«Φωτιές» στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Μπάιντεν αλλά και σε χρηματοπιστωτικά και άλλα μονοπώλια που συναλλάσσονται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης άναψε η επιλογή του οίκου χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης «Fitch» να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ από ΑΑΑ σε ΑΑ+.
Πρόκειται για υποβάθμιση που συμβαίνει για δεύτερη φορά εδώ και μιάμιση δεκαετία, όταν η αμερικανική οικονομία είχε υποβαθμιστεί (στο φόντο της εντεινόμενης καπιταλιστικής κρίσης του 2009) από τον οίκο «Standard and Poor's».
Σε ό,τι αφορά τη χτεσινή υποβάθμιση, που άναψε «κόκκινο» στα διεθνή χρηματιστήρια με πρώτο εκείνο της Ν. Υόρκης, ο οίκος «Fitch» εξήγησε ότι αντανακλά τη «διάβρωση της διακυβέρνησης» που «εκδηλώθηκε στις επανειλημμένες αντιπαραθέσεις για το όριο χρέους και τις αποφάσεις της τελευταίας στιγμής». Οπως τονίζει, αυτό συμβαίνει κάθε λίγα χρόνια, εξαιτίας μιας πολιτικής που έχουν δημιουργήσει οι ίδιες οι ΗΠΑ με αποτέλεσμα κάθε τόσο να είναι αντιμέτωπες με την προοπτική της χρεοκοπίας. Η αδυναμία των αμερικανικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες να βρουν αποτελεσματική λύση στο θέμα γεννά στον οίκο αξιολόγησης «ανησυχίες».
Κατά την άποψη του οίκου «Fitch», έχει σημειωθεί σταθερή επιδείνωση των προτύπων διακυβέρνησης τα τελευταία 20 χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών και των ζητημάτων του χρέους, παρά τη δικομματική συμφωνία του Ιούνη για αναστολή του ορίου του έως τον Γενάρη του 2025.
Το επαναλαμβανόμενο θέμα με το όριο του χρέους, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα ψηφίσματα της τελευταίας στιγμής έχουν μειώσει την εμπιστοσύνη στη δημοσιονομική διαχείριση, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης.
Επίσης, θεωρεί ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης (GG) θα αυξηθεί στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, από 3,7% το 2022, αντανακλώντας ασθενέστερα ομοσπονδιακά έσοδα, νέες πρωτοβουλίες ανάληψης δαπανών και υψηλότερη επιβάρυνση από τόκους.
Η εξέλιξη έρχεται στο φόντο της τραπεζικής κρίσης που βίωσαν σημαντικές μικρομεσαίες αλλά και μεγαλύτερες τράπεζες σε ΗΠΑ, Καναδά και Ελβετία πριν από μερικούς μήνες, με τη σημείωση του οίκου «Fitch» ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν την «υψηλότερη πιστωτική ποιότητα». Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο οίκο αξιολόγησης, οι αξιολογήσεις «ΑΑ» υποδηλώνουν «πολύ χαμηλές προσδοκίες για κίνδυνο αθέτησης», είναι ένα βήμα πιο κάτω από την «χαμηλότερη για χαμηλότερο κίνδυνο αθέτησης» για τους δανειολήπτες που αξιολογούνται «ΑΑΑ».
Η εξέλιξη προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπάιντεν με πρώτη την εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου, Καρίν Ζαν Πιερ, που εξέφρασε «τη σθεναρή διαφωνία» της Ουάσιγκτον στην υποβάθμιση. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι η υποβάθμιση «αψηφά την πραγματικότητα, το να υποβαθμίζονται οι ΗΠΑ τη στιγμή που ο Πρόεδρος Μπάιντεν έφερε την πιο ισχυρή ανάκαμψη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία στον κόσμο».
Παράλληλα η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, διαφώνησε με την απόφαση υποβάθμισης της οικονομίας των ΗΠΑ λέγοντας ότι πρόκειται για εκτίμηση «αυθαίρετη και βασισμένη σε παρωχημένα στοιχεία».
Οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων σημείωσαν πτώση 2 μονάδων βάσης ενώ το αμερικανικό δολάριο ενισχύθηκε κατά 0,2% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων.
Η εξέλιξη προκάλεσε «αναταράξεις» και σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 σημείωσε πτώση 1,3%, με όλους τους κλάδους να εμφανίζουν αρνητικό πρόσημο. Νωρίτερα, οι ασιατικές μετοχές κατέγραψαν απώλειες, με τον ευρύτερο δείκτη MSCI για την περιοχή Ασίας - Ειρηνικού να υποχωρεί 1,9%. Ο δείκτης Nikkei σημείωσε πτώση 1,8%, ενώ οι μετοχές στην Αυστραλία σημείωσαν πτώση 2,3%. Οι τιμές πετρελαίου ήταν ενισχυμένες και κινούνταν κοντά στα υψηλότερα επίπεδά τους από τον Απρίλη, ύστερα από την ανακοίνωση στοιχείων που έδειξαν πολύ μεγαλύτερη της αναμενόμενης μείωση στα αποθέματα αργού στις ΗΠΑ την περασμένη βδομάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου