Μια ομάδα, λοιπόν, ορφανά, για να επιβιώσουν, παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους! Οργανώνονται σαν μυστικός «στρατός», με ιεραρχία και πειθαρχία. Μόνα τους συγκροτούν ομάδες κρούσης και βοήθειας. Πηγή για την τροφοδοσία τους είναι τα γερμανικά καμιόνια που κουβαλάνε ψωμί και τρόφιμα. Τα παγιδεύουν και τα κλέβουν! Τα κλεμμένα μοιράζονται στα ορφανά, αλλά και σε άλλους κατοίκους της Θεσσαλονίκης που είχαν ανάγκες!
Τα παιδιά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» έμειναν στην ιστορία σαν σαλταδόροι! Σαλταδόρους δεν είχε μόνο η Θεσσαλονίκη, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα! «.../Τρεις φίλοι απ' τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι/ χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι./ Και μύρισε, θεούλι μου, ο δρόμος μακαρόνι/Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη», λέει ένα τραγούδι της εποχής, που έγραψε ένας πραγματικός σαλταδόρος, ο αργότερα στιχουργός Ξενοφών Φιλέρης.
Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» της αντίστασης στον αγώνα για την επιβίωση
Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» προέκυψε από την αυτοργάνωση και τη δράση ορφανών και φτωχών παιδιών της κατοχής, ως αναγκαίος όρος για την επιβίωση τους, ενώ επέδειξε μια συγκινητική αλληλεγγύη προς την εξαθλιωμένη και πεινασμένη γειτονιά, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε μια από τις πιο αυθόρμητες μορφές αντίστασης απέναντι στους ναζί και τους δοσίλογους, στην κατοχική Θεσσαλονίκη.
Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισαν οι ομιλητές σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης, στην αίθουσα «Αλέξανδρος», με θέμα την συνεισφορά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» στην επιβίωση του λαού της Θεσσαλονίκης και στην αντίσταση απέναντι στους κατακτητές και στους συνεργάτες τους.
Το «ξυπόλητο τάγμα» και οι «σαλταδόροι»
«Συσπειρώθηκαν, αυτοργανώθηκαν, για να επιβιώσουν» τόνισε η συγγραφέας του βιβλίου για την κατοχική Θεσσαλονίκη με τίτλο: «Ξυπόλυτοι Ήρωες», Αλεξάνδρα Μητσιάλη και συνέχισε: « Επιβίωναν, αρχικά κλέβοντας από τους κατακτητές και τους δοσίλογους και ταΐζοντας και άλλους πεινασμένους στην πόλη και από εκεί και μετά, βοηθούσαν ‘Αγγλους να διαφεύγουν από την πόλη, έκαναν και άλλες δράσεις και κάποια από αυτά εντάχθηκαν αργότερα και στην οργανωμένη αντίσταση».
Η συγκρότηση, μάλιστα, του «ξυπόλυτου τάγματος» προέκυψε, ως αντίδραση – με κίνητρο την ενστικτώδη ανάγκη για επιβίωση – απέναντι σε μια βάναυση πράξη των ίδιων των κατακτητών , οι οποίοι με την είσοδο τους στην πόλη, τον Απρίλη του 1940, επέταξαν μεγάλα δημόσια κτίρια για να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι, μεταξύ αυτών και το «Παπάφειο» Ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης.
Το «Παπάφειο», τότε, στέγαζε εκατόν εξήντα παιδιά, ηλικίας από έξι, μέχρι και είκοσι έξι ετών. Από αυτά τα πεινασμένα ορφανά και από άλλα παιδιά προήλθε το κύριο σώμα, αυτού του ρακένδυτου «τσούρμου», που ονομάστηκε από τον λαό «ξυπόλυτο τάγμα».
Η αντίσταση αυτή υπαγορεύτηκε αφενός από την ενστικτώδη ανάγκη για αυτοσυντήρηση και αφετέρου από την ανάγκη να σιτιστεί και η φτωχή και ανήμπορη γειτονιά, στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Μια από αυτές της γειτονιές ήταν και η ‘Ανω Πόλη, στους χώρος της οποίας έδρασε αυτή η ομάδα παιδιών, όπως δείχνει και η ασπρόμαυρη ταινία «Ξυπόλυτο Τάγμα» γυρισμένη λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, αποσπάσματα της οποίας προβλήθηκαν στην εκδήλωση.
Η κ. Μητσιάλη τόνισε ότι αντίστοιχη δράση στην Αθήνα ήταν αυτή των «Σαλταδόρων», οι οποίοι έκλεβαν τα καμιόνια των κατακτητών ανεβαίνοντας στις καρότσες και αρπάζοντας ότι μπορούσαν και στη συνέχεια εξαφανίζονταν. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι ο Μανώλης Γλέζος, τότε, με την επιμονή του ενέταξε πολλά από αυτά τα παιδιά στις γραμμές της οργανωμένης αντίστασης. Στη «Θεσσαλονίκη» το «ξυπόλυτο τάγμα» έκανε, με μια αξιοθαύμαστη οργάνωση, το ίδιο σε χώρους όπου υπήρχαν τρόφιμα και να μπορέσει να επιβιώσει και να θρέψει συγγενείς και γείτονες.
Παρέλασαν μαζί με τον ΕΛΑΣ
«Με βήμα, το ένα πίσω από το άλλο, το ένα μαζί με το άλλο, με πειθαρχία συντόνιζαν τη δράση τους, γιατί ήξεραν πολύ καλά, ότι αλλιώς κανένα δε θα μπορούσε να γλυτώσει» πρόσθεσε η κ. Μητσιάλη και υπογράμμισε:
«Όταν ο ΕΛΑΣ μπήκε στην πόλη (30 Οκτωβρίου 1944), στην απελευθέρωση, εμφανίστηκε στο τέλος της παρέλασης, μια ομάδα ξυπόλυτων παιδιών με ένα χαρτόνι στα χέρια που έγραφε : «Ξυπόλυτο Τάγμα». Ήταν μια αναγνώριση, ότι και αυτοί υπήρξαν ένα κομμάτι αυτής της προσπάθειας και αυτής της επιτυχίας».
Η κ. Μητσιάλη τόνισε, ως συμπέρασμα, ότι και σήμερα ο φασισμός «πατάει στα ίδια στηρίγματα» που και τότε εδραζόταν, στον εθνικισμό, στον αντισημιτισμό, στον αντικομουνισμό και στον ρατσισμό.
Το κολαστήριο του στρατοπέδου «Παύλου Μελά»
Συγκινητική, ήταν η αφήγηση του ογδόντα εξάχρονου Θόδωρου Βαλαχά από τον Χορτιάτη, ο οποίος υπήρξε ο νεώτερος κρατούμενος των κατοχικών δυνάμεων στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», όταν φυλακίστηκε εκεί μαζί με τη μητέρα του, σε ηλικία μόλις δώδεκα χρόνων, επειδή ο πατέρας του ήταν ενταγμένος στον ΕΛΑΣ.
Ο κ. Βαλαχάς διηγήθηκε διάφορες σκηνές που βίωσε ο ίδιος από την κράτηση του στο στρατόπεδο, με πιο συγκλονιστική την μαζική εκτέλεση, από τους κατακτητές, εκατόν ενός πατριωτών, στις 26 Ιουνίου του 1944, τους οποίους πήραν από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά».
«Είχαν γίνει και προηγουμένως εκτελέσεις και άλλες μετά. Δύο, τρεις τη φορά… Για αντίποινα. Δε μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα έκαναν κάτι τέτοιο» είπε ο κ. Βαλαχάς και συνέχισε:
«Αρχικά, νομίζαμε, ότι θα τους πήγαιναν για καταναγκαστικά έργα, το συνήθιζαν. Αλλά, εκείνο που μας ξάφνιασε ήταν ότι τους είπαν να μην πάρουν τα πράγματα τους. Όταν τους έπαιρναν για έργα, τους έλεγαν να πάρουν μαζί και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Αυτή τη φορά, αυτό ήταν μια ένδειξη, τους είπαν, να τα αφήσουν, να μην πάρουν τίποτε μαζί τους…».
Ο ίδιος διηγήθηκε ότι τέσσερεις, πέντε μήνες μετά την απελευθέρωση «φασίστες» έκαψαν το ξύλινο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης που έστησε ο ΕΛΑΣ, στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Ο ίδιος, παιδί ακόμη, πήγαινε καθημερινά για συσσίτιο στην περιοχή του Πειραματικού Σχολείου στην οδό Αγίας Σοφίας, όπου μια μέρα είδε σε έναν τοίχο μια επιγραφή : «Φασίστες έκαψαν το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης. Θα το ξαναφτιάξουμε μαρμάρινο για να μη μπορούν να το κάψουν ξανά. ΕΠΟΝ»
«Από τότε, σκεφτόμουν, ότι κάποτε θα το φτιάξουμε αυτό το μνημείο για να κάνουμε πράξη αυτή την υπόσχεση. Πέρασαν εβδομήντα και πλέον χρόνια, δε το φτιάξαμε… το αφήνω, σαν παρακαταθήκη, σε εσάς».
Τα παιδιά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» έμειναν στην ιστορία σαν σαλταδόροι! Σαλταδόρους δεν είχε μόνο η Θεσσαλονίκη, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα! «.../Τρεις φίλοι απ' τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι/ χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι./ Και μύρισε, θεούλι μου, ο δρόμος μακαρόνι/Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη», λέει ένα τραγούδι της εποχής, που έγραψε ένας πραγματικός σαλταδόρος, ο αργότερα στιχουργός Ξενοφών Φιλέρης.
Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» της αντίστασης στον αγώνα για την επιβίωση
Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» προέκυψε από την αυτοργάνωση και τη δράση ορφανών και φτωχών παιδιών της κατοχής, ως αναγκαίος όρος για την επιβίωση τους, ενώ επέδειξε μια συγκινητική αλληλεγγύη προς την εξαθλιωμένη και πεινασμένη γειτονιά, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε μια από τις πιο αυθόρμητες μορφές αντίστασης απέναντι στους ναζί και τους δοσίλογους, στην κατοχική Θεσσαλονίκη.
Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισαν οι ομιλητές σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης, στην αίθουσα «Αλέξανδρος», με θέμα την συνεισφορά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» στην επιβίωση του λαού της Θεσσαλονίκης και στην αντίσταση απέναντι στους κατακτητές και στους συνεργάτες τους.
Το «ξυπόλητο τάγμα» και οι «σαλταδόροι»
«Συσπειρώθηκαν, αυτοργανώθηκαν, για να επιβιώσουν» τόνισε η συγγραφέας του βιβλίου για την κατοχική Θεσσαλονίκη με τίτλο: «Ξυπόλυτοι Ήρωες», Αλεξάνδρα Μητσιάλη και συνέχισε: « Επιβίωναν, αρχικά κλέβοντας από τους κατακτητές και τους δοσίλογους και ταΐζοντας και άλλους πεινασμένους στην πόλη και από εκεί και μετά, βοηθούσαν ‘Αγγλους να διαφεύγουν από την πόλη, έκαναν και άλλες δράσεις και κάποια από αυτά εντάχθηκαν αργότερα και στην οργανωμένη αντίσταση».
Η συγκρότηση, μάλιστα, του «ξυπόλυτου τάγματος» προέκυψε, ως αντίδραση – με κίνητρο την ενστικτώδη ανάγκη για επιβίωση – απέναντι σε μια βάναυση πράξη των ίδιων των κατακτητών , οι οποίοι με την είσοδο τους στην πόλη, τον Απρίλη του 1940, επέταξαν μεγάλα δημόσια κτίρια για να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι, μεταξύ αυτών και το «Παπάφειο» Ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης.
Το «Παπάφειο», τότε, στέγαζε εκατόν εξήντα παιδιά, ηλικίας από έξι, μέχρι και είκοσι έξι ετών. Από αυτά τα πεινασμένα ορφανά και από άλλα παιδιά προήλθε το κύριο σώμα, αυτού του ρακένδυτου «τσούρμου», που ονομάστηκε από τον λαό «ξυπόλυτο τάγμα».
Η αντίσταση αυτή υπαγορεύτηκε αφενός από την ενστικτώδη ανάγκη για αυτοσυντήρηση και αφετέρου από την ανάγκη να σιτιστεί και η φτωχή και ανήμπορη γειτονιά, στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Μια από αυτές της γειτονιές ήταν και η ‘Ανω Πόλη, στους χώρος της οποίας έδρασε αυτή η ομάδα παιδιών, όπως δείχνει και η ασπρόμαυρη ταινία «Ξυπόλυτο Τάγμα» γυρισμένη λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, αποσπάσματα της οποίας προβλήθηκαν στην εκδήλωση.
Η κ. Μητσιάλη τόνισε ότι αντίστοιχη δράση στην Αθήνα ήταν αυτή των «Σαλταδόρων», οι οποίοι έκλεβαν τα καμιόνια των κατακτητών ανεβαίνοντας στις καρότσες και αρπάζοντας ότι μπορούσαν και στη συνέχεια εξαφανίζονταν. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι ο Μανώλης Γλέζος, τότε, με την επιμονή του ενέταξε πολλά από αυτά τα παιδιά στις γραμμές της οργανωμένης αντίστασης. Στη «Θεσσαλονίκη» το «ξυπόλυτο τάγμα» έκανε, με μια αξιοθαύμαστη οργάνωση, το ίδιο σε χώρους όπου υπήρχαν τρόφιμα και να μπορέσει να επιβιώσει και να θρέψει συγγενείς και γείτονες.
Παρέλασαν μαζί με τον ΕΛΑΣ
«Με βήμα, το ένα πίσω από το άλλο, το ένα μαζί με το άλλο, με πειθαρχία συντόνιζαν τη δράση τους, γιατί ήξεραν πολύ καλά, ότι αλλιώς κανένα δε θα μπορούσε να γλυτώσει» πρόσθεσε η κ. Μητσιάλη και υπογράμμισε:
«Όταν ο ΕΛΑΣ μπήκε στην πόλη (30 Οκτωβρίου 1944), στην απελευθέρωση, εμφανίστηκε στο τέλος της παρέλασης, μια ομάδα ξυπόλυτων παιδιών με ένα χαρτόνι στα χέρια που έγραφε : «Ξυπόλυτο Τάγμα». Ήταν μια αναγνώριση, ότι και αυτοί υπήρξαν ένα κομμάτι αυτής της προσπάθειας και αυτής της επιτυχίας».
Η κ. Μητσιάλη τόνισε, ως συμπέρασμα, ότι και σήμερα ο φασισμός «πατάει στα ίδια στηρίγματα» που και τότε εδραζόταν, στον εθνικισμό, στον αντισημιτισμό, στον αντικομουνισμό και στον ρατσισμό.
Το κολαστήριο του στρατοπέδου «Παύλου Μελά»
Συγκινητική, ήταν η αφήγηση του ογδόντα εξάχρονου Θόδωρου Βαλαχά από τον Χορτιάτη, ο οποίος υπήρξε ο νεώτερος κρατούμενος των κατοχικών δυνάμεων στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», όταν φυλακίστηκε εκεί μαζί με τη μητέρα του, σε ηλικία μόλις δώδεκα χρόνων, επειδή ο πατέρας του ήταν ενταγμένος στον ΕΛΑΣ.
Ο κ. Βαλαχάς διηγήθηκε διάφορες σκηνές που βίωσε ο ίδιος από την κράτηση του στο στρατόπεδο, με πιο συγκλονιστική την μαζική εκτέλεση, από τους κατακτητές, εκατόν ενός πατριωτών, στις 26 Ιουνίου του 1944, τους οποίους πήραν από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά».
«Είχαν γίνει και προηγουμένως εκτελέσεις και άλλες μετά. Δύο, τρεις τη φορά… Για αντίποινα. Δε μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα έκαναν κάτι τέτοιο» είπε ο κ. Βαλαχάς και συνέχισε:
«Αρχικά, νομίζαμε, ότι θα τους πήγαιναν για καταναγκαστικά έργα, το συνήθιζαν. Αλλά, εκείνο που μας ξάφνιασε ήταν ότι τους είπαν να μην πάρουν τα πράγματα τους. Όταν τους έπαιρναν για έργα, τους έλεγαν να πάρουν μαζί και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Αυτή τη φορά, αυτό ήταν μια ένδειξη, τους είπαν, να τα αφήσουν, να μην πάρουν τίποτε μαζί τους…».
Ο ίδιος διηγήθηκε ότι τέσσερεις, πέντε μήνες μετά την απελευθέρωση «φασίστες» έκαψαν το ξύλινο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης που έστησε ο ΕΛΑΣ, στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Ο ίδιος, παιδί ακόμη, πήγαινε καθημερινά για συσσίτιο στην περιοχή του Πειραματικού Σχολείου στην οδό Αγίας Σοφίας, όπου μια μέρα είδε σε έναν τοίχο μια επιγραφή : «Φασίστες έκαψαν το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης. Θα το ξαναφτιάξουμε μαρμάρινο για να μη μπορούν να το κάψουν ξανά. ΕΠΟΝ»
«Από τότε, σκεφτόμουν, ότι κάποτε θα το φτιάξουμε αυτό το μνημείο για να κάνουμε πράξη αυτή την υπόσχεση. Πέρασαν εβδομήντα και πλέον χρόνια, δε το φτιάξαμε… το αφήνω, σαν παρακαταθήκη, σε εσάς».
Πηγές:
Ριζοσπάστης
ΑΠΕ – ΜΠΕ
Κωστας Βουτσάς. Ο άνθρωπος που δεν ξέχασε…
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις δύσκολες ώρες που περνάει είναι τιμή να τον σκεφτόμαστε…
Καθόμασταν σε καφετέρια της Σύρου και κουβεντιάζαμε πολιτικά και για τις ιστορίες των αγώνων της αριστεράς, αναμένοντας καράβι για την Αθήνα, επιστρέφοντας από τα εγκαίνια του μνημείου για τους αγωνιστές κρατούμενους της Γυάρου. Ξαφνικά ένας κύριος από δίπλα, πολύ μεγάλος σε ηλικία, μας διακόπτει.
- Από πού έρχεστε;
- Από τη Γυάρο, εγκαινιάσαμε ένα μνημείο προς τιμή των αγωνιστών που πέρασαν από το κολαστήριο.
- Σας άκουσα που λέγατε για την κατοχή και μετέπειτα. Τα ξέρω. Εγώ ήμουν μικρό παιδί στην κατοχή και ζούσα στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, μέλος του «Ξυπόλυτου Τάγματος»...
- Έγω νόμιζα πως ήταν στην Αθήνα αυτό το «Τάγμα».
- Στη Θεσσαλονίκη ήταν. Και ξέρετε ποιόν είχαμε τότε αρχηγό; Τον Κώστα τον Βουτσά! Φτωχόπαιδα όλοι τότε, αν δεν κλέβαμε τους Γερμανούς σήμερα δεν θα ζούσαμε. Και ο Κώστας πιο φτωχός, προσφυγόπουλο.
-
Μείναμε! Δεν το ξέραμε. Ανοίξαμε μεγάλη κουβέντα αλλά αυτό που μας έμεινε ήταν το «Ξυπόλυτο Τάγμα»!
Μετά θυμήθηκα τη δήλωση του Κ. Βουτσά στις Εκλογές του Ιούλη: «Ψηφίζω ΚΚΕ γιατί είναι το μόνο κόμμα που λέει αλήθειες, αλλά και γιατί ο λαός μας θα ησυχάσει μόνο με την εξουσία που προτείνει το ΚΚΕ».
Δεν ξέχασε την καταγωγή του ούτε ποιος παλεύει για το δίκαιο του λαού.
του Στεργιο Βασιλειο