Σκίτσο του Δημ. Μεγαλίδη
|
«Με το πικρό χαμόγελο και τα σφιγμένα χείλη
βουβά τον ίσκιο σου έλιωνες στην πολιτεία των τάφων
εδώ σε θάβουν ζωντανό αν θέλεις νά 'σαι τίμιος
παιδί σε 'χτισαν γέρασες χωρίς σταλιά να ζήσεις.
* * *
Μήνες και χρόνια μέτραγες δεκάχρονα κατόπι
κιόλο η πηγάδα βάθαινε κι αψήλωνε ο τοίχος
παρηγοριά και μάθημα ενός λαού δεμένου
και μίαν αυγή ανοιξιάτικην που ανάκραζε αγάπη
τρυφερά σ' αγκαλιάσανε οι αδερφομάχοι αγγέλοι
και σε φορτώσανε, κανείς δεν άκουσε τα βόλια
και τώρα μέσα στο σωρό τα κόκαλα μην ψάχνεις
να ξεχωρίσεις τα δικά σου. Είν' όλα καθενού!!!
* * *
Οχι συμπόνια, κλάμα, οργή. Ντροπή σου μάνα Ελλάδα».
(Κ. Βάρναλη «Τάκης Φίτσος»)
Στις 16 Απρίλη 1949, ο Τάκης Φίτσος
και οι σύντροφοί του εκτελούνται από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς στο
νεκροταφείο της Χαλκίδας. Ποιος ήταν, όμως, ο Τ. Φίτσος; Γιατί η ζωή και
η δράση του γέννησε τέτοιο μίσος στην αντίδραση, ώστε να ζητά εκδίκηση
με αίμα; Ποιοι ήταν οι αγώνες του;
Ο Τάκης (Δημήτρης) Φίτσος ήταν εξέχουσα μορφή της ελληνικής δημοσιογραφίας και του λαϊκού μας κινήματος. Ηρωας και μάρτυρας του ΚΚΕ. Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδας. Συνδέεται με το εργατικό κίνημα. Δημοσιογραφεί. Ασχολείται με τα Γράμματα. Στέλνει διηγήματά του στον «Νουμά». Στην Αθήνα σπουδάζει Νομικά. Ανήκει στη φιλολογική «Συντροφιά» με Βάρναλη, Ανθία, Βέλτσο και άλλους προοδευτικούς διανοούμενους. Εντάσσεται στο ΚΚΕ. Αναδείχνεται (στα 1922-'23) αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ και μετά στον «Ριζοσπάστη». Γνωρίζει απίθανες διώξεις. Απελευθερώνεται το 1943 και περνάει στη Ρούμελη, όπου τον υποδέχεται ο Αρης Βελουχιώτης.
Αναλαμβάνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το '44, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης. Μετά τη Βάρκιζα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον «Ριζοσπάστη» στην Αθήνα. Το 1947 στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία. Το 1948 μεταφέρεται στη Χαλκίδα. Καταδικάζεται από το Εκτακτο Στρατοδικείο σε θάνατο. Και μαζί με άλλους 4 συντρόφους και 4 αγωνίστριες, εκτελείται στις 16 Απρίλη 1949.
Στην
ομιλία του στη Λαμία
|
Καταγωγή και καταβολές
Γεννήθηκε στην Υπάτη (χωριό ηρωικό, που κάηκε στην Κατοχή) το 1898. Το 1904 φέρεται γραμμένος στα Δημοτολόγια της Λαμίας, όπου μετοίκησαν οι γονείς του και τέλειωσε το Γυμνάσιο.
Ο πατέρας του Χρήστος, καπνέμπορος - πέθανε το 1926 - τον ήθελε δικηγόρο και τον έστειλε στην Αθήνα. Το «αρχοντόπουλο της Λαμίας» - όπως τον έλεγαν - μπήκε στη Νομική Σχολή και βγήκε με πολλές γνώσεις, δεινός ρήτορας, αλλά «προλετάριος».
Η μάνα του Ελισάβετ, το γένος Ράπτη, γεύτηκε τις πίκρες όλων των κατατρεγμών του κι «έφυγε» μετά το σκοτωμό του. Είχε δύο αδελφές, την Ιφιγένεια και τη Ζούλα (Ζωή), σπουδαγμένες και αυτές. Πρώτος ξάδερφός του ο Κώστας Φίτσος, ήταν ανθυπολοχαγός στον ΕΛΑΣ, λοχαγός στο ΔΣΕ, αιχμαλωτίστηκε στην Πάρνηθα το 1948 και δολοφονήθηκε άνανδρα επιτόπου, από παρακρατικούς.
Σόι με αγωνιστικές ρίζες και παραδόσεις. Ο Τ. Φίτσος πήρε το όνομα του παππού του Δημήτρη, που νεαρός υπήρξε πολεμιστής του 1821, και πέθανε το 1870, ενώ ο πατέρας του (ο προπάππους του Τάκη) σκοτώθηκε στην Επανάσταση του '21.
Σκίτσο του Βέλμου
|
Στους λογοτεχνικούς κύκλους
Ο Φίτσος στα μαθητικά του χρόνια έδειξε την κλίση και το ταλέντο του στη λογοτεχνία. Εγραφε ποιήματα και διηγήματα. Εστελνε συνεργασίες στον «Νουμά», που έβγαζε ο Ταγκόπουλος. Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν το 1919, 1920, 1921.
Στην Αθήνα, ήταν από τους πρώτους στις φιλολογικές παρέες - όπως γράφει ο Πάνος Λαγδάς - και ασκούσε μεγάλη επιρροή. Συμμετείχαν, από τους παλιούς, ο Βάρναλης, ο Βουτυράς, ο Σημηριώτης, ο Φιλήντας και, από τους νεότερους, ο Καρούσος, ο Κατηφόρης, ο Ανθίας, ο Βέλμος κ.ά.
Σε επιφυλλίδα του στον «Ριζοσπάστη» (2/2/1994), ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου γράφει: «Ο "Νουμάς" στην περίοδο που η κοινωνία έχει αλλάξει με την πολιτική ωριμότητα των εργαζομένων στην πόλη και την ύπαιθρο, φιλοδοξεί να στρέψει την προσοχή των στοχαστών σε μια διανόηση απαλλαγμένη από αισθηματολογίες, ρομαντισμούς, υποκειμενισμούς. Αποφασίζει να συνοδοιπορήσει με το νέο πολιτικό κόμμα των εργατών, των αγροτών και όλων των εργαζομένων για τη διαμόρφωση του σύγχρονου τύπου ανθρώπου, του κοινωνικού αγωνιστή. Ο Τάκης Φίτσος είναι αυτός ο ανθρώπινος τύπος, που έχει καλλιεργήσει η εποχή. Τον μαγνητίζει η πάλη για την έξοδο της κοινωνίας από τη στασιμότητα».
Λαμία. Πίσω και αριστερά από τον Αρη Βελουχιώτη, ο
Τάκης Φίτσος, Γραμματέας του ΕΑΜ Στερεάς
|
«Απλός στρατιώτης»
Στο βιβλίο του «Αρης Βελουχιώτης - Ο πρώτος του αγώνα», ο Π. Λαγδάς γράφει για τον Τ. Φίτσο: «Ο Φίτσος ήταν μια αγνή μορφή (...) με την προσωπική του δραστηριότητα είχε συμβάλει να συγκροτηθεί μια ΚΟ στην Αθήνα γερή και με πιστούς συντρόφους. Είχε τη φήμη του πιο θαρραλέου μαχητή, που κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες - διωγμούς, ξυλοδαρμούς και άλλες δυσκολίες - έκανε το καθήκον του. Στο λόγο που έβγαζε στο δρόμο ή στην πλατεία, στις προκηρύξεις, στην εφημερίδα όπου δούλευε εξαντλητικά. Δοσμένος ολόψυχα στο κίνημα, ενσάρκωνε τον τύπο του "επαγγελματία επαναστάτη". Για πιο μεγάλη του τιμή δεν είχε παρά να στέκει πιστά και ακλόνητα απλός στρατιώτης».
Ο Βάσος Γεωργίου, σε αφιέρωμα στα «75 χρόνια του ΚΚΕ» (Ρ.12/12/1993), γράφει για τον Τ. Φίτσο: «Ξακουστός δημοσιογράφος και αυτός, στέλεχος του Κόμματος, μέλος της ΚΕ παλιά. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και εξορίες, γεμάτος στερήσεις και κακουχίες, αν και δεν προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Πολύ λεπτός και ευαίσθητος άνθρωπος, στα εφηβικά νεανικά του χρόνια, έγραφε ποιήματα και θα γινόταν καλός ποιητής, που θα συγκινούσε και θα ενθουσίαζε, αν δεν τον είχε κερδίσει ολόψυχα ο επαναστατικός αγώνας».
Απελευθέρωση της Λαμίας από τους Γερμανούς. Ο Αρης
μιλάει από εξώστη. Δεξιά του, ο Τάκης Φίτσος
|
Στον «Ριζοσπάστη»
Ο «Ριζοσπάστης», που τον έβγαζε ο Πετσόπουλος, άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα σαν καθημερινή εφημερίδα από τις 23/7/1917. Εγινε όργανο του Κόμματος από τις 2/6/1920. Το Δεκέμβρη του 1924, τη Διεύθυνση της εφημερίδας ανέλαβε ο Τάκης Φίτσος.
Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο Φίτσος, πριν περάσει στη σύνταξη του «Ριζοσπάστη» (1922), έβγαζε τη «Νεολαία» - βδομαδιάτικο κομμουνιστικό περιοδικό.
Εξόριστος στη Γαύδο
Από τους πρώτους που εξορίστηκαν στη Γαύδο ήταν ο Τ. Φίτσος, όπως και πολλά άλλα επώνυμα στελέχη. Στο Λιβυκό πέλαγος, εκεί όπου ο νους είναι αδύνατο να συλλάβει τι τραβούσαν οι εξόριστοι. Δεν «τραβούσαν» απλώς, πέθαιναν. Ηταν κόλαση! Πριν φτάσουν εκεί, έπρεπε να περάσουν από το Καθαρτήριο στα Σφακιά. Να ζήσουν δυο - τρεις μέρες (ευτυχείς αν ήταν μόνον ώρες) στην Αστυνομία στ' Ασκήφου. Να ταφούν ζωντανοί εφτά οργιές κάτω απ' τη γη. Μέχρι να τους ανεβάσουν στον Απάνω κόσμο. Για να τους πάρει το πλεούμενο και να τους «ξεβράσει» στο ερημονήσι.
Εκεί γράφτηκε ένα σπουδαίο ιστορικό ντοκουμέντο, ένα συγκλονιστικό γραπτό κείμενο, ένα βιβλίο 25 σελίδων, το ρεπορτάζ του Τάκη Φίτσου με τίτλο «ΣΤΗ ΓΑΥΔΟ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ».
Τέτοιο κείμενο είναι σπάνιο είδος. Το ρεπορτάζ φέρει ημερομηνία 15 Μάη 1933. Το ρεπορτάζ καταλήγει με έκκληση για Αμνηστία που την υπογράφουν οι εξόριστοι: Τ. Φίτσος, Θ. Κλάρας, Καραμπέτσος, Σκράπας, Μάζαρης, Ι. Μολάς, Θ. Ριγανάς, Κ. Σανιδάς, Ι. Τσέκος, Ανδρεαδέλης, Δελόλμας, Τσουμάκος, Πετρίδης, Δράμιτσας, Καπόλας, Μωραΐτης, Ασ. Γκιουβέκας, Ταμπαζόπουλος, Παπαζήσης, Μ. Λίτσκας, Λ. Τζήμας, Μαντζαρίδης, Σαραντάκης, Σ. Μαρμαράς, Π. Καλαναρχόπουλος, Δ. Αλεξόπουλος, Κ. Μελίκογλου, Μίγκος («Ρίζος» 30/5/1933).
Ακροναυπλία και πέρασμα στο βουνό
Η 4η Αυγούστου 1936 κλείνει τον Φίτσο στην Ακροναυπλία. Νέος
Γολγοθάς στα κάτεργα για 5 χρόνια. Και άλλος μεγαλύτερος μετά το 1941.
Πλάκωσε η χιτλεροφασιστική κατοχή. Η άρχουσα τάξη παραδίνει τους
Ακροναυπλιώτες στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. Δεν τους
απελευθέρωσε με τον πόλεμο του '40, όταν ζητούσαν να πάνε να πολεμήσουνε
στο Αλβανικό Μέτωπο. Δεν τους απελευθερώνει το '41 που θέλουν να πάρουν
μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Οι κομμουνιστές πρέπει να εξοντωθούν. Δεν
απολύονται, αν δεν υπογράψουν «δήλωση μετανοίας».
«Το Γενάρη 1943, οι Γερμανο-Ιταλοί αποφασίζουν να αδειάσουν αυτό το κάτεργο. Ενα πρωί ακούμε τους "Ελληνες" φρουρούς μας: Οσοι ακούσουν τα ονόματά τους να ετοιμαστούν για μεταγωγή. Είναι 200. Ανάμεσά τους και ο Φίτσος». Αυτά γράφει ο Αλέκος Παπαδάτος και συνεχίζει: «Μας μεταφέρανε στο τρένο, μας έκλεισαν σε φορτηγά βαγόνια. Χαράματα φτάσαμε στην Πάτρα. Μας μπαρκάρισαν σε βαπόρι και μας έβγαλαν σ' έναν όρμο στο Μεσολόγγι. Από εκεί, με φορτηγά αυτοκίνητα στην Κατούνα. Μείναμε λίγο καιρό σ' ένα σχολείο. Ασιτία, ταλαιπωρίες. Πεθαίνει ο γιατρός Σιδερίδης. Αργότερα, μας πάνε στον κάμπο της Βόνιτσας, μένουμε σε τσαντίρια, άλλες ταλαιπωρίες. Σε λίγο καιρό, άλλη μεταγωγή. Μας φορτώνουν σε πλοίο που αράζει στο Λαζαρέτο.
Είμαστε σε ιταλικό στρατόπεδο. Το Σεπτέμβρη του 1943, συνθηκολογεί η Ιταλία. Τριακόσιοι και πλέον όμηροι χαιρόμαστε τη λευτεριά. Οι Ιταλοί δε φέρνουν εμπόδια. Περνάμε με καΐκια στην Κέρκυρα. Και από εκεί κατά μικρές ομάδες με τη βοήθεια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ περνάμε στην Αλβανία και Ηπειρο. Την ευθύνη για όλο το στρατόπεδο είχαν οι Τ. Φίτσος, Ηλίας Καρράς, Νίκος Κανακαρίδης, Γιάννης Κουτσοδήμος, Νίκος Σαλταγιάννης, κ.ά.».
Το 1943, ο Φίτσος φτάνει στη Ρούμελη. Αναλαβαίνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το '44, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης Ανταμώνει με τους παλιούς συντρόφους. Αναπτύσσει δραστηριότητα, μιλάει σε συγκεντρώσεις. Ενθουσιάζει, αλλά και ενθουσιάζεται στην Ελεύθερη Ελλάδα με όσα βλέπει και ακούει.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και με την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, βέβαια, όχι μόνο δε συμφώνησε, αλλά και πικράθηκε αφάνταστα. Πειθάρχησε, όμως. Ηταν αδύνατο να μην πειθαρχήσει στο Κόμμα. Δούλεψε στον «Ριζοσπάστη» μέχρι τη μέρα που τον έκλεισαν, τον Οκτώβρη του 1947.
Υστερα τον πιάσανε. Τον έστειλαν εξορία στην Ικαρία. Κι από τον Εύδηλο τον έφεραν στην Αθήνα.
Πέρασε έκτακτο στρατοδικείο στη Χαλκίδα. Με πρόεδρο τον ταγματάρχη Καρρά, Β. επίτροπο τον ταγματάρχη Παναγιωτόπουλο. Μάρτυρες κατηγορίας 30. Μάρτυρες υπερασπίσεως κανένας. Ο Τάκης Φίτσος κλήθηκε να απολογηθεί τελευταίος. Στην απολογία του είπε:
«Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας».
Η δίκη κράτησε 20 μέρες. Οι κατηγορούμενοι ήταν 36. «Στρατολόγοι και σύνδεσμοι των συμμοριτών Εύβοιας - Ρούμελης». Καταδικάστηκαν εις θάνατον 14. Ισόβια 6. Απαλλάχτηκαν 15. Εκτελέστηκαν 8.
Εκείνο το πρωί η εφημερίδα της Χαλκίδας «ΕΘΝΙΚΗ ΦΩΝΗ», με διευθυντή τον Ν. Γ. Ζωγράφο, κυκλοφόρησε παράρτημα. Και έγραφε με πηχυαίους τίτλους: «Σήμερον την πρωίαν εξετελέσθησαν 8 εαμοπροδόται καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου».
Η εκτέλεση έγινε στις 16 Απρίλη 1949 στο χώρο του Νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννου. Οι εκτελεσθέντες ήταν: Ιωάννης
Χριστοφορίδης, Δημήτριος Βουραζόπουλος, Ιωάννης Χάνος, Δημήτριος
Φίτσος, Αικατερίνη Μελεμενή, Μαρία Λαφαζάνη, Ευανθία Πατσαλή, Αλίκη Τσουκαλά.
Και η αιμοσταγής φασιστοφυλλάδα κατέληγε με την ευχή: «Ελπίζομεν, συν τω Θεώ, ότι λίαν συντόμως θα εκτελεστούν και τα υπόλοιπα εξ (6) καθάρματα του εαμοκομμουνισμού διά να ικανοποιηθεί εν μέρει η κοινή γνώμη της πόλεώς μας, εκ της αποφάσεως του στρατοδικείου της 4/4/1949». Σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, το πνεύμα του Εμφυλίου! Καθοδηγημένο από το «Δόγμα Τρούμαν» και το επιτελείο του Βαν Φλιτ. Ανάμεσα στους αντίπαλους Ρωμιούς έβρισκες και ανθρωπιά. Από τους Γιάνκηδες ανθρωπιά δεν υπήρχε, ήτανε ξεγραμμένη.
Να σημειωθεί ότι ο πρώτος, ο Χριστοφορίδης, ήταν ο θαρραλέος αντιστασιακός καπετάνιος του καϊκιού, που έκανε, με κίνδυνο της ζωής του, αποστολές εξορίστων στο αντάρτικο. Αυτός πέρασε και το συγκρότημα του καπετάν Ανάποδου από την Πελασγία στην Εύβοια. Μετά την εκτέλεσή του, η αγωνίστρια γυναίκα του, μάνα δυο μικρών παιδιών, έπεσε στον Ευβοϊκό και πνίγηκε. Η τελευταία, Αλίκη Τσουκαλά, ΕΠΟΝίτισσα 19 χρόνων, εκτελέστηκε, γιατί αρνήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», που επίμονα την παρότρυνε ο πατέρας της για να τη γλιτώσει. Προτίμησε το θάνατο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Τα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Τ. Φίτσου προέρχονται από την ομιλία του Γιώργη Μωραΐτη, προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αντιστασιακών Οργανώσεων (ΠΟΑΟ), στην εκδήλωση τιμής για τον Τ. Φίτσο, που διοργάνωσαν η ΕΣΗΕΑ, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης 1941-44, η Διεύθυνση και η Συντακτική Επιτροπή του «Ριζοσπάστη» και η ΠΟΑΟ, την Τετάρτη 19 Μάη 2004.
«Το Γενάρη 1943, οι Γερμανο-Ιταλοί αποφασίζουν να αδειάσουν αυτό το κάτεργο. Ενα πρωί ακούμε τους "Ελληνες" φρουρούς μας: Οσοι ακούσουν τα ονόματά τους να ετοιμαστούν για μεταγωγή. Είναι 200. Ανάμεσά τους και ο Φίτσος». Αυτά γράφει ο Αλέκος Παπαδάτος και συνεχίζει: «Μας μεταφέρανε στο τρένο, μας έκλεισαν σε φορτηγά βαγόνια. Χαράματα φτάσαμε στην Πάτρα. Μας μπαρκάρισαν σε βαπόρι και μας έβγαλαν σ' έναν όρμο στο Μεσολόγγι. Από εκεί, με φορτηγά αυτοκίνητα στην Κατούνα. Μείναμε λίγο καιρό σ' ένα σχολείο. Ασιτία, ταλαιπωρίες. Πεθαίνει ο γιατρός Σιδερίδης. Αργότερα, μας πάνε στον κάμπο της Βόνιτσας, μένουμε σε τσαντίρια, άλλες ταλαιπωρίες. Σε λίγο καιρό, άλλη μεταγωγή. Μας φορτώνουν σε πλοίο που αράζει στο Λαζαρέτο.
Είμαστε σε ιταλικό στρατόπεδο. Το Σεπτέμβρη του 1943, συνθηκολογεί η Ιταλία. Τριακόσιοι και πλέον όμηροι χαιρόμαστε τη λευτεριά. Οι Ιταλοί δε φέρνουν εμπόδια. Περνάμε με καΐκια στην Κέρκυρα. Και από εκεί κατά μικρές ομάδες με τη βοήθεια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ περνάμε στην Αλβανία και Ηπειρο. Την ευθύνη για όλο το στρατόπεδο είχαν οι Τ. Φίτσος, Ηλίας Καρράς, Νίκος Κανακαρίδης, Γιάννης Κουτσοδήμος, Νίκος Σαλταγιάννης, κ.ά.».
Στην Ελεύθερη Ελλάδα
Το 1943, ο Φίτσος φτάνει στη Ρούμελη. Αναλαβαίνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το '44, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης Ανταμώνει με τους παλιούς συντρόφους. Αναπτύσσει δραστηριότητα, μιλάει σε συγκεντρώσεις. Ενθουσιάζει, αλλά και ενθουσιάζεται στην Ελεύθερη Ελλάδα με όσα βλέπει και ακούει.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και με την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, βέβαια, όχι μόνο δε συμφώνησε, αλλά και πικράθηκε αφάνταστα. Πειθάρχησε, όμως. Ηταν αδύνατο να μην πειθαρχήσει στο Κόμμα. Δούλεψε στον «Ριζοσπάστη» μέχρι τη μέρα που τον έκλεισαν, τον Οκτώβρη του 1947.
Υστερα τον πιάσανε. Τον έστειλαν εξορία στην Ικαρία. Κι από τον Εύδηλο τον έφεραν στην Αθήνα.
Πέρασε έκτακτο στρατοδικείο στη Χαλκίδα. Με πρόεδρο τον ταγματάρχη Καρρά, Β. επίτροπο τον ταγματάρχη Παναγιωτόπουλο. Μάρτυρες κατηγορίας 30. Μάρτυρες υπερασπίσεως κανένας. Ο Τάκης Φίτσος κλήθηκε να απολογηθεί τελευταίος. Στην απολογία του είπε:
«Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας».
Η δίκη κράτησε 20 μέρες. Οι κατηγορούμενοι ήταν 36. «Στρατολόγοι και σύνδεσμοι των συμμοριτών Εύβοιας - Ρούμελης». Καταδικάστηκαν εις θάνατον 14. Ισόβια 6. Απαλλάχτηκαν 15. Εκτελέστηκαν 8.
Εκείνο το πρωί η εφημερίδα της Χαλκίδας «ΕΘΝΙΚΗ ΦΩΝΗ», με διευθυντή τον Ν. Γ. Ζωγράφο, κυκλοφόρησε παράρτημα. Και έγραφε με πηχυαίους τίτλους: «Σήμερον την πρωίαν εξετελέσθησαν 8 εαμοπροδόται καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου».
Εκτέλεση
Και η αιμοσταγής φασιστοφυλλάδα κατέληγε με την ευχή: «Ελπίζομεν, συν τω Θεώ, ότι λίαν συντόμως θα εκτελεστούν και τα υπόλοιπα εξ (6) καθάρματα του εαμοκομμουνισμού διά να ικανοποιηθεί εν μέρει η κοινή γνώμη της πόλεώς μας, εκ της αποφάσεως του στρατοδικείου της 4/4/1949». Σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, το πνεύμα του Εμφυλίου! Καθοδηγημένο από το «Δόγμα Τρούμαν» και το επιτελείο του Βαν Φλιτ. Ανάμεσα στους αντίπαλους Ρωμιούς έβρισκες και ανθρωπιά. Από τους Γιάνκηδες ανθρωπιά δεν υπήρχε, ήτανε ξεγραμμένη.
Να σημειωθεί ότι ο πρώτος, ο Χριστοφορίδης, ήταν ο θαρραλέος αντιστασιακός καπετάνιος του καϊκιού, που έκανε, με κίνδυνο της ζωής του, αποστολές εξορίστων στο αντάρτικο. Αυτός πέρασε και το συγκρότημα του καπετάν Ανάποδου από την Πελασγία στην Εύβοια. Μετά την εκτέλεσή του, η αγωνίστρια γυναίκα του, μάνα δυο μικρών παιδιών, έπεσε στον Ευβοϊκό και πνίγηκε. Η τελευταία, Αλίκη Τσουκαλά, ΕΠΟΝίτισσα 19 χρόνων, εκτελέστηκε, γιατί αρνήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», που επίμονα την παρότρυνε ο πατέρας της για να τη γλιτώσει. Προτίμησε το θάνατο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Τα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Τ. Φίτσου προέρχονται από την ομιλία του Γιώργη Μωραΐτη, προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αντιστασιακών Οργανώσεων (ΠΟΑΟ), στην εκδήλωση τιμής για τον Τ. Φίτσο, που διοργάνωσαν η ΕΣΗΕΑ, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης 1941-44, η Διεύθυνση και η Συντακτική Επιτροπή του «Ριζοσπάστη» και η ΠΟΑΟ, την Τετάρτη 19 Μάη 2004.
Πώς σώθηκαν τα τελευταία γραπτά του Τ. Φίτσου
Το πώς διασώθηκαν και έφτασαν στα χέρια των συγγενών
του τα τελευταία κείμενα του Τάκη Φίτσου, εξηγεί ο ανιψιός του Χαράλαμπος Ι.
Φίτσιος, με άρθρο του στο περιοδικό «Υπάτη» (αρ. 51, Δεκ. 2007)
Οδηγούμενος στο εκτελεστικό απόσπασμα με τους συναγωνιστές του, βγάζει την καπαρντίνα του και τη δίνει στον νεκροθάφτη, «πάρτην εσύ σύντροφε, εμένα δε μου χρειάζεται εκεί που πάω».
Σε λίγο η φωνή του αποσπασματάρχη: «Επί σκοπόν»... Οι μελλοθάνατοι: «Ζήτω η ΕΛΛΑΔΑ, Ζήτω το ΚΚΕ»... Η ομοβροντία και ...άκρα του τάφου σιωπή, καθώς και η πικρή ειρωνεία του ποιητή «κανείς δεν άκουσε τα βόλια».
Τα βόλια δεν ακούστηκαν παρά μόνο το 2004, μετά από 55 χρόνια, όταν σε μια τελετή απόδοσης τιμής της ΕΣΗΕΑ, με ομιλίες, ποιήματα, κλπ., απονεμήθηκε η δημοσιογραφική ταυτότητα στον Τάκη Φίτσο, μετά θάνατο.
Μετά την εκτέλεση του Τάκη Φίτσου, τα χρόνια πέρασαν, η πληγωμένη από τα πάθη του Εμφυλίου Ελλάδα μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα του Μακαρθισμού προσπαθεί να γειάνει τις πληγές της, οι εκτελέσεις κάποτε σταμάτησαν, σιγά - σιγά τα ξερονήσια αδειάζουν από τους εξόριστους αριστερούς και με την εκλογή της ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ στην εξουσία, το 1963, απολύονται και οι τελευταίοι κρατούμενοι. Σ' εκείνο το πολιτικό σκηνικό δημιουργούνται προσδοκίες εκδημοκρατισμού, ο λαός απαιτεί τα ανάκτορα να περιορισθούν στον συνταγματικό τους ρόλο... Ομως, ο ελληνικός λαός βιάζεται πολύ, ο ρυθμός πρέπει να ανακοπεί... Ας κάνουμε μια δικτατορία.
Ετσι, η Ελλάδα, το 1967, μπαίνει στο ψυγείο των χουνταίων.
Ηταν, λοιπόν, καλοκαίρι του 1970, όταν, νεαρός φοιτητής, εργαζόμουνα σε ένα εργοστάσιο κατασκευής οικιακών επί της Λ. Βουλιαγμένης που απασχολούσε περίπου 250 άτομα. Για να ελέγχει την κατάσταση, το δικτατορικό καθεστώς υποχρέωνε τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν για θυρωρούς άτομα που υπόδειχναν τα τμήματα ασφάλειας των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων.
Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, εργοστάσιο είχε ορισθεί κάποιος κύριος Δημήτρης, συνταξιούχος χωροφύλακας. Κάποια μέρα, την ώρα που σχόλαζα, με φώναξε για να μου πει κάτι. Εγώ στην αρχή κοψοχολιάστηκα, ωστόσο το ύφος του ήταν συγκαταβατικό και λίγο συνωμοτικό, πλησίασα όλο αδημονία.
- Λέγεσαι Φίτσιος ή Φίτσος;, με ρώτησε.
Του απάντησα ότι Φίτσος ήταν το όνομα, αλλά ο γραμματικός του Δήμου μάς κόλλησε το γιώτα «χάριν ευφωνίας».
- Είσαι από την Υπάτη Λαμίας;
- Ναι.
- Είχες κανένα συγγενή που εκτελέστηκε στη Χαλκίδα;
Ανατρίχιασα, του λέω ναι.
- Κάποια αδελφή του, φαρμακοποιός, ζει;
Του απάντησα ότι ζει και διατηρεί φαρμακείο στο Βύρωνα.
Συγκινημένος, μου λέει ότι ήθελε κάτι να μου δώσει «όχι τίποτα σπουδαίο, κάτι χαρτιά και ένα κομπολόι», τα οποία του είχε δώσει κρυφά ο Τάκης, με το θάρρος του συμπατριώτη (ο κύριος Δημήτρης ήταν από τη Φωκίδα), με την παράκληση να τα παραδώσει, όποτε μπορέσει, τον καιρό που θα κρίνει εκείνος κατάλληλο, όταν ηρεμήσουν τα πράγματα, γιατί κάποτε θα ηρεμήσουν τα πνεύματα, θα συμφιλιωθεί ο κόσμος, έτσι είπε.
Ο άνθρωπος περίμενε 21 χρόνια, τα πνεύματα δεν είχαν ηρεμήσει ακόμα και πήρε το ρίσκο να τα παραδώσει σε μένα, εν μέσω δικτατορίας, υπολογίζοντας φαίνεται ότι ο παραλήπτης (η θεία Ιφιγένεια) δεν είχε πολλά βιολογικά περιθώρια, αν το άφηνε για αργότερα.
Θυμάμαι τα κλάματα της μακαρίτισσας θείας Ιφιγένειας, όταν της έδωσα το χειρόγραφο και το κομπολόι με τις πέντε - έξι χάνδρες. «Εβαλα, Χαραλαμπάκη, δικηγόρο να τον υπερασπισθεί, αλλά αρνήθηκε, ανέλαβε μόνος του την υπεράσπισή του, η οποία έμεινε ιστορική και υμνήθηκε από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο "Η απολογία του Φίτσου", έτσι έφυγε άδικα».
Τα λόγια ενός μελλοθάνατου
Ενατη μέρα
μετά την καταδίκη.
«Περιμένοντας
από αυγή σε αυγή το θάνατο περιμένοντάς τον σίγουρα, σιγουρότατα, άρχισα να
εξοικειώνουμαι τόσο πολύ, μα τόσο πολύ μ' αυτόν, ώστε όχι μόνο να μην
αισθάνομαι κανένα αίσθημα δυσφορίας γι' αυτόν, όχι μόνο να μην τον φοβάμαι, να
μην τον απεχθάνουμαι, αλλά και να μη μου καίγεται καρφί γι' αυτόν τον περίφημο
παλικαρά. Και το σπουδαιότερο: Να μην μπορώ να ερμηνεύσω σε όλο το βάθος και σε
όλο του το πλάτος αυτό το παναιώνιο αίσθημα φόβου, απέχθειας, δυσφορίας, τρόμου
των ανθρώπινων όντων μπροστά σ' αυτό που λέμε "θάνατος". Δεν μπορεί
να βρει μέσα μου δικαίωση αυτό το γεμάτο άλγος αίσθημα των ανθρώπων. Γιατί τάχα
να φοβόμαστε; Γιατί;
Και η ζωή;
Οι χαρές κι οι γλύκες της ζωής; Να, ένα ερώτημα που ανεβαίνει αυθόρμητα και
γεμάτο από ένα μελαγχολικό παράπονο από τα αβυσσαλέα έγκατα του αγαπημένου, του
πολυαγαπημένου μου εαυτού. Ξαφνικά, απότομα, επιτακτικά, οργίλο, γεμάτο φωτιά
και λαύρα διαμαρτυρίας.
Απαντώ,
εύκολα, αβίαστα, αδίσταχτα απαντώ. Γνώρισα αυτές τις χαρές κι αυτές τις γλύκες.
Ομως δε δέθηκα μαζί τους. Ναι, δε δέθηκα. Κι αυτό στάθηκε η μεγαλύτερη
ικανότητά μου, αυτό στάθηκε το ουσιώδες, το απόλυτο ουσιώδες, το
καταπληκτικότερο κατόρθωμά μου σ' αυτή την πολυτάραχη τριαντάχρονη ζωή μου ως
πολιτικού. "Πολλών ανθρώπων νόον και άστεα έγνων". Οχι, δεν αφέθηκα
να αιχμαλωτισθώ απ' αυτές τις χαρές κι απ' αυτές τις γλύκες. Πουλί ελεύθερο.
Γνώρισα την ανέκφραστη ηδονή της πολιτικής πάλης βαθύτατα. Αφέθηκα να πυρποληθώ
απ' αυτήν. Τριάντα χρόνια εξ επαγγέλματος επαναστάτης. Ναι, δεν άφησα τον εαυτό
μου να αιχμαλωτισθεί από τα θέλγητρα της Κίρκης. Μαχητής υπερήφανος. Και τώρα
που εξοικειώθηκα με τον εύθυμο για μένα αυτόν ιππότη, το θάνατο, τώρα που βλέπω
από αυγή σε αυγή την ιριδίζουσα πανοπλία του, αφού δεν είμαι δεμένος με αυτές
τις γλύκες και τις χαρές της ζωής, να για ποιο λόγο, σαφή, σαφέστατο, όχι μόνο
δεν τον απεχθάνομαι, αλλά και τον περιμένω ήσυχος, γαλήνιος νάρθει. Γνώρισα τη
ζωή, γνώρισα και το θάνατο. Τι άλλο να επιθυμήσω; Τι άλλο να ποθήσω;
14/4/1949
ΤΑΚΗΣ
ΦΙΤΣΟΣ».
Δέκατη μέρα
μετά την καταδίκη
«Η δέκατη
αυγή. Ξύπνησα σήμερα απότομα, ξαφνικά, λίγο πριν την αυγή με την εντύπωση ότι
φεύγω πια. Ηρθε, ήρθε ο θάνατος. Γελάστηκα. Ο δεσμοφύλακας χτυπούσε την
κλειδαριά της πόρτας του κελιού μας για νάναι σίγουρος ότι δεν επιχειρήσαμε να
δραπετεύσουμε. Γκρίνιασα λίγο μαζί του.
Το κατάλαβε αμέσως και μ' άφησε να
εννοήσω ότι νιώθει τη χοντροκοπιά του. Αλλοτε θα 'ναι πιο λεπτός, άλλοτε
ενεργεί με κάποιο τακτ. Διάβολε, στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλούν για σκοινί
και σαπούνι. Ετσι; Χαράματα είναι, το θάνατο ακριβώς τέτοιαν ώρα έπρεπε να
περιμένω. Κοιμάμαι, ξυπνώ από το χτύπο της κλειδαριάς, η πόρτα θ' ανοίξει, τι
να υποθέσω άλλο; Αυτήν ακριβώς την ώρα θα με ξυπνήσουν μιαν από αυτές τις
αυγές, και κατ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Κατ' αυτόν. "Αχ κύριε
δεσμοφύλακα, κύριε δεσμοφύλακα, με τη χοντρή μύτη...".
Η δέκατη
αυγή. Κι ακόμα νάρθει. Αλήθεια, τι σαχλά πράγματα μαθαίνει κανείς στο σχολείο!
Γέρος, λέει, κακομούτσουνος, αγριωπός, πολύ γέρος, και τα νερά της λίμνης θολά,
πολύ θολά. Εγώ όμως τώρα - ουδέν κακόν αμιγές καλού - εγώ τώρα ξέρω την
Αχερουσία κι αυτόν. Τα βλέπω κάθε αυγή. Δεν είναι γέρος. Οχι. Μοιάζει με νέο,
όχι πολύ νέο. Τον βλέπω να μου γνέφει χαμογελαστά. Του χαμογελώ κι εγώ. Για
ποιο πράγμα τάχα να μου γνέφει και τι να θέλει; Κι είναι τα μπράτσα του γερά.
Στα πλούσια μαλλιά του - ξανθά φαίνεται νάναι, από τόσο πολύ μακριά τα βλέπω -
παίζουν τρελά, ερωτιάρικα, οι πρώτες ρόδινες αχτίδες του Φοίβου. Η βάρκα, η
βάρκα του πόσο, πόσο γυαλίζει... Λες κι αστράφτει. Κι είναι μαύρη. Ολόμαυρη
είναι η βάρκα. Και τα κουπιά. Ενα μαύρο χρώμα γυαλιστερό. Λες κι είναι καμωμένη
από έβενο. Μπορεί και νάναι όλο εβένινη. Και τα νερά. Ω, τα νερά... Ησυχα,
γαλήνια, διαυγή, διαυγέστατα. Και δεν ακούς ούτε ένα φλοίσβισμα. Πόση ησυχία,
πόση, πόση κατάνυξη... Και στέκομαι στην ακτή, τα πόδια μου σιγοβρέχονται,
ακουμπούν λίγο μες στα νερά τα βαθυγάλαζα. Κι αυτός πέρα, όχι πολύ μακριά, μου
γνέφει όλο και κάτι θέλει να μου ειπεί... Τι τάχα, τι; Ω, πόσο μου είσαι
γνώριμος... Μα κι εγώ, και εγώ σε περιμένω. Να σε φοβηθώ; Μα όχι.
Σε είδα τις
προάλλες, ένα μεσημέρι, στον ύπνο μου. Δεν ήσουν όμως ο ίδιος. Ησουν πιο νέος
και πάνοπλος. Δυο πρόσωπα έχεις; Θυμάμαι το μανδύα σου, χρώμα βυσσινί, να
φτάνει ως τα γόνατα. Γέλασα μαζί σου, ξαφνιάστηκα. Κρατούσες δόρυ, ασπίδα, κι
ήταν η ασπίδα σου φολιδωτή σαν λέπια ψαριού. Φαρέτρα, απ' αυτές που βλέπουμε
στις ζωγραφιές, τόξα και βέλη. Κι άστραφταν τα παράξενα βέλη σου αυτά, κι ήταν
πολύχρωμα, πόσα χρώματα... Κι ούτε βάρκα. Η λίμνη είχε χαθεί.
Εμεινε όμως αυτή
εκεί η ξερή συκιά. Κι ήσουν ακουμπισμένος, έγερνες λίγο. Και κοιτούσες και
τότε. Ομως ήσουν κάπως περισσότερο απ' ό,τι σε βλέπω τώρα σκεφτικός.
15/4/1949
ΤΑΚΗΣ
ΦΙΤΣΟΣ».
Την αυγή της
επόμενης μέρας, 16ης Απρίλη 1949, ο Τάκης Φίτσος και οι σύντροφοί του
εκτελέστηκαν στο νεκροταφείο της Χαλκίδας, όπου είναι εντοιχισμένη πλάκα με τα
ονόματά τους.
ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ
Το παρακάτω πεζό του Τάκη Φίτσου δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «Νουμάς», στις 20/7/1919
«Κουρασμένοι,
τα πόδια τους βουτηγμένα σ' ένα πηχτό, μαυροκόκκινο αίμα, που έτρεχε
ακατάπαυστα από τις πληγές, τα κορμιά τους γδαρμένα από τους ραβδισμούς,
παραμορφωμένοι, ελεεινοί, σκονισμένοι, κατάμαυροι από τον ήλιο και τη βροχή,
σκυφτοί, αμίλητοι, ανέβαιναν από ανηφορικό δρόμο, μισή ώρα έξω από τη Λαμία. Η
πείνα είχε σκάψει το πρόσωπό τους και η δίψα είχε κάνει απαίσια τη φωνή τους.
Ωστόσο περπατούσαν...
Πίσω τους,
πάνω σε ωραία άλογα, έρχονται πλήθος στρατιώτες. Και οι χρεμετισμοί των αλόγων,
ανακατωμένοι με τις βρισιές και τα τραγούδια των καβαλάρηδων, και οι
αναστεναγμοί οι βαρειοί και θλιβεροί εκείνων που περπατούσαν μπροστά, έδειχναν
μια εικόνα φρίκης και αποτροπιασμού.
Τους είχαν
εξορίσει από την Αθήνα και τους έστελναν σ' ένα χωριουδάκι της Μακεδονίας. Εκεί
θα τους ανάγκαζαν να εργαστούν. Και το ψωμί τους λίγο και η δουλειά πολλή και
βαρειά. Ολόκληρα ημερονύχτια περπατούσαν. Στη Θήβα κάποιος σύντροφος έπεσε
κάτου. Εσκουζε γοερά από τον πόνο.
Και ύστερα από λίγην ώρα ξεψύχησε. Το πτώμα
του το έθαψαν αμέσως για να μη βρωμίση. Και η λοιπή συνοδεία τράβηξε το δρόμο
της.
Βρισκόντουσαν
τώρα σε μια ανοιχτή πεδιάδα, όταν ολόκληρος ο τόπος εκείνος αχολόγησε από τα
κλάματα μιας γυναίκας. Ερχόνταν τρεχάτη κουνώντας νευρικά τα χέρια της και τα
αχτένιστα μαλλιά της, σα φείδια, ανέμιζαν στον αέρα. Φώναζε δυνατά κάποιο
όνομα. Οι στρατιώτες από περιέργεια σταμάτησαν. Εκείνη τότε σύρθηκε κάτου από
την κοιλιά των αλόγων και τους παρακαλούσε θερμά να την αφήσουν ν' αγκαλιάση
τον αδερφό της. Ναι. Τον είχαν πάρει μαζί με τους άλλους. Αυτή την άλλη μέρα
που τόμαθε, πώς δεν της ήρθε ο θάνατος. Αχ, και τι καλός που ήταν μαζί της!...
Πόσο την αγαπούσε ο Γιώργης! Γιατί να της τον πάρουν; Τώρα πώς θα ζούσε αυτή;
Ποιοι είναι αυτοί που χώρισαν τον αδερφό από την αδερφή; Γιώργηηηη! Και γέμισε
τον αέρα από θρήνους.
Οι
στρατιώτες γελούσαν. Οι αλήτες έκλαιγαν. Κι ο αδερφός της ορμούσε να την
αγκαλιάση.
Σε λίγο
άρχισε να βρέχη. Τότε κάποιος από τους στρατιώτες, βλαστημώντας φριχτά, χτύπησε
με το θηκάρι του σπαθιού του τη γυναίκα.
- Για το
Θεό! Τον αδελφό μου... φώναξε το δυστυχισμένο εκείνο πλάσμα, πέφτοντας στο
χώμα.
Και δόθηκε
διαταγή να βαδίσουν. Υστερα από λίγην ώρα η συνοδεία χάθηκε, σαν σύννεφο, στο
μάκρος του ολόισου δρόμου.
Και ενώ από
πάνου ο ουρανός βογγούσε, το άθλιο εκείνο πλάσμα σηκώθηκε αργά και βαρειά,
προχωρώντας προς το μέρος που τράβηξε η συνοδεία, ωλόλυζε:
Αδερφούλη
μου... Αχ, αδερφούλη μου!...».
Σ Υ Γ Χ Α Ρ Η Τ Η Ρ Ι Α
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναδημοσιεύουμε στη στήλη "ΕΜΦΑΣΗ" του blog Ευρυτάνας ιχνηλάτης.
Η συγκεκριμένη στήλη -με επιλογές ξεχωριστών άρθρων- βρίσκεται στην κάθετη πλαϊνή μπάρα του blog μας (με το χαρακτηριστικό εικονίδιο με τον πιτσιρίκο που μοιράζει εφημερίδες).
Εκεί με ένα κλικ στην εικόνα ο αναγνώστης παραπέμπεται απευθείας στην ανάρτησή σου.
Καλή δύναμη-καλή συνέχεια...
*Μερικές αθέατες "λεπτομέρειες" που αφορούν τις τελευταίες στιγμές της Αλίκης Τσουκαλά...
ΑπάντησηΔιαγραφή-Το πρωί της 16ης Απρίλη, προτού την πάρουν οι δήμιοι, η ηρωίδα άφησε μαζί με το ημερολόγιό της και ένα δαχτυλίδι στη μικρότερη αδερφή της. Ήταν ότι είχε όλο κι όλο από υλικά αγαθά γιατί από άυλα, μας άφησε τα πάντα!
-Το πιο συνταρακτικό όμως ήταν το γεγονός ότι πριν από την εκτέλεσή της φρόντισε να βγάλει το παλτό της έτσι ώστε αυτό να μην τρυπηθεί από τις σφαίρες των δολοφόνων της γιατί όπως είπε: "θα ήταν χρήσιμο σε κάποιον άλλον άνθρωπο που πιθανόν να μην είχε"!
Το ήθος αυτής της υπέροχης αγωνίστριας πραγματικά ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ!
aaxarlimaria@gmail.com
Λίγο προτού κλείσει τα 21 της χρόνια, η ανυπότακτη κομμουνίστρια Αλίκη Τσουκαλά πρόσφερε τα ολάνθιστα νιάτα της στον ευγενή αγώνα για την πολυπόθητη λευτεριά τούτης της πατρίδας, αλλά και για την κοινωνική χειραφέτηση και την απελευθέρωση του Ανθρώπου από τα δεσμά της αδικίας και της εκμετάλλευσης...
ΔιαγραφήΠοια ήταν η Αλίκης Τσουκαλά που εκτελέστηκε μαζί με τους Ιωάννης Χριστοφορίδης, Δημήτριος Βουραζόπουλος, Ιωάννης Χάνος, Δημήτριος Φίτσος, Αικατερίνη Μελεμενή, Μαρία Λαφαζάνη, Ευανθία Πατσαλή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Αλίκη Τσουκαλά ήταν μια γενναία και πανέμορφη κοπέλα Ευρυτανικής καταγωγής που εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 21 χρονών στο νεκροταφείο του Αϊ Γιάννη στη Χαλκίδα τα ξημερώματα της 16ης Απρίλη 1949, μετά από μια κατάπτυστη δίκη-σκευωρία με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο για «συμμετοχή σε παράνομη κομμουνιστική οργάνωση με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος»! Η συνήθης στημένη κατηγορία με την οποία οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες αγωνιστές της αντίστασης και του λαϊκού μας κινήματος.
διαβάστε το αφιέρωμα στον ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
https://eyrytixn.blogspot.com/2013/04/blog-post_16.html