ΜΑΘΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

«Ασχοληθήκαμε με τον αθλητισμό αλλά οι ζωές μας ήταν ταγμένες στον αγώνα»


Άγνωστες πτυχές της ζωής του παλαίμαχου άσου της ΑΕΚ και σπουδαίας μορφής του ελληνικού ποδοσφαίρου

Στη μνήμη του παλαίμαχου τερματοφύλακα της ΑΕΚ και σπουδαίας μορφής του ελληνικού ποδοσφαίρου, Στέλιου Σεραφείδη, που «έφυγε» από τη ζωή πριν από λίγες μέρες, σε ηλικία 86 ετών, ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει άγνωστες πτυχές της ζωής του.

Μιας ζωής δεμένης με την πλούσια αγωνιστική πορεία στα γήπεδα, αλλά παράλληλα και με τα ιδανικά του ΚΚΕ, με τα οποία γαλουχήθηκε από μικρό παιδί στο οικογενειακό του περιβάλλον.

Γεννήθηκε στο Αιγάλεω το 1935. Παιδί οικογένειας προσφύγων με λαϊκές καταβολές, είχε αποκτήσει άμεσες επαφές με ανθρώπους ενταγμένους στον ταξικό αγώνα και στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ κατά την περίοδο της Κατοχής. Επαφές οι οποίες τον στιγμάτισαν και τον επηρέασαν, στάθηκαν καθοριστικές για τη μετέπειτα στάση ζωής που κράτησε. «Ασχοληθήκαμε με τον αθλητισμό αλλά οι ζωές μας ήταν ταγμένες στον αγώνα», είχε δηλώσει ο ίδιος σε βίντεο που προβλήθηκε σε εκδήλωση του ΚΚΕ το 2018 με θέμα την επίδραση του λαϊκού κινήματος στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τα πολιτικά του πιστεύω τον συνόδευσαν τις δεκαετίες (1950 - 1960) που μεσουρανούσε στα ελληνικά γήπεδα, με τον ίδιο να μην τα κρύβει ποτέ, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές.

Το πολύτιμο υλικό για τις άγνωστες πτυχές της ζωής του Στέλιου Σεραφείδη παραχώρησε στον «Ριζοσπάστη» ο δημοσιογράφος Νίκος Αγγελίδης και βασίζεται σε προσωπική συνέντευξη με τον παλαίμαχο άσο της ΑΕΚ, συνέντευξη η οποία μέχρι σήμερα παραμένει αδημοσίευτη.


Τα χρόνια της Κατοχής

Μιλώντας για τις εικόνες που είχε, μικρό παιδί τότε, από την περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης, αναφέρεται στον αδελφό του, αντιστασιακό, Γρηγόρη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος ήταν 24 χρόνια μεγαλύτερός του. «Χριστούγεννα ήταν μια φορά όταν είδα ξαφνικά τον αδερφό μου. Καθόμουνα στο παράθυρο, 6 η ώρα, σούρουπο, παραμονές Χριστουγέννων. Είδα μια μορφή με γενειάδα και αυθόρμητα φώναξα "μαμά, ο Γρηγόρης". Μετά από εκείνη τη συνάντηση ξανανέβηκε στο βουνό και μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος δεν τον ξαναείδαμε, ούτε είχαμε νέα του... Οταν γύριζε από τον πόλεμο, στη Χαλκίδα τον τραυμάτισαν οι γερμανοτσολιάδες στο αριστερό του χέρι και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας, πριν έρθει εδώ... Μετά δεν ξανάφυγε, και λόγω του τραύματος αυτού... Μετά τον στείλανε εξορία, στη Μακρόνησο».

Αναφέρεται επίσης σε ένα περιστατικό πριν δει τον αδελφό του εκείνα τα Χριστούγεννα. «Οταν παίζαμε οι πιτσιρικάδες στη γειτονιά κουτσό - το σπίτι τότε ήταν στην παλιά Καβάλας - πέρασε ένας, τον είχε στείλει ο αδερφός μου - αυτό το μάθαμε εκ των υστέρων. Ήρθε ο "αγγελιαφόρος" σε μένα: "Ο Πάρης ξέρεις πού μένει εδώ;". Πάρη δεν έχουμε στη γειτονιά, του απαντώ. Μετά αφού τελείωσε ο πόλεμος μάθαμε ότι τον είχε στείλει ο αδερφός μου να έρθει, να ειδοποιήσει ότι ήταν εντάξει, να μην ανησυχούμε».

Μιλώντας για μερικές ακόμα χαρακτηριστικές εμπειρίες στα χρόνια της Κατοχής που τον σημάδεψαν, αναφέρει: «Θυμάμαι, πιτσιρικάς, βάζαμε μαζί με τον Σάββα Παπάζογλου (αδελφικός φίλος και γείτονας, μετέπειτα παίκτης του Ολυμπιακού με σπουδαία πορεία) κουπόνια του Κόμματος στα δάχτυλα των ποδιών μας, στα νύχια, και τα τυλίγαμε με γάζα... Πιτσιρικάδες τότε, με σωβρακάκια γυρνάγαμε και ξυπόλητοι. Πηγαίναμε από τη Μητρόπολη με τα πόδια σε μια γειτονιά στην Καβάλας, στο καφενείο του Λεωνίδα, που ήταν η "φωλιά" των κομμουνιστών. Ηταν όλοι αριστεροί. Το παρατσούκλι τους ήταν "κούνελοι". Στην Καβάλας, προς το ποτάμι, 200 μέτρα από το ποτάμι. Εκεί ήταν στέκι των κομμουνιστών».

Συγκλονιστικές είναι και οι αναφορές του στο κάψιμο του Αιγάλεω από τους ναζί: «Πιτσιρίκος εγώ είχα πάει να μαζέψω κονσέρβες, με μια τσάντα από καραβόπανο που μου είχε φτιάξει η μάνα μου σε ένα γκέτο των Γερμανών κοντά στην πλατεία Μεταξουργείου, που πετάγανε κονσέρβες, τα τυριά. Την ίδια μέρα είχε προηγηθεί επεισόδιο με ΕΛΑΣίτες και Γερμανούς - Ιταλούς στην άλλη γέφυρα, στην Ιερά Οδό, και είχε σκοτωθεί ένας Γερμανός. Οταν ειδοποιήθηκαν οι υπόλοιποι από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου κατέβηκαν προς το Αιγάλεω. Μέχρι να φτάσω εγώ στο σπίτι οι Γερμανοί καίνε, σκοτώνουν. Το Μπαρουτάδικο στις φλόγες. Στα καμίνια όλοι σκοτωμένοι. Στη σειρά είχαν σκοτώσει όλους τους εργάτες με τις τραγιάσκες. Τα καμίνια ήταν στου Σαρακάκη παράλληλα στις γραμμές, μέχρι την Πέτρου Ράλλη. Σκοτώσανε όλους τους καμιναρέους (...) Πήγα στο σπίτι, οι δικοί μου με έψαχναν και αγωνιούσαν. Μετά με πήραν και φύγαμε προς το Χαϊδάρι για να κρυφτούμε σε κάτι χωράφια...».

Περιγράφει άλλο ένα περιστατικό: «Αφού φύγανε οι Γερμανοί έπεσε ο κόσμος, Περιστέρι, Αιγάλεω, τις γύρω περιοχές, να πάνε να πάρουν πράγματα από τον στρατώνα, εκεί που είναι σήμερα στο Νοσοκομείο "Αττικόν", εκεί ήταν το περίφημο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου... Μόλις περνάς τα ΤΕΙ, έχει τα κεντρικά φανάρια πριν το κολυμβητήριο του Αιγάλεω. Στα φανάρια δεξιά υπήρχε ένα καφενείο, είχε ένα πηγάδι και μια στέρνα, μια μικρή στερνούλα. Εχουμε πάει να μαζέψουμε ξύλα... Αλλά δεν προλαβαίνουμε με τον Σάββα τον Παπάζογλου. Οι Γερμανοί τι είχαν κάνει; Πίσω από το καφενείο είχαν στήσει παγίδες, είχαν ανοίξει λάκκους, είχαν πετάξει σκουπίδια, χώματα και ακαθαρσίες. Εξείχε ένα καδρόνι. Λέω, Σάββα, καδρόνι, πάμε να το πάρουμε. Εγώ πρώτος με το που φτάνω βυθίζομαι κυριολεκτικά στις ακαθαρσίες. Μέχρι τον λαιμό. Αλλά με προλαβαίνει ο Σάββας, θα πνιγόμουν... Πέφτει με το μισό πόδι μέσα στο λάκκο, αλλά καταφέρνει να κρατήσει ισορροπία και με τραβάει έξω από τον λάκκο. Ετσι σώθηκα για δεύτερη φορά μετά το τέλος της Κατοχής, και ενώ αυτοί είχαν φροντίσει να αφήσουν παντού παγίδες».

Το φαγητό στους φυλακισμένους κομμουνιστές

Ένα από τα περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή του, όπως θα παραδεχτεί και ο ίδιος αργότερα, ήταν αυτό στις φυλακές Χατζηκώστα, όπου η μάνα του μαζί με άλλες γυναίκες πήγαιναν φαγητό στους φυλακισμένους κομμουνιστές. Τις περισσότερες φορές τις ακολουθούσε κι εκείνος και άκουγε τις χυδαίες βρισιές των χωροφυλάκων προς τη μάνα του και τις άλλες γυναίκες. Περιγράφει: «Κοντά στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου ήταν οι φυλακές Χατζηκώστα, όπου βάζανε όλους τους κομμουνιστές. Είχε μια πόρτα όπως τα μεγάλα τα καουμπόικα τα έργα, μια μεγάλη πόρτα και μια μικρότερη από κάτω, ένα πορτάκι. Όταν πηγαίνανε, ήταν η Χωροφυλακή τότε στην πόρτα. Η μάνα μου και η μάνα του Σάββα Παπάζογλου, μια φορά την εβδομάδα, κάθε δέκα μέρες, φτιάχνανε φαγητό, ένα καζάνι σούπες, χόρτα, ό,τι είχαν, και τα πηγαίνανε στους φυλακισμένους. Να φάνε φαγητό. Αγνωστοι, δεν τους ξέρανε... Να φάνε σήμερα πέντε και αύριο άλλοι τόσοι. Εμένα πάντα η μάνα μου με έπαιρνε μαζί. Ήμουνα ο πιτσιρικάς. Άνοιγε το πορτάκι, παίρνανε το καζάνι... Αυτό ήταν, δεν λέγανε τίποτα οι χωροφυλάκοι. Μια από τις πολλές φορές που πήγαμε, ανοίγει το πορτάκι και ακούω τον χωροφύλακα και λέει: "Μωρέ ξεκωλιάρες, πάλι εσείς είσαστε;". Έτσι ακριβώς. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό... Το φαγητό δεν ξέρω τι το κάνανε. Μπορεί και να το πετάγανε κιόλας... Εμείς το δίναμε να το φάνε οι φυλακισμένοι. Κομμουνιστές όλοι οι κρατούμενοι εκεί τότε. Ποτέ δεν γνωρίσαμε κανέναν από τους κρατούμενους. Ούτε αυτοί μας είδαν, δεν ήξεραν ποιος τους έφερνε φαγητό, αν έφτανε τελικά σε αυτούς...».

Το ψηφοδέλτιο το καλό...

Σε άλλο σημείο αφηγείται ένα ακόμα περιστατικό που δείχνει την πίστη του στις ιδέες του, από τη δεκαετία του '80: «Θυμάμαι, όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ, ο αδερφός μου ο Μπάμπης ήταν στη Σουηδία μαζί με τον Παπανδρέου και είχε οργανωθεί για τα καλά... Όταν γύρισε εδώ μοίραζε τα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ παντού. Είχε δώσει και στη μάνα μου. Η μάνα μου μου είχε εμπιστοσύνη... Οταν πηγαίναμε να ψηφίσουμε μου έλεγε η μάνα μου: Στυλίκο - έτσι με φώναζε - έλα πάρε ψηφοδέλτιο. Και έβγαζε κάτω από την μπλούζα της, κάτω από τη μασχάλη της, το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, και μου έδινε. Το άλλο, το καλό, όχι αυτό που διακινούσε ο αδερφός μου... Ιστορίες πολλές».

 

1 σχόλιο:

  1. Το ψηφοδέλτιο το καλό...

    Σε άλλο σημείο αφηγείται ένα ακόμα περιστατικό που δείχνει την πίστη του στις ιδέες του, από τη δεκαετία του '80: «Θυμάμαι, όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ, ο αδερφός μου ο Μπάμπης ήταν στη Σουηδία μαζί με τον Παπανδρέου και είχε οργανωθεί για τα καλά... Όταν γύρισε εδώ μοίραζε τα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ παντού. Είχε δώσει και στη μάνα μου. Η μάνα μου μου είχε εμπιστοσύνη... Οταν πηγαίναμε να ψηφίσουμε μου έλεγε η μάνα μου: Στυλίκο - έτσι με φώναζε - έλα πάρε ψηφοδέλτιο. Και έβγαζε κάτω από την μπλούζα της, κάτω από τη μασχάλη της, το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, και μου έδινε. Το άλλο, το καλό, όχι αυτό που διακινούσε ο αδερφός μου... Ιστορίες πολλές». ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου