Πριν από λίγες μέρες, ολοκληρώθηκε η ποινική δίκη
για το άγριο έγκλημα του βιασμού και της δολοφονίας σε βάρος της άτυχης
φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, με την επιβολή υψηλών ποινών
κάθειρξης στους δύο κατηγορούμενους.
Η τιμωρία των
δραστών πρόσφερε ικανοποίηση στην κοινή γνώμη, που ήταν συγκλονισμένη
από τον ειδεχθή και απάνθρωπο χαρακτήρα του εγκλήματος.
Στο επίκεντρο
του ενδιαφέροντος βρέθηκε η εισαγγελική αγόρευση και καταδικαστική
πρόταση, λόγω του «έντονου συναισθηματικού» περιεχομένου της.
Δριμεία
κριτική στην αγόρευση αυτή άσκησε αρχικά ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δ.
Βερβεσός, ενώ κατά
τη διάρκεια της δίκης εμφανίστηκε διαμαρτυρόμενος στο
ακροατήριο και ο Γιώργος Κλεφτοδήμος, μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ. Με την
παρέμβασή τους, ζήτησαν την πειθαρχική δίωξη της εισαγγελέα της Εδρας,
διότι κατά τη γνώμη τους ορισμένες αναφορές της για τον ρόλο των
δικηγόρων στην ποινική δίκη ήταν συλλήβδην προσβλητικές για τους
δικηγόρους και το θεσμικό λειτούργημά τους ως «πυλώνα του νομικού μας πολιτισμού».
Επίσης,
ενάντια στην εισαγγελική πρόταση επιτέθηκε με απαράδεκτο και προκλητικό
τρόπο ο υφυπουργός της ΝΔ Ακης Σκέρτσος, εκτοξεύοντας μομφές για «δικαστικό λαϊκισμό» σε αντιπαραβολή με τον επιβαλλόμενο ρόλο του «ψυχρού και αμερόληπτου δικαστή πάνω στην Εδρα».
Η παρέμβασή του έδωσε αέρα στα πανιά της ρηχής αντιπολιτευτικής
ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ, σε θέματα, όπως το συγκεκριμένο, «βολικά και
ανώδυνα» γι' αυτόν, συσκοτίζοντας την κοινή στρατηγική τους σύμπλευση
στην καπιταλιστική διαχείριση, και επιβεβαιώνοντας, ταυτόχρονα, τη
διαχρονική υποκρισία των αστικών κυβερνήσεων περί δήθεν σεβασμού στην
ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Μετά από όλα αυτά, άνοιξε μια μεγάλη
συζήτηση με εκτενή αρθρογραφία, παρεμβάσεις καθηγητών Νομικής, κείμενο
υπογραφών δικηγόρων ενάντια στην «παρέμβαση Βερβεσού» και ενάντια στον
δικηγορικό συνδικαλισμό που «μυρίζει ναφθαλίνη και σεξισμό» κ.λπ.
Δημοσιογραφικά, μάλιστα, εκφράστηκε προβληματισμός για τα ερωτηματικά
που προκύπτουν σχετικά με την πραγματική σκοπιμότητα των παρεμβάσεων
ενάντια στην εισαγγελική πρόταση.
Δυστυχώς, η όλη συζήτηση, στο
βαθμό μάλιστα που γίνεται με όρους ρινγκ «Βερβεσός - Σκέρτσος VS
εισαγγελέα», είναι εντελώς αποπροσανατολιστική, υποκριτική και
επικίνδυνη. Οχι μόνο σε σχέση με την ιδιαίτερη χρονική συγκυρία που
καλλιεργείται, αλλά και σε σχέση με την ίδια την ουσία της υπόθεσης, που
θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μια ουσιαστική επιστημονική συζήτηση
για τα αίτια του εγκλήματος και της βίας κατά των γυναικών, για το ρόλο
των δικαστών και δικηγόρων στην (αστική) ποινική δίκη.
Το έγκλημα εκδηλώνεται στο έδαφος της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας
Ο
βιασμός και η δολοφονία είναι ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα. Η
διαπίστωση αυτή είναι αναντίρρητη, αλλά δεν αρκεί. Το ζητούμενο είναι η
αποτροπή του εγκλήματος, που προϋποθέτει μια βαθιά και επιστημονική
συζήτηση για τα αίτιά του. Σήμερα, στην εγκληματολογική φιλολογία
αναμοχλεύονται αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη βιολογική προέλευση του
εγκλήματος, μακριά από τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες, που γεννάει η
ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία. Ταυτόχρονα, η αντεγκληματική πολιτική
σκόπιμα περιορίζεται στην ένταση της καταστολής και την ποινική
μεταχείριση, απαξιώνοντας την αδιάρρηκτη ενότητα του τρίπτυχου πρόληψη -
τιμωρία - σωφρονισμός και επανένταξη.
α) Πολιτική πρόληψης του εγκλήματος, που αποτελεί το πρωτεύον και καθοριστικό, δεν υπάρχει.
β)
Το σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης γίνεται ολοένα και πιο
αντιδραστικό, με την εισαγωγή επικίνδυνων μορφών, όπως της ποινικής
διαπραγμάτευσης και συνδιαλλαγής.
γ) Οι φυλακές δεν έχουν καμία
σχέση με τον σωφρονισμό, όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο παράδειγμα
του κρατούμενου φοιτητή Βασίλη Δημάκη. Σήμερα, η βασική τάση της
σωφρονιστικής πολιτικής είναι η ιδιωτικοποίηση των φυλακών. Οσο για την
επανένταξη, οι ανύπαρκτες προβλέψεις επιβεβαιώνουν απόλυτα το βάσανο του
«Φάνη» στο ομότιτλο τραγούδι των αδελφών Κατσιμίχα, που με το «κίτρινο
χαρτί» της αποφυλάκισης, μάταια ζητούσε «δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά».
Η ταξικότητα του γυναικείου ζητήματος
Η
βία κατά των γυναικών δεν εκδηλώνεται σε ουδέτερο έδαφος, αλλά μέσα σε
ένα κοινωνικό - οικονομικό σύστημα που τους επιφυλάσσει μια διπλή βαριά
εκμετάλλευση. Γι' αυτό και η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να χωρέσει στις
κενολογίες μιας γενικής και αόριστης καταδίκης της έμφυλης βίας ούτε
στις «φεμινιστικές απεργίες» από τις δουλειές του σπιτιού και τη
μαγειρική της γυναίκας για τον άντρα.
Η ανισοτιμία και η έλλειψη προστασίας των γυναικών από την πολύμορφη ταξική βία στον καπιταλισμό, «αποτυπώνεται
και στις πρόσφατες αλλαγές του Ποινικού Κώδικα, που ψηφίστηκαν επί
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και διατηρήθηκαν από την κυβέρνηση της ΝΔ. Με τις
αλλαγές αυτές απαλείφθηκε ακόμα και η κατώτατη ποινή για τη σεξουαλική
παρενόχληση εργαζόμενων γυναικών από εργοδότη (άρθρο 337), ενώ οι
μαστροποί διώκονται μόνο βάσει του άρθρου 323Α για την "εμπορία
ανθρώπων", εφόσον δηλαδή αποδειχθεί ότι υπάρχει κακοποίηση. Οπότε, αν
θεωρηθεί ότι υπάρχει "συναίνεση" της γυναίκας, δεν υπάρχει καν δίωξη (!)
ρίχνοντας στα "μαλακά" τους ενόχους», όπως σωστά σχολιάστηκε.
Το
ίδιο επικίνδυνες είναι και οι διάφορες απόψεις που εξαίρουν τα
ιδιαίτερα προτερήματα και την ευαισθησία της γυναίκας γενικά και
ανεξάρτητα από την ταξική της θέση, όπως, για παράδειγμα, εκδηλώθηκε
τάχα με τον γυναικείο συναισθηματισμό της εισαγγελικής αγόρευσης. Αρκεί
να αναλογιστούμε τις επευφημίες για την εκλογή γυναίκας Προέδρου της
Δημοκρατίας, η οποία όμως ασκώντας το ρόλο του συγκεκριμένου θεσμού
υπέγραψε τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου για τη νέα αντιλαϊκή και
αντεργατική επίθεση.
Για το ρόλο των δικαστών και των δικηγόρων στη Δικαιοσύνη
Η
σχετική αντιπαράθεση που ξεδιπλώνεται και μάλιστα στο πλαίσιο αμοιβαίων
διαξιφισμών για απαξιωτικές συμπεριφορές, είναι υποκριτική και στην
ουσία της βαθιά αντιδραστική.
Από τη μια μεριά, γίνεται λόγος για
την επιταγή απόλυτης νηφαλιότητας, λογικής, ψυχρότητας και αμεροληψίας
του δικαστή, που πρέπει να είναι «μούμια του Φαραώ» στη δίκη, όπως είπε ο
πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλος. Με τον τρόπο αυτό, όμως,
καλλιεργείται ένας μεταφυσικός τεμαχισμός της ανθρώπινης συνείδησης σε
λογική και συναίσθημα, ταυτίζοντας τη λογική με την ψυχρότητα και την
αμεροληψία και το συναίσθημα με το κλάμα και τη μεροληψία. Ο δικαστής
δεν πρέπει τάχα να «βγάζει την ανθρώπινή του πλευρά»!
Για
παράδειγμα: Προκειμένου να κρίνει ο δικαστής π.χ. το «ιδιαζόντως
ειδεχθές» ενός εγκλήματος, πρέπει να νιώσει την ιδιάζουσα απέχθεια, που
θα αποδεικνύεται από εξωτερικά αντικειμενικά περιστατικά και θα
απεικονίζεται τόσο στη συλλογική συνείδηση όσο και στην ατομική
συνείδηση του δικαστή. Και αυτή η συνειδητοποίηση θα «συγκλονίσει» τον
δικαστή. Συνεπώς, η επιταγή για περιαγωγή του δικαστή στην κατάσταση
«μούμιας του Φαραώ», δηλαδή στην κατάσταση ενός νεκρού ταριχευμένου
σώματος χωρίς συνείδηση, είναι μεταφυσική, ανορθολογική και
αντιδραστική.
Διότι θέλει η συνείδηση του δικαστή να είναι
«απονεκρωμένη», ασύνδετη με τον εξωτερικό κόσμο, και, πράγμα αδύνατον,
να μην υφίσταται την επίδραση και την αντανάκλαση των πραγματικών,
αντικειμενικών περιστατικών τα οποία ο δικαστής διαπιστώνει κατά την
έρευνά του.
Από την άλλη μεριά, αναπαράγεται μια ολόκληρη, εντελώς
συντεχνιακή και άσφαιρη συζήτηση για τα φαινόμενα «αντιδικηγορικής»
συμπεριφοράς των δικαστών. Σαν η δικηγορική ιδιότητα να είναι ένας
αυθύπαρκτος θεσμός, που δεν συγχωρεί «αντιδικηγορικές» παραβιάσεις! Ο
αμοιβαίος σεβασμός είναι αναντίρρητος. Ομως, ο χώρος των δικηγόρων δεν
είναι ένας «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος»... Η οσμή της
σαπίλας αναδίδεται και εδώ. Στο φως της δημοσιότητας έχουν έρθει
πάμπολλες περιπτώσεις δικηγόρων, που είναι μπλεγμένοι σε κυκλώματα
μαφίας, δωροδοκούν, εκβιάζουν. Κι ας κάνουν ορισμένοι τους ανήξερους...
Επομένως,
μια πραγματικά ουσιαστική συζήτηση για το ρόλο των δικαστών και των
δικηγόρων δεν μπορεί να γίνεται στο κενό, χωρίς να εξετάζεται πρώτα και
κύρια το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους.
Το αστικό Δίκαιο και
το σύστημα απονομής του δεν είναι αταξικοί ή διαταξικοί ή υπερταξικοί
ρυθμιστές αντικρουόμενων όμοιων και ίσων συμφερόντων. Αντίθετα, είναι
απόλυτα εξαρτημένα από το ταξικό εκμεταλλευτικό σύστημα. Μέσα σ' αυτό το
δοσμένο πλαίσιο, λοιπόν, καλούνται δικαστές και δικηγόροι να δράσουν με
βάση τη συνείδησή τους. Αλλοι επιλέγουν να πορευτούν με βάση τις αρχές
και τα ιδανικά τους και άλλοι με βάση τον ήχο που κάνουν τα χρυσά και
αργύρια... Και καθένας κρίνεται!
Μιλώντας για δικαστές, πράγματι
«σαν μούμια του Φαραώ», χωρίς κανέναν συναισθηματισμό, μια άλλη γυναίκα
εισαγγελέας διάβαζε την αγόρευσή της για την ουσιαστική αθώωση των
εγκληματιών ναζί της Χρυσής Αυγής.
Μιλώντας για δικηγόρους, πιστός
στον «νομικό μας πολιτισμό» και σαν «συλλειτουργός της Δικαιοσύνης», ο
συνήγορος υπεράσπισης στην εν λόγω δίκη αναφωνούσε «βιασμό με στηθόδεσμο δεν μπορώ να φανταστώ»...
Στην
αντίπερα όχθη, ευτυχώς, η Ιστορία του τόπου μας έχει να επιδείξει πολλά
φωτεινά παραδείγματα! Τίμιους δικαστές που δεν στέκονται ενάντια στο
εργατικό και λαϊκό κίνημα, δεν ποινικοποιούν τους αγώνες και δεν
καταδικάζουν αγωνιστές, δεν αθωώνουν τους ναζί, δεν κηρύσσουν σωρηδόν
όλες τις απεργίες παράνομες ή/και καταχρηστικές. Ριζοσπάστες δικηγόρους
που προσφέρουν τις γνώσεις τους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και
του λαού, υπερασπίζονται τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές
ελευθερίες. Κάποιοι μάλιστα δολοφονήθηκαν για τη στάση τους αυτή και δεν
ήταν όλοι κομμουνιστές, Ν. Γκότσης, Γ. Πουλίδης, Κ. Αναστασόπουλος, Ν.
Μανδηλαράς κ.ά., και το όνομά τους δεν κοσμεί κάποια από τις αίθουσες
του ΔΣΑ «τιμής ένεκεν».
Οπως και δικηγόρους που δέχονται τις
συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής, βιοπαλαιστές, αυτοαπασχολούμενους
και μισθωτούς με χαμηλά εισοδήματα. Σήμερα αγωνίζονται και διεκδικούν
μέτρα προστασίας της υγείας και του εισοδήματός τους σε συνθήκες
πανδημίας και νέας οικονομικής κρίσης, που επιχειρείται για άλλη μια
φορά να φορτωθεί στις πλάτες του λαού.Γι' αυτούς, όχι τυχαία, δεν μιλάει κανείς με τέτοιο σθένος...
Αντί επιλόγου
«Η
θρησκεία, η οικογένεια, το κράτος, το δίκαιο, η ηθική, η επιστήμη, η
τέχνη κ.λπ. είναι μόνο οι ειδικές μορφές της παραγωγής και υποτάσσονται
στο γενικό της νόμο. Γι' αυτό ο απόλυτος εξοβελισμός της ατομικής
ιδιοκτησίας ως κατάφασης της ανθρώπινης ζωής, είναι ο απόλυτος
εξοβελισμός κάθε αποξένωσης, δηλαδή η επιστροφή του ανθρώπου από την
θρησκεία, την οικογένεια, το κράτος κ.λπ., στην ανθρώπινή του, δηλαδή
στην κοινωνική ζωή» (Κ. Μαρξ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου