Σήμερα είναι η επέτειος της σύλληψης του Σαράφη στο βουνό από τον ΕΛΑΣ, για την όποια έχουν γραφτεί πολλά, καθώς οδήγησε στην προσχώρηση του Στρατηγού στον ΕΛΑΣ. Συνεπώς έχει μια αξία να δούμε τι γράφει ο ίδιος ο Σαράφης σχετικά με τα γεγονότα, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία απο το βιβλίο του “Ο ΕΛΑΣ”.
Ο Κωστόπουλος προχώρησε μόνος του, συναντήθηκε με τον αρχηγό των ελασιτών Νικηταρά, άλλαξαν μερικές λέξεις και μπήκαμε στο χωριό.
Μας οδήγησαν στο σπίτι του ταγματάρχη Κυριαζή που θα μέναμε το βράδι και ο Κωστόπουλος παρακάλεσε το Νικηταρά να φροντίσει για τα καταλύματα των ανδρών και την ασφάλεια με δικούς του άνδρες ελασίτες γιατί οι δικοί του ήταν κουρασμένοι. Έμεινα σκεπτικός με τα λόγια του. Παραδίνονταν στη διάθεσή τους. Φάγαμε μαζί, αρχίσαμε τη συζήτηση σύμφωνοι κατ’ αρχήν αλλά αναβλήθηκε για το πρωί γιατί δεν είχαν έρθει τα άλλα δύο μέλη του αρχηγείου Νικηταρά. Μου φάνηκε ύποπτο. Ο αρχισμηνίας Κωστορίζος έμεινε μαζί μας για ασφάλεια. Πέσαμε να κοιμηθούμε σ’ ένα δωμάτιο οι τρεις. Κατά τις 3 και 10′ το πρωί χτυπούσαν την εξωτερική πόρτα. Αμέσως υποπτεύθηκα και φώναξα τον Κωστορίζο που είχε το τόμσον να σηκωθεί, καθώς και τον Κωστόπουλο. Πριν καλά καλά σηκωθούμε βρέθηκαν στο δωμάτιό μας οπλισμένοι άνδρες με το Νικηταρά και μας κάλεσαν να τους ακολουθήσουμε χωρίς αντίσταση γιατί θα χρησιμοποιούσαν όπλα, προσθέτοντας πως ήταν μάταιη η αντίσταση γιατί όλο το τμήμα αφοπλίστηκε. Δεν είχα ούτε πιστόλι. Μας οδήγησαν στο προαύλιο του σχολείου, όπου σιγά σιγά φέρνανε και τους άλλους αφοπλισμένους. Χώρισαν τους αξιωματικούς εκτός από δύο (έφεδρους υπολοχαγούς Κορδαλή και Σακελλάρη), μερικούς υπαξιωματικούς καμμιά δεκαπενταριά, μας έδεσαν τα χέρια πρόχειρα και μας πήγαν στο διπλανό χωριό Μεσενικόλα. Εκεί βρήκαμε και τον ταγματάρχη Κ. Αντωνόπουλο με έναν ανθυπολογχαγό Αλεξόπουλο.
(…)
Οι αξιωματικοί είχαν το φόβο ότι στο χωριό αυτό θα τουφεκίζονταν. Καθ’ όλο το διάστημα της κράτησής μας μελέτησα καλύτερα το χαρακτήρα των αξιωματικών και πείστηκα πως δεν είχα μαζί τους καμμία ψυχική επαφή. Δεν ήμουνα στη θέση μου. Καμμιά αλληλεγγύη, μικροσυμφέροντα, εγωισμοί, έλλειψη κάθε πειθαρχίας και σεβασμού. Έκανα σύγκριση με τους αντάρτες που μας φύλαγαν, με το λαό που βλέπαμε στα χωριά που περνούσαμε και έβλεπα πως είχαμε άδικο στο να θέλουμε να δημιουργήσουμε αντάρτικο ξεχωριστό, που θα κατάληγε να γίνει όργανο των άγγλων και ότι έπρεπε να μπούμε στη διάθεση του λαού. Έκανα σύγκριση των ανταρτών Ζέρβα-Κωστοπούλου-Βλάχου με τους ελασίτες και έβρισκα πως οι τελευταίοι ήταν ανώτεροι σε οργάνωση και σε πειθαρχία και σε θάρρος και σε αλληλεγγύη και σε συμπεριφορά τους προς το λαό και σε μας ακόμη καίτοι δεν είχαν στρατιωτικά στελέχη.
Υστερούσαν μονάχα στο ότι μεταξύ τους ήταν και άνθρωποι πρωτόγονοι που με τα ένστικτά τους ζημίωναν. Εύρισκα πως ήταν μια οργάνωση πανελλαδική, αγαπητή στο λαό, με τεράστια δύναμη που αν ο πολιτικός και στρατιωτικός κόσμος της χώρας την ενίσχυε θα εξελίσσονταν σε μοναδική οργάνωση αντίστασης, που θα συγκέντρωνε ό,τι γερό και τίμιο είχε η χώρα, θα εξυπηρετούσε το συμμαχικό αγώνα καλύτερα και θα συντελούσε ώστε να εξασφαλιστούν οι λαϊκές ελευθερίες, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι καταστροφών και δοσίλογοι και να μπει η χώρα ήρεμα σε ομαλό πολιτικό βίο. Εύρισκα πως ήταν σφάλμα η οργάνωση Ζέρβα-Ψαρρού-Σαράφη κλπ, που ούτε τη βοήθεια στο συμμαχικό αγώνα εξυπηρετούσε όπως έπρεπε, αλλά αντίθετα τον εξασθένιζε και προπαρασκεύαζε τον εμφύλιο πόλεμο με τις προσωπικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις των αρχηγών, που θα υποκινούνταν και θα κατευθύνονταν από διάφορα συμφέροντα ντόπια και ξένα.
Στους συντρόφους μου που έκφραζαν τους φόβους τους, απάντησα πως γρήγορα θα είμαστε ελεύθεροι, τους ανάπτυξα γιατί το ΕΑΜ θα επικρατήσει και πρέπει να επικρατήσει σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις μου.
Οι σύντροφοί μου έμειναν κατάπληκτοι με τις συμβουλές μου. Πώς ήταν δυνατό να πάνε με ανθρώπους που τους φυλάκισαν, τους έδεσαν και τους έβρισαν; Αυτοί άμα μείνουν ελέυθεροι θέλουν να φτιάσουν δικές τους ομάδες και να εκδικηθούν. Δεν καταλαβαίνουν πως σε τέτια ζητηματα που αφορούν την υπόσταση του έθνους δεν πρέπει να παίζουν κανένα ρόλο τα προσωπικά ζητήματα, αλλά πρέπει να παραμερίζονται για να μην είνε εμπόδιο στην καλύτερη εξυπηρέτηση του αγώνα. Δεν καταλάβαιναν πώς παιδιά που προέρχονταν από το λαό, όπως ήταν όλοι τους, έπρεπε να είνε συμπαραστάτες και οδηγοί του. Όχι μόνο δεν τους έπεισαν αλλά αντίθετα οι Κωστόπουλος, Αντωνόπουλος, Καραμπέκος, Χονδρός άρχισαν να συνεννοούνται κρυφά από μένα.
‘Υστερα από δύο μέρες έφτασαν από την Αθήνα οι Άρης Βελουχιώτης, Βασίλης Σαμαρινιώτης, ταγματάρχης Θύμιος Ζούλας και λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης. Ήρθαν στο σπίτι που μέναμε, με πλησίασαν ιδιαίτερα και με ρώτησαν τι έγινε και πώς έγινε ο αφοπλισμός. Είπα ακριβώς τι έγινε και κατηγόρησα και τις δύο μεριές για τις ενέργειες που προηγήθηκαν και δημιούργησαν την κακή ατμόσφαιρα, καταδίκασα δε ιδιαίτερα τη στάση του Νικηταρά. Μας καληνύχτησαν και έφυγαν.
Με τον ταγματάρχη Ζούλα Θύμιο συνδεόμουνα από πολλά χρόνια. Πριν πάω στο βουνό με είχε συνατήσει αρκετές φορές και είχε προτείνει να μπω στο ΕΑΜ, αλλά δε δέχτηκα. Η αλήθεια είναι πως ψυχικά ήμουνα με το ΕΑΜ και όλες οι προσπάθειές μου έτειναν για να πείσω και τους άλλους δημοκρατικούς να συνεργασθούν, αλλά οι άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αντέτειναν και επιδρούσαμ στο να μην πάω στο ΕΑΜ.
Το πρωί της 7 του Απρίλη με ζήτησε ο ταγματάρχης Ζούλας. Μου ανακοίνωσε πως ήμουν ελεύθερος να πάω όπου θέλω και ρώτησε αν θα δεχόμουν να τους βοηθήσω αναλαμβάνοντας στον ΕΛΑΣ. Απάντησα πως για να πάρω απόφαση πρέπει να είμαι ελέυθερος, καθώς και οι σύντροφοί μου. Δε θα δεχόμουνα καμμία υπηρεσία εφόσον οι σύντροφοί μου ήταν κρατούμενοι και υπόδικοι. Με διαβεβαίωσε πως οι περισσότεροι θα απολυθούν αμέσως, εκτός από τους τρεις, Κωστόπουλο, Αντωνόπουλο και Καραμπέκο, που γι’ αυτούς περίμεναν την έγκριση της Κεντρικής επιτροπής. Διέταξε να αρθούν όλα τα περιοριστικά μέτρα και να επιτρέπεται η κυκλοφορία όλων κοντά στο σπίτι που μέναμε. Με τις προϋποθέσεις αυτές συναντήθηκα με τον Άρη και το Σαμαρινιώτη στο γραφείο τους. Έκφρασαν τη λύπη τους για ό,τι έγινε, επανέλαβαν ότι ήμουνα ελεύθερος να πάω όπου θέλω και στη Θεσσαλία να συγκροτήσω ομάδα αν θέλω, να πάρω τους συντρόφους μου, καίτοι για τους τρεις είχαν στοιχεία για παραπομπή τους στο στρατοδικείο και τέλος ότι ευχαρίστως θα δέχονταν να τους βοηθήσω αν το ήθελα.
Ανακοίνωσα τις σκέψεις μου, που είχα πει και στους συντρόφους μου, ότι πρέπει να υπάρχει μια οργάνωση με βάση το ΕΑΜ, όπου να συνεργασθούν και να συγχωνευτούν όλες οι οργανώσεις, ότι έτσι θα εξυπηρετούνταν καλύτερα ο συμμαχικός αγώνας, θα αποφεύγονταν ο εμφύλιος πόλεμος και θα μπαίναμε ομαλά στην απελευθέρωση και για το σκοπό αυτόν ήμουν έτοιμος να βοηθήσω, αναλαμβάνοντας υπηρεσία στον ΕΛΑΣ. Έκφρασαν τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους για την απόφασή μου και θα ζητούσαν την έγκριση της Κεντρικής επιτροπής του ΕΛΑΣ, γιατί δυσκολεύονταν ν’ αποφασίσουν μόνοι τους με το φόβο ότι θα δημιουργούνταν η εντύπωση πως εξασκήθηκε ψυχολογική βία. Έγραψα ένα γράμμα στο Στρατηγό Γρηγοριάδη που του γνώριζα την κατάσταση και την απόφασή μου και παρακαλούσα να μου στείλει την έγκρισή του και της οργάνωσης. Το γράμμα στάλθηκε αμέσως. Την άλλη μέρα βρήκα καλύτερο να πάω, αν ήταν δυνατό, στην Αθήνα να επικοινωήσω με πολιτικούς και στρατιωτικούς, να τους διαφωτίσω και να συνεννοηθώ μαζί τους για γενικότερη συνεργασία. Έκανα τη σχετική πρόταση, που έγινε αμέσως δεκτή και αποφασίσθηκε να πάω στην Αθήνα μαζί με το Σαμαρινιώτη.
Κατιούσα
Ο Κωστόπουλος προχώρησε μόνος του, συναντήθηκε με τον αρχηγό των ελασιτών Νικηταρά, άλλαξαν μερικές λέξεις και μπήκαμε στο χωριό.
Μας οδήγησαν στο σπίτι του ταγματάρχη Κυριαζή που θα μέναμε το βράδι και ο Κωστόπουλος παρακάλεσε το Νικηταρά να φροντίσει για τα καταλύματα των ανδρών και την ασφάλεια με δικούς του άνδρες ελασίτες γιατί οι δικοί του ήταν κουρασμένοι. Έμεινα σκεπτικός με τα λόγια του. Παραδίνονταν στη διάθεσή τους. Φάγαμε μαζί, αρχίσαμε τη συζήτηση σύμφωνοι κατ’ αρχήν αλλά αναβλήθηκε για το πρωί γιατί δεν είχαν έρθει τα άλλα δύο μέλη του αρχηγείου Νικηταρά. Μου φάνηκε ύποπτο. Ο αρχισμηνίας Κωστορίζος έμεινε μαζί μας για ασφάλεια. Πέσαμε να κοιμηθούμε σ’ ένα δωμάτιο οι τρεις. Κατά τις 3 και 10′ το πρωί χτυπούσαν την εξωτερική πόρτα. Αμέσως υποπτεύθηκα και φώναξα τον Κωστορίζο που είχε το τόμσον να σηκωθεί, καθώς και τον Κωστόπουλο. Πριν καλά καλά σηκωθούμε βρέθηκαν στο δωμάτιό μας οπλισμένοι άνδρες με το Νικηταρά και μας κάλεσαν να τους ακολουθήσουμε χωρίς αντίσταση γιατί θα χρησιμοποιούσαν όπλα, προσθέτοντας πως ήταν μάταιη η αντίσταση γιατί όλο το τμήμα αφοπλίστηκε. Δεν είχα ούτε πιστόλι. Μας οδήγησαν στο προαύλιο του σχολείου, όπου σιγά σιγά φέρνανε και τους άλλους αφοπλισμένους. Χώρισαν τους αξιωματικούς εκτός από δύο (έφεδρους υπολοχαγούς Κορδαλή και Σακελλάρη), μερικούς υπαξιωματικούς καμμιά δεκαπενταριά, μας έδεσαν τα χέρια πρόχειρα και μας πήγαν στο διπλανό χωριό Μεσενικόλα. Εκεί βρήκαμε και τον ταγματάρχη Κ. Αντωνόπουλο με έναν ανθυπολογχαγό Αλεξόπουλο.
(…)
Οι αξιωματικοί είχαν το φόβο ότι στο χωριό αυτό θα τουφεκίζονταν. Καθ’ όλο το διάστημα της κράτησής μας μελέτησα καλύτερα το χαρακτήρα των αξιωματικών και πείστηκα πως δεν είχα μαζί τους καμμία ψυχική επαφή. Δεν ήμουνα στη θέση μου. Καμμιά αλληλεγγύη, μικροσυμφέροντα, εγωισμοί, έλλειψη κάθε πειθαρχίας και σεβασμού. Έκανα σύγκριση με τους αντάρτες που μας φύλαγαν, με το λαό που βλέπαμε στα χωριά που περνούσαμε και έβλεπα πως είχαμε άδικο στο να θέλουμε να δημιουργήσουμε αντάρτικο ξεχωριστό, που θα κατάληγε να γίνει όργανο των άγγλων και ότι έπρεπε να μπούμε στη διάθεση του λαού. Έκανα σύγκριση των ανταρτών Ζέρβα-Κωστοπούλου-Βλάχου με τους ελασίτες και έβρισκα πως οι τελευταίοι ήταν ανώτεροι σε οργάνωση και σε πειθαρχία και σε θάρρος και σε αλληλεγγύη και σε συμπεριφορά τους προς το λαό και σε μας ακόμη καίτοι δεν είχαν στρατιωτικά στελέχη.
Υστερούσαν μονάχα στο ότι μεταξύ τους ήταν και άνθρωποι πρωτόγονοι που με τα ένστικτά τους ζημίωναν. Εύρισκα πως ήταν μια οργάνωση πανελλαδική, αγαπητή στο λαό, με τεράστια δύναμη που αν ο πολιτικός και στρατιωτικός κόσμος της χώρας την ενίσχυε θα εξελίσσονταν σε μοναδική οργάνωση αντίστασης, που θα συγκέντρωνε ό,τι γερό και τίμιο είχε η χώρα, θα εξυπηρετούσε το συμμαχικό αγώνα καλύτερα και θα συντελούσε ώστε να εξασφαλιστούν οι λαϊκές ελευθερίες, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι καταστροφών και δοσίλογοι και να μπει η χώρα ήρεμα σε ομαλό πολιτικό βίο. Εύρισκα πως ήταν σφάλμα η οργάνωση Ζέρβα-Ψαρρού-Σαράφη κλπ, που ούτε τη βοήθεια στο συμμαχικό αγώνα εξυπηρετούσε όπως έπρεπε, αλλά αντίθετα τον εξασθένιζε και προπαρασκεύαζε τον εμφύλιο πόλεμο με τις προσωπικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις των αρχηγών, που θα υποκινούνταν και θα κατευθύνονταν από διάφορα συμφέροντα ντόπια και ξένα.
Στους συντρόφους μου που έκφραζαν τους φόβους τους, απάντησα πως γρήγορα θα είμαστε ελεύθεροι, τους ανάπτυξα γιατί το ΕΑΜ θα επικρατήσει και πρέπει να επικρατήσει σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις μου.
Οι σύντροφοί μου έμειναν κατάπληκτοι με τις συμβουλές μου. Πώς ήταν δυνατό να πάνε με ανθρώπους που τους φυλάκισαν, τους έδεσαν και τους έβρισαν; Αυτοί άμα μείνουν ελέυθεροι θέλουν να φτιάσουν δικές τους ομάδες και να εκδικηθούν. Δεν καταλαβαίνουν πως σε τέτια ζητηματα που αφορούν την υπόσταση του έθνους δεν πρέπει να παίζουν κανένα ρόλο τα προσωπικά ζητήματα, αλλά πρέπει να παραμερίζονται για να μην είνε εμπόδιο στην καλύτερη εξυπηρέτηση του αγώνα. Δεν καταλάβαιναν πώς παιδιά που προέρχονταν από το λαό, όπως ήταν όλοι τους, έπρεπε να είνε συμπαραστάτες και οδηγοί του. Όχι μόνο δεν τους έπεισαν αλλά αντίθετα οι Κωστόπουλος, Αντωνόπουλος, Καραμπέκος, Χονδρός άρχισαν να συνεννοούνται κρυφά από μένα.
‘Υστερα από δύο μέρες έφτασαν από την Αθήνα οι Άρης Βελουχιώτης, Βασίλης Σαμαρινιώτης, ταγματάρχης Θύμιος Ζούλας και λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης. Ήρθαν στο σπίτι που μέναμε, με πλησίασαν ιδιαίτερα και με ρώτησαν τι έγινε και πώς έγινε ο αφοπλισμός. Είπα ακριβώς τι έγινε και κατηγόρησα και τις δύο μεριές για τις ενέργειες που προηγήθηκαν και δημιούργησαν την κακή ατμόσφαιρα, καταδίκασα δε ιδιαίτερα τη στάση του Νικηταρά. Μας καληνύχτησαν και έφυγαν.
Με τον ταγματάρχη Ζούλα Θύμιο συνδεόμουνα από πολλά χρόνια. Πριν πάω στο βουνό με είχε συνατήσει αρκετές φορές και είχε προτείνει να μπω στο ΕΑΜ, αλλά δε δέχτηκα. Η αλήθεια είναι πως ψυχικά ήμουνα με το ΕΑΜ και όλες οι προσπάθειές μου έτειναν για να πείσω και τους άλλους δημοκρατικούς να συνεργασθούν, αλλά οι άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αντέτειναν και επιδρούσαμ στο να μην πάω στο ΕΑΜ.
Το πρωί της 7 του Απρίλη με ζήτησε ο ταγματάρχης Ζούλας. Μου ανακοίνωσε πως ήμουν ελεύθερος να πάω όπου θέλω και ρώτησε αν θα δεχόμουν να τους βοηθήσω αναλαμβάνοντας στον ΕΛΑΣ. Απάντησα πως για να πάρω απόφαση πρέπει να είμαι ελέυθερος, καθώς και οι σύντροφοί μου. Δε θα δεχόμουνα καμμία υπηρεσία εφόσον οι σύντροφοί μου ήταν κρατούμενοι και υπόδικοι. Με διαβεβαίωσε πως οι περισσότεροι θα απολυθούν αμέσως, εκτός από τους τρεις, Κωστόπουλο, Αντωνόπουλο και Καραμπέκο, που γι’ αυτούς περίμεναν την έγκριση της Κεντρικής επιτροπής. Διέταξε να αρθούν όλα τα περιοριστικά μέτρα και να επιτρέπεται η κυκλοφορία όλων κοντά στο σπίτι που μέναμε. Με τις προϋποθέσεις αυτές συναντήθηκα με τον Άρη και το Σαμαρινιώτη στο γραφείο τους. Έκφρασαν τη λύπη τους για ό,τι έγινε, επανέλαβαν ότι ήμουνα ελεύθερος να πάω όπου θέλω και στη Θεσσαλία να συγκροτήσω ομάδα αν θέλω, να πάρω τους συντρόφους μου, καίτοι για τους τρεις είχαν στοιχεία για παραπομπή τους στο στρατοδικείο και τέλος ότι ευχαρίστως θα δέχονταν να τους βοηθήσω αν το ήθελα.
Ανακοίνωσα τις σκέψεις μου, που είχα πει και στους συντρόφους μου, ότι πρέπει να υπάρχει μια οργάνωση με βάση το ΕΑΜ, όπου να συνεργασθούν και να συγχωνευτούν όλες οι οργανώσεις, ότι έτσι θα εξυπηρετούνταν καλύτερα ο συμμαχικός αγώνας, θα αποφεύγονταν ο εμφύλιος πόλεμος και θα μπαίναμε ομαλά στην απελευθέρωση και για το σκοπό αυτόν ήμουν έτοιμος να βοηθήσω, αναλαμβάνοντας υπηρεσία στον ΕΛΑΣ. Έκφρασαν τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους για την απόφασή μου και θα ζητούσαν την έγκριση της Κεντρικής επιτροπής του ΕΛΑΣ, γιατί δυσκολεύονταν ν’ αποφασίσουν μόνοι τους με το φόβο ότι θα δημιουργούνταν η εντύπωση πως εξασκήθηκε ψυχολογική βία. Έγραψα ένα γράμμα στο Στρατηγό Γρηγοριάδη που του γνώριζα την κατάσταση και την απόφασή μου και παρακαλούσα να μου στείλει την έγκρισή του και της οργάνωσης. Το γράμμα στάλθηκε αμέσως. Την άλλη μέρα βρήκα καλύτερο να πάω, αν ήταν δυνατό, στην Αθήνα να επικοινωήσω με πολιτικούς και στρατιωτικούς, να τους διαφωτίσω και να συνεννοηθώ μαζί τους για γενικότερη συνεργασία. Έκανα τη σχετική πρόταση, που έγινε αμέσως δεκτή και αποφασίσθηκε να πάω στην Αθήνα μαζί με το Σαμαρινιώτη.
Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου