγιεφ, τη Σεβαστούπολη κ.α. συνηγορούν στο ίδιο: «Πληθυσμός εναντίον συμμαχικών στρατευμάτων... Κατάστασις κρίσιμος. Στρατεύματα Μπολσεβίκων σίγουρα οργανωμένα βοηθούνται από 4/5 πληθυσμού Ουκρανικής χώρας».7

Σιγά - σιγά οι Ελληνες στρατιώτες άρχισαν να συνειδητοποιούν γιατί και εναντίον ποιων είχαν σταλεί να πολεμήσουν: «Οταν αποβιβαστήκαμε στην Οδησσό», αναφέρει ο τότε στρατιώτης Ν. Μπρούκλης, «το λόχο μας το στείλανε σε μια συνοικία που ζούσαν φτωχοί Ελληνες, και γνωριστήκαμε με φαμίλιες που μας δεχτήκανε σαν αδέρφια και μας κατατόπισαν για το τι γίνεται εκεί. Ετσι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε με ποιους είναι το δίκιο».8

«Σύντροφοι», διάβαζε η προκήρυξη προς τους Ελληνες στρατιώτες, που συνυπέγραφε η Ελληνική Κομμουνιστική Ομάς Οδησσού, «για να σας φέρουν εδώ, σας είπαν ότι ο Ρωσικός λαός σας προσκαλεί γιατί σας έχει ανάγκη, ότι ληστές, κακούργοι, ονομαζόμενοι "μπολσεβίκοι", σκοτώνουν και ληστεύουν τους ειρηνικούς κατοίκους... Τώρα ξέρετε ότι όλα αυτά είναι ψέματα. Σας προσκάλεσε εδώ όχι ο λαός, αλλά ο άσπονδος εχθρός του, η πλουτοκρατία, για την οποίαν όλοι οι πλούσιοι, αδιάφορο ξένοι ή ομογενείς τους, είναι φίλοι, όπως και όλοι οι πτωχοί όλων των χωρών και της δικής των χώρας είναι εχθροί μισητοί και περιφρονημένοι... Τώρα είδατε ότι οι μπολσεβίκοι είναι εργάτες και χωρικοί, ο καθεαυτό λαός... και ιδού τι λέγουν:... Ολη η εξουσία... στα χέρια του λαού, δηλαδή εις τους εργάτας, εις τους χωρικούς και τους στρατιώτας... Αδελφώνεσθε με το στρατό της Κομμουνιστικής Ρωσίας, περάστε με το μέρος εκείνων που έχουν κυβέρνηση από εργάτας, γεωργούς και στρατιώτας!... Ζήτω η παγκόσμιος κοινωνιστική επανάστασις!».9

Λίγο αργότερα (28 Γενάρη 1919), ο διοικητής της 159ης μεραρχίας υποστράτηγος Μπουρύ (ή Μπούριους) θα γράψει ανήσυχος στον συνταγματάρχη Χρ. Τσοκαλόπουλο-Ρέμπελο: «Το γραφείον πληροφοριών του στρατηγείου μου επληροφορήθη ασφαλώς ότι οι Ελληνες στρατιώται έχουν έλθει εις συμφωνίαν με τους Μπολσεβίκους και όχι μόνο δεν θα πολεμήσουν εναντίον των, όταν αυτοί επιτεθούν, αλλά θα ενωθούν μετ' αυτών. Σας παρακαλώ να λάβητε σύντομα μέτρα προς πρόληψιν και ματαίωσιν των σχεδίων τούτων του εχθρού».10

Παρά τη συνεχή αστική «κατήχηση» και αντικομμουνιστική προπαγάνδα, ακόμα και οι πλέον «πιστοί» στρατιώτες έφτασαν να δηλώνουν ανοικτά ότι θεωρούσαν τον εαυτό τους «πουλημένο κρέας» (όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε σχετικό του τηλεγράφημα ο συνταγματάρχης Ι. Σταυριδάκης).11 Σύντομα, οι αντιδράσεις των φαντάρων, όμως, δεν θα περιορίζονταν απλά στη διατύπωση παραπόνων.

Πράγματι, το Μάρτη του 1919 οι σχετικές εκδηλώσεις πολλαπλασιάστηκαν, ενώ έλαβαν και άλλα χαρακτηριστικά. Το 2ο τάγμα του 34ου Συντάγματος αρνήθηκε να χτυπήσει τους Γάλλους στρατιώτες όταν εκείνοι ξεσηκώθηκαν και εγκατέλειψαν το μέτωπο βορειοδυτικά της Οδησσού, ενώ δύο μέρες αργότερα οι άνδρες του ίδιου τάγματος δήλωσαν ότι δεν θα πολεμούσαν πλέον κατά του Κόκκινου Στρατού και στάλθηκαν πίσω στην Οδησσό. Διηγώντας πώς έφτασαν σε αυτήν την απόφαση, ένας από τους φαντάρους του 2ου τάγματος, που στη συνέχεια εντάχθηκε στο ΚΚΕ, έγραψε: «Οι χωριάτες μάς έβλεπαν με μίσος γιατί ήταν μαζί μας οι τσιφλικάδες και τους παίρνανε πίσω τα χωράφια, που τους είχε δώσει η Επανάσταση». Ταυτόχρονα, προκηρύξεις στα χαρακώματα τους καλούσαν: «Αδέρφια εργάτες - αγρότες Γραικοί! Φευγάτε. Μην πολεμάτε εναντίον μας. Εμείς πολεμούμε για ψωμί και λευτεριά, εσείς για πείνα και εκμετάλλευση».12

Επειτα από μια μάχη, γράφει ο «Α.Α.» στον «Ριζοσπάστη» (17/7/1929), «το τάγμα μας... τραβήχτηκε στην Μπερζόφσκα για να οχυρωθεί. Ομως εμείς αρχίσαμε να νοιώθουμε πια καθαρά γιατί ήμασταν σταλμένοι και για ποιους πολεμούσαμε. Από τη μια ο άφθαστος ηρωισμός των Μπολσεβίκων, από την άλλη το ενδιαφέρον των Ρώσων αγροτών για μας, μας δείχνανε ποιος ήτανε ο δρόμος μας».

Ακολούθως, τα «κρούσματα» απειθαρχίας συνεχίζονταν με αυξανόμενους ρυθμούς: Το 1ο τάγμα του 3ου Συντάγματος «παραβίασε τις διαταγές της διοίκησής του» και «αποστάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη». Ακόμη «δύο τμήματα του ελληνικού στρατού, που στρατοπέδευαν στην Οδησσό, αρνήθηκαν να εκτελέσουν διαταγή της διοίκησής τους, να επιτεθούν ενάντια στους μπολσεβίκους», με αποτέλεσμα να αφοπλιστούν, πολλοί φαντάροι να συλληφθούν και να σταλούν «συνοδευόμενοι» πίσω στην Ελλάδα. «Μεγάλες ταραχές εκδηλώθηκαν στις γραμμές των ελληνικών στρατευμάτων, που βρίσκονταν στην Οδησσό. Η φυλακή της Οδησσού κυριολεκτικά ήταν κατάμεστη από Ελληνες στρατιώτες, που αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στον Κόκκινο Στρατό».13

Την ίδια στιγμή, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αυτομόλησαν στους «κόκκινους», όπως π.χ. ο υπαξιωματικός του 9ου λόχου Παπαδόπουλος, που, σύμφωνα με την «Ιζβέστια» του Χαρκόβου (3/2/1919), προσχώρησε με 70 ακόμη στρατιώτες στον Κόκκινο Στρατό. Οπως ανέφερε ο ίδιος, «οι λιποταξίες στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα» είχαν λάβει «μεγάλες διαστάσεις». Ο στρατιώτης του 1ου Συντάγματος Χρήστος Ακίμονας, που επίσης αυτομόλησε στους «κόκκινους», δήλωσε: «Μόλις έμαθα ποιοι είναι οι μπολσεβίκοι, απεφάσισα να περάσω με το μέρος τους».14

Ο στρατιώτης του 2ου Συντάγματος Θεόδωρος Αρσένης «εγκατέλειψε τη μονάδα του και κολυμπώντας πέρασε το Δνείστερο», για να ενταχθεί «στις γραμμές του αντάρτικου συντάγματος που δρούσε στην περιοχή». Στις 18 Μάρτη 1919 «εξαφανίστηκαν» από το 34ο Σύνταγμα στην Οδησσό δύο στρατιώτες, ενώ στις 5 Απρίλη «εξαφανίστηκαν» ο δεκανέας Α. Εμμανουηλίδης και άλλοι τρεις φαντάροι. Οταν έμαθε το τελευταίο περιστατικό ο διοικητής του 2ου Συντάγματος αντισυνταγματάρχης Ν. Γρηγοριάδης «τρόμαξε» - όπως αναφέρει ο ίδιος: «Είναι κολλητικό... τους ξελόγιασεν η μπολσεβίκικη προπαγάνδα». Δεν μπορούσε όμως να αφήσει κάτι τέτοιο να μαθευτεί. Ετσι διέταξε τη σκηνοθεσία της «δολοφονίας» τους δήθεν από τους μπολσεβίκους! Είναι ίσως χαρακτηριστικό πως «από τις συνολικές απώλειες του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Στρατού (1.055), οι εξαφανισθέντες ανέρχονται στους 398 και αποτελούν σχεδόν το 40% των απωλειών». «Πολλοί», εξ αυτών, «πέρασαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού».15

Η δράση των Ελλήνων κομμουνιστών

Το καθήκον της ζύμωσης των επαναστατικών ιδεών και της οργάνωσης της επαναστατικής πάλης, τόσο μεταξύ των Ελλήνων εργατών και αγροτών, όσο και μεταξύ των ελληνικών στρατευμάτων που στάλθηκαν για να καταστείλουν την Επανάσταση, ανέλαβαν κατά κύριο λόγο οι Ελληνες κομμουνιστές κ.ά. πρωτοπόροι αγωνιστές στις πόλεις και την ύπαιθρο της Νότιας Ουκρανίας.

Οπως και στην υπόλοιπη Ρωσία, οι Ελληνες κομμουνιστές ήταν οργανωμένοι, είτε στις (συνήθως πολυεθνικές) Κομματικές Οργανώσεις των Μπολσεβίκων, είτε στα «εθνικά τμήματα» του κόμματος, που συγκροτήθηκαν σε μια πορεία. Μέλη του Κόμματος των Μπολσεβίκων, για παράδειγμα, υπήρξαν οι Θ. Βεργόπουλος, Μ. Μανέλης, Α. Νεδελιάκης, Γ. Λουσανάκης, Ν. Πανάγου, Ξ. Μαλανδράκης, Γ. Λινάκης, Δ. Πετράκης και πολλοί ακόμη. Ο Σκαρλάτος υπήρξε μέλος της Κομματικής Επιτροπής της περιοχής Σλομπόντκα της Οδησσού. Μέλη της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας της Οδησσού ήταν οι Π. Τομπουλίδης, Α. Ιωαννίδης, Λενάκης, Μπουργαζλής κ.ά.

Πολλοί κομμουνιστές και πρωτοπόροι αγωνιστές έλαβαν μέρος στην ένοπλη πάλη:

Αλλοι πολέμησαν μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού. Οπως π.χ. ο Γ. Μαζαράκης (που υπηρέτησε στο Επιτελείο του Κόκκινου Στρατού στην Οδησσό), ο διμοιρίτης Μ. Τσέπρας, ο Θ. Ζαρωτιάδης, ο Κ. Παπαδόπουλος, ο Α. Σάμης, ο Ζ. Κοντός, ο Ν. Μανουκλίδης, ο Γ. Θεοδωρής, Π. Τομπουλίδης, Α. Ιωαννίδης, Κ. Βασιλειάδης, Π. Κοντογιώργης, Β. Παπαδόπουλος, Χαραλαμπάτος κ.ά. Επίσης, στην Κόκκινη Φρουρά της Οδησσού υπηρέτησαν οι Φ. Κωνσταντής, Κ. Κυριακού κ.ά. Επικεφαλής της Κόκκινης Φρουράς της Σεβαστούπολης ήταν ο Αλεξίου. Ελληνες μαχητές έλαβαν μέρος στην απελευθέρωση όλων σχεδόν των πόλεων που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αντεπαναστατικών δυνάμεων (ντόπιων και ξένων), όπως η Συμφερόπολη, η Χερσώνα, η Οδησσός κ.ά.

Αλλοι έδρασαν μέσα από τις παράνομες ένοπλες οργανώσεις των Μπολσεβίκων στις πόλεις. Οπως π.χ. ο Γρηγόρης Γιαννόπουλος, ο οποίος υπήρξε διμοιρίτης ένοπλου κομμουνιστικού τάγματος στην Οδησσό, και οι Νίκος Σκαρλάτος και Κοτσούλης, οι οποίοι ανατίναξαν αμαξοστοιχία τρένου στα προάστια της πόλης.

Το σπίτι του Στέφανου Θεοχαρίδη στην Οδησσό λειτούργησε ως καταφύγιο πολλών κομμουνιστών κ.ά. καταδιωκόμενων αγωνιστών.

Στο πλαίσιο της ειδικής δουλειάς που απαιτούνταν στις γραμμές των ξένων στρατευμάτων, τα οποία είχαν σταλεί για την κατάπνιξη της Επανάστασης, συγκροτήθηκαν από το Δεκέμβρη του 1918 μια σειρά «Επιτροπές Διαφώτισης» των ξένων στρατιωτών. Στην Οδησσό η σχετική Επιτροπή διέθετε 10 επιμέρους «εθνικά» τμήματα. Στο Ελληνικό Τμήμα μετείχαν οι Α. Ιωαννίδης (Γραμματέας), Α. Μαμένδος, Ν. Σκουρένικος κ.ά., ενώ η έδρα του βρισκόταν στο «απαγορευμένο καφενείο "Σπάρτη"». Αντίστοιχη Επιτροπή υπήρχε και στη Σεβαστούπολη, με την οποία είχε επαφή ο λοχαγός Δ. Φλούλης. Σημαντική, τέλος, ήταν η δράση που ανέπτυξε η κομμουνιστική «Ομάδα της Κωνσταντινούπολης» (Σεραφείμ Μάξιμος, Αναστάσης Ζαχαριάδης κ.ά.), η οποία διατηρώντας παράνομο τυπογραφείο, γιάφκες στην Κωστάντζα, το Γαλάτσι, τη Βάρνα και την Οδησσό, καθώς και συνδέσμους μέσα στα καράβια, τροφοδοτούσε συνεχώς με έντυπο υλικό ολόκληρο το ουκρανικό μέτωπο.16

Η ζύμωση στους φαντάρους γινόταν με διάφορους τρόπους, είτε με άμεση επαφή (όπου αυτό ήταν δυνατό), είτε με τη διακίνηση προκηρύξεων (οι οποίες διάβαζαν μεταξύ άλλων: «Με ποιους είστε: με τους εργάτες ή με τους καπιταλιστές;», «Αν είστε εργάτες, οφείλετε να είστε μαζί μας, γιατί κι εμείς είμαστε εργάτες», «Πολεμάμε για να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο... για να ξυπνήσουμε τους εργαζόμενους όλης της Γης, να καταργήσουμε τους στρατούς και τους πολέμους... για ένα καλύτερο μέλλον, δικό σας και των παιδιών σας!»). Αντίστοιχα, σημαντική ήταν η διαφωτιστική δουλειά που γινόταν με τον επαναστατικό Τύπο. Η εφημερίδα «Κομμουνιστής», η οποία τυπωνόταν και στα ελληνικά, εκδιδόταν κάθε 10 μέρες σε 5-10.000 αντίτυπα, ενώ σύμφωνα με τον αντεπαναστάτη στρατηγό Σούλγκιν, βρισκόταν «σε κάθε γωνιά της Οδησσού».17

Στη Σεβαστούπολη «δύο Ελληνες μπολσεβίκοι, οι Βάσσια Πασσάς και Φέντια Αλούρδος, ανέλαβαν να κοινωνήσουν στους συμπατριώτες τους του εκστρατευτικού σώματος επαναστατικές ιδέες μέσω προκηρύξεων. Επιπλέον, αρκετοί απλοί κάτοικοι ήρθαν σε επικοινωνία με τις ελληνικές μονάδες και κατάφεραν να τους πείσουν να αλλάξουν στρατόπεδο». Τον Απρίλη, μάλιστα, «εμφανίστηκαν στην επαναστατική επιτροπή της Σεβαστούπολης πενήντα Ελληνες του εκστρατευτικού σώματος οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία τους να προσχωρήσουν στον Κόκκινο Στρατό».18 Στη Σεβαστούπολη, τέλος, είχε έρθει σε επαφή με την Κόκκινη Φρουρά της πόλης και ένας Ελληνας ναύτης, ο οποίος τους προσέγγισε αρχικά σφυρίζοντας τη «Διεθνή» (όπως αναφέρει ο ίδιος, την είχε μάθει στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά). Ο ναύτης αυτός έστειλε σχετική ανταπόκριση στον «Ριζοσπάστη» (στις 23 Γενάρη 1919), ωστόσο δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για τα στοιχεία ή τη δράση του.


Η κόκκινη σημαία στην Οδησσό!

Καθώς οι θέσεις των αντεπαναστατικών δυνάμεων έπεφταν η μία μετά την άλλη μπροστά στην ορμητική προέλαση του Κόκκινου Στρατού, στις 5-6 Απρίλη 1919 ήρθε και η σειρά της Οδησσού. Οι Ελληνες όμως στρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν: «Οι αξιωματικοί ξελαρυγγιάζονται να φωνάζουν: στα όπλα!... Ομως κανείς μας δεν κινείται. Αν δεν μπορούμε να ενωθούμε με τον Κόκκινο Στρατό όμως δεν θα τον χτυπήσουμε. Θα βοηθήσουμε με την παθητικότητά μας, με το σαμποτάζ, να νικήσει ο Κόκκινος Στρατός του Προλεταριάτου. Και το κάναμε αυτό! Εξω γινόντανε μάχες. Κανείς μας δεν κινήθηκε να χτυπήσει τους Μπολσεβίκους. Και οι περισσότεροι φαντάροι των Συμμαχικών στρατευμάτων κάνανε το ίδιο... Οι μάχες διήρκεσαν όλη τη νύχτα στα οδοφράγματα. Οι ηρωικοί Μπολσεβίκοι, στήθος με στήθος πολεμώντας με τους αντεπαναστάτες, νικούσαν ως που πήραν όλη την πόλη στα χέρια τους με τη βοήθεια των εργατών που είχαν εξεγερθεί...

Ξημέρωσε. Οι μάχες έχουν σταματήσει στους δρόμους. Μια νύχτα μόνο άρκεσε για να μεταβληθεί η όψη της πόλης. Ως χτες το απόγευμα κυμάτιζαν οι σημαίες των καπιταλιστικών κρατών. Τούτο όμως το πρωί η πόλη βρίσκεται στολισμένη με κόκκινες σημαίες που μετριούνται σε χιλιάδες... Αυθόρμητα όλοι μας, φωνάζουμε στο πλήθος που περνά: Ζήτω η Επανάσταση!».19

Να σημειώσουμε πως οι Ελληνες κομμουνιστές της Οδησσού ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην πόλη με τον Κόκκινο Στρατό, ενώ «οι Ελληνες εργάται εσχημάτισαν αμέσως Σοβιέτ, το οποίο εγκαθίδρυσαν εις το μέγαρον του άλλοτε Ελληνικού Προξενείου».20

Τρεις μήνες μετά την έναρξή της, η περιβόητη «ουκρανική εκστρατεία» έφτανε στο τέλος της. «Οι Μπολσεβίκοι νίκησαν! Η νίκη τους αυτή [όμως] ήτανε και δική μας, ήτανε νίκη του Παγκόσμιου Προλεταριάτου».21 Οι Μπολσεβίκοι δεν επιδίωξαν αντίποινα απέναντι στους ξένους στρατιώτες και τους επέτρεψαν να φύγουν ειρηνικά. «Ολοι είμαστε αδέρφια», έλεγαν οι Κοκκινοφρουροί στους Ελληνες φαντάρους λίγο πριν αναχωρήσουν για την Ελλάδα: «Πηγαίνετε στην πατρίδα σας και κάνετε εκεί ό,τι κάναμε εμείς εδώ!».22

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

*Τα περισσότερα στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2007.

1. «Ριζοσπάστης», 18/7/1935.

2. Αντρέ Μαρτί, Το έπος της Μαύρης Θάλασσας, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013.

3. Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 132-133.

4. Ημερολογιακές σημειώσεις του υποστρατήγου Παναγιώτη Γαργαλίδη από την εκστρατεία στην Ουκρανία, σελ. 11-12 και 29, Αρχείο Παναγιώτη Γαργαλίδη (ΕΛΙΑ).

5. Ελευθέριος Παυλίδης, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας, εκδ. Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, 1953, σελ. 68.

6. «Ριζοσπάστης», 16/7/1929.

7. Επιστολή Π. Γαργαλίδη, 7/3/1919, Αρχείο Παναγιώτη Γαργαλίδη (ΕΛΙΑ).

8. Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 239-250.

9. Ορφέας Οικονομίδης, «Η Ουκρανική Εκστρατεία και οι Ελληνες Φαντάροι», στην ΚΟΜΕΠ, τ.11, 1977, σελ. 54-55.

10. «Ριζοσπάστης», 19/7/1929.

11. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών Ν. Πολίτη σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 22, Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82.

12. «Νέος Ριζοσπάστης», 24/3/1932.

13. Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 176-177.

14. Βασίλης Τσικούλας, «Η Ουκρανική εκστρατεία και το ΣΕΚΕ», στο «Νέος Κόσμος», τ.11, 1967, σελ. 66.

15. Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 178-179 και Παύλος Ζάννας (επ.), Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία 1919, εκδ. «Ερμής», Αθήνα, 1982, σελ. 151-152.

16. Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 254-255, Ορφέας Οικονομίδης, ό.π., σελ. 53 και Βασίλης Τσικούλας, ό.π., σελ. 67.

17. Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 238-239, 241, 244.

18. Δημήτρης Καταϊφτσής, «Ελληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918-1921)», στα Ιστορικά Θέματα, τ.119, σελ. 75.

19. «Ριζοσπάστης», 19/7/1929.

20. «Ριζοσπάστης», 3/1/1920.

21. «Ριζοσπάστης», 18/7/1929.

22. Ορφέας Οικονομίδης, «Ο Μεγάλος Οχτώβρης και η Ελλάδα», εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1979, σελ. 177.

Α. Γ

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου