Για τη Μαρφίν δε λέτε τίποτα – “Υπέρμετρη επιβάρυνση για τον εργοδότη” έκρινε τα ποσά της αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων ο Άρειος Πάγος
Το εφετείο είχε επιδικάσει πριν τέσσερα χρόνια από 25.000 ως 350.000
ευρώ ως αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε υπαλλήλους και συγγενείς
θυμάτων, για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν«από το κίνδυνο
ζωής που διέτρεξαν, από την παρεπόµενη σωµατική τους ταλαιπωρία, τα
απότοκα προβλήµατα υγείας και όλη την ψυχική πίεση µε την οποία
επιβαρύνθηκαν από την κρίσιµη µέρα και εφεξής».
Ο Άρειος Πάγος ήρθε να ανατρέψει πλήρως αυτό το σκεπτικό, κρίνοντας πως το Εφετείο«υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισµό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριµένη περίπτωση ως χρηµατική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων µελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχηµα, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων».
Οι δικαστές δε διέκριναν καμία ιδιαιτερότητα στο περιστατικό, συγκρίνοντας το με “ατυχήµατα που συµβαίνουν στην καθηµερινή πραγµατικότητα, µε τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο”. Ήταν η κακιά η ώρα δηλαδή. Το σκεπτικό του δικαστήριου “απογειώνεται” στη συνέχεια, όταν εμμέσως πλην σαφώς αγανακτούν για τη δύσμοιρη εργοδοσία, που καλείται να πληρώσει τα σπασμένα των τρομοκρατών, ενώ η ίδια μικρή ευθύνη είχε:
«Προκαλεί αγανάκτηση στον µέσο κοινωνικό άνθρωπο µια “τυφλή” και παράλογη τροµοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζόµενους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεµία αφορµή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχοµένως, του ότι εργάζονταν σε ηµέρα γενικής απεργίας), δεν µπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες και όχι οι άγνωστοι τροµοκράτες. Και τούτο ακόµη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αµέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, µόνο κατά ένα µικρό µέρος συνδέεται µε το αποτέλεσµα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τροµοκρατικής ενέργειας».
Ουδεμία αναφορά γίνεται στον τρόπο με τον οποίο συνέβη το γεγονός, κάτι το οποίο είχε λάβει υπόψη του το Εφετείο, δηλαδή ότι η εργοδοσία και οι διευθυντές γνώριζαν πως το κτίριο είχε στοχοποιηθεί και στο παρελθόν, χωρίς να λάβουν απόφαση εκκένωσής του, παρά μόνο μετά από επανειλημμένες εκκλήσεις της υποδιευθύντριας, που έλαβε την τελική έγκριση κλεισίματος του υποκαταστήματος, μόνο αφότου πια οι 3 υπάλληλοι είχαν φύγει από τη ζωή. Είναι επίσης γνωστό ότι το υποκατάστημα δεν πληρούσε τις προδιαγραφές ασφαλείας, μη διαθέτοντας τις προβλεπόμενες δυο εξόδους κινδύνου.
Όλα αυτά προφανώς για το ανώτατο δικαστήριο δεν είναι τίποτε μπροστά στην “υπέρμετρη επιβάρυνση του εργοδότη”, ενώ σχολίασε πως τα ποσά που επιδικάστηκαν ήταν “συναισθηματικώς διογκωμένα”. Ευτυχώς όμως που η αστική δικαιοσύνη αργά ή γρήγορα ξεπερνάει τέτοιους συναισθηματισμούς και βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Η τελική απόφαση θα ληφθεί στη νέα εκδίκαση της υπόθεσης σε 1,5 μήνα. Εκτός από την απόφαση του Εφετείου, τα θύματα της υπόθεσης είχαν δικαιωθεί και στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, όπου τους είχε αναγνωριστεί δικαίωμα αποζημίωσης από το δημόσιο.
Από Κατιούσα
Ο Άρειος Πάγος ήρθε να ανατρέψει πλήρως αυτό το σκεπτικό, κρίνοντας πως το Εφετείο«υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισµό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριµένη περίπτωση ως χρηµατική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων µελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχηµα, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων».
Οι δικαστές δε διέκριναν καμία ιδιαιτερότητα στο περιστατικό, συγκρίνοντας το με “ατυχήµατα που συµβαίνουν στην καθηµερινή πραγµατικότητα, µε τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο”. Ήταν η κακιά η ώρα δηλαδή. Το σκεπτικό του δικαστήριου “απογειώνεται” στη συνέχεια, όταν εμμέσως πλην σαφώς αγανακτούν για τη δύσμοιρη εργοδοσία, που καλείται να πληρώσει τα σπασμένα των τρομοκρατών, ενώ η ίδια μικρή ευθύνη είχε:
«Προκαλεί αγανάκτηση στον µέσο κοινωνικό άνθρωπο µια “τυφλή” και παράλογη τροµοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζόµενους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεµία αφορµή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχοµένως, του ότι εργάζονταν σε ηµέρα γενικής απεργίας), δεν µπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες και όχι οι άγνωστοι τροµοκράτες. Και τούτο ακόµη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αµέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, µόνο κατά ένα µικρό µέρος συνδέεται µε το αποτέλεσµα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τροµοκρατικής ενέργειας».
Ουδεμία αναφορά γίνεται στον τρόπο με τον οποίο συνέβη το γεγονός, κάτι το οποίο είχε λάβει υπόψη του το Εφετείο, δηλαδή ότι η εργοδοσία και οι διευθυντές γνώριζαν πως το κτίριο είχε στοχοποιηθεί και στο παρελθόν, χωρίς να λάβουν απόφαση εκκένωσής του, παρά μόνο μετά από επανειλημμένες εκκλήσεις της υποδιευθύντριας, που έλαβε την τελική έγκριση κλεισίματος του υποκαταστήματος, μόνο αφότου πια οι 3 υπάλληλοι είχαν φύγει από τη ζωή. Είναι επίσης γνωστό ότι το υποκατάστημα δεν πληρούσε τις προδιαγραφές ασφαλείας, μη διαθέτοντας τις προβλεπόμενες δυο εξόδους κινδύνου.
Όλα αυτά προφανώς για το ανώτατο δικαστήριο δεν είναι τίποτε μπροστά στην “υπέρμετρη επιβάρυνση του εργοδότη”, ενώ σχολίασε πως τα ποσά που επιδικάστηκαν ήταν “συναισθηματικώς διογκωμένα”. Ευτυχώς όμως που η αστική δικαιοσύνη αργά ή γρήγορα ξεπερνάει τέτοιους συναισθηματισμούς και βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Η τελική απόφαση θα ληφθεί στη νέα εκδίκαση της υπόθεσης σε 1,5 μήνα. Εκτός από την απόφαση του Εφετείου, τα θύματα της υπόθεσης είχαν δικαιωθεί και στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, όπου τους είχε αναγνωριστεί δικαίωμα αποζημίωσης από το δημόσιο.
Από Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου