Επιλογή γλώσσας

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Η πρώτη απεργία γυναικών στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η πρώτη απεργία εργατριών έγινε στις 13 Απρίλη 1892, από τις υφάντριες του εργοστασίου των Αδελφών Ρετσίνα , στον Πειραιά. Εκείνη τη χρονιά, οι εργοδότες αποφάσισαν να μειώσουν την αμοιβή των εργατριών, από 80 σε 65 λεπτά το τόπι υφάσματος.

Τα λίγα που γνωρίζαμε για αυτή την απεργία αποκάλυψε η Ιρις Αυδή – Καλκάνη με το βιβλίο της «Εκείνο το πρωί»:

«Τα λίγα στοιχεία που γνωρίζουμε για την απεργία, σημειώνει η συγγραφέας, έφτασαν σ’ εμάς μόνο μέσα από τον Τύπο της εποχής. (“Εφημερίς” του Κορομηλά). Και εκεί όμως η σημαντική αυτή γυναικεία εργατική κινητοποίηση αναφέρεται αδιάφορα και υποτονικά, στα πλαίσια της προσπάθειας αγνόησης κάθε θέματος που αφορά την εργατική τάξη και μείωσης της σημασίας του, αλλά και τις γυναίκες της τάξης αυτής ειδικότερα… με δυο τρεις λέξεις, χωρίς κανένα σχόλιο, περισσότερο σαν παράξενο γεγονός που θα κινήσει το ενδιαφέρον του κοινού παρά σαν σημαντική εργατική εκδήλωση με ιδιαίτερη σημασία. Αντίθετα, η απεργία όχι μόνον αναφέρεται από την “Εφημερίδα των Κυριών”, το φεμινιστικό περιοδικό που εκδίδει από το 1887 η Καλλιρρόη Παρρέν, αλλά η συντάκτρια της είδησης, προφανώς η ίδια η εκδότρια που έχει και την ευθύνη για κάθε άρθρο που δεν υπογράφεται, υπερασπίζεται τις απεργούς».

    «Τύλιξε γρήγορα τα μαλλιά της πλεξίδα γύρω από το κεφάλι, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της από το πήλινο κανάτι κι έπιασε μάνι-μάνι να κάνει τις δουλειές. Ό,τι προλάβει, όπως πάντα και πιο βιαστικά ακόμα.
    Από τότε που δούλευε στο εργοστάσιο, ούτε στην αυλή δεν προλάβαινε να καθίσει, ούτε μια κουβέντα ν’ αλλάξει με τις γειτόνισσές της. Έφευγε νύχτα ακόμα. Να ΄ναι μπροστά στην πόρτα του Ρετσίνα πριν χαράξει. Να πιάσει έγκαιρα δουλειά. Τα λεφτά που έπαιρνε ήταν λίγα, 80 λεπτά για κάθε τόπι πανί που ύφαινε κι αυτά τις πιο πολλές φορές λειψά, αφού όλο και κάποια δικαιολογία εύρισκε ο επιστάτης να της κρατήσει για πρόστιμο τα Σαββατόβραδα που πληρωνότανε το βδομαδιάτικο».


«… .. Με την απεργία αποδεικνύεται πως οι εργαζόμενες γυναίκες στη χώρα μας, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, πάλευαν από πολύ νωρίς ενάντια στους εργοδότες, όχι απλά συμπληρωματικά στο πλευρό των εργατών, αλλά και αυτόνομα, σε μια εποχή που κάθε γυναίκα είναι ακόμα μια ετερόφωτη προσωπικότητα, εξαρτημένη πάντα από έναν άντρα, χωρίς δική της άποψη και θέληση, με συνέπεια η υποταγή της στον άντρα και στον εργοδότη να θεωρείται αυτονόητη».

    (Ίρις Αυδή-Καλκάνη: Εκείνο το πρωί-Πειραιάς 1892. Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα / Πηγή: Ριζοσπάστης)

    ***

    Τα εργοστάσια Ρετσίνα

    «Μην πεις κακό για φαμπρικού γιατί ΄ναι αμαρτία
    γιατί την τρώει ο πάγκος της και η ορθοστασία».

    Ό,τι απέμεινε σήμερα είναι τα ερείπια του εργοστασίου Ρετσίνα, που μένουν περιφρονημένα και καταδικασμένα στη λήθη. Πεζοί, φορτηγά, ΙΧ, προσπερνούν καθημερινά και ούτε ως υποψία περνάει από το μυαλό των περαστικών πως αυτά τα ερείπια, λίγα μέτρα από τη λεωφόρο Θηβών, πριν από 150 χρόνια ξύπνησαν τις ελπίδες δεκάδων απεγνωσμένων, εργατικών οικογενειών του Πειραιά που πάλευαν πενόμενες για να συντηρηθούν.

    Το 1871 οι αδελφοί Θεόδωρος, Αλέξανδρος και Δημήτριος Ρετσίνας, που έχουν τις ρίζες τους στην Πελοπόννησο, ιδρύουν το πρώτο τους εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά με την επωνυμία «Αδελφοί Ρετσίνα». Στην περιοχή της Λεύκας λειτουργεί νηματουργείο με 5.000 ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων. Τα χρόνια που ακολούθησαν δημιουργείται υφαντήριο και βαφείο και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, η επιχείρηση Ρετσίνα διαθέτει πέντε εργοστάσια στον Πειραιά, με 2.000 εργάτες και εργάτριες. Με την ανατολή του 20ού αιώνα η επιχείρηση Ρετσίνα είναι η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας και χιλιάδες εργατών και εργατριών από όλες τις συνοικίες του Πειραιά εργάζονται στα εργοστάσια της. Η οικογενειακή επιχείρηση που έχει αναπτυχθεί σε υφαντουργία βαμβακερών υφασμάτων, γνωστών με το όνομα «ρετσίνες» γίνεται η σημαντικότερη των Βαλκανίων.

    Πριν την ίδρυση της κλωστοϋφαντουργίας των Αδελφών Ρετσίνα, τα υφάσματα ήταν πανάκριβα, καθώς εισάγονταν από την Ευρώπη. Οι ρετσίνες λοιπόν, τα υφάσματα του Ρετσίνα, γίνονται περιζήτητα. Είναι χαρακτηριστικό της υψηλής ζήτησης των υφασμάτων του Ρετσίνα, σκίτσο του Θέμη Άννινου που απεικονίζει τον Χαρίλαο Τρικούπη να φοράει ελληνικά τσαρούχια και να είναι ντυμένος με τις «ρετσίνες».

    Η οικογένεια Ρετσίνα την εποχή αυτή κυριαρχεί στην οικονομική και πολιτική ζωή του Πειραιά. Ο Θεόδωρος Ρετσίνας εκλέγεται δήμαρχος της πόλης και στη συνέχεια βουλευτής με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη.

    Οι εργάτριες της εποχής ξεκινούν να δουλεύουν στα 10 με 12 τους χρόνια, εργάζονται 12 με 14 ώρες την ημέρα και πληρώνονται με το μισό ή και ακόμα πιο κάτω, από το μεροκάματο που λαμβάνουν οι άνδρες. Στον Πειραιά, έχουν ήδη φθάσει μαζικά Κρητικοί που δημιουργούν κάτω από τον λόφο της Καστέλας, τη συνοικία «Κρητικά». Οι κρητικοπούλες, με παράδοση στην υφαντική τέχνη, δεν δυσκολεύονται να βρουν εργασία στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του Πειραιά. Το ίδιο και οι γυναίκες που καταφθάνουν στον Πειραιά από την Ανατολή, μέσω των νησιών, ψάχνοντας μεροκάματα. Πενόμενοι εργάτες και εργάτριες ελληνικής εθνικότητας από την Κωνσταντινούπολη και από άλλα μέρη της Ανατολής έχουν μεταναστεύσει στον Πειραιά για εργασία. Οι εργάτριες, προφανώς λόγω της παράδοσης της Ανατολής στην υφαντική τέχνη, τοποθετούνται στα κλωστήρια και υφαντήρια.

    Το εργοστάσιο Ρετσίνα έμελλε και πρώτος υποδοχέας γυναικών εργαζομένων και πεδίο της πρώτης απεργία εργατριών στην Ελλάδα.
  
 Η θέση της εργάτριας στην Ελλάδα του 1890

    Τον Μάιο του 1894, η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα άρθρο με τον τίτλο «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι-Οι φαμπρικούδες». Το δημοσίευμα αυτό δίνει την εικόνα και τις συνθήκες για την εργάτρια της εποχής. Μαθαίνουμε ότι στα υφαντουργεία ξεκινούν εργασία ακόμη και κορίτσια οκτώ, εννιά και δέκα ετών, γυναίκες χλωμές, ρακένδυτες, εξαθλιωμένες που βγήκαν στην παραγωγή για να επιβιώσουν και με μεροκάματα στο μισό ή στο ένα τρίτο από αυτά που έπαιρναν οι άνδρες.

    Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»

    Αθήνα Σάββατο 14 Μαΐου 1894 αριθμός 4405

    «Εις τας υπωρείας του Σταυρού, όπου εκτείνονται τα Υδραιϊκά, κάτω από την Καστέλλα, όπου είναι τα Κρητικά, εις το χωριό του Μελετόπουλου και εις τα Καμίνια, ένθα ανεγείρονται τα εργοστάσια, εκεί κατοικεί η φαμπρικού. Το κορίτσι, που πάει στη φάμπρικα, η μεσόκοπη δουλεύτρα, που έμεινε χήρα και εργάζεται να θρέψη τα ορφανά ή δια να συμπληρώσει την προίκα της θυγατρός της, οι περισσότεραις από την Ύδρα και τας Σπέτσαις, από τον Πόρον και την Σαντορίνην, καμμιά φορά από τα χωριά της Αττικής και από την Κούλουρην. Έχει όλων των ηλικιών. Έχει κορίτσια οκτώ ετών και εννιά ετών και δέκα ετών. Έχει κοπέλας εις την τελειοτέραν ακμή της νεανικής ηλικίας και του σφρίγους της ζωής, δέκα οκτώ έως είκοσι τεσσάρων ετών, έχει και γεροντοκόραις και μεσόκοπαις και γρηαίς. Αλλ? ο κυριαρχών τύπος είναι της νεανικής ηλικίας από τα δέκα εξ έως τα είκοσι δύο»

    Η εφημερίδα «Ακρόπολις» έδινε στους αναγνώστες με μεγάλη γλαφυρότητα την εικόνα της εργάτριας:

    «…Αληθής εικών εργατρίας είνε της δυστυχούς εκείνης νεανίδος που διαβαίνει εκεί πτωχικά ενδεδυμένη, πολλάκις δε ρακένδυτος και με μπαλώματα, που αν έχει υποδήματα θα είναι καταφαγωμένα από τους δρόμους τους μακρυνούς, αλλά συνήθως δεν έχει και σούρνεται με τας εμβάδας της αναιμικής»,

    «Και όταν βγαίνουν από το εργοστάσιον του Φαλήρου και αναρριχώνται επί των εκεί βραχώδων λόφων δια να γλυτώσουν δρόμον, και όταν διέρχωνται τας μαυρισμένας στενωπούς των Καμινίων και τας κονιορτοβρεθείς λεωφόρους και όταν εδώ στην Αθήνα σχολούν από το εργοστάσιον του Πυρρή ή την πρωίαν όταν πηγαίνουν εις τα εργοστάσια και εκεί υπό τους επικλινείς υψηλούς από ψευδάργυρον θόλους ίστανται προ των ατμηλάτων ιστών εν τω εκκωφαντικών και εκνευριστικών βόμβων των περιφερόμενων τελαμόνων, υπό τον οξύν κρότον της σιδηράς σαϊτας, μέσα εις το πανδαιμόνιον αυτό, που και το συνδιαλέγεσθαι είναι αδύνατον, όπου η άμιλλα περί του ποία θα υφάνη, περισσότερον διπλασιάζει τους κόπους παντού και πάντοτε θα τα ιδήτε να καμπουριάζουν επωδύνως, με το κιτρινόλευκον χρώμα της αναιμίας, με το βαθυκίτρινον της χρόνιας χλωρώσεων, νευρασθενικάς, υστερικάς, φυματιώσας. Νευρασθένειαι δε, φυματιώσεις και υστερισμοί κατά τας παρατηρήσεις των εν Πειραιεί ιατρών υπερπλεονάζουν δυσαλόγως προς τον αριθμόν των εργατίδων. Και όλα αυτά κατά την ομόφωνον γνώμην γων ιδίων εκ της ελεεινής διαίτης, την οποίαν κάμνουν οι εργάτιδές μας».

    Είναι εντυπωσιακό ότι η «Ακρόπολις» δεν παραλείπει να παραθέσει στο πρωτοσέλιδο αυτό άρθρο της για τις «φαρμπρικούδες» και τη μαρτυρία του ίδιου του Θεόδωρου Ρετσίνα, που τότε ήταν και δήμαρχος Πειραιά αλλά και να τον επικρίνει διότι «δεν ηθέλησε να πρωτοστατήσει εις το εργατικό ζήτημα» αν και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να κάνει «αγνώριστη» την πόλη.

    «Είνε χαρακτηριστικώτατον κάτι που μας αφηγήθησαν, ότι ο Δήμαρχος Πειραιώς κ. Θ. Ρετσίνας και μεγαλοεργοστασιάρχης περιέλθων τα Χριστούγεννα τας οικογενείας των εργατών έφριξε, λέγει, δια την ένδειαν και τας κρατούσας συνθήκας της διαίτης! Ποιαί είναι αι συνθήκαι αυταί νομίζομεν ότι δεν υφίσταται ανάγκη μακρών και εμπεριστατωμένων περιγραφών δια να το αντεληφθήτε και το εννοήσετε. Θα ήτο κοινοτοπία του τελευταίου είδους να σας είπωμεν ότι κατοικούν εις τρώγλας ανηλίους, τρία και τέσσαρα άτομα εις το αυτό δωμάτιον, πατέρας, μητέρα, τεκνία, αδελφοί και αδελφαί κοιμώνται επί του αυτού επιπέδου και κατά την αυτήν γραμμήν, να οφραίνωνται τον βούρκον, που ρέει εν τω μέσω της αυλής, να μην καθαρίζωνται, να μη πλένωνται. Και ενώ τοιαύται υπήρξαν αι εντυπώσεις του κ. Ρετσίνα και συγκινηθείς διένειμε 4,000 δρ. εις τα ενδεή ταύτα πλήθη, χριστιανικώτατα φερόμενος, η φιλανθρωπία του δεν προέβη περαιτέρω ατυχώς και αυτός που εποιήσιν εντός ολιγίστου χρονικού διαστήματος την πόλιν, ης προϊσταται, αγνώριστον δι έργων καλλωπιστικών και δι έργων της απολύτου ανάγκης, δεν ηθέλησε να πρωτοστατήση εις το εργατικόν ζήτημα, να βελτιώση την θέσιν των εργατών του, να τακτοποιήση αυτούς εις ανθρωπινωτέραν τάξιν, ρυθμίζων τα της διαίτης αυτών εντός και εκτός των εργοστασίων, μεριμνών περί ιδρύσεως εργατικών θεραπευτηρίων, αφού μάλιστα ως προς το τελευταίον τούτο γνωρίζει κάλλιον παντός άλλου, ότι το Ζάνειον νοσοκομείον είνε εκάστοτε υπερπληρωμένον από ξένους. Διότι η καλή θέλησις δεν λείπει από τον κ Ρετσίναν και απόδειξις τα μεγάλα αυτού και του αδελφού του εργοστάσια, τα αχανή ταύτα ιδρύματα, πρότυπα ευρωπαϊκών εργοστασίων με τα τελειότερα μηχανήματα, την μεθοδικότέραν κατάταξιν και τας χιλιάδας των εργατών και εργατίδων, που απορεί κανείς και εξίσταται ομολογουμένως, πότε έφθασαν εις τοιαύτην πρόοδον και ακμήν».

    Σημαντικά είναι τα στοιχεία που αντλούμε και για τις αμοιβές στα εργοστάσια της εποχής, από το άρθρο της εφημερίδας «Ακρόπολις»:

    «Το ημερομίσθιον κατά γενικό κανόνα το είπομεν εις τα προηγούμενα και κατά μέσον όρον δεν φθάνει πέραν των 2 δραχμών. Είναι τώρα και ημερομίσθια των 3 δρχ. και άλλα που υπερβαίνουν το ποσόν τούτο. Αι υφάντριαι λόγου χάριν, η εργαλειούδες, όπως αποκαλούνται, φθάνει να κερδίζουν και τρεις και τρεις ήμισυ και τέσσαραις εργαζόμεναι κατ αποκοπήν με το τόκι. Αλλ αυταί δεν είνε αι περισσότεραι απέναντι του ολικού αριθμού των εργατίδων. Έπειτα η άμιλλα περί του ποια να κάμη μεγαλύτερον αριθμόν πήχεων τας εξαντλεί προώρως. Έχουν δε οι δυστυχισμέναις αυταίς εξαιρετικώς το μαρτύριον των υστερισμών, της αναιμίας και της χλωρώσεως ένεκεν της διαρκούς ορθοστασίας και του παραγομένου εκ της κινήσεως των μηχανημάτων θορύβου, ο οποίος εξάπτει το νευρικόν των σύστημα. Κα οι πνεύμονές των ευκολώτερον προσβάλλονται εκ φυματιώσεων δια το αναπνέειν μολυσμένον και δηλητηριώδη αέρα. Αλλά και μεταξύ αυτών ακόμη των τοιαύταις υφισταμένων ο μέσος όρος του ημερομισθίου ουδέποτε υπερβαίνει τας 3 δρχ».

    «?Αι καλαμούδες, που δουλεύουν εις το κλωστήριον,  αι δυάστραις και ανεμούδες, αυταί που αποτελούν τον μέγαν αριθμόν, την πλειονότητα δυστυχούν, φθίνουν, μικραίνονται. Τα ημερομίσθια αρχίζουν από τα 80 λεπτά και μόλις προσεγγίζουν το δίδραχμον. Και όμως δια το φόρεμα της δουλειάς, το οποίον αγοράζει εκ του εργοστασίου και όπερ φθείρεται ταχέως και λαδώνεται και μουντζουρώνεται θέλει 8 δρχ αντίτιμον μόνον του υφάσματος προς 1 δρχ τον πήχυν, υπό τον όρον πάλιν να το κάνει στενόν ως σάβανον, διότι για να φοράη ένα φόρεμα της προκοπής και να κινήται ελευθέρως 10 πήχεις δεν της φθάνουν, οπότε η δαπάνη ανέρχεται εις 10 δρχ. Για να φάει το μεσιμέρι θέλει το ολιγώτερον 50 λεπτά, για να φάη το βράδυ βεβαίως θα θέλη περισσότερα. Αλλ αι άλλαι ανάγκαι; Να παπουτσωθεί, να πληρώση ενοίκιον, να έχη ένα φόρεμα εορτάσιμον, να ανταποκριθή εις άλλα έκτακτα περιστατικά της ζωής; Ελάτε να βρήτε λογαριασμόν».
  
 Η Καλλιρόη Παρρέν

    Στην Ελλάδα οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας, προκειμένου να θεσπισθούν προστατευτικοί νόμοι για την εργάτρια, προέρχονται από γυναίκες διανοούμενες που ανήκουν στην αστική τάξη. Η διευθύντρια του περιοδικού «Εφημερίς των Κυριών» Καλλιρρόη Παρρέν ζητεί το 1890 να καθορισθούν με νόμο οι ώρες εργασίας των γυναικών.

    Την εικόνα της εργάτριας εκείνης της εποχής πέτυχε να διατηρήσει ζωντανή η Καλλιρόη Παρρέν μέσα από την Εφημερίδα των Κυριών. Το εβδομαδιαίο περιοδικό της, που το 1892 έρχεται δεύτερο σε κυκλοφορία από τα εβδομαδιαία έντυπα, με πρώτο τον «Ρωμηό» του Σουρή, είναι η σημαντικότερη πηγή γνώσης για την πραγματική κατάσταση των γυναικών και είναι το έντυπο που παίρνει σαφή θέση για το δίκαιο της απεργίας των εργατριών του Ρετσίνα τον Απρίλιο του 1892.

    ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΚΥΡΙΩΝ
    Απεργία εργατριών εν Πειραιεί

    «Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργία άμα ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των. Αι απεργήσασαι ανηνέχθησαν εις την διεύθυνσιν του καταστήματος, ζητούσαι τη διόρθωσιν του αδίκου τούτου μέτρου.

    Εν εποχή καθ΄ην πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουσιν υπερτιμηθεί, φρονούμεν, ότι έδει να αυξηθεί το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι΄όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζοντες ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών».

    «Εφημερίς» 14 Απριλίου 1892

    Απεργία εργατριών

    “Χθες την πρωίαν περί τα 50 κοράσια ανήκοντα εις το δεύτερον εργοστάσιον των αδελφών Ρετσίνα συνελθόντα κατά την Λάκκαν Βάβουλα εν Πειραιεί συνεφώνησαν ν΄απόσχουν της εργασίας των. Αίτιον της απεργίας των αυτής ην ότι δι΄έκαστον τόπι πανίου, ενώ μέχρι τούδε επληρώνοντο προς 80 λεπτά τους ανηγγέλθη ότι εις το εξής θα πληρώνονται μόνον 65. Αι εργάτριαι εκείθεν μετέβησαν εν σώματι εις την διεύθυνσιν του εργοστασίου, όπως υποβάλωσι τα παράπονά των”.

    Δημόσια σελίδα ΑΠΕ / Κατερίνα Βλαχοδήμου

Ηρακλής Κακαβάνης

***

Από τον Ριζοσπάστης

Οι εργάτριες στον αγώνα
Από την εποχή που το εργατικό κίνημα ήταν ...στα σπάργανα

Στην τρέχουσα επικαιρότητα, η μεθόδευση - μέσω νόμων - της άλωσης των εργατικών δικαιωμάτων: Διευθέτηση του χρόνου εργασίας, απελευθέρωση του ωραρίου, κατάργηση του 8ωρου, επέκταση του χρόνου υπερεργασίας...
Στόχος; Ο χρόνος εργασίας των εργαζομένων να γίνει «λάστιχο». Κι όμως... εργάτες και εργάτριες στις αρχές του αιώνα - και στην Ελλάδα - πάλεψαν σκληρά για τις κατακτήσεις που τώρα μας τις παίρνουν. Δημοσιεύουμε πρόσφατη σχετική ομιλία της Χρυσούλας Λαμπούδη, υπεύθυνης Γυναικών του ΠΑΜΕ.

Το εργατικό κίνημα στη χώρα μας αρχίζει να σχηματοποιείται στις αρχές του 20ού αιώνα. Η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή είναι τραγική, παρατηρεί η ομιλήτρια. Χωρίς δικαιώματα, χωρίς μόρφωση, υποταγμένη πάντα στη θέληση του πατέρα ή του συζύγου. Για τις γυναίκες της αστικής τάξης θεωρείται υποτιμητική η εργασία, όμως για τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε συμβαίνει το ίδιο. Τα κλωστοϋφαντουργεία, τα ραφτάδικα, τα καπελάδικα, μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις απασχολούν όλο και περισσότερες γυναίκες.
 
Οι πρώτες απεργίες γυναικών

Στην Ελλάδα έχουμε καταγραμμένη την πρώτη απεργία 60 περίπου εργατριών στο Υφαντουργείο Ρετσίνα στον Πειραιά το 1892. Χωρίς σχηματισμένη ακόμα εργατική συνείδηση, οδηγήθηκαν στην απεργία, για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους δικαιώματα, σπρωγμένες μόνο από τη δύναμη που δίνει η απελπισία και η απόγνωση.

Η Χρ. Λαμπούδη μας δίνει ανάγλυφα την ατμόσφαιρα της εποχής: Το γυναικείο κίνημα είναι ανύπαρκτο και αδιανόητο για την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ούτε καν στα εργατικά σωματεία που αρχίζουν να ιδρύονται δεν έχουν δικαίωμα εγγραφής οι γυναίκες, πολλές φορές μάλιστα έρχονται σε σύγκρουση με τους εργάτες γιατί η αμοιβή της εργάτριας είναι περίπου στο μισό του εργάτη, έτσι οι εργάτριες θεωρούνται ως αιτία να πέφτουν μεροκάματα ή να απολύονται οι άντρες εργάτες.

Στους Βαλκανικούς Πολέμους εργάτριες φασόν ράβουν τα ρούχα του στρατού. Το 1913 οι προϊστάμενοι της στρατιωτικής αποθήκης παρέχουν «κατά προτίμησιν» εργασία σε εργάτριες «καλλιπαρείους». Αυτή η απόφαση έφερε την αντίδραση των υπολοίπων, οι οποίες διαδήλωσαν στο γραφείο του βουλευτή Πειραιά Παναγιωτόπουλου και τον παρακάλεσαν να ενεργήσει για την άρση της «αδικίας».

Στη χώρα μας με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και την ίδρυση του ΣΕΚΕ - που το Νοέμβρη του 1924 στο τρίτο συνέδριό του μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας - οργανώθηκαν οι πρώτοι σοσιαλιστικοί όμιλοι γυναικών και ο σωστός προσανατολισμός του γυναικείου κινήματος αρχίζει να αναδεικνύεται. Κι όλα αυτά σε μια εποχή που το γενικό της κλίμα δύσκολα επέτρεπε να αναπτυχθούν και να διαδοθούν οι προοδευτικές ιδέες για την απελευθέρωση της γυναίκας.

Είναι χαρακτηριστικό ένα γεγονός που συνέβη το Γενάρη του 1917 στην Καβάλα, στα γραφεία της Καπνεργατικής Ενωσης, όπου προσήλθαν καπνεργάτριες για την παραλαβή βιβλιαρίων: Επιτέλους είναι μέλη συνδικάτου. Ομως ξαφνικά κάποιος φώναξε «Πυρκαγιά». Στην αίθουσα βρίσκονταν 500 καπνεργάτριες. Σκοτώθηκε η Μαρία Τραγανού. Η Καπνεργατική Ενωση μίλησε για σκευωρία. Συνελήφθη ο δράστης, ήταν εργάτης αντίθετος με τη συμμετοχή των γυναικών.
Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1920 το νεαρό τότε κόμμα της εργατικής τάξης (ΣΕΚΕ) αναδεικνύει την ανάγκη να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα η Ελληνίδα και η προεκλογική εξόρμηση των εργατριών και εργατών γίνεται - μαζί με άλλα - και με το χαρακτηριστικό και ευρηματικό σύνθημα «Σφυρί, δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι».

Τα αιτήματα των γυναικών της εργατικής τάξης γίνονται και αιτήματα του εργατικού κινήματος και έτσι συνδέεται η απελευθέρωση και η χειραφέτηση της γυναίκας με την κοινωνική απελευθέρωση και χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Η συνειδητοποίηση της γυναίκας ξεκινά από τη συμμετοχή της στα εργατικά σωματεία, στους γυναικείους συλλόγους, στους μαζικούς φορείς, εκεί δηλαδή που γεννιέται η ιδεολογική διαπάλη και αναπτύσσεται ο ταξικός αγώνας, παρατηρεί η Χρυσούλα Λαμπούδη.
Το 1920 στις 24/4 σε απεργία καπνεργατών στην Καβάλα τραυματίστηκαν τέσσερις γυναίκες.
 
Της Γης οι κολασμένες
 
Το 1930 στο Σουφλί με πρωτοβουλία της Θεοδώρας Φίλια ιδρύεται Σωματείο Μεταξεργατριών. Τα εργοστάσια μεταξιού στο Σουφλί αριθμούσαν 470 εργάτριες και 30 εργάτες. Τα ημερομίσθια κυμαίνονταν 18-30 δραχμές για τις εργάτριες και 40-50 δραχμές για τους άνδρες. Οι εργάτριες που έρχονταν από τα γύρω χωριά κοιμούνταν μέσα στο εργοστάσιο γιατί οι ώρες δουλιάς καθημερινά ξεπερνούσαν τις 10 και δεν προλάβαιναν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Οι θάνατοι από φυματίωση έφταναν στο 18% από τις ανθυγιεινές συνθήκες που επικρατούσαν.
Στις 22-2-1933 ξεσπάει απεργία με αιτήματα την αύξηση ημερομισθίων, την παροχή καθαρού πόσιμου νερού και την εφαρμογή 8ωρου. Η απεργία διήρκεσε 4 μέρες, έληξε με αποτυχία των απεργών, συλλήψεις και απολύσεις. Αυτό το γεγονός δεν αποθάρρυνε τους εργάτες. Σε απεργία που ακολούθησε οι γυναίκες μπαίνουν μπροστά από τους άνδρες, έρχονται στα χέρια με τους έφιππους αστυνομικούς, τους ρίχνουν κάτω και τους τσακίζουν στο ξύλο. Ηταν νέες, δυνατές και πάλευαν για την ίδια τους τη ζωή...

Άγνωστες ηρωίδες

Από το 1924 οι καπνεργάτες στο Αγρίνιο βρίσκονται σε αναβρασμό. Στις 8 Αυγούστου κατεβαίνουν σε συλλαλητήριο. Οι σφαίρες των αστυνομικών που έπεφταν βροχή σκοτώνουν έναν καπνεργάτη και την καπνεργάτρια Γεωργαντζέλη Βασιλική, μάνα δύο παιδιών και έγκυο έξι μηνών στο τρίτο. Η κηδεία των θυμάτων μετατρέπεται σε παλλαϊκό συλλαλητήριο όλων των κατοίκων της πόλης, με αποτέλεσμα να ικανοποιηθούν αιτήματα όπως 600 δρχ. ενίσχυση στους ανέργους, καθιέρωση ταμείου ασφάλισης καπνεργατών κ.ά.

Στις 29 Μάη του 1930 η Καπνεμπορική Εταιρία «Αμέρικαν Ταμπάκο» τελείωσε την επεξεργασία των καπνών της. Απέλυσε πολλούς καπνεργάτες και κράτησε στην επεξεργασία καπνεργάτριες. Οι κομμουνιστές με επικεφαλής τον Αργύριο Σπανίδη ξεσήκωσαν τις καπνεργάτριες για να προσληφθούν και οι καπνεργάτες. Ο Σπανίδης συνελήφθη. Ενώ τον οδηγούσαν στην Ασφάλεια, επενέβησαν 300 περίπου καπνεργάτριες και τον απελευθέρωσαν. Διατάχτηκε και πάλι η σύλληψή του, αλλά το βράδυ, για να μη δημιουργηθούν επεισόδια. Την επομένη ένας υπενωμοτάρχης και δύο χωροφύλακες περιπολούσαν έξω από την αποθήκη της «Αμέρικαν Κόμπανι». Οι καπνεργάτριες νόμισαν ότι ήρθαν να συλλάβουν τον Σπανίδη και άρχισαν να διαμαρτύρονται. Εφτασε δύναμη από χωροφύλακες, ακολούθησε άγρια συμπλοκή, τραυματίστηκαν δύο εργάτριες, η Ευγενία Χατζηγιάννη, 24 ετών και η μητέρα της Ευφροσύνη Χατζηγιάννη, 50 ετών, συνελήφθησαν 7 άντρες.

Λίγα χρόνια αργότερα, πάλι στην Καβάλα, σε μια προσπάθεια των καπνεμπόρων να διώξουν τα καπνά ανεπεξέργαστα σε χώρες που η επεξεργασία τους ήταν φτηνότερη, οι καπνεργάτες ξεσηκώθηκαν και πάλι. Οι καπνεργάτριες με επικεφαλής τη Λένα Πλουμίδη - η οποία αργότερα εκτελέστηκε γι' αυτή της τη δράση - μπήκαν στα φορτηγά με τα καπνά για να μη φύγουν και τα κατάφεραν. Σίγουρα θα είχαμε καλύτερα αποτελέσματα για τις απολυμένες της «Σίσσερ Πάλκο», παρατήρησε η ομιλήτρια, αν το σωματείο τους επέλεγε παρόμοιες μορφές αγώνα και δεν παρασυρόταν από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις που έχοντας πλειοψηφία στο σωματείο προσανατόλιζε τις εργαζόμενες σε σεμινάρια κατάρτισης και επιχειρηματικότητας.
«Η συμμετοχή της γυναίκας στο εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί, επισημαίνει η Χρυσούλα Λαμπούδη. Το ΠΑΜΕ θα ξεκινήσει τη μελέτη αυτής της άγνωστης ιστορίας. Τώρα βρισκόμαστε μόνο στην αρχή και βάζουμε τα θεμέλια της έρευνας δημιουργώντας βιβλιοθήκη και συγκεντρώνοντας τη σχετική βιβλιογραφία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου