65% του μέσου μισθού, σε αντιπαραβολή με χώρες όπως η Λετονία και η Ιρλανδία, όπου το ποσοστό αναπλήρωσης της κύριας σύνταξης προς το μισθό είναι κάτω από το 30%. Είναι φανερό ότι οι συγκρίσεις αυτές θέτουν το στόχο για τις κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου σε ό,τι αφορά τις επόμενες αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.
Η προπαγάνδα γύρω από το «γενναιόδωρο» τάχα ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα μας, στην οποία πρωτοστάτησαν το ΔΝΤ, η ΕΕ και τα κόμματά τους, αποτέλεσαν διαχρονικά άλλοθι για μεγάλες μειώσεις και ανατροπές. Η επανάληψή τους σήμερα αξιοποιείται ως άλλοθι από τον ΣΥΡΙΖΑ για τις περικοπές που έχει κάνει ως κυβέρνηση, προετοιμάζοντας τις επόμενες. Κι αυτό καθώς μετά την ψήφιση του νόμου 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου), οι συντάξεις μπαίνουν σε μόνιμη πρέσα, με αποτέλεσμα η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη από το 17,1% του ΑΕΠ, το 2017, να μειωθεί στο 12,7% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, ενώ και η κρατική χρηματοδότηση της δημόσιας Ασφάλισης να περιοριστεί και αυτή στο 4,8% του ΑΕΠ. Κι όλα αυτά στο όνομα της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού συστήματος, που είναι η βάση και της κριτικής που ασκεί το ΔΝΤ στις μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις.
* * *
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όμως, απ' όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις και τη σημερινή, έχουν οδηγήσει ώστε περίπου 1 εκατομμύριο συνταξιούχοι (985.843), δηλαδή το 38,4% του συνόλου, να έχουν εισόδημα από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) κάτω από 600 ευρώ μεικτά, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ, έχοντας χάσει μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Οι συνθήκες ανέχειας, στις οποίες ζουν εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι, είτε δεν καταγράφονται, είτε εξωραΐζονται στις εκθέσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, που μόνο στόχο έχουν να προετοιμάσουν τον επόμενο γύρο επίθεσης στα συστήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων. Στο πλαίσιο αυτό, τα δημόσια συστήματα αντιμετωπίζονται όχι μόνο ως κόστος για το κράτος και την εργοδοσία, αλλά και ως εμπόδιο στην ανάπτυξη των ιδιωτικών συστημάτων Ασφάλισης και γι' αυτό θα πρέπει να συρρικνωθούν στο έπακρο.
Τη στρατηγική αυτή υπηρετεί με συνέπεια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η οποία κράτησε σε απόλυτη ισχύ όλο το αντιασφαλιστικό πλαίσιο των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά πάνω σε αυτό, με μια σειρά νομοθετήματα, με κορωνίδα τον νόμο Κατρούγκαλου, συνέχισε τη συμπίεση και υπονόμευση της Κοινωνικής Ασφάλισης, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις καλύτερες προϋποθέσεις, για να «ανθίσουν» τα αμιγώς ιδιωτικά συστήματα Ασφάλισης.
* * *
Δεν αρκείται όμως σ' αυτό, αλλά με θράσος απογειώνει και την κοροϊδία, σε βάρος ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Οπως κάνει απέναντι σε όσους απέμειναν να παίρνουν το ΕΚΑΣ των 12 ευρώ το μήνα (!) για τελευταία χρονιά φέτος, αφού του χρόνου καταργείται εντελώς. Σε ορισμένες μόνο κατηγορίες αυτών των χαμηλοσυνταξιούχων (ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας άνω του 80% ή σε ζευγάρι συνταξιούχων που το έχασαν και οι δύο), η κυβέρνηση δίνει σαν «αντίδωρο» την απόδοσή του και τη μη συμμετοχή τους στα φάρμακα, ή την απόδοση του ποσού των 12 ευρώ σε έναν από τους δύο συνταξιούχους!
Εννοείται, βέβαια, ότι και αυτά τα ψίχουλα που διαφήμιζε η κυβέρνηση παύουν να δίνονται στο τέλος του χρόνου, με την οριστική κατάργηση του ΕΚΑΣ.
Πρόκειται για απροκάλυπτη κοροϊδία, αφού περίπου 370.000 χαμηλοσυνταξιούχοι στερούνται διά παντός ένα επίδομα που είχε θεσπιστεί ως αντιστάθμισμα στη διαρκή συρρίκνωση των συντάξεων. Μόνο την τετραετία 2016 - 2019, περίοδος που σταδιακά εξελίσσεται η συρρίκνωση του ΕΚΑΣ, οι χαμηλοσυνταξιούχοι έχασαν και θα χάσουν το ποσό των 2,393 δισ. ευρώ! Από του χρόνου δεν θα λαμβάνουν ούτε ένα ευρώ. Και όμως η κυβέρνηση, την ώρα που «σφάζει στο γόνατο» τους συνταξιούχους, που ρίχνει στον Καιάδα τους χαμηλοσυνταξιούχους, τολμά να παριστάνει την κοινωνικά «ευαίσθητη», να διαφημίζει τα κουρέλια που τους φορά για να μην είναι σε κοινή θέα οι πληγές τους και να υπόσχεται ότι τώρα που «τέλειωσαν τα μνημόνια έρχονται καλύτερες μέρες»! Ποιος έχασε όμως την τσίπα για να τη βρει η ...«πρώτη φορά αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου