Η απάντηση βρίσκεται μεταξύ άλλων και στα συμπεράσματα «σχετικά με τη χειραγώγηση και την παρέμβαση ξένων πληροφοριών», που ενέκρινε το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, στο φόντο του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Μια απόφαση που ανοίγει επικίνδυνους δρόμους, στο όνομα της αντιμετώπισης της προπαγάνδας των αντίπαλων ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Περιγράφοντας βασικά μια σύγκρουση που απλώνεται σε όλα τα πεδία, οι υπουργοί της ΕΕ σημειώνουν πως «η χειραγώγηση και η παρέμβαση ξένων πληροφοριών χρησιμοποιούνται συχνά ως μέρος ευρύτερων υβριδικών εκστρατειών και στοχεύουν στην παραπλάνηση, στην εξαπάτηση και την αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών κοινωνιών, δημιουργώντας και εκμεταλλευόμενοι πολιτιστικές και κοινωνικές τριβές με στρατηγικό και συντονισμένο τρόπο. Αυτές οι τεχνικές παρεμβολής που πραγματοποιεί η Ρωσία έχουν ενισχυθεί κατά τη διάρκεια της απρόκλητης και αδικαιολόγητης στρατιωτικής της επίθεσης κατά της Ουκρανίας».
Σε αυτήν τη βάση, προτάσσουν την ανάπτυξη μιας εργαλειοθήκης της ΕΕ με «μια πιο συστηματική χρήση του πλήρους φάσματος των διαθέσιμων εργαλείων».
Ενα σημαντικό πεδίο χειραγώγησης συνειδήσεων και διοχέτευσης της προπαγάνδας των αστικών τάξεων αποτελούν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ). Η περίπτωση άλλωστε του πολέμου ΝΑΤΟ - Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς τα ΜΚΔ και γενικότερα τα μέσα επικοινωνίας χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της προπαγανδιστικής εκστρατείας της αστικής τάξης.
Ειδικά η προπαγάνδα μέσω των ΜΚΔ είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς παραμένει διάχυτη η εντύπωση πως ενώ τα δελτία ειδήσεων και ο αστικός Τύπος αναπαράγουν την αστική προπαγάνδα, και έως ένα βαθμό «θωρακίζονται» απ' αυτή, από την άλλη οι πληροφορίες και οι απόψεις που αναπαράγονται στα ΜΚΔ είναι πιο «αυθεντικές».
Πώς όμως μπορούν να ελέγχουν την πληροφόρηση οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και κυβερνήσεις, όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και οι ΗΠΑ, σε πλατφόρμες οι οποίες ανήκουν σε μονοπωλιακούς ομίλους; Η ίδια η γέννηση και ο σχεδιασμός των ΜΚΔ έχουν επηρεαστεί ουσιαστικά από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών και πλέον στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό και σε νευραλγικές θέσεις από προσωπικό που απασχολούταν σε αυτές.
O Ααρον Μπέρμαν, ως επικεφαλής της «ομάδας που γράφει τους κανόνες για το Facebook», καθορίζει το «τι είναι αποδεκτό και τι όχι», όπως σημειώνει σε επίσημο βίντεο της εταιρείας. Δηλαδή, αυτός και η ομάδα του αποφασίζουν αποτελεσματικά ποιο περιεχόμενο βλέπουν οι 2,9 δισεκατομμύρια ενεργοί χρήστες της πλατφόρμας και τι δεν βλέπουν. Ο ίδιος περιγράφει τη δουλειά του ως μια «άβολη δουλειά για τον καθένα που προσπαθεί να διαχωρίσει το επιβλαβές περιεχόμενο από την προστασία της ελευθερίας του λόγου».
Ο Ααρον είναι από το 2019 ανώτερος διευθυντής Πολιτικής Προϊόντων στη ΜΕΤΑ, όπως ονομάζεται πλέον η εταιρεία που κατέχει το «Facebook», με ιδιαίτερη ευθύνη το κομμάτι της παραπληροφόρησης, και σύμφωνα με το βιογραφικό του «καθοδηγεί και επιβλέπει έναν μεγάλο όγκο εργασιών πολιτικής που εξισορροπεί την αντιμετώπιση της βλάβης με την προστασία της ελεύθερης έκφρασης» στο Instagram και το Facebook.
Τα «φόντα» για να αναλάβει αυτόν τον σημαντικό ρόλο σε ένα από τα μεγαλύτερα μονοπώλια του κλάδου και το μεγαλύτερο ΜΚΔ αυτή τη στιγμή τα απέκτησε στην αμέσως προηγούμενη δουλειά του, στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, τη CIA. Εκεί ο Ααρον δούλευε ως αναλυτής για 17 χρόνια, φτάνοντας στο σημείο να γράφει και να επιμελείται το καθημερινό ενημερωτικό της CIA για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, να ηγείται των ενημερώσεων για τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, τους ανώτερους αξιωματούχους του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και τα μέλη του Κογκρέσου.
Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση. Ξεψαχνίζοντας τα βιογραφικά των στελεχών σε όλα τα ΜΚΔ, ιδιαίτερα στους τομείς προστασίας και ασφάλειας και πολιτικής περιεχομένου, θα συναντήσει κανείς ανθρώπους με ενδιαφέρουσα προϋπηρεσία και όπως φαίνεται το κάθε ΜΚΔ έχει τις δικές του προτιμήσεις: Το «TikTok» εμφανίζει «υψηλή συγκέντρωση» πρώην ΝΑΤΟικών σε στελεχικές του θέσεις, ενώ το «Facebook» διαθέτει μια προτίμηση προς την «εγχώρια» (στις ΗΠΑ) CIA.
H Deborah Berman, για παράδειγμα, κάποτε ερευνητής σε κέντρο για την αντιμετώπιση διάδοσης των όπλων με μελέτες που εστίαζαν στη Συρία, είναι project manager στη ΜΕΤΑ, στον τομέα προστασίας και ασφάλειας. Μέχρι πριν 5 μήνες, όπως η ίδια δηλώνει περήφανα στο προφίλ της στο LinkedIn, ήταν αναλύτρια στη CIA για 9 χρόνια.
Αναλυτής της CIA υπήρξε για 4 χρόνια και ο Cameron Harris, ο οποίος πριν γίνει και αυτός project manager στη ΜΕΤΑ στον ίδιο τομέα, ήταν στέλεχος στη «Συμμαχία Πληροφοριών και Εθνικής Ασφάλειας - The Intelligence and National Security Alliance» των ΗΠΑ, κάτι σαν την επαγγελματική ένωση των ανθρώπων της «κοινότητας» των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ.
O αντιπρόεδρος και επικεφαλής Ασφαλείας της εταιρείας, Nick Lovrien, παράλληλα υπηρετεί και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του «Συμβουλευτικού Συμβουλίου υπερπόντιας ασφάλειας (State Overseas Security Advisory Council)» του υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο παρελθόν, μεταξύ 2006 και 2011 εργάστηκε και για την CIA ως αξιωματικός «αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων».
Ο Μike Torrey είναι «Τεχνικός επικεφαλής του εντοπισμού, των ερευνών και των διαταραχών των σύνθετων απειλών λειτουργίας πληροφοριών για την κοινότητα Meta». Είναι λίγο δύσκολο από την περιγραφή να καταλάβει κανείς ακριβώς το τι κάνει ο Mike, ωστόσο σίγουρα αξιοποιείται η εμπειρία του από τα 8 χρόνια ως ανώτερος αναλυτής CIA που «ηγήθηκε στην ανάλυση των κυβερνοαπειλών με έμφαση στις μεγάλες χώρες της Ανατολικής Ασίας».
Τέλος, ο Bryan Weisbard, διευθυντής στη ΜΕΤΑ, πέρασε προηγουμένως χρόνια σε διευθυντικές θέσεις τόσο στην Google όσο και στο Twitter. Ακόμα πιο πριν ωστόσο, υπήρξε αξιωματικός πληροφοριών για 4 χρόνια στη CIA και μετά «διπλωμάτης» σε πρεσβείες των ΗΠΑ στο εξωτερικό.
Με λίγα λόγια, όλοι αυτοί οι μπαρουτοκαπνισμένοι πράκτορες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αναλαμβάνουν να ...«σώσουν» την πληροφόρηση των λαών, να βάλουν εμπόδια στα «fake news» και να στρατεύσουν δυνάμεις στη «σωστή πλευρά της ιστορίας».
Δ. Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου