Στην Ελλάδα, η αντίσταση των Γερμανών στρατιωτών στο ναζισμό ήταν ισχυρότερη στις τάξεις των «πειθαρχικών ταγμάτων 999»(Bewährungsbataillone). Τα τάγματα αυτά, τριάντα τον αριθμό, συγκροτήθηκαν στα μέσα του 1942 και επανδρώθηκαν με 28.000 στρατιώτες που είχαν κριθεί παλαιότερα «ανάξιοι να υπηρετήσουν », κυρίως για πολιτικούς λόγους.
Αντίθετα, στο «αναμορφωτικό σώμα 500» δύναμης 27.000 ανδρών υπερείχαν οι καταδικασμένοι για ποινικά και στρατιωτικά αδικήματα. Η μαχητική ικανότητα αυτού του σώματος ελάχιστα υπολειπόταν από εκείνη των κανονικών μονάδων. Μετά, όμως, τις αρνητικές εμπειρίες κατά την εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής, η διοίκηση της Βέρμαχτ ενσωμάτωσε σε κάθε τάγμα 999 έναν σημαντικό αριθμό ποινικών καταδίκων για να ελέγχει τους πολιτικούς.
Οι κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου
είχαν την ευκαιρία να αποκατασταθούν με την επίδειξη καλής διαγωγής και
ανδρείας. Οι πολιτικοί στα τάγματα 999 ανέρχονταν συνολικά σε 11000,
αντιπροσώπευαν δηλαδή περίπου το 30% της δύναμής τους. Για να
δυσχεραίνονται οι επαφές μεταξύ των πολιτικών, η διοίκηση μετέβαλλε κατά
τακτά διαστήματα τη σύνθεση των διμοιριών.
Χίτλερ: «Φροντίστε ώστε καί τό σκυλολόγι αυτό νά ματοκυλιστή στά πεδία
τών μαχών, όπως χιλιάδες τών ανδρών μου Σ. Λ. καί Ές-Ές βρήκαν τό θάνατο
γιά τή νίκη μας»
Για τα πειθαρχικά τάγματα 999, έχει ενδιαφέρον το αφιέρωμα που υπάρχει στο site του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστρίας (KPÖ).
Ανάμεσα στο 1939 και το 1945 λειτούργησαν στη Βέρμαχτ 1.000 με 1.200
στρατοδικεία, τα οποία εκδίκασαν περίπου τρία εκατομμύρια υποθέσεις
υπονόμευσης της αμυντικής ισχύος, ανυπακοής, εσχάτης προδοσίας κλπ. Στις
δίκες αυτές καταδικάσθηκαν περίπου 1,3 εκατομμύρια στρατιωτικοί, από
τους οποίους οι 370.000 σε «βαριές ποινές», δηλαδή σε φυλάκιση άνω των
έξι μηνών. Σε αυτές τις καταδίκες συμπεριλαμβάνονται περίπου 30.000
θανατικές, από τις οποίες εκτελέσθηκαν περισσότερες από 20.000.
Επιπλέον, υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός εκτελέσεων στρατιωτών της Βέρμαχτ
που διατάχθηκαν από έκτακτα στρατοδικεία ή διαπράχθηκαν από τη
στρατονομία και τα SS χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη. Ιδιαίτερα κατά τη
διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου χιλιάδες στρατιώτες απρόθυμοι
να πολεμήσουν έπεσαν θύματα αυτών των συνοπτικών διαδικασιών. Συνολικά η
στρατιωτική δικαιοσύνη είχε περισσότερα θύματα απ’ ό,τι τα περιβόητα
έκτακτα δικαστήρια και το Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο, στο οποίο προήδρευε ο
Ρόλαντ Άισλερ.
Οι περισσότεροι απ’ τους εκτελεσθέντες στρατιώτες είχαν καταδικασθεί για
το αδίκημα της λιποταξίας. Από τους 35.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ που
βρέθηκαν ένοχοι για λιποταξία, το 65% καταδικάσθηκε σε θάνατο. Από αυτές
τις περίπου 23.000 θανατικές καταδίκες εκτελέστηκαν πάνω από 15.000. Ο
αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων αποτελεί, όμως, μόνον την κορυφή
του παγόβουνου του φαινομένου των λιποταξιών, γιατί πολλοί λιποτάκτες
διέφυγαν τη σύλληψη. Οι υπολογισμοί των λιποτακτών ανεβάζουν τον αριθμό
τους σε πάνω από 100.000 περιπτώσεις. Στην τελική φάση του πολέμου η
λιποταξία από τη Βέρμαχτ αποτελούσε μαζικό φαινόμενο. Μετά την
καταστροφή στο Στάλινγκραντ και την αύξηση του αριθμού των λιποταξιών, η
ναζιστική στρατιωτική δικαιοσύνη σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση
της. Όλες οι οδοί διαφυγής ήταν γεμάτες θανάσιμους κινδύνους. Στην
πατρίδα ή στις κατεχόμενες ο λιποτάκτης κινδύνευε να πέσει πάνω σε ένα
από τα πολλά σημεία έλεγχου.. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις, σε
γερμανικές εργατικές συνοικίες, όπου το πλήθος, κυρίως γυναίκες,
παρεμπόδισαν με επιτυχία τη σύλληψη λιποτακτών.
Κατά τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου ο αριθμός των λιποταξιών
εκτινάχθηκε στα ύψη. Μαζί του, όμως, μεγάλωσε και ο αριθμός των
λιποτακτών που απαγχονίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από το πιο
κοντινό δένδρο ή τουφεκίστηκαν μπροστά στον πρώτο τοίχο. Ακόμη και μετά
τη συνθηκολόγηση του ναζιστικού καθεστώτος, οι στρατοδίκες συνέχισαν το
αιματηρό τους έργο και εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν και μετά τις 8 Μαΐου
1945. Παραδείγματος χάριν, οι ναύτες Μπρούνο Ντέρφερ και Ράινερ Μπεκ,
οι ο ποίοι είχαν προσχωρήσει στην ολλανδική Αντίσταση μετά την
απελευθέρωση της Ολλανδίας από τους Συμμάχους, κλείστηκαν σε ένα
στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στο Άμστερνταμ, όπου και καταδικάσθηκαν από
ένα στρατοδικείο που έστησαν Ναζί αξιωματικοί. Οι αξιωματικοί που ήταν
αφοπλισμένοι ζήτησαν και έλαβαν καραμπίνες από τους Καναδούς φρουρούς
τους για να εκτελέσουν την απόφαση στις 13 Μαΐου 1945.
Μετά την καταστροφή στο Στάλινγκραντ και την αύξηση του αριθμού των
λιποταξιών, η ναζιστική στρατιωτική δικαιοσύνη σκλήρυνε ακόμη
περισσότερο τη στάση της. Όλες οι οδοί διαφυγής ήταν γεμάτες θανάσιμους
κινδύνους. Στην πατρίδα ή στις κατεχόμενες ο λιποτάκτης κινδύνευε να
πέσει πάνω σε ένα από τα πολλά σημεία έλεγχου. Τα σύνορα με τις
ουδέτερες χώρες φυλάσσονταν αυστηρά, ενώ ορισμένες, όπως η Ελβετία,
απέλαυναν τους πρόσφυγες. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις, σε γερμανικές
εργατικές συνοικίες, όπου το πλήθος, κυρίως γυναίκες, παρεμπόδισαν με
επιτυχία τη σύλληψη λιποτακτών.
Για υπονόμευση της αμυντικής ισχύος καταδικάσθηκαν πάνω από 30.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ
Συχνά είχαν καταδοθεί από άλλους στρατιωτικούς εξαιτίας προσωπικών
αντιζηλιών, καιροσκοπισμού ή πολιτικού φανατισμού. Σε αυτούς θα πρέπει
να προσθέσει κανείς δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες άλλους
«υπονομευτές της αμυντικής ισχύος» , των οποίων οι αντιπολεμικές και
αντικαθεστωτικές εκδηλώσεις δεν έγιναν αντιληπτές ή δεν καταδόθηκαν.
Η αυτομόληση στον εχθρό ή στην Αντίσταση στις κατεχόμενες χώρες
αποτελούσε τη ριζικότερη μορφή ρήξης με τη Βέρμαχτ. Η πλειονότητα αυτών
που αυτομόλησαν υπήρξαν μέλη και συμπαθούντες του εργατικού κινήματος.
Οι περισσότεροι αυτομόλησαν στον Κόκκινο Στρατό ή σε Σοβιετικούς
παρτιζάνους. Ορισμένοι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό των
αυτομολησάντων Γερμανών στρατιωτικών στο ανατολικό μέτωπο σε 100.000, αν
και πιο ρεαλιστικές φαίνονται οι εκτιμήσεις που τους υπολογίζουν σε
αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Από το καλοκαίρι του 1943 ο αριθμός των
αυτομόλων αυξήθηκε.
Στη Γιουγκοσλαβία, πάνω από 2.000 στρατιωτικοί της Βέρμαχτ αυτομόλησαν
στις σοβιετικές δυνάμεις κατά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Αλλά και
στη γιουγκοσλαβική Αντίσταση προσχώρησαν μικρότερες ή μεγαλύτερες
ομάδες Γερμανών στρατιωτών, ιδίως στην περιοχή του Σαράγεβο. Στο
αντάρτικο του Τίτο συγκροτήθηκε το Τάγμα Τέλμαν, από το όνομα του ηγέτη
του ΚΚ Γερμανίας, με 90 αυτομολήσαντες Γερμανούς και 110 Γερμανούς μέλη
της γερμανικής μειονότητας στη Γιουγκοσλαβία. Τον Νοέμβριο του 1943 το
τάγμα υπέστη μεγάλες απώλειες οε σύγκρουση με γερμανικά τανκς, έτσι ώστε
το 1944 χρειάσθηκε να ανασυγκροτηθεί. Στη νέα μεραρχία πεζικού των
Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων συμπεριλαμβάνονταν 369 Γερμανοί.
Στην Κριμαία εκατοντάδες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και
αυτομόλησαν με τον οπλισμό τους στα σοβιετικά στρατεύματα. Τον Απρίλιο
του 1944, βόρεια από τη Συμφερούπολη, αυτομόλησαν δύο διμοιρίες ενός
πειθαρχικού τάγματος. Στην περιοχή των Λευκορώσων παρτιζάνων υπήρχαν
περί τους 100 Γερμανούς στρατιώτες που μάχονταν στο πλευρό τους. Τον
Δεκέμβριο του 1944 στην Ουγγαρία αυτομόλησαν 480 Γερμανοί στρατιώτες. Η
αυτομόληση αποτελούσε ένα αποτελούσε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο διάβημα,
γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να συλληφθεί κανείς από τη στρατονομία και να
εκτελεσθεί πάραυτα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αυτομολούντες ήρθαν σε
σύρραξη με τους νομιμόφρονες στο καθεστώς στρατιώτες. Συχνά έπρεπε να
συλλάβουν ή να εξουδετερώσουν τους αξιωματικούς. Τέλος, οι στρατιώτες
του εχθρού δεν αντιλαμβάνονταν πάντοτε την πρόθεση των Γερμανών
στρατιωτών να αυτομολήσουν με αποτέλεσμα αυτοί να βρίσκονται ανάμεσα σε
δύο πυρά.
Στη Γαλλία, μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, σημαντικός
αριθμός Γερμανών στρατιωτών προσχώρησε στη γαλλική Αντίσταση. Στις
προσχωρήσεις αυτές συνέβαλαν Γερμανοί εμιγκρέδες-μέλη του εργατικού
κινήματος, οι οποίοι διενεργούσαν προπαγάνδα ανάμεσα στους Γερμανούς
στρατιώτες σε συνεργασία με τη γαλλική Αντίσταση. Στην Ιταλία ο αριθμός
των Γερμανών που αυτομόλησαν στην Αντίσταση ήταν πολύ μικρότερος, αλλά
σε όλα τα μεγάλα σώματα ήταν ενταγμένοι πρώην στρατιώτες της Βέρμαχτ.
Στη Γιουγκοσλαβία, πάνω από 2.000 στρατιωτικοί της Βέρμαχτ αυτομόλησαν
στις σοβιετικές δυνάμεις κατά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Αλλά και
στη γιουγκοσλαβική Αντίσταση προσχώρησαν μικρότερες ή μεγαλύτερες
ομάδες Γερμανών στρατιωτών, ιδίως στην περιοχή του Σαράγεβο. Στο
αντάρτικο του Τίτο συγκροτήθηκε το Τάγμα Τέλμαν, από το όνομα του ηγέτη
του ΚΚ Γερμανίας, με 90 αυτομολήσαντες Γερμανούς και 110 Γερμανούς μέλη
της γερμανικής μειονότητας στη Γιουγκοσλαβία. Τον Νοέμβριο του 1943 το
τάγμα υπέστη μεγάλες απώλειες οε σύγκρουση με γερμανικά τανκς, έτσι ώστε
το 1944 χρειάσθηκε να ανασυγκροτηθεί. Στη νέα μεραρχία πεζικού των
Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων συμπεριλαμβάνονταν 369 Γερμανοί.
Στην Ελλάδα, η αντίσταση των Γερμανών στρατιωτών στο ναζισμό ήταν
ισχυρότερη στις τάξεις των «πειθαρχικών ταγμάτων
999»(Bewährungsbataillone). Τα τάγματα αυτά, τριάντα τον αριθμό,
συγκροτήθηκαν στα μέσα του 1942 και επανδρώθηκαν με 28.000 στρατιώτες
που είχαν κριθεί παλαιότερα «ανάξιοι να υπηρετήσουν », κυρίως για
πολιτικούς λόγους. Αντίθετα, στο «αναμορφωτικό σώμα 500» δύναμης 27.000
ανδρών υπερείχαν οι καταδικασμένοι για ποινικά και στρατιωτικά
αδικήματα. Η μαχητική ικανότητα αυτού του σώματος ελάχιστα υπολειπόταν
από εκείνη των κανονικών μονάδων. Μετά, όμως, τις αρνητικές εμπειρίες
κατά την εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής, η διοίκηση της Βέρμαχτ
ενσωμάτωσε σε κάθε τάγμα 999 έναν σημαντικό αριθμό ποινικών καταδίκων
για να ελέγχει τους πολιτικούς. Οι κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου
είχαν την ευκαιρία να αποκατασταθούν με την επίδειξη καλής διαγωγής και
ανδρείας. Οι πολιτικοί στα τάγματα 999 ανέρχονταν συνολικά σε 11000,
αντιπροσώπευαν δηλαδή περίπου το 30% της δύναμής τους. Για να
δυσχεραίνονται οι επαφές μεταξύ των πολιτικών, η διοίκηση μετέβαλλε κατά
τακτά διαστήματα τη σύνθεση των διμοιριών.
Χίτλερ «Φροντίστε ώστε καί τό σκυλολόγι αυτό νά ματοκυλιστή στά πεδία
τών μαχών, όπως χιλιάδες τών ανδρών μου Σ. Λ. καί Ές-Ές βρήκαν τό
θάνατο γιά τή νίκη μας»
Για τα πειθαρχικά τάγματα 999, έχει ενδιαφέρον το αφιέρωμα που υπάρχει στο site του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστρίας (KPÖ).
http://ooe.kpoe.at/news/article.php/2006040218183697
(Die verbliebenen Truppenteile gerieten Mitte Mai 1943 in alliierte
Kriegsgefangenschaft. Das Haupteinsatzgebiet der Strafdivision war das
von deutschen und italienischen Truppen besetzte Griechenland. Hier
erreichten die antifaschistische Arbeit in der Strafdivision und
gemeinsame Aktionen des Widerstandes mit griechischen Antifaschisten
ihren Höhepunkt. Dort entfalteten die 999er wirksame antifaschistische
Aktionen, viele desertierten zur griechischen Volksbefreiungsarmee ELAS,
der etwa 600 deutsche Antifaschisten angehörten, sowie zu den
Partisanen und Volksbefreiungsarmeen Albaniens, Jugoslawiens und
Bulgariens.
An der Spitze des in Griechenland 1944 gegründeten antifaschistischen
Komitees deutscher Soldaten, „Freies Deutschland“, und des „Verbandes
deutscher Antifaschisten“ auf dem Peloponnes standen auch Angehörige der
999er. Ein Aufstandsversuch auf dem Peloponnes scheiterte durch Verrat,
sieben Antifaschisten, darunter Werner Illmer aus Berlin, Heinz Steyer
(Arbeitersportler aus Dresden) und Hermann Bode (ein junger
Stadtverordneter aus Braunschweig) wurden zum Tode verurteilt und
hingerichtet.
Einzelne Bataillone 999 kamen Ende 1943, Anfang 1944 in der Sowjetunion
zum Einsatz. Nachdem eine größere Anzahl von Antifaschisten zur Roten
Armee desertierte und sich dem „Nationalkomitee Freies Deutschland“
anschloss, wurden alle politisch Vorbestraften aus den Einheiten
herausgezogen und entwaffnet.
Während ihres militärischen Einsatzes in Nordafrika, in der Sowjetunion,
auf dem Balkan, insbesondere in Griechenland, und zuletzt auch noch in
Frankreich nutzten die Antifaschisten, die in diese Einheiten gepresst
worden waren, ihre Möglichkeiten, um aktiv am Widerstand innerhalb der
deutschen Wehrmacht teilzunehmen.)
(Μετάφραση? [δεχόμαστε μια καλύτερη]):
Τα υπόλοιπα μέρη των
στρατευμάτων τέθηκαν σε αιχμαλωσία από τις συμμαχικές δυνάμεις στα
μέσα του Μαΐου 1943. Ο κύριος τομέας της δράσης του πειθαρχικού τάγματος
999 ήταν η Ελλάδα, όταν καταλήφθηκε από Γερμανικά και ιταλικά
στρατεύματα. Εδώ το αντιφασιστικό έργο και οι κοινές δράσεις αντίστασης
με Έλληνες αντιφασίστες έφτασε στο αποκορύφωμά το 1944. Εκεί το 999er
ανέπτυξε αποτελεσματικές αντιφασιστικές δράσεις, πολλές αυτομολήσεις
στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό ΕΛΑΣ. Περίπου 600 Γερμανικοί
αντιφασίστες, πήραν μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα με τους αντάρτες
και στην Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία.
Σαν κορυφή της αντιφασιστικής δράσης των γερμανών αντιφασιστών στρατιωτών, ήταν η ίδρυση των επιτροπών «Ελεύθερη Γερμανία», που ιδρύθηκε στην Ελλάδα το 1944, και «Ένωση των Γερμανών αντιφασιστών» στην Πελοπόννησο (ήταν επίσης μέλη της 999er). Απέτυχε η προσπάθεια εξέγερσης στην Πελοπόννησο λόγω προδοσίας, επτά αντιφασίστες, ανάμεσά τους οι Werner Illmer από το Βερολίνο, Heinz Steyer (εργαζομένων αθλητής από τη Δρέσδη) και ο Hermann Bode (ένας νεαρός δημοτικός σύμβουλος από το Braunschweig) καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Επιμέρους τάγματα 999 αναπτύχθηκαν στα τέλη του 1943, αρχές του 1944 στη
Σοβιετική Ενωση. Ενας μεγάλος αριθμός αντιφασιστών πέρασαν (αυτόμολα ή
με αιχμαλωσία) στον κόκκινο στρατό και συγκρότησαν την «Εθνική Επιτροπή
Ελεύθερη Γερμανία».
Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική, στη Σοβιετική Ένωση, στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, και τέλος, στη Γαλλία, οι αντιφασίστες που ήταν σε αυτές τις μονάδες χρησιμοποίησαν τις ευκαιρίες τους για να συμμετάσχουν ενεργά στην αντίσταση.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου