Τη νύχτα της 29ης προς 30ή
Μάη του 1941 απέδρασαν από τη Γαύδο οι εξής 8 εξόριστοι κομμουνιστές:
Στρίγκος Λεωνίδας, Βαφειάδης Μάρκος, Κλιάνης ή Κλεάνης Μιχάλης, Βλαντάς
Δημήτρης, Κοντοκώτσος Γιώργος, Λαθούρας Γιάννης, Πολύδωρος Δανιηλίδης
και Δουραχάλης Αντώνης. Μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση 3 ημερών
μεταξύ Γαύδου και Νότιας Κρήτης, στις 2 Ιούνη έφτασαν στο χωριό Σκαλωτή
στα Σφακιά.
Το «νησί του διαβόλου» τόπος εξορίας των αλύγιστων της ταξικής πάλης
Ονομάστηκε «Το νησί του θανάτου» ή «Το νησί του διαβόλου» για τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες και την απόλυτη απομόνωση που βίωσαν εκεί οι εξόριστοι αγωνιστές. Η Γαύδος αποτέλεσε τόπο εξορίας και εξόντωσης σε συνθήκες σκληρής ταξικής πάλης, γράφτηκε και εκεί μία από τις σελίδες της προσφοράς και θυσίας των χιλιάδων κομμουνιστών, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
«Οι κομμουνιστές που έμειναν αλύγιστοι στις φυλακές και τις εξορίες άντεξαν όχι γιατί ήταν "υπεράνθρωποι", αλλά γιατί διαπαιδαγωγήθηκαν στον αγώνα από το ΚΚΕ. Στους τόπους του μαρτυρίου, μαζί με την αυτοθυσία και το μαζικό ηρωισμό, κυριαρχούσαν η συντροφικότητα, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η δημιουργικότητα, η πολιτιστική και πνευματική καλλιέργεια. Η αδιάκοπη αυτή προσπάθεια ήταν πλευρά της αντίστασης ενάντια στο βάρβαρο καθεστώς, πλευρά του αγώνα για την ίδια τη ζωή. Εδινε αντοχή και δύναμη, καλλιεργούσε τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής προσωπικότητας»
Η Γαύδος βρίσκεται 26 ναυτικά μίλια νότια της Χώρας Σφακίων στην Περιφέρεια Κρήτης. Εχει έκταση 27 τ. χλμ. και πρόκειται για το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Το αστικό κράτος ανακάλυψε το νησάκι, όταν αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει ως τόπο εξορίας και απομόνωσης, αλλά ουσιαστικά ως τόπο εξόντωσης των κομμουνιστών. Ειδικότερα στη Γαύδο, ο παραπάνω στόχος γινόταν πιο εύκολος, αφού οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ δύσκολες για τους εξόριστους και η απομόνωση, λόγω και της τοποθεσίας του νησιού, ήταν ολοκληρωτική.
Ηδη από τη δικτατορία του Πάγκαλου υπήρχαν στο νησί πολιτικοί εξόριστοι. Το 1928 μαρτυρείται στο νησί η ύπαρξη 35 εξόριστων και η κατάσταση επιδεινώνεται την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η κυβέρνηση Βενιζέλου με τον αντικομμουνιστικό νόμο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος», το γνωστό «Ιδιώνυμο», που ουσιαστικά νομιμοποιεί τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τους ξυλοδαρμούς, τραυματισμούς, ακόμα και τις δολοφονίες αγωνιστών, άνοιξε το δρόμο προς την εξορία. Εκείνη την περίοδο, η Γαύδος γεμίζει με πολιτικούς εξόριστους.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εξόριστοι στα ξερονήσια είναι πολλές. Ιδιαίτερα στο νησί της Γαύδου η κατάσταση ήταν αφόρητη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το νησί αποκαλείται εκείνη την εποχή «Το νησί του θανάτου» ή «Το νησί του διαβόλου».
Οι εξόριστοι έχουν την αίσθηση της απόλυτης απομόνωσης. Καταλήγουν εκεί μετά από πολύ δύσκολη και κοπιαστική πορεία στην Κρήτη και καλούνται να ζήσουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι υγειονομικές υποδομές είναι ανύπαρκτες και οι αρρώστιες θερίζουν τους κρατούμενους. Πολλοί χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας των άθλιων συνθηκών. Ανάμεσα στα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι εξόριστοι, ειδικότερα τον πρώτο καιρό, ήταν κι αυτό της στέγης. Δεν υπήρχε ούτε σπηλιά για να προφυλαχτούν απ' τη βροχή και το κρύο του χειμώνα, ή απ' τον καυτό αφρικανικό ήλιο το καλοκαίρι.
Σε ολόκληρο το νησί δεν υπήρχε οργανωμένος οικισμός, ούτε χωριό, παρά 26 κατοικίες που οι χωρικοί είχαν φτιάξει για τον εαυτό τους, μικροί πλίνθινοι χώροι σκαμμένοι στους λόφους, με κλαδιά δέντρων και χώμα και λάσπη για στέγη. Οι εξόριστοι έπρεπε να στεγαστούν σε σπίτια που έμοιαζαν με μαντριά και τρώγλες.
Η πείνα και η έλλειψη αγαθών είναι τεράστιες. Οι κρατούμενοι καλούνται να ζήσουν με ένα επίδομα 10 δραχμών, το οποίο δεν το παίρνουν ούτε οι μισοί και το οποίο επιπλέον δεν φτάνει στα χέρια τους ολόκληρο (φτάνουν σ' αυτούς μόνο οι 8 δραχμές). Η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο είναι σπάνια, αφού καΐκι φτάνει στο νησί κάθε 8 μέρες και αυτό αν το επιτρέπει ο καιρός.
Οι εξόριστοι αναγκάζονται να τραφούν με ό,τι υπάρχει στο νησί για να χορτάσουν την πείνα τους. Η βασική τροφή τους ήταν τα κεδρόκοκκα, τα οποία, όμως, ήταν πολύ επικίνδυνα για την υγεία τους, αφού τους προκαλούσαν αιμορραγία και είχαν πολύ άσχημες συνέπειες για πολλούς κρατούμενους.
Επίσης, τεράστια είναι η εξουθένωση που προκαλείται από την προσπάθεια εξεύρεσης τροφής, η οποία, σε συνδυασμό με την πείνα και τις ασθένειες, καταρρακώνει τους εκτοπισμένους. Τα προβλήματα που τους προκαλεί η έλλειψη βασικών υλικών αγαθών, όπως παπούτσια και ρούχα, τα οποία καταστρέφονται και δεν μπορούν να αντικατασταθούν, κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των εξόριστων.
Τη δεκαετία του '30, πολλοί είναι οι πολιτικοί εξόριστοι που βρίσκονται στο νησί (47 το 1932), μεταξύ τους και πολλά μέλη και στελέχη του ΚΚΕ. Ηδη το 1931 μαρτυρείται εκεί η παρουσία του Τάκη Φίτσου, του Θανάση Κλάρα (Αρη Βελουχιώτη), ο οποίος εξορίζεται δύο φορές στο συγκεκριμένο νησί (το 1931 για δέκα μήνες και μετά από το 1932 έως το 1934) και του Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη). Οι τρεις τους, το 1933, μαζί με κάποιους άλλους ακόμα εξόριστους κάνουν έκκληση για βοήθεια, αμνηστία και οικονομική ενίσχυση των κρατουμένων. Αμέσως δημιουργείται τεράστιο κίνημα στο λαό για την αμνήστευσή τους, η κυβέρνηση όμως απαντά με συνέχιση των εκτοπίσεων.
Οι κρατούμενοι στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν δημιουργούν την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ), ή αλλιώς «κολεχτίβα», προσπαθώντας έτσι να οργανώσουν συλλογικά τη ζωή τους. Οργανώνουν τις καθημερινές δουλειές στο νησί, την καθαριότητα, το μαγείρεμα και τις αγροτικές εργασίες. Κατασκευάζουν μόνοι τους πράγματα τα οποία θα διευκόλυναν τη ζωή τους, όπως ένας αυτοσχέδιος χειρόμυλος, φτιάχνουν φούρνο για να ψήνουν το ψωμί, ενώ δημιουργούν κι ένα πρότυπο περιβόλι με ντομάτες σε μια ιδιόκτητη ρεματιά. Ανοίγουν καφενείο, βάζουν σε κυκλοφορία το χαρτονόμισμα της μιας δραχμής που... τυπώνουν, σφραγίζοντας κάθε σελίδα από το συνταγολόγιο του γιατρού για τη διευκόλυνση των συναλλαγών στο νησί.
Κατακτούν από την αστυνομία το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, διοργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις και αναλαμβάνουν διάφορες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, που ανεβάζουν το πολιτικό επίπεδο των κρατουμένων. Κάνουν πολιτική διαφώτιση και μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση στους ελάχιστους εξόριστους που είναι αναλφάβητοι.
Αποκορύφωμα της δραστηριότητας των εξόριστων είναι η ανέγερση του δικού τους σπιτιού (σύμφωνα με τον παραδοσιακό κρητικό ρυθμό) με τα ίδια τους τα χέρια στο Σαρακήνικο, μια έρημη, άνυδρη, ακατοίκητη και ακαλλιέργητη περιοχή, για να κατοικήσουν εκεί. Το οίκημα χτίζεται κατ' αποκλειστικότητα από τους ίδιους τους εξόριστους, χωρίς υλική και οικονομική βοήθεια. Στο γραφείο της Κοινότητας, στις 14 Μάρτη 1933, υπογράφτηκε το Ιδιωτικό Συμφωνητικό απ' τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου, τη γυναίκα του και τους αντιπροσώπους της Κολεχτίβας Εξόριστων Κομμουνιστών Γαύδου Λάιο Λαΐου, Θανάση Κλάρα - αυτό ήταν το όνομα του Αρη Βελουχιώτη -, Νικόλα Παπαζήση και Χαράλαμπο Δελόλμα. Μάρτυρες, ο κοινοτάρχης της Γαύδου, Νικ. Παπαδάκης, και ο σταθμάρχης της αστυνομίας, ενωμοτάρχης Νικ. Βλαζάκης.
Ενα άλλο μεγάλο κατόρθωμα των εξόριστων ήταν η δημιουργία και διατήρηση μπαξέδων στο νησί. Το έδαφος της Γαύδου ήταν τόσο άγονο που κανείς δεν είχε καλλιεργήσει τίποτε ποτέ στο νησί. Ακόμα και το νερό ήταν λιγοστό και μακριά, στο Καστρί. Αλλά οι πρώτοι εξόριστοι στο νησί, που ήταν Μυτιληνιοί, έβαλαν ως στόχο τη δημιουργία κήπων και με αγωνία και επιμονή έφτιαξαν 2 μπαξέδες 100 τ.μ. ο καθένας.
Το 1934 - '35 οι εκτοπίσεις στο νησί συνεχίζονται. Εκείνη τη χρονιά φτάνουν στο νησί και τα στελέχη του ΚΚΕ Μ. Παρτσαλίδης, Β. Μπαρτζιώτας και Μ. Πορφυρογένης. Η μεγάλη μάζα κρατουμένων, όμως, φτάνει στο νησί την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, όπου οι εξόριστοι στο νησί διπλασιάζονται. Στα χρόνια της βασιλομεταξικής δικτατορίας (1936 - 1940) μετέφεραν στη Γαύδο τους εξόριστους κομμουνιστές και τους εγκατέλειπαν στο έρημο, άνυδρο και φαλακρό νησί με σκοπό την εξόντωσή τους, επειδή αρνούνταν να υπογράψουν «δήλωση μετανοίας».
Μεταξύ των κρατουμένων υπάρχουν και πολλές γυναίκες. Συγκεκριμένα, το 1/4 περίπου των εξόριστων είναι γυναίκες (σε σύνολο 50 εξόριστων, οι γυναίκες ήταν 13 - 15), εκ των οποίων σχεδόν καμία δεν υπογράφει δήλωση μετανοίας. Οι συνθήκες στο νησί παραμένουν ακόμα δύσκολες. Αρρώστιες, όπως η ελονοσία, αποτελούν μάστιγα για τους κρατούμενους.
Με την κήρυξη του πολέμου η κατάσταση επιδεινώνεται. Στο νησί υπάρχουν πλέον 423 εκτοπισμένοι. Οι κρατούμενοι δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν ούτε μπορούν να παραδοθούν αμαχητί στα χέρια των κατακτητών. Επιπλέον, η μεγαλύτερη μάζα των εξορίστων αποτελείται από αγωνιστές, οι οποίοι δεν μπορούν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια στο νησί και θέλουν να συμμετάσχουν ενεργά στην Αντίσταση.
Τη νύχτα της 29ης προς 30ή Μάη του 1941 απέδρασαν από τη Γαύδο οι εξής 8 εξόριστοι κομμουνιστές: Στρίγκος Λεωνίδας, Βαφειάδης Μάρκος, Κλιάνης ή Κλεάνης Μιχάλης, Βλαντάς Δημήτρης, Κοντοκώτσος Γιώργος, Λαθούρας Γιάννης, Πολύδωρος Δανιηλίδης και Δουραχάλης Αντώνης. Μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση 3 ημερών μεταξύ Γαύδου και Νότιας Κρήτης, στις 2 Ιούνη έφτασαν στο χωριό Σκαλωτή στα Σφακιά.
Το πρωί της 3ης Ιούνη 1941 η ομάδα των 8 πραγματοποιεί την πρώτη της συνεδρίαση, όπου αποφάσισαν: Να καταβάλουν προσπάθειες για την οργάνωση αντίστασης κατά των κατακτητών με όλες τις μορφές πάλης έως την ένοπλη, να ξεκαθαρίσουν - ανασυγκροτήσουν τις Κομματικές Οργανώσεις του ΚΚΕ και να συγκροτήσουν νέες όπου δεν υπάρχουν...
Το νησί συνέχισε να είναι τόπος εξορίας και τα χρόνια του Εμφυλίου. Ηδη από τον Ιούνη του '46 υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη πολιτικών εξορίστων στο νησί. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες, η συνεχής τρομοκρατία και το κυνηγητό κατά των αγωνιστών έχουν ως αποτέλεσμα το νησί της Γαύδου, όπως και τα υπόλοιπα νησιά, να γεμίσει με ακόμα περισσότερους εξόριστους. Η κατάσταση στη χώρα είναι αφόρητη για τους κομμουνιστές και αγωνιστές της εποχής (βιασμοί, εκτελέσεις, επιθέσεις, καταστροφές) και οι διωγμοί τους ανελέητοι.
Τον Αύγουστο του '46, πάνω από 1.000 άτομα στέλνονται στην εξορία, μεταξύ τους πολλές γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Στις 27/8/46 γίνεται έκκληση μέσω του «Ριζοσπάστη» για αλληλεγγύη στους εξόριστους. Σε απάντηση στην έκκληση βοήθειας προς τους πολιτικούς κρατούμενους στη Γαύδο, η Εθνική Αλληλεγγύη Χανίων το Νοέμβρη του 1946 στέλνει 100 χιλιάδες δραχμές και υλική βοήθεια (τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα, ιατρικά εργαλεία, οικιακές συσκευές κ.ά.) για την κάλυψη των αναγκών των εξορίστων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» στις 20 Νοέμβρη του 1946, στο νησί υπάρχουν 97 εξόριστοι, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Τότε, με άδεια της χωροφυλακής, αποφασίζουν να στείλουν εκλεγμένο εκπρόσωπό τους στην Κρήτη, με αφορμή την καθυστέρηση της άφιξης των προμηθειών στο νησί, αλλά και για να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους κρατουμένους. Ο εκπρόσωπος όμως δεν γίνεται δεκτός από την αστυνομία της περιοχής, η οποία αγνοεί τα αιτήματα των εξορίστων.
Τον επόμενο χρόνο η κατάσταση στο νησί επιδεινώνεται για τους κρατουμένους. Πολλοί από αυτούς πεθαίνουν και νέοι καταφτάνουν στο νησί. Ο αριθμός τους ανέρχεται στους 60 εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του 1947 οι κρατούμενοι διαμαρτύρονται μέσω ανταποκρίσεων στον «Ριζοσπάστη» για τη δημιουργία 2 στρατοπέδων σε 2 απομονωμένους και αποκλεισμένους μεταξύ τους χώρους. Στα στρατόπεδα αυτά δεν υπήρχε επικοινωνία των κρατουμένων, τόσο με το υπόλοιπο νησί, όσο και με τους κρατουμένους του άλλου στρατοπέδου. Οι συνθήκες ζωής τους ήταν πολύ δύσκολες γι' αυτό και αναγκάζονται να καλέσουν σε βοήθεια.
Παρ' όλες τις εκκλήσεις των κρατουμένων και το κύμα διαμαρτυρίας του λαού, εξόριστοι παρέμειναν στο νησί μέχρι και το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Το 1951, σύμφωνα με στοιχεία, παύουν πλέον να υπάρχουν κρατούμενοι στο νησί...
Αλλος ένας τόπος που οι αλύγιστοι της ταξικής πάλης έγραψαν Ιστορία διδάσκοντάς μας το μεγαλείο του ταξικού αγώνα. Τίποτα δεν μπορούσε να τους λυγίσει, να λυγίσει την πίστη και τη συνείδησή τους, να τσακίσει την πεποίθηση που στηρίζεται στην επιστημονική γνώση ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους, ότι η κοινωνία για την οποία αγωνίστηκαν, ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός είναι νομοτελειακά η προοπτική της Ιστορίας.
Το «νησί του διαβόλου» τόπος εξορίας των αλύγιστων της ταξικής πάλης
Ονομάστηκε «Το νησί του θανάτου» ή «Το νησί του διαβόλου» για τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες και την απόλυτη απομόνωση που βίωσαν εκεί οι εξόριστοι αγωνιστές. Η Γαύδος αποτέλεσε τόπο εξορίας και εξόντωσης σε συνθήκες σκληρής ταξικής πάλης, γράφτηκε και εκεί μία από τις σελίδες της προσφοράς και θυσίας των χιλιάδων κομμουνιστών, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
«Οι κομμουνιστές που έμειναν αλύγιστοι στις φυλακές και τις εξορίες άντεξαν όχι γιατί ήταν "υπεράνθρωποι", αλλά γιατί διαπαιδαγωγήθηκαν στον αγώνα από το ΚΚΕ. Στους τόπους του μαρτυρίου, μαζί με την αυτοθυσία και το μαζικό ηρωισμό, κυριαρχούσαν η συντροφικότητα, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η δημιουργικότητα, η πολιτιστική και πνευματική καλλιέργεια. Η αδιάκοπη αυτή προσπάθεια ήταν πλευρά της αντίστασης ενάντια στο βάρβαρο καθεστώς, πλευρά του αγώνα για την ίδια τη ζωή. Εδινε αντοχή και δύναμη, καλλιεργούσε τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής προσωπικότητας»
Η Γαύδος βρίσκεται 26 ναυτικά μίλια νότια της Χώρας Σφακίων στην Περιφέρεια Κρήτης. Εχει έκταση 27 τ. χλμ. και πρόκειται για το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Το αστικό κράτος ανακάλυψε το νησάκι, όταν αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει ως τόπο εξορίας και απομόνωσης, αλλά ουσιαστικά ως τόπο εξόντωσης των κομμουνιστών. Ειδικότερα στη Γαύδο, ο παραπάνω στόχος γινόταν πιο εύκολος, αφού οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ δύσκολες για τους εξόριστους και η απομόνωση, λόγω και της τοποθεσίας του νησιού, ήταν ολοκληρωτική.
Ηδη από τη δικτατορία του Πάγκαλου υπήρχαν στο νησί πολιτικοί εξόριστοι. Το 1928 μαρτυρείται στο νησί η ύπαρξη 35 εξόριστων και η κατάσταση επιδεινώνεται την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η κυβέρνηση Βενιζέλου με τον αντικομμουνιστικό νόμο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος», το γνωστό «Ιδιώνυμο», που ουσιαστικά νομιμοποιεί τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τους ξυλοδαρμούς, τραυματισμούς, ακόμα και τις δολοφονίες αγωνιστών, άνοιξε το δρόμο προς την εξορία. Εκείνη την περίοδο, η Γαύδος γεμίζει με πολιτικούς εξόριστους.
Εξόριστοι έξω από το σπίτι τους στο Σαρακήνικο (1936 - '37).
Από το αρχείο του Νίκου Γ. Παπαδόπουλου, εξόριστου συνδικαλιστή
|
Οι συνθήκες ζωής των εξορίστων στη Γαύδο
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εξόριστοι στα ξερονήσια είναι πολλές. Ιδιαίτερα στο νησί της Γαύδου η κατάσταση ήταν αφόρητη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το νησί αποκαλείται εκείνη την εποχή «Το νησί του θανάτου» ή «Το νησί του διαβόλου».
Οι εξόριστοι έχουν την αίσθηση της απόλυτης απομόνωσης. Καταλήγουν εκεί μετά από πολύ δύσκολη και κοπιαστική πορεία στην Κρήτη και καλούνται να ζήσουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι υγειονομικές υποδομές είναι ανύπαρκτες και οι αρρώστιες θερίζουν τους κρατούμενους. Πολλοί χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας των άθλιων συνθηκών. Ανάμεσα στα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι εξόριστοι, ειδικότερα τον πρώτο καιρό, ήταν κι αυτό της στέγης. Δεν υπήρχε ούτε σπηλιά για να προφυλαχτούν απ' τη βροχή και το κρύο του χειμώνα, ή απ' τον καυτό αφρικανικό ήλιο το καλοκαίρι.
Σε ολόκληρο το νησί δεν υπήρχε οργανωμένος οικισμός, ούτε χωριό, παρά 26 κατοικίες που οι χωρικοί είχαν φτιάξει για τον εαυτό τους, μικροί πλίνθινοι χώροι σκαμμένοι στους λόφους, με κλαδιά δέντρων και χώμα και λάσπη για στέγη. Οι εξόριστοι έπρεπε να στεγαστούν σε σπίτια που έμοιαζαν με μαντριά και τρώγλες.
Η πείνα και η έλλειψη αγαθών είναι τεράστιες. Οι κρατούμενοι καλούνται να ζήσουν με ένα επίδομα 10 δραχμών, το οποίο δεν το παίρνουν ούτε οι μισοί και το οποίο επιπλέον δεν φτάνει στα χέρια τους ολόκληρο (φτάνουν σ' αυτούς μόνο οι 8 δραχμές). Η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο είναι σπάνια, αφού καΐκι φτάνει στο νησί κάθε 8 μέρες και αυτό αν το επιτρέπει ο καιρός.
Οι εξόριστοι αναγκάζονται να τραφούν με ό,τι υπάρχει στο νησί για να χορτάσουν την πείνα τους. Η βασική τροφή τους ήταν τα κεδρόκοκκα, τα οποία, όμως, ήταν πολύ επικίνδυνα για την υγεία τους, αφού τους προκαλούσαν αιμορραγία και είχαν πολύ άσχημες συνέπειες για πολλούς κρατούμενους.
Επίσης, τεράστια είναι η εξουθένωση που προκαλείται από την προσπάθεια εξεύρεσης τροφής, η οποία, σε συνδυασμό με την πείνα και τις ασθένειες, καταρρακώνει τους εκτοπισμένους. Τα προβλήματα που τους προκαλεί η έλλειψη βασικών υλικών αγαθών, όπως παπούτσια και ρούχα, τα οποία καταστρέφονται και δεν μπορούν να αντικατασταθούν, κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των εξόριστων.
Οργάνωση εξορίστων - Ομάδα συμβίωσης
Τη δεκαετία του '30, πολλοί είναι οι πολιτικοί εξόριστοι που βρίσκονται στο νησί (47 το 1932), μεταξύ τους και πολλά μέλη και στελέχη του ΚΚΕ. Ηδη το 1931 μαρτυρείται εκεί η παρουσία του Τάκη Φίτσου, του Θανάση Κλάρα (Αρη Βελουχιώτη), ο οποίος εξορίζεται δύο φορές στο συγκεκριμένο νησί (το 1931 για δέκα μήνες και μετά από το 1932 έως το 1934) και του Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη). Οι τρεις τους, το 1933, μαζί με κάποιους άλλους ακόμα εξόριστους κάνουν έκκληση για βοήθεια, αμνηστία και οικονομική ενίσχυση των κρατουμένων. Αμέσως δημιουργείται τεράστιο κίνημα στο λαό για την αμνήστευσή τους, η κυβέρνηση όμως απαντά με συνέχιση των εκτοπίσεων.
Οι κρατούμενοι στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν δημιουργούν την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ), ή αλλιώς «κολεχτίβα», προσπαθώντας έτσι να οργανώσουν συλλογικά τη ζωή τους. Οργανώνουν τις καθημερινές δουλειές στο νησί, την καθαριότητα, το μαγείρεμα και τις αγροτικές εργασίες. Κατασκευάζουν μόνοι τους πράγματα τα οποία θα διευκόλυναν τη ζωή τους, όπως ένας αυτοσχέδιος χειρόμυλος, φτιάχνουν φούρνο για να ψήνουν το ψωμί, ενώ δημιουργούν κι ένα πρότυπο περιβόλι με ντομάτες σε μια ιδιόκτητη ρεματιά. Ανοίγουν καφενείο, βάζουν σε κυκλοφορία το χαρτονόμισμα της μιας δραχμής που... τυπώνουν, σφραγίζοντας κάθε σελίδα από το συνταγολόγιο του γιατρού για τη διευκόλυνση των συναλλαγών στο νησί.
Κατακτούν από την αστυνομία το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, διοργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις και αναλαμβάνουν διάφορες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, που ανεβάζουν το πολιτικό επίπεδο των κρατουμένων. Κάνουν πολιτική διαφώτιση και μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση στους ελάχιστους εξόριστους που είναι αναλφάβητοι.
Αποκορύφωμα της δραστηριότητας των εξόριστων είναι η ανέγερση του δικού τους σπιτιού (σύμφωνα με τον παραδοσιακό κρητικό ρυθμό) με τα ίδια τους τα χέρια στο Σαρακήνικο, μια έρημη, άνυδρη, ακατοίκητη και ακαλλιέργητη περιοχή, για να κατοικήσουν εκεί. Το οίκημα χτίζεται κατ' αποκλειστικότητα από τους ίδιους τους εξόριστους, χωρίς υλική και οικονομική βοήθεια. Στο γραφείο της Κοινότητας, στις 14 Μάρτη 1933, υπογράφτηκε το Ιδιωτικό Συμφωνητικό απ' τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου, τη γυναίκα του και τους αντιπροσώπους της Κολεχτίβας Εξόριστων Κομμουνιστών Γαύδου Λάιο Λαΐου, Θανάση Κλάρα - αυτό ήταν το όνομα του Αρη Βελουχιώτη -, Νικόλα Παπαζήση και Χαράλαμπο Δελόλμα. Μάρτυρες, ο κοινοτάρχης της Γαύδου, Νικ. Παπαδάκης, και ο σταθμάρχης της αστυνομίας, ενωμοτάρχης Νικ. Βλαζάκης.
Ενα άλλο μεγάλο κατόρθωμα των εξόριστων ήταν η δημιουργία και διατήρηση μπαξέδων στο νησί. Το έδαφος της Γαύδου ήταν τόσο άγονο που κανείς δεν είχε καλλιεργήσει τίποτε ποτέ στο νησί. Ακόμα και το νερό ήταν λιγοστό και μακριά, στο Καστρί. Αλλά οι πρώτοι εξόριστοι στο νησί, που ήταν Μυτιληνιοί, έβαλαν ως στόχο τη δημιουργία κήπων και με αγωνία και επιμονή έφτιαξαν 2 μπαξέδες 100 τ.μ. ο καθένας.
Σε σπηλιές και χαμόσπιτα διέμεναν οι εξόριστοι
|
Κατά τη δικτατορία του Μεταξά (1936 - 1939)
Το 1934 - '35 οι εκτοπίσεις στο νησί συνεχίζονται. Εκείνη τη χρονιά φτάνουν στο νησί και τα στελέχη του ΚΚΕ Μ. Παρτσαλίδης, Β. Μπαρτζιώτας και Μ. Πορφυρογένης. Η μεγάλη μάζα κρατουμένων, όμως, φτάνει στο νησί την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, όπου οι εξόριστοι στο νησί διπλασιάζονται. Στα χρόνια της βασιλομεταξικής δικτατορίας (1936 - 1940) μετέφεραν στη Γαύδο τους εξόριστους κομμουνιστές και τους εγκατέλειπαν στο έρημο, άνυδρο και φαλακρό νησί με σκοπό την εξόντωσή τους, επειδή αρνούνταν να υπογράψουν «δήλωση μετανοίας».
Μεταξύ των κρατουμένων υπάρχουν και πολλές γυναίκες. Συγκεκριμένα, το 1/4 περίπου των εξόριστων είναι γυναίκες (σε σύνολο 50 εξόριστων, οι γυναίκες ήταν 13 - 15), εκ των οποίων σχεδόν καμία δεν υπογράφει δήλωση μετανοίας. Οι συνθήκες στο νησί παραμένουν ακόμα δύσκολες. Αρρώστιες, όπως η ελονοσία, αποτελούν μάστιγα για τους κρατούμενους.
Η περίοδος 1940 - 1949
Με την κήρυξη του πολέμου η κατάσταση επιδεινώνεται. Στο νησί υπάρχουν πλέον 423 εκτοπισμένοι. Οι κρατούμενοι δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν ούτε μπορούν να παραδοθούν αμαχητί στα χέρια των κατακτητών. Επιπλέον, η μεγαλύτερη μάζα των εξορίστων αποτελείται από αγωνιστές, οι οποίοι δεν μπορούν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια στο νησί και θέλουν να συμμετάσχουν ενεργά στην Αντίσταση.
Τη νύχτα της 29ης προς 30ή Μάη του 1941 απέδρασαν από τη Γαύδο οι εξής 8 εξόριστοι κομμουνιστές: Στρίγκος Λεωνίδας, Βαφειάδης Μάρκος, Κλιάνης ή Κλεάνης Μιχάλης, Βλαντάς Δημήτρης, Κοντοκώτσος Γιώργος, Λαθούρας Γιάννης, Πολύδωρος Δανιηλίδης και Δουραχάλης Αντώνης. Μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση 3 ημερών μεταξύ Γαύδου και Νότιας Κρήτης, στις 2 Ιούνη έφτασαν στο χωριό Σκαλωτή στα Σφακιά.
Το πρωί της 3ης Ιούνη 1941 η ομάδα των 8 πραγματοποιεί την πρώτη της συνεδρίαση, όπου αποφάσισαν: Να καταβάλουν προσπάθειες για την οργάνωση αντίστασης κατά των κατακτητών με όλες τις μορφές πάλης έως την ένοπλη, να ξεκαθαρίσουν - ανασυγκροτήσουν τις Κομματικές Οργανώσεις του ΚΚΕ και να συγκροτήσουν νέες όπου δεν υπάρχουν...
Το νησί συνέχισε να είναι τόπος εξορίας και τα χρόνια του Εμφυλίου. Ηδη από τον Ιούνη του '46 υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη πολιτικών εξορίστων στο νησί. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες, η συνεχής τρομοκρατία και το κυνηγητό κατά των αγωνιστών έχουν ως αποτέλεσμα το νησί της Γαύδου, όπως και τα υπόλοιπα νησιά, να γεμίσει με ακόμα περισσότερους εξόριστους. Η κατάσταση στη χώρα είναι αφόρητη για τους κομμουνιστές και αγωνιστές της εποχής (βιασμοί, εκτελέσεις, επιθέσεις, καταστροφές) και οι διωγμοί τους ανελέητοι.
Τον Αύγουστο του '46, πάνω από 1.000 άτομα στέλνονται στην εξορία, μεταξύ τους πολλές γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Στις 27/8/46 γίνεται έκκληση μέσω του «Ριζοσπάστη» για αλληλεγγύη στους εξόριστους. Σε απάντηση στην έκκληση βοήθειας προς τους πολιτικούς κρατούμενους στη Γαύδο, η Εθνική Αλληλεγγύη Χανίων το Νοέμβρη του 1946 στέλνει 100 χιλιάδες δραχμές και υλική βοήθεια (τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα, ιατρικά εργαλεία, οικιακές συσκευές κ.ά.) για την κάλυψη των αναγκών των εξορίστων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» στις 20 Νοέμβρη του 1946, στο νησί υπάρχουν 97 εξόριστοι, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Τότε, με άδεια της χωροφυλακής, αποφασίζουν να στείλουν εκλεγμένο εκπρόσωπό τους στην Κρήτη, με αφορμή την καθυστέρηση της άφιξης των προμηθειών στο νησί, αλλά και για να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους κρατουμένους. Ο εκπρόσωπος όμως δεν γίνεται δεκτός από την αστυνομία της περιοχής, η οποία αγνοεί τα αιτήματα των εξορίστων.
Τον επόμενο χρόνο η κατάσταση στο νησί επιδεινώνεται για τους κρατουμένους. Πολλοί από αυτούς πεθαίνουν και νέοι καταφτάνουν στο νησί. Ο αριθμός τους ανέρχεται στους 60 εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του 1947 οι κρατούμενοι διαμαρτύρονται μέσω ανταποκρίσεων στον «Ριζοσπάστη» για τη δημιουργία 2 στρατοπέδων σε 2 απομονωμένους και αποκλεισμένους μεταξύ τους χώρους. Στα στρατόπεδα αυτά δεν υπήρχε επικοινωνία των κρατουμένων, τόσο με το υπόλοιπο νησί, όσο και με τους κρατουμένους του άλλου στρατοπέδου. Οι συνθήκες ζωής τους ήταν πολύ δύσκολες γι' αυτό και αναγκάζονται να καλέσουν σε βοήθεια.
Παρ' όλες τις εκκλήσεις των κρατουμένων και το κύμα διαμαρτυρίας του λαού, εξόριστοι παρέμειναν στο νησί μέχρι και το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Το 1951, σύμφωνα με στοιχεία, παύουν πλέον να υπάρχουν κρατούμενοι στο νησί...
Αλλος ένας τόπος που οι αλύγιστοι της ταξικής πάλης έγραψαν Ιστορία διδάσκοντάς μας το μεγαλείο του ταξικού αγώνα. Τίποτα δεν μπορούσε να τους λυγίσει, να λυγίσει την πίστη και τη συνείδησή τους, να τσακίσει την πεποίθηση που στηρίζεται στην επιστημονική γνώση ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους, ότι η κοινωνία για την οποία αγωνίστηκαν, ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός είναι νομοτελειακά η προοπτική της Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου