Οι φυλακές της Αίγινας ήταν πραγματικά ένα παμπάλαιο και άθλιο κτίριο.
Είχε κτιστεί
στα χρόνια του Καποδίστρια και χρησιμοποιήθηκε αρχικά και για πολλά χρόνια, για
στρατιωτική σχολή. Αργότερα έγινε ορφανοτροφείο και στη συνέχεια φυλακή.
Ήταν ένα
ισόγειο πλακόστρωτο κατασκεύασμα με ξύλινη οροφή, που όπως όλα τα παλιά κτίρια,
χωριζόταν από την κεραμόσκεπη στέγη μ’ ένα μεγάλο κενό.
Οι 86
κομμουνιστές κρατιόντουσαν σε 10 συνεχόμενα κελιά (από 7-10 σε κάθε κελί) στην
Γ΄πτέρυγα, ενώ στις άλλες κρατιόντουσαν οι ποινικοί.
Όλοι μαζί
έφταναν τους 600. Την ίδια εποχή σε άλλες φυλακές (Ιτζεδίν, Γεντί Κουλέ, κ.α.)
κρατιόντουσαν περί τους 1000 κομμουνιστές.
Η απόδραση
αποφασίστηκε από την κομματική επιτροπή της φυλακής σε συνεννόηση
με το Κόμμα.
Κριτήριο για το ποιοί θα δραπετεύσουν ήταν κι εδώ η ποινή που
βάραινε τον καθένα και οι ανάγκες που είχε το Κόμμα.
Το εγχείρημα
παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες και απαιτούσε πολλή δουλειά και καλή “οργάνωση υποδοχής”
απ’ έξω. Αποφάσισαν να φύγουν με τη μέθοδο του λαγουμιού, μ’ όλες τις δυσκολίες
που παρουσίαζε.
Το πρόβλημα
ήταν από πού θα άρχιζαν. Περισσότερο προσφερόταν ο χώρος κάτω από το πρεβάζι
του παραθυριού του κελιού 7, που βρισκόταν μισό μέτρο πάνω από το δάπεδο:
α)
γιατί εκεί ο τοίχος έφτανε σε πάχος το ένα μέτρο, πράγμα που τους επέτρεπε να
ανοίξουν μέσα στον ίδιο τον τοίχο το “πηγάδι” που θα οδηγούσε στο λαγούμι,
β)
μπορούσαν από τη θέση που βρισκόταν το παράθυρο να ελέγχουν εύκολα την έξω
κίνηση, και
γ) από ‘κει εξασφαλιζόταν ο ασφαλέστερος υπόγειος δρόμος προς την
ελευθερία, αφού μόλις τέλειωνε το προαύλιο της φυλακής κι ένας μικρός δημόσιος
δρόμος, άρχιζαν τα χωράφια και αμέσως μετά από ένα δασάκι απ’ όπου μπορούσαν
εύκολα να εξαφανιστούν.
Στο κελλί 7
έμεναν οι Κλειδωνάρης, Βαβούδης, Θωμάζης, Βέργος, και Μαρμαρέλης (πρώην
αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη). Οι δύο τελευταίοι που δεν άκολούθησαν τους
δραπέτες, στάθηκαν από τους βασικούς συντελεστές της απόδρασης. Στους πέντε
αυτούς έπεσε και το μεγαλύτερο μέρος της πρακτικής δουλειάς.
Το έργο
άρχισε τρεις μήνες πριν τελειώσει. Σήκωσαν πρώτα το ξύλινο βαρύ πρεβάζι του
παραθυριού και άρχισαν σιγά σιγά να “τρώνε” το εσωτερικό του. Βασικό εργαλείο
τους το σιδερένιο πόδι ενός κρεβατιού.
Ένας δούλευε
κι οι άλλοι κράταγαν τσίλιες. Μόλις έβλεπαν κάποιο κίνδυνο έβαζαν γρήγορα το
πρεβάζι στη θέση του και το κελί ξανάβρισκε τη συνηθισμένη εικόνα του. Εκείνο
που τους ευκόλυνε αρκετά στο έργο τους, ήταν ότι τα παραθυρόφυλλα βρισκόντουσαν
στην άκρη της εξωτερικής μεριάς του τοίχου και ακόμα ότι ένα μέρος του
παραθυριού ήταν μόνιμα καλυμμένο με εφημερίδες για να μην μπαίνει ο ήλιος στο
κελί.
Είχαν
υπολογίσει από πριν πού θα έβαζαν τα χώματα και τις πέτρες. Άνοιξαν μια τρύπα
στον “τσατιμά” που κάλυπτε το ταβάνι, ανέβηκε ένας απάνω κι άρχισε να τραβάει
μ’ ένα σκοινί τα χώματα και τις πέτρες που έβαλαν σε σακούλες που είχαν φτιάξει
με παλιόρουχα. Τις άδειασε και τις σκόρπισε κατά μήκος του ταβανιού.
Η δουλειά
αυτή γινόταν συνήθως βράδυ. Μόλις τέλειωναν εφάρμοζαν στην τρύπα του ταβανιού
δυό φαρδιές σανίδες ασβεστωμένες, από τον ασβέστη που η υπηρεσία παραχωρούσε,
για λόγους καθαριότητας, πρόθυμα στους κρατούμενους.
Αργότερα,
όταν τα μπάζα έγιναν πολλά, χρειάστηκε να κατασκευάσουν μικρά πατάρια, μεταξύ
στέγης και ταβανιού, όπου συσσώρευαν τις πέτρες και τα χώματα.
Το ταβάνι
εξ’ άλλου, ήταν και οασφαλέστερος τρόπος επικοινωνίας με τ’ άλλα κελιά. Όποιος
χρειαζόταν άνοιγε εκεί μια τρύπα, ανέβαινε απάνω, προχωρούσε σκυφτά κι έφτανε
στο 7.
Μόλις
άνοιξαν ένα “πηγάδι” βάθους δυό μέτρων, άρχισαν να σκ΄βουν οριζόντια για το
λαγούμι. Το έργο από εκεκί κι έπειτα παρουσιαζόταν αρκετά εύκολο, γιατί είχαν
να κάνουν με μαλακό χώμα.
Οι
σκαφτιάδες δούλευαν – κυρίως την ημέρα και σπάνια τη νύκτα- με βάρδιες που δεν
ξεπερνούσαν τα 10 λεπτά, γιατί δυσκολευόντουσαν ν’ αναπνεύσουν. Τενεκεδάκια με
λάδι και φυτίλι τους φώτιζαν στο έργο τους.
Η φύλαξη των
κρατούμενων εκείνα τα χρόνια δεν ήταν πολύ αυστηρή. Λιγότερο ακόμη αυστηρή ήταν
η φρούρηση στην Αίγινα, όπου οι ενδεχόμενοι δραπέτες είχαν ν’ αντιμετωπίσουν
και το πρόβλημα της απομάκρυνσης από το νησί.
Όλη τη μέρα
οι κρατούμενοι ήταν ελεύθεροι να σουλατσάρουν στο προάυλιο της φυλακής ή να
ασχολούνται με έργα “ειρηνικά” – μαστορέματα, νοικοκυριό, κατασκευή διαφόρων
σουβενίρ κτλ- και μόνο το βράδυ, μετά το καθιερωμένο προσκλητήριο,
κλεινόντουσαν στα κελιά. Τα μέτρα έγιναν αυστηρά μετά την απόδραση.
Δουλεύοντας
αλλά και υπολογίζοντας το μάκρος της υπόγειας διαδρομής, αφού πέρασαν σκάβοντας
τον δημόσιο δρόμο, κατάληξαν πίσω από τη μάντρα ενός περιβολιού. Άνοιξαν μια
μικρή τρύπα και κατόπτευσαν τον γύρω χώρο. Καμιά διακοσαριά μέτρα από ‘κει ήταν
ένα μικρό καλύβι και κάμποσα μέτρα απέναντί τους άρχιζε ένα δασάκι. Την
ξανάκλεισαν και ξαναγύρισαν στη φυλακή τους, για να προετοιμάσουν την τελική
φάση του εγχειρήματος.
Στις 7 Μαϊου
ημέρα Δευτέρα ήταν όλοι έτοιμοι. Και αυτοί που θα έγφευγαν και αυτοί που τους
περίμεναν απ’ έξω. Στους τελευταίους αυτούς ήταν και πάλι ο Θανάσης Κλάρας, ο
οποίος είχε κάνει στις φυλακές Αίγινας στο τέλος του 1929 για 45 μέρες, για
παράβαση του “ιδιώνυμου”. Στις ίδιες φυλακές ξανακλείστηκε ο Κλάρας το 1936 από
τη δικτατορία του Μεταξά.
Στις 10 ή ώρα
όμως, μόλις σήμανε σιωπητήριο, όλοι σταμάτησαν κι έπεσαν στα κρεβάτια τους. Την
ίδια ώρα άρχιζε η προετοιμασία για την απόδραση.
Για τους
κρατούμενους του 7 δεν υπήρχε πρόβλημα. Η τρύπα άρχιζε από το κελί τους. Έπρεπε
όμως να περιμένουν και τους άλλους. Οι Δερβίσογλου, Σαρίκας και Δουλγέρης
βρισκόντουσαν στο κελί 6, ενώ οι Σακαρέλλος και Φλωράκος στο 1. Και οι μεν όμως
και οι δε ήρθαν από τον ίδιο δρόμο στο 7: από το ταβάνι. Σχετικά εύκολα οι
πρώτοι. Κάπως πιο δύσκολα οι δεύτεροι αφού έπρεπε να περάσουν πάνω από έξι
κελιά.
Όλοι οι
κρατούμενοι κομμουνιστές συνεργάστηκαν εκείνη τη νύχτα, άλλος λίγο άλλος πολύ,
για την απόδραση των συντρόφω τους.
Λίγο πριν τα
μεσάνυχτα βρισκόντουσαν και οι 8 στο κελί 7. Σήκωσαν το σκέπασμα του
“πηγαδιού”, αποχαιρέτησαν τους Βέργο και Μαρμαρέλη που απόμειναν και άρχισαν
ένας ένας να κατεβαίνουνκαι στη συνέχεια να σέρνονται στη σήραγγα που φωτιζόταν
από τα λυχνάρια που είχαν τοποθετήσει κατά μήκος της.
Ο Βέργος κι
ο Μαρμαρέλης έκλεισαν με φροντίδα το άνοιγμα του “πηγαδιού”, φούσκωσαν με
παλιόρουχα τα κρεβάτια των συντρόφων τους που έφυγαν -το ίδιο έκαναν κι οι
άλλοι που έμειναν στα κελιά 6 και 1- και ξάπλωσαν.
Με λίγα
χτυπήματα από τους δύο πρώτους, η τρύπα στην άλλη άκρη της σήραγγας άνοιξε.
Έριξαν μια αρπαχτή ματιά. Απόλυτη ησυχία. Ένας ένας έβγαινε και κατευθυνόταν
στο δασάκι, όπου σε λίγο είχαν συγκεντρωθεί και οι οχτώ. Κοίταξαν προς τη μεριά
της φυλακής.
Μια βάρκα
τους περίμενε στην ακροθαλασσιά. Δεν ήταν δική τους. Ήξεραν όμως ότι βρισκόταν
εκεί κάθε βράδυ. Μόνο που ο ψαράς που την είχε έπαιρνε τα βράδια , για κάποια
ασφάλεια, τα κουπιά. Τα αντικατάστησαν με δυό γερές σανίδες, έσπρωξαν τη βάρκα
στη θάλασσα, μπήκαν μέσα κι άρχισαν να απομακρύνονται με απαλές κινήσεις. Η
θάλασσα ήταν ήρεμη, ο καιρός καθαρός, είχε αρχίσει το καλοκαίρι.
Τρία μίλια
από την Αίγινα βρίσκεται το νησάκι Μονή. Εκεί τους περίμενε μια βενζινάκατος με
τους συντρόφους τους απ’ έξω. Αντάμωσαν συγκινημένοι.
Δεν είχαν
καιρό για χάσιμο. Άλλαξαν ρούχα. Λίγο αργότερα η βενζινάκατος κατευθυνόταν στον
Σαρωνικό.
Η απόδραση
των οχτώ της Αίγινας θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αποδράσεις που έγιναν
όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Θαυμάστηκε απ’ όλους – ακόμα και
εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό ήρθαν για να μελετήσουν το άνοιγμα της
σήραγγας – τραγουδήθηκε από τους κομμουνιστές και υπήρξε το πρότυπο της μεγάλης
απόδρασης των Βούρλων που ακολούθησε 31 χρόνια αργότερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου