Επιλογή γλώσσας

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Επιχείρηση ξηλώματος των κλαδικών Συμβάσεων και ασφυκτικού ελέγχου των συνδικάτων


Διπλή επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων και στα συνδικάτα τους επιχειρεί η κυβέρνηση της ΝΔ με το «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο, πιάνοντας το νήμα από τα αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και στρώνοντας το αντιλαϊκό έδαφος, το «ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα», προκειμένου να πιάσει τόπο για το κεφάλαιο το άλλο μισό του ίδιου νομοσχεδίου, το πλήθος νέων προνομίων και διευκολύνσεων προς τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, σε ό,τι αφορά τα Εργασιακά, το πολυνομοσχέδιο προωθεί το πλήρες ξήλωμα των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, προκειμένου η εργοδοσία να μπορεί να συμπιέζει ακόμα περισσότερο τους μισθούς, επιβάλλοντας ατομικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις με πολύ χειρότερους όρους αμοιβής και εργασίας, μέχρι και το άθλιο επίπεδο του κατώτατου μισθού που διαμορφώνεται με υπουργική απόφαση και με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.

Τον ίδιο στόχο, την ανεμπόδιστη προώθηση αυτής της επίθεσης, υπηρετούν και οι διατάξεις που προωθούν τον ασφυκτικό έλεγχο των συνδικάτων από την εργοδοσία και το κράτος, με ηλεκτρονικό φακέλωμα και χτύπημα των συλλογικών διαδικασιών.

Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου πως σε όλα τα κρίσιμα θέματα το νομοσχέδιο προβλέπει τη συγκεκριμενοποίηση και τη συμπλήρωση όλων των παραπάνω χτυπημάτων με υπουργικές αποφάσεις, δίνοντας στην πραγματικότητα στην κυβέρνηση και τον υπουργό Εργασίας απόλυτη εξουσία να ξαναγράψουν τον συνδικαλιστικό νόμο και τα ίδια τα καταστατικά των συνδικάτων...

Συνδυαστικό χτύπημα στις κλαδικές Συμβάσεις...

Με τα άρθρα 49, 51 και 52, το πολυνομοσχέδιο δίνει συνδυαστικό χτύπημα στις κλαδικές Συμβάσεις:

-- Με το άρθρο 49 προβλέπονται εξαιρέσεις από τις εθνικές και τις τοπικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ για «επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατεξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι θα εργάζονται με πολύ χειρότερους όρους από αυτούς που ισχύουν στην κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική σύμβαση. Η συγκεκριμένη διάταξη μάλιστα επιβεβαιώνει από άλλη μια πλευρά πως η περιβόητη «Κοινωνική Οικονομία» αξιοποιείται και ως εργαλείο για το χτύπημα των ΣΣΕ και τη μείωση των μισθών.

-- Με το άρθρο 51, σε περιπτώσεις συρροής, οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπερισχύουν έναντι κλαδικών, για επιχειρήσεις που επικαλούνται «σοβαρά οικονομικά προβλήματα», βρίσκονται σε διαδικασίες πτώχευσης κ.λπ., όταν οι κλαδικές ΣΣΕ δεν περιλαμβάνουν ρήτρες εξαιρέσεων, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.

-- Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ότι σε περιπτώσεις συρροής η τοπική σύμβαση υπερισχύει και της εθνικής κλαδικής και της ομοιεπαγγελματικής.

-- Το ουσιαστικό ξήλωμα των κλαδικών ΣΣΕ ολοκληρώνεται με το άρθρο 52, στο οποίο προβλέπεται ότι ακόμα και για τις ελάχιστες κλαδικές Συμβάσεις που υπογράφονται, για την επέκτασή τους στο σύνολο του κλάδου, πέρα από τον όρο να υπογράφονται από εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των εργαζομένων του συγκεκριμένου κλάδου, θα πρέπει πλέον στη σχετική αίτηση επέκτασης να ελέγχονται οι επιπτώσεις της «στην ανταγωνιστικότητα και στην απασχόληση»!

-- Τέλος, με το άρθρο 53 προστίθενται νέοι περιορισμοί για την προσφυγή των εργαζομένων στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής από τα συνδικάτα ουσιαστικά εξαλείφεται (για την προσφυγή τους θα πρέπει να αποδεικνύουν «υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας»!), κλείνοντας έτσι και τις τελευταίες οδούς για την απόσπαση κάποιας ΣΣΕ.

Οπως γίνεται φανερό, ο συνδυασμός όλων των παραπάνω διατάξεων οδηγεί στην ουσιαστική κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ. Το γεγονός μάλιστα ότι οι διατάξεις αυτές προωθούνται ενώ ήδη οι κλαδικές ΣΣΕ είναι ελάχιστες και καλύπτουν μόλις το 10% του συνόλου των μισθωτών, επιβεβαιώνει αυτήν τη συνολικότερη στόχευση. Η... «ανάπτυξη για όλους» που διαφημίζει η κυβέρνηση, η στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, προϋποθέτει την καθήλωση των αμοιβών των εργαζομένων, την ολοένα και μεγαλύτερη συμπίεση του μέσου μισθού.

Την ώρα λοιπόν που το αστικό κράτος κλιμακώνει την επίθεση για λογαριασμό του κεφαλαίου, αποτελεί καθαρή πρόκληση για τους εργαζόμενους η δήλωση του υπουργού Εργασίας, Γ. Βρούτση, ότι δήθεν με τις συγκεκριμένες διατάξεις «επιβεβαιώνεται η σταθερή μας θέση για την ανεξαρτησία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ενίσχυση της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων».

Στο μόνο που οι τοποθετήσεις του υπουργού ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είναι οι αναφορές του ότι «εναρμονιζόμαστε με την επικρατούσα ευρωπαϊκή πρακτική»: Πράγματι, η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ, «εναρμονίζεται» με τη γενικευμένη αντεργατική επίθεση που ξεδιπλώνεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ, από όλες τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου.

...με αξιοποίηση του αντεργατικού οπλοστασίου του ΣΥΡΙΖΑ!

Αντίστοιχα προκλητικές με την κυβερνητική προπαγάνδα είναι και οι τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή της πρώην υπουργού Εργασίας, Εφης Αχτσιόγλου, η οποία χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο «κόλαφο για τα εργασιακά δικαιώματα που γυρνάει τη χώρα σε βαθιά μνημονιακές εποχές»...

Μιλούν δηλαδή για «επιστροφή στα μνημόνια» αυτοί που όχι μόνο διατήρησαν άθικτο όλο το αντιλαϊκό μνημονιακό πλαίσιο των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά πρόσθεσαν ένα ακόμα μνημόνιο με πλήθος βάρβαρων μέτρων, όπως η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, τα νέα πλήγματα στην κυριακάτικη αργία κ.ά.

Η ΝΔ «χτίζει» την αντεργατική κλιμάκωση ακριβώς πάνω σε αυτά που έχει ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το πλήρες ξήλωμα των κλαδικών Συμβάσεων προωθείται από τη σημερινή κυβέρνηση με επίκληση του πορίσματος της «Ειδικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων» που είχε στήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ!
Στο πόρισμα, που δημοσιοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 2016 - και το οποίο είχε αξιολογήσει θετικά η τότε κυβέρνηση - μεταξύ άλλων για το ζήτημα της «ευνοϊκότερης σύμβασης», αν δηλαδή η σύμβαση με τους καλύτερους όρους για έναν εργαζόμενο θα υπερισχύει έναντι όλων των άλλων, η Επιτροπή πρότεινε τα εξής: «Μισθολογικές συμφωνίες με μικρότερο επίπεδο μισθών δεν μπορεί να είναι χαμηλότερες από τις εθνικές/κλαδικές συμφωνίες που έγιναν σε υψηλότερο επίπεδο. Οι κοινωνικοί εταίροι, ωστόσο, θα πρέπει να συμφωνήσουν σε "ανοιχτές ρήτρες" πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, τα οποία θα επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις από τις κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμφωνίες (αλλά όχι από νομικές προδιαγραφές) στην περίπτωση επειγουσών οικονομικών αναγκών της εταιρείας».

Μάλιστα, ένα μέρος της Επιτροπής πήγαινε παραπέρα, καθώς θεωρούσε πως «η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο είναι σημαντική» και ότι «η ιεραρχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, όπου συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο». Δηλαδή, οι επιχειρησιακές συμβάσεις να υπερισχύουν ντε φάκτο των κλαδικών!

Φακέλωμα και απροκάλυπτη παρέμβαση κράτους και εργοδοσίας στα συνδικάτα

Η επίθεση στις ΣΣΕ συνοδεύεται με την ακόμα πιο απροκάλυπτη παρέμβαση του αστικού κράτους στη συνδικαλιστική δράση και στην ίδια την εσωτερική λειτουργία των συνδικάτων, στο πλαίσιο του διαχρονικού στόχου του κεφαλαίου για συνδικάτα που θα υποτάσσονται πλήρως στους στόχους του.
Η προσπάθεια αυτή αποτυπώνεται στις διατάξεις του άρθρου 50.

Συγκεκριμένα:

-- Προωθεί την ηλεκτρονική ψηφοφορία για τις «αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων και λοιπών οργάνων διοίκησης» των συνδικάτων, «συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων κήρυξης απεργίας» (συγκεκριμένα αναφέρει ότι η ψηφοφορία για όλα τα παραπάνω «μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο»), αφήνοντας μάλιστα σε δεύτερο χρόνο τον ορισμό «κάθε λεπτομέρειας για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης» με απόφαση του υπουργού Εργασίας.

Η προωθούμενη επέμβαση στις διαδικασίες των συνδικάτων δεν συνιστά «εκδημοκρατισμό», όπως επιχειρεί να την παρουσιάσει η κυβέρνηση. Επιχειρούν να κόψουν τους δεσμούς των ίδιων των εργαζομένων μεταξύ τους, το αναφαίρετο δικαίωμά τους να ενημερώνονται και να συζητούν συλλογικά, να συνδιαμορφώνουν τα αιτήματά τους και το σχέδιο δράσης τους, να οργανώνουν συλλογικά τις απεργιακές και τις άλλες κινητοποιήσεις τους.

-- Αντίστοιχα, συνεχίζοντας την υλοποίηση μνημονιακών προαπαιτούμενων που ψήφισαν μαζί ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ, με το νομοσχέδιο προωθείται η δημιουργία «Γενικού Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων» στο υπουργείο Εργασίας. Με τη δημιουργία της εν λόγω υποδομής ανοίγει ο δρόμος για ενίσχυση του φακελώματος των εργαζομένων και του ασφυκτικού ελέγχου των πραγματικών συνδικάτων από το αστικό κράτος και την εργοδοσία.

Και εδώ, όπως και σε όλα τα παραπάνω, όλα τα κρίσιμα ζητήματα για την εφαρμογή των αντιδραστικών διατάξεων παραπέμπονται σε αποφάσεις του υπουργού Εργασίας. Δίνεται στην πραγματικότητα στον εκάστοτε υπουργό το απόλυτο «διευθυντικό δικαίωμα» για να ξαναγράφει τον συνδικαλιστικό νόμο με Υπουργικές Αποφάσεις. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, θα ρυθμίζεται με απόφαση του υπουργού «κάθε θέμα σχετικά με τη δημιουργία του Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Οργανώσεων Εργοδοτών, τη δημοσιότητα των στοιχείων του και κάθε αναγκαία τεχνική λεπτομέρεια καθώς και τη χορήγηση πληροφοριών σε σχέση με τα στοιχεία του μητρώου και με την τήρηση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων...».

Προπαγάνδα και αντιπερισπασμός

Την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και τη δράση των συνδικάτων η κυβέρνηση την συνοδεύει και με έναν επικοινωνιακό αντιπερισπασμό. Προβάλλοντας μια σειρά αποσπασματικών διατάξεων κάνει λόγο για δήθεν «μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο - τομή στην αγορά εργασίας - υπέρ των εργαζομένων, των συνεπών επιχειρήσεων, της πλήρους απασχόλησης, της αύξησης των εσόδων στα ασφαλιστικά ταμεία και της νομιμότητας της αγοράς εργασίας», όπως προκλητικά δήλωνε ο υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι διατάξεις που επιχειρεί να αξιοποιήσει προπαγανδιστικά η κυβέρνηση, αφενός δεν αναιρούν την εργασιακή ζούγκλα που πατάει στο έδαφος του τεράστιου αντεργατικού οπλοστασίου το οποίο ενισχύεται και με το πολυνομοσχέδιο, αφετέρου σε μια σειρά περιπτώσεων προκαλούν νέα προβλήματα για τους εργαζόμενους.

Χαρακτηριστικά, η κυβέρνηση προβάλλει ημίμετρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής «παραβατικότητας», την ίδια ώρα που νομοθετεί το παραπέρα ξήλωμα των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων και το χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης, ενισχύει δηλαδή ακριβώς εκείνες τις συνθήκες μέσα στις οποίες τροφοδοτείται η εργοδοτική αυθαιρεσία!

Μεταξύ άλλων οι διατάξεις αυτές προβλέπουν: Αύξηση του κόστους της «πρόσθετης εργασίας» στη μερική απασχόληση κατά 12%, όταν η επίθεση στις ΣΣΕ οδηγεί σε τσάκισμα της μέσης αμοιβής στη μερική απασχόληση, όπως και στο σύνολο των μισθωτών. Θεσμοθετείται υποχρέωση των εργοδοτών να δηλώνουν όσους εργαζόμενους ασφαλίζουν και πληρώνουν με εργόσημο, όπως και αυτούς που απασχολούνται με «μπλοκάκι», αφήνοντας βέβαια άθικτη την ύπαρξη αυτών των δύο άθλιων εργασιακών σχέσεων.

Αμφιλεγόμενη είναι και η διάταξη για τα πρόστιμα προς τις επιχειρήσεις με αδήλωτους εργαζόμενους, καθώς πέραν της μείωσης των προστίμων αφαιρείται και η πρόβλεψη για αναδρομική ασφάλιση του αδήλωτου εργαζόμενου για ένα τρίμηνο. Επίσης, η ενεργοποίηση παλιότερης διάταξης, που προβλέπει ότι οι Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) σε ηλεκτρονική μορφή δεν γίνονταν δεκτές από τον ΕΦΚΑ για τις περιόδους που οι εργοδότες δεν είχαν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις όπου ο ασφαλισμένος θα ψάχνει να βρει τα ένσημά του και να τρέχει αυτός για την ασφάλισή του, αντί η ευθύνη της μη καταβολής εισφορών από την επιχείρηση να εντοπίζεται μόνο σε αυτήν.

Γ. ΖΑΧ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου