Ο ένας πρότεινε να καταργηθεί το ρητό «Η σιωπή είναι χρυσός», γιατί πίστευε πως η σιωπή είναι ντροπή και έχουμε χρέος να διεκδικούμε το δίκιο και την ελευθερία μας. Κάτι που εφάρμοσε στην πράξη και στη ζωή του.
Ο άλλος έλεγε «Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε», θεωρώντας πως η εξέγερση είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε το παράλογο. Από την άλλη, βέβαια, κατέληξε να γίνει ένας από τους «πνευματικούς ηγέτες» της μικροαστικής διανόησης της Δύσης, που στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου συνέβαλε και καλλιέργησε την ιδέα του «τρίτου δρόμου». Γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Ο πρώτος, ο Τίτος Βανδής, 7 Νοέμβρη 1917, ανήμερα της Οκτωβριανής Επανάστασης, στο Νέο Φάληρο, 7 Νοέμβρη κι ο Αλμπέρ Καμύ το 1913, κάπου στην Αλγερία.
Θα μπορούσαν άραγε να ήταν φίλοι αυτοί οι δύο; Ο Καμύ, από τους πιο δημοφιλείς φιλοσόφους του 20ού αιώνα και τιμημένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ο μπαρουτοκαπνισμένος Βανδής, της αγωνιστικότητας και του ασίγαστου πάθους για ζωή και δημιουργία;
Μάλλον δύσκολο, αν σκεφθεί κανείς πόσο δεν άρεσαν στον δεύτερο οι «ελεύθεροι σκοπευτές», οι ουδέτεροι κι οι αμέτοχοι στην κοινωνικο-ιδεολογική πάλη, οι ...ήξεις - αφήξεις.
Σκέφτηκα σήμερα να μιλήσω για τον σπουδαίο ηθοποιό και αγωνιστή, που γνώρισα το 1982, μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από την Αμερική και που με τίμησε με τη φιλία του. Πρωταγωνιστεί, μάλιστα, σ' ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου μου «Κίτρινο Υποβρύχιο», των Εκδόσεων «Πατάκη». Εκεί περιγράφω το παρασκήνιο της πρώτης μας συνάντησης, για συνέντευξη, στο Στούντιο 4 της ΕΡΤ, που αργότερα περιγράφαμε γελώντας, ως «συνάντηση κεραυνοβόλας αγάπης», με το «χαίρετε».
Τρεις ώρες γυρίζαμε μια ωριαία εκπομπή, με απίστευτη ένταση, αμέτρητα «στοπ» λόγω γέλιου, αλλά και εντυπωσιακή οικειότητα και ζεστασιά. Σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μου έλεγε «εμείς είμαστε συγγενείς και δεν το ξέρουμε». Μείναμε φίλοι μέχρι το τέλος.
Λίγο καιρό μετά, οι εφημερίδες αναφέρονται στον μεγάλο του έρωτα με την Μπέτυ Βαλάση. Του στέλνω συγχαρητήρια και το εννοώ. Η Μπέτυ είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στη ζωή του (από τότε κάθε φορά που με την Μπέτυ αναφερόμασταν σ' εκείνον, λέγαμε «ο άντρας μας»). Τελευταία συνάντησή μας ήταν στο σπίτι του Χαρίλαου Φλωράκη στο Χαλάνδρι. Με σπανακόπιτα, κόκκινο κρασί και με τον Μανώλη Μητσιά να γελάει συνέχεια από την ανταλλαγή χιουμοριστικών «πυρών» Φλωράκη - Βανδή.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο μαγικός άνθρωπος; Τι παραπάνω θα 'πρεπε να ξέρουμε γι' αυτόν, εκτός από τις κορυφαίες ερμηνείες του σε θέατρο, σινεμά και τηλεόραση; Ο Βανδής γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια της Καβάλας, έζησε κάποια χρόνια στην Ελβετία και μετά στη Θεσσαλονίκη.
Στο βιβλίο «Κουβέντα με τους φίλους μου» (εκδόσεις «Προσκήνιο»), αναφέρεται σ' έναν τσαγκάρη, τον κυρ-Κώστα, που τον μύησε στις ιδέες του κομμουνισμού. Του έλεγε - γύρω στο 1930 - για τους εργάτες, που τους παίρνουν το ψωμί. «Δεν τους πληρώνουν και δεν μπορούν ν' αγοράσουν ούτε ψωμί ούτε παπούτσια σαν τα δικά σου. Γι' αυτό φωνάζουν. Παλεύουν για τη ζωή τους. Μπροστά στο σπίτι σου τους χτύπησε η Χωροφυλακή. Δυο απ' αυτούς είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Θέλουν να τους φοβίσουν, να τους διαλύσουν».
«Ο κυρ-Κώστας - λέει ο Τ. Βανδής - με δυο κουβέντες, με πολύ απλά πράγματα, με έμαθε να είμαι απλός. Εκείνη η εικόνα των ανθρώπων αυτών, των μουντζουρωμένων, αξύριστων, των λασπωμένων, δεν έφευγε απ' το μυαλό μου... Ηταν αυτός που μου έδωσε την αφορμή να διαβάσω βιβλία. Πιστεύω ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή, το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε».
Ο κυρ-Κώστας του έλεγε, «όσοι δε διεκδικούν το μεροκάματό τους, είναι άχρηστοι και προδότες της εργατικής τάξης. Το μεροκάματο είναι ιερό. Το δίκιο του εργάτη είναι ιερό. Αν δεν τσακωθεί για το μεροκάματο, προδίδει όλη του την τάξη. Είναι κάτι που πρέπει να το κυνηγάς συνέχεια για να αποκτήσεις συνείδηση».
Αργότερα ο κυρ-Κώστας του έλεγε κι άλλα. Οτι «οι κομμουνιστές εργάτες έχουν μάθει τι σημαίνει εκμετάλλευση. Ξέρουν την αξία της οργάνωσης, του σωματείου, της μαζικής αντίστασης. Οι κομμουνιστές δε δέχονται την αδικία σιωπηλά».
Κάποια στιγμή παράτησε το σχολείο και κυνηγώντας το όνειρο του ηθοποιού, βρέθηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίπλα σε μεγάλους δασκάλους και μυθικούς πρωταγωνιστές. Το 1940 πάει στο Μέτωπο. Ο Δήμος Σταρένιος τον μυεί στο ΕΑΜ. Το 1942, μαζί με άλλους ΕΑΜίτες, εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΗ. Μόνον εκείνος ήταν μέλος του ΚΚΕ.
Για τα χρόνια της Αντίστασης γράφει ότι «ίσως, τότε, ήμουν ο τέλειος κομμουνιστής. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις. Μάζευα ρούχα παλιά γι' αυτούς που δεν είχαν. Κι ακόμα, όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες. Γιατί ήμουνα κομμουνιστής».
Επαιξε μεγάλους ρόλους και είχε σπουδαίες συνεργασίες, από την Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Μάνο Κατράκη, τον Λεωνίδα Τριβιζά, τον Ζυλ Ντασσέν, την Ελλη Λαμπέτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη, τον Νίκο Κούνδουρο, την Μελίνα, τον Μίκη Θεοδωράκη, μέχρι τον Γούντι Αλεν και τον Λόρενς Ολίβιε!
Ενα τηλεφώνημα το 1965 από έναν Αμερικανό ατζέντη, τον ταξιδεύει στην Αμερική και σε μια καριέρα εκεί, 26 χρόνων. Θριάμβευσε, τιμήθηκε, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και ξαναπαντρεύτηκε. Το 1982 γύρισε στην Ελλάδα. Δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε δραματικές σχολές. Επανασυνδέθηκε με το ΚΚΕ, αρθρογραφούσε κάθε βδομάδα, μέχρι το τέλος, στον «Ριζοσπάστη».
Σε κάποιο απ' τα τελευταία του κείμενα σημείωνε: «Ολα τα κεκτημένα έχουν κερδηθεί με αίμα εργατών και είναι μια νίκη ιερή. Ετρεξε πολύ αίμα για το οκτάωρο, τη σύνταξη, το επίδομα ανεργίας, τα δώρα εορτών... Τίποτα δε δώσανε κυβερνήσεις και εργοδότες από την καλή τους καρδιά. Και δεν υπήρξε στιγμή που να μην προσπάθησαν σε κάθε ευκαιρία που τους δόθηκε να καταστρατηγήσουν και να αρνηθούν την υπογραφή τους».
Τελικά, ο Καμύ, πριν από τη μοιραία 4η Ιανουαρίου 1960, που η πολυτελής Facel Vega του Michel Gallimard, τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα, διαλύθηκε πάνω σ' ένα πλατάνι, λίγο πιο κάτω από το Φοντενμπλό, είχε δίκιο όταν έλεγε πως «ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας» και πως «ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα».
Κάτι που ο Βανδής τήρησε στο έπακρο. Πέθανε 86 χρόνων το 2003, έχοντας ζήσει μια γεμάτη και περήφανη ζωή, χωρίς πισωγυρίσματα και ουδετερότητες, γεμάτη αλήθεια κι αγώνες, με επιλογές που τίμησε και τον τίμησαν και κυρίως χωρίς να υποδυθεί ρόλους... εκτός δουλειάς.
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου