Χιλιάδες
είναι οι πρόσφυγες και μετανάστες που παραμένουν εγκλωβισμένοι στην
Ελλάδα κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Δεκάδες είναι αυτοί που
καθημερινά προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα. Πίσω από αυτά τα νούμερα
είναι άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούν να αφήσουν πίσω τους πολέμους, τη
φτώχεια, την καταπίεση, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Ανθρωποι -
ανάμεσά τους και πολλά παιδιά μόνα τους - οι οποίοι καταφέρνουν να
φτάσουν στα νησιά στοιβαγμένοι σε βάρκες και καταλήγουν εγκλωβισμένοι σε
κάποιο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης.
Δυστυχώς, οι
σκηνές αυτές είναι σύγχρονες, αλλά και τόσο παλιές όσο και αυτό το
σύστημα, που αναγκάζει ανθρώπους να ξενιτεύονται και να μεταναστεύουν.Ολα αυτά έρχεται να μας θυμίσει το λεύκωμα «Οπου γη Ελλάδα. Το έπος της μετανάστευσης σε εικόνες», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1998, από τις εκδόσεις «Μνήμες». Το βιβλίο αυτό σκέφτηκε και υλοποίησε ο Φώντας Λάδης. Ο Φ. Λάδης, που τη δεκαετία του '60 μάς χάρισε τα «Γράμματα από τη Γερμανία», τραγούδια καταγγελτικά, που αναφέρονται στη μάστιγα της μετανάστευσης που κυριαρχούσε στην κοινωνική ζωή της χώρας τη δεκαετία του '60.
Σημειώνει ο Φ. Λάδης στον πρόλογο σχετικά με τη δομή της έκδοσης:
«Γιατί σε εικόνες; Γιατί η φωτογραφία δίνει τα πρόσωπα αρετουσάριστα και μας αφήνει να τα δούμε με τα δικά μας μάτια. Δεν μπορεί όμως να αποτυπώσει όλες τις φάσεις της μεταναστευτικής περιπέτειας. Δίνει τη στιγμή, όχι τη διάρκεια (...).
Στο τέλος, ωστόσο, υπάρχει και ο πραγματικός λόγος. Οι δύο γραπτές μαρτυρίες και το διήγημα (...). Καλούμε τον αναγνώστη να εντρυφήσει στο αρχαϊκό κείμενο του Γεωργίου Γιαννικόπουλου, που φτάνοντας στην Αμερική είχε κιόλας μετανιώσει (...) και στη δωρική αφήγηση του Σεραφείμ Αντωνίου, που αποπειράθηκε ανεπιτυχώς, όπως και πολλοί άλλοι, να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '20 (...). Αλλά και το διήγημα του Ηλία Κούτση (...)».
///
Καραβιές
κάθε μέρα από ανθρώπους φτωχούς, καραβιές κάθε μέρα από Ελληνόπαιδα
μικρά, από κορίτσια νέα, από αδελφάδες, από γυναίκες κι από γέρους
ακόμη, αφήνουν τη δύστυχη πατρίδα μας ζητούντες στη μαύρη ξενιτιά το
ψωμί τους, την ασφάλειά τους, την ησυχία τους...
***
...Μας εξέτασαν. Εις άλλους επέτρεψαν την αναχώρησιν εκείθεν, εις άλλους την απαγόρευσαν, μεταξύ των δευτέρων συμπεριελήφθην κι εγώ ο δυστυχής, ως τραχωματικός.
Απηλπίσθην τελείως και το ζήτημα της απελπισίας ήτο, ότι αν επέστρεφα διά του αυτού ατμοπλοίου, θα με έτρωγεν αυτός ο άσπονδος εχθρός, η ψείρα, αλλ' επιτέλους επήγα εις την δευτέραν εξέτασιν και έλαβα την άδεια του εξέλθειν.
Αλλά χιλιάκις να μην εξηρχόμην και να επέστρεφα. Μυριάκις να μην εξηρχόμην. Και τούτο διατί; Διότι τα βάσανα της Αμερικής είναι ανεκδιήγητα...
(Από το ημερολόγιο του Γ. Γιαννικόπουλου, που γράφτηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης το 1911)
***
Τα
ογδόντα τουλάχιστον εκατοστά των Ελλήνων της Αμερικής είναι εργάται,
παράγουν καθημερινώς και ενίοτε νυχθημερόν, δημιουργούν πλούτον,
μεταγγίζουν τον ιδρώτα τους εις τας φλέβας του οικονομικού συστήματος
της Αμερικής, είναι τμήματα της τεράστιας μηχανής, η οποία παράγει τα
περίφημα ανά την υφήλιον Αμερικάνικα δολλάρια...
***
Οι εργάται του εργοστασίου «Ford Motor Company».
Σημείωση: Αλλοι τόσοι εργάζονται κατά τη νύκτα
|
Στο Λόουελ της Μασσαχουσέτης, όπου πολλοί από τους πρώτους Ελληνες μετανάστες κατέφυγαν για να βρουν εργασίες στα υφαντουργεία και τα υποδηματοποιεία, άλλοι μετανάστες από την Ιρλανδία και Γάλλοι του Καναδά, που 'χαν έλθει πιο μπροστά, δυσφόρησαν για τον ερχομό και το συναγωνισμό με τους Ελληνες εργάτες και πολλές φορές μάχες εκ του συστάδην έλαβαν χώρα, ακόμη και μπρος στις εξώπορτες των εργοστασίων.
(«Αργοναύτης», Ν. Υόρκη 1959)
***
«Το
Νοέμβρη του 1922 έφυγα με πλαστό διαβατήριο για τη Γαλλία (...). Στη
Μασσαλία δεν υπήρχαν χρήματα, επί ένα μήνα και πλέον παίρναμε ψωμί και
βγαίναμε έξω στο λιμάνι της Μασσαλίας με κανά λεμόνι και βγάζαμε
πεταλίδες από τα βράχια και την περνάγαμε (...). Ταξιδέψαμε προς την
Ισπανία δεν θυμάμαι πόσο (...). Από εκεί προς Χαβάνα Κούβας (...). Ο
Κωστάκης με τράβηξε για το Μεξικό (...). Πήγαμε στο Μεξικάλι, στα
σύνορα. Κάθε μέρα κοιτάγαμε με τι μέσον να φύγουμε». Τελικά, αφού
καταφέρνουν να περάσουν στις ΗΠΑ, τους συλλαμβάνει η αστυνομία.
Τελειώνοντας η ανάκριση τους στέλνουν φυλακή. «Στη φυλακή στο Σαν Διέγο,
μείναμε ενάμισυ μήνα (...) Μετά μας πήγαν στο Λος Αντζελες για δίκη.
Στο δρόμο για το Λος Αντζελες μάς είχαν χειροπέδες (...). Του Βασίλη του
βάλανε αλυσίδα και στο πόδι και από το ένα χέρι χειροπέδες με μένα και
από την άλλη μεριά χειροπέδες με το Δημητράκη (...). Εν τέλει μας πήγαν
στο Λος Αντζελες, στις φυλακές, ένα τετράγωνο μεγάλο με είκοσι πατώματα
(...). Πριν αρχίσει η δίκη, μας ρωτάει ο πρόεδρος: "Γκίλτι ορ νο
γκίλτι;", δηλαδή είστε ένοχοι, ναι ή όχι; Απαντάμε: "Οχι". Αναβάλλεται
διότι έπρεπε να πούμε "ναι"...».(Από τα απομνημονεύματα του Σεραφείμ Αντωνίου, από το Λουτράκι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου