Αν ισχύει κάτι είναι ότι, παρά τις διαδόσεις περί του αντιθέτου, το κράτος είναι ενιαίο και τελικά έχει συνέχεια. Επιτελικό, μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό, μεταπολιτευτικό, μνημονιακό και μεταμνημονιακό διαθέτει μια νοητή γραμμή που ενώνει τις διαφορετικές ιστορικές του φάσεις και του προσδίδει διάρκεια και στρατηγική συνάφεια, παρά τις φαινομενικά εξωτερικές διαφοροποιήσεις. Ποια είναι αυτή η γραμμή;
Είναι αυτή που ενώνει τα Liberties που «χαρίστηκαν» στους εφοπλιστές μετά τον πόλεμο με τη προκλητική φοροασυλία τους και την εθελοντική συνεισφορά τους στην Ελλάδα των μνημονίων. Είναι αυτή που ενώνει το παρακράτος που δολοφονούσε τον Λαμπράκη με το παρακράτος που καίει τη Μαρφίν. Είναι αυτή που συνδέει το μεταμφυλιακό κράτος, το οποίο αποστρέφεται τους Γάλλους καλλιτέχνες που τιμούν την Εθνική Αντίσταση, με το σημερινό σύγχρονο κράτος, το οποίο αν και κρατάει τους εξωτερικούς τάχα δημοκρατικούς και φιλελεύθερους τύπους η αντιδραστική του βαθύτερη υπόσταση εκδηλώνεται ενίοτε και με γκροτέσκο τρόπο… να γλιστράει και να κατακρημνίζεται ένα έργο του Πικάσο!
Στην πραγματικότητα αυτό το συμβάν δεν είναι το χειρότερο που έπαθε ο πίνακας του Πικάσο στην Ελλάδα και μαζί με αυτό δεκάδες άλλα εικαστικά έργα και χειρόγραφα Γάλλων καλλιτεχνών και διανοούμενων που έφτασαν στη χώρα από το Παρίσι το 1948 ως φόρος τιμής στην Εθνική Αντίσταση και στην αγώνα του ελληνικού λαού απέναντι στο φασισμό.
Μπορεί οι σημερινοί πολιτικοί υπηρέτες της αστικής τάξης να μην τολμάνε – για την ώρα τουλάχιστον – να αποστρέψουν το βλέμμα από τον κομμουνιστή Πικάσο, αλλά στο μεταπολεμικό κράτος μπορούσαν και το έκαναν.
Αλλά, ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Ο Πάμπλο Πικάσο παρέδωσε το συγκεκριμένο έργο στον Γάλλο συγγραφέα και διανοούμενο Ροζέ Μιλλιέξ το 1946 με την ιδιόχειρη αφιέρωση «Για τον ελληνικό λαό, φόρος τιμής, Παρίσι, Μάιος 1946»). Ηδη από το χειμώνα του 1942 ο Ρ. Μιλλιέξ και η σύντροφός του δημοσιογράφος και συγγραφέας Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ βρίσκονται στο γαλλικό Νότο, έχοντας εγκαταλείψει την Ελλάδα μετά την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων.
Την ίδια εποχή ο Πικάσο βρίσκεται υπό γερμανική παρακολούθηση ενώ αρνείται να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε έκθεση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο Ανρί Ματίς βλέπει την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη γυναίκα και την κόρη του. Ο Ζορζ Μπρακ, ο Πιερ Μπονάρ και ο Ζορζ Ρουό αφήνουν πίσω τους το κατεχόμενο Παρίσι και επιλέγουν κι εκείνοι το γαλλικό Νότο. Τότε δημιουργείται στο ζεύγος Μιλλιέξ η ιδέα μιας προσφοράς προς την Ελλάδα, που μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης αντιστεκόταν σθεναρά και ηρωικά.
Αρχική πρόθεσή τους ήταν να συγκεντρώσουν κείμενα Γάλλων διανοουμένων με θέμα την Ελλάδα και να εκδώσουν ένα βιβλίο – λεύκωμα. Ο πρώτος Γάλλος καλλιτέχνης που ανταποκρίθηκε ήταν ο Αντρέ Φουγκερόν, που πρότεινε ένα χειρόγραφο κείμενο και ένα υπογεγραμμένο έργο του. Αρχικά η δωρεά περιλάμβανε 29 αντικείμενα, πίνακες, σχέδια, χαρακτικά, γλυπτά και βιβλία τέχνης, που έφεραν μαζί τους οι Μιλλιέξ το χειμώνα 1945 – 1946. Αργότερα, συμπληρώθηκε με μερικά ακόμη έργα που στάλθηκαν το 1948 στην Ελλάδα.
Ωστόσο, όπως μαθαίνουμε και από τον ιστορικό τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλο, «η δωρεά, που προτάθηκε επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση το 1946 δεν έγινε αποδεκτή. Ζητήθηκε, μάλιστα η αποπομπή του Ρ. Μιλλιέξ, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και στο Γαλλικό Ινστιτούτο στο πλευρό του Οκτάβιου Μερλιέ. Τα έργα αυτά έμειναν κλειδωμένα στο τελωνείο (!) μέχρι το 1949, οπότε ο Κ. Τσάτσος, τότε υπουργός Παιδείας, απαίτησε να απαλειφθούν οι λέξεις «λαός» και «αντίσταση» από τη δωρεά προκειμένου να εκτελωνιστούν και να γίνουν αποδεκτά από την ελληνική κυβέρνηση».
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα των πακέτων Μάρσαλ και του δόγματος Τρούμαν, των διώξεων, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων, των εκτελέσεων, του αντικομμουνισμού και της τρομοκρατίας, λέξεις όπως «λαός» και «αντίσταση» έπρεπε να αντικαθίστανται από εθνοπατριωτικές και αρχαιολάγνες ιαχές για την ασφάλεια του καθεστώτος.
Η τελετή της υποδοχής των έργων έγινε στην Ακρόπολη, όπου ο Κ. Τσάτσος μίλησε για την «αιώνια Ελλάδα» και τους «αρχαίους προγόνους», τα έργα εκτέθηκαν στο Γαλλικό Ινστιτούτο και μετά ξαναμπήκαν στις αποθήκες. Βέβαια, εκείνη η πρώτη παρουσίασή τους, σε καθεστώς πολιτικής τρομοκρατίας, χλευάστηκε από τον τότε Τύπο. Η εφημερίδα «Εστία» (25/4/1949) στο άρθρο της «Μία έκθεσις πουρ λ’ οριάν» (μεταγραφή στα ελληνικά της φράσης Une exposition pour l’ Orien, δηλαδή μία “Μία έκθεση για την Ανατολή”, προφανώς ειρωνική και δηκτική και αποκρύπτοντας ολοφάνερα το περιεχόμενο της έκθεσης) καταδικάζει τα έργα όχι μόνο για την καλλιτεχνική τους αξία αλλά και για τις πολιτικές πεποιθήσεις των δημιουργών τους: «Δημοσιεύουμε από απλό χρέος ενημερότητας κάποιες εικόνες από την έκθεση του Γαλλικού Ινστιτούτου – τις μόνες που θα μπορούσαν να κρεμαστούν σε τοίχο – όχι βέβαια της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδος, αλλά σε καμιά ιδιωτική συλλογή. Οι άλλες είναι ντροπή που μας χαρίστηκαν»(!).
Βέβαια ήδη οι ηγέτες του μετεμφυλιακού κράτους στα πρόσωπα του Οκτάβιου Μερλιέ, ο οποίος είχε συνδεθεί με τη Γαλλική Αντίσταση, και του Ροζέ Μιλλιέξ βλέπουν τους «εχθρούς» του καθεστώτος. Η μεγάλη έξοδος προς το Παρίσι με το πλοίο «Ματαρόα» 140 Ελλήνων καλλιτεχνών και διανοούμενων, που οργάνωσαν οι δύο Γάλλοι φιλέλληνες και διανοούμενοι, εξασφαλίζοντας υποτροφίες του Γαλλικού Κράτους προκάλεσε τις αντιδράσεις δημοσιογράφων, πολιτικών και πανεπιστημιακών, εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων πολλών υποτρόφων.
Δεκαετίες αργότερα, το 1979 έφτασαν στη χώρα μας και τα χειρόγραφα κείμενα. Σήμερα, η δωρεά περιλαμβάνει 28 πίνακες, 6 σχέδια και 6 χαρακτικά, 4 γλυπτά και 2 βιβλία και συμπληρώνεται από 110 δακτυλόγραφα και χειρόγραφα κείμενα Γάλλων καλλιτεχνών και διανοούμενων, που αποτελούν μηνύματα συμπαράστασης και αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό και φυλάσσονται στο Εθνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.
Τα δώρα των Γάλλων
Από τα έργα που δωρήθηκαν, ξεχωρίζουμε εκείνο του Πικάσο, το οποίο χρονολογείται από το 1939. Ανήκει σε μία μεγάλη σειρά από πορτρέτα γυναικών, στα οποία ο ζωγράφος δίνει τις περισσότερες φορές τον τίτλο «Κεφάλι γυναίκας». Και αυτό, όπως τα περισσότερα αυτής της περιόδου, φέρει τον απόηχο της μεγάλης σύνθεσης της «Γκερνίκα». Ωστόσο, το συγκεκριμένο έργο φέρει μια βαρύνουσα ιστορική και συμβολική αξία που ενδεχομένως να υπερβαίνει την καλλιτεχνική. Ο Φρανσίς Πικάμπια είναι ο μόνος που αντιπροσωπεύει το κίνημα του «Νταντά». Το έργο του δε φέρει καμία σημείωση και είναι αχρονολόγητο, εύκολα όμως μπορεί να τοποθετηθεί στο μεταίχμιο των δεκαετιών 1930-1940.
Ο Αντρέ Μασόν, σημαντικός υπερρεαλιστής ζωγράφος, δωρίζει το πιο επίκαιρο και το πιο σπαρακτικό έργο της δωρεάς. Το σχέδιο η «Αντίσταση», στα όρια εξπρεσιονιστικής γραφής και υπερρεαλιστικής ερμηνείας της μορφής, αναδίδει μέσα από τις μαύρες ταραγμένες μορφές του κάρβουνου, όχι την ηρωικότητα του ατόμου που αντιστέκεται, αλλά τη φρικαλέα απόγνωση και τον πόνο αυτού που βιώνει την κατάλυση της ελευθερίας του.
Ο Ανρί Ματίς φιλοτέχνησε την «Πασιφάη» που την ακολουθεί το τραγούδι του Μίνωα, ένα από τα χαρακτηριστικά σχέδιά του που υποδηλώνει τους όγκους με πάλλουσα και ρέουσα γραμμή. Ο Ζορζ Μπρακ εικονογραφεί για μια ακόμη φορά το θέμα του άρματος, ενώ το καθιστό γυμνό του Μπονάρ ανήκει, ίσως, σε ένα από τα πολλά σκίτσα που σχεδίαζε ο ζωγράφος καθημερινά σε πρόχειρα φύλλα.
Ο πρωτοπόρος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής Λε Κορμπιζιέ θυμάται το ταξίδι του στην Αθήνα το 1933 και το «μάθημα» της Ακρόπολης: «Η Ακρόπολη με έκανε επαναστάτη. Μου έμεινε αυτή η βεβαιότητα. Να θυμάσαι τον Παρθενώνα, που είναι διαυγής, καθαρός, έντονος, λιτός, βίαιος. Να θυμάσαι αυτή την κραυγή που εκπέμπεται σ’ ένα τοπίο χάρης και τρόμου. Δύναμης και καθαρότητας (…) Ξαναείδα τα τοπία της Ελλάδας κι εδώ κι εκεί τους χωρικούς στα χωριά τους. Εκτός από τα λιμάνια, όπου εμπορεύονται και το χρήμα εξευτελίζει, η Ελλάδα μου φαίνεται η «εφεδρεία» της ανθρώπινης συνείδησης. Και η τωρινή σύγκρουση εκφράζει την τραγική μονομαχία της Αδηφαγίας ενάντια στο πνεύμα».
Ο Αλμπέρ Καμί γράφει: «Την ιδέα που έχουμε για την ελευθερία, την οφείλουμε στην Ελλάδα, μαζί με πολλές άλλες, που κάνουν τον άνθρωπο περήφανο».
«Η Ελλάδα απόδειξε πως μια ήττα οφειλόμενη στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου μπορεί να μετατραπεί σε νίκη όταν δεν γίνεται αποδεχτή», γράφει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ο Πολ Ελιάρ, αφιερώνει το ποίημα «Athena»: «Κι ύψωσε την ελπίδα αυτή αντίκρυ στο μαύρο φως/ Στον ανελέητο θάνατο που πια δεν τον χωράει ο τόπος σου/Λαέ απελπισμένε κι όμως λαέ ηρώων/Λαέ πεινασμένε κι όμως αχόρταγε για την πατρίδα σου». Ο ιδρυτής του Νταντά Τριστάν Τζαρά λέει «Και ο καιρός ωρίμασε/ δεν έχει πια κοράκια/ ο ήλιος μες στο στήθος/ ξανάρθε τ’ όνειρο/ μες στο εμπρηστικό του μεγαλείο/ οι μάγοι ψάχνουν κάποια καινούρια γέννηση».
Η δεύτερη έκθεση, η οποία περιλάμβανε το σύνολο της δωρεάς, φιλοξενήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη το Φλεβάρη του 1980, ενώ είχε προηγηθεί η έκθεση μέρους των δωρηθέντων έργων στην Εθνική Πινακοθήκη όταν διευθυντής ήταν ο Μαρίνος Καλλιγάς.
Η πιο πρόσφατη παρουσίαση των έργων ήταν στην έκθεση Ηommage a la Grece- Η δωρεά Γάλλων καλλιτεχνών για την Εθνική Αντίσταση. Φόρος τιμής στους Ροζέ και Τατιάνα Μιλλιέξ, εμπνευστές της δωρεάς των Γάλλων καλλιτεχνών», το 2007 στην Εθνική Πινακοθήκη.
Για το τέλος κρατήσαμε την ακόλουθη υποσημείωση: τόσο τα χειρόγραφα των Γάλλων διανοούμενων (κείμενα σύντομα, αλλά πολύ σημαντικά για ιστορικούς και συμβολικούς λόγους) που δωρήθηκαν στον ελληνικό λαό – διότι προς τον ελληνικό λαό και την προσφορά του στον αντιφασιστικό αγώνα ήταν η δωρεά – δεν έχουν μεταφραστεί. Και όταν λέμε δεν έχουν μεταφραστεί, δεν εννοούμε ιδιωτικά, αλλά ως πράξη της ελληνικού κράτους.
Μια δωρεά που γεννήθηκε από το αγώνα του ελληνικού λαού, που έγινε στο όνομά του και που το αστικό κράτος δεν θα μπορέσει ποτέ – φύσει και θέσει – να την αφομοιώσει και να την ενσωματώσει, παρά μόνο αν αλλοιώσει το πραγματικό περιεχόμενό της. Αλλωστε, η ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί στα μέτρα του…
*Στη φωτογραφία τα έργα «Γυναικείο Κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, «Μητέρα και παιδί με ποδιά» του Αντρέ Φουγκερόν και «Η αντίσταση» του Αντρέ Μασόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου