Ο φαντάρος
Αντρέας Σκαρίμπας είναι σκοπός πρωινό νούμερο. Στέκει μαρμαρωμένος πάνω σε ένα
κοτρώνι σαν κολώνα. Στο μυαλό του πλήθος σκέψεις φαίνουνται και χάνουνται,
παλεύουν και τον βασανίζουν. Κι’ απ’ τον κυκεώνα μέσα φως και δρόμο δε βλέπει.
Τ’ αηδόνι
σκορπάει τις τελευταίες του τρίλιες κι’ αποσταμένο από το νυχτερινό τραγούδι
κρύβεται στις φυλωσιές. Η αυγή προβαίνει. Συναυλία από μυριάδες πουλάκια όλο
και ανεβαίνει προς τον ουρανό σαν ύμνος στη χαρά και την αγάπη, την άνοιξη και
τη ζωή.
Τριανταφυλλένια
βάφτηκε η ανατολή.Ο κάμπος είναι σκεπασμένος με ένα σεντόνι κι απ’ τής αντάρας το πέλαγος προβάλουν σα νησάκια σε ήρεμη θάλασσα οι βουνοκορφές. Τα λουλούδια μυρωμένα απ’ τή νυχτερινή δροσούλα τινάζουν τα πέταλά τους και σκορπάν ευωδιές. Οι πεταλούδες πατάνε απ’ τόνα στ’ άλλο, τρυγώντας το χυμό τους. Ζουζούνια γεμίζουν τον αγέρα. Κι’ ο φαντάρος κυτάζει εκστατικός, θαμπωμένος και μουρμουρίζει:
«Η φύση
γιορτάζει το μεγαλύτερο πανηγύρι της και χαίρεται και μεθάει από χαρά και αγάπη
από αρώματα, τραγούδια. Και μεις θα γιορτάσουμε τις μέρες αυτές και το Πάσχα,
μέσα στο χαλασμό του πολέμου, στους καπνούς της μάχης, τα βογγητά και τα
δάκρυα, το αίμα. Τι κατάρα!!».
Κι’ η σκέψη
παίρνει το μονοπάτι της μνήμης. Στο χωριό του, στα παιδικά του χρόνια, στους
επιταφίους... Και σταματάει στην οικογένειά του... «Τρία χρόνια έχω να τους δω, σκέφτεται».
Έχωσε το χέρι στον κόρφο και τράβηξε μια
φωτογραφία κι ένα γράμμα. Ένα κοριτσάκι ως 4 χρονών με μακρυές μπούκλες και
γλυκά ματάκια χαμογελάει. Στη μέση μια γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας και δεξιά
ένα αγοράκι ως 3 χρονών. Ανοίγει το γράμμα και διαβάζει. «...Περνάμε άσχημες
μέρες. Τα παιδιά πεινάνε. Το επίδομα μας τόφαγαν. Το εργοστάσιο δεν έχει
δουλειά. Πώς θα τα βγάλουμε πέρα, δεν ξέρω. Μα να μη πάθεις τίποτα συ κι’ εμείς
ότι πάθουμε ας πάθουμε». Προσέχει το χαρτί έχει λεκέδες. «Δάκρυα, ψιθυρίζει».
Καρφώνει τα
μάτια στη φωτογραφία ώρα πολλή. Κι’ η ψυχή του κι’ η καρδιά του ξεσπάνε σε
λαχτάρα, στοργή και πόνο. Ζωντάνεψαν οι εικόνες. Βούρκωσαν τα μάτια. Κι’
αρχίζει κάτι σαν παραμιλητό:
«Μπέμπα μου,
γιατί είναι δακρυσμένα τα ματάκια σου; Τάκη γιατί κυτάζεις τόσο πονεμένα;
Φαίνονται όλες οι φλέβες παιδί μου. Παντού κόκκαλα πετιούνται. Και τα παπούτσια
σου είναι μεγάλα. Κατάλαβα. Είναι τα δικά μου τα παληά. Σου τα φόρεσε η μάνα
σου για να βγεις φωτογραφία. Θάρθει η Λαμπρή και σεις δε θάχετε ρούχα, ούτε
παπούτσια, ούτε ένα χρωματιστό φαναράκι για παιχνίδι. Τι λέω; Εσείς δε θάχετε
ψωμί. Και συ γυναίκα πώς κατάντησες έτσι; Μοιάζεις γρηούλα. Όμως εγώ σ’ άφησα νηα
κι όμορφη».
Κι από κει ο
νους του φτερουγίζει σ’ ένα μεγάλο δρόμο με παλάτια. Μέσα στους καπνούς της
σαμπάνιας και των ναρκωτικών, σε χαρά και ξεφαντώματα, σε μεθύσια και χορούς,
σε όργιο ηδονής και σπατάλης γλεντά ένας άλλος κόσμος. Και στις εκκλησιές
θυμιάματα, σταυροί και ψαλμωδίες: «Κι’ επί γης ειρήνη. Πάσχα το
τερπνόν...Πάσχα» χοχλάζει μέσα η οργή. Θολώνει το μυαλό από αγανάχτηση. Κι’ η
απελπισία του σφίγγει το λαιμό σαν τανάλια. Ένα γέλιο τρελλού και μια
σαρκαστική στριγγιά φωνή ακούστηκε:! «Επί γης ειρήνη ε; Πάσχα το τερπνόν ε;...»
- Άντε Σκαρίμπα ! Φώναξε ο διμοιρίτης.
- Για πού, ρώτησε
- Για τη μάχη.
Φίλησε τη
φωτογραφία. Την έκρυψε στον κόρφο του και ξεκίνησε μουρμουρίζοντας.
-Βδομάδα των παθών. Στον τόπο του Γολγοθά,
στο Γράμμο, μάς σταυρώνουν.
Στο δρόμο
έπεσε πάνω σ’ ένα πτώμα. Τα μάτια ήταν γεμάτα σκουλήκια. Το στόμα ανοιχτό,
πεσμένα τα δόντια. Το πετσί μαύρο και λίγο γυαλιστερό σαν ζελατίνα. Και κάτω
απ’ αυτό τα σκουλήκια κάναν βόλτες. Δίπλα ένα χαρτάκι «Αδέρφια, γράφει. Ξέρουμε
πως λαχταράτε για τους δικούς σας. Αγαπάτε τη ζωή σας. Εμείς σας προτείνουμε
ειρήνη. Δεχτήτε την κι’ όλα δικά σας θάναι».
* *
*
Σε μια
μικρούλα πολιτειούλα, σ’ ένα φτωχικό σπίτι μια αδύνατη γυναίκα ζυμώνει ένα
ζυμάρι. Δίπλα ένα κοριτσάκι κι’ ένα αγοράκι κάθονται κατά γης και κυτάζουν το
ζυμάρι λαίμαργα.
- Μαμά θα φτιάξεις πολλά κουλουράκια; ρωτάει
το αγόρι.
- Ναι παιδί μου, Πέντε. Από ένα εμείς και
δυό ο μπαμπάςς σου.
- Μαμά δε θα βάψεις αυγά; ρωτάει το κορίτσι.
- Θα βάψω μπέμπα μου.
- Πολλά;
- Τέσσερα. Θα πάρουμε από ένα και θα
στείλουμε και στο μπαμπά σου ένα.
Τ’ απόγευμα
σ’ ένα κουτάκι έβαλαν δύο κουλουράκια, ένα κόκκινο αυγό, δέκα τσιγάρα κ’ ένα
γράμμα. Σ’ αυτό ανάμεσα στ’ άλλα έγραφε: «...Μας είπαν πως το πάσχα θα μας
δώσουν δώρο. Αν μας δώσουν θα πάρουμε ψωμί»
Γράψαν απ’ όξω : « Ανδρέαν Σκαρίμπαν...» και τόστειλαν.
Στην
Ανάσταση τίποτε δεν άκουσε η γυναίκα. Η καρδιά της είναι βαρειά. Η ψυχή της
φορτωμένη πίκρα. Και τα γόνατα τρέμουν. Στο μυαλό μια σκέψη:
«Να δώσουν το δώρο, γιατί αλλοιώς ψωμί δεν
έχει.»
Γυρίζουν στο
σπίτι. Τα μικρά λάμπουν από μια φλόγα χαράς. Θάχουν ένα κουλουράκι κι’ ένα
αυγό. Μέσα απ’ τήν πόρτα ένα γράμμα. Θάναι το δώρο ψιθύρισε κι’ η καρδιά
αλάφρυνε. Το άνοιξε: «Ο σύζυγος σας έπεσε μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος».
-Μαμά απ’ τό μπαμπά είναι το γράμμα; ρωτάει
το μωρό.
Σκοτάδιασε η
μέρα. Το δωμάτιο στριφογύριζε. Κι’ η γυναίκα σωριάστηκε στο πάτωμα.
Του σ. Κώστα
Πουρναρά (Μπόση)
Εφημερίδα
«ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», 24 Απρίλη 1949
(Κρατήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας)
(Κρατήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου