100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
Οπως ο μεγάλος ποιητής - λογοτεχνικό πρότυπο του Κ. Θεοτόκη Διονύσιος Σολωμός σε κερκυραϊκά καφενεία αντλούσε λαϊκές λέξεις και λαϊκά νοήματα για το δικό του έργο μισόν αιώνα περίπου νωρίτερα, έτσι και ο Ντίνος Θεοτόκης άντλησε από τον λαό τη σοφία του και ένιωσε βαθιά την αληθινή ζωή του για να υψώσει την Τέχνη του.
Στο λαϊκό, λιμενικό και πιο βιομηχανικό προάστιο της πόλης του νησιού, το Μαντούκι, αλλά και στην ανάδυση της εργατικής τάξης, με τις νέες ανάγκες και τις νέες αξίες, εστίασε την «Τιμή και το χρήμα» του, του οποίου δυσεύρετο αντίτυπο της πρώτης και ιστορικής εκείνης έκδοσης σε 510 αριθμημένα αντίτυπα με έξι εικονογραφίες του Μάρκου Ζαβιτσιάνου, με αριθμό 421 το συγκεκριμένο, προσφέρθηκε προ ημερών από Κερκυραίο φίλο του ΚΚΕ στο Ιστορικό Αρχείο του, ενόψει αφιερωμάτων στον Θεοτόκη.Τόνιζε ο Κ. Θ. για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στον πρόλογο του βιβλίου με το «ασήμαντο», όπως με τη γνωστή του ταπεινότητα το χαρακτήριζε, διήγημά του, αφιερώνοντάς τον στη φίλη του σπουδαία Κερκυραία λογία και κατοπινή αγωνίστρια του ΕΑΜ στο νησί Ειρήνη Δενδρινού: «Ηταν η τύχη του, φαίνεται, να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματα βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ' ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων». Εξηγούσε, επίσης, ότι το είχε γράψει την περίοδο που εγκαταστάθηκε στην πόλη του νησιού μετά από πρόσκληση εργατών της, πριν αρχίσουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
***
Από τον εκδοτικό μηχανισμό «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» κυκλοφόρησε η μελέτη «Κωνσταντίνος Θεοτόκης - Πεζά Εργα - Επιλογή» |
Ανεξίτηλα χαραγμένη στο είναι του έμεινε εκείνη η σχέση του με το εργατικό - σοσιαλιστικό κίνημα, όσο και αν στη διάρκεια του Πολέμου, παρακινημένος ίσως πολύ και από την αντίθεσή του προπάντων στον γερμανικό ιμπεριαλισμό, συντάχθηκε με επαμφοτερίζουσες θέσεις των δύο τότε βουλευτών του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού χώρου Σίδερι και Κουριέλ και κυρίως με εκείνες των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Αθήνας και του Πειραιά που έτειναν υπέρ του στρατοπέδου της Αντάντ. Με πνεύμα προσφοράς υποστήριξε τη νίκη της Αντάντ συντασσόμενος με το βενιζελικό στρατόπεδο, το οποίο με πανθομολογούμενη ανιδιοτέλεια και εξυπηρέτησε για κάποιο χρονικό διάστημα, αντί να στραφεί εναντίον και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, όπως έκαναν οι πιο πρωτοπόροι εργάτες και σοσιαλιστές της εποχής.
Αρνήθηκε να δεχθεί κρατικά παράσημα που του πρόσφεραν για τις υπηρεσίες του. Ενώ πια η φτώχεια τον εξουθένωνε, αρνήθηκε να αποδεχθεί και διορισμό του στην Αθήνα σε κρατική Διεύθυνση Λογοκρισίας. Παρόλο που επί μακρόν τον κατηγορούσαν ασεβώς πως δήθεν το είχε πράξει και είχε απαρνηθεί το εργατικό κίνημα και το σοσιαλιστικό του πιστεύω, ενώ εκείνος τη δεύτερη μέρα της υποτιθέμενης αυτής μισθοδοτούμενης εργασίας του, όταν πληροφορήθηκε τι του ζητούσαν, είχε κιόλας παραιτηθεί, σιωπούσε και για τις ανυπόστατες κατηγορίες πως δήθεν είχε ταχθεί εναντίον της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του ρωσικού λαού. Ούτε επιβεβαίωνε ούτε διέψευδε τίποτα με δηλώσεις του, σαν να ήθελε να αφήσει τον καθένα να υποθέτει ό,τι θέλει, ενώ βέβαια συνέχιζε το πλούσιο συγγραφικό έργο του, τις μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών και ξένων λογοτεχνικών αριστουργημάτων κυρίως για τους εκδοτικούς οίκους «Βασιλείου» και «Ελευθερουδάκη», τη συνεργασία του με το περιοδικό - λογοτεχνική προέκταση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας «Κερκυραϊκή Ανθολογία», εργαζόμενος για ένα διάστημα και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και τις μελέτες του, κορυφαία των οποίων θεωρείται η περίφημη «Ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας» που έγραψε, με οικουμενική, θα έλεγε κανείς, συνείδηση του ρόλου του.
Αν και συντετριμμένος από ετών και για πάντα λόγω του θανάτου της μονάκριβης κόρης του σε παιδική ηλικία, αλλά και ψυχικά απομακρυσμένος από τη σύζυγό του, το 1915, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, φαίνεται να είχε πάρει μέρος σε άτυπη πανελλαδική σύσκεψη για τη συγκρότηση εργατικού - σοσιαλιστικού κόμματος, ενώ το 1917 είχε γράψει ένα ελάχιστα διαδεδομένο τότε εμβληματικό σονέτο - ύμνο στους αγώνες και τη νικηφόρα πορεία του κινήματος ακριβώς της ελληνικής και παγκόσμιας εργατικής τάξης, ενδεικτικό της ακλόνητης σοσιαλιστικής του πεποίθησης, των συναισθημάτων του και του ταξικού κριτηρίου του, το οποίο άρχιζε με τους εξής στίχους:
Σηκώθη τ' άγιο δίκιο της να λάβει
Ολη η αργατιά με φρόνημα γενναίο
Ισονομίας κηρύχνει νόμο νέο
Και τα δεσμά του πλούτου η ορμή της θραύει
Η σκληρή φτώχεια, η γύμνια, η πείνα παύει
Και με καλούν μύριες φωνές να λέω
Θούριο τραγούδι: σ' ένα πέλαο πλέω
Χαράς λεύτεροι ανθρώποι είναι όλοι οι σκλάβοι.
Το άτιτλο αυτό σονέτο έχει ατύπως τιτλοφορηθεί στα Επτάνησα και σε σχετική έκδοση ως «Οι προλετάριοι».
***
Δεν τον κλόνισε η ιδεολογική περιδίνηση άλλων σοσιαλιστών της εποχής σχετικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, αλλά, αντιθέτως, σώνοντας το 1922 τους «Σκλάβους» του συμπεριέλαβε σ' αυτό το στερνό του έργο, παρά τον κάποιο πεσιμισμό του καθώς έβλεπε ν' αργεί η νίκη στην Ελλάδα, όχι μόνο τον Καρλ Μαρξ μα κι εκείνην ξεκάθαρα, αν και όχι ονομαστικά, διαμηνύοντας ότι «αλλού, μια νέα πίστη οδηγούσε σήμερα το ανθρώπινο γένος μέσα από αγώνες βαριούς και δύσκολους», ότι «σε κάποια μέρη κιόλας εκορυφωνόταν εκείνος ο αγώνας», ότι «φωτεινές ψυχές είχαν ιδεί δυνατή τη λύτρωση» και «σε λίγο θ' αντηχούσε πρωτάκουστη μια κραυγή χαράς κι ελευθερίας» ολούθε.
Μολονότι μήνες ολόκληρους μετά την κυκλοφορία των «Σκλάβων» συνεχιζόταν μια αβάσιμη κριτική εις βάρος του για το θέμα αυτό, θαρρείς και το έργο δεν είχε γίνει γνωστό, εκεί ο Κ. Θ., μέσω του σοσιαλιστή ήρωα του έργου, εκθείαζε τη «νέα πίστη» και την «ανώτερη ανθρωπότητα» που αυτή αντιπροσώπευε, τασσόταν με «το σηκωμό και την επανάσταση» που «θα καταδικάσει τον παλιό κόσμο» και που με «εξαίσια βία» και «σωτήριο φοβέρισμα» θα «κατασιγάσει κάθε αντίδραση», σάλπιζε «νικητήριο λευτεριάς», ξεκαθάριζε ότι θα 'ρθει η ώρα κι εδώ «να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του», ότι «δεν υπάρχει δρόμος άλλος» από την Επανάσταση. «Αφού ο Μαρξ τα είχε πει αυτά, ποια η ανάγκη να τα ξαναπεί ο Θεοτόκης;», είχε γράψει ο ομότεχνός του Σπύρος Μελάς που παρίστανε τότε τον σοσιαλιστή λογοτέχνη κι επιδίωκε μαζί με άλλους και πρωτοκαθεδρίες. Ο Γιάνης Κορδάτος, υπεύθυνος μάλλον για ένα πικρό κι αστήρικτο σχόλιο για τον Θεοτόκη στον «Ριζοσπάστη» την επομένη του θανάτου του, έδωσε στον Κερκυραίο λογοτέχνη τη θέση που του άρμοζε, μεταξύ των πλέον πρωτοπόρων, στα βιβλία του για την Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος και της προοδευτικής ελληνικής λογοτεχνίας. Ο επαναστάτης λογοτέχνης, αν και εθελοντής πολεμιστής στην Κρήτη και τη Θεσσαλία στα νιάτα του, για την απελευθέρωση ελληνικών εδαφών, το 1922 στους «Σκλάβους» του, ενώ μαινόταν στη χώρα η αστική προπαγάνδα για τη «Μεγάλη Ιδέα του Εθνους» θαρρετά είχε στιγματίσει τον ταξικό χαρακτήρα της, με ήρωά τους να λέει: «Με αυτά δεν ξεγελιέται πλια ο λαός, τα εθνικά όνειρα είναι απάτη, γιατί αλλού είναι η αλήθεια! Εκεί που την είδε ο Καρλ Μαρξ από την εξορία του».
***
Το εμβληματικό αυτό έργο «από ιδεολογικής απόψεως», έγραψε ο Σπαταλάς, «είναι σαν μια ισχυρή απάντηση του Κων. Θεοτόκη, του οπαδού του ιστορικού υλισμού, προς τον άκρως ιδεαλιστή Διονύσιο Σολωμό», μια συνέχεια του μεγαλειώδους σολωμικού έργου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» στη νέα κοινωνική εποχή της «ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας και της βιομηχανίας».
Ο φίλος του Κ. Θ. Αριστοτέλης Σίδερις, αν και υποστήριζε μια πολιτική με προτεραιότητα τη «βελτίωση» της αστικής δημοκρατίας και τη σταδιακή διεκδίκηση της νέας κοινωνίας και είχε αποχωρήσει από το ΣΕΚΕ, δεν αλλοίωσε την πίστη του Κ. Θ., νεκρολογώντας τον, αλλά εξήγησε πως για τον Θεοτόκη «η ηθικότης είναι αδύνατο πράγμα στην αστική πολιτική». Το 1946 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, σε ένα ιστορικό βιβλίο του για εκείνον, με ποικίλες ιδεολογικές εκδοχές για το έργο του και τη ζωή του, κατέληγε στο συμπέρασμα πως εκείνου το έργο «σημαδεύει την αποφασιστικότερη καμπή στο νεοελληνικό μυθιστόρημα», καθώς ήταν κινημένο «από την εναγώνια διεκδίκηση του ιδανικού της κοινωνικής αλλαγής». Σημείωσε: «Από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη αρχίζει - και με πόσην ένταση και με πόσο πάθος ψυχής! - το κοινωνιστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα (...) Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ψυχικά, ιδεολογικά, ανήκει στο λαό και στους αγώνες του λαού για την κοινωνική και την πνευματική του άνοδο».
Είχε, προσέθεσε, «βαθιά ριζωμένη πεποίθηση» τη θέση ότι «η πραγμάτωση κράτους ελευθερίας, δικαίου και κοινωνικής συνεργασίας δεν ήταν δυνατή μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος», γι' αυτό και «κήρυξε με θάρρος την Επανάσταση». Σύμφωνα με τον Κερκυραίο φιλόλογο αγωνιστή και συγγραφέα Περικλή Καλοδίκη, αδελφό του ήρωα του λαού και του ΚΚΕ Σπύρου Καλοδίκη, ο Θεοτόκης εσήμανε πρώτος στην ελληνική πεζογραφία «τον αναπόφευκτο χαμό» του αστικού κοινωνικού καθεστώτος, προχωρώντας στην «καταδίκη του συστήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας».
Οι «Σκλάβοι» αποτέλεσαν, σύμφωνα με τον Τάκη Αδάμο, «ορόσημο και αφετηρία για το ρεαλιστικό σοσιαλιστικό μυθιστόρημα στη χώρα μας». Το έργο του Κ. Θ. τον κατέστησε στον ελληνικό χώρο, κατά τον Αδάμο, «γενάρχη της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας».
Αλλά ο Ντίνος Θεοτόκης δεν ήταν ούτε από τους ανθρώπους που αναζητούσαν δάφνες για τις όποιες δυνάμεις ή και το χρήμα που εισέφεραν τασσόμενοι στις πρώτες γραμμές του εργατικού - λαϊκού κινήματος ενώ μπορούσαν να κάνουν περισσότερα, ούτε σαν άλλους που είχαν ματαιοδοξία είτε έψαχναν υπαρκτές έστω δικαιολογίες και άλλοθι για τα λάθη τους και δεν τα καταδίκαζαν με χαρακτηρισμούς αυστηρότερους κιόλας και από κάθε αναμενόμενον. Ηταν, παρά τις αντιφάσεις του, επαναστάτης σοσιαλιστής. Πόσο; Συγκλονίζει η μαρτυρία που άφησε η Γαλάτεια Καζαντζάκη: «Καμιά του πράξη δεν ξέφευγε την καταδίκη της συνείδησής του, αν του φαινόταν ανάξια. Και θεωρούσε άθλιο τον εαυτό του γιατί ενώ το δικό του χρέος βρισκόταν πλάι σε εκείνους που δούλευαν να καταλύσουν το άνομο καθεστώς της εκμετάλλευσης και της ατομικής ευδαιμονίας, δεν αγωνίστηκε σοβαρά γι' αυτό (...) Και με πόση σκληρότητα καταδίκαζε τη λιποταξία του (...) Δεν γνώρισα άλλον να συγκινείται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γενναία εκδήλωση, στο κάθε ηθικό μεγαλείο, μπρος στην κάθε αρετή, στον κάθε ηρωισμό (...) Μόνο το λαό θεωρούσε αγνό. Μόνο στο λαό βρίσκονταν τα ηθικά κεφάλαια τα χρειαζούμενα για την ανοικοδόμηση της ζωής (...) Πίστευε απόλυτα πως για να φτιαχτεί ένας νέος ηθικός κόσμος, απαλλαγμένος ολότελα από τις αμαρτίες του παλιού, χρειαζόταν ν' αλλάξει από τα θεμέλια το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς (...) Οσο κανένας άλλος ήξερε ποιο είναι το χρέος μπρος στη ζωή και πόσο άθλιοι είμαστε όταν δεν το εχτελούμε».
***
Οι συνθήκες της βαριάς και παρατεταμένης παρανομίας και τα φτωχά μέσα δεν εμπόδισαν το ΚΚΕ να σημάνει πριν από 55 περίπου χρόνια την έναρξη μιας πορείας που έβαλε τέλος σε μια εκδοτική λήθη δεκαετιών και οδήγησε ίσαμε σήμερα σε δεκάδες εκδόσεις και επανεκδόσεις των έργων του Ντίνου Θεοτόκη. Τότε, το 1967, με το λογότυπο του εκτός νόμου εκδοτικού μηχανισμού «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» κυκλοφόρησε τη μελέτη «Κωνσταντίνος Θεοτόκης - Πεζά Εργα - Επιλογή», εκθειάζοντας και αναλύοντας εκ νέου το πολύτιμο έργο του.
Πήρε άξια τη σκυτάλη, μέσα στη χούντα, ο Κερκυραίος αγωνιστής, υποστηρικτής της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας εκδότης Φίλιππος Βλάχος, σπουδαιότερος σύγχρονος ερευνητής της θεοτοκικής πνευματικής κληρονομιάς. Εντοπίστηκαν έτσι και ξεχασμένα έργα του και άγνωστα χειρόγραφά του, χάρη στα οποία ο Κ. Θ. άρχισε να ζωντανεύει εκδοτικά - και στην πορεία και οπτικοακουστικά με κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές - σε όλο του το μεγαλείο.
Πέντε περίπου δεκαετίες νωρίτερα, την 1η Ιούλη 1923, στην Κέρκυρα ο - εικονιζόμενος πάνω - Ντίνος Θεοτόκης «έφευγε» από τη ζωή, σε ηλικία 51 ετών. Αφηνε πίσω του ένα σπουδαίο έργο, που το 'γραψε, όπως είχε σημειώσει το «902.gr» το 2019 παρουσιάζοντας σχετικό αφιέρωμα, με σκοπό «να απελευθερώσει τους σκλάβους από τα δεσμά τους».
Ηταν κοντά του στη στερνή κι επίπονη περίοδό του, μαζί με οικείους του, ο συμπατριώτης και συναγωνιστής του επαναστάτης ποιητής Νίκος Λευτεριώτης. «Οι εργάτες και οι διάφοροι διανοούμενοι νέοι, που επρωτοστατούσαν στην όμορφη εκείνη δράση, τον ελάτρευαν κυριολεκτικώς», έγραψε ο Λευτεριώτης για τον ρόλο του Θεοτόκη στην Κέρκυρα μια δεκαετία περίπου νωρίτερα. Πάσχιζε ο Ντίνος Θεοτόκης στο κρεβάτι του, αγωνιστής ως το τέλος, να τελειώσει ένα νέο διήγημα. Δεν πρόλαβε. Είχε εξομολογηθεί στον Λευτεριώτη: «Οι σοσιαλιστικές ιδέες μού ξεσκέπασαν έναν καινούριο κόσμο, απέραντο, που δεν τον εφανταζόμουν».
Αλέκος ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου