Επιλογή γλώσσας

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

«Θα κρατήσουμε…»


Μουργκάνα του Δημήτρη Χατζή*

«Βρισκόμαστε κοντά στη Μουργκάνα**. Πρόκειται, να κάνουμε ενέργεια με μεγάλες δυνάμεις κι αυτή τη φορά φοβάμαι πολύ.»
Είχε πάρει το γράμμα της λίγες μέρες πιο πριν και δεν πρόφτασε να της στείλει την απόκριση του. Της έγραφε πώς την αγαπούσε πολύ, πώς άμα γύριζε θα την παντρευότανε και της ξανάγραφε πώς φοβότανε πάρα πολύ στη Μουργκάνα. Ήταν ένας στρατιώτης από το τάγμα 583 της 75ης Ταξιαρχίας.


Τώρα κείτεται άθαφτος κάτω από έναν όρθιο βράχο στο Τσεροβέτσι με το πρόσωπο το μισό φαγωμένο, το ΄να πόδι σπασμένο και το χέρι φευγάτο δυο μέτρα μακρύτερα. Τ’ άλλο του χέρι, καθώς είναι πεσμένος, μοιάζει σα ν’ ακουμπάει στην τζέπη πού είχε τα γράμματα. Μέσα στη φουρτούνα εκείνων των ημερών, τα δυο γράμματα, πού τα πήραν οι δικοί μας, βραχήκανε και τα ονόματα χάθηκαν – το δικό του και το δικό της.

Το κορίτσι που τον αγαπούσε και πού θα γινόταν γυναίκα του, αν τύχει ποτές και διαβάσει τούτη τη διήγηση, δε θα μας μισήσει εμάς για το θάνατο του. Εμείς τους είπαμε, τους ξανάπαμε, τους φωνάξαμε με τον τηλεβόα, κάθε βράδυ τους λέγαμε – αδέρφια μην έρχεστε…

Οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι τους έσπρωχναν από πίσω και οι αξιωματικοί τους κρατούσανε το πιστόλι στα χέρια για να τους ρίχνουνε πάνω μας. Δέκα μέρες ακόμα πριν αρχίσουν τη μάχη, πέρασαν απ’ όλα τα τμήματα τους, για να ετοιμάσουν το μακελειό. Είτανε ένας Αμερικάνος αξιωματικός, ένας Εγγλέζος και δύο του Σοφούλη που πήγανε σε κάθε Μονάδα τους. Με τους στρατιώτες δεν καταδεχτήκανε φυσικά να μιλήσουν. Ρωτούσαν τους αξιωματικούς για τις θέσεις που κρατούσαμε μεις. Και κείνοι τους έλεγαν ψέματα πως κάθε μέρα τους χτυπούσαμε με όπλα βαριά που πήραμε από τούς Ρώσους. Ύστερα οι αξιωματικοί τους άρχισαν και βγάζανε λόγους κ’ έλεγαν άλλα ψέματα στους φαντάρους. Πως αν τέλειωναν γρήγορα και καλά και ξεμπέρδευαν με τη Μουργκάνα, θα ΄παιρναν όλοι τους άδεια. Πως είμασταν Αρβανίτες και Σλάβοι. Και τους έλεγαν και την αλήθεια πως όποιος έκανε πίσω ήταν διαταγή της Μεραρχίας να τον σκοτώνουν. Ένας λοχαγός από το 611 τάγμα της 76ης Ταξιαρχίας, εξυπνότερος από τους άλλους, τους έλεγε πως αν ξεπάστρευαν τους αντάρτες και γινόταν ειρήνη στην Ελλάδα, τότε θα κάνανε κι αυτοί σοσιαλισμό και θα κανονίζανε τον Λαναρά και τον Παπαστράτο. Τ’ όνομα του Κουλούρης από την Κέρκυρα κι όταν ήρθαν κατόπιν τα σκούρα δε φάνηκε και πολύ παλληκάρι.

Γι’ αυτή την περιοδεία των Αμερικάνων και των Εγγλέζων, και για όλα τα ψέματα που ‘λεγαν όλοι τους, βεβαιώνουν οι στρατιώτες πού πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Γράφω εδώ το όνομα του Γιάννη Σύρου μονάχα, από το Βόλο, ολμιστή στο 2ο λόχο του 611. Μέσα στη διήγηση θ’ αναφέρω κι άλλα ονόματα και μαρτυρίες στρατιωτών, εκεί που χρειάζεται.
Εμείς δεν είπαμε ψέματα. Μήτε το Αρχηγείο στους διοικητές των τμημάτων μας,  μήτε οι αξιωματικοί στους μαχητές,  μήτε οι μαχητές μας στον εαυτό τους. Τις ίδιες μέρες που οι Άγγλοι κ’ οι Αμερικάνοι κάνανε την περιοδεία τους, στο Αρχηγείο Ηπείρου μαζεύτηκαν όλες οι Διοικήσεις των τμημάτων μας. Πρώτα-πρώτα θα΄πρεπε να΄μαστε σίγουροι πως θα΄ρχόνταν να μας χτυπήσουν. Η «εαρινή εκστρατεία» κανονικά θα΄πρεπε να΄ρχιζε από μας. Θα ΄μασταν λίγοι μπροστά σε μια ολόκληρη στρατιά. Και θα΄χαμε ν’ αντικρίσουμε με τα φτωχικά μας όπλα , μια πολεμική μηχανή του καιρού μας.

Όλοι το νιώθανε κι από πρώτα, άλλος πλιότερο κι άλλος λιγότερο, πως κάτι καινούργιο θα γινότανε – θα ΄πρεπε να γινότανε — τούτη την άνοιξη. Εκεί που βρεθήκαν όλοι μαζί στο Αρχηγείο, το καθάρισαν μέσα στο νου τους μια και καλή.

Σε κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα δεν είχαν υποφέρει τόσο πολύ, όσο στην Ήπειρο, κάπου δυό χρόνια με τη φτώχεια και με τη γύμνια, με το κυνηγητό και το σκόρπισμα, όσο να μπορέσουνε να στερεωθούν. Ηρωικές αποτυχίες κι άτιμες προδοσίες στα πρώτα ξεκινήματα, το 1946, εμποδίσανε τον αγώνα στην Ήπειρο να αναπτυχθεί και δημιούργησαν παραπανιστές δυσκολίες. Όλο το χειμώνα του 1946, κι ως την άνοιξη του  47, οι πρωτοπόροι ζήσανε σκορπισμένοι ομαδούλες ομαδούλες μα πολλές φορές κι ολότελα μοναχοί τους σαν τ’ άγρια θερία στα βουνά. Με την προδοσία του Αννίβα, ο Λεπενιώτης έμεινε, μιαν ολάκερη μέρα, κρυμμένος μέσα στο νερό του Καλαμά για να ξεφύγει. Ο Πετρίτης πολεμούσε κ’ έπρεπε κάθε τόσο να βγαίνει να στέκεται ορθός και να τον βλέπουν οι δικοί του, γιατί από πέρα τούς φώναζαν πως είχε παραδοθεί. Ο Νεμέρτσικας παράδερνε μήνες με λιγοστούς. Και χρειάστηκε το αίμα του Παλιούρα και των παλικαριών του για ν’ ανοίξουνε στα Τζουμέρκα οι δρόμοι που τρεις φορές από τότες πέρασε ο Δημοκρατικός Στρατός.

Αργότερα άλλαξαν τα πράγματα – δηλαδή τ’ άλλαξαν αυτοί. Το πέρασμά τους το Νοέμβρη του 1947, στη περιοχή Πωγωνιού – Καλαμά – Φιλιατών, ολοκλήρωσε τις πρώτες σίγουρες νίκες τους του Ζαγορίου και της Κόνιτσας. Η κατοχή της Μουργκάνας τούς εξασφάλιζε δω κάτι περισσότερο από μια καινούργια στέρεα βάση: ένα έξοχο ορμητήριο. Χρειάστηκε φυσικά να πολεμήσουν για να το πιάσουν. Χρειάστηκε –  να περάσουν ανάμεσα από την πυκνότατη, τότε, διάταξη των εχθρικών δυνάμεων. Να διαβούν τα θεόρατα βουνά από τον Πίνδο στο Φιλιάτι, μέσα σε μια μόνο νύχτα κι από τη Βωβούσα να ξημερωθούν στη Χρυσόραχη, τρέχοντας και κουβαλώντας μαζί τους τριακόσια φορτωμένα ζώα, τους αρρώστους, τους άοπλους. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα είδανε πάνω από το Μιτσικέλι τα Γιάννινα με τα φώτα τους που θαμπόφεγγαν στην ομίχλη. Μέσα στην αρχαία νεοελληνική πολιτεία με τα πανύψηλα κάστρα και τη μεγάλη δημοτική αναγεννητική παράδοση, ξεπεσμένη τώρα και ρημαγμένη από τη φτώχεια και την εγκατάλειψη, οι «κιοτήδες των κάμπων» είχανε μάθει για τη φάλαγγα που κατέβαινε κ’ έτρεμαν. Δεν ήταν ωστόσο ακόμα ο καιρός τους.

Περάσανε δίπλα, πέσαν στον κάμπο, κι από τα χαράματα χρειάστηκε να χτυπηθούνε με το στρατό για ν’ ανοίγουν το πέρασμά τους. Τινάξανε γιοφύρια κ’ εγκαταστάσεις, σάρωσαν τη χωροφυλακή. Σκορπίσανε ολόκληρο το 625 τάγμα ώσπου να φτάσουν. Και χρειάστηκε, φυσικά, και κατόπι να πολεμήσουν συνέχεια για να κρατήσουνε τη βάση και τ’ ορμητήριο της Μουργκάνας.

Τώρα με την επίθεση που περίμεναν, όλα μπαίνανε στη ζυγαριά της μεγάλης κρίσης: ο εχθρός θα τούς χτυπούσε με όλα τα μέσα του. Κι αυτοί δεν έπρεπε μονάχα να κρατήσουν. Μα και να στερεώσουν την εγκατάστασή τους σ’ αυτό το βουνό, που μοιάζει σάμπως ν’ ανοίγει τα μπράτσα του πάνω απ’ όλη την Ήπειρο, προς όλους τους δρόμους της, προς την εξόρμηση και τη νίκη. Αυτά είπανε τότες – που μαζευτήκανε στο Αρχηγείο.

Από κει και πέρα, ο κάθε μαχητής είταν κιόλας έτοιμος να βάλει στη συνείδηση του τα πράματα ορθά και κομμένα. Η μικρή στρατιά πριν αντικρύσει τον εχθρό είχε να δαμάσει τον άγριο βράχο της Μουργκάνας. Τρεις μήνες τα χέρια τους μάτωσαν, τα χνάρια των ποδαριών τους τυπώθηκαν απάνω στην πέτρα της. Μέσα στις μέρες που λείπονταν, όλα όσα είχανε κάνει θα ΄πρεπε τώρα να τα κοιτάξουνε πάλι, να τα τελειώσουν. Ολόπλευρη και γρήγορη προετοιμασία λέγεται αυτό στη γλώσσα που μεταχειριζόμαστε συχνά στον αγώνα. Εδώ για τη Μουργκάνα θα πει καλώδια για τα τηλέφωνα, περασμένα πάνω από βαθιές χαράδρες και δρόμοι βατοί που ανοιχτήκανε σ’ απάτητα στεφάνια του Βουνού. Θα πει χαρακώματα σκαμμένα μέσα στο βράχο, πολυβολεία με ξύλα κουβαλημένα από πολλές ώρες μακριά, χωρίς τη βοήθεια της μηχανής, χωρίς καν εργαλεία – όλα με τα χέρια, όλα με το μυαλό. Τόσο πολύ πού λέω πώς αν κάποτε θα ‘τανε να μετρήσουμε στην Ελλάδα τι κάναμε αυτά τα οχτώ χρόνια πού πολεμούμε ετούτη η Μουργκάνα θα ‘πρεπε ν’ απομείνει έτσι όπως είναι τη τώρα, απείραχτη, σαν ένα μέτρο της ανθρώπινης δύναμης. Ένα μνημείο της θέλησης και της πίστης.

Μεγάλα είταν και του εχθρού τα συμφέροντα σ’ αυτή τη μάχη. Όπου κι αν κάνει να κινηθεί στην Ήπειρο και ίσαμε το Γράμμο, ενάντια στις άλλες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στράτου, έχει τη Μουργκάνα στα πλευρά του. Γι’ αυτό κουβάλησε εννιά τάγματα ταχτικό στρατό, δυό τάγματα από κομάντος, ένα ανεξάρτητο τάγμα από μισθοφόρους εγκληματίες, μια δύναμη από εφτά χιλιάδες πεζικό, μαζί με οχτώ κανόνια μικρά και μεγάλα, κι άρχισε από δω την «εαρινή εκστρατεία» του 1948. Και γι’ αυτό, σα δεν πέτυχε την πρώτη φορά, ξαναδοκίμασε πάλι σε λίγο με μεγαλύτερες ακόμα δυνάμεις. Και τόσο πολύ το πίστευε σίγουρο, που κουβάλησε τότες και τη διαβόητη Βαλκανική Επιτροπή για να μας ιδεί πώς θα σκορπίζαμε και θα μπαίναμε κυνηγημένοι στην Αλβανία. Ο αντισυνταγματάρχης Ντήνς και ο λοχαγός Γκωτιέ είτανε μαζί.
Δέκα φορές ολιγότεροι και με μέσα τιποτένια μπροστά στα δικά τους, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στράτου τα ‘βγαλαν πέρα και την πρώτη και τη δεύτερη φορά. Και η «αμυντική» μάχη που έπρεπε να δώσουν για να κρατήσουν τις θέσεις τους γλήγορα γίνηκε, και την πρώτη φορά και τη δεύτερη, μάχη φθοράς και καταστροφής του εχθρού – μέσα σε λίγες μέρες, δική μας επιθετική μάχη.

Πως τα κατάφεραν; Ο παραλογισμός του άκρου ηρωισμού είναι η απάντηση για το Μεσολόγγι του 1826, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, για το Δεκέμβριο στην Αθήνα. Μα για τις επιχειρήσεις της Μουργκάνας, μια τέτοια εξήγηση, με μόνο στοιχείο τον ηρωισμό των μαχητών του Δημοκρατικού Στράτου, θα ‘τανε λειψή. Θα πρέπει εδώ να μπει μαζί και η σταθερή και μελετημένη διεύθυνση όλης της επιχείρησης από το Αρχηγείο Ηπείρου. Θα πρέπει φυσικά να μπει μαζί και το κατώτατο ηθικό του στρατού που χρησιμοποιήθηκε για την επίθεση. «Έχομεν επιδοθεί σ’ έναν αγώνα εξοντωτικόν, που δεν υπάρχει τίποτε που να μας ενθουσιάζει και να μας χαροποιεί», γράφει ο στρατιώτης Ρήγας Λαζανάς, Αθηναίος από τον 3ο λόχο του 611, στο ημερολόγιο του. «Τρεις μήνες αστείρευτων θλίψεων και ταλαιπωριών», γράφει ο στρατιώτης Μιχαήλ Παπακώστας από το 627 της 74ης Ταξιαρχίας.

Μα πάνω απ’ όλα πρέπει να μπει το μυστικό της ταχτικής του Δημοκρατικού Στράτου – της ταχτικής της ενεργητικής άμυνας. Αυτό δεν είναι λόγος αδειανός σαν τους όρους των στρατηγών της Αθήνας. Ενεργητική άμυνα θα πει πέντε ντουφέκια που χτυπούν έναν ολάκερο εχθρικό καταυλισμό, μια προφυλακή που γίνεται γραμμή κύριας άμυνας. Θα πει ποδάρια που περπατούνε – ξυπόλυτα κάποτε – μέσα σε λάσπες και χιόνια για να φτάσουν πίσω από τις εχθρικές θέσεις. Θα πει νάρκες που τινάζουνε τ’ αυτοκίνητα μακριά από το μέτωπο. Όλμοι που κουβαλιούνται δέκα και δώδεκα ώρες στην πλάτη. Θα πει ένας σύνδεσμος δεκαοχτώ χρονών που τρέχει ανάμεσα από τις σφαίρες, ένας γέρος μεταγωγικός πού κουβαλάει στην πλάτη του ένα κορίτσι με σπασμένο ποδάρι και αυτό τραγουδάει:
 Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα.

Θα προσπαθήσω να ιστορήσω τα πράματα όπως γίνανε με τη σειρά τους.
Τρεις-τέσσερις μέρες πιο πριν, όλη η εχθρική δύναμη παίρνει την κανονική επιθετική της διάταξη μπροστά στις δικές μας θέσεις, που βρίσκονται αρκετά μακριά από τη Μουργκάνα. Για να προχωρέσει και να φτάσει ίσαμε κει, χρειάζεται να δώσει συνέχεια μάχες, μέρες ολάκερες, να καταπονεθεί και να καθυστερήσει. Η σκληρή αντίσταση των εμπροσθοφυλακών είναι ένα προμήνυμα για τους στρατιώτες για όσα θα γίνουνε παραμέσα. Οι μικρές αντάρτικες ομάδες που κινούνται παντού, στα πλευρά και στην πλάτη τους, τους χτυπούνε μέρα και νύχτα.

Μα βασίζονται στη δύναμη των μέσων τους, έχουνε την ελπίδα στον αριθμό τους, λογαριάζουνε πρώτ’ απ’ όλα στα κανόνια και τ ‘ αεροπλάνα των Αμερικάνων. Ο κύριος Αντωνόπουλος, διοικητής της VIII Μεραρχίας, βρίσκεται κιόλας εκεί – αρκετά πίσω φυσικά. Θέλει να βεβαιώσει τους Αμερικάνους για την αφοσίωση του. Ο Βαν Φλητ είναι στα Γιάννινα.

Η προκήρυξη που βγάζει μια μέρα πριν από την επίθεση ο διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας κύριος Ασημάκης, είναι ένας καθρέφτης της περηφάνειας και της σιγουριάς του για τα κανόνια και τ’ αεροπλάνα που του δίνουν οι Αμερικάνοι για να σκοτώνει τον Ελληνικό Λαό. Οι σύμμαχοί του, λέει, τον παραστέκουνε στον αγώνα που αρχίζει.

Σε μιαν άλλη προκήρυξη που την υπογράφει ο «ένδοξος εθνικός Ελληνικός Στρατός» καλούνε τους αντάρτες, τα «αθώα Ηπειρωτόπουλα» να ξυπνήσουν. Δηλαδή να παραδοθούν. Και πριν παραδοθούν να σκοτώσουν τον αρχηγό τους Καλιανέση.
Προδότη και δειλό τον λένε τον Καλιανέση σ’ αυτή την προκήρυξη τους. Προδότης φυσικά γιατί, πολεμιστής στην Αλβανία, πολέμησε και κατόπι στα χρόνια της Κατοχής τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, αντίς να ‘ναι μαζί τους, όπως ήταν αυτοί. Και δειλός γιατί κατάφερε και ξέφυγε από τα χέρια τους. Ήτανε με τους πρώτους μόνιμους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, που από τον Αύγουστο του 1946 απομονώθηκαν στη Νάξο. Από κει με άλλους έντεκα δειλούς σαν αυτόν, πήραν ένα καΐκι και τη νύχτα στις 15 του Απρίλη 1947 τράβηξαν και βγήκαν κοντά στην Αταλάντη. Με πέντε όπλα μονάχα και ένα οπλοπολυβόλο, χωρίς οδηγό και χωρίς συνδέσμους, ξεκινήσανε ν’ ανταμώσουν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στράτου της Ρούμελης. Όπου κι όποτε τα βρούνε. Περπατούσανε μονάχα τη νύχτα με οδηγό το αστέρι του Πόλου και το φαΐ τους τέλειωσε από τη δεύτερη μέρα. Το νερό είταν ένα δεύτερο βάσανο.

Στις είκοσι του Απρίλη ο Συνταγματάρχης Κούκουρας  που είταν και αρχηγός της αποστολής δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Ένα παλιό του τραύμα είχε ανοίξει και τον πονούσε πολύ. Τους είπε να φύγουν, τούς διέταξε να το κάνουν – κ’ έμεινε μόνος του κοντά στο χωριό Μαρτίνο, όπου πιάστηκε κατόπι, δικάστηκε στο στρατοδικείο της Λαμίας, καταδικάστηκε σε θάνατο και πέθανε παλικαρίσια.
Οι άλλοι συνεχίσανε την πορεία μέσα στα λόγγα και τις χαράδρες της Λοκρίδας. Περπατούσανε πάντα τη νύχτα και μακριά απ’ τα μονοπάτια. Σταθμοί χωροφυλακής, αποσπάσματα, οπλισμένοι χωρικοί και δραγάτες τούς κυνηγούσαν. Ακόμα και οι τσομπαναραίοι και οι εξοχίτες πήρανε διαταγή να τους πιάσουν όπου τους βρούνε. Πέσανε και ξαναπέσανε σε μπλόκα και σε καρτέρια, λαβώθηκε ο Βενετσανόπουλος, ανεβήκανε με σκοινιά σε γκρεμούς και κατρακυλήσανε μέσα σε σάρες κ’ ύστερα από δεκαπέντε μέρες τέτοια πορεία, με οδηγό τους μονάχα τ’ αστέρι και τη θέληση να φτάσουν ή να πεθάνουν, πέρασαν τέλος στην Οίτη και βρήκαν το Διαμαντή και τα παλικάρια του.

Οι αξιωματικοί σαν τον Αντωνόπουλο, τον Ασημάκη και τον Μανάρα κι όλος ο «ένδοξος εθνικός στρατός» τους, δυό χρόνια τώρα που πολεμούνε το Δημοκρατικό Στρατό δε θα βρουν στις γραμμές τους παρόμοιους δειλούς και παρόμοιους προδότες. Στο δικό μας το στρατό ο κάθε μαχητής έχει μια ατομική ιστορία τιμής και παλικαριάς και ξέρει πόσο αξίζει αυτό. Και γι’ αυτό αγαπάει και σέβεται τους αρχηγούς του που κι αυτοί έχουν, όλοι τους, ο καθένας τη δική του ιστορία.
Στον «εθνικό» τους στρατό όλοι περιφρονούνε, μισούν και φοβούνται τους άλλους. Και με το δίκιο τους. Οι διοικητές περιφρονούνε και σκιάζονται τούς χαφιέδες της Μεραρχίας, οι αξιωματικοί τους διοικητές τους, οι χαφιέδες της Μεραρχίας τους μπράβους των διοικητών και οι στρατιώτες όλους τους άλλους. Και πρώτα-πρώτα περιφρονούνε τον ίδιο τον εαυτό τους.

Εκείνο που λέμε ρωμέικο φιλότιμο, κ’ είναι μια εθνική αρετή όταν δεν φτάνει στην υπερβολή, είχε πάντα μεγάλη πέραση στο στρατό. Οι διοικητές τον παλιό καιρό, λύνανε δύσκολα προβλήματα της πειθαρχίας και του στρατώνα μονάχα με το φιλότιμο του στρατιώτη. Πέρασα για δεκαπέντε μέρες από τούς στρατώνες της Εθνοφρουράς. Και μπορώ να βεβαιώσω πως τώρα, οι Έλληνες που στρατεύονται πρέπει να βγάλουν και το φιλότιμό τους μαζί με το πολιτικό τους πουκάμισο: Ούτε χρειάζεται, ούτε επιτρέπεται το φιλότιμο στο μοναρχοφασιστικό στρατό.

Σε μια στιγμή ειλικρίνειας ο διοικητής του 17ου τάγματος Εθνοφρουράς, ταγματάρχης Δημήτριος Γούδας, είπε μια μέρα στο λοχαγό Βραδή:
– Εμένα να μου φέρνονταν ένας ανώτερός μου όπως σου φέρνουμαι εγώ θα τον σκότωνα ή θα αυτοκτονούσα…

Ο Βραδής γελούσε. Ήξερε πως έτσι φέρνονται και σ’ αυτόν οι ανώτεροι του. Κ’ οι στρατιώτες που ακούγανε ξέρανε πως έτσι φέρνεται κι ο Βραδής στους παρακατιανούς του…
Τα χιόνια σταματήσανε κι ο ουρανός είναι κατακάθαρος. Στις 28 του Φλεβάρη η εχθρική δύναμη απ’ όλες τις πλευρές του μετώπου αρχίζει την επίθεση της. Ο θεός είναι μαζί τους, είναι πολύ σίγουροι και γι’ αυτό, έτσι γράφουν στην προκήρυξή τους. Και ξεχωριστά ο Προφήτης Ηλίας που πιάνει τις κορφές, ο Άγιος Πέτρος με τα κλειδιά του Παραδείσου, για όσους φυσικά θα σκοτώνονταν κι άγνωστο μόνο πώς τους ήρθε να προεξοφλήσουν και του Αγίου Νικολάου τη συμπαράσταση, που όπως όλοι το ξέρουμε είναι θαλασσινός.

Από το πρωί τ’ αεροπλάνα γυρίζουν απάνω από τις θέσεις των δικών μας. Όλα τα κανόνια χτυπούνε. Είναι ένα ξεκίνημα θεαματικό, βαρύ, γεμάτο πολεμική μεγαλοπρέπεια, καθώς ταιριάζει στους προστάτες του πολιτισμού. Μία από τις οβίδες που πέφτουν αράδα μέσα στο χωριό Τσαμαντά, πάνω στα χωριάτικα σπίτια, σκοτώνει δυό γυναίκες.
Στη μέση είναι το 628, οι κομάντος από τούς ΛΟΚ, δεξιά η 75η Ταξιαρχία, στο αριστερό του μετώπου η 76η Ταξιαρχία με το 611 και στο άκρο αριστερό το ανεξάρτητο τάγμα του Γαλάνη.

Αυτός ο Γαλάνης είναι ένα μεγάλο παλληκάρι αντάξιο του κράτους που υπηρετεί. Στην ιστορία της Εθνικής μας Αντίστασης είναι γνωστός με το όνομα ο «χασάπης της Πρέβεζας». Εκβιαστής και θρασύδειλος, δέρνει τις γυναίκες, σκοτώνει τους άοπλους, εκβιάζει τους έμπορους και τους μαγαζιώτες, αφανίζει στο δρόμο του τα ρημαγμένα νοικοκυριά των χωρικών. Και οι στρατιώτες που έχει στο τμήμα του, εθελοντές μισθοφόροι, το ίδιο – ένας κ’ ένας όλοι τους ξεδιαλεγμένοι.
Δεν λείπουν ο δήμιος και η πόρνη. Εθνικιστές αμφότεροι ως το κόκκαλο, προστάτες της τιμής, της οικογένειας, της πατρίδας, της θρησκείας και πρώτα-πρώτα, του στέμματος. Ο δήμιος είναι ένας Βορειοηπειρώτης με γένια, όπως ταιριάζει στην περίσταση, γέρος και κουφός, όπως είναι και στα μυθιστορήματα. Έναν μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού που τον πιάσανε αιχμάλωτο κοντά στο ύψωμα που λέγεται Τζελίλι αυτός ο δήμιος τον έσφαξε μπροστά σε όλους κ’ έγλειψε κατόπι με ηδονή το μαχαίρι του. Μ΄όλο που το βεβαιώνουν πως έκοψε και το αυτί του μαχητή, το ‘ψησε και το ‘φαγε, δεν μπορώ να πιστέψω μια τέτοια χτηνωδία, ακόμα και μέσα στον «εθνικό» μας στρατό, που αγωνίζεται για τα προαιώνια ιδανικά της φυλής. Αυτός ο δήμιος παινιότανε πως είχε σφάξει μέσα στα οχτώ χρόνια δυό χιλιάδες ανθρώπους. Υπήρχε κι άλλος ένας εφεδρικός δήμιος με καμιά εφτακοσαριά σκοτωμούς όπως έλεγε.

Η πόρνη είταν από ένα χωριό της Κόνιτσας που λέγεται Κλειδονιάβιστα. Ασκούσε το εθνικοφρονέστατο επάγγελμά της στα Γιάννινα. Είταν εικοσιπέντε χρονών κ’ έπινε κρασί και χασίς. Στο τάγμα την έφερε μαζί του ένα πρωτοπαλίκαρο του Γαλάνη. Τ’ όνομά του Γιάννης Μπότσικος από το χωριό Τσαμαντά, το επάγγελμά του σωματέμπορος και το ξεχωριστό διακριτικό του πως ήταν ισοβίτης στις φυλακές.

Την κοπέλα την είχανε μαζί με το Γαλάνη συνεταιρικά, για να τους μαγειρεύει, για ό,τι άλλο χρειάζεται και για τούς αξιωματικούς του ταχτικού στρατού, να τους καλοπιάνουν. Όταν σφάξανε το μαχητή μας δεν μπορούσε να λείψει κι αυτή από το θέαμα. Κι όταν ο δήμιος έφτασε στην κορφή της αψηλής τέχνης του, αυτή χτύπησε τα παλαμάκια, ανασήκωσε το φόρεμα της πάνω από τα γόνατα κ’ έφερε μια βόλτα γύρω-γύρω προς τιμή του. Όλοι τότες καμαρώσανε την παλικαριά και τη λεβεντιά της. Οι στρατιώτες από τον 1ο, από τον 2ο κι από το λόχο Διοίκησης του 611 τα είδανε και τα μαρτυράνε.

Αυτοί οι αδιάλλαχτοι πατριώτες του Γαλάνη το ‘χανε για καύχημά τους πως στη μικρή πολιτεία που λέγεται Σαγιάδα δεν αφήσανε γυναίκα και κορίτσι. Στο χωριό Παλαμπά που βρίσκονταν ως τις 29 του Φλεβάρη δέρνανε τον κοσμάκο για ν’ ανάβουν τα αίματα και μεθοκοπούσαν συνέχεια. Ένα παιδάκι θέλανε να το σκοτώσουν στα καλά καθούμενα και μπήκαν στη μέση οι στρατιώτες και το πήρανε από τα χέρια τους. Στην Πόβλα, που πήγανε κατόπι, ένας απ’ αυτούς γυρνούσε στους δρόμους με δυό σούβλες σιδερένιες στα χέρια. Στη μια σούβλα είτανε κότες μαδημένες και στην άλλη ψημένες:
– Πέντε χιλιάδες η μία, δέκα χιλιάδες οι ψημένες.

Στο χωριό Ασπροκκλήσι, που πέρασαν, άρχισαν, όπως είχαν διαταγή, και καίγαν τα σπίτια. Είταν κ’ εκεί στρατιώτες από τό 611 και τους είδανε. Ένας γέρος ανθυπολοχαγός, τ’ όνομα του Κωνσταντόπουλος, μόνιμος στο στρατό, σαν είδε τις φωτιές στάθηκε παράμερα, κοίταζε και τον πήραν τα δάκρυα. Οι στρατιώτες τον ακούσανε κ’ έλεγε:
– Τέτοιο κράτος καλύτερα να χανόταν.

Αυτοί οι φουκαράδες από το 611 είχανε πολυβασανιστεί. Κάπου τέσσερις μήνες τους σέρνανε πάνω και κάτω για «να καταπνίξουν την ανταρσία»! Τώρα δεν πηγαίνανε πουθενά αν δεν μπαίναν μπροστά τους οι βαθμοφόροι. Στο Τζελίλι που λέγαμε και παραπάνω γίνηκε ολόκληρη φασαρία για μια διμοιρία που θέλαν να στείλουν για ανίχνευση. Δεν πήγαινε κανένας ώσπου μπήκε μπροστά τους ο ανθυπολοχαγός και οι παλληκαράδες που τραγουδούσαν «ως τη Μόσχα κατοχή» όσο βρίσκονταν μέσα στις πολιτείες.

Ο Γαλάνης και το 611 προχωρούνε σε μια γραμμή δίπλα-δίπλα στα σύνορα. Ο στρατιώτης Ρήγας Λαζανάς στο ημερολόγιο που μνημόνευσα και παραπάνω γράφει: «Η αεροπορία και το πυροβολικό βάζουν συνέχεια τα πυρά τους, ενώ οι Γαλάνηδες προχωρούν στα χωριά και με εμπρηστικές τα καίνε.» Ο σκοπός τους είναι να μας κλείσουν από κει. Κ’ επειδή δεν μπορούν αλλιώς να προχωρέσουν, ο Γαλάνης, για να φτάσει στο ύψωμα Τζελίλι, πέρασε με όλο το τάγμα του μέσα από το Αλβανικό έδαφος. Το βεβαίωσε με γράμμα του ο στρατιώτης Γιάννης Πασσιάς από τη Μυτιλήνη, στο τάγμα 611.

Από την άλλη μεριά του μετώπου, ένα είδος τανάλια, τέσσερα τάγματα σφίγγουνε τις μικρές μας δυνάμεις, το βάρος από άλλα τρία τάγματα πέφτει στη μέση. Η αεροπορία από πάνω βουίζει ασταμάτητα, χτυπάει ανεμπόδιστα, τα οχτώ τους κανόνια τρεις μέρες, στις 28 και στις 29 του Φλεβάρη και την πρώτη του Μάρτη καίνε τον τόπο.

Οι Αμερικάνοι κοιτούνε με τα κυάλια και καμαρώνουν. Η λογική και η στρατιωτική τέχνη του κύριου Αντωνόπουλου έχουνε κιόλας δοσμένη τη νίκη στα κανόνια, τα αεροπλάνα, στον αριθμό των μπουλουκιών που μυρμηγκιάζουν.
Στα χαρτιά. Στα λόγια. Στα ανακοινωθέντα. Με τους εγκλωβισμούς και τις συντριβές. Μα τρεις μέρες και τρεις νύχτες τα τμήματα της Μουργκάνας τους αλωνίζουν. Δυο τάγματα, το 583 και το 584 από την Καστάνιανη, χτυπιούνται συνέχεια χωρίς ούτε σπιθαμή να προχωρέσουν κατά την Αγιά Μαρίνα που είναι ο σκοπός τους. Μια ομάδα σ’ εκείνον τον τομέα – και μια ομάδα θα πει εφτά ντουφέκια κ’ ένα οπλοπολυβόλο – δέχεται το μεγαλύτερο βάρος από μια ολάκερη διλοχία. Κι ωστόσο κρατάει και μπορεί να κάνει εφτά αντεπιθέσεις μέσα σε μια μέρα. Τη νύχτα όλο το τμήμα του Παπαδημητρίου τους αφανίζει με τους αιφνιδιασμούς του.

Σ’ αυτό το τμήμα μέρα και νύχτα οι μαχητές μας παίζουνε με τον εχθρό το θανάσιμο παιχνίδι της αντάρτικης μπλόφας. Από μια ώρα νύχτα στήνουνε καρτέρι σε κάποιο εχθρικό τμήμα. Το πρωί, μόλις βλέπουνε μέσα κι αρχίζουνε και σαλεύουν, τους ρίχνονται ξαφνικά, χτυπούνε καμπόσο και σταματούν. Μα δε φεύγουνε. Κρύβονται σ’ άλλο μέρος, πάλι κοντά, και τούς χτυπούνε πάλι και πάλι τη νύχτα απ’ άλλου. Μουλώνουνε σε καινούργιες θέσεις που πιάνουνε και τραβούν και ξανατραβούν αυτή τη δουλειά σ’ ένα τέτοιο μάκρος που κάνει κάποτε τους άλλους να ξεφωνίζουν απ’ τα χαρακώματα που τρυπώνουν, αντίς να κάνουν επίθεση.
— Μη χτυπάτε και φεύγετε. Αφήστε μας πια να κοιμηθούμε. ..

Σαν βραδιάζει, σ’ όλα τα τμήματα τους πέφτει μαζί με το σκοτάδι η αγωνία κι ο φόβος. Αρχίζει το μαρτύριο τους, το μαρτύριο της αϋπνίας, της αναμονής, της νευρικής υπερέντασης που φτάνει στον παροξυσμό με τον παραμικρό θόρυβο. Φτάνει να κυλήσει μια πέτρα, να ξεγλιστρήσει ένα νυχτερινό ζουλάπι, για να ξεσπάσει στη στιγμή μια «παρεξήγηση», με πυρά ομαδόν και συναγερμούς στα διπλανά τμήματα, όπως συχνά το γράφουνε στα δελτία τους.
– Θα πάμε όλοι φυματικοί πριν σκοτωθούμε, λένε οι στρατιώτες.

Οι μαχητές μας πρέπει να βρίσκουνε μεγάλο κέφι σ’ αυτό το λαχτάρισμα, τ’ ασταμάτητο βασάνισμα του εχθρού. Βαρύς, μηχανικός, είναι ο γδούπος της εχθρικής χοντροκέφαλης δύναμης που κινιέται. Είναι το άψυχο μπουλούκι που σέρνεται. Σβέλτη κ’ επίμονη, πονηρή και χαρούμενη είναι η ψυχή που αντιστέκεται με πίστη κι απόφαση, μ’ αγάπη για τη ζωή και με λαχτάρα για τη νίκη.

Χρειάζεται βέβαια να τα ‘χεις αυτά – και πίστη και καρδιά δυνατή. Μα πρέπει να ‘χεις και τον κόσμο μαζί σου. Αλλιώς δε γίνεται τίποτα. Χρειάζεται να ‘χεις τον κόσμο για να σου δείχνει το δρόμο, για να σε κρύβει, να σε ορμηνεύει και να σ’ οδηγάει. Χρειάζεται να ‘χεις μαζί σου τις γυναίκες της Αγιά Μαρίνας κι αμ’ ακούνε το ντουφεκίδι να αφήνουνε και δουλειές και παιδιά τους και να τρέχουνε να΄ρθούν να σε βρούνε, να σου φέρουν ψωμί και νερό και να σου πάρουνε πίσω τους λαβωμένους.
Στο κέντρο του μετώπου πού κάνουν επίθεση δύο τάγματα – το 625 και το 581 – τέσσερις ομάδες δικές μας κάνουν αντεπίθεση την τρίτη μέρα, πρώτη του Μάρτη. Είναι από τα τμήματα του Φωκά κι αυτός κάπου θα κάθεται σταυροπόδι κείνη την ώρα και χαμογελάει ματσουλώντας τα χοντρά του χείλια. Ξέρει καλά τι θα γίνει.

– Το 625 έχω απέναντί μου;
– Μάλιστα συναγωνιστή ταγματάρχη.
– Πάρ’ το λοχαγέ Βασιλάρα και ξενοιάζω μ’ αυτό.
Ο Βασιλάρας ξύνει το κεφάλι του.
– Διμοιρία, πάρτε το 625 και ξενοιάζω κ’ εγώ.

Πριν ξεκινήσουν οι τέσσερις ομάδες, ο επίτροπος του λόχου Χριστόφορος δεν μπορεί να ξεχάσει τ’ αρχαία μας σύνεργα πού ζυμώθηκαν με τον αγώνα. Και πριν αρχίσουν το ντουφεκίδι, μιάμιση ώρα μιλούνε στους αντικρινούς με τον τηλεβόα. Για την πολιτική, για τον πόλεμο, για το φασισμό, για την κατοχή – έχουν όλοι τους κάτι να πούνε και λένε με τη σειρά. Δυο παιδιά που πρωτοπήγαιναν σε μάχη φαινόντανε πολύ τρομαγμένα. Στον «εθνικό» στρατό θα τα ντουφεκίζαν ή θα τα χτυπούσαν από πίσω. Ο Χριστόφορος τα πήρε μαζί του. Ούτε τα φοβέρισε ούτε τούς έδωκε συμβουλές. Τα ‘βαλε και μιλήσανε με τον τηλεβόα. Κι αναθάρρεψαν και τα δυο σαν ακούσανε τη φωνή τους ν’ αντιλαλεί μέσα στις λαγκαδιές κι αρχίσανε και φώναζαν και χαίρονταν και βρίζανε κιόλας. Και κατόπι πολέμησαν σαν παλιοί μαχητές και δεν πάθανε τίποτα.

Οι άλλοι, κατακομμένοι, κατατσακισμένοι, άπιστοι και παραστρατημένοι, ακούνε μονάχα. Αυτοί δεν έχουν τίποτα ν’ αποκριθούν. Νιώθουν την ανθρώπινη φωνή, την ψυχή που βρίσκεται αντίκρυ τους και διαλαλεί τη ζωή της και τον αγώνα της. Οι δικοί μας αρχίζουν κατόπι και τραγουδάνε. Κ’ ύστερα ρίχνονται, χτυπούνε και τους παίρνουν φαλάγγι με τα ντουφέκια τους, με το τραγούδι και με τον τηλεβόα, με την ψυχή τους όρθια και φλογισμένη. Τέσσερις ομάδες ενάντια σε δυο τάγματα, ούτε ένας παραπάνω από δω ούτε ένας λιγότερος από κει. Γίνηκε απέναντι στο ύψωμα Κορπόραχη και τους γυρίσανε πίσω στο Κόκκινο Λιθάρι, την πρώτη του Μάρτη – ψέματα;

Καμιά ομάδα δεν τραβιέται πίσω αν δεν ξοδιάσει και το τελευταίο φυσέκι της. Κάθε θέση, κάθε βήμα που θα κάνει ο εχθρός πληρώνεται ακριβά. Κι όταν πιάσει τη θέση κι όταν μπορέσει και κάνει το βήμα, τα πράματα δεν καλυτερεύουνε καθόλου γι’ αυτόν. Στην ίδια θέση που πατήθηκε, ο πόλεμος, το ξέρουν καλά, δεν τέλειωσε ακόμα. Κι αν κάνουν να προχωρέσουν, σε κάθε ύψωμα, σε κάθε χαμήλωμα, σε κάθε κορφή και σε κάθε ρεματιά είναι κ’ ένα καινούργιο καρτέρι πάνω στο δρόμο τους. Και καθώς βαδίζουν με την πυκνή τους διάταξη, οι δικοί μας τους αφήνουνε, φτάνουνε κοντά, στα εκατό, στα πενήντα μέτρα και τότε τους ρίχνουν. Τους τρομάζουν, τους συγχύζουν, τους σκορπίζουν και τους δεκατίζουν. Και τραγουδάνε. Ο διμοιρίτης Γκόγκος, στο λόχο του Σδράβου, τραυματισμένος στα υψώματα της Μεγάλης Ράχης έμεινε στη θέση του και τραγουδούσε ως την ώρα που μια οβίδα του πυροβολικού τον σκόρπισε ολότελα.

Έτσι κρατήθηκε το μέτωπο τις τρεις πρώτες μέρες της επίθεσης. Οι εχθροί μας  μη μπορώντας ν’ αρνηθούνε τις πολεμικές αρετές και την ικανότητα των μαχητών μας, θα θέλανε να τους παραστήσουν σαν τίποτα λύκους π’ αγρίεψαν στα βουνά και χάσανε και το φόβο για τ’ άτομο τους και την αγάπη τους για τους άλλους.

Από τη δική μας την πλευρά δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη να ξεπεράσω τα πράματα. Σ’ ένα πολεμικό βιβλίο διάβασα πως μονάχα οι λοχίες της πένας βρίσκουνε κέφι να παρασταίνουν ήρωες που δε φοβούνται το θάνατο. Μόλο που δεν είμαι μήτε υποδεκανέας της πένας θα΄θελα να συμφωνήσω πέρα για πέρα μ’ αυτό. Ο σκοπός μου δεν είναι να παραστήσω τίποτα μυθικούς ήρωες να πολεμούν στη Μουργκάνα. Απλοί άνθρωποι,
…φτωχογέννητοι και φτωχοαναθρεμένοι
εργάτες και γραμματικοί, βοσκοί και ζευγολάτες,
είναι στο στρατό μας. Μα πιστεύουν στο δίκιο τους και γι’ αυτό πολεμούνε καλά. Έχουν συνείδηση για το χρέος τους, γι’ αυτό πειθαρχούν στην ομάδα τους και πεθαίνουν όταν χρειάζεται. Μέσα στην αρμονική συμβίωση της πειθαρχημένης ομάδας η καρδιά γαληνεύει και το πνεύμα ισορροπεί.

Αγαπούνε τους συντρόφους τους, την Πατρίδα τους, λαχταρούνε τη νίκη. Είναι απλοί και χαρούμενοι. Γι’ αυτό τραγουδούνε τόσο πολύ. Αγαπούνε τη ζωή, τ’ αγαθά της, την ειρήνη. Είναι ήμεροι και συναισθηματικοί. Γι’ αυτό συγκινούνται έτσι εύκολα και δακρύζουνε με το πρώτο.
Έτσι είναι όλοι τους. Πολεμούνε καλά, τραγουδάνε πολύ και δακρύζουνε με το τίποτα.
Και η επιμελητεία;
Τι έφαγε, τι κάπνισε, πώς εφοδιάστηκε αυτός ο κόσμος μέσα στη φωτιά και την αναταραχή της μάχης;
— Σε θιαμαίνουμαι, συναγωνιστή.

Πέρσι τέτοιον καιρό τρώγανε μονάχα χορτάρια.
Οι άλλοι, που είταν χωριάτες, ξέρανε και ψάχνανε τα καλά, κάτι θραψερά και χορταστικά και γελούσαν την πείνα τους. Αυτός είναι φοιτητής της νομικής ο φουκαράς και δεν ήξερε από τέτοια. Του δείχνανε και πάλι δεν μπορούσε να μάθει. Άρπαζε με τη φούχτα του το βρασίδι και το μασουλούσε.
Τώρα τα καραβάνια του Αντρέα τραβούνε βαθιά μέσα στην κατεχόμενη περιοχή. Οι χωριάτες του δίνουνε, του γιομίζουνε τα σακιά, οι γυναίκες του τα τοιμάζουν και γλήγορα-γλήγορα τα φορτώνονται και του τα βγάζουν από το χωριό τους. Τον αγαπούνε, ξέρουνε πόσο χρειάζεται καθετί που του δίνουνε και δε θέλουνε να τ’ αρνηθούνε ποτές. Όμως ξέρουνε κιόλας πως αν έρθουνε τα πράματα δύσκολα και γι’ αυτούς, ο Αντρέας κάπου θα βρει τον τρόπο να τούς φέρει απ’ αλλού και να τους μοιράσει λίγο στάρι και καλαμπόκι.

Οι σύνδεσμοι του γυρίζουνε μέσα στα κέντρα. Μάυδες και χωροφυλάκοι αναμερίζουν από το δρόμο του και τα μουλάρια του γυρίζουνε φορτωμένα, καμαρωτά, κάτω από τη μύτη του «εθνικού» στρατού, φάλαγγες ολάκερες. Αν υπάρχουν Έλληνες που πιστεύουν τους ψευτομάρτυρες της λεγόμενης Βαλκανικής ψευτοεπιτροπής θα΄πρεπε να μπορούσανε μια φορά να τις ιδούν  αυτές τις φάλαγγες του Αντρέα.
Είναι αλεπού κι αετός μαζί, τσιγκούνα νοικοκυρά και σύντροφος καλόκαρδος για τους άλλους. Ξέρει πού βρίσκεται το καλαμπόκι, πούθε θα πάρει τη ζάχαρη, πώς θα περάσει, πότε θα βρει τη στιγμή την κατάλληλη. Όταν τον ρωτούνε στο Αρχηγείο θα΄θελε πάντοτε να΄λεγε ψέματα και να΄κρυβε τα μισά απ’ όσα έχει στις αποθήκες του. Ένα μασουράκι κλωστές, μια βελόνα για τις κοπέλες να ράβουν, μια τσακμακόπετρα για τον αναφτήρα, αυτές τις μικρές παραγγελιές των συναγωνιστών του δε θα΄θελε να τις ξεχνάει ποτές. Τ’ αλλουνού του΄φερε προχτές ένα χαρτάκι μαστίχα – τι θα το κάνει το χαρτάκι με τη μαστίχα στη Μουργκάνα; Το΄θελε κι ο Αντρέας του το΄φερε από ‘να μπακάλικο σε χωριό που έχει μέσα στρατό.
– Τότε βοσκούσαμε.
– Τώρα αρχοντιά, λέει ο Αντρέας κι ανοίγει τα χέρια του.

Ως εκεί που είναι δουλειά της επιμελητείας τίποτα δεν έλειψε, μήτε ψωμί μήτε νερό μήτε καπνός σ’ όλες τις μέρες της μάχης, σ’ όλες τις μετακινήσεις, σε κανένα τμήμα. Τα ρέστα φυσικά τα κανόνιζε η μάχη.
Τη νύχτα, ξημερώνοντας η δεύτερη του Μάρτη, μια Μοίρα ΛΟΚ ανέβηκε στο ύψωμα Σκηταριό.

Αυτοί οι ΛΟΚ είναι ένα είδος σαν τους κομάντος. Αγγλοπρέπεια. Γεροί στο σώμα και φασίστες  ξεδιαλεγμένοι από την Ορεινή Ταξιαρχία και από τα Τάγματα Ασφαλείας, εκπαιδεύτηκαν για τον βουνίσιο πόλεμο. Γι’ αυτό τους λένε και Λόχους Ορεινών Καταδρομών.
Φοράνε κάτι ωραία ποδήματα στέρεα κι αποκάτω με λάστιχο, για να πατούνε καλύτερα στην πέτρα και να μην ακούονται κιόλας, άσπρες βραχείες από μηλωτή, έχουν πολλά ατομικά αυτόματα κι ο κάθε λόχος ασύρματο. Η δουλειά τους είναι να πιάνουνε κάποια κορφή, να βρίσκουνε ένα δύσκολο πέρασμα, να κρατούνε για λίγο μια θέση κ΄ύστερα να ‘ρχεται πίσω τους το ταχτικό στράτεμα να τη στεργιώνει.

Αυτοί π’ ανεβήκανε στο ύψωμα Σκηταριό θα ‘τανε καμιά τρακοσαριά. Τρύπωσαν από μια λαγκαδιά και περπατώντας όλη νύχτα από το μοναστήρι του Μακραλέξη, ξημερωθήκανε το πρωί πάνω στο ύψωμα. Ρίξανε πράσινες φωτοβολίδες για τα’ αεροπλάνα τους κ’ είδανε κ’ οι δικοί μας και νιώσαν την καταστροφή που τους γίνηκε.
Το ύψωμα αυτό του Σκηταριού είναι πάνω στη Μουργκάνα. Τα στρατέματα που ξεκινήσανε κιόλας από τα χαράματα να ενωθούν με τους ΛΟΚ θα περνούσανε στην πλάτη όλης της δικής μας διάταξης.

Το μέτωπο, που δεν έσπασε τρία μερόνυχτα, αναποδογυρίζονταν τώρα.
Είταν τότες ένας αγώνας γρηγοράδας για τους δικούς μας να κόψουνε τους ανεβασμένους στο Σκηταριό και να μην αφήσουν τις δυνάμεις του ταχτικού στρατού να φτάσουν απάνω. Να σταματήσουνε πρώτα τη ζημιά σε κείνο το μέρος όσο να πιάσουνε καινούργιες θέσεις και ν’ ανοίξουνε μάχη.

Απ’ όλες τις μεριές του μετώπου τρέχανε κατά κει. Ακόμα και η «Ομάδα Ασφαλείας» του Αρχηγείου θα πάει στο ύψωμα που πατήθηκε. Είναι μια κρίσιμη ώρα και το νιώθουν όλοι τους.
Ο Λοχαγός Νέστορας ανεβαίνει πρώτος απάνω. Τρεις είναι όλοι κι όλοι μαζί του – οι δυό κοπέλες. Ένας όλμος, δυο οπλοπολυβόλα, κ’ ένα βαρύ πολυβόλο, κουβαλιούνται γρήγορα-γρήγορα κι ανεβάζονται στη Μουργκάνα. Ο ταγματάρχης Αχιλλέας με εφτά μαχητές της ανταρτικής ομάδας του Πιπέρη,  τρέχουνε και πιάνουν ένα ύψωμα δίπλα στο Σκηταριό που το λένε Τσεροβέτσι. Βρίσκουν στο δρόμο τους ένα διμοιρίτη από τα τμήματα που πηγαίνανε πίσω, τον παίρνουν μαζί τους κι αυτόν με τ’ οπλοπολυβόλο του και στήνουνε εκεί μιαν αντίσταση που δείχτηκε κατόπι σημαντική. Μικρές δυνάμεις πιάνουνε και κρατούνε τα μπροστινά υψώματα που λέγονται Στάλος και Καστρί. Άλλες δυνάμεις πολεμούνε χαμηλά στο ποτάμι να κόψουνε το δρόμο στα τάγματα που ανεβαίνουν να ενωθούν με τούς ΛΟΚ. Οι όλμοι αλλάζουνε θέσεις. Όλα τα υψώματα γύρω στο Σκηταριό, όλα τα μονοπάτια που πάνε σ’ αυτό, πιάνονται γρήγορα. Πάνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ο ταγματάρχης Αχιλλέας μπορεί και είναι παντού. Γοργοπόδαρος και ήμερος.

Από τις εφτά το πρωί οι δικοί μας αρχίζουνε και χτυπιούνται με τους ΛΟΚ. Τα αεροπλάνα τους βάζουν με τα μυδράλια, οι οβίδες πέφτουνε γύρω τους ασταμάτητα. Ο λοχαγός Νέστορας χτυπιέται στα πενήντα, στα είκοσι μέτρα με το πιστόλι, Νέστορας Θανάσης είναι τ’ όνομά του, από τα Κριθαράκια Γρεβενών, τριάντα τέσσερω χρονών παλικάρι. Ελασίτης, φυλακισμένος στα Γρεβενά, το ‘σκασε το Γενάρη του 1947 κ’ είταν από τότε στο Δημοκρατικό Στρατό. Η μικρή δύναμη που πρωτανέβηκε μαζί του αυξήθηκε σε λίγο και μ’ άλλους μαχητές. Οι ΛΟΚ μαζεύονται παραπίσω, πιάνουν τις πρόχειρες θέσεις που φκιάξανε, η μάχη έχει αρχίσει κι όλο δυναμώνει πάνω στο ολόγυμνο ύψωμα. Ένα ταχυβόλο του Νέστορα παθαίνει εμπλοκή. Ένα οπλοπολυβόλο στήνεται στη στιγμή. Ένας όλμος που κουβαλιέται από την άλλη μεριά στήνεται στα εκατό μέτρα από τον εχθρό.

Όλα για όλα.

Οι ΛΟΚ κρατούνε ακόμα γερά και σταματούν τους δικούς μας. Ένα μικρό ύψωμα τους χωρίζει πενήντα, εκατό μέτρα. Η θέση τους είναι δύσκολη γιατί βοήθεια από κάτω δεν έρχεται. Τα οπλοπολυβόλα μας απ’ όλα τα γύρω υψώματα τους χτυπούνε, ο όλμος συνέχεια τους ρίχνει ανά πέντε. Μα και των δικών μας η θέση δεν είναι καλύτερη. Δεν μπορούν να τους βγάλουν από κει και πολεμούν απροφύλαχτοι στο γυμνό βουνό και χτυπιούνται από τα κανόνια και τα αεροπλάνα.

Ο Νέστορας δέχεται μια σφαίρα στο στήθος και πέφτει. Ακόμα ένας νεκρός και τέσσερις λαβωμένοι πέφτουνε γύρω του. Όλο το μικρό του τμήμα κλονίζεται για μια στιγμή με το θάνατο του αρχηγού του. Ο επίτροπος Παπαδόπουλος στέλνει ένα σύνδεσμο να τους πει πως είναι παρών – πενήντα βήματα παραπίσω. Νιώθει τώρα πως έφτασε η κρισιμότερη στιγμή της ζωής του. Τ’ αεροπλάνα δε σταματούνε να ρίχνουν. Σέρνεται ο ίδιος και τραβάει το Νέστορα παρακάτω. Μια βόλτα που κάνουνε τ αεροπλάνα για να ξαναχυμήξουν,  τους δίνει λίγο καιρό να πάρουν τους λαβωμένους. Όλοι τους κουβαλούνε, μέσα σε βροχή απ’ οβίδες, τους πάνε πιο πέρα. Ο Νέστορας είναι νεκρός. Ένα από τα κορίτσια που ‘ταν μαζί του απ’ το πρωί είναι δίχως ποδάρι. Θαρρεί θα πεθάνει και θέλει να την αφήσουν, να παν στη δουλειά τους. Την πήραν οι μεταγωγικοί και την πήγαν στο νοσοκομείο κουβαλώντας την στην πλάτη τους, ώρες μακριά. Και ζωντάνεψε και σ’ όλο το δρόμο τραγούδαγε για να τους αλαφρώνει.

Οι άλλοι ξαναγυρίζουν στη μάχη που αγριεύει και συνεχίζεται όλη τη μέρα. Οι ΛΟΚ κρατούνε τις θέσεις τους. Τ’ αεροπλάνα καρφώνουνε τους δικούς μας. Ως τ’ απόγιομα από τις πιο μακρινές θέσεις φτάνουνε τα τμήματα μας, ζώνουνε γύρω και γύρω το Σκηταριό κ’ η κατάσταση ως το βράδυ δεν αλλάζει σε τίποτα.

Το Αρχηγείο δίνει διαταγή για μια μεγάλη επίθεση τη νύχτα. Ο ταγματάρχης Αχιλλέας θα διευθύνει αυτή την επιχείρηση που αρχίζει στις δέκα το βράδι. Οι όλμοι για μιαν ακόμη φορά θ’ αλλάξουνε θέσεις. Τα βλήματα κουβαλιούνται στην πλάτη πάνω στις απότομες πλαγιές. Μια πρώτη μικρούλα προχώρηση βοηθάει την εξόρμηση. Έρχονται κοντά-κοντά με τους ΛΟΚ. Οι αξιωματικοί μας δε στέκουν μακρύτερα από τα εκατό μέτρα. Ο ομαδάρχης Μπόμπορας έρχεται στα χέρια, πέφτει πάνω σ’ ένα πολυβόλο και τους το παίρνει. Δυο ώρες η μάχη συνεχίζεται ασταμάτητα και με πείσμα μέσα στο σκοτάδι. Τα πυρομαχικά μας, όλα κουβαλημένα με τα χέρια, κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα τελειώνουν. Ξαναρχίζουν οι φάλαγγες, οι ηρωικές μας φάλαγγες των φορτωμένων, ν’ ανεβαίνουνε τις απότομες πλαγιές για μιαν καινούργια τελειωτική επίθεση πριν ξημερώσει.
Μα δε θα χρειαστεί να γίνει. Οι ΛΟΚ έχουνε τσακιστεί. Τριάντα δύο κουφάρια τους κείτονται πάνω στις πέτρες. Πενήντα λαβωμένοι τους τραβηχτήκανε πίσω. Αποκομμένοι από κάτω, δεκατισμένοι από την αντεπίθεση, πεθαμένοι από τη διήμερη πορεία και τη μάχη αφήνουν το ύψωμα πριν απ’ το χάραμα. Η μεγάλη κρίση πέρασε. Το Σκηταριό πατήθηκε, μα δεν έπεσε. Όλο το μέτωπο ανασαίνει τη χαρά της πρώτης νίκης.

Μα οι δυνάμεις του εχθρού είναι μεγάλες, πολλές. Τη νύχτα της ίδιας μέρας, στις τρεις του μήνα, μια καινούργια επίθεσή του γίνεται λίγο αριστερότερα από το Σκηταριό. Από το πρωί τα κανόνια γυρίσανε και χτυπούν κατά το χωριό που λέγεται Λειά, τ’ αεροπλάνα γυρίζουν από πάνω, δυο τάγματα, το 581 και το 625 ξεκινούνε. Το 625 κρατήθηκε. Μα το 581 καταφέρνει να μπει στο μισό χωριό.

Μια μικρή ρεματιά χωρίζει τούς δυο μαχαλάδες του χωρίου. Στον ένα βρίσκεται το 581, τον άλλον τον κρατούν οι δικοί μας. Από κει θα περάσουν τη νύχτα και θα χτυπηθούν από σπίτι σε σπίτι. Είναι ένας πόλεμος άγριος, ύπουλος, άνισος για κείνον που κάνει την επίθεση.
Η χειροβομβίδα, το πιστόλι, η αντιαρματική γροθιά θα είναι τα όπλα, κάποτε το μαχαίρι, κάποτε τα χέρια.

Δυο ώρες μέσα στη νύχτα από σπίτι σε σπίτι, από το καμένο σκολειό του χωριού ως την εκκλησιά και τ’ άλλα χτίρια που οχύρωσαν οι τρεις και τέσσερις φορές ξεδιαλεγμένοι φασίστες του 581 οι δικοί μας προχωρούνε βήμα με βήμα και καθαρίζουν τον τόπο. Πριν φέξει τους σκόρπισαν, τους αναποδογύρισαν, τους έβγαλαν από το χωριό και τους διώξανε πίσω.
Τότες ο Βασιλάρας πήρε το τηλέφωνο κ’ είπε πως και κείνο το μέτωπο λευτερώθηκε κι ο Φωκάς θα ματσούλησε πάλι τα χείλια του.
Ωστόσο, στο Αρχηγείο δεν ησυχάζουν. Ο Καλιανέσης ξέρει καλά πως ο κίνδυνος μένει. Κάτι άλλο χρειάζεται. Κάτι σπουδαίο. Πολύ σημαντικό. Που θα αναποδογυρίσει όχι πια τμήματα και τάγματα του εχθρού που κάνουν επίθεση, μα τη βασική του διάταξη, θα διώξει μακριά τον κίνδυνο.
– Κάτι, που αν δεν αποδώσει όλα όσα το Κόμμα περιμένει από μας, θα δώσει το πιο πολύ που μπορούμε. Έτσι είπε ο Παύλος, ο Επίτροπος του Αρχηγείου στον Πετρίτη που διοικεί το κλιμάκιο, στο δεξιό της δικής μας διάταξης. Οι δυό τους γνωρίζονται πολύ καλά. Κι από τον ΕΛΑΣ και κατόπι μαζί, δεν έχουν ανάγκη από λόγια πολλά.

Ο Παύλος είτανε μαζί τους από τότες που πρωτογίνηκε το Αρχηγείο της Ηπείρου, το Φλεβάρη του 1947, αρχηγός τους στρατιωτικός και μαζί και πολιτικός τον πρώτο καιρό. Πέρασε κοντά τους από το καμίνι των μεγάλων δοκιμασιών στις άνισες μάχες, στις μεγάλες στερήσεις, στις απανωτές λιποταξίες και προδοσίες. Και μέσα απ’ αυτές τις δοκιμασίες, αλύγιστος, τους έβγαλε πέρα κ’ έριξε μέσα σε λίγους μήνες βαρύν τον ίσκιο του αντάρτικου της Ηπείρου απάνω στα σκέδια της εαρινής εκστρατείας του 1947.

Τον καιρό εκείνο ο Παύλος έδωσε κάποτες στον Πετρίτη τα μισά ντουφέκια του Αρχηγείου κι απόμεινε αυτός με εξήντα μαχητές, τούς μισούς δίχως όπλα. Κι ο Πετρίτης δεν τα ντρόπιασε τότε τα ντουφέκια που πήρε, γυρνώντας από το Γράμμο στο Πωγώνι κι ως τους Φιλιάτες και την Πρέβεζα κι ανοίγοντας το δρόμο του Δημοκρατικού Στρατού στην Ήπειρο. Τώρα του ζητούσε να κρατήσουνε τη Μουργκάνα που είταν το κέρδος και το έπαθλο όλων εκείνων των δοκιμασιών, των προσπαθειών και των θυσιών τους. Κι όπως τότες ο Πετρίτης, έτσι και τώρα, δε θα το ‘θελε ποτές του να δει τον Παύλο να σκύβει το κεφάλι του και να τον ακούσει να λέει, σα να μίλαγε μοναχός του.
– Αχ, μωρέ παιδί μου, γιατί. . .

Ο Καλιανέσης έχει σχεδιάσει το «κάτι». Ήμερα και προσεχτικά, με σιγουριά. Και με γνώση. Και πρώτ’ απ’ όλα μ’ εμπιστοσύνη στους μαχητές του. Σκυμμένοι πάνω στο χάρτη εξηγούνε κ’ οι δυό τους στον Πετρίτη πώς και πούθε θα γίνει η ενέργεια. Κι αυτός, κατεβαίνοντας την ίδια νύχτα στο κλιμάκιο φωνάζει τον ταγματάρχη Σκεύη και τους τέσσερις λοχαγούς που θα πάρουνε μέρος σ’ αυτή. Τους εξηγεί. Θα είναι ένας επιθετικός ελιγμός στ’ αριστερό του εχθρού. Την ίδια νύχτα τα τμήματα πρέπει να κινηθούνε και με αρχηγό το Σκεύη να δώσουν κ’ οι τέσσερις το αποφασιστικό χτύπημα.
Ξαφνικά, γρήγορα, δυνατά. Στ’ όνομα του Ελληνικού Λαού και του Δημοκρατικού Στρατού πρέπει να πετύχετε – είναι τα τελευταία λόγια που έχει να τους πει ο Πετρίτης.
Και οι τέσσερις καλούνε τους λόχους σε γενικές συνελεύσεις. Τους εξηγούνε με λίγα λόγια τι θα πρέπει να κάνουνε εκείνη τη νύχτα κι όλοι τους, πριν ξεκινήσουν, μεταλαβαίνουν εκεί τ’ άχραντα μυστήρια του χρέους. Στ’ όνομα του Ελληνικού Λαού, στ’ όνομα του Κόμματος, θα πολεμήσουμε πρώτοι – δίνουν το λόγο τους οι κομουνιστές. Στ’ όνομα του Ελληνικού Λαού, τ’ όνομα του Δημοκρατικού Στρατού και του αρχηγού μας, στ’ όνομα των νεκρών μας θα συντρίψουμε απόψε τον εχθρό – ορκίζονται όλοι.

Λίγην ώρα πριν ξεκινήσουν ένας σύνδεσμος φέρνει ένα γράμμα στο Σκεύη. Είναι από τον Πετρίτη. Δεν του γράφει πια για το σκέδιο. Είναι κ’ οι δυό τους δάσκαλοι που γίνανε πολεμιστές κ’ είναι καιρός που πολεμούν μαζί κ’ είταν μαζί και στις δύσκολες ώρες. Του γράφει για το χρέος και για τον αγώνα, για το Κόμμα και για τα παιδιά που χαθήκανε – κ’ είναι κρίμα που δεν κράτησαν μήτε ο ένας μήτε ο άλλος αυτό το γράμμα.
Στις εννιά η ώρα ο μικρός στρατός, τέσσερις λόχοι, ξεκινάει. Ο ουρανός είναι πάντα ολοκάθαρος και το κρύο δυνατό. Σύμφωνα με το σκέδιο πρέπει να τσακίσουνε δυό τάγματα πάνω στο δρόμο τους, του Γαλάνη και το 611 πριν από το πρωί. Ένα τρίτο τάγμα, το 581, θα ‘ναι παραπέρα. Ακόμα παραπέρα, το 625.
Στις δέκα τη νύχτα τα πρώτα τμήματα βρίσκονται κιόλας κοντά στον εχθρό. Στο κέντρο είναι ο λόχος του Σδράβου. Καθώς περνούν ένα μικρό ποταμάκι, σ’ ένα φυλάκιο τους παίρνουν χαμπάρι και τούς χτυπούν. Κρύβονται και δε ρίχνουν. Το σκέδιο είναι να περάσουν τα πρώτα φυλάκια δίχως να χτυπηθούν. Προχωρούν ακόμα, μέσα στη νύχτα, φτάνουν έξω από το χωριό Πόβλα, τότε βρίσκονται πια κοντά στον εχθρό. Σέρνονται στη γης και φτάνουν στα τριάντα μέτρα.
– Απάνω τους, είναι η κραυγή του λοχαγού τους.

Πηδούν απάνω στα πολυβολεία, χτυπιούνται με τα πιστόλια, με τους υποκόπανους των όπλων, αρπάζονται στα χέρια. Γύρω και μέσα στο χωριό είναι ο Γαλάνης με το τάγμα του, μια διλοχία και ο λόχος διοίκησης του 611. Τα χάνουν, δεν ξέρουν τι να πιστέψουν, δεν μπορούν να καταλάβουν ακόμα τι γίνεται. Ο μάγειρας ενός λόχου θαρρεί πως γίνηκε επανάσταση. Καθώς πέφτουν οι δικοί μας απάνω του σηκώνει τα χέρια κι ορκίζεται πως είναι στρατιώτης και δεν το κούνησε καθόλου από τη θέση του…

Οι δικοί μας προχωρούνε, μπαίνουνε μέσα στο χωριό, ξεκαθαρίζουν τις αντιστάσεις, τινάζουν τα οχυρωμένα σπίτια. Ο ομαδάρχης Σωκράτης Γκίζας από το Παλιοχώρι βρίσκεται στη μέση του δρόμου αγκαλιασμένος μ’ έναν του Γαλάνη. Είναι κ οι δυό τους πεσμένοι κάτω.
– Βοήθεια συναγωνιστές, φωνάζει ο Γκίζας.
– Βοήθεια συναγωνιστές, φωνάζει κι ο Γαλάνης κ’ οι δικοί μας τρέχουνε και δεν μπορούν μέσα στο σκοτάδι να ξεχωρίσουν ποιος είναι ο αληθινός.
Ένας αξιωματικός του 611 μόλις τώρα ξύπνησε. Τρέχει, κατεβαίνει στο δρόμο να μάθει τι γίνεται.
– Αλτ, του φωνάζει ο Χρήστος Τσοπάνος από τ’ Άρματα της Κόνιτσας.
– Είμαι ο δόκιμος.
– Έλα κοντά.

Κάνει να του ρίξει, το ντουφέκι δεν πιάνει. Αρπάζονται στα χέρια κι αυτοί. Ο δόκιμος είναι γερός. Κι ο δικός μας το ίδιο, θηρίο. Σηκώνει το ντουφέκι σα ρόπαλο και τον χτυπάει στο κεφάλι. Κι άλλος Γαλάνης ή στρατιώτης έρχεται από πίσω. Ο Χρήστος κάνει να φύγει. Το λουρί του ντουφεκιού του πιάνεται στο λαιμό του δόκιμου που ‘ναι πεσμένος κάτω. Αφήνει τ’ όπλο του στο λαιμό του αλλουνού κι αρπάζει ενός σκοτωμένου που βρίσκεται δίπλα του. Κάνει να ρίξει στον άλλο Γαλάνη, δεν τον προφταίνει, αρπάζονται και μ’ αυτόν στα χέρια, παλεύουν, ώσπου φτάνουν οι δικοί μας και τον ελευθερώνουν τραυματισμένον.

Οι Γαλάνηδες ξέρουνε πια τι γίνηκε. Όσοι προφταίνουν βγαίνουν από το χωριό και φεύγουν. Καμπόσοι τρέχουν και κρύβονται μέσα στα σπίτια, βγάζουνε γρήγορα τα ρούχα τους τα στρατιωτικά, κάθονται στη φωτιά και παρασταίνουνε τους αθώους χωριάτες. Ένας μικρός μαχητής, Απόστολος Γελαδάρης από το Κεράσοβο της Κόνιτσας, μπαίνει σ΄ένα σπίτι. Τρεις κάθονται στη φωτιά.
– Τι είσαστε σεις;
– Χωριάτες από δω.
– Βγείτε έξω, να δούμε.

Κάνουν ν’ αρπάξουν τα όπλα τους, τ’ αυτόματο του Αποστόλη είναι κάτω απ’ τη μύτη τους και τρέμουν και οι τρεις τους.
Στρατιώτες από το 611 τρέχουνε και παραδίνονται. Καμπόσοι κρύβονται μέσα σε σπίτια και σε χαλάσματα κι όταν ακούν τούς δικούς μας και φτάνουν κοντά φωνάζουνε μέσα στο σκοτάδι:
– Εδώ Γκρέκο παρτιζάνο.
Τους ξετρυπώνουν και κανένας εκεί δεν μπορεί να κρατήσει τη γροθιά που πέφτει στα μούτρα.
– Τί είπες, ρε κερατά;
– Μη, συναγωνιστή, είμαι δημοκράτης.
Κι άλλη γροθιά.
– Όχι, όχι… Πρώτα τί είπες…
– Έτσι μας είπαν… Νομίζαμε Σλάβοι. ..

Ο Γαλάνης κατάφερε και το ‘σκασε από τους πρώτους. Από τότες κοπροσκυλιάζει στα Γιάννινα. Δεν του δίνουν παράδες να ξαναφκιάξει τό τάγμα του. Ο διοικητής του 611 Μανάρας είναι λαβωμένος. Όχι και πολύ βαριά κι ούτε για τη μάχη τον μέλλει ούτε για τους στρατιώτες του που σκορπίσαν ούτε για τα προαιώνια ιδανικά της φυλής. Φώναζε κ’ έβριζε και βλαστήμαγε να τα παρατήσουν όλα και να τον πάρουν. Ο γενναίος Κουλούρης, ο σοσιαλιστής, το σκάσε κι αυτός γρήγορα-γρήγορα. Ο γέρος αξιωματικός, ο Κωνσταντόπουλος, που είπαμε παραπάνω, τον είδαν οι στρατιώτες, άφησε σ’ ένα τραπέζι το πιστόλι του, πήρε ένα μπαστούνι και τράβηξε μοναχός του μέσα στη νύχτα.

Πριν φέξει, το τάγμα του Γαλάνη δεν υπάρχει πια. Κουφάρια βρίσκοντ’ ολούθε στους μικρούς δρόμους του χωριού. Ο ελιγμός πέτυχε, ο αιφνιδιασμός είταν αληθινά κεραυνός. Οι αιχμάλωτοι του 611 τραβιούνται παραπίσω. Ο λόχος του Σδράβου τέλειωσε την αποστολή του και βγαίνει από το χωριό να ανταμώσει τούς άλλους λόχους στο μέρος τ’ ορισμένο από το Σκεύη.

Και οι άλλοι έχουν το ίδιο πετύχει, με την ίδια γληγοράδα το σκοπό τους. Ο λόχος του Καμίτση, πεζοπορώντας μέσα σε λάκκους και νερά, πιάνει το ύψωμα του Τζελίλι, τσακίζοντας κ’ εκεί την αντίσταση του 611. Ο λόχος του Τζαβέλλα βρίσκει έναν έτοιμο όλμο στημένο με τα βλήματα δίπλα του. Ολμιστής ο ίδιος ο λοχαγός, αρχίζει μοναχός του και ρίχνει πάνω στα τμήματα που φεύγουν. Ο τέταρτος λόχος, του Νάστου, τραβάει μπροστά και πέρα.
Τα απομεινάρια του 611, που δεν πρόφτασαν να φύγουνε, βρίσκονται περικυκλωμένα. Όχι «κλοιός» των Αθηναίων στρατηγών. Περικυκλωμένα. Αφήνουν τις θέσεις τους και φεύγουνε δίχως να ξέρουν πού θα πάνε και τι θα βρούνε μπροστά τους. Οι στρατιώτες φωνάζανε μέσα στη νύχτα:
– Αδέρφια, μη μας χτυπάτε, είμαστε δημοκράτες.

Οι αξιωματικοί τους στεκόντανε πίσω με το πιστόλι, τους φωνάζανε να καλυφθούν, να κρυφτούν. Αυτοί περπατούσαν όρθιοι, βαριεστημένοι μέσα στο σκοτάδι, ταλαιπωρημένοι, δεν ξέρανε πού πήγαιναν, τραβούσαν σαν πρόβατα. Όσοι βρεθήκανε σκοτωμένοι ήταν όλοι χτυπημένοι με σφαίρα στο κεφάλι.

Καθώς ξημερώνει πια για καλά, λευκά μαντίλια ανεμίζουνε και στο μικρό ύψωμα της Ταβέρας. Είναι πάνω ο 4ος λόχος του 611, η τελευταία αντίσταση που απόμεινε. Ο διμοιρίτης του λόχου Καμίτση Γιάννης Καράμπελας,η Κατερίνα Δένη από τον Τσαμαντά και η Περσεφόνη Βαλαή από τον Κακόλακκο Πωγωνιού, ανεβαίνουν τρεχάλα στο ύψωμα να τους πιάσουν στα χέρια. Ο Καράμπελας, κατατσακισμένος από την πορεία και τη μάχη της νύχτας, λαχανιάζει και μένει παραπίσω. Τα δυό κορίτσια τρέχουνε, θέλουν να φτάσουνε πρώτα. Η Περσεφόνη είναι δεν είναι δεκαεννιά χρονών. Για μια στιγμή βλέποντας τους, ένα λόχο στρατιώτες, με τα όπλα τους όλους, δειλιάζει. Στυλώνει το αυτόματό της.
– Ψηλά τα χέρια.

Και τους βάζουνε στη γραμμή. Έρχεται σε λίγο κι ο Καράμπελας, ανεβαίνουνε κι άλλοι μαχητές, η συνοδεία τραβάει για κάτω. Καθώς κοντεύουνε πια να κατεβούνε το ύψωμα μια ιδέα γυρίζει στο νου της Περσεφόνης.
– Εσύ, σταμάτα. Έβγα από τη γραμμή.
Σταματάει και την κοιτάζει τρομαγμένος.
– Βγάλε το παντελόνι σου.

Ο στρατιώτης ανοίγει τα μάτια του διάπλατα. Κάτι θα ‘χε φτάσει στ’ αυτιά του απ’ αυτά που γράφουν οι εφημερίδες τους, για τις μαινάδες που έχουν μαζί τους οι αντάρτες.
– Στα γρήγορα, βγάλτο.

Το βγάζει ο φουκαράς κι ακόμα δεν ξέρει τι γίνεται. Η Περσεφόνη χάνεται για λίγο πίσω από ένα πουρνάρι. Ξαναγυρίζει κρατώντας στα χέρια της το σκισμένο παντελόνι της και φορώντας το καινούργιο του στρατιώτη. Του δίνει το δικό της και τον ξαναβάζει στη γραμμή. Ο άλλος που ερχότανε παραπίσω δεν είχε ανάγκη να τον φωνάξει η Περσεφόνη για να της δώσει το χιτώνιο του.

Τ’ αλλουνού του πήρε τις αρβύλες και λαμποκοπάει μέσα στην καινούργια φορεσιά της.
Κρίμα πού δεν είχε έναν καθρέφτη η Περσεφόνη Βαλαή. Θα βλέπε και η πόρνη του Γαλάνη τα μούτρα της μέσα σ’ αυτόν. Στο δρόμο που κατεβαίνουν τα δυό κορίτσια ανταμώνουν την άλλη συνοδεία με τούς αιχμάλωτους άπω την Πόβλα. Ανάμεσα τους είναι και κείνη. Έχει μόνο μια κάλτσα στα πόδια, το στόμα της είναι στραβωμένο από την τρομάρα και το χασίς. Να μας συγχωρεί ο «Σύνδεσμος των Αιγυπτίων Κυριών» που διαμαρτυρήθηκε για το παιδομάζωμα, μα εμείς αυτή τη γυναίκα τη σκοτώσαμε. Της Περσεφόνης της δώσαμε αυτόματο και η Κατερίνα Δένη πήγε στη Σχολή Ομαδαρχών.

Στις εννιά το πρωί το τάγμα του Γαλάνη και το 611 δεν υπάρχουνε πια. Η εχθρική διάταξη δεν αναποδογυρίστηκε μονάχα στο αριστερό. Ξεθεμελιώθηκε ολόκληρη. Ο τόπος στην περιοχή που γίνηκε ο ελιγμός είναι γιομάτος λάφυρα και νεκρούς. Στρατιώτες σκορπισμένοι βαδίζουν βαριεστεμένοι, απροφύλαχτοι,, άλλοι κρύβονται μέσα στα πουρνάρια και τις ρεματιές για να παραδοθούν.

Δεν έχουμε σάλπιγγες για να χτυπούν – Προχωρείτε. Είναι ένας τρομερός αλαλαγμός από τη μια ως την άλλη άκρη στο μέτωπο, μια φωνή που βγαίνει απ’ όλα τα στήθια των μαχητών μας:
– Προχώρα.
Όλα τα τμήματα προχωρούνε για το 581 και το 625 που βρίσκονται στο κέντρο και παραδέρνουν.
Ομάδες και διμοιρίες μας ξεκόβονται, χάνουν τη σύνδεση τους, πέφτουνε μέσα στα εχθρικά τμήματα, μια φορά χτυπήθηκαν και μεταξύ τους μέσα στην ορμή της επίθεσης:
– Προχώρα!…
Οι κάννες των οπλοπολυβόλων ανάβουν και κοκκινίζουν. T’ αεροπλάνα από πάνω γυρίζουνε και δεν ξέρουνε πια που να ρίξουν. Τα κανόνια σ’ όλο το μέτωπο σταματούν:
– Προχώρα!…
Είναι ένα Έθνος ολόκληρο, γενιές απανωτές, με την οργή και την πίκρα τους θεριεμένη μέσα στη στέρηση και την αδικία και πάντα καταπνιγμένη με τα ξένα όπλα, που ξεσπάει σ’ αυτή την τρομερή, την αδυσώπητη κραυγή:
– Προχώρα!…

Φάλαγγες σκορπίζουν εδώ, διμοιρίες παραδίνονται παρακάτω, αξιωματικοί μας κ’ επίτροποι βρίσκονται μπροστά από τα τμήματα τους, όλη την ημέρα κανένας δε μπορεί να σταματήσει κανέναν. Τα τμήματα φύγανε από τις βάσεις τους και πολεμούν μοναχά τους, όπου βρουν τον εχθρό, που μαζεύεται εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
Ως τη νύχτα κατόπι και την άλλη μέρα, οι νοσοκόμοι που γυρνούν με τους λαβωμένους μαζώνουν τους στρατιώτες που παραδίνονται. Ακόμα κ’ οι γυναίκες από τα χωριά Μπαμπούρι και Τσαμαντά, που βγήκανε και μαζώνουν τα λάφυρα, γυρίζουνε πίσω φέρνοντας αιχμαλώτους.

Έτσι τέλειωσε αυτή ή πρώτη επίθεση. Ένας απολογισμός χρειάζεται για να κλείσει η εικόνα: νεκροί 267, τραυματίες 250, αιχμάλωτοι 180, αυτόμολοι 5. Το σύνολο των απωλειών του εχθρού 702.

Από τούς αιχμαλώτους 81 στρατιώτες προσχώρησαν στο Δημοκρατικό Στρατό με τη θέληση τους και πολεμούνε και τώρα μαζί του. Οι άλλοι σταλθήκανε πίσω ελεύθεροι. Τρεις αξιωματικοί, Θ. Ευσταθίου, Κ. Αργυρόπουλος, Π. Βλαβιανός και ο ανθυπίατρος Στ. Σταυρόπουλος, δικάστηκαν από το στρατοδικείο του Αρχηγείου Ηπείρου. Και οι τέσσερις παραδέχτηκαν την κατηγορία. Ξεχωριστά ο Ευσταθίου και ο Αργυρόπουλος – παλιοί ελασίτες και κατόπι στην υπηρεσία του II Γραφείου και της Ασφάλειας – ομολόγησαν την προδοσία τους. Καταδικάστηκαν όλοι σε θάνατο. Το Γενικό Αρχηγείο πρότεινε τότε στην κυβέρνηση της Αθήνας να τους αλλάξουν με τρεις αιχμάλωτους αντάρτες της Θεσσαλονίκης. Η κυβέρνηση της Αθήνας δε δέχτηκε και η απόφαση εκτελέστηκε με ντουφεκισμό.

Τα λάφυρα που πήραμε χρησιμοποιήθηκαν όλα στη δεύτερη επιχείρηση. Αυτά που πήραμε από τη δεύτερη επιχείρηση χρησιμοποιούνται τώρα πολύ μακριά από τη Μουργκάνα, στους δημόσιους δρόμους, ενάντια τους, στην Παραμυθιά – κοντά στα Γιάννινα.
Καθώς τώρα θα πρέπει να περάσω στη δεύτερη επίθεση τους και σε λίγο ν’ αρχίσω να ιστορίζω για το Τσεροβέτσι, θα ‘θελα καλύτερα να ‘σπαζα τα κοντύλια και να ‘σκιζα τα χαρτιά. Να σταθώ στην κορφή του και να στυλώσω το κορμί μου.

Οι πέτρες είναι γύρω καμένες, αλεσμένες από το σίδερο, τις χιλιάδες οβίδες. Δίπλα στα φτενά, μόνο πέτρινα και με ξύλα πολυβολεία, είναι οι τάφοι των δικών μας. Παρακάτω, μέσα στη ρεματιά, μαυρίζουν άθαφτα ακόμα κουφάρια των στρατιωτών που φτάσαν ως τα πολυβολεία μας κ’ ύστερα κατρακύλησαν απ’ τούς βράχους. Πέρα και γύρω ανοίγονται οι κοιλάδες του Καλαμά, ειρηνικές, καταπράσινες.

Τι μπορείς να πεις για τον άνθρωπο που νικάει το καμένο σίδερο; Νιώθω μέσα μου βάσανα κι αγωνίες, αίματα και χαμοί και φοβέρες σ΄ αυτά τα χρόνια, να παίρνουνε τώρα δω πάνω όλο το νόημα και την αξία  που θα θέλαμε να΄χουν. Ό,τι σώσαμε κι ό, τι χάσαμε νιώθω να γίνονται ανεχτίμητο κέρδος. Νιώθω περηφάνια που γεννήθηκα Έλληνας. Είδα, χάρηκα, δυνάμωσα, χόρτασα. Τίποτα δεν απομένει για τη δουλειά του γραμματικού.

Κι ωστόσο πρέπει να πω.

Η επίθεση ξαναρχίζει στις 27 του Μάρτη. Με τα δέκα αεροπλάνα, με είκοσι κανόνια τώρα και με πεζικές δυνάμεις μεγαλύτερες. Οι ΛΟΚ είναι τώρα εφτά. Παίρνει μέρος η 8η ίλη ιππικού κι άλλη μια ίλη θωρακισμένα σταθμεύει στο Κεράσοβο. Οι Αμερικάνοι ζητούν έν’ αποτέλεσμα αυτή τη φορά. Οπωσδήποτε. Κι όπως τούς είπαν, βιαζόντανε κιόλας.
Ξαναρχίζουνε πάλι στ’ αριστερά και στα δεξιά οι ίδιες μάχες, πάνω-κάτω στα ίδια μέρη. Η αντάρτικη ταχτική μπαίνει πάλι  σ΄ενέργεια, τώρ’ ακόμα καλύτερα, με μεγαλύτερο πείσμα, με πείρα και με γνώση του τόπου. Τώρα και οι όλμοι κουβαλιούνται στις πλάτες μακριά, πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Χτυπούνε και βρίσκονται πάλι με το χάραμα στις πρωτινές τους θέσεις. Τα «δελτία πληροφοριών» της Μεραρχίας μιλούνε συνέχεια για υπονομεύσεις, ναρκοπέδια και παγίδες που βρίσκουν τα τμήματά τους σε κάθε βήμα. Το μηχανικό μας έχει κεντήσει τον τόπο, υψώματα ολόκληρα τινάζονται στον αέρα.

Πέντε μέρες και πέντε νύχτες, από τη μία ως την άλλη άκρη στο μέτωπο  η μάχη κρατάει ασταμάτητα. Και τους αλωνίζουνε πάλι, με τα καρτέρια, τους αιφνιδιασμούς, τα τραγούδια και τους τηλεβόες, ο Τζαβέλλας στη Μεγάλη Ράχη, ο Λόχος των Νέων, οι ανταρτοομάδες του Λευτέρη από πίσω τους, τα οπλοπολυβόλα που ξεμυτίζουν σε κάθε βήμα μπροστά τους, οι όλμοι που δεν ξέρουν από πού τους χτυπάνε, οι αντιαρματικές γροθιές που σκάνε ξαφνικά μέσα στους καταυλισμούς τους.

Δε θα πω πάλι γι’ αυτά.

Τη νύχτα της 2 του Απρίλη τα τάγματα 627 και 583 μαζί με μια διλοχία ΛΟΚ καταφέρνουνε τέλος να σπάσουνε την αντίστασή  μας σε δυό μικρά υψώματα που λέγονται Στάλος και Καστρί, μπροστά στη Μουργκάνα. Οι οβίδες των κανονιών κ’ οι μπόμπες των αεροπλάνων τα οργώσανε τις τρεις τελευταίες μέρες συνέχεια. Η εχθρική δύναμη γαντζώνεται τη νύχτα σ’ αυτά τα δυο υψώματα, προχωρεί ως ένα σημείο που το έδαφος της προσφέρεται, σταματάει εκεί και οργανώνει τις θέσεις της,

Οι δικοί μας τα χαράματα κάνουν αντεπίθεση να τούς βγάλουν από το ύψωμα του Στάλου που κρατούν την κορφή του μονάχα. Οι ομάδες που κατεβαίνουν προς τις εχθρικές θέσεις χτυπιούνται από τρεις πλευρές. Το πυροβολικό τούς ρίχνει συνέχεια, βροχή από σφαίρες σφυρίζουν ολόγυρά τους. Σε λίγο ακόμα, σαν ξημερώνει, τ’ αεροπλάνα δεν ανοίγουν τους κύκλους τους μακρύτερα από την κορφή του υψώματος. Χτυπούνε με τα μυδράλια, ρίχνουν ρουκέτες. Οι σκοπευτές κουράζονται κρατώντας όρθιοι τα οπλοπολυβόλα τους, τα χέρια τους βαραίνουν. Αναγκάζονται και τα παίρνουν οι διμοιρίτες. Ο τόπος είναι μέσα σε κουρνιαχτό από τις οβίδες που σκάζουν και από τα καπνογόνα βλήματα που αρχίζουν να ρίχνουνε για να δείχνουνε στ’ αεροπλάνα τις θέσεις των δικών μας.

Από το χάραμα ως το μεσημέρι οι μικρές μας ομάδες ρίχνονται πάνω στις εχθρικές θέσεις, σταματούν τον εχθρό, μα δεν μπορούν να τον βγάλουν, να τον διώξουνε παρακάτω. Και πάλι ξαναδοκιμάζουν και ξαναπηδούν απροφύλαχτοι, χωρίς αποτέλεσμα, ως την ώρα που δόθηκε η διαταγή να τραβήξουνε πίσω.

Να τραβήξουνε πίσω θα πει ν’ ανεβούνε τώρα τ’ ολόγυμνο ύψωμα ίσαμε την κορυφή του, απροφύλαχτοι απ’ ολούθες, από μπρος, απ’ τα πλάγια, από τα κανόνια που τους χτυπούν, από τα μυδράλια των αεροπλάνων που τους ακολουθούνε βήμα με βήμα. Η αντεπίθεσή τους τσακίστηκε.
Τσακιστήκανε τα κορμιά. Η ψυχή τους δε λύγισε. Δε βρίσκεται σ’ αυτή την άνιση και χαμένη αντεπίθεση του Στάλου μήτε κ’ ένας που να ‘κανε πίσω πριν πάρουνε τη διαταγή.
Είναι μάχες στον πόλεμο που δεν έχουν άλλη δόξα έξω από τη δόξα της κερδισμένης νίκης. Και είναι και μάχες χαμένες που μ’ αυτές κερδίζεται στο τέλος ο πόλεμος: οι νικημένοι του Στάλου σταθήκανε το παράδειγμα για όλους τους μαχητές μας και δώσανε το πνεύμα της θυσίας στους μαχητές και νικητές του Τσεροβέτσι στις κατοπινές μέρες.

Χάσαμε καμπόσους εκεί. Δυο-τρεις λαβωμένοι μας απομείνανε στα χέρια του εχθρού κ’ οι προστάτες του πολιτισμού τούς κατάσφαξαν. Μερικοί μαχητές μας, τρεις ή τέσσερις, πιάστηκαν στα χέρια. Μαζί τους και δυο κορίτσια. Αυτούς είχαν διαταγή να μην τους σκοτώσουν και να τους στείλουνε ζωντανούς στη Μεραρχία στα Γιάννινα, για μια επίδειξη που χρειαζότανε κει, ύστερα από τόσες μέρες άγονης επίθεσης.

Ήταν Κυριακή το βράδι όταν πήγανε τα δυο κορίτσια στα Γιάννινα. Ο σκοπός τους ήταν να τα πομπέψουν στους δρόμους. Στην πλατεία της πόλης, καθώς τα περνούσαν για τους στρατώνες, μαζευτήκανε κόσμος και κόσμος, κάπου δέκα χιλιάδες. Τα ‘χαν αφήσει και φορούσαν ακόμα τα δίκοχα τους και τα φυσεκλίκια τους με τις σφαίρες σταυρωτά πάνω στο στήθος τους, όπως χρειαζόταν για την επίδειξη. Και κείνα περπατούσανε και τα δυο με το κεφάλι ψηλά. Οι χαζοί κοιτάζανε κι ανοίγαν το στόμα. Καμπόσοι, βαλτοί, θέλανε να τα γιουχαΐσουν. Ο κόσμος σώπαινε κ’ έσφιγγε τα δόντια του βουβός και λυπημένος. Για μια στιγμή, καθώς φτάνανε πια μπροστά στο χτίριο της Μεραρχίας, γίνηκε πέρα για πέρα ησυχία κι ακουγόντανε μονάχα τα βήματα τους καθώς χτυπούσαν οι αρβύλες τους απάνω στις πλάκες, στο πεζοδρόμιο.

Το βράδυ σε μια στρατώνα, στο «Στρατόπεδον Βελισσαρίου», μπήκε κάποιος και μολογούσε πώς γίναν τα πράματα στην πλατεία της πόλης και χαχάνιζε κ’ αισχρολογούσε για τα κορίτσια. Είτανε ένας από την «’Ομάδα Τάγματος», απ’ αυτούς που έχουν τα πιστόλια στη μέση τους – ένας από την «Αστυνομία Μονάδας». Αυτός ο παλικαράς έπιανε καμιά φορά μέσα στο θάλαμο ένα στρατιώτη, έτσι για γούστο, τον άρπαζε από το ‘να πόδι κ’ έδειχνε στους άλλους πώς βιάζουνε μια γυναίκα. Και το ‘δειχνε με τέτοια γρηγοράδα και μαστοριά που δεν μπορεί παρά να το ‘χε δοκιμάσει και στ’ αλήθεια, όταν ήτανε πριν με τους μάυδες και πιο πριν με το Ζέρβα…

Ένας είπε μέσα στο θάλαμο. Δυνατά:
– Είναι ντροπή μας για στρατιώτες να γελούμε με αυτές τις κοπέλες που στέλνουμε μεραρχίες ολάκερες να τις πολεμήσουν.

Κάποιος πήγε σε λίγο κοντά του.
– Και συ  ρε φίλε δεν τις πολεμάς; Πέντε μήνες;
– Έμενα θα με στείλουνε στη Μακρόνησο άμα θα ‘ρθουνε τα χαρτιά μου. , .
– Και γιατί δεν πας μαζί τους καλύτερα;

Έσκυψε το κεφάλι και σώπασε. Κοίταζε την αρβύλα του και ντρεπότανε.
Απ’ αυτό το «Στρατόπεδον Βελισσαρίου» φορτώθηκαν εκείνες τις μέρες από τις αποθήκες του πυροβολικού δυόμιση χιλιάδες εγγλέζικα βλήματα για κανόνια. Κι όλα πέσανε πάνω στο Τσεροβέτσι στις τέσσερις και τις πέντε του μήνα.

Καθώς είχανε πάρει το ύψωμα του Στάλου και το άλλο το δίδυμο που στέκεται δίπλα του, ίδια γυμνό, το Καστρί, πιάσανε θέσεις πάνω σ’ αυτά, στήσανε πολυβόλα κι όλα τα γύρισαν, κανόνια κι αεροπλάνα τους, στο Τσεροβέτσι.
Είναι το Τσεροβέτσι ένα τρίτο ύψωμα, στη σειρά μ’ αυτά τα δύο, στη μέση της Μουργκάνας, κι ακουμπάει πάνω στον κύριο όγκο της. Σα δε μπόρεσαν να κάνουνε τίποτα κι από τις δυο μεριές του μετώπου βάλθηκαν να ρίξουν όλη τη δύναμη τους σ’ αυτό το σημείο, να το κάψουνε, να το αλέσουν με τα κανόνια και τ’ αεροπλάνα κ’ έτσι να μπορέσουνε να το πιάσουν κι από κει ν’ ανεβούν στη Μουργκάνα.

Οι δικοί μας έχουνε δυο ομάδες μπροστά-μπροστά στο πρώτο υψωματάκι, δυο παραπίσω σ’ ένα δεύτερο ύψωμα κι άλλες δυό δεξιά και αριστερά. Αυτή είναι όλη η δύναμη που θα δεχτεί και θα κρατήσει την επίθεση από τρία τάγματα. Μπροστά-μπροστά είναι ένα μόνιμο πολυβολείο. Λίγο παραπίσω ένα δεύτερο. Σ’ αυτά τα πολυβολεία δόθηκε η μάχη και μπροστά τους συντρίφτηκαν δυό μέρες οι επιθέσεις του εχθρού.

Η μέρα – τέσσερις του Απρίλη – ξημέρωσε κάπως ανταριασμένη. Μέσα στο πρώτο, το χαμηλότερο πολυβολείο, είναι ο Ηλίας Μιχαλόπουλος από το Κυπαρίσσι Γρεβενών, ομαδάρχης της μικρής δύναμης που θα δεχτεί την πρώτη επίθεση. Μέσα στο πολυβολείο είναι και άλλοι τρεις μαζί του. Δύο ακροβολιστές έχουν πιάσει με τα ντουφέκια τους τις ατομικές τους θέσεις λίγο μακρύτερα, πίσω από μικρά πέτρινα προχώματα. Σαν άρχισε, κατά τις οχτώ, η αντάρα και σκόρπιζε, είδαν από τα αριστερά τους τη δύναμη πού ‘χε κινήσει κι ανέβαινε. Ετοίμασαν τα’ οπλοπολυβόλο τους και περίμεναν. Οι δικοί μας  απ’ αριστερότερα  ρίχνανε. Αρχίσανε κι αυτοί με τ’ οπλοπολυβόλο και τα ντουφέκια τους και χτυπούσαν την πρώτη διμοιρία που όλο κι ανέβαινε στο ύψωμα.

Η ομίχλη έχει σκορπίσει, η μέρα είναι ολόλαμπρη. T’ αεροπλάνα γυρνούνε συνέχεια πάνω από το κεφάλι τους, οι οβίδες του πυροβολικού πέφτουν ολόγυρα, χιλιάδες σφαίρες βουίζουν σε κάθε στιγμή` η μάχη για το Τσεροβέτσι έχει αρχίσει.
Στα διακόσια φυσίγγια τ’ οπλοπολυβόλο τους σταματάει. Εμπλοκή. Αρχίζουνε τότες και οι έξη και χτυπούνε με τα ντουφέκια τους. Όλοι μαζί με το πρόσταγμα που δίνει ο Ηλίας να φαίνεται πως είναι ριπή με τα’ αυτόματο όσο να καταφέρουν να το ξαναφκιάξουν.

Μια οβίδα του πυροβολικού πέφτει μπροστά στο πολυβολείο και το μισογκρεμίζει. Δεν προφταίνουν να συνεφέρουν και πέφτει κι άλλη από πάνω. Το σκέπαστρο βάσταξε μα το πολυβολείο δεν είναι πια για προκοπή. Πρέπει να πάνε πίσω στο δεύτερο. Περιμένουνε μια στιγμή που τα πυρά κάπως αραίωσαν και μ’ ένα σάλτο, με δεύτερο, βρεθήκανε πίσω. Ένας μονάχα από τους ακροβολιστές, Σπύρος Ποθητός, στρατιώτης του 611 στην πρώτη επιχείρηση, έμεινε πίσω στην ατομική θέση του και μοναχός του δε σταμάτησε να ρίχνει. Λες κ’ ήθελε τώρα να ξαναγυρίσει στους φασίστες όλες τις σφαίρες που του ‘χανε δώσει για να σκοτώνει τ΄ αδέρφια του.

Μπήκανε στο πολυβολείο, οι ακροβολιστές πιάσανε τις καινούργιες θέσεις τους. Από κάτω τους θαρρούνε σκοτωμένους όλους ή φευγάτους κι αρχίζουν ξανά κι ανεβαίνουνε, σίγουροι πως δεν είναι κανένας απάνω, με τα όπλα στην πλάτη. Τ’ οπλοπολυβόλο διορθώθηκε, είναι έτοιμο. Μα δε ρίχνουν ακόμα. Τους περιμένουνε ν’ ανεβούνε ψηλότερα, να ‘ρθουνε κοντά.
– Πυρ!

Με την πρώτη ριπή τρομάζουν κι αναστατώνονται. Μονάχα αυτό δεν περίμεναν. Η διμοιρία π ‘ανέβαινε γυρνάει κατά πίσω, σκορπίζει. Πέφτουνε κάμποσοι, οι άλλοι ρίχνονται κάτω, πιάνουν τις πέτρες. Η αντίσταση δεν έσπασε ακόμα, πρέπει ν’ ανεβούνε βήμα με βήμα, πέτρα με πέτρα. Τ’ οπλοπολυβόλο ρίχνει συνέχεια. Όλα τα πολυβολεία, τα δικά μας απ’ αριστερά, τα δικά τους από το Στάλο και το Καστρί, παίρνουν φωτιά. Είναι μια κόλαση από κρότους του θανάτου.

Λίγο παραπίσω, ο Επίτροπος Σιδηρόπουλος σφίγγει τα δόντια του, στυλώνει τ΄ αυτιά του ν’ ακούσει, να ξεχωρίσει αν είναι ακόμα το πολυβολείο του που χτυπάει. Δεν είναι πολλές μέρες που ανάλαβε τη διοίκηση του 11ου λόχου πάνω στο πεδίο της μάχης, μόλις σκοτώθηκε από οβίδα ο λοχαγός του Καβαλλάρης. Εκείνος είχε οργανώσει την αντίσταση. Τώρα μόνος του ο Σιδηρόπουλος πρέπει να τη βγάλει πέρα.

Ο Ηλίας – δεν τον χωράει το πολυβολείο με το σκέπαστρο -βγαίνει απ’ έξω και μ’ ένα τόμσον στα χέρια στέκεται ορθός δίπλα στους ακροβολιστές. Από κάτω, μέσα από τη χαράδρα, ακούγονται οι φωνές που βρίζουνε τους στρατιώτες να ξεκινήσουν για πάνω. Άλλη μια διμοιρία φαίνεται ν’ ανεβαίνει από δεξιά. Είναι δώδεκα, μεσημέρι.

Από το πρωί ως εκείνη την ώρα κι ως αργά το βράδυ τίποτε σπουδαίο δε φαίνεται να γίνηκε στο Τσεροβέτσι που να μπορεί κανένας να το παραστήσει με λόγια. Η ομάδα του πολυβολείου στην αρχή, το πρωί, μπορούσε ακόμα να΄ρχεται κάπως σ’ επαφή με τους παραπίσω. Φωνάζανε κάθε φορά που αραιώνανε τα πυρά και οι άλλοι περίμεναν ν’ αραιώσουνε πάλι και τότε τους αποκρίνονταν. Ύστερα, σα δυνάμωσε η μάχη, τα έξη παιδιά του πολυβολείου βρέθηκαν ολομόναχα μέσα σε μια θάλασσα από κρότους κι από φωτιά κι από θάνατο.

Γύρω στο πολυβολείο πέσανε χίλια βλήματα πυροβολικού. Όχι στρογγυλός αριθμός χίλια βλήματα. Δέκα αεροπλάνα δε σταματήσανε να ρίχνουν με τα μυδράλιά τους – τα πέντε να ‘ναι τα απάνω, να ‘ρχονται πέντε καινούργια και τότες να φεύγουν τα πρώτα, και πάλι και πάλι. Τέσσερις φορές οι εχθρικές διμοιρίες ξεκίνησαν από κάτω πάντα πιστεύοντας πως είχε πια τελειώσει και πως κανένας δεν ήταν πια πάνω στο Τσεροβέτσι. Και πάντα το πολυβολείο με τ’ οπλοπολυβόλο, οι δυό θέσεις των ακροβολιστών κι ο Ηλίας ορθός με το τόμσον  τους περίμεναν και τους γυρίζανε κάτου. Κι άκουγε από παραπίσω ο Σιδηρόπουλος κάθε φορά και ξεχώριζε μέσα στους κρότους του θανάτου το δικό του το πολυβολείο. Σε μια στιγμή ακούστηκαν και σκάζαν χειροβομβίδες. Καμπόσοι πιο ψυχωμένοι είχαν προχωρέσει ψηλότερα και φτάσανε κοντά-κοντά στο πολυβολείο. Οι δικοί μας βγήκαν έξω, σηκώθηκαν κ΄ οι ακροβολιστές απ’ τις θέσεις τους, και με τις χειροβομβίδες τους σταμάτησαν για μιαν ακόμα φορά.

Είταν η τέταρτη επίθεση της ημέρας. Το πολυβολείο με τους έξη μαχητές του στέκεται στη θέση του φραγμός ανεπάντεχος κι ακατάλυτος στα δυό τάγματα που αγωνίζονται από το πρωί να το ξεπεράσουν. Μπροστά του σε κάθε πέτρα είναι κ’ ένα κουφάρι. Κι όμως πρέπει ακόμα να προσπαθήσουν, πρέπει να το σπάσουνε, να το περάσουν το πολυβολείο που στέκεται μπροστά σ’ ολόκληρη τη στρατιά τους, με τους έξη μαχητές του. . .
Καθώς αρχίζει πια να βραδιάζει και τ’ αεροπλάνα σε λίγο θα φύγουν,  τα δυό τάγματα κάνουν μια τελευταία συνδυασμένη εξόρμηση. Οι Αμερικάνοι δε νοιάζονται φυσικά για τις θυσίες. Έχουνε λυσσάξει.

Τσακίζεται κι αυτή. Τα πυρά αραιώνουνε λίγο. Ο Σιδηρόπουλος βρίσκει κατάλληλη τη στιγμή να στείλει ενίσχυση στο πολυβολείο και να κάνει αντεπίθεση. Οι καινούργιες ομάδες φτάνουν, ο Ηλίας στήνει δεξιά του το καινούργιο οπλοπολυβόλο κ’ ένα δεύτερο που του ήρθε σε λίγο δεν το δίνει σε κανένα. Το πήρε μοναχός του κι άρχισε να χτυπάει. Οι εχθρικές επιθέσεις ξόφλησαν για σήμερα. Η ώρα της αντεπίθεσης έφτασε.

Δεν έχει ολότελα βραδιάσει όταν ξεκινούν οι ομάδες που θα κάνουν την αντεπίθεση. Οι οβίδες πέφτουν ολόγυρά τους κι απάνω στο δρόμο πόχουνε να περάσουν όσο να φτάσουνε μπρος. Λίγο παραπέρα καθώς προχωρέσανε, μια οβίδα τινάζει τη Μαρία Μπίλη  της ομάδας Χρήστου Καρρά, δεκαεννιά χρονών από την Καστάνιανη του Πωγωνιού. Τέσσερις μήνες έχει στο Δημοκρατικό Στρατό η Μαρία Μπίλη. Τη μάθαμε γράμματα. Μέσα στο νου της μπορεί να μη ξεκαθάρισε τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου. Στην καρδιά της ωστόσο έχει θερμή την αγάπη για την ομάδα και τους συντρόφους της. Ο νοσοκόμος έτρεξε ανάμεσα από τα βλήματα και την άρπαξε. Την πήγανε πίσω. Είναι βαριά λαβωμένη και στα δυό της τα πόδια, μα μπορεί ακόμα με τη δύναμη που της απομένει να σκέφτεται και να ρωτάει για την ομάδα της – που πήγανε; Της λένε πώς πήγαν για την αντεπίθεση κ’ έφτασαν όλοι τους γεροί και καλά.

Η Μαρία κλαίει.
– Θα πεθάνω και θα πεθάνω. Βγάλτε με λίγο στο υψωματάκι να τους ιδώ… Ν’ ακούσω μονάχα το πολυβόλο μας, συναγωνιστή λοχαγέ.

Ούτε το χατήρι της έκαναν ούτε πέθανε η Μαρία Μπίλη.
Τ’ οπλοπολυβόλο ακούστηκε σε λίγο μαζί με τ’ άλλα και χτυπούσανε στα γερά. Η αντεπίθεση γίνηκε με ορμή. Προχώρησαν όρθιοι, κατεβήκανε ως τις θέσεις που σκάλωσε ο εχθρός, ρίξανε αντιαρματικές γροθιές και χειροβομβίδες, δυό ώρες, κατέβηκαν ως κάτω κι ασφαλίσανε το Τσεροβέτσι για τη νύχτα.

Η ώρα είναι εννιά. Τα πυρά αραιώνουν κι ‘πό δω κι από κει. Μόνο τα κανόνια χτυπούν κάπου-κάπου. Η ομάδα του πολυβολείου μπορεί πια ν’ αντικατασταθεί. Πήγε μοναχός του κι ο Σιδηρόπουλος. Ήθελε να τους ιδεί. Μαύροι από την καπνιά του μπαρουτιού, με τα μάτια τους κόκκινα και τ’ αυτιά τους βουλωμένα από τούς κρότους των οβίδων, οι τέσσερις του πολυβολείου κ’ οι δυό ακροβολιστές, μήτε ακούγανε μήτε καλά-καλά μπορούσαν να νιώσουνε τι γινότανε. Η γλώσσα τους είχε κολλήσει από τη δίψα. Τα χείλια τους μελανιάσαν και σκάσαν. Θέλανε νερό που δεν ήπιαν όλη τη μέρα και δεν μπορούσανε να το πούνε. Θαρρούσαν θα μείνουν ακόμα και θέλανε σφαίρες και δείχναν τα κιβωτίδια που άδειασαν και τις γυμνές ταινίες από τ’ αυτόματα.

Πίσω, στο Σταθμό Διοίκησης, ένας σύνδεσμος από το τάγμα δίνει στο Σιδηρόπουλο το σημείωμα του ταγματάρχη Αχιλλέα. Ένα σημείωμα όλο κι όλο δυό λόγια – πρέπει να κρατήσουν το Τσεροβέτσι. Έτσι του λένε κι από «πέρα». Πέρα είναι ο Καλιανέσης κι ο Παύλος κ’ έχουν τα μάτια τους στυλωμένα σ’ αυτόν. Γύρω είναι οι μαχητές της Μουργκάνας κ’ έχουν κι αυτοί τα μάτια τους στυλωμένα α αυτόν. Οι Αμερικάνοι δεν κάνουνε πόλεμο πια. Βαλθήκανε να γκρεμίσουν όλο το Τσεροβέτσι με καμένο σίδερο. Κι απάνω είναι αυτός, ο Σιδηρόπουλος, με τις ομάδες του, με το πολυβολείο, με τα μπρεν που παθαίνουν εμπλοκή, με τα ντουφέκια μονάχα και τις χειροβομβίδες.

Γυρίζει στο σύνδεσμο.
– Τί κάθεσαι εδώ;
– Χαρτί, συναγωνιστή λοχαγέ, να μου δώσεις.

Έχει δίκιο το παιδί. Χρειάζεται να του δώσει χαρτί για τον Ταγματάρχη, σε τέτοιες ώρες δε γίνεται με τα λόγια. Και τι να πει στο χαρτί; Τα μακριά του σαν ξύλινα δάχτυλα αναταράζονται σαν ακρίδες. Ολόγυρά του είναι οι μαχητές του, ο 11ος λόχος – επίλεχτος τώρα. Στην άκρη κάθονται με τα μάτια τους κόκκινα, με τ’ αφανισμένα τους πρόσωπα οι μαχητές της ομάδας του πολυβολείου. Όλοι τον κοιτούνε στα μάτια. Απ’ ολούθε έχουν τα μάτια τους στυλωμένα σ’ αυτόν. Πήρε το χαρτί κ’ έγραψε μόνο:
– Θα κρατήσουμε – Σιδηρόπουλος.

Ομαδάρχης Γιάννης Κότας, σκοπευτής Δημ. Τσαντίδης, γεμιστής Σταύρος Μπόλης, οι τρεις αυτοί στο πολυβολείο. Γιάννης Οικονόμου, Χρήστος Ράφτης, Λευτέρης Παληοχωρίτης και Πέτρος Μ. ακροβολιστές. Αυτή είναι η ομάδα που πήγε στο πολυβολείο το βράδι ν’ αντικαταστήσει τον Ηλία και να κρατήσει την επίθεση την άλλη μέρα. Ξέρουν όλοι τους πως ο εχθρός είναι λίγο παρακάτω, γαντζωμένος στις πέτρες, πως θ’ αρχίσουν το πρωί να τους χτυπούνε τα δυό τάγματα, τα είκοσι κανόνια και τα δέκα αεροπλάνα.

Για καλό και για κακό ο Κότας πήρε τα’ οπλοπολυβόλο, το κατέβασε λίγο παρακάτω να ‘ναι πιο κοντά στον εχθρό κι όλη νύχτα ξαγρυπνήσανε κει. Τα κανόνια κάπου-κάπου τους χτύπαγαν. Τα χαράματα ξαναπήραν τ’ οπλοπολυβόλο, το ‘βαλαν μέσα στο πολυβολείο, πιάσαν και οι άλλοι τις θέσεις τους και στάθηκαν και περιμένανε.
Ξαναρχίσανε τα κανόνια να χτυπούν δυνατά, πρωί-πρωί φάνηκαν και τ αεροπλάνα και σε λίγο ξεκίνησαν από κάτω. Δεν πιστεύανε να ‘χε μείνει κανένας στο Τσεροβέτσι. Οι εφημερίδες τους στην Αθήνα και τα Γιάννινα το γράφανε κιόλας εκείνη τη μέρα με μεγάλα ψηφία πως το Σκηταριό και το Τσεροβέτσι είχανε πέσει. Ανεβαίνουν ορθοί. Τους αφήνουνε πάλι και φτάνουνε στα πενήντα μέτρα.
Με τις πρώτες ριπές του πολυβολείου πέφτουνε μερικοί κι όλοι κάνουνε πίσω. Ένας μόνο απομένει. Φοβάται να φύγει. Φοβάται να προχωρέσει. Χώνεται ανάμεσα στις πέτρες. Μια ώρα έμεινε κει. Έκαμε να σηκωθεί, μια σφαίρα δική μας τον χτύπησε, μια άλλη που ερχότανε απ’ τούς δικούς του τον έριξε κάτω για πάντα.

Πέντε αυτόματα, δυό βαριά πολυβόλα και οι δυό όλμοι μας από τη Μουργκάνα στηρίζουνε το πολυβολείο στο Τσεροβέτσι. Οι άλλοι από κάτω, γαντζωμένοι στο βράχο, βάζουν συνέχεια. Κάποιος απ’ αυτούς θα είναι – θα ‘τανε δηλαδή – σπουδαίος σκοπευτής. Καταφέρνει κι όλο περνάει τις σφαίρες του μέσα στη θυρίδα του πολυβολείου. Μία απ’ αυτές βρίσκει και λαβώνει το γεμιστή του οπλοπολυβόλου Σταύρο Μπόλη στο χέρι. Τον τραβούνε στην άκρη, τον δένουνε πρόχειρα και τον αφήνουν εκεί. Η λαβωματιά του δεν είναι βαριά. Σε μισή ώρα κι άλλη σφαίρα χτυπάει το σκοπευτή Δημ. Τσαντίδη. Αυτός είναι βαριά λαβωμένος στο κεφάλι. Ο Κότας τον δένει κι αυτόν και τον βάζει στην άκρη μαζί με τον άλλον. Αυτή την ώρα είναι αδύνατο να τους στείλει πίσω στο σταθμό επίδεσης.

Μόνος αυτός έχει μείνει γερός μέσα στο πολυβολείο. Οι τέσσερις ακροβολιστές είναι απ’ έξω. Κανένας τους ως την ώρα μέσα στη βροχή τις οβίδες δεν έχει σαλέψει από τη θέση του. Ο Κότας φωνάζει μέσα τον Οικονόμου και τον βάζει σκοπευτή. Ξαναρχίζουν οι δυό τους με το οπλοπολυβόλο.

Μα δεν αργεί να πάθει εμπλοκή. Σταματούν και καταπιάνονται να το φκιάξουνε μοναχοί τους. Έξω μείνανε μόνο οι τρεις ακροβολιστές με τα ντουφέκια. Με το οπλοπολυβόλο δε γίνεται τίποτα. Είναι άχρηστο.
– Τί θα γίνει, Οικονόμου;
– Θα πάω πίσω να φέρω άλλο.
– Θα μπορέσεις;
– Θα πάω.

Και πήγε. Πήγε μέσα στη βροχή τις σφαίρες, μέσα στην κόλαση από τις οβίδες. Μόλις έφυγε αυτός ένα βλήμα πέφτει πάνω στο σκέπαστρο του πολυβολείου. Σείστηκε ολόκληρο, μέσα γιόμισε αντάρα και χώματα. Για λίγην ώρα ο Κότας κι ο λαβωμένος Μπόλης στέκονται και κοιτάζονται σα χαμένοι.
– Ζούμε ρε Μπόλη;
– Θαρρώ πως δεν πέθανα.

Ζούνε και οι δυό τους. Ο άλλος ο λαβωμένος, ο Τσαντίδης, δεν καταλαβαίνει και πολλά πράματα.
Από κάτω όλο ανεβαίνουνε. Αυτή τη φορά μπορούν στ’ αλήθεια να ‘ναι σίγουροι πως κανένας δεν έμεινε πια. Άκρα ησυχία απλώνεται για μια στιγμή. Τίποτα απάνω δε φαίνεται να υπάρχει. Πίσω, ο Σιδηρόπουλος στυλώνει τ’ αυτιά του, την ψυχή του, ν’ ακούσει το οπλοπολυβόλο, τα ντουφέκια τους. Δεν ακούγεται τίποτα – πέθαναν όλοι τους; Από κάτω όλο ανεβαίνουνε δίχως να ρίχνουν.

Κι άξαφνα νάτοι. Αυτοί είναι που χτυπούν. Ο Κότας έδωσε το σύνθημα. Τ’ οπλοπολυβόλο είναι χαλασμένο, οι δυό είναι λαβωμένοι, ένας πήγε πίσω – τώρα οι τέσσερις που απομένουνε πρέπει να κρατήσουν με τα ντουφέκια τους. Δίπλα στο πολυβολείο είναι ο Χρήστος Ράφτης. Παραπέρα ο Λευτέρης Παληοχωρίτης, λίγο πιο πέρα ο Πέτρος Μ. Τέσσερα αεροπλάνα είναι πάνω τους και τους χτυπούνε συνέχεια. Το Χρήστο Ράφτη δεν τον βοηθούνε τα μάτια του να βλέπει μπροστά. Ο

Λευτέρης δίπλα του ρίχνει ασταμάτητα με το ντουφέκι του.
– Χρήστο, πέτα μου εμένα τις σφαίρες.

Από τη θέση του μία-μία ρίχνει τις σφαίρες ο Χρήστος Ράφτης να τις παίρνει ο Λευτέρης. Ύστερα, σαν να ‘ξερε πως δε θα του χρειάζονταν πια, ξέσχισε το πουκάμισό του,το ‘καμε σακούλα, έβαλε κάμποσες μέσα και του τις πέταξε. Μια ριπή αεροπλάνου τον κατάκοψε στη θέση που δεν είχε κουνήσει καθόλου. Εκεί τον έχουμε θάψει και την Πρωτομαγιά του βάλαμε ένα στεφάνι λουλούδια.
Μείνανε τρεις όλοι κι όλοι. Ο Κότας ο ομαδάρχης, ο Λευτέρης ο Παληοχωρίτης με τις σφαίρες του Χρήστου και στην άκρη-άκρη δεξιά ο Πέτρος Μ. από τη Θεσσαλονίκη, 34 χρονών. Από το πρωί δεν έχει σαλέψει κι αυτός απ’ τη θέση του. Τώρα σέρνεται σιγά-σιγά και μπαίνει στο πολυβολείο. Έχει το όπλο στα χέρια του, στην πλάτη του το γυλιό. Ο Κότας τον κοιτάει παραξενεμένος.
– Γιατί ήρθες ρε Πέτρο;
– Ο  Γιάννης ο Οικονόμου ξαναγύρισε.

Στ’ αλήθεια ο Γιάννης είχε ξαναγυρίσει. Πήγε πίσω, πήρε ένα οπλοπολυβόλο και μαζί του το Γιώργο Σαββίδη για σκοπευτή και την Ελένη Τρέλη για γεμιστή και τράβηξε αμέσως για κάτω. Οι οβίδες πάντα τον κυνηγούσανε. Μόλις ξεκίνησε και προχώρησε λίγο, αρχίσανε πάλι και πέφτανε πάνω του βροχή. Μαζεύτηκε μέσα στις πέτρες. Πίσω που τον βλέπαν οι δικοί μας τον είχαν όλοι για σκοτωμένο. Ύστερα τον είδαν που ξανασάλεψε και ξανάπεσε.
– Πέθανε, ζει, θα μείνει εκεί πέρα, θα πάει, θα γυρίσει πίσω;

Ο Οικονόμου θα πάει. Ένα σάλτο και βρέθηκε παραπέρα. Κι άλλο. Κι άλλο ένα, πέρασε τις πέτρες, κατηφορίζει, είναι κιόλας κοντά στο πολυβολείο. Ξαπλώνεται κάτω και μπορεί πια να ρίχνει κι αυτός με το ντουφέκι του, ώσπου να φτάσουν οι δυό καινούργιοι με τ’ οπλοπολυβόλο.
– Ναι, ο Γιάννης ο Οικονόμου ξαναγύρισε, λέει ο Πέτρος Μ.
– Και συ γιατί άφησες τη θέση σου κ’ ήρθες εδώ;
– Είπε πως ο νοσοκόμος δε μπορεί να ‘ρθει.

Ο Κότας κατάλαβε.
– Συναγωνιστή Πέτρο, γύρνα στη θέση σου.
Είταν ολοφάνερο, πως ο Πέτρος έλεγε ψέματα. O Οικονόμου δεν είχε καμιά δουλειά με το νοσοκόμο. Είχε πάει μονάχα για να φέρει τ’ οπλοπολυβόλο. Ο Πέτρος ζαλίστηκε, φοβήθηκε. Και καθότανε τώρα μπροστά στον ομαδάρχη του με σκυφτό το κεφάλι. Έξω μόνο τα ντουφέκια του Λευτέρη και του Οικονόμου χτυπούσαν τις διμοιρίες που ανέβαιναν.
– Σύντροφε Πέτρο, ξαναγύρνα  στη θέση σου.
Στάθηκε μια στιγμή. Έκανε να φύγει. Ξαναγύρισε μέσα. Ξέσπασε.
– Δε μπορώ πια. . .

Έλεγε την αλήθεια. Δε μπορούσε πια. Χτες το βράδυ που κατεβήκαν μπορούσε. Όλο το πρωί που καθόταν στη θέση του μπορούσε. Τώρα είχε χάσει το θάρρος του που τον κρατούσε στη θέση του από το πρωί, που τον κρατούσε στη ζωή. Ο φόβος τον είχε νικήσει, τον έσερνε στο θάνατο. Ξαναβγήκε από το πολυβολείο και τράβηξε ορθός κι απροφύλαχτος, με το ντουφέκι στα χέρια, με το γυλιό του στην πλάτη.
– Σκύψε, Πέτρο, θα σε σκοτώσουν.

Οι σφαίρες γυρνούσαν πάνω από το κεφάλι του, τα βλήματα σκάζαν ολόγυρά του. Τραβούσε για πίσω; Γυρνούσε στη θέση του πάλι; Πήγαινε στο θάνατο; Από το δεξιό ύψωμα που κατείχανε οι φασίστες τον είδανε και του ρίχνανε συνέχεια με τα βίκερς. Ανέβαινε ακόμα, πριν φτάσει στη θέση του, έπεσε. Αν είχε φτάσει ως εκεί μπορεί να ξανάβρισκε τον εαυτό του, να΄ σκύβε μέσα, να΄πιανε πάλι το ντουφέκι του. Και να ζούσε. Αν είχε φτάσει πίσω στο Σταθμό Διοίκησης θα ατιμάζονταν, θα περνούσε στρατοδικείο, θα τον ντουφεκίζαμε εμείς οι σύντροφοι του. Μα έτσι όπως έπεσε στο πεδίο της μάχης, λίγο πριν φτάσει στη θέση του, μένει δικός μας. Κ’ είναι θαμμένος εκεί δίπλα-δίπλα με το Χρήστο Ράφτη. Την Πρωτομαγιά βάλαμε στεφάνι με λουλούδια και στο δικό του τον τάφο.

Η ώρα είναι δυό. Με τα τρία όπλα είχε τσακιστεί για μιαν ακόμα φορά η επίθεση. Από κάτω σταματούν ν’ ανεβαίνουν, τα πυρά αραιώνουνε πάλι για λίγο, ο Κότας διώχνει τώρα γλήγορα-γλήγορα τον έναν λαβωμένο, το Μπόλη. Ο Οικονόμου παίρνει τ’οπλοπολυβόλο, κατεβαίνει παρακάτω με τον καινούργιο σκοπευτή, το Σαββίδη, και μπαίνουνε τέλος στο πολυβολείο. Το κορίτσι το διώξανε πίσω. Θα κρατήσουνε μοναχοί τους. Μέσα στο πολυβολείο είναι τώρα τρεις, ο Κότας, ο Οικονόμου που γύρισε κι ο καινούργιος ο σκοπευτής, ο Σαββίδης. Ο άλλος λαβωμένος, ο Τσαντίδης, είναι πάντα στην άκρη αναίσθητος.

Έξω στις θέσεις των ακροβολιστών έχει απομείνει μοναχός του ο Λευτέρης ο Παληοχωρίτης. Αυτός τι είναι; Δεξιά του κι αριστερά του είναι δυό νεκροί, ο Χρήστος κι ο Πέτρος. Γύρω του πέφτουνε κανόνια, βουίζουνε πάνω του τ’ αεροπλάνα, οι σύντροφοι του σκοτώνονται, λαβώνονται, πήγε ο Οικονόμου, γύρισε ο Οικονόμου με τ’ οπλοπολυβόλο, από κάτω ξεκινούν, χτυπούν, ξανασταματούν, ξαναρχίζουν, αυτός είναι εκεί. Με το ντουφεκάκι του ο Λευτέρης Παληοχωρίτης από τις έξη το πρωί ως αυτή την ώρα στις δυό το μεσημέρι, δε σάλεψε, δε μίλησε, δεν ακούστηκε παρά μια φορά μόνο πού ζητούσε τις σφαίρες από το Χρήστο.

Γεια σου Λευτέρη Παληοχωρίτη ! Στο πρόσωπό σου χαιρετίζω όλους τους αφανείς και τους ανώνυμους που μένουνε στη θέση που τάχτηκαν και «φυλάγουν τις Θερμοπύλες». Αν ο Οικονόμου είναι μια φλογισμένη παλικαριά, εσύ είσαι ένας βράχος από τα βουνά της Πατρίδας μας. Κ’ η Πατρίδα σάς χρειάζεται και τους δυό: Και τον Κότα. Λαβώνονται δίπλα του, τ’ οπλοπολυβόλο σταματάει. Πέφτουν γύρω του, ο Πέτρος ζαλίζεται, οι εφτά μαχητές του καταντούνε δυό – κι αυτός διευθύνει τη μάχη του. Δεν είναι μια στιγμή μέσα σ’ αυτές τις οχτώ ώρες που δεν κρατάει τα σκοινιά της, ο Γιάννης Κότας, χωριατόπαιδο από την Τρικουκιά των Γρεβενών. Μπαίνει, βγαίνει στο πολυβολείο, ρίχνει, σταματάει, στέλνει πίσω, περιμένει – τίποτα δεν είναι στα κουτουρού, τίποτα δεν είναι λιγότερο, τίποτα δεν είναι περισσότερο από ότι χρειάζεται για τη μάχη του. Δε νιώθει την ανάγκη μήτε να δείξει την παλληκαριά του, μήτε να θυσιαστεί ,μήτε να συμπονέσει μήτε ν’ αγριέψει.

Νιώθει μονάχα την ευθύνη της εντολής που του δώσανε. Και τη βγάζει πέρα κι ορίζει το πεδίο της μάχης σαν ένας αληθινός στρατηγός.
Σε λίγο ξαναρχίζουνε τα αεροπλάνα να γυρίζουν απάνω τους. Είναι ακόμα μια επίθεση. Ζουν ακόμα εκεί πάνω; – θα ρωτούν οι Αμερικάνοι. Κι ακόμα μια φορά παίρνουν την ίδια απόκριση. O Κότας, ο Οικονόμου και ο Σαββίδης με τα’ οπλοπολυβόλο βγαίνουν έξω απ’ τ’ οπλοπολυβολείο και αρχίζουν να ρίχνουν. Μια οβίδα πέφτει μπροστά τους. Ο Σαββίδης κάθεται κάτω.
– Ωχ, τραυματίστηκα και γω.

Και γελάει ο Σαββίδης. Του φαίνεται αστείο πώς τραυματίστηκε έτσι στα γρήγορα. Ο Κότας αρπάζει ένα στεν και χτυπάει. Ρίχνει και τ’ οπλοπολυβόλο, ρίχνει κι ο Παληοχωρίτης από τη θέση του. Και σταματούνε κι αυτή την επίθεση.

Είναι η τελευταία τους. Σε λίγο σταματούνε τα πάντα σαν να κόπηκαν με το μαχαίρι. Σταματούν τα κανόνια, χάνονται τ’ αεροπλάνα. Ο Σαββίδης χώνει το χέρι του μέσα στο παντελόνι του, το ξαναβγάζει ματωμένο, τους το δείχνει και γελάει.
– Αχού, τώρα τραυματίστηκα και γω.
Κανόνια, αεροπλάνα, ντουφέκια, πολυβόλα όλα σταματήσανε πια στο Τσεροβέτσι. Σηκώνεται τέλος κι ο Παληοχωρίτης από τη θέση του και στέκουν κ’ οι τέσσερις και γρικούνε για μια στιγμή τη βαθιά σιωπή π’ απλώνεται γύρω τους. Κοιτάζονται στα μάτια.
– Τέλειωσε;

Τέλειωσε στ’ αλήθεια. Το 581 και το 582 τσακιστήκανε δυό μέρες μπροστά στο πολυβολείο. Το 583 αναποδογυρίστηκε μ’ αντεπίθεση. Τα τηλέφωνα κουδουνίζουν, τμήματα ξεκινούν για τη γενική αντεπίθεση, γροθιές σηκώνονται και δίκοχα πετάγονται στον αέρα. Και πέρα για πέρα σ’ όλο το μέτωπο της Μουργκάνας, μαζί με το Σαββίδη, γελούνε.
Τέρμα. Το Τσεροβέτσι δεν έπεσε. Η Μουργκάνα δεν παίρνεται από τα χέρια του Δημοκρατικού Στρατού. Δεν είναι απόρθητο το βουνό. Ανίκητος είναι ο Λαός που το ζώνει και τα παιδιά του που το φυλάνε: Τα πολυβολεία που κρατούνε το Τσεροβέτσι χτυπούνε με τον παλμό της καρδίας τριακόσιων χιλιάδων Ηπειρωτών, εφτά εκατομμυρίων Ελλήνων.
Για να το καταλάβουν αυτό οι στρατηγοί σαν τον κύριο Αντωνόπουλο χρειάστηκε να χάσουν άλλους εφτακόσιους στρατιώτες – δηλαδή ένα σύνολο από χίλιους τετρακόσιους ογδόντα τέσσερις στις δύο επιχειρήσεις. Και ν’ αφήσουν στα χέρια μας δεκατέσσερις όλμους με εννιακόσια βλήματα, καμιά πενηνταριά μικρά και μεγάλα αυτόματα, εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες σφαίρες, χίλιες χειροβομβίδες, δέκα ασυρμάτους, αποθήκες ολόκληρες από ρούχα και παπούτσια για να ντυθούν οι μαχητές μας και να τους κυνηγούνε καλύτερα.

Ένα σύντομο ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου του φασιστικού στρατού βγήκε την άλλη μέρα για ν’ αναγγείλει πως «οι επιχειρήσεις εις Μουργκάναν διακόπτονται διά να επαναληφθούν όταν ο εθνικός στρατός κρίνει εΰθετον την στιγμήν». Δε μας απαρατάτε, μουρμούρισαν οι φουκαράδες οι εθνικόφρονες. Οι εφημερίδες γράφανε με μεγάλα ψηφία πως θα «χρειασθούν και άλλοι σκληροί αγώνες και άλλαι θυσίαι, αλλά η Μουργκάνα τελικώς θα καταληφθή». Χάσανε τις ειδήσεις που βάλανε δυό μέρες γληγορότερα! Μια μεγάλη συζήτηση άνοιγε ανάμεσα στο διωγμένο Βεντήρη και την καινούργια αγωνία του στρατού τους, αν ήταν το πεδινό ή το ορειβατικό πυροβολικό που θα τους έδινε τη νίκη στη Μουργκάνα. Μα ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου κύριος Ρέπας έλεγε κείνες τις μέρες στο στενό περιβάλλον του:
– Δε θα μπορέσουμε να κρατήσουμε την Ήπειρο περισσότερο από δυό-τρείς μήνες ακόμα.

Τέλειωσα τη διήγηση μου. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα – σαν γραμματικός – με τα περιστατικά της μάχης. Πρέπει μονάχα να πω πως όλα βαλθήκανε με τη σειρά την κανονική τους. Δεν υπάρχουνε σ’ αυτή τη διήγηση ανακρίβειες ούτε υπερβολές. Οι διάλογοι είναι όλοι αυθεντικοί. Ξεχωριστά οι πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις, τις ενέργειες και τις προθέσεις ακόμα του εχθρού είναι απόλυτα βεβαιωμένες. Κι όλα μέσα στη διήγηση είναι υποταγμένα, όχι μόνο γενικά στον αλήθεια, μα στην πιο αυστηρή απαίτηση της ακρίβειας και για το πιο μικρό περιστατικό.
Μα τα πρόσωπα, το βλέπω τώρα ολοκάθαρα, δεν τα χρωμάτισα όπως ήθελα κι όσο θα ‘πρεπε. Μου ξέφευγαν κάθε στιγμή. Μέσα στο νου μου το ΄να συνταυτίζεται με τ’ άλλο, μπλέκουν όλα μαζί. Κ’ έρχονται μαζί και μορφές από τα περασμένα – φυλακές και στρατόπεδα κ’ εξορίες – αγαπημένες νεανικές μορφές στην Αθήνα το Δεκέμβρη, ελασίτες που κλαίγανε μέσα στα γένια τους, δίνοντας τα όπλα τους μετά τη Βάρκιζα, σύντροφοι μας που χαθήκανε – κι όλα μαζί γίνονται ένα. Κι όλα συνθέτουν και στήνουνε μπρος μου τη μία μορφή του Έλληνα μαχητή. Μερικά χαρακτηριστικά της θα μπορούσε κανένας να τα ξεχωρίσει και στα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτή τη διήγηση: Γληγοράδα μαζί με την παλληκαριά. Φιλοτιμία. Κι ατομικότητα.

Τώρα είναι ησυχία στη Μουργκάνα. Το μέτωπό μας είναι μακριά και μπροστά – πού είναι το μέτωπο; Στον Καλαμά, στο Πωγώνι, στην Παραμυθιά, στα Γιάννινα απ’ έξω; Εδώ κάπου-κάπου χτυπάει το κανόνι και οι δικοί μας οι όλμοι που του αποκρίνονται. Οι άλλοι κλειστήκανε με συρματοπλέγματα σε κάτι υψώματα που κράτησαν ολόγυρα στη Μουργκάνα κ’ οι δικοί μας πηγαίνουν τη νύχτα και τους χτυπούν. Δράσις περιπολιών λέγεται αυτό στη στρατιωτική γλώσσα. Στην πραγματικότητα  είναι να μην κοιμούνται τη νύχτα ποτές μέσα στα συρματοπλέγματα τους και κάπου-κάπου να λείπει κανένας από τις ομάδες μας που τους χτυπούν – και γυρίζουνε το πρωί. Τα κανόνια ξαναχτυπούν, οι όλμοι δεν αργούν ν’ αποκριθούν και ξαναγίνεται ησυχία.

Βρέχει. Ο ημιονηγός σιγοτραγουδάει. Τα πέταλα των μουλαριών τροχαλίζουν απάνω στο χαλικόδρομο. Στο φυλάκιο που σταματούμε, μια διμοιρία κατεβαίνει για νυχτερινή κρούση. Ο δρόμος δεν μας χωράει κι αναμερίζουμε να περάσουν. Κάποιος φωνάζει μέσα στη φασαρία και το σκοτάδι.
– Λάκη, ε, ωρέ Λάκη. Μ’ ακούς; Η Ρίγκω, ρε Λάκη. :
– Ε;
– Σκοτώθηκε χτες.

Τα πέταλα ξανατροχαλίζουν στο χαλικόδρομο που κρέμεται πάνω από τη ρεματιά. Ο ημιονηγός τραγουδάει:
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,
χιονίζει θα κρυώσεις,
θα σου βραχούνε τ’ άρματα…

Είναι μια λεβεντιά και μια τρυφερότητα σ’ αυτό το τραγούδι. Η Ρίγκω σκοτώθηκε χτες. Δε θα ξανανεβεί στα βουνίσια μονοπάτια, δε θα ξαναπερπατήσει στα ντερβένια του κάμπου. Δε θα ιδεί τη λευτεριά και την ειρήνη. Για μια στιγμή ο τόπος γιομίζει πίκρα.

Μα οι σύντροφοι της Ρίγκως ξαναπηγαίνουνε τώρα για τη νυχτερινή τους επίθεση στα συρματοπλέγματα. Και τραγουδούν. Πάνωθέ μας, ψηλά στις κορφές και τ’ απότομα πλάγια της, η Μουργκάνα στυλώνει την άγρια της αυστηρότητα. Είναι η εγγύηση της νίκης. Απ’ εκεί κατεβαίνουν τα τμήματά μας. Κάτω, χαμηλά στο ποτάμι π’ αναδιπλώνονται τα ήμερα χωματοβούνια, η ανοιξιάτικη φύση μοσκοβολάει. Είναι η υπόσχεση της ειρήνης, εκεί τραβούνε τα τμήματα μας κι όλο μπαίνουν βαθύτερα στον ήμερο τόπο, στις κοιλάδες του Καλαμά, στην πεδιάδα του Αχέρονα. Το τραγούδι της διμοιρίας που κατεβαίνει γιομίζει τη ρεματιά, ο αντίλαλος του σκεπάζει τα πάντα, κυριαρχεί και μας κατακλύζει. Δίχως να το μιλήσουμε, σαν από σύνθημα, αρχίζουμε και μεις στη δική μας συνοδεία και τραγουδάμε μαζί τους, μαζί με όλο το στρατό μας που μάχεται, μαζί με όλο το λαό μας που πολεμάει

Στ’ άρματα, στ’ άρματα
εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.




* Ο λογοτέχνης – συγγραφέας, ιστορικός και δημοσιογράφος Δημήτρης (Τάκης) Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, στις 13 του Νοέμβρη 1913. Έφυγε από τη ζωή στις 20 του Ιούλη 1981.
Το 1932 εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Το 1936 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Στην κατοχή δημοσιογραφούσε στον παράνομο «Ριζοσπάστη» και ήταν μέλος της ομάδας του παράνομου σωζόμενου τυπογραφείου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλλιθέα, δημοσιογράφος και διορθωτής των εφημερίδων «Ελεύθερη Ελλάδα», «Απελευθερωτής» και άλλων εντύπων που έβγαζε το τυπογραφείο. Αργότερα δούλεψε στο τυπογραφείο του Βουνού.
Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 κατέφυγε στο ΔΣΕ, στου οποίου τα έντυπα δημοσίευε διηγήματα και ανταποκρίσεις. Από το 1949 έζησε σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Σπούδασε Βυζαντινολογία και δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Στην προσφυγιά δημοσίευε κείμενά του στο περιοδικό «Πυρσός» και εξέδωσε αρκετά έργα του.



** Η Μουργκάνα αποτελεί τον ορεινό όγκο στο βορειότερο τμήμα του Νομού Θεσπρωτίας, εκτείνεται κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων με υψηλότερη κορυφή αυτή του όρους Τσαμαντά (με υψόμετρο 1.806 μ.). Η Μουργκάνα και τα χωριά της φωτίζουν τον τιτάνιο αγώνα του ΔΣΕ στα χρόνια 1946-1949. Η συμβολή των μαχητών του ΔΣΕ στην περιοχή είχε πολύτιμη συμβολή στον αγώνα του ΔΣΕ στην Ήπειρο, αλλά κυριότερα είχε στρατηγική σημασία για την πορεία της μάχης στο Γράμμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου