Επιλογή γλώσσας

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Μια αναδυόμενη βιομηχανία «εκτός ελέγχου» στην ΕΕ

 
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΥΠΟΚΛΟΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΩΝ

Μια τεράστια βιομηχανία με αντικείμενο την «ασφάλεια», τη συλλογή ψηφιακών δεδομένων και τις παρακολουθήσεις αναπτύσσεται ραγδαία με «ομπρέλα» το αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ

Στις 30 Αυγούστου, η επιτροπή PEGA του Ευρωκοινοβουλίου πραγματοποίησε ακρόαση με θέμα τα «Κατασκοπευτικά λογισμικά που χρησιμοποιούνται κατά πολιτών».

Η ακρόαση επικεντρώθηκε στις καταγγελίες σχετικά με την «αδυναμία» των κρατών - μελών να ενεργήσουν όσον αφορά τη συμμετοχή εταιρειών και κρατικών φορέων της ΕΕ στην ανάπτυξη, διάδοση ή χρηματοδότηση του λογισμικού παρακολούθησης «Pegasus» και άλλων αντίστοιχων κατασκοπευτικών λογισμικών.

Θυμίζουμε ότι πριν από περίπου 1 χρόνο αποκαλύφθηκε πως σε μια λίστα 50.000 αριθμών τηλεφώνων που εικάζεται ότι αποτέλεσαν στόχο των «πελατών» της NSO, της εταιρείας που ανέπτυξε το «Pegasus», διασταυρώθηκαν περισσότερα από 1.000 άτομα σε περισσότερες από 50 χώρες τα οποία παρακολουθήθηκαν, ανάμεσά τους τουλάχιστον 65 στελέχη επιχειρήσεων, 85 μέλη οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 189 δημοσιογράφοι και περισσότεροι από 600 πολιτικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, και στελέχη της κυβέρνησής του.

Μέχρι στιγμής, είναι γνωστό ότι τουλάχιστον 14 ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αγοράσει spyware από την NSO, ενώ οι ειδικοί εκτιμούν ότι στην ΕΕ δραστηριοποιούνται πολύ περισσότεροι προμηθευτές.

«Λογισμικά σαν το "Pegasus" είναι εργαλεία αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με την αστυνομία, αλλά πάντα μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος με τον λάθος τρόπο. Πολλές μυστικές υπηρεσίες το χρησιμοποιούν αλλά το πώς και το πόσο δεν είναι ξεκάθαρο», δήλωσε η Rosamunde van Brakel, ερευνητική καθηγήτρια στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, η οποία πρόσθεσε ότι οι παρακολουθήσεις σε επίπεδο ΕΕ έχουν αυξηθεί και είναι καθημερινές, ως «βασική λύση απέναντι στην εγκληματικότητα, για το Μεταναστευτικό και την πανδημία».

«Ανήξεροι» στην Europol για τα σκάνδαλα παρακολουθήσεων!

Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του Jean - Philippe Lecouffe, αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή επιχειρήσεων της Europol, ο οποίος δήλωσε πως η Europol είναι αναρμόδια να ερευνήσει την ενδεχόμενη παράνομη αξιοποίηση λογισμικών παρακολούθησης από κυβερνήσεις της ΕΕ, ενώ αναδείχθηκε και από τις υπόλοιπες τοποθετήσεις ότι το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ σε καμία περίπτωση δεν προστατεύει τον λαό από τις στοχευμένες παρακολουθήσεις που μπορούν να πραγματοποιούν οι κυβερνήσεις αξιοποιώντας αντίστοιχα λογισμικά.

Ο εκπρόσωπος της Europol δήλωσε ότι η εντολή του οργανισμού περιορίζεται στην υποστήριξη των κρατών - μελών που επιλέγουν να ξεκινήσουν έρευνα. Παρά το γεγονός ότι τον περασμένο Ιούνη ο κανονισμός της Europol τροποποιήθηκε ώστε να της παρέχει τη δυνατότητα να ζητά από τα κράτη - μέλη να ξεκινήσουν έρευνες αντί να περιμένει από τα κράτη - μέλη να αναλάβουν δράση, ο Lecouffe δήλωσε ότι αυτή η δυνατότητα δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί από την Europol για να ωθήσει τα κράτη - μέλη να εξετάσουν υποθέσεις κατασκοπευτικού λογισμικού και πρόσθεσε ότι οι αντίστοιχες εθνικές αρχές ενδέχεται να αρνηθούν να το πράξουν.

«Δεν είναι μέρος της εντολής μας και αρμοδιότητά μας να ελέγχουμε τι λογισμικό χρησιμοποιεί η κάθε χώρα στα πλαίσια της έννομης τάξης της», είπε χαρακτηριστικά, ενώ εμφανίστηκε ανήξερος απέναντι στα σκάνδαλα παρακολούθησης που έχουν πυκνώσει τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ και αλλού, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίξει ότι η Europol έμαθε για πρώτη φορά για τα σκάνδαλα μέσω αναφορών στα μέσα ενημέρωσης!

«Ανθεί» στην ΕΕ η βιομηχανία λογισμικού παρακολουθήσεων

Οπως αναφέρθηκε στη συνεδρίαση, παρά το γεγονός ότι η NSO βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, υπάρχουν πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες με αντίστοιχες δυνατότητες, που ήδη από την περίοδο της «Αραβικής Ανοιξης» διέθεσαν τις «υπηρεσίες» και τα «προϊόντα» τους για να πραγματοποιηθούν παρακολουθήσεις μέσων ενημέρωσης, πολιτικών και διαδηλωτών.

Μάλιστα, η Ευρώπη χαρακτηρίστηκε «πρόσφορο έδαφος» για αντίστοιχες εταιρείες όπως τη γερμανική «FinFisher» και την ιταλική «Hacking Team», τη «Mollitiam» στην Ισπανία, την «Intellexa» στην Ελλάδα (που ανέπτυξε το «Predator»), την DSIRF στην Αυστρία. Ιδιαίτερα «ανθεί» η αγορά εταιρειών λογισμικών παρακολούθησης στην Ιταλία, όπου δραστηριοποιούνται οι RAXIR, «Grey Heron», CY4GATE, «Memento Labs» (που αποτελεί συνέχεια της «Hacking Team»), RCS, «negg», ενώ ακόμα και στον όμιλο της NSO συμμετέχουν ευρωπαϊκές εταιρείες με έδρα το Λουξεμβούργο, τη Βουλγαρία και αλλού.

Οπως δήλωσε στην τοποθέτησή του ο Claudio Guarnieri, επικεφαλής του Security Lab της Διεθνούς Αμνηστίας στο Βερολίνο, στην Ευρώπη έχει αναπτυχθεί μια «βιομηχανία που είναι εντελώς εκτός ελέγχου λόγω ενός ανεπαρκούς και παρωχημένου νομοθετικού πλαισίου, με έλλειψη διαφάνειας στις εξαγωγές, έλλειψη λογοδοσίας και έλλειψη ένδικων μέσων για τα θύματα». «Ελλείψεις» και «ανεπάρκειες» «ταμάμ» με το θεσμικό πλαίσιο της γενικευμένης παρακολούθησης που έχουν νομοθετήσει η ΕΕ και τα κράτη - μέλη.

Επίσης αποκαλυπτική ήταν η τοποθέτηση της Catherine Van de Heyning, καθηγήτριας του Ευρωπαϊκού Δικαίου των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, για το επίπεδο ελευθερίας που απολαμβάνουν οι κυβερνήσεις και όχι μόνο στην αξιοποίηση λογισμικών παρακολούθησης. «Δυνατότητα παρακολούθησης έχουν όλοι, καθώς μπορείς να αγοράσεις λογισμικό κατασκοπείας με λιγότερο από 10 δολάρια τον μήνα. Υπάρχει ακόμα και στο playstore», είπε και πρόσθεσε: «Στην ερώτηση εάν αυτό είναι νόμιμο, ένας εργοδότης μπορεί να απαντήσει πως έχω δικαίωμα να ξέρω για ποιο λόγο μπορεί ένας εργαζόμενός μου να μην είναι αποδοτικός».

Συστήματα «προληπτικής» καταστολής με τη συμμετοχή και της Ελλάδας

Μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες η ΕΕ έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες στήριξης της εγχώριας βιομηχανίας ανάπτυξης συστημάτων και τεχνολογιών ασφάλειας, συλλογής δεδομένων και παρακολούθησης, με διατυπωμένο στόχο την απεξάρτηση από αντίστοιχες εταιρείες - παρόχους εκτός ΕΕ, για να αποκλείσει δηλαδή τους ανταγωνιστές της από την κερδοφόρα αυτή αγορά και να εμποδίσει την πρόσβασή τους σε κρίσιμες υποδομές και πληροφορίες. Παράλληλα, η διαχείριση τόσο της πανδημίας όσο και των προσφυγικών ροών αποτέλεσε τεράστια ευκαιρία για τη μαζική δοκιμή διαφόρων τέτοιων «λύσεων» μαζικής αλλά και στοχευμένης παρακολούθησης.

Ετσι, μεγάλα ενωσιακά κονδύλια στο πλαίσιο της πολιτικής «ασφάλειας» της ΕΕ έχουν κατευθυνθεί προς την έρευνα για την ανάπτυξη διαφόρων αντίστοιχων τεχνολογιών, την οποία αναλαμβάνουν εταιρείες, κυβερνητικοί οργανισμοί, Σώματα Ασφαλείας αλλά και πανεπιστήμια.

Ενδεικτικά, ένα τέτοιο ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτήθηκε για την περίοδο 2019 - 2021 με 8εκατ. ευρώ από την ΕΕ, είναι το «PREVISION». Συντονιστής του προγράμματος, μάλιστα, είναι το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το οποίο έλαβε 709.250 ευρώ. Ανάμεσα στους 27 οργανισμούς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα είναι το Εθνικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, η Ελληνική Αστυνομία, το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας και η ελληνική εταιρεία τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και παροχής υπηρεσιών ασφάλειας «Space Hellas ΑΕ».

Το πρόγραμμα περιγράφεται ως «μια προγνωστική πλατφόρμα που εκτελεί αναλύσεις μέσω δεδομένων που συλλέγονται από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον ανοιχτό ιστό, το "Darknet", τα συστήματα παρακολούθησης CCTV (κλειστά συστήματα καμερών) και πολλές άλλες πηγές δεδομένων». Η αξιοποίησή του υποστηρίζεται ότι θα οδηγήσει «σε μια κοινή στρατηγική προσέγγιση για την πρόβλεψη της μη φυσιολογικής και αποκλίνουσας συμπεριφοράς, της ενδεχόμενης ριζοσπαστικοποίησης κ.ά.».

Το «ROXANNE», που χρηματοδοτείται για την περίοδο 2019 - 2022 με 7 εκατ. ευρώ και έλαβε την άδεια να δοκιμαστεί σε 9 κράτη της ΕΕ, αποσκοπεί στην ανάπτυξη τεχνολογίας εντοπισμού ατόμων, χρησιμοποιώντας αναγνώριση προσώπων και ομιλίας σε «αναχαιτισμένες επικοινωνίες», δηλαδή υποκλοπές.

Πεδίο δοκιμών το Προσφυγικό στην Ελλάδα

Η ΕΕ έχει αξιοποιήσει ευρέως τέτοιες τεχνολογίες στην εφαρμογή της βάρβαρης πολιτικής της ενάντια σε πρόσφυγες και μετανάστες, με την Ελλάδα να παίζει και πάλι σημαντικό ρόλο. Οπως αποκάλυψε ο «Guardian» το 2021, η ΕΕ δαπάνησε 4,5 εκατομμύρια ευρώ για μια τριετή δοκιμή ανιχνευτών ψεύδους με τεχνητή νοημοσύνη στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία και τη Λετονία. Το συγκεκριμένο μηχάνημα σαρώνει τις εκφράσεις του προσώπου των προσφύγων και των μεταναστών καθώς απαντούν σε ερωτήσεις που θέτει, αποφασίζοντας εάν έχουν πει ψέματα και διαβιβάζοντας τις πληροφορίες στις συνοριακές αρχές.

Η τελευταία δοκιμή ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2019 και χαιρετίστηκε ως επιτυχία από την ΕΕ, αλλά οι ακαδημαϊκοί την έχουν ονομάσει ψευδοεπιστήμη, υποστηρίζοντας ότι οι «μικρο-εκφράσεις» που αναλύει το λογισμικό δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για να κρίνουν αν κάποιος λέει ψέματα.

Επίσης, όπως είχε παρουσιάσει και ο ίδιος ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου στα σχέδια για τις Κλειστές Ελεγχόμενες Δομές στη Λέσβο, στη Σάμο, στη Χίο, στη Λέρο και την Κω, αυτές επρόκειτο να εφοδιαστούν με το σύστημα «Κένταυρος», το οποίο είναι ένα «ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης ηλεκτρονικής και φυσικής ασφάλειας (...) με χρήση καμερών και αλγορίθμων ανάλυσης κίνησης το οποίο περιλαμβάνει κεντρική διαχείριση από την έδρα του υπουργείου».

Ολα τα παραπάνω αποτελούν ψηφίδες μιας τεράστιας βιομηχανίας που αναπτύσσεται ραγδαία στα κράτη της ΕΕ με αντικείμενο την «ασφάλεια», τη συλλογή ψηφιακών δεδομένων και τις παρακολουθήσεις τόσο σε στοχευμένο και ατομικό επίπεδο, όσο και μαζικό.

Το αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ όχι μόνο δεν προστατεύει τον λαό από τις υποκλοπές και τις παρακολουθήσεις, αλλά συγκαλύπτει τους αυτουργούς, που αποτελούν κατά κύριο λόγο κρατικές οντότητες και υπηρεσίες.

Μάλιστα, θέτει ιδιαίτερα στο στόχαστρο τον λαό, τον οποίο αντιμετωπίζει ως εχθρό στο συνολικότερο κατασταλτικό πλαίσιο στο οποίο εμπεριέχεται και η ευρωενωσιακή κατεύθυνση όπου ο ριζοσπαστισμός (γενικά και αόριστα) θεωρείται μορφή τρομοκρατίας.


Δ. Μ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου