Η αγόρευση του Θόδωρου Θεοδωρόπουλου, συνηγόρου της
Πολιτικής Αγωγής για λογαριασμό των μελών του ΠΑΜΕ στη δίκη της Χρυσής
Αυγής, αποτελεί όχι μόνο ένα συγκλονιστικό νομικό κείμενο που ξεγυμνώνει
την εγκληματική υπόσταση και δράση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, αλλά και
ένα πολιτικό κειμήλιο που ανατέμνει τον δολοφονικό χαρακτήρα
του ίδιου του ναζισμού.
Ο «Ημεροδρόμος» αποφάσισε λόγω της σπουδαιότητας της
τοποθέτησης – η οποία στο σύνολό της αριθμεί στο γραπτό κείμενο τις 400
σελίδες – να την παρουσιάσει ολόκληρη στους αναγνώστες του. Η
παρουσίαση (σήμερα το Μέρος 2ο – διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ) γίνεται σε
συνέχειες, σύμφωνα με την δομή που τηρήθηκε στην αγόρευση, σε κάθε μια από
τις οποίες ο αναγνώστης θα έχει παράλληλα τη δυνατότητα πρόσβασης σε
ολόκληρο το σώμα της τοποθέτησης (στο τέλος του κάθε μέρους).
ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
2α. Αυτοτελείς ισχυρισμοί N. Μιχαλολιάκου
(Σύμβαση του Παλέρμο)
Σχετικά με τους από 07/11/2019 αυτοτελείς
ισχυρισμούς των κατηγορουμένων Ν. Μιχαλολιάκου κ.λπ. αναφέρουμε τα ακόλουθα:
1-. Κατά τη μειοψηφία του παραπεμπτικού βουλεύματος και τους κατηγορουμένους,
το έγκλημα που τυποποιείται στο αρ. 187 παρ. 1 του ΠΚ δεν στοιχείται προς την
έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, όπως αυτό ορίζεται, μεταξύ άλλων στη σύμβαση
του Παλέρμο (υποστηρίζεται ότι ο Νομοθέτης θα έπρεπε να έχει καταστρώσει το
αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης (187 παρ. 1 ΠΚ), με περιεχόμενο σύμφωνα με
τα αναφερόμενα στη σύμβαση του Παλέρμο).
Αν δε ο Νομοθέτης δεν έχει πράξει τούτο, τότε «…τα δικαστήρια,
εφαρμόζοντας τις θεμελιώδεις για το Ποινικό Δίκαιο αρχές της νομιμότητας και
της αναλογικότητας, οφείλουν να «ακυρώνουν» τις ασύμβατες
προς τα διεθνή αυτά νομικά κείμενα επιλογές, προσθέτοντας εκείνα
τα ελλείποντα από εθνικούς νομικούς ορισμούς στοιχεία».
Η παραπάνω άποψη αντικρούεται, απολύτως αιτιολογημένα, από τη μελέτη του
καθηγητή Νικολάου Λίβου, με τον τίτλο ζητήματα ερμηνείας του άρθρου 187 ΠΚ (με
αφορμή το υπ’ αρ. 215/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δηλ. το παραπεμπτικό
βούλευμα για την παρούσα υπόθεση που δημοσιεύτηκε στα Ποινικά Χρονικά (ΞΕ σελ.
310 επ.).
Αναφέρεται εκεί:
Ότι η προαναφερόμενη άποψη, έτσι όπως διατυπώνεται, υπερβαίνει τα
δογματικώς εσκαμμένα, κυρίως διότι με αυτήν υποστηρίζεται ότι ο Δικαστής οφείλει
να περιενδυθεί το ρόλο του Νομοθέτη και να «προσθέσει» ο ίδιος στις
προς εφαρμογήν διατάξεις τα ελλείποντα από τους εθνικούς ορισμούς στοιχεία!!
Μάλιστα, η μειοψηφία σύμφωνα με τον κ. καθηγητή δέχεται ότι o
διαλαμβανόμενος στη Σύμβαση του Παλέρμο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος δεν
υπερισχύει απλώς ερμηνευτικά, ως αναπόσπαστο πλέον μέρος του εσωτερικού
δικαίου, αλλά ότι η υπεροχή της Συμβάσεως σημαίνει, πολύ περισσότερο, «…ότι
όλα τα εθνικά όργανα, ιδίως τα δικαστήρια, οφείλουν να την εφαρμόζουν άμεσα,
είτε ερμηνεύοντας κατάλληλα (σύμφωνα με τη Σύμβαση) το εθνικό δίκαιο, είτε
παραμερίζοντας διατάξεις του, που θέτουν όρους ασυμβίβαστους με τη Σύμβαση».
Ως εξαγόμενο από τις θέσεις αυτές συμπέρασμα προκύπτει ότι «….ο Δικαστής,
ελέγχοντας την ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας συγκροτήσεως και εντάξεως
κάποιου σε εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 του Π.Κ., η οποία αποδόθηκε με
βάση τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που υιοθετεί ο Ποινικός Κώδικας,
οφείλει με βάση την αρχή της νομιμότητας, για την ουσιαστική κατάφαση της
κατηγορίας, να λάβει υπ’ όψη του τον ορισμό της (κυρωθείσης) Συμβάσεως του
Παλέρμο και να προσθέσει στα αναγκαία στοιχεία για την πλήρωση της νομοτυπικής
μορφής του αδικήματος και δη στην υποκειμενική του υπόσταση, τον προβλεπόμενο
από τη διεθνή σύμβαση σκοπό της εγκληματικής οργάνωσης {δηλαδή την φράση} να
ποριστεί, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος».
Στην επιχειρηματολογία αυτή, όσο κι αν θελήσει κανείς να της πιστώσει
πρωτοτυπία και έναν σπάνια εμφανιζόμενο στην νομολογία μας σεβασμό προς τις
διεθνείς συμβάσεις, οφείλει από την άλλη πλευρά να της χρεώσει σειρά σοβαρών
λογικών, συστηματικών και ερμηνευτικών σφαλμάτων»
2-. Στην περίπτωση που ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει προσαρμόσει ακόμα το
εσωτερικό δίκαιο σε διεθνή σύμβαση ή το έχει πράξει μη συμμορφούμενος, δεν
είναι σύμφωνα με τη μελέτη «…έργο του εθνικού δικαστή να αξιολογεί ο ίδιος
την συμμόρφωση της εσωτερικής εννόμου τάξεως στις πρόνοιες των διεθνών
συμβάσεων και, σε περίπτωση που κρίνει ότι τούτο δεν συμβαίνει, να εφαρμόζει
ιδία πρωτοβουλία και απ’ ευθείας, μάλιστα δε επικαλούμενος την αρχή της
νομιμότητος, τις διατάξεις της σύμβασης. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν μπορούν
ποτέ να εφαρμοσθούν ευθέως, αφού δεν διαθέτουν κανονιστική αυτοτέλεια και
ρυθμιστική πληρότητα, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι κανόνες των
διεθνών συμβάσεων δεν συνιστούν κυρωτικούς, αλλά, το πολύ, πρωτεύοντες
κανόνες. Ως τέτοιοι δημιουργούν στον εθνικό νομοθέτη υποχρέωση
συμμόρφωσης, ποτέ όμως στον εθνικό δικαστή υποχρέωση άμεσης εφαρμογής
(με την εξαίρεση εκείνων στους οποίους καταστρώνονται θεμελιώδεις ελευθερίες). Αποδέκτης,
επομένως, των υπό συζήτηση κανόνων των διεθνών συμβάσεων είναι πάντοτε το
κράτος και ποτέ ο εθνικός δικαστής.
β) Αλλά και αυτή ταύτη η απορρέουσα από τις διεθνείς συμβάσεις υποχρέωση
συμμόρφωσης του εθνικού νομοθέτη, δεν έχει την έννοια ότι αυτός οφείλει
να ακολουθήσει πιστά και απαρεγκλίτως το γράμμα των διατάξεών τους.
Οφείλει οπωσδήποτε (ως minimum) να προσαρμόσει την εσωτερική νομοθεσία σε αυτό,
αλλά κανείς δεν τον υποχρεώνει να περιορισθεί σε μόνο τούτο, όταν
κατά την εκτίμησή του οι ανάγκες της χώρας επιβάλλουν να τεθεί σε ισχύ, προς
την κατεύθυνση των συμβάσεων, ένα ευρύτερο κανονιστικό βεληνεκές.
Υπό την έννοια αυτή, στο νόημα της διατάξεως του άρθρου 187 § 1 Π.Κ. εμπίπτει
αναμφιλέκτως και το οργανωμένο έγκλημα μαφιόζικου τύπου, αφού και κατά
το γράμμα και κατά την απόβλεψη του ιστορικού νομοθέτη, καμιά εγκληματική
οργάνωση, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα και της λειτουργίας της, δεν
εξαιρείται της υπαγωγής της στην εν λόγω διάταξη. Αυτό είναι εν
προκειμένω το κρίσιμο σημείο, η βαρύτητα του οποίου παραγνωρίζεται από την
μειοψηφία. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, εάν δηλαδή ορισμένες οργανώσεις μαφιόζικου
τύπου δεν ενέπιπταν στις διατάξεις του άρθρου 187 Π.Κ., τότε και μόνο τότε η
χώρα μας δεν θα είχε, πράγματι, συμμορφωθεί προς τις απορρέουσες από τη Σύμβαση
του Παλέρμο υποχρεώσεις της και θα ήταν κατά τούτο ελεγκτέα από την Διάσκεψη
των Μερών της Σύμβασης κατά το άρθρο 32 αυτής! Αφού λοιπόν αυτό δεν
συμβαίνει, επειδή ο εθνικός νομοθέτης υπερθεμάτισε εν προκειμένω, οι υπό
συζήτηση διατάξεις του Π.Κ. δεν έρχονται σε αντίθεση προς τις ομόλογές τους της
Σύμβασης του Παλέρμο, στο μέτρο που τίποτα απ’ ό,τι επιτάσσουν οι τελευταίες
δεν εκφεύγει της δυνάμεως πυρός του άρθρου 187 Π.Κ.…».
Στη συνέχεια, στο άρθρο αναφέρεται ότι «…μολονότι η μειοψηφία
ασχολήθηκε εν εκτάσει με το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (…) δεν
φαίνεται να προσέδωσε βαρύτητα σε άλλες ουσιώδεις διαφορές που
παρουσιάζει το άρθρο 187 § 1 Π.Κ. προς τις υπό συζήτηση ρυθμίσεις της Σύμβασης
του Παλέρμο. Οι διαφορές αυτές είναι επίσης σημαντικές, όχι μόνο διότι άλλοτε
καθιστούν την συγκεκριμένη διάταξη του Π.Κ. αυστηρότερη, άλλοτε δε ηπιότερη των
ρυθμίσεων της Σύμβασης, αλλά κυρίως διότι μία από αυτές αφορά επίσης
την «ταυτότητα» των ως άνω εγκληματικών οργανώσεων, στοιχείο το οποίο η
μειοψηφία εξήρε…».
Ακολούθως, αφού προσδιορίζονται τα σημεία στα οποία η διάταξη του αρ. 187
ΠΚ είναι αυστηρότερη και τα σημεία στα οποία είναι ηπιότερη των ρυθμίσεων
της Σύμβασης του Παλέρμο, επισημαίνεται «…Ήδη το γεγονός ότι, όπως
έχει ήδη καταδειχθεί, ελλείπει ο σκοπός πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού
οφέλους στο άρθρο 187 § 1 Π.Κ., καθιστά την εν λόγω διάταξη αυστηρότερη…».
Εν κατακλείδι, ο καθηγητής Ν. Λίβος υπογραμμίζει ότι «…Στην τελευταία
αυτή επιταγή της Συμβάσεως, ο εθνικός νομοθέτης έχει απολύτως συμμορφωθεί,
έτσι ώστε να μην καταλείπεται πεδίο δράσης του οργανωμένου εγκλήματος, του
οποίου το αξιόποινο να μην αντιμετωπίζεται από το άρθρο 187 Π.Κ…» και
καταλήγει «…Ακόμα όμως και η όποια [προεκτεθείσα] «ασυμφωνία»
των διατάξεων του άρθρου 187 Π.Κ. προς εκείνες της Σύμβασης, η οποία, πάντως,
διέλαθε την προσοχή της μειοψηφίας, ουδεμίαν κανονιστική επίπτωση έχει, υπό την
έννοια που η μειοψηφία υποστηρίζει ότι έχει η άλλη σημαντική διαφορά, για την
οποία έγινε στα προηγούμενα λόγος, δηλαδή εκείνη της μη προβλέψεως ως
υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου του σκοπού πορισμού οικονομικού ή άλλου
υλικού οφέλους…».
3-. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την εξαιρετική μελέτη της Νομικής
Επιτροπής του ιδρύματος Μαραγκοπούλου με τον τίτλο Συγκριτική Επισκόπηση
Ευρωπαϊκών Νομοθεσιών, σχετικά με την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης.
Αναφέρεται εκεί:
«Πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης
που διατυπώνει η Σύμβαση του Παλέρμο αφορά αποκλειστικά «τους σκοπούς της
Σύμβασης αυτής», δηλαδή την «προαγωγή της συνεργασίας για την πιο
αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος».
Συνεπώς, η Σύμβαση επιβάλλει μεν την τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή
συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις στόχος, των οποίων είναι ο προσπορισμός
οικονομικού οφέλους, ουδόλως όμως αποκλείει την εξίσου αυστηρή
τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις οι
οποίες δρουν με διαφορετικά κίνητρα. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οφείλουμε
επομένως να αναρωτηθούμε, ανατρέχοντας και στα δεδομένα του συγκριτικού
δικαίου, αν τελικά κρίνεται σκόπιμο δικαιοπολιτικά να εξαιρούνται
πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλων ειδών κίνητρα διάπραξης εγκλημάτων από οργανωμένη
ομάδα ατόμων.
Στην ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών,
η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συγκρότησης και συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση, δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του οικονομικού οφέλους».
Ούτε στον Γαλλικό Ποινικό Κώδικα, ούτε στη γερμανική νομοθεσία αναφέρεται
το στοιχείο του οικονομικού οφέλους. Μάλιστα, το προαναφερόμενο δεν έχει
καν αναφερθεί ούτε στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου,
μέσω του οποίου μεταφέρθηκε η Σύμβαση του Παλέρμο στη Γερμανική έννομη τάξη,
ούτε στη σχετική συζήτηση που έγινε στην Ομοσπονδιακή Βουλή, κατά την ψήφιση
του Ν/Σ στις 17/03/2005, ούτε στη θέση που πήρε το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο
(Bundesrat) για το σχετικό νομοσχέδιο. [Στη Γερμανική προσέγγιση του ζητήματος
υποστηρίζεται ότι έχει στηριχθεί ο Έλληνας Νομοθέτης των άρθρων 187 και 187Α
του Π.Κ.].
3-1. Μόνο 2 χώρες, η Ιταλία και το Βέλγιο έχουν εισαγάγει στη Νομοθεσία
τους το οικονομικό όφελος ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (Στην Ιταλία λόγω της
δράσης της Μαφίας).
Σε κάθε όμως περίπτωση και στις 2 αυτές χώρες, η συγκρότηση ομάδας ή
οργάνωσης με διαφορετικά κίνητρα τιμωρείται με βάση άλλες διατάξεις [άρθρο 416
§ 1-5 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα και άρθρο 322 Βελγικού Π.Κ. Το άρθρο 322 του
Βελγικού Ποινικού Κώδικα τιμωρεί ομάδες ή οργανώσεις με μη οικονομικά κίνητρα
(«οργάνωση που συστάθηκε με σκοπό να επιτεθεί σε ανθρώπους ή περιουσίες», είναι
δηλ. με μια έννοια «αδελφό» άρθρο με το αντίστοιχο άρθρο 324bis Βελγικού Π.Κ.
για την εγκληματική οργάνωση)] που προβλέπουν εξίσου αυστηρές ποινές.
Επαναλαμβάνουμε το ορθό συμπέρασμα της παραπάνω μελέτης, στο οποίο
αναφέρεται: «Η ύπαρξη οικονομικού κινήτρου δεν θεωρείται απαραίτητο
στοιχείο ποινικού χαρακτηρισμού μιας ομάδας ως εγκληματικής οργάνωσης,
σύμφωνα με όσα προβλέπει η ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των
ευρωπαϊκών κρατών. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα δεν
θα πρέπει να περιοριστεί η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης με την
εισαγωγή του στοιχείου του προσπορισμού οικονομικού οφέλους, γιατί αυτό
θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την ουσιαστική ατιμωρησία ατόμων που
συμμετέχουν σε ομάδες οι οποίες διαπράττουν εγκλήματα από μίσος εθνικό,
φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή άλλης
κατάστασης».
4-. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει αναμφιβόλως, ότι η ανωτέρω αναφερόμενη
άποψη της μειοψηφίας του παραπεμπτικού βουλεύματος και οι ταυτόσημοι αυτοτελείς
ισχυρισμοί των κατηγορουμένων (συμπεριλαμβανομένου του, κατά το Ν.
Μιχαλολιάκου, «Μαυρογιαλούρου» κατηγορουμένου Δημ. Κουκούτση!!), είναι
απολύτως αβάσιμοι.
Αλλά η αβασιμότητα αυτή δεν προκύπτει μόνο από τις άρτιες επιστημονικές απόψεις
της θεωρίας ή από την πραγματικότητα της σχετικής νομοθεσίας του συνόλου σχεδόν
των ευρωπαϊκών κρατών (υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση, ότι για λόγους
πολιτικής σκοπιμότητας δεν περιελήφθη στο άρθρο 187 Π.Κ. ο προσπορισμός
οικονομικού οφέλους!! Αλήθεια, για ποιες πολιτικές σκοπιμότητες έγινε το ίδιο
στο σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών;).
Η αβασιμότητα αυτή προκύπτει και από τη νομολογία των
Δικαστηρίων μας και ιδίως του Ανωτάτου Ακυρωτικού.
Με σωρεία αποφάσεων ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι «…ο κοινός σκοπός
μπορεί να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, οικονομικό αλλά και ιδεολογικό ή άλλο…»,
(βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1024/2019, ΑΠ 210/2017, ΑΠ 71/2015, ΑΠ 473/2011, Τριμ. Εφ.
Κακ/των Θεσ. 2247/2018, Ποιν. Δικ. 2019 σελ. 617 επομ.), Τριμ. Εφ. Κακ/των
Πατρών 244/2017 ΝοΒ 2018 σελ. 485, Πλημμ. Πατρών 30/2016 ΠΧ ΞΘ σελ. 313, Συμβ.
Πλημμ. Βέροιας 61/2014 Ποιν. Δικ. 2016 σελ. 600).
Μάλιστα με τη με αρ. 622/2019 απόφαση του ΑΠ κρίθηκε ότι:
«…Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 187Α Π.Κ.
ρύθμιση, που αφορά την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων από ομόλογες οργανώσεις,
δεν πρέπει να δώσει την εντύπωση ότι οι δύο διατάξεις αυτές του
άρθρου 187Α παρ.4 και εκείνη του άρθρου 187 Π.Κ., θα δημιουργήσουν
προβλήματα στην πράξη ως αφορώσες την αυτή νομοθετική ύλη. Και τούτο γιατί,
στις διατάξεις του άρθρου 187 Π.Κ., υπάγονται πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων ανεξαρτήτως του απώτερου στόχου, τον οποίον αυτές επιδιώκουν με τις
αξιόποινες ενέργειές τους (ιδεολογικό ή οικονομικό ή ποινικό) (…)».
5-. Στους προαναφερόμενους από 07/11/2019 αυτοτελείς ισχυρισμούς του Ν.
Μιχαλολιάκου κ.λπ., μεταξύ των άλλων αναφέρεται:
«β) μη υπάρχουσας της κατηγορίας περί συγκροτήσεως και μη
προσδιορισμού των τριών προσώπων που συγκρότησαν κατ’ αρ. 187 Π.Κ., δεν είναι
δυνατός ο προσδιορισμός των υπό ένταξη προσώπων ως αυτός μας αποδίδεται και άρα
δεν συντρέχει περαιτέρω περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 187 Π.Κ.».
Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμος. Βλ.
χαρακτηριστικά τη με αρ. 71/2015 απόφαση του ΑΠ που απέρριψε ίδιον
ισχυρισμό αναφέροντας:
«….Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Η
αιτίαση του ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας, διότι δεν διαλαμβάνεται σε αυτήν αν η εγκληματική οργάνωση στην
οποία κατά την παραδοχή της, αυτός εντάχθηκε ως μέλος, ήταν συνεστημένη
προηγουμένως, πότε συστάθηκε και ποια ήταν τα τρία μέλη που είναι ο εκ του
νόμου αναγκαίος αριθμός για τη σύστασή της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Τούτο, διότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων
εντάχθηκε ως μέλος σε ήδη δομημένη ομάδα, γνωρίζοντας και αποδεχόμενος τον
σκοπό για τον οποίο συστάθηκε αυτή, ήτοι τέλεσε την αντικειμενική και
υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως της ένταξης σε εγκληματική
οργάνωση που είναι η μία από τις μορφές τελέσεως του υπαλλακτικώς αυτού
εγκλήματος και όχι της άλλης μορφής αυτού δηλαδή της συγκρότησης
αυτής, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση θα έπρεπε να αιτιολογείται ο χρόνος
σύστασής της, ο αριθμός των ιδρυτικών τουλάχιστον τριών μελών της και
ποια ήταν αυτά».
Πρέπει λοιπόν κατ’ ακολουθίαν τούτων να απορριφθούν, ως νομικά και
ουσιαστικά αβάσιμοι, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί των
κατηγορουμένων.
2β. Εγκληματική οργάνωση – Αρ. 187 ΠΚ
1-. Στο βούλευμα γίνεται αναφορά (υιοθετώντας
την εισαγγελική πρόταση) «…ότι το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ συνιστά έγκλημα (…) δυνητικής
διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης και αφηρημένης
διακινδύνευσης αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών…».
Υπάρχει ακόμη και η διατύπωση ότι: «…πρόκειται (…) για έγκλημα
αφηρημένης-δυνητικής διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης,
δηλαδή της κατάστασης γαλήνης, ηρεμίας, ειρήνης και ευταξίας στην κοινωνία ενός
κράτους, στην οποία προσβάλλονται με βλάβη ή διακινδύνευση τα από αυτήν
επιλεγόμενα ως προστατευόμενα έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου…» (τα
ίδια και σε Χ. Σατλάνη/Λ. Μαργαρίτη και Λ. Μαργαρίτη/Κ. Χατζηιωάννου, Ποιν.
Δικ. 2013/761 και Ποιν. Δικ. 2014/169 και ιδίως 174 επόμ., αντιστοίχως).
Εν όψει των ανωτέρω, τελικά, σύμφωνα και με τον καθηγητή Ν. Λίβο, ΠΧ
ΞΕ/311 «πρέπει να δεχθεί κανείς ότι το έγκλημα του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ καταστρώνεται
ως έγκλημα βλάβης του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης».
2-. Αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του αρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, έχει
κριθεί με πάγια νομολογία των δικαστηρίων μας ότι:
«….Κατά την παρ. 1 του άρθρου 187 του Π.Κ., «με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών
τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή
δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει
– ήδη δε, μετά την αντικατάσταση των τελευταίων δύο λέξεων με το άρθρο δεύτερο
παρ. 1α Ν. 3875/2010, που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων
κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις
κλοπής…) του Π.Κ. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του
παραπάνω εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μεικτό, απαιτούνται: α) Η εξ αρχής
δημιουργία (για την εγκληματική μορφή της «συγκροτήσεως») ή η προηγούμενη
ύπαρξη (για την εγκληματική μορφή της «εντάξεως») ομάδας με δράση διαρκή, ήτοι
ενός συνόλου προσώπων, που έχει ως σκοπό την ανάπτυξη δραστηριότητας σε βάθος
χρόνου και όχι με τρόπο ευκαιριακό ή παροδικό. β) Η συμμετοχή κάποιου στην
ίδρυση της ομάδας ή η εκ των υστέρων ένταξή του σ’ αυτήν, ως μέλους. γ) Τα μέλη
της ομάδας να είναι τουλάχιστον τρία. δ) Η ομάδα να έχει εσωτερική διάρθρωση
και ιεραρχική δομή, με την έννοια ότι τα νεότερα ή κατώτερα μέλη υποτάσσουν
τη βούλησή τους στα παλιότερα ή ανώτερα και όλοι μαζί, αδιαφόρως αν αυτό
επιτυγχάνεται ελεύθερα ή με την καλλιέργεια σχέσεων επιβολής – υποταγής,
διαμορφώνουν μια νέα, ενιαία βούληση, αυτή της οργανώσεως, που
κατευθύνεται στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού. ε) Ο κοινός σκοπός, που
μπορεί να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, οικονομικό αλλά και ιδεολογικό ή άλλο,
να αναφέρεται στην τέλεση κάποιου ή κάποιων από τα κακουργήματα, που
απαριθμούνται περιοριστικά σ’ αυτήν (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι
διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής) και, στ) τα κακουργήματα αυτά, που δεν
χρειάζεται να είναι εκ των προτέρων καθορισμένα ως προς το είδος ή τις
λεπτομέρειες και, κυρίως, ως προς το αντικείμενο εκάστης πράξεως, να
προβλέπονται με τρόπο, που η αφηρημένη επιδίωξή τους, αφ’ ενός
χαρακτηρίζει τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της ομάδας και αφ’ ετέρου εμπίπτει
στη γνώση και στη θέληση ενός εκάστου από αυτούς που τη συγκροτούν ή
εντάσσονται σ’ αυτήν. Ακόμη, από την ίδια διάταξη συνάγεται, ότι για
να γίνει ή να παραμείνει κάποιος μέλος της ομάδας απαιτείται και αρκεί η
εκ μέρους αυτού αποδοχή του σκοπού της, χωρίς να είναι αναγκαία
και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην
επίτευξη του σκοπού.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος
της συγκροτήσεως και εντάξεως σε εγκληματική οργάνωση πρέπει να πληρούνται τρία
κριτήρια, ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό
(τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσεως). Συγκρότηση
της εγκληματικής οργανώσεως είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη
δημιουργία της. Μέλος της οργανώσεως αυτής είναι εκείνος που υποτάσσει
τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική
συμμετοχή του στις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργανώσεως. Δομημένη ομάδα
είναι εκείνη, που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την διάπραξη ενός
εγκλήματος, αλλά συγκροτείται, για να έχει διαρκή δράση, ενώ υποκειμενικώς
απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση,
ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσότερων από ένα
κακουργημάτων, από εκείνα που αναφέρονται στη διάταξη (έγκλημα υπερχειλούς
υποκειμενικής υποστάσεως), ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται συνολικός
(ενιαίος), δηλ. τα μέλη να έχουν προαποφασίσει ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε
βάθος χρόνου με την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν
καταστρωθεί οι λεπτομέρειες κ.λπ. των εγκλημάτων τούτων…» (ΑΠ 210/2017).
[Χρόνος τέλεσης της πράξεως, σύμφωνα με την απόφαση, είναι το 2009 έως
25-5-2010. Μέχρι την τροποποίηση της διάταξης με το Ν. 3875/2010 (ΦΕΚΑ’
158/20-9-2010), το αδίκημα ήταν υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Μετά, με
το Ν. 3875/2010, για τα μέλη υποστηρίζεται πως αρκεί ενδεχόμενος δόλος].
[Επισημαίνουμε πως θεωρείται ότι η δράση της ομάδας απαιτείται να
εκτείνεται αορίστως σε βάθος χρόνου, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει
προσδιοριστεί επακριβώς ο χρόνος δράσης της].
[Και ακόμη να προστεθεί ότι υποστηρίζεται και στη θεωρία πως υπό το άρθρο
187 ΠΚ καλύπτονται ποινικά περιπτώσεις εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίες δεν
εντάσσονται στην έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος» (καθότι δεν επιδιώκουν
οικονομικό όφελος), χωρίς ωστόσο να αποτελούν τις κλασικές τρομοκρατικές
οργανώσεις. Πρόκειται δηλαδή για εγκληματικές οργανώσεις που δεν ανήκουν ούτε
στο «οργανωμένο έγκλημα» ούτε στην τρομοκρατία, συγκεντρώνοντας όμως στοιχεία
και από τις δύο.]
3-. Υποκειμενική υπόσταση
Το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, ως γνωστόν, πριν από την τροποποίησή του με τον Ν.
3875/2010 όριζε:
“Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως
μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα
(οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων
(…)”.
Η αρχική διατύπωση της διάταξης, περιέχουσα τον σύνδεσμο “και”
(“και επιδιώκει”), θέσπιζε ένα έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης που
οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι απαιτείτο κάθε μέλος της οργάνωσης να έχει
δόλο σκοπού (άμεσο δόλο α’ βαθμού – αρ. 18, 26 παρ.1 και 27 παρ.2 εδ.
β’), ως προς τη διάπραξη των εγκλημάτων, χωρίς η επιδίωξη αυτή να απαιτείται να
αποτελεί συμφωνημένο σκοπό της ίδιας της οργάνωσης.
Είναι σαφές από την αρχική διατύπωση της διάταξης ότι η επιδίωξη
διάπραξης περισσοτέρων εγκλημάτων εκ μέρους των μελών της οργάνωσης συνιστούσε
το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου, για το οποίο απαιτείτο (18, 26, 27
ΠΚ) άμεσος δόλος α’ βαθμού.
Δεν απαιτείτο δηλ. ο σκοπός της όλης οργάνωσης να είναι εγκληματικός, αλλά
αρκούσε ο εντασσόμενος σ’ αυτήν να επιδιώκει την διάπραξη των εγκλημάτων της
παρ. 1 του αρ. 187 ΠΚ.
3-1. Με την τροποποίηση της διάταξης με το Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α’ 158/20-09-2010)
και την αντικατάσταση της φράσης και επιδιώκει με τη φράση που
επιδιώκει (πρόταση μέρους της θεωρίας), ο δόλος σκοπού βαρύνει
πλέον την ίδια την οργάνωση, χωρίς να απαιτείται να βαρύνει κάθε μέλος
αυτής, δηλ. το εντασσόμενο στην οργάνωση μέλος αρκεί να έχει ενδεχόμενο
δόλο ως προς τη διάπραξη των κακουργημάτων από την οργάνωση (δεδομένου
ότι η αναφορική αντωνυμία που προσδιορίζει πλέον ρητά την
οργάνωση και όχι το μέλος).
Πλέον, η αντικατάστασή του και από το που κατέστησε
τη διάταξη αυστηρότερη, διότι ενώ υπό την προϊσχύουσα διατύπωση, η
επιδίωξη τέλεσης εγκλημάτων τυποποιείτο ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου,
περιγράφοντας τον σκοπό πρόκλησης ενός εγκληματικού αποτελέσματος, πλέον με
τη νέα ρύθμιση η επιδίωξη αυτή τυποποιείται ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος.
Η επιδίωξη διάπραξης περισσοτέρων εγκλημάτων από την εγκληματική οργάνωση,
που πλέον συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αρ. 187 παρ. 1 ΠΚ,
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πλέον αρκεί ενδεχόμενος δόλος κάθε μέλους ως
προς αυτήν.
Αρκεί δηλ. να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη που εντάσσεται
ως μέλος (και ως προς αυτήν είναι αυστηρότερη η νέα διάταξη από την
προϊσχύουσα) ενδεχόμενος δόλος, ως προς το γεγονός ότι εντάσσεται σε ομάδα
που επιδιώκει την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων της παρ. 1 του αρ. 187 ΠΚ.
Κατά ακολουθίαν τούτων, μόνη υποστηρίξιμη εκδοχή υπό την ισχύουσα ρύθμιση
είναι:
«Άμεσος δόλος α’ βαθμού ως προς την τέλεση των εγκλημάτων της παρ. 1
απαιτείται να συντρέχει στην οργάνωση (έτσι και στον γερμΠΚ), ενώ αρκεί
να συντρέχει στον δράστη ενδεχόμενος (ή και αναγκαίος) δόλος
ώστε να θεωρηθεί αυτουργός του εγκλήματος της ένταξης» (βλ. Δ. Καραγκούνης
ΠΧ ΞΖ σελ. 639).
Αναφερόμαστε ακόμη στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής «Ν.
3875/2010, παρατηρήσεις επί του άρθρου δευτέρου παρ. 1 στ’ α, σελ. 4-5», όπου
για την αντικατάσταση της φράσης «και επιδιώκει» με τη φράση «που
επιδιώκει» αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«…Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία κατά τούτο είναι επιεικέστερη της
ισχύουσας, αλλά πολύ εγγύτερα προς το σκοπό του νομοθέτη, απαιτείται πλέον η
δομημένη ομάδα να υπάρχει ή να συγκροτείται κατά το χρόνο της ένταξης του υπό
κρίση δράστη και να συντρέχει σε όλα τα μέλη της ο εν λόγω σκοπός (επιδίωξη)
τέλεσης των απαριθμούμενων διαζευτικώς κακουργημάτων, ενώ, αντιθέτως, για
τον εντασσόμενο αρκεί ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή ενδεχόμενη γνώση ότι εισέρχεται
σε ομάδα που επιδιώκει τους αναγραφόμενους στην διάταξη σκοπούς (κατά
τούτο η νεότερη διάταξη είναι αυστηρότερη)».
Βλ. ακόμη N. Λίβου, Ζητήματα ερμηνείας του άρθρου 187 ΠΚ λ.χ. ΞΕ σελ. 310
και ιδιαίτερα σελ. 312 επομ., Δημητρίου Καραγκούνη, Η υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος της παρ. 1 του άρθρου 187, ΠΚ, ΠΧ ΞΖ σελ. 636, Τριμ. Εφ. Κακ/των
Αθηνών 2609/2017, Ποιν. Δικ. 2018 σελ. 81.
4-. Στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης
«…Στοιχεία της οργάνωσης μπορεί να είναι: το γεγονός ότι η εξουσία του
αρχηγού είναι απόλυτη, κατά το χιτλερικό δόγμα “Führerprinzip”, η προσταγή του οποίου
προς ενέργεια ή η έγκρισή του σε ήσσονος σημασίας δράσεις είναι ιερή και
αδιαπραγμάτευτη, η στρατιωτική δομή, η απόλυτη ιεραρχία, που ενδεχόμενη
παραβίασή της επιφέρει σκληρές για τη σωματική του ακεραιότητα έως απάνθρωπες
και εξευτελιστικές για την προσωπικότητα του παραβάτη συνέπειες, η τυφλή υπακοή
στις εντολές των ιεραρχικά ανωτέρων, η συνωμοτική και με προκαθορισμένους
κανόνες δράση, η οποία εκδηλώνεται με αιφνιδιαστικές, βίαιες και μαζικές
επιθέσεις από τα νεότερα ηλικιακά μέλη…» (Λ. Μαργαρίτη/Κ. Χατζηιωάννου,
«Εγκληματικές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα», Ποιν. Δικ. 2014/169 επόμ.).
4-1. Απόδειξη της ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης
Στη μελέτη των Χ. Σατλάνη και Λ. Μαργαρίτη με τίτλο «Είναι δυνατή η θεώρηση
ενός πολιτικού κόμματος ή μιας πολιτικής οργάνωσης ως εγκληματικής οργάνωσης;»,
Ποιν. Δικ. 2013 σελ. 761 επόμ., αναφέρονται τα εξής:
«…Προβλήματα απόδειξης γεννώνται στην περίπτωση του εγκλήματος της
εγκληματικής οργάνωσης. Τα προβλήματα απόδειξης θα στρέφονταν κυρίως γύρω από
την ένταξη κάποιου ως μέλους στην οργάνωση, τον δόλο του (άρθρο 26 ΠΚ:
Τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνον όταν τελούνται με δόλο) και την επιδίωξη
της οργάνωσης να διαπράξει περισσότερα κακουργήματα από εκείνα που
αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ. Η απόδειξη θα μπορούσε να γίνει κυρίως
με βάση τις υφιστάμενες ενδείξεις σε συνδυασμό με τα λοιπά διαθέσιμα
αποδεικτικά μέσα. Έτσι, η ένταξη στην οργάνωση κάποιου ως μέλους αυτής θα
μπορούσε να αποδεικνύεται με βάση την εγγραφή των στοιχείων ταυτότητας,
διαμονής, τηλεφώνων κ.λπ. σε καταλόγους της οργάνωσης, με βάση φωτογραφίες
ή βιντεοταινίες που απεικονίζουν συγκεντρώσεις των μελών της οργάνωσης που
φέρουν μάλιστα χαρακτηριστικές στολές, με βάση βιβλιάρια που εξέδωσε η οργάνωση
και κατασχέθηκαν στις οικίες μελών, με βάση την ανάληψη θέσης εργασίας σε
γραφεία της οργάνωσης, με βάση τις σημαίες ή άλλα σύμβολα της οργάνωσης που
κατασχέθηκαν στο κατάστημα ή στην οικία κάποιου, με βάση τις μέσω διαδικτύου
θερμές συστάσεις, παραινέσεις και προτροπές προς τρίτους για ένταξη στην οργάνωση,
με βάση τη συμμετοχή σε στρατιωτική εκπαίδευση, σε εορταστικές συναθροίσεις, σε
ομιλίες κ.λπ., με βάση τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, με βάση την προπαγάνδα
υπέρ της οργάνωσης, με βάση τη χρηματοδότηση ή άλλες παροχές προς αυτή ή
άλλου είδους υποστήριξη της οργάνωσης κ.λπ.
Η επιδίωξη διάπραξης περισσοτέρων κακουργημάτων από εκείνα που αναφέρονται
στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ θα μπορούσε να αποδεικνύεται με βάση
μεγαλόστομες διακηρύξεις, με βάση τις επανειλημμένες ανθρωποκτονίες και βαριές
σωματικές βλάβες που έχουν διαπράξει μέλη της οργάνωσης, με βάση την από την
οργάνωση κατευθυνόμενη κακουργηματική κατοχή όπλων με σκοπό τη διάπραξη
ανθρωποκτονιών και βαριών σωματικών βλαβών (μαχαίρια που δεν προορίζονται για
οικιακή χρήση, μεταλλικές γροθιές, ρόπαλα μεταλλικά ή μη, πυροβόλα όπλα,
αυτόματα, χειροβομβίδες, εκρηκτικές ύλες κ.λπ.), με βάση τη στρατιωτική
εκπαίδευση (σωματική άσκηση και εξάσκηση στη χρήση όπλων και στη σκοποβολή) των
μελών που φέρουν μάλιστα στρατιωτική αμφίεση («τάγματα εφόδου», «φάλαγγες» ή
«ομάδες κρούσης»), ώστε να είναι αυτά ετοιμοπόλεμα και ικανά να δράσουν
συλλογικά και να πλήξουν πολιτικούς αντιπάλους και γενικότερα ανεπιθύμητα
πρόσωπα με χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, με βάση τις δηλώσεις ηγετικών της
οργάνωσης μελών της μορφής «…αλλά τότε θα δουν τις ξιφολόγχες μας να
ακονίζονται στα πεζοδρόμια…» ή της μορφής «θα κρεμάσουμε τους βουλευτές», με
βάση τη χρήση νεοναζιστικών συμβόλων, χρωμάτων και άλλων χαρακτηριστικών και
την εξύμνηση του Χίτλερ (αυτός κατά πρόδηλη παράβαση των διεθνοδικαιικών
κανόνων χρησιμοποίησε την ένοπλη βία για την κατάκτηση ξένων εδαφών και την
εξόντωση λαών, ευθυνόμενος για τον θάνατο πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων και
επικαλούμενος το ιδεολογικό μανιφέστο του ναζιστικού κόμματος στο βιβλίο του «Ο
Αγώνας μου»!), με βάση τις συλλογικές επιθέσεις σε βάρος ανθρώπων με
ρατσιστικά κίνητρα, με βάση τα στοιχεία που θα δώσει η άρση του τηλεφωνικού
απορρήτου, με βάση τις μαρτυρίες μελών της ομάδας που μετανόησαν και
αποχώρησαν, όταν συνειδητοποίησαν τον εγκληματικό χαρακτήρα της οργάνωσης κ.λπ.
Ο δόλος, δηλαδή η γνώση και η βούληση, του μέλους σχετικά με το ότι
εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή
περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που επιδιώκει διάπραξη περισσοτέρων
κακουργημάτων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ θα μπορούσε
να είναι και επιγενόμενος και να αποδεικνύεται με βάση τη συμμετοχή σε
πάσης φύσεως εκδηλώσεις της οργάνωσης και κυρίως με βάση τη γνώση γεγονότων που
μαρτυρούν επιδίωξη χρήσης βίας και διάπραξης κακουργημάτων, την αποδοχή αυτών
ως θεμιτών σκοπών, τη μη αποκήρυξη της βίας και τη μη αποχώρηση από την ομάδα…».
4-2. Γνωμοδότηση Λ. Κοτσαλή
Τα ίδια σχετικά με τα προαναφερόμενα δέχεται και ο καθηγητής Λ.
Κοτσαλής σε ιδιωτική γνωμοδότησή του, που παραγγέλθηκε από τους συνηγόρους
υπεράσπισης του Ν. Μιχαλολιάκου, περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται στο από
21-11-2014 συμπληρωματικό απολογητικό υπόμνημα του εν λόγω κατηγορουμένου, και
έχει δημοσιευθεί στα Ποινικά Χρονικά ΞΕ σελ. 554 επ. (με μόνη
διαφοροποίηση του Λ. Κοτσαλή ότι θεωρεί το σκοπό προσπορισμού οικονομικού
οφέλους ως απαραίτητο στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση του αρ. 187 ΠΚ).
Αναφερόμαστε στο ποινικά ενδιαφέρον κομμάτι της εν λόγω γνωμοδότησης:
«…Αναλυτικότερα, για να καταφαθεί η Ε.Ο., σύμφωνα με το άρθρο 187 παρ. 1
ΠΚ, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα εξής τρία αντικειμενικά στοιχεία:
α) να υπάρχει σύμπραξη τουλάχιστον τριών προσώπων, τα οποία, με την
υποταγή της βουλήσεώς τους, ως ατόμων, στη βούληση της ολότητας, επιδιώκουν
κοινό σκοπό και μεταξύ τους τελούν σε τέτοια σχέση, ώστε αυτά να αισθάνονται
έναντι αλλήλων ως ενιαία μονάδα. Αυτό σημαίνει ότι η σύμπραξη των τριών
τουλάχιστον ατόμων για την τέλεση εγκλημάτων θα πρέπει να εκτείνεται πέραν της
απλής συμφωνίας και να γίνεται σε σταθερή βάση, θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή ένα
πραγματικό-αντικειμενικό υπόβαθρο, το οποίο αποδέχεται το κάθε μέλος της
οργάνωσης και υποτάσσει την ατομική του βούληση σ’ αυτό. Έχει κριθεί ότι
απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση, χωρίς να
είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους, αρκεί τα μέλη να
εκτελούν τα ανατιθέμενα σε αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος
να συμμετέχει και στο σχηματισμό της εγκληματικής δράσης [βλ. ΣυμβΕφΘεσ
401/2007, ΣυμβΕφΘεσ 491/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
β) Η Ε.Ο. θα πρέπει να είναι δομημένη, υπό την έννοια της ύπαρξης
μιας σταθερής αντικειμενικής κατάστασης, με κάποιο καταμερισμό αρμοδιοτήτων
μεταξύ των μελών της. (…) Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και πολλές φορές οι Ε.Ο.
έχουν ιεραρχική δομή και διακριτούς ρόλους, εν τούτοις, για την πλήρωση του
συγκεκριμένου όρου της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ δεν
απαιτείται να υπάρχουν και τυπικά καθορισμένοι ρόλοι για τα μέλη ή ανεπτυγμένη
δομή της Ε.Ο. Και
γ) Η εγκληματική οργάνωση θα πρέπει να έχει διάρκεια (…) αρκεί να
εκτείνεται σε βάθος χρόνου…».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται:
«…Ως τέτοια ομάδα νοείται η οργάνωση η οποία λόγω της ενυπάρχουσας σ’
αυτήν ιδίας δυναμικής και λόγω του εκτεθέντος στην εσωτερική της δομή σκοπού
τέλεσης εγκλημάτων, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Δομημένη είναι εκείνη η ομάδα, που δε σχηματίζεται περιστασιακά για την
άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος, αλλά συγκροτείται με εγκληματική σε βάθος
χρόνου προοπτική. Προέχει δηλαδή ο τρόπος λειτουργίας της, ο οποίος διέπει
σε τέτοιο βαθμό την εγκληματική δράση, ώστε τα πρόσωπα που τη διεκπεραιώνουν να
έχουν δευτερεύουσα σημασία, με την έννοια ότι μπορούν να αντικατασταθούν.
Εξάλλου, δεν απαιτείται να έχουν καθοριστεί, τυπικά, οι ρόλοι κάθε μέλους ή να
έχει (η οργάνωση) ανεπτυγμένη δομή, πλην όμως απαιτείται η ιδιότητα του μέλους
να εμφανίζεται ως συνεχής.
Μέλος της οργάνωσης αυτής είναι εκείνος που υποτάσσει τη βούλησή του στη
βούληση αυτής χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική του συμμετοχή στις κατ’
ιδίαν πράξεις της οργάνωσης.
Η ένταξη του μέλους εκδηλώνεται με την
ενεργητική συμμετοχή του στις εκδηλώσεις και στις δραστηριότητες της
εγκληματικής ομάδας, με την αποδοχή των σκοπών της, ενώ μπορεί να
εκδηλώνεται με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, με την προπαγάνδα υπέρ της
οργάνωσης, με τη χρηματοδότηση ή με άλλες παροχές προς αυτή, με την προσέλκυση
νέων μελών ή με άλλου είδους στήριξη της οργάνωσης. Είναι αδιάφορο αν
στην ομάδα οι αποφάσεις λαμβάνονται ή όχι κατά τη δημοκρατική αρχή της
πλειοψηφίας ή παμψηφίας ή, λόγω καθιδρυμένης σ’ αυτή σχέσης υποταγής και
υπακοής, οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον αρχηγό, αρκεί η όποια απόφαση να
θεωρείται βούληση της ομάδας. (…) Στην εγκληματική οργάνωση, η βούληση του
συνόλου για την πραγμάτωση των στόχων της είναι δεσμευτική για καθένα από τα
μέλη, χωρίς να απαιτείται η συμμετοχή όλων στο σχεδιασμό των εγκλημάτων, αρκεί
κάθε μέλος να γνωρίζει ότι συνεισφέρει, δια της ασκήσεως των ανατεθειμένων σ’
αυτό καθηκόντων, στην πραγμάτωση των στόχων της.
Για την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων απαιτείται η ύπαρξη δόλου. (…) Ο
δόλος τους αποδεικνύεται με βάση τη συμμετοχή σε πάσης φύσεως εκδηλώσεις της
οργάνωσης, και, κυρίως, με βάση τη γνώση γεγονότων που μαρτυρούν επιδίωξη
χρήσης βίας και διάπραξης κακουργημάτων, την αποδοχή αυτών ως θεμιτών σκοπών,
τη μη αποκήρυξη της βίας και τη μη αποχώρηση από την ομάδα.
Η επιδίωξη
διάπραξης των εγκλημάτων αυτών πρέπει να υπάρχει, κατά την έστω και άτυπη
βούληση των μετέπειτα μετεχόντων, δεν είναι δε αναγκαίο να έχουν εξειδικευτεί
οι κατ’ ιδίαν πράξεις της ομάδας ή να έχει εκδηλωθεί προς τα έξω δραστηριότητα
ή και να έχει σχεδιαστεί και μια ακόμη πράξη, αλλά αρκεί η ύπαρξη της οργάνωσης
με τον άλλον σκοπό…»
Ακόμη αναφέρεται:
«…Από τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 του Συντάγματος, 29 παρ. 1 του
ν. 3023/2002, οι οποίες ορίζουν ότι το πολιτικό κόμμα οφείλει με την οργάνωση
και τη δράση του να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού
πολιτεύματος, συνάγεται ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν sui generis
ενώσεις προσώπων προς εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής (…) και δεν
μπορούν να ταυτιστούν με την Ε.Ο. (…) Ο σκοπός και οι δράσεις της δεν είναι
μεταξύ τους συμβατές. (…) Πλην όμως, επειδή το έγκλημα της Ε.Ο. είναι κοινό
[όχι ιδιαίτερο], αφού υποκείμενο τέλεσής του μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (…),
δεν αποκλείεται μέλη του πολιτικού κόμματος να είναι και μέλη μιας Ε.Ο. ή εντός
ενός πολιτικού κόμματος, όπως και εντός μιας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας,
να αναπτυχθούν θύλακες μιας Ε.Ο. Η διαπίστωση εν τούτοις αυτή, της
διπλής δηλαδή ιδιότητας κάποιου προσώπου ως μέλους πολιτικού κόμματος και ως
μέλους Ε.Ο., πρέπει να εδράζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, σε πραγματικά
δηλαδή στοιχεία που θεμελιώνουν την ποινική υπόσταση του εγκλήματος της Ε.Ο.,
και όχι στην ισοπεδωτική αντίληψη ότι παν μέλος του πολιτικού κόμματος, εντός
του οποίου έχουν τυχόν αναπτυχθεί θύλακες μιας Ε.Ο., να θεωρείται ταυτόχρονα
και μέλος της Ε.Ο.».
5-. Διεύθυνση Εγκληματικής οργάνωσης
α) Η κα Εισαγγελέας αναφερόμενη στο σχετικό άρθρο του Ν. Λίβου (ΠΧ ΞΕ σελ. 310
και ιδίως 314 επομ.) δέχεται ότι:
«…Όποιος ορίζει δεσμευτικά τον σκοπό ή τους σκοπούς της οργάνωσης,
αυτός ελέγχει και τον λόγο για τον οποίο η εν λόγω οργάνωση έχει υπάρξει και
την αιτία για την οποία αυτή δραστηριοποιείται. Έτσι η δράση της οργάνωσης είναι
υπόθεση των μελών της, το νόημα της οργάνωσης είναι υπόθεση του διευθύνοντος
αυτής.
Περαιτέρω η ταυτότητα μιας εγκληματικής οργάνωσης συλλαμβάνεται αρχικώς μεν
ως σχέδιο σύνολης εγκληματικής δράσης, στη συνέχεια όμως οικοδομείται σε βάθος
χρόνου, προϋποθέτει δεν την εκούσια ή ακούσια αποδοχή της από τους
εμπλεκόμενους, υπό την έννοια ότι αυτοί αποδέχονται το ευρύτερο εγκληματικό
νόημα που αποκτούν στη συνάφεια της εγκληματικής οργάνωσης με τις επιμέρους
πράξεις τους…».
Διευθύνων είναι ο «ιθύνων νους» της Ε.Ο., η ψυχή της, το πρόσωπο ή τα
πρόσωπα που καθορίζουν τη στρατηγική της, τους σκοπούς της, το ιδεολογικό,
πολιτικό) πλαίσιο λειτουργίας της, που καθορίζει την ταυτότητά της, τον τρόπο
προώθησης και εφαρμογής των στόχων της.
Ακόμη και από το «επίσημο» καταστατικό του 2012 έχει παρεισφρήσει η αρχή
του αρχηγού, μέσω από διατάξεις που κατοχυρώνουν την απόλυτη κυριαρχία του Ν.
Μιχαλολιάκου, την παντοδυναμία του.
Συγκεκριμένα από αυτό προκύπτουν:
Ο Προσωποπαγής ο χαρακτήρας της ΧΑ
Άρ. 16: Ο Γενικός Γραμματέας επιλέγει τους πάντες και τα πάντα,
σύμφωνα με τη μη (ρητά) αναφερόμενη Αρχή του Αρχηγού.
Το άρθρο 16 αυτού του Καταστατικού αναφέρει (§ 2):
Εκλογή
Γεν. Γραμμ. μόνο εάν τεθεί θέμα από το 51% των συνέδρων, αλλιώς
αυτόματη ανανέωση, άρα στην
πραγματικότητα ισοβιότητα του αρχηγού.
Άρ. 17 αυτού του Καταστατικού αναφέρει:
«Γενικός Γραμματέας του κόμματος –
Αρμοδιότητες.
Ε) Επιλέγει, μεταξύ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, τα
μέλη του
Πολιτικού Συμβουλίου του
κόμματος.
ΣΤ) Ορίζει τον Γενικό Διευθυντή του κόμματος.
Ζ) Επιλέγει τους υποψηφίους βουλευτές, ευρωβουλευτές και εκπροσώπους στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές… και καταρτίζει τους εκλογικούς συνδυασμούς του κόμματος, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία…».
ΣΤ) Ορίζει τον Γενικό Διευθυντή του κόμματος.
Ζ) Επιλέγει τους υποψηφίους βουλευτές, ευρωβουλευτές και εκπροσώπους στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές… και καταρτίζει τους εκλογικούς συνδυασμούς του κόμματος, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία…».
Ο Αρχηγός είναι ο ένας, ο μοναδικός, ο «άνδρας ο ερχόμενος» που στόχος της
ΧΑ είναι η θέλησή του να γίνει θέληση του Κράτους. Αμφιβολίες ότι ο αρχηγός της
Χ.Α., ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι εκείνος που ίδρυσε την οργάνωση, που χάραξε
και χαράσσει την ταυτότητά της και το νόημα της ύπαρξης της, δεν μπορούν να
υπάρχουν.
Είναι ο μόνος και αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Έχει πλήρεις, απόλυτες και
καθολικές εξουσίες, τόσο στο γενικό σχεδιασμό της δράσης της Χ.Α. σε
κεντρικό επίπεδο, όσο και στη διεύθυνση και καθοδήγηση των Τοπικών Οργανώσεων,
μέσω των στελεχών του, τα οποία, μέσω της καθετοποιημένης ιεραρχικής δομής αναφέρονται
σε αυτόν είτε απευθείας είτε μέσω των ανωτέρων τους και εκτελούν
αναντίρρητα τις υποδείξεις του. Βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης της οποία
ηγείται είναι η αυστηρή και απαρέγκλιτη στρατιωτική πειθαρχία και η υπακοή
των κατώτερων μελών και υποστηρικτών στους ιεραρχικά ανώτερους. Αποτέλεσμα και
επιδίωξη αυτού του τρόπου λειτουργίας είναι ο Αρχηγός να έχει τον απόλυτο
έλεγχο και την πλήρη γνώση όσων συμβαίνουν στην Οργάνωση [αρχή του
ενός].
Το γεγονός ότι από το βούλευμα αποδίδεται η διεύθυνση της οργάνωσης και σε
όλους τους βουλευτές, όπως λέει και η κα Εισαγγελέας, δεν έρχεται σε αντίθεση
με την έννοια του «αρχηγικού» κόμματος, ενόψει των αποδειχθέντων για την
ταύτιση της Χ.Α. με τον ιδρυτή και αρχηγό της.
Σε κάθε περίπτωση, η δράση των κατηγορουμένων βουλευτών και λοιπών στελεχών
στο πλαίσιο των καταστατικών αρχών της Ε.Ο., δηλαδή:
– η καθοδήγηση των Τοπικών Οργανώσεων και εποπτεία των μελών (και ιδιαίτερα
από τους Περιφερειάρχες και τα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου και της
Κ.Ε.),
– η συμμετοχή τους σε αυτή τη δράση με τη διαβίβαση των εντολών του
Αρχηγού [συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου άσκησης τρομοκρατικής βίας κατά των
εχθρών της, προκειμένου να υλοποιηθούν οι σκοποί της οργάνωσης (φυλετική
καθαρότητα κ.λπ.), προκειμένου να διατηρούνται και να ενισχύονται τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της], των εγκυκλίων και λοιπών κατευθύνσεων της ηγεσίας της
Χ.Α.,
– η φυσική παρουσία τους στην πρώτη γραμμή της δράσης των ταγμάτων
εφόδου (βλ. επίθεση στο Εφετείο 2009, Συνεργείο, Πάρος κ.λπ.),
– ο δημόσιος έπαινος στις δράσεις των ταγμάτων εφόδου (βλ. τα 2χρονα της
τοπικής Νίκαιας κ.λπ., «έτσι καθαρίσαμε τον Άγιο Παντελεήμονα») και ο
εμπρηστικός λόγος τους,
Η αναντικατάστατη δηλαδή συμβολή τους στην πραγματοποίηση των σκοπών και
στόχων της οργάνωσης, έχοντας πλήρη δυνατότητα να διαμορφώνουν και να χαράσσουν
πολιτική και να ελέγχουν την υλοποίηση της από τα λοιπά κατώτερα στελέχη, αλλά
και να πληροφορούνται λεπτομερέστερα όλα όσα συνέβαιναν και αφορούσαν τη Χ.Α,
τους καθιστούν οπωσδήποτε συναυτουργούς στο αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής
οργάνωσης, και όλως επικουρικώς τουλάχιστον συνεργούς στην τέλεση του
αδικήματος της διεύθυνσης.
β) Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ένταξης στην εγκληματική
οργάνωση και της διεύθυνσης αυτής, δεν απαιτείται, δεν
προϋποτίθεται η εντολή των διευθυνόντων προς κάποιο μέλος για την τέλεση των
κακουργημάτων που επιδιώκει η οργάνωση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (σε ποιο
τόπο/χρόνο κατά ποιου συγκεκριμένου ανθρώπου), αρκεί ένα γενικό πλαίσιο
εντολών.
Αν αυτό συμβεί, αν δηλαδή υπάρχει συγκεκριμένη εντολή προς ένα μέλος μιας
Ε.Ο. για την διάπραξη ενός από τα περισσότερα κακουργήματα που επιδιώκει η
οργάνωση, τότε έχουμε ηθική αυτουργία των εντολέων στο επιμέρους αδίκημα που
τέλεσε ο αυτουργός της συγκεκριμένης πράξης σε αληθινή πραγματική συρροή με το
έγκλημα του άρθρου 187.
Η κυρία Εισαγγελέας, σε όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας,
ρωτούσε τους μάρτυρες αν έδωσε εντολή ο Μιχαλολιάκος, η ηγεσία για την τέλεση
των διερευνώμενων εγκληματικών πράξεων (Φύσσας, ΠΑΜΕ, Αιγύπτιοι, Αντίοχος
κ.λπ.).
Τέτοια κατηγορία δεν υπάρχει κι όπως είχαμε σε ανύποπτο χρόνο σχολιάσει, οι
ερωτήσεις αυτές θα είχαν νόημα μόνο αν απέβλεπαν στη διερεύνηση του ενδεχομένου
άσκησης, συμπληρωματικά, ποινικής δίωξης για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας
σε συγκεκριμένους δράστες.
Το ερώτημα ετίθετο γιατί η κυρία Εισαγγελέας θεωρούσε, όπως φαίνεται, την
ύπαρξη ή μη εντολής του Ν.Μ., της ηγεσίας, για την τέλεση των συγκεκριμένων
πράξεων ως απαραίτητο κι αναγκαίο στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση τόσο της
διεύθυνσης, όσο και της ένταξης στην εγκληματική οργάνωση.
Για το αδίκημα της διεύθυνσης Ε.Ο. δεν απαιτείται να έχει δοθεί από τον
διευθύνοντα συγκεκριμένη εντολή, άλλωστε όπως αναφέρει ο Λίβος η τιμώρηση της
διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης «…αποτελεί ισχυρό ενδείκτη ότι εδώ δεν
έχουμε να κάνουμε με ένα είδος διακεκριμένης ηθικής αυτουργίας ή έστω με ένα
είδος διακεκριμένης άμεσης συνέργειας, αλλά με συμπεριφορά σημαντικά
βλαπτικότερη από κοινωνικοηθική άποψη…».
Η κα Εισαγγελέας για τις πέντε κακουργηματικές υποθέσεις (υπόθεση Λουκμάν,
Δεμερτζίδη, Αντίπνοια, Φύσσας και Αιγύπτιοι) που φέρονται να τέλεσαν μέλη της
Χρυσής Αυγής στα πλαίσια του αρ. 187 ΠΚ ανέφερε επακριβώς το εξής, για να
καταλήξει στην απαλλακτική της πρόταση:
«…από κανένα στοιχείο της διαδικασίας δεν προέκυψε ότι ήταν
στοχοποιημένοι [σ.σ. αναφέρεται στα θύματα] από το κόμμα της Χρυσής
Αυγής. Επίσης το κόμμα δεν γνώριζε τη σχεδιαζόμενη εγκληματική δράση των
ανωτέρω κατηγορουμένων, τους παρότρυνε προς τούτο ή την πράξη τους την είχε
εγκρίνει
εκ των προτέρων.
Οι μάρτυρες δεν εισέφεραν κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει
ότι την εντολή την έδωσε ο κατηγορούμενος Ν. Μιχαλολιάκος ή οι λοιποί
κατηγορούμενοι βουλευτές (…)Δεν προκύπτει καμία σχέση της ηγεσίας της Χρυσής
Αυγής με τους συμμετάσχοντες στα ως άνω περιστατικά (…)
[Δεν αποδείχθηκε από τη διαδικασία κεντρικός σχεδιασμός εγκληματικών
πράξεων σε βάρος πολιτικών αντιπάλων, αντιφρονούντων, μεταναστών, ούτε
εντολή του γενικού γραμματέα ή των βουλευτών της προς τέλεση αξιόποινων
πράξεων. Πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά που τελέστηκαν από μέλη και
υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής, για τα οποία ουδεμία ευθύνη φέρει η ηγεσία της
αφού από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η ηγεσία της Χρυσής Αυγής γνώριζε τις
σχεδιαζόμενες εγκληματικές δράσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων ή τους παρότρυνε
προς τούτο ή τις πράξεις τους τις είχε εγκρίνει εκ των προτέρων.]
Όπως προαναφέρθηκε τα παραπάνω είναι απολύτως εσφαλμένα. Αναφέρει η κυρία
Εισαγγελέας :
«Πράγματι όποιος ως μέλος μιας εγκληματικής οργάνωσης δίνει σε άλλο
μέλος εντολή για τη διάπραξη ενός από τα περισσότερα κακουργήματα που επιδιώκει
η οργάνωση και ο καθένας από αυτούς τουλάχιστον αποδέχεται, τότε έχει
τελέσει [σε αληθινή πραγματική συρροή]το έγκλημα του άρθρου 187
παρ. 1 του Π.Κ. και ηθική αυτουργία στο εκ των επιδιωκομένων άλλο έγκλημα που
τελέστηκε.».
Αυτό το κομμάτι της εισαγγελικής πρότασης αποτελεί επανάληψη της σχετικής
περικοπής του άρθρου του Ν. Λίβου, με την αφαίρεση της φράσης «σε αληθινή
πραγματική συρροή», που δείχνουν ότι έχουμε δύο διαφορετικά αδικήματα.
Όμως, το μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, μόνο με τον χαρακτηρισμό του ως
μέλους οργάνωσης που έχει τα στοιχεία του άρθρου 187 ΠΚ, έχει τελέσει το
αδίκημα της ένταξης στην εγκληματική οργάνωση.
Επομένως, αν η κυρία Εισαγγελέας θεωρεί ότι πρέπει το μέλος μιας
εγκληματικής οργάνωσης να δώσει «σε άλλο μέλος εντολή για τη διάπραξη»
ενός από τα προβλεπόμενα κακουργήματα κ.λπ., προκειμένου να έχει τελεστεί «το
έγκλημα του άρθρου 187 παρ. 1 του Π.Κ. και ηθική αυτουργία στο εκ των
επιδιωκομένων άλλο έγκλημα», τότε κάνει λάθος.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 187 (1) ΠΚ, δε χρειάζεται
εντολή του ενός μέλους σε άλλο μέλος για τέλεση ενός από τα κακουργήματα που
επιδιώκει η οργάνωση. Το μέλος, ήδη με την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση
και την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους αυτής, έχει τελέσει το αδίκημα του
187 § 1 ΠΚ.
Αν πράγματι έχει δοθεί συγκεκριμένη εντολή από ένα μέλος προς ένα
άλλο για τη διάπραξη ενός από τα περισσότερα κακουργήματα που επιδιώκει η
οργάνωση, τότε αφενός ο εντολέας έχει τελέσει ηθική αυτουργία στο επιμέρους
αδίκημα σε αληθινή πραγματική συρροή με το έγκλημα του άρθρου 187 παρ. 1 του
Π.Κ., που έχει ήδη τελεστεί, και αφετέρου ο εντολοδόχος έχει τελέσει το επιμέρους
αδίκημα ως φυσικός αυτουργός σε αληθινή πραγματική συρροή με το έγκλημα του
άρθρου 187 παρ. 1 του Π.Κ.
Οι όποιες αναφερόμενες εντολές κατά την άσκηση της διεύθυνσης της
εγκληματικής οργάνωσης, εντολές που σχετίζονται με την καθοδήγηση και εποπτεία
του επιχειρησιακά έτοιμου μηχανισμού της Χρυσής Αυγής για την επίτευξη των
εγκληματικών σκοπών της (φυλετική καθαρότητα, κυριαρχία στο δρόμο μέσω άσκησης
βίας, ανθρωποκτονιών κ.λπ. κατά των «εχθρών»), είναι διαφορετικό πράγμα από
την εντολή για διάπραξη συγκεκριμένης πράξης κατά συγκεκριμένου ανθρώπου,
που σύμφωνα με το βούλευμα, μη υπαρχούσης σχετικής κατηγορίας, δε μας
απασχολεί.
Πχ. δεν υπάρχει αμφιβολία για την στοχοποίηση του αντιεξουσιαστικού
στεκιού ΑΝΤΙΠΝΟΙΑ από την Χρυσή Αυγή. Αρκούσε αυτή και μόνο η στοχοποίηση, έστω
και αν δεν είχε εκ των προτέρων προσδιοριστεί η ταυτότητα των συγκεκριμένων
προσώπων που θα δεχόντουσαν την επίθεση. (Μπερδεύει τον κεντρικό σχεδιασμό με
την εξειδικευμένη εντολή)
Επομένως, η ένταξη και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης στοιχειοθετείται
σύμφωνα με τα παραπάνω και είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την τέλεση των
σχεδιαζομένων πράξεων και την ηθική αυτουργία, για την οποία άλλωστε -όπως
προαναφέραμε- δεν υπάρχει κατηγορία.
Τέλος, το γεγονός ότι μπορεί να κατέθεσαν μάρτυρες, ή να αναφέρονται
και στην εισαγγελική πρόταση του παραπεμπτικού βουλεύματος, στοιχεία ή κρίσεις
για γνώση ή εντολή της ηγεσίας για την τέλεση π.χ. της δολοφονίας του Παύλου
Φύσσα, αδίκημα για το οποίο δεν υπάρχει κατηγορία – στοιχεία δηλαδή που αν αποδειχθεί
η ύπαρξή τους μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην
εν λόγω ανθρωποκτονία (και να ασκηθεί η συμπληρωματικά σχετική ποινική δίωξη),
το γεγονός αυτό λοιπόν δεν μπορεί να συγχέεται με το αδίκημα της
διεύθυνσης και πολύ περισσότερο της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, των οποίων
κατά τη γνώμη μας έχει αποδειχθεί η τέλεση, καθώς προέκυψε ότι τελέστηκαν τα
επί μέρους αδικήματα μέσα στο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της ναζιστικής
οργάνωσης και κατ’ εφαρμογή των καταστατικών σκοπών και στόχων της, είναι
δηλαδή έργο της οργάνωσης.
5-1. Ερμηνεία του αρ. 187 παρ. 5 ΠΚ (κατά Γρηγόρη Καλφέλη)
Η αβασιμότητα της εισαγγελικής πρότασης αποδεικνύεται και από σχετικό άρθρο
του καθηγητή Νομικής Α.Π.Θ. Γρηγορίου Καλφέλη, στο οποίο μεταξύ των άλλων
αναφέρεται, μεταξύ των άλλων:
« Η Εισαγγελέας στην περίφημη Δίκη της Χρυσής Αυγής η οποία έχει ως
αντικείμενο τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τα άλλα εγκλήματα της εν
λόγω νεοναζιστικής οργάνωσης, υιοθέτησε την ακόλουθη προσέγγιση:
«Δεν ακούστηκαν φράσεις που να δείχνουν ότι δόθηκε εντολή για τη δολοφονία
Φύσσα..». Και σε κάποιο άλλο σημείο η ίδια εισαγγελική λειτουργός λέει το
εξής: «Δεν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής για τα
κακουργήματα που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, ούτε εντολή του γενικού
γραμματέα του κόμματος Νίκου Μιχαλιολάκου.»!
Σε αυτό το σημείο πιστεύω, ότι η αρμόδια Εισαγγελέας «μπερδεύει»
δογματικά την έννοια της «διεύθυνσης της εγκληματικής οργάνωσης» και της
«ηθικής αυτουργίας» (όπως κατανοούμε την τελευταία παραδοσιακά εδώ και
πολλά χρόνια).
Με άλλα λόγια όλοι γνωρίζουμε ένα απλό πράγμα. Δηλαδή, ότι η συστηματική
Νομολογία του ΑΠ απαιτεί να υπάρχουν πραγματικά γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία
, από τα οποία να «αποκαλύπτονται» οι τρόποι (ή τα μέσα) δια των οποίων ο
ηθικός αυτουργός παροτρύνει τον φυσικό αυτουργό να τελέσει ένα έγκλημα.
Σε αυτό το μέγεθος αναφέρεται προφανώς η Εισαγγελέας.
Όμως αυτή δεν είναι η έννοια της «διεύθυνσης της εγκληματικής οργάνωσης» (
με άλλα λόγια η κατηγορία που βασικά αποδίδεται στον αρχηγό της Χρυσής Αυγής).
Τι εννοώ;
Ο Διευθύνων την εγκληματική οργάνωση – στο άρθρο 187 του Ποινικού
Κώδικα- είναι ο «ιθύνων νους» (directing mind). Είναι εκείνος
ο οποίος ορίζει δεσμευτικά την πολιτική ή την ιδεολογική της ταυτότητα.
Είναι εκείνος ο οποίος οριοθετεί τις πράξεις με τις οποίες η οργάνωση
αποκτά ή εξακολουθεί να κατέχει την ταυτότητα αυτή («Λίβος Νικόλαος, Ποινικά
Χρονικά 2015»).
Είναι η «ψυχή της οργάνωσης» (soul of the corporation),
όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο αντίστοιχος νόμος του Καναδά !
Επομένως, εάν μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο που καθόρισε ο «Αρχηγός»
(:Μιχαλιολάκος ), ένα μέλος της οργάνωσης (:Ρουπακιάς) διαπράξει μια δολοφονία,
τότε τα πράγματα αλλάζουν.
Γιατί; Γιατί δεν απαιτείται πλέον να υπάρχουν τα αντίστοιχα πραγματικά
γεγονότα -ή τα αποδεικτικά στοιχεία- από τα οποία να καταφάσκεται ή να
αποδεικνύεται η εντολή του Αρχηγού για αυτή τη συγκεκριμένη δολοφονία!
Το μέλος απλώς διαπράττει την ανωτέρω δολοφονία μέσα στο ιδεολογικό
πλαίσιο που καθόρισε δεσμευτικά ο Διευθύνων την εγκληματική οργάνωση!
Με αυτόν τον τρόπο προσέγγισε έξοχα την έννοια της Διεύθυνσης της
εγκληματικής οργάνωσης και ο Εισαγγελέας Ισίδωρος Ντογιάκος (ο οποίος αποκάλυψε
επιπλέον και την ιεραρχική της δομή)!
Κατά συνέπεια η Εισαγγελέας στη Δίκη της Χρυσής Αυγής προτείνει
την απαλλαγή των κατηγορουμένων κατά το σκέλος αυτό, γιατί παρερμηνεύει
επικίνδυνα – κατά τη γνώμη μου – την επίμαχη έννοια της «Διεύθυνσης»
, λέγοντας ότι δεν ακούστηκαν φράσεις που να δείχνουν «εντολή Μιχαλολιάκου».
Ωστόσο, δεν υπήρχε καμία ανάγκη για να ακουστούν τέτοιες φράσεις, αφού
οι εγκληματικές πράξεις της Χρυσής Αυγής είχαν διαπραχθεί μέσα στο ιδεολογικό
πλαίσιο της βίας που είχε καθορίσει ο Αρχηγός της!…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου