Υποχρεωτικός ή απαράδεκτος ο συμβιβασμός;
Η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Εχει τονιστεί, σ’ ό,τι αφορά το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ότι επρόκειτο για έναν απαράδεκτο συμβιβασμό, για μια συνθηκολόγηση άνευ όρων. Εχει όμως εκφραστεί και η άποψη πως ό,τι έγινε, καλώς έγινε, ότι δεν υπήρχαν περιθώρια να συνεχίσει το ΕΑΜικό κίνημα τον πόλεμο έξω από την Αθήνα προσδοκώντας σε ευνοϊκά αποτελέσματα, ή ότι ο συμβιβασμός αυτός ήταν αποτέλεσμα παραίνεσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα του
Σοβιετικής …έμπνευσης η Βάρκιζα;
Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης χρησιμοποιούν, ως επιχείρημα, το γνωστό τηλεγράφημα του Δημητρόφ προς το ΚΚΕ, με το οποίο ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης – τότε είχε την ευθύνη επαφής του ΚΚΣΕ με τα ΚΚ ανά τον κόσμο – συμβούλευε, κατά κάποιο τρόπο, για συμβιβασμό, κάτι που το ΕΑΜικό κίνημα δεν είχε αποκλείσει, όταν υπέγραφε τη συμφωνία ανακωχής, ως πιθανό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεών του με την αντίπαλη πλευρά.Δε χωράει αμφιβολία, ότι αυτό το τηλεγράφημα (δημοσιεύεται ολόκληρο σε διπλανή στήλη) έπαιξε ρόλο, αλλά όχι φυσικά αυτόν που ισχυρίζονται όσοι το αξιοποιούν για να δικαιολογήσουν τις υποχωρήσεις που έκανε στη Βάρκιζα το ΕΑΜικό κίνημα. Και τούτο, για τον απλό λόγο, ότι είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα μια συμβουλή για «εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών» και ο συγκεκριμένος συμβιβασμός, που τελικά πραγματοποιήθηκε. Σε τελευταία ανάλυση, την τελική ευθύνη των αποφάσεων την είχε το ΕΑΜ και πρωτίστως το ΚΚΕ, ως καθοδηγητική του δύναμη, που συγκέντρωνε και τον κύριο όγκο των δυνάμεών του. Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το όλο ζήτημα του συμβιβασμού της Βάρκιζας παίχτηκε σε ελληνικό έδαφος κι όχι σε… σοβιετικό, όπως περιέργως θέλουν ορισμένοι να μας πείσουν. Εδώ έγιναν οι προετοιμασίες της κάθε πλευράς για τις θέσεις που θα προέβαλε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, εδώ έγιναν οι διαπραγματεύσεις, εδώ έγιναν οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, εδώ ασκήθηκαν οι πιέσεις που οδήγησαν τους εκπροσώπους του ΚΚΕ να συμβιβαστούν κατ’ αρχήν στο ζήτημα της αμνηστίας και στη συνέχεια σ’ όλα τα υπόλοιπα.
Από το τηλεγράφημα του Δημητρόφ, κατά τη γνώμη μας, εκείνο που ίσως βάρυνε περισσότερο στις αποφάσεις των εκπροσώπων του ΚΚΕ στη Βάρκιζα και ειδικά στις αποφάσεις του Γ. Σιάντου, είναι μάλλον η συμβουλή του Βούλγαρου ηγέτη, ότι για το ΚΚΕ «το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ». Και τέτοιος κίνδυνος για διάσπαση του ΕΑΜ εκφράστηκε, τουλάχιστον ως απειλή, τόσο πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τη στάση που κράτησε ο Σβώλος, όσο και ιδιαίτερα στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, με τη στάση που κράτησε ο Τσιριμώκος. Οφείλουμε όμως να βλέπουμε την αλήθεια με το κεφάλι προς τα πάνω κι όχι με τα πόδια στη θέση του κεφαλιού. Το κύριο δεν είναι αυτή – η πέρα για πέρα σωστή ως γενική αρχή – συμβουλή του Δημητρόφ, εφόσον έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την υποχωρήσεις των κομμουνιστών αντιπροσώπων. Αν βάρυνε αποφασιστικά αυτή η συμβουλή, το κύριο βρίσκεται στο γεγονός ότι οι κομμουνιστές αντιπρόσωποι στη Βάρκιζα σύρθηκαν πίσω από τον Τσιριμώκο και τους φίλους του, επειδή δεν είχαν ορθή εκτίμηση για την εμβέλεια των συμμάχων του ΚΚΕ μέσα στο ΕΑΜ, επειδή δεν είχαν ορθή εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων – στρατιωτικά και πολιτικά – μέσα στην ελληνική κοινωνία και της επιρροής της πολιτικής του κόμματος μέσα στις λαϊκές μάζες, επειδή δε στάθμισαν σωστά τη συγκυρία.
Μπορούσε ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον πόλεμο;
Για να εκτιμήσει κανείς σωστά το χαρακτήρα που είχε ο συμβιβασμός στη Βάρκιζα θα πρέπει, αναμφίβολα, να εξετάσει τη στρατιωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αντίπαλες δυνάμεις εκείνη την περίοδο. Ειδικά για το ΕΑΜικό κίνημα, αυτό σημαίνει να εξεταστεί η δυνατότητα που είχε για συνέχιση του πολέμου έξω από την Αθήνα.Είναι γνωστό ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν είχε πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά και είχε παραμείνει ανέπαφος. Επρόκειτο ουσιαστικά για τις πιο ετοιμοπόλεμες και εμπειροπόλεμες δυνάμεις του, που είχαν – και μετά την ανακωχή – τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συνέχιζαν να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Αν συνεχίζονταν οι μάχες έξω από την Αθήνα, οι βρετανικές δυνάμεις, τόσο από άποψη όγκου όσο και από άποψη διάταξης και εκπαίδευσης, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ. Κατ’ αρχήν δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, ούτε να συναγωνιστούν μαζί του στον ανταρτοπόλεμο. Για τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ, αλλά και τις προετοιμασίες που γίνονταν ώστε να αντιμετωπίσει τους Εγγλέζους, μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, ο Σαράφης αναφέρει: «Ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο, για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί». Στη συνέχεια, αφού σημειώνει τις σχετική διαταγές που εκδόθηκαν γι’ αυτή την προετοιμασία, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ τονίζει: «Στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση» (Στ. Σαράφη: «»Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559 – 560).
Τις δυνατότητες, που είχε ο ΕΛΑΣ να κάνει πόλεμο έξω από την Αθήνα – και τις δικές τους αδυναμίες να τον αντιμετωπίσουν – παραδέχονται και οι Εγγλέζοι. Ο Στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944 – 1945 (αντικατέστησε τον Ουίλσον), στις 21 Δεκεμβρίου του ’44 έγραφε στον Τσόρτσιλ: «Εάν υποθέσωμε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσωμε την περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και να την κρατήσωμε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσωμε σε συνθηκολόγηση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνωμε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την Κατοχή είχαν διατηρήσει έξι έως επτά μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός από τις τέσσερις περίπου στα νησιά. Ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνιών των, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμε λιγώτερο ισχυρά αντίσταση και λιγότερο αποφασιστική από όσην συνάντησαν εκείνοι. Πρέπει να επιβλέπωμε πολύ προσεκτικά τις προθέσεις των Γερμανών στο ιταλικό μέτωπο. Τα τελευταία γεγονότα στη δύση και η σιωπή της 16ης Μεραρχίας των SS, που ευρίσκονται μπροστά στην 5η Αμερικανική Στρατιά, δείχνουν κάποιον ελιγμό που πρέπει να προσέξωμε. Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθή με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα…».
Ο Τσόρτσιλ ομολογεί την αδυναμία του
«… Γενικά, γνωρίζετε, ελπίζω, ότι μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω τις επιθυμίες σας, αλλά εύχομαι να κατορθώσετε να βρείτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων». Την επομένη, 22 του Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ απαντούσε: «Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών – Πειραιώς» (Βλέπε: Ουιν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος – Απομνημονεύματα», εκδόσεις: «Ελληνική Μορφωτική Εστία», μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ, σελ. 336).
Μπροστά σ’ αυτές τις αποκαλυπτικές ομολογίες των Βρετανών, δεν είναι δυνατόν να προσθέσει κανείς τίποτε περισσότερο. Είναι προφανές, πως η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν μια ζημιογόνα συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος και δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό των δυνάμεων. Ηταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός και από στρατιωτική και από πολιτική άποψη. Αν ο πόλεμος συνεχιζόταν έξω από την Αθήνα αναμφίβολα η τύχη του κινήματος θα ήταν διαφορετική. Ακόμη κι αν δεν κατάφερνε να νικήσει ολοκληρωτικά και να πετάξει τα στρατεύματα των Βρετανών επιδρομέων στη θάλασσα, σίγουρα θα μπορούσε να επιτύχει πολύ καλύτερο – ακόμη και πλεονεκτικό για τα συμφέροντά του – συμβιβασμό με τον αντίπαλο. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στις αρχές Φλεβάρη του ’45 ξεκίνησε στην Κριμαία η Διάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων δυνάμεων της αντιχιτλερικής συμμαχίας που έμεινε στην ιστορία ως «Διάσκεψη της Γιάλτας». Αναμφίβολα, σ’ αυτή τη Διάσκεψη, η θέση της Βρετανίας θα ήταν πολύ δύσκολη με ανοιχτό το ελληνικό ζήτημα και με πόλεμο ανάμεσα στις στρατιωτικές της δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος κατά του φασισμού, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ανατολή συνεχιζόταν.
Το τηλεγράφημα του Δημητρόφ
Το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρόφ, πάνω στο οποίο έχουν «οικοδομηθεί» διάφορες θεωρίες και αντιιστορικές ερμηνείες της Συμφωνίας της Βάρκιζας, λήφθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στις 15 Γενάρη του ’45. Το πλήρες περιεχόμενό του έχει ως εξής:
«Ο Παππούς νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους Ελληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας, η οποία θα τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Ελληνες συντρόφους, ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Ολα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Ελληνες.
Ελληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί. Αλλά δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών, για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή, για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος. Για το ελληνικό κόμμα, το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ.
Γιατί ΕΑΜ, ΓΣΕΕ και χωριστές προσωπικότητες, ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα Συνδικάτα και Εργατικό Κόμμα Αγγλίας, στις αμερικάνικες μαζικές οργανώσεις και Συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού, για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους; Αυτό θα ‘πρεπε να κάνουν με όλους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα» («Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος Ε`, έκδοση ΚΚΕ Εσωτερικού, Αθήνα 1974 και Ρώμη 1973 σε επιμέλεια Α. Παπαπαναγιώτου, σελ. 325 – 326).
Πηγή: Ειδικό αφιέρωμα Ριζοσπάστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου