Επιλογή γλώσσας

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Ζητήματα ένοπλης ταξικής πάλης


«Στο μεταξύ ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη είναι πάλη τάξης με τάξη, πάλη που σα φτάσει στην ανώτερη έκφρασή της γίνεται ολοκληρωτική επανάσταση. 
Πρέπει, άλλωστε, να παραξενευόμαστε που μια κοινωνία θεμελιωμένη πάνω στην αντίθεση των πραγμάτων καταλήγει σε μια βίαιη αντίφαση, σε μια σύγκρουση σώμα με σώμα σαν τελευταία λύση;»
Καρλ Μαρξ1

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ

 Μέσα από την επισκόπηση της πορείας ολοκλήρωσης των αστικών επαναστάσεων τόσο σε ευρωπαϊκό (π.χ. Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία) όσο και σε αμερικανικό έδαφος (π.χ. ΗΠΑ), οι Μαρξ κι Ένγκελς ανέδειξαν πως η επικράτηση της αστικής τάξης ακολούθησε τον ιστορικό μονόδρομο της κυριαρχίας κάθε πιο ανεπτυγμένου κοινωνικού-οικονομικού συστήματος έναντι του αρχαιότερου: Τη βίαιη και ανηλεή ανατροπή του παλιού καθεστώτος, καθώς και κάθε υπολείμματός του που δεν ενσωματώνεται στο καινούργιο ή μπαίνει εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξή του. Για το λόγο αυτό, στα έργα τους η βία παρομοιάζεται με μαμή της Ιστορίας και αποκτά επαναστατικό ρόλο ως το μέσο που χρησιμοποιεί το νεότερο οικονομικό καθεστώς προκειμένου να ανοίξει το δρόμο του, σπάζοντας αποστεωμένες μορφές της κοινωνικής οργάνωσης.2

Η βίαιη σύγκρουση των αντιτιθέμενων μερών, με σκοπό την εξαφάνιση ή την υποταγή του ταξικού αντίπαλου, καθίσταται, επομένως, αναπόδραστη και υποχρεωτική, καθώς η κλιμάκωση των μεταξύ τους αντιθέσεων έγκειται στα αλληλοαποκλειόμενα συμφέροντά τους που αδυνατούν πλέον να συνυπάρξουν αρμονικά στο υφιστάμενο οικονομικοκοινωνικό σύστημα. Η εν λόγω διαδικασία, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ιστορικά επαναλαμβάνεται καθώς η ανθρωπότητα προοδεύει, σε όλη την ιστορία της ανέλιξης των κοινωνικών-οικονομικών σχηματισμών.3
Η έκβαση αυτής της διένεξης σε ιστορικό χρόνο εξαρτάται από τα πλεονεκτήματα που, αντικειμενικά, παρουσιάζει κάθε ανώτερος τρόπος οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, σε σχέση με εκείνον που πρόκειται να αντικαταστήσει. Γι’ αυτό και η επαναστατική βία καθίσταται οικονομική δύναμη που προάγει την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και στηρίζεται σε αυτήν την ανάπτυξη με διπλή έννοια. Η ανέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας δεν εξασφαλίζει μόνο την ύπαρξη του κοινωνικού-ταξικού υποκειμένου της επαναστατικής βίας, αλλά και τον τρόπο της εκδήλωσής της.4

Πλεονεκτήματα, επομένως, που προέρχονται από την παραγωγική δραστηριότητα, εξάγονται και μεταφέρονται, ώστε να χρησιμοποιηθούν με τον πλέον επωφελή τρόπο σε τομείς που σχετίζονται με τις δυνατότητες συγκρότησης, οργάνωσης και (εξ)οπλισμού των δυνάμεων της κάθε φορά αναδυόμενης κοινωνικής-ταξικής δύναμης σε βάρος της κρατούσας.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση, καθώς ενσωματώθηκαν από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, έκαναν δυνατή την παραγωγή αποτελεσματικότερων όπλων σε σχέση με το παρελθόν.5 Παράλληλα, μέσω της κινητοποίησης των εργατικών, λαϊκών στρωμάτων, που προσέβλεπαν, για διαφορετικούς βέβαια λόγους σε σχέση με τους αστούς, στην ανατροπή της φεουδαρχίας, πραγματοποιήθηκε η συγκρότηση πολυπληθέστερων σωμάτων ενόπλων.6

Με την επικράτηση του ιστορικά νεότερου και, κυρίως, αντικειμενικά ανώτερου καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και της διανομής του κοινωνικού προϊόντος, έναντι του παλιότερου φεουδαρχικού, αναδύεται η αντίθεση μεταξύ αστών και προλετάριων. Αντίθεση η οποία διαρκώς οξύνεται, καθώς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διευρύνεται, αφενός κοινωνικοποιώντας την εργασία αφετέρου ιδιοποιούμενος τα αποτελέσματα που παράγει η εργασία αυτή. Χαρακτηριστικό και της καινούργιας μορφής παραγωγικής διαδικασίας παρέμεινε, με τη μορφή πλέον της μισθωτής εργασίας, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Ωστόσο, το καινοφανές της θεωρίας των Μαρξ και Ένγκελς δε βρίσκεται, όπως εξάλλου υποστήριζαν και οι ίδιοι, στην ανακάλυψη των τάξεων και της πάλης μεταξύ τους. Ως σπουδαιότερα συμπεράσματα εκτιμούσαν τη σύνδεση της ύπαρξης των τάξεων με την ανάπτυξη της παραγωγής και την κοινωνική εξέλιξη, την αναγκαία κατάληξη της πάλης αυτής στη δικτατορία του προλεταριάτου και, τέλος, τη μετάβαση της ανθρωπότητας, μέσω της δικτατορίας αυτής, σε μια αταξική κοινωνία.7

Το γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία λειτουργεί άναρχα με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών και όχι σχεδιασμένα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών προκαλεί, ανά διαστήματα, υπερσυσσώρευση κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι καπιταλιστικής ανάπτυξης ακολουθούνται από περιόδους ύφεσης και κρίσης. Εντός του συγκεκριμένου οικονομικού περιβάλλοντος η εργατική τάξη, παρά το γεγονός ότι, αντικειμενικά, αποτελεί τον πραγματικό παραγωγό του κοινωνικού πλούτου, εξαναγκάζεται να παλινωδεί μεταξύ οικονομικής ανέχειας και οικονομικής εξαθλίωσης.

Συνεπικουρούμενοι από την ιστορική εξέλιξη του 19ου αιώνα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εκτίμησαν ότι επάνοδος σε νέα περίοδο κερδοφορίας, και επομένως σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, θα υπάρξει μέσα από την ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης, με την περαιτέρω διεύρυνση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εντός των υφιστάμενων γεωγραφικών συνόρων δραστηριότητας της εκάστοτε αστικής τάξης (π.χ. Γαλλική Επανάσταση το 1789 και το 1848) και με την επέκτασή του, πέραν αυτών (π.χ. ναπολεόντειοι πόλεμοι και γαλλοπρωσικός)8. Όμως, το βάρος της επαναφοράς της κερδοφορίας του κεφαλαίου, τόσο με τη μορφή της έντασης της εκμετάλλευσης όσο και με αυτή της κάθε φορά εξάπλωσης, έπεφτε πάντα στους ώμους των αγροτικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης.

Το κέντρο βάρους, επομένως, για την καπιταλιστική ανάπτυξη είναι δυνατό να μετατοπίζεται από τους χώρους παραγωγής των εμπορευμάτων στα οδοφράγματα ή στα πεδία του πολέμου, ανάλογα με το πού κάθε φορά δίνουν οι αστοί αγώνα για κερδοφορία και προώθηση των συμφερόντων τους. Ταυτόχρονα, όμως, στο ίδιο περιβάλλον εκτοπίζουν και την εργατική τάξη προκειμένου, ανεξάρτητα από τη θέλησή της, να επιτελέσει το ρόλο που κάθε φορά της αναθέτει η αστική τάξη.

Κάτω από τη σημαία του έθνους-κράτους, πλαισιώνοντας τα σώματα εφέδρων του στρατού και μπροστά από την κάννη του όπλου των (υπ)αξιωματικών ή στα οδοφράγματα, οι προλετάριοι θυσιάστηκαν από τους αστούς στο βωμό της επιδίωξης της αστικής τάξης να καταλάβει τότε την πολιτική εξουσία και να την εδραιώσει. Εργάτες στα εργοστάσια ή στρατιώτες σε κάθε λογής πεδίο μάχης –πάντα, όμως, σε όφελος του καπιταλιστικού συστήματος– είναι η μοίρα που επιφυλάσσει η κυριαρχία της αστικής τάξης σε όσους διαθέτουν μόνο την εργατική τους δύναμη προκειμένου να την πουλήσουν και να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης. Με τον παραπάνω τρόπο, η εργατική τάξη μετατρέπεται από οικονομικά απαραίτητο παραγωγό του πλούτου σε ένοπλο υπηρέτη της καπιταλιστικής εξουσίας. Όταν, όμως, οι ταξικές αντιθέσεις κλιμακώνονται, η εργατική τάξη, ακολουθώντας τα ματωμένα χνάρια που άφησε η στρατολόγησή της υπό την αστική καθοδήγηση, αναζήτησε με τον ίδιο τρόπο, τη βίαιη ένοπλη σύγκρουση, να επιβάλει τα δικά της συμφέροντα έναντι του νεότερου, ιστορικά, εκμεταλλευτή της. Πρώτη κορυφαία τέτοια ιστορική στιγμή για την επιστημονική κομμουνιστική θεωρία αποτελεί η Παρισινή Κομμούνα του 1871.

Μια αφαιρετική αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων επιβεβαιώνει με χαρακτηριστικό τρόπο όσα περιγράφηκαν παραπάνω. Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος, αποτέλεσμα του οικονομικού ανταγωνισμού δύο χωρών με δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη, τέλειωσε με την ήττα της γαλλικής αστικής τάξης από την ταχύτερα αναπτυσσόμενη γερμανική που κινούνταν σε τροχιά δημιουργίας ενιαίου κράτους.
Σε πρώτη φάση, οι Γάλλοι αστοί αναγκάστηκαν, σε συνθήκες ήττας, να προωθήσουν περαιτέρω τις θέσεις τους έναντι των φεουδαρχικών υπολειμμάτων. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής υπήρξε η οργανωμένη αμφισβήτηση του Ναπολέοντα του 3ου, η κατάργηση της αστικής μοναρχίας και η εγκαθίδρυση αστικής δημοκρατίας το Σεπτέμβρη του 1870.9 Στα τέλη, όμως, του ίδιου μήνα τα στρατεύματα του Μπίσμαρκ πολιορκούσαν το Παρίσι. Η γαλλική αστική τάξη, αναλογιζόμενη την κρισιμότητα της συγκυρίας για την κυριαρχία της, λόγω και της προσπάθειας ανάκαμψης των φιλομοναρχικών, επιδίωξε άμεσα ανακωχή με τους Πρώσους χωρίς να ενδιαφέρεται για τους όρους της. Σκόνταψε, όμως, πάνω στους προλετάριους του Παρισιού. Δύο περιστατικά, τον Οκτώβρη και το Γενάρη, τα οποία θεωρήθηκαν ως προδοσία από τον οπλισμένο λαό της πόλης, απαντήθηκαν με ισάριθμες προσπάθειες εξέγερσης που απέτυχαν.

Στις 28 Γενάρη υπογράφτηκε, τελικά, ανακωχή με τη Γερμανία, όμως οι όροι της αμφισβητήθηκαν ανοιχτά από την παρισινή Εθνοφρουρά. Η τελευταία, αποτελούμενη κυρίως από ένοπλους εργάτες και μικροαστούς, αρνήθηκε να παραδοθεί και αρχικά συγκέντρωσε τον οπλισμό της. Η σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Φλεβάρη 1871, η επικύρωση από μέρους της των όρων της ανακωχής και η είσοδος του γερμανικού στρατού στο Παρίσι, οδήγησε την Εθνοφρουρά της πόλης σε στάση, ενώ στις 18 Μάρτη αρνήθηκε να παραδώσει τον οπλισμό της στα κυβερνητικά στρατεύματα. Στασίασαν, όμως, και οι στρατιώτες, στη γενική επίθεση που διέταξαν οι αξιωματικοί του στρατού του Θιέρσου, εναντίον των εθνοφρουρών. Έτσι ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ο οποίος τέλειωσε στις 28 Μάη, στο νεκροταφείο του Περ-Λασέζ, με τη μαζική εκτέλεση των τελευταίων ομόσπονδων της εθνοφρουράς του Παρισιού.

Ο Μαρξ αποτίμησε άμεσα τα γεγονότα του Παρισιού10, υποστηρίζοντας ότι στις 72 μέρες ζωής και δράσης της η Κομμούνα αντικειμενικά οδηγούσε τους προλετάριους στο στόχο της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών. Αυτό ήταν γεγονός, καθώς οι αποφάσεις της, ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίο τελικά εφαρμόστηκαν, εξ αντικειμένου, έθιγαν το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, τα οποία θα περνούσαν στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο της εργατικής τάξης, της μόνης τάξης που αναγνώρισε ως ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία11. Αυτός, όμως, είναι και ο λόγος για τον οποίο η συντριβή των κομμουνάρων, από τις (αντιδρ)αστικές δυνάμεις, ήταν απαραίτητη. 

Συμπερασματικά, το υπόβαθρο της κλιμάκωσης των ταξικών αντιθέσεων ήταν τέτοιο, ώστε η σύγκρουση των αντιτιθέμενων μερών ήταν αδύνατο να μην καταλήξει σε εμφύλιο πόλεμο.
Χρησιμοποιώντας τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αστών και προλετάριων, ως το πλέον κατάλληλο μεθοδολογικό εργαλείο, ο Μαρξ κατέστησε αδόκιμα άλλα ερμηνευτικά σχήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επεξήγηση της ένοπλης αντιπαράθεσης. Μοιραία, υπεραπλουστεύσεις που εστιάζουν σε πτυχές ενός εμφύλιου πολέμου –ή πολέμου πολιτών, για να είμαστε ακριβέστεροι στη μετάφραση– π.χ. Γάλλοι που πολεμούν εναντίον Γάλλων, καθίστανται ανεπαρκείς ώστε να τον ερμηνεύσουν συνολικά από τη σκοπιά των εργατικών, λαϊκών συμφερόντων. 

Ο δηκτικός σχολιασμός, της συμμαχίας Γάλλων και Γερμανών αστών, με σκοπό την εξόντωση του παρισινού προλεταριάτου, αναδεικνύει πόσο «εθνικός» ήταν, τελικά, ο χαρακτήρας τόσο του γαλλοπρωσικού πολέμου όσο και της εμφύλιας ένοπλης σύρραξης.12
Η συντριπτική ήττα των εργατών του Παρισιού, από τις αστικές δυνάμεις, δεν οδήγησε τον Μαρξ σε αναδίπλωση από τις θέσεις του αναφορικά με την αναγκαιότητα οι εργάτες να πρωτοστατήσουν στη γρήγορη μετεξέλιξη των αστικών επαναστάσεων σε προλεταριακές, δηλαδή στις μόνες ικανές να επιτύχουν την απελευθέρωση από τα δεσμά της καπιταλιστικής σκλαβιάς και των δεινών που αυτή επιφέρει. Αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία αν αναλογιστούμε ότι το Σεπτέμβρη του 1870, στη δεύτερη διακήρυξη για το γαλλοπρωσικό πόλεμο, προειδοποιούσε τους πρωτοπόρους εργάτες για την αρνητική έκβαση που θα είχε για την υπόθεσή τους μια προσπάθεια επίλυσης ζητημάτων υπεράνω των αντικειμενικών δυνατοτήτων τους.13

Την άνοιξη, όμως, της επόμενης χρονιάς, ο Μαρξ χαιρέτισε την ιστορική πρωτοβουλία, την ικανότητα και την αυτοθυσία των Παριζιάνων14. Τα γεγονότα του 1871 απέδειξαν ότι η εκτίμηση της δεύτερης διακήρυξης δεν ήταν λαθεμένη. Ωστόσο, από τη στιγμή που το αντικειμενικό υπόβαθρο των ταξικών αντιθέσεων οδήγησε την κλιμάκωσή τους σε γενικευμένη εμφύλια σύρραξη στην πρωτεύουσα της Γαλλίας, η προειδοποίηση του Σεπτέμβρη του 1870, έχανε, πλέον, σημαντικό μέρος της σπουδαιότητάς της.

Συμπερασματικά, στη διακήρυξη της 30ής Μάη, ο Μαρξ δεν αναλώθηκε στο αν καλώς ή κακώς πραγματοποιήθηκε τελικά η προλεταριακή εξέγερση. Αντίθετα, εστιάζοντας πρωτίστως στον υποκειμενικό παράγοντα, επικεντρώθηκε στην επάρκεια με την οποία οι κομμουνάροι, βρισκόμενοι μπροστά στον κίνδυνο συνέχισης της τυραννίας τους, αντιμετώπισαν τα καίρια πολιτικά και τεχνικά ζητήματα ώστε να στεφθεί με επιτυχία ο αγώνας τους.15
Στόχος του Μαρξ ήταν η εξαγωγή συμπερασμάτων που θα αποτελούσαν χρήσιμα εργαλεία στους μελλοντικούς αγώνες των προλετάριων, για την οριστική απαλλαγή τους από τα εκμεταλλευτικά δεσμά της καπιταλιστικής κοινωνίας, αγώνες που η επανεμφάνισή τους θεωρήθηκε δεδομένη.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, ιδιαίτερα σημαντικό είναι το συμπέρασμα ότι ο καπιταλιστικός κρατικός μηχανισμός δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει σε όφελος της εργατικής τάξης. Κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, επειδή η δομή ενός κράτους, που διαμορφώθηκε για την προώθηση και υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης, δεν μπορεί να σταματήσει να λειτουργεί ενάντια στην εργατική τάξη, παρά μόνο αν συντριβεί. Η ξεχωριστή σημασία της εν λόγω διαπίστωσης γίνεται καλύτερα αντιληπτή συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς διόρθωσαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο προκειμένου να την συμπεριλάβουν16.

Ωστόσο, αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό συμπέρασμα των Μαρξ και Ένγκελς, για την αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας, δεν έγινε άμεσα κτήμα του εργατικού κινήματος, καθώς διατυπώθηκε σε συνθήκες στρατιωτικής ήττας και υποχώρησής του. Η κατάληξη της εξέγερσης της Παρισινής Κομμούνας, στο πλαίσιο μιας περιορισμένης και γεωγραφικά εντοπισμένης ακόμα καπιταλιστικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τόνωσε τη διαπάλη στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, οδηγώντας αρχικά στον παροπλισμό και εν τέλει στη διάλυση της Α΄ Διεθνούς.
Σε μεγάλο βαθμό αυτή η υποχώρηση είχε ως αιτία το γεγονός ότι το εργατικό κίνημα όφειλε να απαντήσει από διαφορετική θέση στα ερωτήματα που ανέκυψαν, μετά τον πόλεμο του 1870-1871, αναφορικά με την περαιτέρω πορεία που θα ακολουθούσε. Απαντήσεις, όμως, που ακριβώς επειδή εκκινούσαν από διαφορετικές θεωρητικές επεξεργασίες και απευθύνονταν στις διαφορετικές κινηματικές εμπειρίες κάθε χώρας, καθιστούσαν αδύνατη την ενιαία αντίληψη. Για παράδειγμα, η συντριβή της Κομμούνας είχε ως συνέπεια τη μείωση της επιρροής των ιδεών του Προυντόν και του Μπλανκί και την ενίσχυση εκείνων του Μαρξ και του Μπακούνιν. Στην Αγγλία, που δεν έλαβε ενεργά μέρος στον πόλεμο, ενισχύθηκαν οι ρεφορμιστές τρεϊντγιουνιονιστές, ενώ στη Γερμανία, τη νικήτρια του πολέμου, άμεση ήταν η ενδυνάμωση της επιρροής των ρεφορμιστικών ιδεών του Λασάλ και των πιέσεων ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος στο σύστημα.

Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι το αντικειμενικό και υποκειμενικό υπόβαθρο των θεωρητικών επεξεργασιών του εργατικού κινήματος, κατά περιόδους, είναι πιθανό να διαφέρει, συσχετιζόμενο κυρίως με το βαθμό που η αστική τάξη έχει τη δυνατότητα να προωθεί τα συμφέροντα και τις συμμαχίες της, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στερεώνοντας την εξουσία της, αλλά και με την κατάσταση του πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης. Καταληκτικά, τα αστικά κέρδη είναι δυνατό να καθιστούν απρόσκοπτη τη συνέχιση της ταξικής εκμετάλλευσης με διάφορους τρόπους, όπως με τη δημιουργία της εργατικής αριστοκρατίας ή με τη διεύρυνση της κρατικής υπαλληλίας, τρόπους ικανούς να αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις και να ενσωματώνουν τις συνειδήσεις των εργατικών, λαϊκών στρωμάτων.

Η προσπάθεια δημιουργίας του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος το 1875 επαληθεύει χαρακτηριστικά το παραπάνω συμπέρασμα. Η νίκη της γερμανικής αστικής τάξης στο γαλλοπρωσικό πόλεμο και η δημιουργία ενιαίου κράτους, ως αποτέλεσμα της αλματώδους καπιταλιστικής ανάπτυξης την περίοδο που προηγήθηκε, σε αντίθεση με τη Γαλλία, εμπόδιζε την κλιμάκωση των ταξικών αντιθέσεων, δημιουργώντας το κατάλληλο αντικειμενικό-υλικό υπόβαθρο για την ιδεολογική και πολιτική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης. Ο ίδιος ο Μαρξ, ασκώντας κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα17, αγωνίστηκε σε συνθήκες αποκλιμάκωσης της ταξικής πάλης, προκειμένου να αποφευχθεί η έκπτωση σε ζητήματα αρχών και να διαφυλαχτεί στο ακέραιο ο επαναστατικός χαρακτήρας του εργατικού κόμματος της Γερμανίας, με της οποίας το κίνημα συνδέθηκε περισσότερο.

Ωστόσο το οπορτουνιστικό ρεύμα ήταν τόσο ισχυρό, που το παραπάνω κείμενο του Μαρξ έμεινε στην αφάνεια για δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Ακόμα και όταν δόθηκε από τον Ένγκελς στη δημοσιότητα, σε μια περίοδο που η ορθότητα των συμπερασμάτων του Μαρξ είχε αποδειχτεί περίτρανα, το κείμενο αυτό δεν αποτέλεσε τον πυρήνα της λογικής του Προγράμματος της Ερφούρτης, το οποίο υιοθέτησαν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες.18
Το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε τις διαπιστώσεις του Μαρξ και του Ένγκελς. Αντίθετα, επιβεβαίωνε ότι τα επαναστατικά συμπεράσματα απαιτούσαν επαναστατικά κόμματα και η εφαρμογή τους επαναστατικές συνθήκες. Πράγματι, θεμελιακές αρχές της μαρξιστικής θεωρίας θα (επαν)επιβεβαιωθούν περίτρανα λίγα χρόνια μετά από την έλευση του 20ού αιώνα.

Ο πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας και Ρωσίας, ένας από τους προπομπούς πολέμους του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού, έφερε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο για αδυναμίες που κυρίως οφείλονταν στην καθυστέρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη χώρα, στην ύπαρξη φεουδαρχικών καταλοίπων στην οικονομία και στην κυριαρχία τους στο εποικοδόμημα.
Στις αρχές του 1905, υπό το βάρος της ήττας στον πόλεμο, ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης του τσάρου, με τη συμμετοχή και αστικών δυνάμεων, ξέσπασε με τη μορφή μαζικών απεργιακών κινητοποιήσεων στην Πετρούπολη, που βάφτηκαν από το αίμα των εργατών. Παράλληλα, αυτό το κίνημα πήρε ιστορικά πρωτόγνωρες μορφές πολιτικής αντιπροσώπευσης με την ίδρυση των Σοβιέτ. Συνεπικουρούμενο από τις ήττες στο μέτωπο του πολέμου συνεχώς κλιμακωνόταν, με γεγονότα σταθμούς, όπως η εξέγερση στο Λοτζ ή η στάση των ναυτών στο θωρηκτό Ποτέμκιν. Αυτά τα γεγονότα ανάγκασαν τελικά τον Νικόλαο Β΄ να προβεί σε προσωρινές παραχωρήσεις.
Την υπογραφή του Οκτωβριανού Μανιφέστου ακολούθησε ένα δίμηνο εντάσεων, αναταραχών και ποικιλόμορφων συγκρούσεων, στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι εργατικές δυνάμεις που επιδίωκαν το τέλος της δυναστείας των Ρομανόφ. Αποκορύφωμα αυτών των δράσεων υπήρξε η ένοπλη εξέγερση της Μόσχας στις αρχές Δεκέμβρη.

Οι απεργιακές κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη δέχτηκαν την επίθεση των δυνάμεων καταστολής, με αποτέλεσμα να στηθούν στους δρόμους της Μόσχας τα πρώτα οδοφράγματα. Η επίθεση του πυροβολικού σε αυτά επέφερε την εξάπλωσή τους ευρύτερα στην πόλη. Οι οδομαχίες γενικεύτηκαν και χρειάστηκαν δέκα μέρες προκειμένου ο στρατός να επανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης, καθώς οι εξεγερμένοι δεν κατάφεραν να επιλύσουν έγκαιρα ζητήματα που σχετίζονταν με την αποφασιστικότητα, το συντονισμό, την καθοδήγηση και τον προσανατολισμό της δράσης τους.19

Παρά, λοιπόν, τον απαράμιλλο προλεταριακό ηρωισμό που εμπεριείχαν, οι επαναστατικές προσπάθειες της συγκεκριμένης περιόδου δεν τελεσφόρησαν. Η «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», προγραμματική διακήρυξη του Μπολσεβίκικου Κόμματος το 1905,20 δεν υλοποιήθηκε. Ο συμβιβασμός της αστικής τάξης με τους φεουδάρχες επέφερε την αποκλιμάκωση της έντασης και την άμβλυνση της ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Ενισχυτικά σε αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή κατευναστικά, λειτούργησαν και γεγονότα που περιόριζαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο διεξάγονταν οι παραπάνω ταξικοί αγώνες, με χαρακτηριστικότερο τη λήξη του πολέμου με την Ιαπωνία.
Ωστόσο, όχι τυχαία, η πρώτη ρωσική επανάσταση χαρακτηρίστηκε μεγάλο μάθημα εμφύλιου πολέμου21 ο οποίος θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση, προς το συμφέρον της εργατικής τάξης, αν γινόταν νωρίτερα αντιληπτή και προπαγανδιζόταν η ανεπάρκεια των ειρηνικών απεργιών, ώστε πιο αποφασιστικά, πιο δραστήρια και πιο επιθετικά
οι εξεγερμένοι να μετατρέψουν τη μορφή της πάλης τους σε ένοπλο αγώνα22.
Στοιχείο ιδιαίτερης σημασίας αναφορικά με την επανάσταση του 1905 είναι πως στη διάρκειά της, για πρώτη φορά, η εργατική τάξη διέθετε ένα κόμμα «νέου τύπου», το οποίο κατέβαλε επίμονες προσπάθειες, ώστε προγραμματικά και οργανωτικά να συντονίσει και να κατευθύνει τη δράση της. 

Οι μπολσεβίκοι, μέσα από τα γεγονότα-σταθμούς της εξέγερσης ενάντια στον τσαρισμό και παρά την αρνητική έκβαση του συγκεκριμένου αγώνα, πέτυχαν την ισχυροποίηση αυτού του κόμματος, αφενός επειδή περισσότεροι άνθρωποι διαπαιδαγωγήθηκαν πολιτικά με βάση την ταξική τους προέλευση και αφετέρου διότι ανέπτυξαν τους κατάλληλους δεσμούς με τα προλεταριακά στρώματα, ώστε οι διώξεις που ακολούθησαν να μην εξαφανίσουν το κύρος τους.
Επιπλέον, η συνέχεια ύπαρξης και δράσης του κόμματος «νέου τύπου» πρόσφερε στους μπολσεβίκους, ανάμεσα σε άλλα πολιτικά ωφελήματα, μια πολύ σπουδαία δυνατότητα που δεν απέκτησαν ποτέ οι κομμουνάροι του Παρισιού: Όχι απλά να διαθέσουν ελεύθερα τα σπουδαία συμπεράσματα της εξέγερσης στην κοινή ιδιοκτησία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, αλλά επιπρόσθετα να τα ενσωματώσουν στη θεωρία και στη δράση τους, ώστε την επόμενη φορά που το αντικειμενικό υπόβαθρο της κλιμάκωσης των ταξικών αντιθέσεων θα έφερνε το προλεταριακό κίνημα μπροστά σε μια γενικευμένη εμφύλια –ταξική– ένοπλη σύγκρουση, να ανταποκριθούν επαρκέστερα στις απαιτήσεις των επαναστατικών συνθηκών.

Σημαντικές στην παραπάνω κατεύθυνση ήταν και οι περαιτέρω θεωρητικές επεξεργασίες του Β. Ι. Λένιν, ο οποίος, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, επιτέθηκε με δριμύτητα στους οπορτουνιστές ηγέτες των κυρίαρχων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς. Οι τελευταίοι αψήφησαν την κοινή συμφωνία του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Συνεδρίου της Βασιλείας (1912)23 και υπερψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις ή συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις που πραγματοποιούσαν τον πόλεμο.

Ο Λένιν πολύ νωρίς κατάλαβε πως η εκπλήρωση του σοσιαλιστικού καθήκοντος περνούσε μέσα από το διαχωρισμό των επαναστατών από τον οπορτουνισμό, την εξήγηση της χρεοκοπίας του στα εργατικά, λαϊκά στρώματα, και την ιδεολογική διαπάλη με το (σοσιαλ)σοβινισμό σε κάθε χώρα. Επιπλέον, απαιτούσε την υιοθέτηση της πολιτικής της ήττας κάθε ιμπεριαλιστικής κυβέρνησης και τη διατράνωση του συνθήματος για μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο24, στρέφοντας οι εργάτες τα όπλα προς τα μέσα, σύμφωνα με την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας. 

Για τον Λένιν, η πρόταξη της επαναστατικής βίας αποτελούσε την απαραίτητη απάντηση στη βία των ιμπεριαλιστικών πολέμων που αποκορύφωναν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.25
Τον τρίτο χρόνο του πολέμου οι ήττες της τσαρικής αυτοκρατορίας στο μέτωπο και οι συνεπαγόμενες απώλειες εδαφών έφεραν τον τσάρο μπροστά στο ενδεχόμενο υπογραφής χωριστής συμφωνίας ειρήνευσης με τους Γερμανούς, πράγμα ανεπιθύμητο για μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης που επιθυμούσε τη συνέχιση του πολέμου στο πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας. Παράλληλα, τμήματα του στρατού απειθαρχούσαν, ενώ είχε αποδιοργανωθεί πλήρως η παραγωγή προϊόντων για την κάλυψη των στοιχειωδών διατροφικών αναγκών του πληθυσμού ο οποίος, σε συνθήκες εξαθλίωσης, προσπαθούσε να επιβιώσει.

Οι συνθήκες αυτές πυροδότησαν, το Γενάρη του 1917, ένα νέο κίνημα εναντίον του τσάρου και των υπουργών του, που κατέληξε στη νίκη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στα τέλη Φλεβάρη. Περίπου ένα μήνα αργότερα, ο Λένιν επέστρεψε στην Πετρούπολη θεωρητικά προετοιμασμένος, στο επίπεδο της ανάγκης διαμόρφωσης του υποκειμενικού παράγοντα, για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ήδη, η Προσωρινή Κυβέρνηση αδυνατούσε να ανταποκριθεί στα λαϊκά αιτήματα της λήξης του πολέμου, της καταπολέμησης της πείνας και της διανομής γης στους αγρότες, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να χειραγωγήσει τα σοβιέτ που ανασυγκροτήθηκαν στη διάρκεια του νέου αγώνα για την ανατροπή του τσαρισμού.

Ο Λένιν προπαγάνδιζε ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση ολοκληρώθηκε με το τέλος της δυναστείας των Ρομανόφ. Παράλληλα, μαζί της, εκτιμούσε ότι μερικώς πραγματοποιήθηκε και η «επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», καθώς ο λαός οργάνωσε τη δράση του μέσα από τα σοβιέτ.26 Η λαϊκή αναγνώριση και αποδοχή των σοβιέτ υποδήλωνε, σύμφωνα με τη σκέψη του ηγέτη των μπολσεβίκων, την εγκαθίδρυση μιας νέας μορφής πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας, η οποία ακολουθούσε με ταξική συνέπεια τον ιστορικό δρόμο που χάραξε η Παρισινή Κομμούνα. Αυτό συνέβη, καθώς η Προσωρινή Κυβέρνηση βρέθηκε χωρίς να έχει στη διάθεσή της μηχανισμούς θεμελιώδους σημασίας για την επιβολή της ισχύος της στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η αστυνομία, ο στρατός ή μια ισχυρή κρατική υπαλληλία, μηχανισμούς χωρισμένους διακριτά από το λαό και ικανούς να τον ενσωματώσουν ή να τον καταστείλουν.27

Η θεωρητική σύνδεση της αντίληψης του Λένιν με τον αγώνα των κομμουνάρων το 1871 αντλείται και από το πολιτικό περιεχόμενο των επιθέσεων που δέχτηκε, για μπλανκισμό και αναρχισμό. Αντίθετα με αυτές τις κατηγορίες, ο Λένιν πρόταξε την ανάγκη απόσπασης της πολιτικής επιρροής στα σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των αγροτών και των στρατιωτών βουλευτών, που αποτελούσαν την πραγματική πλειοψηφία του λαού, με την κατάλληλη διαφωτιστική δουλειά των μπολσεβίκων. Την ίδια στιγμή, αντιπαρατέθηκε στις κατηγορίες περί αναρχισμού, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός κράτους με δομή διαφορετική από το ισχύον κοινοβουλευτικό-αστικό. Κράτους ικανού να επιβάλλει, να υπηρετεί, να (περι)φρουρεί και να προωθεί περαιτέρω τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς έναντι κοινωνικών τάξεων οι οποίες, προτού απονεκρωθούν, αντιμάχονται με κάθε τρόπο την εξουσία της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Το κράτος αυτό, στα πρότυπα της Παρισινής Κομμούνας, θα επέτρεπε την άσκηση όλων των εξουσιών από το ίδιο σώμα και θα αποδείκνυε τη δημοκρατική του ανωτερότητα μέσα από το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, την ανακλητότητα των διορισμένων αντιπροσώπων του λαού από τους εκλογείς τους, την εξίσωση του μισθού των δημόσιων λειτουργών με το μισθό των άλλων εργαζομένων, την αντικατάσταση του τακτικού στρατού από τον οπλισμένο λαό.28

Πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Λένιν ότι, κλιμακώνοντας την ιδεολογική-πολιτική διαπάλη και πολεμική, ανέμενε καρτερικά την ωρίμανση των θέσεών του τόσο μέσα στα Σοβιέτ όσο και μέσα στο κόμμα του.29 Η νέα φάση του πολέμου, που με την ευθύνη της Προσωρινής Κυβέρνησης ξεκίνησε τον Ιούνη του 1917, έδωσε το έναυσμα για μια νέα περίοδο κλιμάκωσης των ταξικών αντιθέσεων. Η κλιμάκωση, με αφορμή τα αιματηρά γεγονότα του Ιούλη στην Πετρούπολη, έθετε επί τάπητος το ζήτημα της προετοιμασίας της ένοπλης πάλης και εξέγερσης, για την ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Το 6ο Συνέδριο του κόμματος, που διόλου τυχαία συνήλθε την ίδια περίοδο, πήρε τις αντίστοιχες αποφάσεις.30
Ως αποτέλεσμα, το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ απέτυχε, η επιρροή των θέσεων του μπολσεβίκικου πολιτικού προγράμματος μέσα στα σοβιέτ αυξήθηκε, ενώ επανήλθε στην ημερήσια διάταξη του κινήματος το ζήτημα του περάσματος όλων των εξουσιών σε αυτά. Εκτιμώντας τον ευνοϊκό ταξικό συσχετισμό σε Πετρούπολη και Μόσχα, ο Λένιν πρόταξε το ζήτημα της ένοπλης εξέγερσης, ώστε τα σοβιέτ, υιοθετώντας το μπολσεβίκικο πολιτικό πρόγραμμα, να πάρουν την εξουσία. Σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής εκλέχτηκε το κομματικό κέντρο που θα καθοδηγούσε την εξέγερση. Μετά από δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση ήρθε στο φως της ιστορικής πραγματικότητας του 20ού αιώνα.

Τα ιστορικά γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης (επαν)επιβεβαιώνουν το αναπόδραστο της βίαιης - εμφύλιας - ταξικής σύγκρουσης και το αναγκαίο της δικτατορίας του προλεταριάτου, προκειμένου η εργατική τάξη να συνεχίσει στο δρόμο της απελευθέρωσης από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Προέκταση των παραπάνω θεωρητικών συμπερασμάτων της Παρισινής Κομμούνας αποτέλεσε το γεγονός ότι η εν λόγω διαδικασία, για πρώτη φορά, συντελέστηκε όχι μόνο προεπαναστατικά αλλά και μετεπαναστατικά31, με τη διεξαγωγή του πολέμου με τους αντεπαναστάτες Λευκοφρουρούς.

Η επιτυχής έκβαση της Επανάστασης του 1917, εκ των πραγμάτων, έδωσε τη δυνατότητα και το κύρος στον Λένιν και τους συντρόφους του ώστε να καθοδηγήσουν θεωρητικά-ιδεολογικά το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, μέσα από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την ενσωμάτωση των συμπερασμάτων της σοβιετικής εμπειρίας στο πρόγραμμα της τελευταίας. Ωστόσο, η ήττα της γερμανικής επανάστασης με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς και η αδυναμία επικράτησης στην Ουγγαρία και αλλού, αντικειμενικά συνέβαλαν στην υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος της Ευρώπης, με αποτέλεσμα κρίσιμα ζητήματα για την επιτυχή έκβαση του αγώνα, σε στιγμές όξυνσης της ταξικής πάλης, να οπισθοχωρήσουν πολλές φορές στο επίπεδο της διακηρυκτικής διατύπωσης.

Η ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΔΣΕ

 Η Οκτωβριανή Επανάσταση επέφερε παγκόσμια ανάταση στο εργατικό κίνημα. Στη σκιά της το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) και με την καθοριστική συμβολή της ριζοσπαστικής του πτέρυγας άρχισε η προπαρασκευαστική δουλειά για την εισδοχή του στην Κομμουνιστική Διεθνή, γεγονός που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1920 στο Β΄ Συνέδριό της.
Ως συνέπεια της σύνδεσής του με τη Γ΄ Διεθνή και ακολουθώντας το πολιτικό πρόγραμμα και τις θεωρητικές επεξεργασίες της, το ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε αργότερα (1924) σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, συνέχισε την προσπάθεια για πολιτική δουλειά στις γραμμές των στρατιωτών. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι τελευταίοι από το 1912 υπηρετούσαν την ελληνική αστική τάξη στα διάφορα θέατρα του πολέμου, τα οποία το 1921 εκτείνονταν μέχρι το Σαγγάριο Ποταμό.

Στη συνέχεια, το ΚΚΕ συμμετείχε ενεργά σε όλους τους εργατικούς αγώνες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Επάνδρωσε, με εθελοντές-μέλη του, τις γραμμές των Διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Προσπάθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά τις διώξεις, να συντονίσει και να κατευθύνει δυνάμεις που διέθετε ή επηρέαζε σε κοινό αγώνα εναντίον του φασισμού.
Για την πολύμορφη δράση τους τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ συχνά πλήρωσαν με τη ζωή τους και ακόμη συχνότερα διώχτηκαν από τους μηχανισμούς καταστολής του αστικού κράτους, ανεξάρτητα αν στο τιμόνι του βρίσκονταν φιλελεύθεροι όπως ο Βενιζέλος ή δικτάτορες όπως ο Μεταξάς. Ως αποτέλεσμα, η δράση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, στην περίοδο που προηγήθηκε της εμπλοκής της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, βαθμιαία υποχώρησε, ενώ στις συνθήκες του Ιταλοελληνικού πολέμου το ΚΚΕ παρενέβη μέσω των τριών επιστολών του φυλακισμένου Γενικού Γραμματέα του Νίκου Ζαχαριάδη.32

Το πολιτικό σκηνικό άλλαξε ραγδαία έπειτα από την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας. Η συνθηκολόγηση με τις δυνάμεις κατοχής, τον Απρίλη του 1941, διόγκωσε περαιτέρω τις ήδη υπαρκτές από την προπολεμική περίοδο αντιθέσεις, αναφορικά με την επιλογή της πλέον κατάλληλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας για τη συνολικότερη προώθηση των συμφερόντων της εγχώριας αστικής τάξης. Οι εν λόγω διαφοροποιήσεις, οι οποίες εδράζονταν σε ξεχωριστές οικονομικές συμμαχίες και εξαρτήσεις των Ελλήνων αστών με τα εμπόλεμα κέντρα της Δυτικής Ευρώπης, αποτυπώθηκαν τόσο με την εύρεση προθύμων που θα συνεργάζονταν με τις ναζιστικές δυνάμεις όσο και με τη συνειδητή αποχώρηση από τη χώρα πληθώρας αστών πολιτικών. Αντίστοιχα διαχωρίστηκε και μεγάλο κομμάτι αξιωματικών, κυρίως υψηλόβαθμων, του ελληνικού στρατού.

Η παραπάνω κατάσταση, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία μιας κρατικής δομής ικανής να συντονίσει την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της κατεχόμενης Ελλάδας, συνέβαλε, αντικειμενικά, στην απαξίωση του πολιτικού προσωπικού της προπολεμικής περιόδου, στη συνείδηση μεγάλου τμήματος των εργατοαγροτικών, λαϊκών στρωμάτων.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, της αναγκαίας προσπάθειας οργάνωσης της επιβίωσης και της αντίστασης του ελληνικού λαού, ηγήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Πριν τον Ιούνη του 1941, μήνα κατά τον οποίο η ΕΣΣΔ τελικά δέχεται τη ναζιστική ιμπεριαλιστική επίθεση, καθοδηγούμενοι πολιτικά από το ΚΚΕ αγωνιστές, αξιοποιώντας την εμπειρία τους να δουλεύουν σε καθεστώς παρανομίας, προσανατόλισαν πλέον τη δράση τους στην οργάνωση ενός αντιφασιστικού-εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος33, που διέθετε και ένοπλα τμήματα, επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή παρτιζάνικου αγώνα ικανού να επιφέρει απώλειες στις κατοχικές δυνάμεις34. Στα όρια της συγκεκριμένης πολιτικής προοπτικής ιδρύθηκαν και προσάρμοσαν την πολιτική και στρατιωτική τους δράση εναντίον του ξένου κατακτητή και των ντόπιων συνεργατών του το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Ο αντιστασιακός αγώνας απέκτησε έτσι τη δυνατότητα να κορυφωθεί στο επίπεδο της ένοπλης πάλης.
Στο πλαίσιο του αντιφασιστικού μετώπου, το ένοπλο λαϊκό κίνημα, ενώ αντιμετώπιζε την κατασταλτική ναζιστική μηχανή, (αυτο)περιορίστηκε σε στρατιωτικές ενέργειες που εναρμονίζονταν με το χαρακτήρα της πάλης του. Παρόλ’ αυτά, η μαζικότατη συμμέτοχη του λαϊκού παράγοντα στην ανάπτυξη και γιγάντωση του αντιστασιακού κινήματος τελικά το κατέστησε υπέρμετρα μεγαλύτερο απ’ όσο επιθυμούσαν ή επιδίωκαν με τις μεθοδεύσεις τους οι Έλληνες αστοί ή οι Βρετανοί σύμμαχοί τους.

Όμως, το προαναφερόμενο πολιτικό περίγραμμα δράσης του ίδιου του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος δε σταμάτησε ποτέ να αποτελεί μια ιδιότυπη τροχοπέδη, την οποία η κομματική καθοδήγηση δεν κατάφερε να υπερβεί, επιτυγχάνοντας τη σύνδεση της ένοπλης απελευθερωτικής πάλης με το στόχο της αλλαγής τάξης στο επίπεδο της εξουσίας.
Ως αποτέλεσμα, παρά την ηρωική δράση του και τη λαϊκή σύνθεσή του, ο ΕΛΑΣ δεν απέκτησε το κατάλληλο πολιτικό υπόβαθρο προκειμένου, έγκαιρα, να αποτελέσει το επίκεντρο μιας επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής σύγκρουσης με την ελληνική αστική τάξη και τους Βρετανούς συμμάχους της. Έτσι, έμεινε ανεκμετάλλευτη κάθε δυνατότητα μετατροπής ενός φύτρου λαϊκής εξουσίας, σημαντικότατου λόγω της δύναμης που διέθετε για την παροχή επαρκούς προστασίας και εποπτείας στη δράση άλλων νεοπαγών μορφών κοινωνικής οργάνωσης (λαϊκά δικαστήρια, θεσμοί αυτοδιοίκησης κλπ.) σε ένοπλη εμπροσθοφυλακή ενός ταξικού κινήματος ικανού, ενσωματώνοντας την εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, να επιτελέσει καθήκοντα ανάλογα με εκείνα που απαιτεί η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Το αντικειμενικό γεγονός ότι η στρατηγική του ΚΚΕ δεν κινήθηκε στην παραπάνω κατεύθυνση επέφερε ένα ακόμη χειρότερο αποτέλεσμα: Την απόφαση για σταδιακή ενσωμάτωση του ΕΛΑΣ, μετά την υπαγωγή του στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτα, στους κόλπους ενός ήδη απαξιωμένου στη συνείδηση των εργατικών, λαϊκών στρωμάτων, αστικού στρατού. Αντίστοιχη διαδικασία συντελέστηκε και με τη σταδιακή ενσωμάτωση της ΠΕΕΑ στην ελληνική αστική κυβέρνηση του Καΐρου.
Όταν τελικά τα ναζιστικά στρατεύματα αποχώρησαν, ουσιαστικά ανενόχλητα από τους Βρετανούς, ο ΕΛΑΣ δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί σε όφελος του λαϊκού παράγοντα το γεγονός πως, σε αυτήν την ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική συγκυρία, αποτελούσε αντικειμενικά την κύρια συγκροτημένη μορφή ένοπλης μαζικής οργάνωσης. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι διέθετε αφενός επαρκή στρατιωτική ισχύ και αφετέρου την απαιτούμενη πολιτική νομιμοποίηση για την άσκηση εξουσιών που θα αναδείκνυαν τα εργατοαγροτικά, λαϊκά στρώματα του πληθυσμού σε πρωταγωνιστές της μεταπολεμικής περιόδου.

Αδυνατώντας να διαφύγει από τα πλοκάμια του αστικού πολιτικού συστήματος και του βρετανικού ιμπεριαλισμού, το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ, ως το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, οδηγήθηκε στα αχαρτογράφητα νερά είτε μιας γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης που δε σχεδίασε εξαρχής είτε μιας ανεπιθύμητης συνθηκολόγησης.
Καθώς, λοιπόν, το λαϊκό κίνημα υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, αρνείται να του φορέσουν αλυσίδες. Συνέπεια, όμως, αυτής της ιστορικής άρνησής του ήταν η εμπλοκή σε μια ένοπλη αντιπαράθεση με την αστική τάξη και τους Βρετανούς συμμάχους της, η οποία υπερέβαινε τις πολιτικές του στοχεύσεις και διακηρύξεις.
Την ίδια στιγμή, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης του ΕΑΜικού κινήματος με τους συνεργάτες των κατακτητών, αντικειμενικά επέβαλε αυτήν τη σύγκρουση, καθώς οι τελευταίοι αγκαλιάζονταν και ενσωματώνονταν από τις λοιπές αστικές φιλοβρετανικές δυνάμεις, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν κατασταλτικά σε βάρος του ΚΚΕ και του εργατικού, λαϊκού παράγοντα.
Ενώ, λοιπόν, ο δρόμος της ένοπλης σύγκρουσης ήταν ο μοναδικός που απέμενε στο ΕΑΜικό κίνημα, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήταν στρατηγικά προετοιμασμένη να καθοδηγήσει όλα τα όπλα που βρίσκονταν στην υπηρεσία του λαϊκού αγώνα εναντίον της ελληνικής αστικής τάξης και των Βρετανών συμμάχων της. Η ανεπάρκεια μιας στρατηγικής κατάλληλης για ν’ αποσπάσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ το μονοπώλιο της βίας σε όφελος του λαού, ερχόταν πλέον σε αντίφαση, όχι μόνο με τα καθήκοντα ενός κινήματος που θα κινούνταν σε επαναστατική κατεύθυνση αλλά ακόμα και με το δικό του λαϊκοδημοκρατικό πολιτικό πρόγραμμα, φανερώνοντας τα όρια και τις αντιφάσεις του τελευταίου.

Ως συνέπεια, η διάταξη και η δράση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στις ένοπλες συγκρούσεις του Δεκέμβρη, αν και στην αρχή αιφνιδίασε τους αντιπάλους της, δεν κατάφερε να φέρει σε πέρας την επικράτηση του λαϊκού παράγοντα που για τριάντα τρεις μέρες στην Αθήνα έδωσε ηρωικές μάχες εναντίον του στρατού της ελληνικής και της βρετανικής αστικής τάξης.
Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, ενώ οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν την κατάσταση σαν να βρίσκονταν σε κατεχόμενη χώρα,35 την ίδια στιγμή το ΕΑΜικό κίνημα τις θεωρούσε συμμαχικές και απέφευγε να επιτεθεί αποφασιστικά εναντίον τους36. Επίσης, τη μάχη στην Αθήνα, κατά πλειοψηφία, έδωσαν οι δυνάμεις του λεγόμενου εφεδρικού ΕΛΑΣ, την ίδια ώρα που ημέτερα τμήματα, μεγαλύτερης στρατιωτικής ισχύος και πολεμικής πείρας, επιχειρούσαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το επίκεντρο της σύγκρουσης. Έτσι, ο ΕΛΑΣ την κρίσιμη ώρα της ταξικής αναμέτρησης δε διέθετε στο επίκεντρό της υπεροπλία δυνάμεων, όχι εξαιτίας αδυναμίας του στο στρατιωτικό συσχετισμό, αλλά κυρίως λόγω ανεπαρκούς πολιτικής επεξεργασίας του αντικειμενικού πολιτικού καθοδηγητή του κινήματος, του ΚΚΕ.
Στην ίδια κατεύθυνση, μια σειρά από στρατιωτικού περιεχομένου επεξεργασίες που φαίνεται να υπήρχαν στη διάθεση της κομματικής καθοδήγησης του αγώνα δεν μπήκαν ποτέ σε εφαρμογή, ενώ άλλοι σχεδιασμοί που ξεκίνησαν να υλοποιούνται, όπως η επιχείρηση ανατίναξης του ξενοδοχείου Μ. Βρετανία, έδρα του ελληνοβρετανικού επιτελείου καταστολής του λαϊκού κινήματος, σταμάτησαν λίγο πριν ολοκληρωθούν.

Μέσα από την ένοπλη σύγκρουση το Δεκέμβρη του 1944, το εργατικό, λαϊκό και κομμουνιστικό κίνημα διαπίστωσε, με ιδιαίτερα τραγικό τρόπο, πως η ταξική πάλη διέπεται από κανόνες που, αν δεν τηρηθούν απαρέγκλιτα, οδηγούν σε αρνητικό αποτέλεσμα.
Επόμενος σταθμός της ίδιας τραγικής πορείας ήταν η Βάρκιζα, όπου η ηγεσία του ΚΚΕ συνυπέγραψε τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Αναφορικά με τη συμφωνία αυτή, το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Από τη στιγμή κατά την οποία, αντικειμενικά, δεν ανταποκρινόταν στον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων των αντιπαρατιθέμενων πλευρών σε πανελλαδικό επίπεδο, γιατί υπογράφτηκε;

Προκειμένου να δοθεί μια απάντηση, η οποία δε θα εξαντλείται σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτή η εντελώς διαφορετική στόχευση των συμβαλλόμενων μερών μέσα από το κοινά αποδεκτό κείμενο της συμφωνίας. Η κομμουνιστική καθοδήγηση του ΕΑΜικού κινήματος, προσκολλημένη στο λαϊκοδημοκρατικό της πρόγραμμα, φαίνεται να θεωρεί δυνατή την αξιοποίηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας, παρότι την εκτιμά ως συμφωνία ανάγκης, για να συνεχιστεί ευνοϊκά ο πολιτικός αγώνας.37 Με αυτόν, όμως, τον προσανατολισμό, δεν μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως τη βαρύνουσα σημασία των υποχωρήσεων που πραγματοποιούσε στο επίπεδο της ένοπλης ταξικής αναμέτρησης. Την ίδια στιγμή η αστική τάξη, κινούμενη σε εντελώς διαφορετική τροχιά, επιτρέποντας διατυπώσεις που φαινομενικά εξυπηρετούσαν την πολιτική δράση του αντιστασιακού κινήματος, εξασφάλισε αυτό που την απασχολούσε περισσότερο: Τη συναίνεση στον αφοπλισμό του.
Με την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ παρέδωσαν στην αστική τάξη τον οπλισμό ενός στρατού ο οποίος παρέμενε ακόμη αξιόμαχος σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής επικράτειας. Ταυτόχρονα, με τη συναίνεση στη διατύπωση του σχετικού άρθρου για τη συγκρότηση εθνικού στρατού, εξ αντικειμένου αποδέχονταν την παράδοση και τμήματος του έμψυχου δυναμικού του ΕΛΑΣ.

Το αξιόμαχο των ΕΛΑΣίτικων δυνάμεων, το οποίο σε ένα βαθμό αντικατοπτρίζεται και στην ποσότητα του στρατιωτικού υλικού που παραδόθηκε, αποτέλεσε βασική αιτία που καθιστούσε αναγκαία την επέκταση της εμβέλειας δράσης των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών πέρα από τα όρια των αστικών κέντρων, με όλες τις δυνατές μορφές που αυτή μπορούσε να επιτευχθεί, ακόμη και φαινομενικά παρακρατικές, ώστε να ολοκληρωθεί η πλήρης υποταγή του λαϊκού παράγοντα στις εκμεταλλευτικές διαθέσεις της ελληνικής πλουτοκρατίας.
Η ανάπτυξη στην περιφέρεια του κύματος της αποκαλούμενης «Λευκής Τρομοκρατίας» δημιούργησε μια συνολικότερη ανάγκη προστασίας του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος που, για να ικανοποιηθεί επαρκώς, απαιτούσε την ουσιαστική παρέμβαση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Η τελευταία, όμως, σταθερά προσανατολισμένη στην πολιτική δουλειά και δεσμευμένη από τη συμφωνία της Βάρκιζας, καθυστέρησε να δώσει λύση σε ένα ιδιαίτερα επιτακτικό ζήτημα, το οποίο υπήρχαν σαφείς ενδείξεις πως, αργά ή γρήγορα, θα καλούνταν να αντιμετωπίσει.

Εμφανίστηκαν τότε οι πρώτες ομάδες καταδιωκόμενων αγωνιστών οι οποίες, στη βάση της συμμετοχής τους στο αντιστασιακό κίνημα, εκ των πραγμάτων πίεζαν βαθμιαία για κάλυψη της δράσης τους από τον πολιτικό φορέα με τον οποίο ήταν συνδεδεμένες. Το ΚΚΕ απάντησε με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας (Ιούνης 1945) και τη διακήρυξη της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας ως μέσου για την προστασία του λαϊκού παράγοντα.38 Σύμφωνα με αυτήν την επεξεργασία, που προωθήθηκε περαιτέρω στο διάστημα μέχρι το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Οκτώβρης 1945), οπότε πήρε το χαρακτήρα συνεδριακής απόφασης, η λαϊκή αυτοάμυνα αποτελούσε συμπληρωματικό μέσο του πολιτικού αγώνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρατική καταστολή.39
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι αποφάσεις της 2ης Ολομέλειας (Φλεβάρης 1946), η οποία υιοθέτησε την άμεση λήψη τεχνικών και οργανωτικών μέτρων προκειμένου να δοθεί ισοδύναμη απάντηση στην καταστολή.40 Εφόσον, όμως, στην ηγεσία του ΚΚΕ δεν επικρατούσε ακόμα η θέση ότι η λαϊκή επαναστατική βία, υπό προϋποθέσεις, είναι απαραίτητο να μπαίνει στην πρώτη γραμμή του πολιτικού αγώνα, η στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη που έλαβε χώρα την ίδια μέρα με τη 2η Ολομέλεια δεν υιοθέτησε την άποψη που πρότασσε την ανάγκη άμεσης οργάνωσης ένοπλης εξέγερσης με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας στις μεγάλες πόλεις.41

Ο συγκερασμός των διαφορετικών αντιλήψεων στην εσωκομματική διαπάλη, σε συνδυασμό και με τη διαπάλη στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, καθόρισε το περιεχόμενο των αποφάσεων της 2ης Ολομέλειας για την ένοπλη πάλη. Η διαπιστωμένη αναγκαιότητα για υπεράσπιση των καταδιωκόμενων αγωνιστών δεν καλύφθηκε από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσεων που αποτελούσε η εκπλήρωση μιας τέτοιας αποστολής. Η επιλογή της αποχής από τις εκλογές του Μάρτη του 1946 και η επίθεση της ίδιας μέρας ενάντια στο σταθμό Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο φανέρωναν μια ισχυρή τάση στις γραμμές της κομματικής καθοδήγησης για την ανάγκη ξεκινήματος της ένοπλης σύγκρουσης και αναβάθμιζαν τη σημασία της ένοπλης πάλης στη δράση του ΚΚΕ. Όμως οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου στρατιωτικού προγράμματος δράσης, ικανού να κλονίσει το μονοπώλιο της βίας του αστικού κράτους.

Με τη σειρά της, η αστική τάξη, αντιλαμβανόμενη έπειτα από την επίθεση στο Λιτόχωρο ότι ο ένοπλος αγώνας επανερχόταν αντικειμενικά στην υπηρεσία του κινήματος αμφισβήτησης της εξουσίας της και όντας αβέβαιη για την επίδραση μιας τέτοιας εξέλιξης, εξαπέλυσε νέο κύμα διώξεων το οποίο κορυφώθηκε με το λεγόμενο Γ΄ Ψήφισμα, τον Ιούνη του 1946.
Η όξυνση της καταστολής επέφερε την ενσωμάτωση επιπλέον διωκόμενων αγωνιστών στους κόλπους των υφιστάμενων ανταρτοομάδων, ενώ παράλληλα προώθησε διεργασίες για τη συνένωσή τους, που ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς με τη συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών. Η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι η ένοπλη αντιπαράθεση, εκ των πραγμάτων, προσδιόρισε τη μορφή που θα είχε ο αγώνας ενάντια στην αστική εξουσία, ζήτημα που παρέμεινε ανοιχτό στη διάρκεια των εργασιών της 2ης Ολομέλειας.

Η ένοπλη πάλη του Δημοκρατικού Στρατού βρισκόταν σε σύμπνοια με το πρόσφατο αγωνιστικό παρελθόν του λαϊκού παράγοντα. Το γεγονός, όμως, ότι το πέρασμα στη συγκεκριμένη μορφή ένοπλης δράσης δεν πραγματοποιήθηκε στη βάση έγκαιρων επεξεργασιών της κομματικής καθοδήγησης στέρησε το κίνημα από την όποια δυνατότητα να κλονίσει με αποφασιστικά χτυπήματα το αστικό κράτος, σε μια συγκυρία που οι αντικειμενικές συνθήκες το επέτρεπαν.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι, έστω και καθυστερημένα, αφενός συγκροτήθηκε ο στρατιωτικός φορέας μέσα από τον οποίο θα δινόταν ο αγώνας και αφετέρου μορφοποιήθηκε το είδος του λειτούργησε προωθητικά. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από το θετικό απολογισμό της περιόδου έναρξης της δράσης του Δημοκρατικού Στρατού. Οι στρατιωτικές επιτυχίες του ΔΣΕ, παρότι δεν αποδόμησαν το αστικό κράτος, έσπειραν στις τάξεις του την αμφιβολία για το αν, τελικά, μπορούσε να επιβληθεί στη σύγκρουση με το λαϊκό στοιχείο.

Η αμφιβολία αυτή οδήγησε την αστική τάξη να αναπροσαρμόσει την τακτική επίθεσης πάνω στο κίνημα, με κύριο μέλημα την ανάσχεση της ενδυνάμωσης των γραμμών του ΔΣΕ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συνέχιζε τις μαζικές εκτοπίσεις αγωνιστών σε τόπους εξορίας, ενώ παράλληλα έβαλε μπροστά ένα σχέδιο εκκαθάρισης των τάξεων του στρατού απ’ οποιονδήποτε έκρινε πως ήταν αντιτιθέμενος στην εξουσία της ή φιλικά διακείμενος προς το ΔΣΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λειτουργία νέων στρατόπεδων συγκέντρωσης ξεκίνησε την άνοιξη του 1947.42 Στη γενικότερη αναμόρφωση και κλιμάκωση των αστικών σχεδιασμών ενάντια στο λαϊκό κίνημα συνέβαλε και το γεγονός της αλλαγής που συντελέστηκε με την παράδοση της σκυτάλης από το βρετανικό στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Η απάντηση της καθοδήγησης του Κομμουνιστικού Κόμματος στη διαμορφωθείσα κατάσταση ήρθε τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς, από το βήμα του συνεδρίου του Γαλλικού ΚΚ, στο Στρασβούργο. Στο χαιρετισμό που απηύθυνε ο αντιπρόσωπος του ΚΚΕ43 διαπιστώνεται μια προωθητική ανασύνθεση στις επεξεργασίες του Κόμματος αναφορικά με τους σκοπούς της ένοπλης πάλης. Η καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος διατύπωσε τη θέση πως η συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της αστικής τάξης να αποδεχτεί ένα δημοκρατικό συμβιβασμό, ο οποίος αντιφατικά εξακολουθούσε να αποτελεί επιδίωξη του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, οδηγούσε την ανάπτυξη και δράση του τελευταίου στη δημιουργία ξεχωριστής κρατικής οντότητας.44

Φυσικά κάτι τέτοιο, έστω και αντιφατικά διατυπωμένο, ερχόταν σε ρήξη με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης η οποία, λαμβάνοντας το μήνυμα του Στρασβούργου, έσπευσε αμέσως να ολοκληρώσει το σχεδιασμό αποκλεισμού της περαιτέρω ανάπτυξης και δράσης του ΔΣΕ, συλλαμβάνοντας το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούλη χιλιάδες μέλη του ΕΑΜικού κινήματος.
Η περαιτέρω ένταση της καταστολής του αστικού κράτους δεν οδήγησε σε υποχώρηση το ΚΚΕ, που το Σεπτέμβρη του 1947, στις εργασίες της 3ης Ολομέλειας, προχώρησε στην υλοποίηση της διακήρυξης του Στρασβούργου45. Το συλλογικό όργανο αποφάσισε πως η ενίσχυση της ένοπλης πάλης που διεξάγει ο ΔΣΕ με σκοπό, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τη δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας με την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης και επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, αποτελεί προτεραιότητα της κομματικής δουλειάς. Στην ίδια κατεύθυνση ενέκρινε το στρατιωτικό σχέδιο με την ονομασία «Λίμνες», το οποίο είχε εκπονήσει για την επιχειρησιακή υποστήριξη ενός τέτοιου προσανατολισμού46.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η απόφαση της 3ης Ολομέλειας στηριζόταν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό αντικειμενικό γεγονός. Από τη στιγμή που η κλιμάκωση της σύγκρουσης οδήγησε στη δημιουργία του ΔΣΕ και στη συνέχεια σταθεροποίησε την ύπαρξή του, εκ των πραγμάτων ανέκυπτε ένα ζήτημα προσανατολισμού της ένοπλης δράσης, που θα έπρεπε να απαντά επαρκώς στο ερώτημα: Με ποιον τρόπο και με ποιο πολιτικό πρόταγμα αυτός ο ένοπλος σχηματισμός θα εκπλήρωνε επιτυχημένα την αποστολή του; Η απόφαση για τη δημιουργία μιας ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με ξεχωριστή κυβέρνηση αποτελούσε προσπάθεια απάντησης αυτού του υπαρκτού ερωτήματος σε πρώτη φάση, με δεδομένο ότι η αστική τάξη δεν επιθυμούσε κανένα συμβιβασμό, ο οποίος δε θα περιλάμβανε την πλήρη υποταγή του λαϊκού παράγοντα.

Τέλος, η 3η Ολομέλεια επισήμαινε πως ο στόχος της περαιτέρω ανάπτυξης της ένοπλης δράσης δεν μπορούσε να εκπληρωθεί χωρίς την καταπολέμηση της αναποφασιστικότητας και των ταλαντεύσεων εντός των γραμμών του ΚΚΕ47, γεγονός που υποδήλωνε την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Όμως, καθώς η απόφαση δε διαχώριζε με σαφήνεια τη δράση του ΔΣΕ από την πιθανότητα επίτευξης ενός δημοκρατικού συμβιβασμού, εκ των πραγμάτων άφηνε χώρο ώστε η εσωκομματική διαπάλη, σε σχέση με την αναγκαιότητα γενίκευσης του ένοπλου αγώνα, να κρυφτεί πίσω από μια νέα αντιπαράθεση για το είδος του στρατού που μπορούσε να επιτελέσει επαρκέστερα την πολιτική απόφαση του Κόμματος.

Ξεκίνησε έτσι μια ενδοκομματική σύγκρουση σχετικά με το αν ο ΔΣΕ θα μετασχηματιστεί σε τακτικό στρατό ή θα διατηρήσει την παρτιζάνικη μορφή του. Η αντιπαράθεση αυτή δεν είχε το χαρακτήρα της σύγκρουσης διαφορετικών τεχνικών-στρατιωτικών απαντήσεων που υπηρετούσαν μια κοινή στρατηγική. Επανέφερε το ερώτημα αναφορικά με το αν η πάλη του ΔΣΕ θα επιζητούσε την ένοπλη επικράτηση του λαϊκού κινήματος ή αν, αντίθετα, θα αποτελούσε μέσο πολιτικής πίεσης. 

Με τη δεύτερη άποψη, στην πορεία εξέλιξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Δημοκρατικού Στρατού, συντάχτηκαν και στελέχη τα οποία αντιλαμβάνονταν τη ριζική μεταβολή του στρατιωτικού συσχετισμού δύναμης υπέρ του ελληνικού αστικού στρατού, χάρη στην ανεξάντλητη και ποικιλόμορφη αμερικανική βοήθεια, αλλά και την αδυναμία του ΔΣΕ να επιλύσει τα κρίσιμα ζητήματα των εφεδρειών και της ανεπαρκούς υλικής υποστήριξης από τους διεθνείς συμμάχους.
Καθώς, λοιπόν, ο συσχετισμός δυνάμεων μεταβαλλόταν συνεχώς προς το χειρότερο για το ΔΣΕ, δυνάμωνε και η εσωκομματική διαπάλη για τη μορφή των επιχειρήσεων που θα διεξήγε, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε και στις εργασίες της 5ης Ολομέλειας (Γενάρης 1949). Στη διάρκειά της, η καθοδήγηση του Κόμματος, προκειμένου να διαφυλάξει μια ενιαία αντίληψη για τη μορφή της στρατιωτικής δράσης, εξ ανάγκης χρησιμοποίησε και οργανωτικά μέτρα.48 Δεν εξαντλήθηκε, όμως, μόνο σε αυτά.

Η ηγεσία του ΚΚΕ απάντησε στο υπαρκτό πρόβλημα της μείωσης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του ΔΣΕ, που χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα ενίσχυσης των τάσεων συμβιβασμού, προχωρώντας στην αποσύνδεση του πολιτικού σκοπού της ένοπλης πάλης από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα. Συνέδεσε την πολιτική στόχευση του αγώνα του ΔΣΕ με το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων που κρινόταν ευνοϊκός λόγω της αποδέσμευσης 8 χωρών από το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Σε αυτήν τη βάση, παρέκαμψε το ενδιάμεσο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και έθεσε το στόχο του σοσιαλισμού ως αποτέλεσμα της επιτυχούς έκβασης της «λαϊκοδημοκρατικής επανάστασης», όπως αναφερόταν στο κλείσιμο της 5ης Ολομέλειας49.
Η συγκεκριμένη πολιτική επεξεργασία της ποιοτικής επιτάχυνσης των κοινωνικών μεταβολών προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στη βάση ενός ευνοϊκότερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος, διακρίνεται και στην απόφαση της 6ης Ολομέλειας50, παρά το γεγονός ότι το λαϊκό κίνημα έχει, πλέον, ηττηθεί στρατιωτικά.

Η παράκαμψη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και η πρόταξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στα πολιτικά πορίσματα του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε αυτήν την τελευταία φάση του εμφύλιου πολέμου, αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για τον προσανατολισμό του κοινωνικού αγώνα. Ωστόσο χρειάζεται η επισήμανση μιας σημαντικής θεωρητικής αδυναμίας της συγκεκριμένης επεξεργασίας: Η διακήρυξη της δυνατότητας πραγματοποίησης σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα δε στηριζόταν στην αντικειμενική κοινωνικο-οικονομική ανάλυση της χώρας.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

 Η διερεύνηση του ιστορικού περιβάλλοντος της διεξαγωγής κορυφαίων κοινωνικών αγώνων του παρελθόντος και των συμπερασμάτων που η μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία άντλησε από αυτούς, συνδέοντας την ταξική πάλη με την ένοπλη δράση, ως αναγκαία μορφή επιβολής της εργατικής εξουσίας σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, δεν έχει κάποιο νόημα εφόσον εξαντλείται στο επίπεδο της ρομαντικής αναπόλησης ή σε εκείνο της ιστοριογραφικής αντιπαράθεσης. Ούτε οδηγεί κάπου αν συνδέεται με τον τρόπο που τα εν λόγω συμπεράσματα ενσωματώθηκαν στις επεξεργασίες της πολιτικής στρατηγικής των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τελικά εκφράστηκαν στη δράση τους.

Αντίθετα, είναι δυνατό να αποτελέσει χρήσιμο θεωρητικό εργαλείο για εκείνους που πραγματικά ενδιαφέρονται για τη συνεχή κίνηση της συλλογικής προλεταριακής συνείδησης σε ριζοσπαστική τροχιά γύρω από τα ζητήματα της ταξικής πάλης και της κοινωνικής-ταξικής απελευθέρωσης. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο Β΄ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968): «Η δυνατότητα και η ικανότητα ενός ΚΚ να μελετά την ιστορία του αποτελεί στοιχείο της ανάπτυξής του, εφόσον η μελέτη της συγκροτεί διαδικασία συνειδητοποίησης λαθών, των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτά και εξαγωγής συμπερασμάτων, με σκοπό να γίνει πιο διεισδυτική και αποτελεσματική η δράση του ΚΚ στην οργάνωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο»51.

Τον 21ο αιώνα, εποχή τεράστιων τεχνολογικών δυνατοτήτων τις οποίες η ανθρώπινη εργασία έχει ενσωματώσει στα μέσα παραγωγής, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τις εκμεταλλευτεί για την ικανοποίηση των δικών της αναγκών, το ταξικό καθήκον της κατάργησης της ανθρώπινης εκμετάλλευσης μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης εξακολουθεί να αποτελεί τη μόνη προοπτική του κοινωνικού ταξικού αγώνα προς όφελος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Το σημαντικό πισωγύρισμα που σημείωσε το Διεθνές Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα, τις τελευταίες δεκαετίες, δεν ακυρώνει μια τέτοια προοπτική, καθώς αυτή θεμελιώνεται στα αντικειμενικά δεδομένα της κοινωνικής εξέλιξης και της ταξικής πάλης: Την ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και την όξυνση της αντίθεσης με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, καθώς και τη σύγκρουση της τελευταίας με κάθε ανάγκη της κοινωνικής πλειοψηφίας και, εν τέλει, με την ίδια την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Για την επίλυση κάθε κοινωνικού προβλήματος παραμένει τροχοπέδη η καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και απαιτείται η κοινωνικοποίησή τους και ο κεντρικός σχεδιασμός τους από την εργατική εξουσία. Η σοσιαλιστική επανάσταση, επομένως, δεν μπορεί παρά να αποτελεί τη μοναδική απάντηση, από μέρους των υπό εκμετάλλευση εργατικών μαζών, σε όλα τα ερωτήματα που θέτουν τα σύγχρονα προβλήματα της οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.

Η διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 (επαν)επιβεβαίωσε τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Παράλληλα, διεύρυνε όλες τις υπαρκτές αντιφάσεις του, οξύνοντας την ταξική εκμετάλλευση και τις αστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η αγωνιώδης προσπάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας να περάσει σε νέο κύκλο ανάπτυξης στράφηκε ενάντια στη διεθνή εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα συνολικότερα. Με τα εντεινόμενα μέτρα οικονομικής λιτότητας, την ανεργία, την εξαθλίωση των συνθηκών διαβίωσης, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και συγκρούσεις, με αποτέλεσμα εκατόμβες νεκρών και προσφυγιά, προωθείται η συστημ(ατ)ική καταστροφή, πέραν του κεφαλαίου και των άλλων παραγωγικών δυνάμεων, και της ανθρώπινης ζωής σε όφελος των καπιταλιστικών κερδών.
Ταυτόχρονα, η διεθνής αστική τάξη, έχοντας μειωμένες δυνατότητες, σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, να παρέχει τα ίδια σε σχέση με το παρελθόν προνόμια στην εργατική αριστοκρατία και να συντηρεί αδιατάρακτα τις συμμαχίες της με τα μεσαία στρώματα, καταφεύγει στο τελευταίο οχυρό της εξουσίας της: Την καταστολή και την τρομοκράτηση του εργατικού, λαϊκού παράγοντα. Για να πετύχει το στόχο της ανασύρει από τις αποθήκες της όλα εκείνα τα όπλα που μέχρι πρόσφατα και η ίδια, συνολικά, επιθυμούσε να παρουσιάζει ξεπερασμένα, συμπεριλαμβανομένου του φασισμού.

Αυτή η ευθύγραμμη καπιταλιστική επίθεση στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, τόσο με τη μορφή της έντασης της εκμετάλλευσης όσο και με εκείνη των ιμπεριαλιστικών πολέμων, εκ των πραγμάτων επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τα συμπεράσματα που εξόρυξε η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, από την ιστορική εμπειρία της ταξικής πάλης, αναφορικά με το αναγκαίο και αναπόδραστο της κλιμάκωσης των ταξικών αντιθέσεων στο επίπεδο της ένοπλης πάλης.
Απέναντι στην αστική βία, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της είτε θα αποδεχτούν την καταστροφή τους είτε θα αντιτάξουν οργανωμένα τη δική τους επαναστατική βία. Ωστόσο η περίοδος που η κλιμάκωση της ταξικής πάλης θα λάβει τη μορφή του ένοπλου αγώνα δεν μπορεί να καθορίζεται πρωτίστως από την υποκειμενική βούληση του πολιτικού καθοδηγητικού φορέα της επαναστατικής διαδικασίας, αλλά από την αντικειμενικότητα της όξυνσης της αντιπαράθεσης μεταξύ των κοινωνικά αντιτιθέμενων συμφερόντων. Συμπερασματικά, η επαναστατική κατάσταση έχει και αυτή αντικειμενικό χαρακτήρα.

Στη βάση της παραπάνω διαπίστωσης, στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ διατυπώνεται πως η επαναστατική κατάσταση:
«Συμπυκνώνει την αποδυνάμωση της αστικής εξουσίας (“οι πάνω να μην μπορούν”) και τη ραγδαία άνοδο των αγωνιστικών διαθέσεων και της πάλης των λαϊκών μαζών (“οι κάτω”) που δε θέλουν να ζήσουν με το συνηθισμένο τρόπο υποταγής τους στην εκμεταλλευτική εξουσία, ωθούμενες και από τη μεγάλη, μη διαχειρίσιμη από την αστική εξουσία, απότομη επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου […]
Δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση. Το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που φτάνουν έως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατό να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα»52.
Η έλλειψη δυνατότητας ακριβούς προσδιορισμού της περιόδου εκδήλωσης της επαναστατικής βίας, οπότε ο ταξικός αγώνας θα αποκτήσει ένοπλη μορφή, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να συνεπάγεται την αδιαφορία τόσο για μια πολιτική δραστηριότητα που θα συμβάλλει στην εμβάθυνση των ρηγμάτων στην αστική εξουσία όσο και για την εκπλήρωση τον πολιτικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έγκαιρη αναγνώριση της χρονικής συγκυρίας και ιστορικής ευκαιρίας και για την επιτυχή έκβαση μιας τέτοιας πάλης σε επαναστατική κατεύθυνση. Η εκδήλωση και η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν αποτελεί μονόπρακτο έργο αποσπασμένο από τη γενικότερη εξέλιξη της ταξικής πάλης, του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ήδη σήμερα είναι αναγκαίο και επίκαιρο να μπολιάζεται η πλειοψηφία της εργατικής τάξης με την πεποίθηση της αναγκαιότητας της σοσιαλιστικής επανάστασης, να πυκνώνει τις γραμμές των μαζικών της οργανώσεων προσδίδοντάς τους ταξικό περιεχόμενο και να συσπειρώνεται οργανωτικά και ιδεολογικοπολιτικά γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα της. Θεμελιώδης προϋπόθεση για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την προετοιμασία του για να παίξει τον ιστορικό ρόλο του σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης είναι η ύπαρξη ισχυρών Οργανώσεων του ΚΚΕ στα εργοστάσια, γενικά στη βιομηχανία, καθώς και σε άλλους τομείς στρατηγικής σημασίας. Είναι επίσης απαραίτητο να ενισχύονται οι δεσμοί του εργατικού κινήματος με τους αγωνιζόμενους μικρομεσαίους της πόλης και του χωριού.

Το ΚΚΕ, ως συλλογικός φορέας της εργατικής τάξης, οφείλει να παραμένει αταλάντευτα προσανατολισμένο στην εκπλήρωση των παραπάνω προϋποθέσεων. Παράλληλα, στους δικούς του ώμους πέφτει το βάρος της εξειδικευμένης και συστηματικής δουλειάς για την απόσπαση όσο το δυνατόν ευρύτερων δυνάμεων από τους κόλπους των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών, ώστε την κρίσιμη ώρα να αποτελέσουν μέρος της καθοριστικής δύναμης που θα γείρει αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ του εργατικού, λαϊκού παράγοντα.

Το ΚΚΕ οφείλει, διδασκόμενο από την τέχνη του πολέμου, να αντλήσει το απαραίτητο ταξικό σθένος και να παρατάξει, την αποφασιστική στιγμή, στα αποφασιστικά σημεία, την υπεροπλία του στρατοπέδου της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η παραπάνω διαπίστωση θεμελιώνεται στην πάλη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και σε ολόκληρη την πορεία του ελληνικού εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια της τριπλής φασιστικής Κατοχής, της ταξικής αναμέτρησης του Δεκέμβρη και στη συνέχεια του ένοπλου ταξικού αγώνα του ΔΣΕ.

Αποτελεί, πλέον, προγραμματική διακήρυξη ότι στην περίπτωση «ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής, λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας»53.

Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά και ο Λένιν: «Θα θυμόμαστε ότι πλησιάζει ο μεγάλος μαζικός αγώνας. Ο αγώνας αυτός θα είναι η ένοπλη εξέγερση […] Οι μάζες πρέπει να ξέρουν ότι τραβούν για ένοπλο αιματηρό σκληρό αγώνα […] Το κόμμα του συνειδητού προλεταριάτου πρέπει να εκπληρώσει το χρέος του στο μεγάλο αυτό αγώνα»54.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Αντώνης Χιοκτούρης είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
1. Καρλ Μαρξ: «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», εκδ. «Γερ. Αναγνωστίδη», σελ. 174.
2. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 776.
3. Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 25-27.
4. Φρίντριχ Ένγκελς: «Αντι-Ντίρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2001, σελ. 212-213.
5. Φρίντριχ Ένγκελς: «Εισαγωγή», στο Καρλ Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2012, σελ. 26-27.
6. Φρίντριχ Ένγκελς: «Αντι-Ντίρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2001, σελ. 213.
7. Καρλ Μαρξ: «Επιστολή στον J. Weydemeier (5 Μαρτίου 1852)», στο Καρλ Μαρξ -  Φρίντριχ Ένγκελς: «Αλληλογραφίαν 1844-1860», τ. Α΄, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1986, τ. Α΄, σελ. 107.
8. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 293-302, 315. Ο Λένιν θα επισημάνει αργότερα ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού, η επαναφορά της κερδοφορίας περνά και μέσα από το συνεχές μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής.
9. Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 39-40.
10. Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 42-102.
11. Ό.π., σελ. 75-76.
12. Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 100.
13. Ό.π., σελ. 40.
14. Καρλ Μαρξ: «Επιστολές στον Κούγκελμαν», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2015, σελ. 198-199.
15. Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 62, 64.
16. Φρίντριχ Ένγκελς: «Πρόλογος στη γερμανική έκδοση του 1872», στο Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 8.
17. Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς: «Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης» εκδ. «Κορότζη», Αθήνα 2004, σελ. 27-65.
18. Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς: «Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης» εκδ. «Κορότζη», Αθήνα 2004, σελ. 95-124.
19. Β. Ι. Λένιν: «Διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας», Άπαντα, τ. 13, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1980, σελ. 373-381.
20. Β. Ι. Λένιν: «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 63.
21. Β. Ι. Λένιν: «Η έναρξη της επανάστασης στη Ρωσία», «Άπαντα», τ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 202-203.
22. Β. Ι. Λένιν: «Διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας», Άπαντα, τ. 13, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1980, σελ. 375-376.
23. Η απόφαση της Βασιλείας, μιλώντας για τον επικείμενο τότε παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, έλεγε ότι: «Ο πόλεμος αυτός δεν μπορεί ούτε με το παραμικρότερο πρόσχημα να δικαιολογηθεί ότι γίνεται για το λαϊκό συμφέρον». Ακόμα ότι ο πόλεμος θα δημιουργήσει οικονομική και πολιτική κρίση, ότι οι εργάτες θα θεωρήσουν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο έγκλημα, θα θεωρήσουν εγκληματικό «το να πυροβολούν ο ένας τον άλλο για τα κέρδη των καπιταλιστών, για τις φιλοδοξίες των δυναστειών, για την εκπλήρωση των μυστικών διπλωματικών συμφώνων», ότι οι σοσιαλιστές είναι υποχρεωμένοι να επωφεληθούν από αυτήν την κρίση και από αυτές τις ψυχικές διαθέσεις των εργατών για «να ξεσηκώσουν το λαό και να επιταχύνουν την κατάρρευση του καπιταλισμού» (Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», «Άπαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1980, σελ. 216, 219).
24. Β. Ι. Λένιν: «Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 15-16, 27.
25. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Άπαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1980, σελ. 139-140.
26. Β. Ι. Λένιν: «Οι θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2012, σελ. 20.
27. Ό.π., σελ. 22.
 28. Β. Ι. Λένιν: «Οι θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2012, σελ. 26-27.
29. Β. Ι. Λένιν: «Τα διδάγματα της επανάστασης», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 59-60.
30. ΚΕ του ΚΚΣΕ (Μπ): «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) της Σοβιετικής Ένωσης», τ. Β΄, «Εκδόσεις Του Λαού», Αθήνα, 1974, σελ. 25.
31. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2007, σελ. 54-55.
33. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, τόμ. 5, σελ. 39.
34. Θανάση Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα, 1977, τ. Α΄, σελ. 97-100.
35. Σπύρου Α. Κωτσάκη: Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 78-79.
36. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 423.
37. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 425.
38. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 34.
39. Ό.π., σελ. 81.
40. Ό.π., σελ. 177-178.
41. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», έκδοση «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2008, σελ.157.
42. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», έκδοση «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2008, σελ. 210.
43. Αντιπρόσωπος του ΚΚΕ στις εργασίες του ΚΚΓ ήταν ο Μ. Πορφυρογένης.
44. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 442.
45. Αρχείο ΚΚΕ, Έγγραφο 112725, Σύντομο Πραχτικό από τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ και της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας του ΔΣΕ.
46. Ό.π.
47. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» έκδοση, «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2008, σελ. 262.
48. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 341. Η Ολομέλεια καθαίρεσε από μέλος του ΠΓ και της ΚΕ τον Μ. Βαφειάδη, τον οποίο επιπλέον διέγραψε από κομματικό μέλος. Ακόμη, καθαίρεσε από τακτικά μέλη τούς Α. Χατζή και Δ. Βατουσιανό και από αναπληρωματικά τους Μ. Τσάντη, Φ. Βέτα και Ν. Ρουμελιώτη, τον οποίο επίσης διέγραψε και από κομματικό μέλος.
49. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», έκδοση «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2008, σελ. 410-412.
50. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968)», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2012, σελ. 198.
51. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968)», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2012, σελ. 17.
52. «ΚΚΕ, Πρόγραμμα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2013, σελ. 21.
53. «ΚΚΕ, Πρόγραμμα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2013, σελ. 21-22.
54. Β. Ι. Λένιν: «Διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας», «Άπαντα», τ. 13, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1980, σελ. 380-381.
του Αντώνη Χιοκτούρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου