Πέθανε στις 16/7/1989,
στην Αβάνα, ο Νικολάς Γκιγιέν, ριζοσπαστικός, προπαγανδιστής, ψάχνει
μαζί με τον Εμίλιο Μπαγιάγκας (Emilio Ballagas) τις ρίζες της αφροαμερικάνικης
ποίησης.
Γεννήθηκε στις 10/7/1902 στο Καμαγουέι της Κούβας.
Η ποίηση «negrista» έχει εμφανιστεί σ' όλες τις χώρες της Λ. Αμερικής, όπου υπήρχαν παλιότερα Αφρικάνοι σκλάβοι.
Ομως, ο Γκιγιέν δε μένει στο νεγρισμό του, δεν κάνει φολκλόρ, βλέπει την ποίηση της Κούβας ενσωματωμένη στην παγκόσμια ποίηση.
Μετά το 1828 μέχρι περίπου το 1940, δημιουργείται νέα τάση στην ποίηση.
Οι Μπρουλ (Brull), Φλορίτ (Florit), Μπαγιάγκας (Ballagas), Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillen) και η Μαρία Λουνάρ (Maria Lounar) (η τελευταία της ομάδας) είναι οπαδοί της «καθαρής ποίησης».
Η «καθαρή ποίηση» είναι απάντηση στις υπερβολές της «vanguardia» και ένας νέος δρόμος στην αναζήτηση της κουβανικότητας. Παρά την ονομασία της, έχει κοινωνικό περιεχόμενο.
Ο Γκιγιέν ήταν ο πρώτος νικητής του Εθνικού Βραβείου Λογοτεχνίας στην Κούβα και σε όλη τη λογοτεχνική του δημιουργία διεκδίκησε τη μαύρη κουλτούρα μεταξύ των μιγάδων και στις διαπολιτισμικές διαδικασίες της αμερικανικής ηπείρου.
Κατά την άποψή του, οι μιγάδες (ΣΣ |> el mestizo) υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμα της Λατινικής Αμερικής, ειδικά η αναφέρεται στο «κουβανικό χρώμα», των κρεολών.
Για πολλούς, ο Γκιγιέν αναδείχτηκε σε εκπρόσωπο της πνευματικής σύντηξης μεταξύ λευκών και μαύρων στην Καραϊβική και τη Λατινική Αμερική, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του λαού, χωρίς να παραμελήσει την κοινωνική κριτική και έδωσε μια ρεαλιστική προοπτική στις ιστορίες του, εμπνευσμένη από αυθεντικό ιστορικά στοιχεία.
To ποίημα «Τέρμα πια» Μποτίλια Στον Άνεμο
Γεννήθηκε στις 10/7/1902 στο Καμαγουέι της Κούβας.
Η ποίηση «negrista» έχει εμφανιστεί σ' όλες τις χώρες της Λ. Αμερικής, όπου υπήρχαν παλιότερα Αφρικάνοι σκλάβοι.
Ομως, ο Γκιγιέν δε μένει στο νεγρισμό του, δεν κάνει φολκλόρ, βλέπει την ποίηση της Κούβας ενσωματωμένη στην παγκόσμια ποίηση.
Μετά το 1828 μέχρι περίπου το 1940, δημιουργείται νέα τάση στην ποίηση.
Οι Μπρουλ (Brull), Φλορίτ (Florit), Μπαγιάγκας (Ballagas), Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillen) και η Μαρία Λουνάρ (Maria Lounar) (η τελευταία της ομάδας) είναι οπαδοί της «καθαρής ποίησης».
Η «καθαρή ποίηση» είναι απάντηση στις υπερβολές της «vanguardia» και ένας νέος δρόμος στην αναζήτηση της κουβανικότητας. Παρά την ονομασία της, έχει κοινωνικό περιεχόμενο.
Ο Γκιγιέν ήταν ο πρώτος νικητής του Εθνικού Βραβείου Λογοτεχνίας στην Κούβα και σε όλη τη λογοτεχνική του δημιουργία διεκδίκησε τη μαύρη κουλτούρα μεταξύ των μιγάδων και στις διαπολιτισμικές διαδικασίες της αμερικανικής ηπείρου.
Κατά την άποψή του, οι μιγάδες (ΣΣ |> el mestizo) υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμα της Λατινικής Αμερικής, ειδικά η αναφέρεται στο «κουβανικό χρώμα», των κρεολών.
Για πολλούς, ο Γκιγιέν αναδείχτηκε σε εκπρόσωπο της πνευματικής σύντηξης μεταξύ λευκών και μαύρων στην Καραϊβική και τη Λατινική Αμερική, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του λαού, χωρίς να παραμελήσει την κοινωνική κριτική και έδωσε μια ρεαλιστική προοπτική στις ιστορίες του, εμπνευσμένη από αυθεντικό ιστορικά στοιχεία.
S E A C
A B Ó
(Son)
TE lo prometió Martí
y Fidel te lo cumplió;
ay Cuba,
ya se acabó
se acabó por siempre aquí,
se acabó.
AY Cuba,
que si, que si,
se acabó
el cuero del
manatí
con que el yankee te pegó.
Se acabó.
Te lo prometió Martí
y Fidel te lo cumplió.
Se acabó.
GARRA de los garroteros,
uñas de yankees ladrones
de ingenios azucareros:
¡a devolver los millones
que son para los obreros!
LA nube en rayo bajó,
ay, Cuba,
que yo lo vi;
el águila se espantó,
yo lo vi;
la coyunda se rompió
yo lo vi;
el pueblo canta, cantó,
cantando esta el pueblo así:
‒Vino Fidel y cumplió
lo que prometió Martí: Se acabó.
¡AY que linda mi bandera,
mi banderita Cubana,
sin que la manden de afuera,
ni venga un rufián cualquiera,
a pisotear en la Habana!
SE acabó.
Yo lo vi
te lo prometió Martí
y Fidel te lo cumplió.
Se acabó.
(1977)
Περιλαμβάνεται στο: Nicolás, Guillén: Las grandes elegias y otros poemas (ενότητα Romancero), Caracas: Editorial Biblioteca Ayacucho, 1984 |
Τ Ε Ρ Μ Α Π Ι Α!
(Σε ρυθμό «Σον»)
ΣΤΟ ’χε τάξει ο Μαρτί
κι ο Φιντέλ στο ’χε ορκιστεί·
Κούβα μου, πάει, τέρμα πια,
τέρμα και ποτέ ξανά,
τέρμα πια.
ΚΟΥΒΑ μου,
ω, ναι, γλυκιά,
τέρμα πια
κνούτο από μανάτου δέρμα
που ’χε ο γιάνκης να χτυπά.
Τέρμα πια.
Στο ’χε τάξει ο Μαρτί
κι ο Φιντέλ στο ‘χε ορκιστεί.
Τέρμα πια!
ΔΗΜΙΟΙ με
νύχια γύπα,
μας αρπάζουν τα τραχτέρια:
Κλέφτες που ήρθατε απ’ τις ΗΠΑ,
φέρτε πίσω τα λεφτά μας
που είν’ των εργατών τα χέρια!
ΤΟ σύγνεφο φτύνει
αστραπή,
αχ, Κούβα, κι εκεί το ’χα δει·
σκιαγμένο γυμνό τον αετό
είχα δει·
σπασμένο το μαύρο ζυγό
είχα δει·
τραγούδι ο λαός τραγουδά
τραγούδι ξανά αρχινά:
‒Είχε ο Φιντέλ ορκιστεί
αυτό που ’χε τάξει ο
Μαρτί:
Τέρμα πια!
ΑΧ, η όμορφή μου η
παντιέρα,
η παντιερούλα μου η Κουβάνα,
καμιά δεν την διατάζει λέρα
απ’ έξω, και καμιά ρουφιάνα
δεν την τσαλαπατάει μες στην Αβάνα!
ΤΕΡΜΑ πια.
Το είδα, γιατί,
στο ’χε τάξει ο Μαρτί
κι ο Φιντέλ στο ’χε ορκιστεί.
Τέρμα πια!
Μτφρ: Μπάμπης Ζαφειράτος
Περιλαμβάνεται στο: Μεγάλες ελεγείες και άλλα ποιήματα (ενότητα Romancero), Καράκας, Έκδοση Βιβλιοθήκης Αγιακούτσο, 1984 |
To ποίημα «Τέρμα πια» Μποτίλια Στον Άνεμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου