Το μεσημέρι της 28ης Μάη 1871 πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα στην οδό
Ραμπονό της Μπελβίλ.
Έτσι γράφτηκε και ο επίλογος της Κομμούνας του Παρισιού, της πρώτης επαναστατικής εργατικής εξουσίας στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Τίποτα μετά την Παρισινή Κομμούνα δεν θα ήταν ίδιο για την εργατική τάξη, αλλά ούτε και για την αστική τάξη, η οποία από εκεί και μετά θα ήταν αναγκασμένη να ζει με τον εφιάλτη μιας επανάστασης που θα σάρωνε την κυριαρχία της.
Οι χρεοκοπίες ακολουθούσαν η μία την άλλη και η ανεργία πήρε δραματικές διαστάσεις.
Η εσωτερική κατάσταση των καπιταλιστικών κρατών οξύνεται, το σύστημα κλονίζεται από τον σεισμό που το ίδιο γέννησε μέσα από τις αντιφάσεις του και αλλάζουν οι συσχετισμοί.
Η Πρωσία του Ότο φον Βίσμαρκ ισχυροποιείται έναντι της Γαλλίας του Ναπολέοντα του Γ’ (Βοναπάρτης), ο οποίος είχε αρπάξει με πραξικόπημα την εξουσία το 1851.
Οι αντιθέσεις τους οξύνονται, αφού η Γαλλία «βλέπει» έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή για τα συμφέροντά της, ο οποίος, επιπλέον, βρίσκεται στα ανατολικά της σύνορα. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να υπονομεύσει τις προσπάθειες ένωσης των ξεχωριστών κρατιδίων σε μια ενιαία Γερμανία και ενισχύει τις χωριστικές διαθέσεις που υπήρχαν στα νοτιογερμανικά κρατίδια.
Η πολεμική αναμέτρηση γίνεται αναπόφευκτη. Η Γαλλία κηρύσσει το πόλεμο στην Πρωσία στις 2 Αυγούστου 1870. Ωστόσο, η επέλαση του πρωσικού στρατού είναι θυελλώδης και στις 4 Σεπτέμβρη ο γαλλικός στρατός συνθηκολογεί. Χιλιάδες Γάλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί αιχμαλωτίζονται, ανάμεσα και ο ίδιος ο Ναπολέων ο 3ος. Η Ευρώπη μένει άφωνη από την ταχύτητα με την οποία η Γαλλία ηττήθηκε.
Στις 4 Σεπτέμβρη ξεσπούν διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα την πτώση του αυτοκρατορικού καθεστώτος και την ανακήρυξη, στο Δημαρχείο του Παρισιού, δημοκρατίας.
Καθώς οι Πρώσοι φτάνουν στο Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη και το πολιορκούν, η αστική τάξη σχηματίζει «κυβέρνηση εθνικής άμυνας», η οποία αναλαμβάνει να οργανώσει την άμυνα της πόλης.
Προχωρά σε επιστράτευση και οι ένοπλοι πλέον εργάτες και μικροαστικά στρώματα συγκροτούνται ως εθνοφρουρά και πολεμούν στο πλευρό του τακτικού στρατού.
Η πολιορκία του Παρισιού, αλλά και ο φόβος του ένοπλου λαού, οδηγεί την αστική τάξη σε υπογραφή ανακωχής με τους Πρώσους στις 28 Γενάρη 1871.
Η συνθήκη της ανακωχής προβλέπει την παράδοση εδαφών και οχυρών στην Πρωσία και τη διάλυση του τακτικού στρατού.
Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδοθεί, ενώ σε πολλές περιοχές του Παρισιού δημιουργείται επαναστατικός αναβρασμός.
Οι εκλογές που διεξάγονται στις 7 Φλεβάρη περιπλέκουν την κατάσταση.
Στην Εθνοσυνέλευση που εκλέγεται κυριαρχούν τα κόμματα που εκπροσωπούν τη μεγαλοαστική τάξη, ενώ σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Αδόλφο Θιέρσο, η οποία εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Στις 26 Φλεβάρη υπογράφεται η συνθήκη ειρήνης με βαρείς όρους για τη Γαλλία, η οποία όχι μόνο χάνει εδάφη, αλλά καλείται να καταβάλει και ένα αστρονομικό ποσό για πολεμικές αποζημιώσεις.
Την 1η Μάρτη 1871 πρωσικός στρατός μπαίνει στο Παρίσι και καταλαμβάνει ορισμένα φρούρια, βόρεια και ανατολικά της πόλης.
Τώρα πια η γαλλική αστική τάξη, έχοντας «κλείσει» προδοτικά το μέτωπο με τους Πρώσους, «πετάει» κατά μέρος τις «διακηρύξεις» περί «πατριωτισμού» και εμφανίζει το σάπιο πρόσωπο του ταξικού της συμφέροντος.
Χωρίς να διστάσει στιγμή, στρέφεται ενάντια στην ένοπλη εργατική τάξη, η οποία δεν αποδέχεται την ανακωχή και προετοιμάζεται για ένοπλη αντίσταση.
Στις 18 Μάρτη στρατός εισβάλλει στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού, για να αρπάξει τα κανόνια στο λόφο της Μονμάρτης που ανήκαν στην Εθνοφυλακή και που είχαν κατασκευαστεί από λεφτά των Παριζιάνων στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τους Πρώσους.
Η απόπειρα απέτυχε. Ο λαός του Παρισιού ξεσηκώνεται.
Η Εθνοφρουρά κρατά τα όπλα και τα κανόνια της ενώ συγκροτείται Κεντρική Επιτροπή.
Ένας ταξικός πόλεμος ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική κυβέρνηση «εθνικής άμυνας» ξεκινά.
Στις 26 Μάρτη 1871 εκλέγεται η Παρισινή Κομμούνα.
Στις 28 Μάρτη η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς παραδίδει την εξουσία στην Κομμούνα.
Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο και υψώνουν την Κόκκινη Σημαία.
Μέσα από τους σπασμούς που προκαλούσε στον καπιταλισμό η κρίση του και ο γαλλοπρωσικός πόλεμος, γεννήθηκε η Κομμούνα του Παρισιού.
Ήταν ένα εργατικό και όχι ένα κοινοβουλευτικό Σώμα, εκτελεστικό και συγχρόνως νομοθετικό. Οι αντιπρόσωποί της, εργάτες στην πλειοψηφία τους, εκλέγονταν από τον λαό και ήταν ανακλητοί.
Το πρώτο Διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε την κατάργηση του τακτικού στρατού και την αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εκλέγονταν και ήταν ανακλητοί με αμοιβή την αμοιβή ενός εργάτη.
Εκλεγμένοι και ανακλητοί είναι και οι δικαστές.
Η Κομμούνα θέσπισε τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και τη μετατροπή των εκκλησιαστικών κτημάτων σε εθνική ιδιοκτησία.
Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν τις πύλες τους στον λαό.
Καθιερώθηκε η δωρεάν μόρφωση, η απαλλαγή της Παιδείας από την Εκκλησία και η υποταγή της στις κατευθύνσεις του νέου κράτους.
Επικυρώθηκε η εκλογή ξένων υπηκόων στα όργανα της Κομμούνας στο όνομα του διεθνισμού.
Τα εργοστάσια, που είναι κλειστά ή εγκαταλείφθηκαν από τους εργοδότες, παραδίδονται στους εργάτες.
Το πιο σημαντικό Διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται στην οργάνωση των εργατών στο εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση.
Απαγορεύτηκε η νυχτερινή εργασία, καταργήθηκε το ενοίκιο, τα γραφεία εύρεσης εργασίας, καταστρέφεται η λαιμητόμος, ιδρύεται η Ένωση Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού.
Κατεδαφίζεται μέσα στις επευφημίες του πλήθους η Στήλη της Νίκης στην πλατεία Βαντόμ ως σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς.
«Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η διχτατορία του προλεταριάτου», αναφωνεί με ενθουσιασμό ο Φρίντριχ Ένγκελς.
Η συμμετοχή Ελλήνων στην Κομμούνα του Παρισιού είναι μια συναρπαστική
ιστορία, κομμάτι αξεδιάλυτο με την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών στην
Ελλάδα.
Το νήμα αρχίζει να ξεδιπλώνεται από το 1836 όταν εμφανίζεται ένας θορυβώδης ουτοπικός σοσιαλιστής, ο αγωνιστής του '21 Παναγιώτης Σοφιανόπουλος (1786-1856) από το Σοπωτό Καλαβρύτων (τα σημερινά Αροάνια). Ο Σοφιανόπουλος ήταν γιατρός και υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Σοφιανόπουλος εκδίδει το 1836 το περιοδικό «Πρόοδος», ενώ παράλληλα εξέδιδε 4-5 εφημερίδες στις οποίες μεταξύ άλλων δημοσιεύονταν κείμενα των ουτοπικών σοσιαλιστών Σαρλ Φουριέ (1772-1837) και Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858). Υπήρξε αδιάλλακτος πολέμιος της βαυαρικής τυραννίας και διαφθοράς και των νόμων της και υποστηριχτής της «κοινωνικής δημοκρατίας» και των αστικοδημοκρατικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1830 και του 1848. Διώχθηκε αμείλικτα από το καθεστώς, ενώ αφορίστηκε από την Εκκλησία. Του αποδίδεται η χρήση του όρου «σοσιαλισμός» για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1849.
Στο πλευρό του, μεταξύ άλλων, ήταν και ένας έμπορος από τη Σμύρνη, ο Εμμανουήλ Δαούδογλου, ο οποίος συνέχισε το έργο του Σοφιανόπουλου όταν αυτός πέθανε, το 1865. Ο Δαούδογλου συνδέεται με την Κομμούνα του Παρισιού σίγουρα έμμεσα και ίσως άμεσα. Συγκεκριμένα στην Κομμούνα πήρε μέρος η γυναίκα του Μαρία Πανταζή, η οποία εκτελέστηκε από τους βερσαλλιέρους μετά την ήττα της. Είναι πιθανό να συμμετείχε και ο ίδιος, ενώ είναι βέβαιο ότι ήταν μέλος της Α’ Διεθνούς.
Οι θέσεις του ήταν ένα ιδιότυπο κράμα πρωτοχριστιανικών δοξασιών περί κοινοκτημοσύνης και ουτοπικού σοσιαλισμού. Όπως έλεγε, «Εάν ο Χριστός ήρχετο σήμερα εις τον κόσμον, θα επεδίδετο εις την οργάνωσιν των εργατικών τάξεων, διά να ανυψώση δι’ αυτού του τρόπου την όλην κοινωνίαν».
Την ίδια χρονική περίοδο κάνει την εμφάνισή του ένας νομικός από την Καστοριά, ο Παύλος Αργυριάδης (1849 - 1901), ο οποίος όπως φαίνεται ήταν αρκετά βαθύς γνώστης του μαρξισμού, αφού αντιμετώπιζε τους αστούς σαν ανειρήνευτους εχθρούς των εργατών και πίστευε ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη μπορούσε να γίνει μόνο με βίαιο τρόπο.
Οι πληροφορίες για τη συμμετοχή του ή όχι στην Κομμούνα είναι αντικρουόμενες. Κάποιες τον θέλουν όχι απλά να έχει συμμετοχή, αλλά να είναι και μέλος της Κεντρικής της Επιτροπής, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι την περίοδο αυτή δεν βρισκόταν καν στο Παρίσι. Πάντως, το 1880 πολιτογραφήθηκε Γάλλος πολίτης.
Αμφιλεγόμενη είναι η συμμετοχή στην Κομμούνα του Παρισιού του Κεφαλονίτη ποιητή Μικέλη Άβλιχου (1844 - 1917), ο οποίος έχει χαρακτηριστεί «αναρχικός» επειδή σπουδάζοντας στη Βέρνη της Ελβετίας γνωρίστηκε με τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τον Ρώσο θεωρητικό του αναρχισμού, και πιθανόν μέσω αυτού ο Άβλιχος έγινε μέλος της Α’ Διεθνούς.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Μ. Άβλιχος βρισκόταν στο Παρίσι την περίοδο της Κομμούνας και θεωρείται απίθανο να μη συμμετείχε.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στο πλευρό των Γάλλων εναντίον των Πρώσων βρέθηκαν να πολεμούν περίπου 1.500 Έλληνες εθελοντές για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ένας αριθμός από αυτούς συμμετείχε στην Κομμούνα. Υλικό με ονόματα εκείνων που πολέμησαν στις γραμμές της δεν υπάρχουν, παρά μόνο τα ονόματα αυτών που πολέμησαν εναντίον των Πρώσων. Ωστόσο, η αθηναϊκή εφημερίδα «Παλιγγενεσία» της 1ης Ιούνη του 1871 αναφέρει κάποιον Σπανδωνή από την Χίο, ο οποίος ανέλαβε υπηρεσία διευθυντή των τηλεγραφείων της Κομμούνας.
Σε ορισμένες εξεγερμένες περιοχές κάνουν δειλά την εμφάνισή τους επαναστατικές επιτροπές και Δημοτικά Συμβούλια που αντικαθιστούν τις καθαιρεμένες αρχές. Η αστική τάξη βλέπει τη λαϊκή οργάνωση με πολύ «κακό μάτι» και αποφεύγει να μπει επικεφαλής της εξέγερσης.
Το αποτέλεσμα τελικά ήταν να αντικατασταθεί ο Όθωνας από τον Δανό Γεώργιο Α’ και να ψηφιστεί ένα Σύνταγμα με το οποίο εγκαθιδρυόταν βασιλευόμενη δημοκρατία.
Σε αυτήν την εξέγερση συναντάμε το αποτύπωμα ενός προσώπου που αγωνίστηκε από ηγετική θέση και έδωσε τη ζωή του για την υπεράσπιση της Κομμούνας. Τον Γουσταύο Φλοράνς, φίλοι του οποίου έστησαν οδόφραγμα στη γωνία των οδών Αιόλου και Ερμού στο οποίο ύψωσαν κόκκινη σημαία.
Ο Φλοράνς ήταν «μπλανκιστής» και συμμετείχε ως εθελοντής στην κρητική επανάσταση εναντίον της οθωμανικής κατοχής μαζί με άλλους Γάλλους, αλλά και Ιταλούς που εμφορούνταν από τη σοσιαλιστική ιδεολογία.
Είχε συνδεθεί στην Αθήνα με αστικοδημοκρατικούς κύκλους και η δράση του τόσο πολύ είχε ενοχλήσει τη Γαλλία που ζήτησε από την κυβέρνηση Βούλγαρη την απέλασή του η οποία δεν έγινε εξαιτίας της θυελλώδους συμπαράστασης των Ελλήνων ομοϊδεατών του. Ωστόσο, ενοχλημένη από την παρουσία του και τη δράση του στην Αθήνα εμφανίστηκε και η ελληνική κυβέρνηση η οποία μάλιστα απαγόρευε τις διαλέξεις του.
Ο Γ. Φλοράνς επέστρεψε στη Γαλλία και την άνοιξη του 1871, στη διάρκεια της Κομμούνας, σκόπευε να έλθει στην Ελλάδα για να συγκροτήσει Σώμα εθελοντών για την ενίσχυση των κομμουνάρων. Ήταν ήδη καταδικασμένος από την κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας» ερήμην εις θάνατον.
Δεν πραγματοποίησε ωστόσο το ταξίδι του και σκοτώθηκε πολεμώντας τους βερσαλλιέρους.
Η εφημερίδα «Μέλλον», που υποστήριξε μαχητικά την Κομμούνα, ανέφερε για τον Φλοράνς στις 20 Ιούλη 1871:
«Ήτον ο πολίτης Φλουράνς, ο γενναίος, ο ενθουσιώδης εκείνος νέος, ο τρέχων πανταχού όπου εθνική επανάστασις, ίνα προσφέρη το αίμα και την περιουσία του, ο φλεγόμενος εκ του ιεροτέρου πυρός της ελευθερίας και παλιγγενεσίας των λαών. Η Ελλάς οφείλει εν δάκρυ επί του γενναίου όσον ευγενούς τούτου φιλέλληνος, η δε Κρήτη μια νοεράν ανθοδέσμην επί του τάφου του ακραιφνούς όσον επιφανούς εθελοντού της. Το "Μέλλον" ραίνει εκ μέρους της Ελλάδος και της Κρήτης και το δάκρυ και την ανθοδέσμην, οικτείρον τα ηλίθια ή πεπωρωμένα κύμβαλα, τα μη σεβασθέντα την αγιωτέραν και ευγενεστέραν φλόγα εν τω αδολωτέρω και τιμιωτέρω στήθει, αλλ’ εξυβρίσαντα επί της θανής του».
Ο λαός στην Ελλάδα ενημερώνεται για τα γεγονότα στο Παρίσι από τις εφημερίδες,
οι οποίες αρχικά αντιμετωπίζουν την Κομμούνα χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις. Όσο
όμως περνούσαν οι μέρες και στο Παρίσι εγκαθιδρυόταν η εργατική εξουσία, το
σύνολο του Τύπου στάθηκε εχθρικά απέναντί της.
Η μόνη εφημερίδα που υπερασπίζεται μαχητικά την Κομμούνα ήταν το «Μέλλον» του μπλανκιστή Δήμου Παπαθανασίου. Η εφημερίδα είχε εκδοθεί το 1859 στην Αθήνα και ήταν το δημοσιογραφικό όργανο της επαναστατικής φοιτητικής νεολαίας. Η αρθρογραφία της ήταν εξαιρετικά μαχητική, αν κι η λογοκρισία επέβαλε στους αρθρογράφους να είναι προσεχτικοί στις επιθέσεις τους κατά του στέμματος και του κρατικού μηχανισμού.
Πολλοί από τους συντάκτες της καταδιώχτηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν.
Με ταξική συνέπεια, το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα αποδοκίμασε κατηγορηματικά την εργατική εξουσία στο Παρίσι. Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών είχε στείλει εγκύκλιο προς όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης, να καταδικάσουν την παρισινή επανάσταση.
Η εγκύκλιος διαβάστηκε στην Ελληνική Βουλή, η οποία δεν άργησε να εγκρίνει ψήφισμα καταδικαστικό. «Η διαγωγή του εν Παρισίοις οικτρώς και αξίως ως έπραξεν τον βίον καταστρέψαντος δήμου εξήγειρε και δικαίως την αγανάκτησιν όλων των λαών. Τα κοινοβούλια της Ευρώπης διαρρήδην απεδοκίμασαν τα εν Παρισίοις εκτελεσθέντα. Η ελληνική Βουλή έπραξε και αύτη ως ώφειλεν», ανέφερε σχετικά η εφημερίδα «Παλιγγενεσία».
Δυστυχώς, ένας από αυτούς που άσκησαν σκληρή πολεμική κατά της Κομμούνας, χρησιμοποιώντας μάλιστα και βαριές εκφράσεις, ήταν και ο Εμ. Ροΐδης σε άρθρο του στο περιοδικό «Παρθενών».
Κάτω από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στον στρατό των Βερσαλλιών
και στο ένοπλο προλεταριάτο, αλλά και τις αδυναμίες και αυταπάτες των ηγετών
της Κομμούνας στις 21 Μάη στρατεύματα βερσαλλιέρων μπαίνουν στο Παρίσι.
Επί οχτώ μέρες, οι κομμουνάροι και οι γυναίκες της Κομμούνας αντιστέκονται με αφάνταστο ηρωισμό.
Στις 27 Μάη συντρίβεται η τελευταία αντίσταση στο Νεκροταφείο Περ Λασαίζ στην Μπελβίλ και σε άλλα Εργατικά Διαμερίσματα του Παρισιού.
Στις 28 Μάη πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα στην οδό Ραμπονό της Μπελβίλ. Η αστική τάξη πανηγυρίζει.
Η Κομμούνα είχε νικηθεί.
Η κυβέρνηση του Θιέρσου συνεργάστηκε με τους Πρώσους προκειμένου να σχηματιστεί στρατός από τους χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, τους οποίους οι Πρώσοι απελευθέρωσαν και επέτρεψαν να περάσουν από τις γραμμές τους και να χτυπήσουν πισώπλατα την Κομμούνα. Ενώ μετά την πτώση της Κομμούνας συνελάμβαναν πρόσφυγες και τους παρέδιδαν στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών.
Ο Κ. Μαρξ συμπυκνώνει σε μερικές φράσεις την αιτία της πτώσης της εργατικής εξουσίας που κράτησε 72 μέρες.
«Αν ηττηθούν θα φταίει μόνο η "καλή τους καρδιά"
Θα έπρεπε να είχαν βαδίσει αμέσως κατά των Βερσαλλιών…
Το γαλλικό προλεταριάτο περιφρόνησε τη σημασία των καθαρά πολεμικών ενεργειών στον εμφύλιο πόλεμο και αντί να επιτεθεί αποφασιστικά και άμεσα στις Βερσαλλίες αργοπόρησε και έδωσε χρόνο στην κυβέρνηση του Θιέρσου να ανασυνταχθεί, να οργανώσει στρατό και να προετοιμαστεί για τη ματωμένη βδομάδα».
Στο πλαίσιο των ιστορικών συνθηκών του 19ου αιώνα και του τότε επιπέδου ωριμότητας
του εργατικού κινήματος, δεν μπορούσε να είναι ολοκληρωμένο.
Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία μπλανκιστών, που επικρατούσαν στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής, σε οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν, καθώς και μια μειοψηφία μαρξιστών της Διεθνούς.
Οι μπλανκιστές στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν σοσιαλιστές μόνον από επαναστατικό ένστικτο. Λίγοι μόνο είχαν κατακτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια στις σοσιαλιστικές ιδέες και αρχές.
Οι οπαδοί του Προυντόν, που θεωρείται ο πρόδρομος του αναρχισμού, αντιπαράθεταν στην καπιταλιστική ιδιοκτησία τη μικρή ατομική ιδιοκτησία, ενώ ο ίδιος ο Προυντόν δεν παραδεχόταν την ταξική πάλη και τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Παρά τα τεράστια βήματα που έκανε το γαλλικό προλεταριάτο, σταμάτησε στη μέση του δρόμου.
Στον οικονομικό τομέα, η Κομμούνα παρασύρθηκε από το όνειρο να εγκαθιδρύσει ανώτερη Δικαιοσύνη σε μια χώρα που να την ενώνει το πανεθνικό καθήκον, ενώ δεν κατέλαβε κρατικά ιδρύματα, όπως η Τράπεζα της Γαλλίας.
Ωστόσο, το σημαντικότερο δίδαγμα από τον ηρωικό αγώνα των προγόνων κομμουνάρων είναι η ανάγκη της αυτοτελούς οργάνωσης του προλεταριάτου, της πολιτικής του πρωτοπορίας που είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Αποθηριωμένοι οι αστοί σέρνουν το Παρίσι στο αίμα των κομμουνάρων.
Τουφεκίζονται τουλάχιστον 20.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Φρικτά είναι όσα διηγείται ανταποκριτής της «Εφημερίδος της Κολωνίας», τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Μέλλον» στις 4 Ιούνη 1871.
«Εν τω θεάτρω Chatelet συνεδριάζει διηνεκώς το στρατοδικείον. Oι προσαγόμενοι αντάρται εξάγονται διά της δεξιάς ή της αριστεράς θύρας και όσοι μεν εξάγονται διά της δεξιάς τυφεκίζονται ευθύς, όσοι δε διά της αριστεράς αποστέλλονται ως ήττον ένοχοι εις Βερσαλλίας. Και εν τω κήπω του Λουξεμβούργου, και εν τοις Ηλυσίοις Πεδίοις, και εν τη πλατεία Λοβάου, και εν πάσαις ταις προσφάτως κυριευθείσαις συνοικίαις τυφεκίζονταν αντάρτες (…)
Των κοιμητηρίων μη εξαρκούντων, τα πτώματα των τουφεκισμένων μεταφέρονται εις τον κήπον του Λουξεμβούργου, εις τας πλατείας του Αγίου Ιακώβου και του Αγίου Λαζάρου και εις άλλα μέρη των Παρισίων ένθα υπάρχει χώμα προς ανόρυξην λάκκων».
Άλλοι ανταποκριτές μιλούν για τη μυρωδιά του αίματος που είχε σκεπάσει τις εργατικές συνοικίες ή για τη συνεχή μεταφορά των πτωμάτων με πολυάριθμες άμαξες. Όλο το Παρίσι αντηχούσε από τις βολές των τουφεκισμών. Παντού περνούσαν στρατιωτικά αποσπάσματα με αιχμαλώτους. Από μια ομάδα αιχμαλώτων ένας αξιωματικός επιλέγει τυφλά ανθρώπους, τους βγάζουν από τη γραμμή και τους εκτελούν επιτόπου. Όλες οι αίθουσες του Δημαρχείου του Παρισιού είχαν μετατραπεί σε στρατοδικεία τα οποία με συνοπτικές διαδικασίες καταδίκαζαν σε θάνατο άντρες, γυναίκες, γέροντες, ακόμα και παιδιά.
«Πραγματικά δοξασμένος πολιτισμός όπου το ζωτικό του πρόβλημα σήμερα είναι πώς θα ξεφορτωθεί τους σωρούς από τα πτώματα των ανθρώπων που δολοφόνησε όταν είχε τελειώσει πια η μάχη», γράφει ο Φρ. Ένγκελς.
Περίπου 45.000 άτομα συνελήφθησαν, τουλάχιστον 3.000 πέθαναν σε κάτεργα και εξορίες, ενώ περίπου 3.500 κομμουνάροι απελαύνονται και υποχρεώνονται να μην επιστρέψουν ποτέ στη Γαλλία.
Άραγε ήρθαν από αυτούς κάποιοι στην Ελλάδα;
Όσοι κομμουνάροι απελάθηκαν ή κατάφεραν να ξεφύγουν από την αιμοδιψή μανία της αστικής τάξης και της κυβέρνησης Θιέρσου κατέφυγαν σε διάφορες χώρες στις οποίες υπέστησαν την κρατική βία με φυλακίσεις, βασανιστήρια, διώξεις.
Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος σε άρθρο του στο περιοδικό «Πρωτοπόροι», που εκδιδόταν τον μεσοπόλεμο στην Αθήνα, υποστηρίζει ότι από διηγήσεις έβγαινε το συμπέρασμα ότι μερικοί κουμμουνάροι έφτασαν στην Ελλάδα και έμειναν για πάντα. Μάλιστα δημοσιεύει και δύο αναφορές πιθανόν κάποιου διευθυντή φυλακών ο οποίος αναφέρει πώς πρέπει να είναι η συμπεριφορά απέναντι στον κομμουνάρο ή στους κομμουνάρους που βρίσκονταν στη φυλακή του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, έπρεπε να μεταχειρίζονται όλα τα μέσα, πειθώ και βία, για να αποκηρύξουν τις ιδέες τους, όμως όπως ο ίδιος λέει τίποτα δεν μπορούσε να τους εξαναγκάσει και συνέχιζαν να λένε «πως είναι κομμουνισταί».
«Τι απόγιναν οι κομμουνάροι αυτοί; Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες. Η ίδια στοματική παράδοση λέει πως μερικοί από δαύτους πέθαναν εδώ στην Αθήνα. Πότε; Πού είναι θαμμένοι; Δεν ξέρουμε τίποτα», γράφει ο Γ. Κορδάτος.
Η απήχηση της Κομμούνας και ο κίνδυνος δημιουργίας ενός σοσιαλιστικού κόμματος στην Ελλάδα ανησύχησε τις κυρίαρχες τάξεις οι οποίες, διά των πολιτικών τους εκπροσώπων, συμμετείχαν στον συντονισμό της δράσης ενάντια στα μέλη της Α' Διεθνούς, ενώ αναδείκνυαν και την ανάγκη της παράδοσης τυχόν κομμουνάρων φυγάδων στις γαλλικές αρχές.
Η Κομμούνα του Παρισιού και ο ηρωικός αγώνας του ένοπλου προλεταριάτου αποτέλεσε μια σημαντική καμπή τόσο στο νεογέννητο εργατικό κίνημα όσο και στις σοσιαλιστικές ιδέες που βρίσκονταν ακόμα στα σπάργανα της ουτοπίας. Τα πρώτα εκείνα βήματα οδήγησαν, με όχι ευθύγραμμη πορεία, το 1918 στην ίδρυση του ΚΚΕ.
Όπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν, «η Κομμούνα έβαλε σε κίνηση το σοσιαλιστικό κίνημα της Ευρώπης.
Το παράδειγμά της διάλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες και έκανε θρύψαλα την πίστη ότι οι επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πανεθνικές.
Η Κομμούνα έμαθε στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης».
Και ο Κ. Μαρξ έγραφε: «Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δε μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».
(Πηγές: Κ. Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Μ. Παπαϊωάννου «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα», Γιάννη Κορδάτου «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», Β. Λάζαρη «Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος», S. Berstein - P. Milza «Ιστορία της Ευρώπης», «Ριζοσπάστης», αρχείο «902 Αριστερά στα FM», «902 TV»)
Έτσι γράφτηκε και ο επίλογος της Κομμούνας του Παρισιού, της πρώτης επαναστατικής εργατικής εξουσίας στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Τίποτα μετά την Παρισινή Κομμούνα δεν θα ήταν ίδιο για την εργατική τάξη, αλλά ούτε και για την αστική τάξη, η οποία από εκεί και μετά θα ήταν αναγκασμένη να ζει με τον εφιάλτη μιας επανάστασης που θα σάρωνε την κυριαρχία της.
Πώς γεννήθηκε η Κομμούνα
Το 1866 μια κρίση υπερπαραγωγής «χτύπησε» τον καπιταλισμό στην Ευρώπη.Οι χρεοκοπίες ακολουθούσαν η μία την άλλη και η ανεργία πήρε δραματικές διαστάσεις.
Η εσωτερική κατάσταση των καπιταλιστικών κρατών οξύνεται, το σύστημα κλονίζεται από τον σεισμό που το ίδιο γέννησε μέσα από τις αντιφάσεις του και αλλάζουν οι συσχετισμοί.
Η Πρωσία του Ότο φον Βίσμαρκ ισχυροποιείται έναντι της Γαλλίας του Ναπολέοντα του Γ’ (Βοναπάρτης), ο οποίος είχε αρπάξει με πραξικόπημα την εξουσία το 1851.
Οι αντιθέσεις τους οξύνονται, αφού η Γαλλία «βλέπει» έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή για τα συμφέροντά της, ο οποίος, επιπλέον, βρίσκεται στα ανατολικά της σύνορα. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να υπονομεύσει τις προσπάθειες ένωσης των ξεχωριστών κρατιδίων σε μια ενιαία Γερμανία και ενισχύει τις χωριστικές διαθέσεις που υπήρχαν στα νοτιογερμανικά κρατίδια.
Η πολεμική αναμέτρηση γίνεται αναπόφευκτη. Η Γαλλία κηρύσσει το πόλεμο στην Πρωσία στις 2 Αυγούστου 1870. Ωστόσο, η επέλαση του πρωσικού στρατού είναι θυελλώδης και στις 4 Σεπτέμβρη ο γαλλικός στρατός συνθηκολογεί. Χιλιάδες Γάλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί αιχμαλωτίζονται, ανάμεσα και ο ίδιος ο Ναπολέων ο 3ος. Η Ευρώπη μένει άφωνη από την ταχύτητα με την οποία η Γαλλία ηττήθηκε.
Στις 4 Σεπτέμβρη ξεσπούν διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα την πτώση του αυτοκρατορικού καθεστώτος και την ανακήρυξη, στο Δημαρχείο του Παρισιού, δημοκρατίας.
Καθώς οι Πρώσοι φτάνουν στο Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη και το πολιορκούν, η αστική τάξη σχηματίζει «κυβέρνηση εθνικής άμυνας», η οποία αναλαμβάνει να οργανώσει την άμυνα της πόλης.
Προχωρά σε επιστράτευση και οι ένοπλοι πλέον εργάτες και μικροαστικά στρώματα συγκροτούνται ως εθνοφρουρά και πολεμούν στο πλευρό του τακτικού στρατού.
Η πολιορκία του Παρισιού, αλλά και ο φόβος του ένοπλου λαού, οδηγεί την αστική τάξη σε υπογραφή ανακωχής με τους Πρώσους στις 28 Γενάρη 1871.
Η συνθήκη της ανακωχής προβλέπει την παράδοση εδαφών και οχυρών στην Πρωσία και τη διάλυση του τακτικού στρατού.
Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδοθεί, ενώ σε πολλές περιοχές του Παρισιού δημιουργείται επαναστατικός αναβρασμός.
Οι εκλογές που διεξάγονται στις 7 Φλεβάρη περιπλέκουν την κατάσταση.
Στην Εθνοσυνέλευση που εκλέγεται κυριαρχούν τα κόμματα που εκπροσωπούν τη μεγαλοαστική τάξη, ενώ σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Αδόλφο Θιέρσο, η οποία εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Στις 26 Φλεβάρη υπογράφεται η συνθήκη ειρήνης με βαρείς όρους για τη Γαλλία, η οποία όχι μόνο χάνει εδάφη, αλλά καλείται να καταβάλει και ένα αστρονομικό ποσό για πολεμικές αποζημιώσεις.
Την 1η Μάρτη 1871 πρωσικός στρατός μπαίνει στο Παρίσι και καταλαμβάνει ορισμένα φρούρια, βόρεια και ανατολικά της πόλης.
Τώρα πια η γαλλική αστική τάξη, έχοντας «κλείσει» προδοτικά το μέτωπο με τους Πρώσους, «πετάει» κατά μέρος τις «διακηρύξεις» περί «πατριωτισμού» και εμφανίζει το σάπιο πρόσωπο του ταξικού της συμφέροντος.
Χωρίς να διστάσει στιγμή, στρέφεται ενάντια στην ένοπλη εργατική τάξη, η οποία δεν αποδέχεται την ανακωχή και προετοιμάζεται για ένοπλη αντίσταση.
Στις 18 Μάρτη στρατός εισβάλλει στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού, για να αρπάξει τα κανόνια στο λόφο της Μονμάρτης που ανήκαν στην Εθνοφυλακή και που είχαν κατασκευαστεί από λεφτά των Παριζιάνων στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τους Πρώσους.
Η απόπειρα απέτυχε. Ο λαός του Παρισιού ξεσηκώνεται.
Η Εθνοφρουρά κρατά τα όπλα και τα κανόνια της ενώ συγκροτείται Κεντρική Επιτροπή.
Ένας ταξικός πόλεμος ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική κυβέρνηση «εθνικής άμυνας» ξεκινά.
Στις 26 Μάρτη 1871 εκλέγεται η Παρισινή Κομμούνα.
Στις 28 Μάρτη η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς παραδίδει την εξουσία στην Κομμούνα.
Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο και υψώνουν την Κόκκινη Σημαία.
Μέσα από τους σπασμούς που προκαλούσε στον καπιταλισμό η κρίση του και ο γαλλοπρωσικός πόλεμος, γεννήθηκε η Κομμούνα του Παρισιού.
Ήταν ένα εργατικό και όχι ένα κοινοβουλευτικό Σώμα, εκτελεστικό και συγχρόνως νομοθετικό. Οι αντιπρόσωποί της, εργάτες στην πλειοψηφία τους, εκλέγονταν από τον λαό και ήταν ανακλητοί.
Το πρώτο Διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε την κατάργηση του τακτικού στρατού και την αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εκλέγονταν και ήταν ανακλητοί με αμοιβή την αμοιβή ενός εργάτη.
Εκλεγμένοι και ανακλητοί είναι και οι δικαστές.
Η Κομμούνα θέσπισε τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και τη μετατροπή των εκκλησιαστικών κτημάτων σε εθνική ιδιοκτησία.
Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν τις πύλες τους στον λαό.
Καθιερώθηκε η δωρεάν μόρφωση, η απαλλαγή της Παιδείας από την Εκκλησία και η υποταγή της στις κατευθύνσεις του νέου κράτους.
Επικυρώθηκε η εκλογή ξένων υπηκόων στα όργανα της Κομμούνας στο όνομα του διεθνισμού.
Τα εργοστάσια, που είναι κλειστά ή εγκαταλείφθηκαν από τους εργοδότες, παραδίδονται στους εργάτες.
Το πιο σημαντικό Διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται στην οργάνωση των εργατών στο εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση.
Απαγορεύτηκε η νυχτερινή εργασία, καταργήθηκε το ενοίκιο, τα γραφεία εύρεσης εργασίας, καταστρέφεται η λαιμητόμος, ιδρύεται η Ένωση Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού.
Κατεδαφίζεται μέσα στις επευφημίες του πλήθους η Στήλη της Νίκης στην πλατεία Βαντόμ ως σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς.
«Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η διχτατορία του προλεταριάτου», αναφωνεί με ενθουσιασμό ο Φρίντριχ Ένγκελς.
Η ανακήρυξη της Κομμούνας |
Το νήμα αρχίζει να ξεδιπλώνεται από το 1836 όταν εμφανίζεται ένας θορυβώδης ουτοπικός σοσιαλιστής, ο αγωνιστής του '21 Παναγιώτης Σοφιανόπουλος (1786-1856) από το Σοπωτό Καλαβρύτων (τα σημερινά Αροάνια). Ο Σοφιανόπουλος ήταν γιατρός και υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Σοφιανόπουλος εκδίδει το 1836 το περιοδικό «Πρόοδος», ενώ παράλληλα εξέδιδε 4-5 εφημερίδες στις οποίες μεταξύ άλλων δημοσιεύονταν κείμενα των ουτοπικών σοσιαλιστών Σαρλ Φουριέ (1772-1837) και Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858). Υπήρξε αδιάλλακτος πολέμιος της βαυαρικής τυραννίας και διαφθοράς και των νόμων της και υποστηριχτής της «κοινωνικής δημοκρατίας» και των αστικοδημοκρατικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1830 και του 1848. Διώχθηκε αμείλικτα από το καθεστώς, ενώ αφορίστηκε από την Εκκλησία. Του αποδίδεται η χρήση του όρου «σοσιαλισμός» για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1849.
Στο πλευρό του, μεταξύ άλλων, ήταν και ένας έμπορος από τη Σμύρνη, ο Εμμανουήλ Δαούδογλου, ο οποίος συνέχισε το έργο του Σοφιανόπουλου όταν αυτός πέθανε, το 1865. Ο Δαούδογλου συνδέεται με την Κομμούνα του Παρισιού σίγουρα έμμεσα και ίσως άμεσα. Συγκεκριμένα στην Κομμούνα πήρε μέρος η γυναίκα του Μαρία Πανταζή, η οποία εκτελέστηκε από τους βερσαλλιέρους μετά την ήττα της. Είναι πιθανό να συμμετείχε και ο ίδιος, ενώ είναι βέβαιο ότι ήταν μέλος της Α’ Διεθνούς.
Οι θέσεις του ήταν ένα ιδιότυπο κράμα πρωτοχριστιανικών δοξασιών περί κοινοκτημοσύνης και ουτοπικού σοσιαλισμού. Όπως έλεγε, «Εάν ο Χριστός ήρχετο σήμερα εις τον κόσμον, θα επεδίδετο εις την οργάνωσιν των εργατικών τάξεων, διά να ανυψώση δι’ αυτού του τρόπου την όλην κοινωνίαν».
Την ίδια χρονική περίοδο κάνει την εμφάνισή του ένας νομικός από την Καστοριά, ο Παύλος Αργυριάδης (1849 - 1901), ο οποίος όπως φαίνεται ήταν αρκετά βαθύς γνώστης του μαρξισμού, αφού αντιμετώπιζε τους αστούς σαν ανειρήνευτους εχθρούς των εργατών και πίστευε ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη μπορούσε να γίνει μόνο με βίαιο τρόπο.
Οι πληροφορίες για τη συμμετοχή του ή όχι στην Κομμούνα είναι αντικρουόμενες. Κάποιες τον θέλουν όχι απλά να έχει συμμετοχή, αλλά να είναι και μέλος της Κεντρικής της Επιτροπής, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι την περίοδο αυτή δεν βρισκόταν καν στο Παρίσι. Πάντως, το 1880 πολιτογραφήθηκε Γάλλος πολίτης.
Αμφιλεγόμενη είναι η συμμετοχή στην Κομμούνα του Παρισιού του Κεφαλονίτη ποιητή Μικέλη Άβλιχου (1844 - 1917), ο οποίος έχει χαρακτηριστεί «αναρχικός» επειδή σπουδάζοντας στη Βέρνη της Ελβετίας γνωρίστηκε με τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τον Ρώσο θεωρητικό του αναρχισμού, και πιθανόν μέσω αυτού ο Άβλιχος έγινε μέλος της Α’ Διεθνούς.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Μ. Άβλιχος βρισκόταν στο Παρίσι την περίοδο της Κομμούνας και θεωρείται απίθανο να μη συμμετείχε.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στο πλευρό των Γάλλων εναντίον των Πρώσων βρέθηκαν να πολεμούν περίπου 1.500 Έλληνες εθελοντές για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ένας αριθμός από αυτούς συμμετείχε στην Κομμούνα. Υλικό με ονόματα εκείνων που πολέμησαν στις γραμμές της δεν υπάρχουν, παρά μόνο τα ονόματα αυτών που πολέμησαν εναντίον των Πρώσων. Ωστόσο, η αθηναϊκή εφημερίδα «Παλιγγενεσία» της 1ης Ιούνη του 1871 αναφέρει κάποιον Σπανδωνή από την Χίο, ο οποίος ανέλαβε υπηρεσία διευθυντή των τηλεγραφείων της Κομμούνας.
Ο Γουσταύος Φλοράνς
Τον Οκτώβρη του 1862 στο Ναύπλιο ξεσπά εξέγερση που οδηγεί στην έξωση του βασιλιά Όθωνα και στον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης. Η εξέγερση αγκαλιάζει και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, όπως της Κορίνθου και της Πάτρας, νησιά των Κυκλάδων, αλλά και την ίδια την Αθήνα.Σε ορισμένες εξεγερμένες περιοχές κάνουν δειλά την εμφάνισή τους επαναστατικές επιτροπές και Δημοτικά Συμβούλια που αντικαθιστούν τις καθαιρεμένες αρχές. Η αστική τάξη βλέπει τη λαϊκή οργάνωση με πολύ «κακό μάτι» και αποφεύγει να μπει επικεφαλής της εξέγερσης.
Το αποτέλεσμα τελικά ήταν να αντικατασταθεί ο Όθωνας από τον Δανό Γεώργιο Α’ και να ψηφιστεί ένα Σύνταγμα με το οποίο εγκαθιδρυόταν βασιλευόμενη δημοκρατία.
Σε αυτήν την εξέγερση συναντάμε το αποτύπωμα ενός προσώπου που αγωνίστηκε από ηγετική θέση και έδωσε τη ζωή του για την υπεράσπιση της Κομμούνας. Τον Γουσταύο Φλοράνς, φίλοι του οποίου έστησαν οδόφραγμα στη γωνία των οδών Αιόλου και Ερμού στο οποίο ύψωσαν κόκκινη σημαία.
Ο Φλοράνς ήταν «μπλανκιστής» και συμμετείχε ως εθελοντής στην κρητική επανάσταση εναντίον της οθωμανικής κατοχής μαζί με άλλους Γάλλους, αλλά και Ιταλούς που εμφορούνταν από τη σοσιαλιστική ιδεολογία.
Είχε συνδεθεί στην Αθήνα με αστικοδημοκρατικούς κύκλους και η δράση του τόσο πολύ είχε ενοχλήσει τη Γαλλία που ζήτησε από την κυβέρνηση Βούλγαρη την απέλασή του η οποία δεν έγινε εξαιτίας της θυελλώδους συμπαράστασης των Ελλήνων ομοϊδεατών του. Ωστόσο, ενοχλημένη από την παρουσία του και τη δράση του στην Αθήνα εμφανίστηκε και η ελληνική κυβέρνηση η οποία μάλιστα απαγόρευε τις διαλέξεις του.
Ο Γ. Φλοράνς επέστρεψε στη Γαλλία και την άνοιξη του 1871, στη διάρκεια της Κομμούνας, σκόπευε να έλθει στην Ελλάδα για να συγκροτήσει Σώμα εθελοντών για την ενίσχυση των κομμουνάρων. Ήταν ήδη καταδικασμένος από την κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας» ερήμην εις θάνατον.
Δεν πραγματοποίησε ωστόσο το ταξίδι του και σκοτώθηκε πολεμώντας τους βερσαλλιέρους.
Η εφημερίδα «Μέλλον», που υποστήριξε μαχητικά την Κομμούνα, ανέφερε για τον Φλοράνς στις 20 Ιούλη 1871:
«Ήτον ο πολίτης Φλουράνς, ο γενναίος, ο ενθουσιώδης εκείνος νέος, ο τρέχων πανταχού όπου εθνική επανάστασις, ίνα προσφέρη το αίμα και την περιουσία του, ο φλεγόμενος εκ του ιεροτέρου πυρός της ελευθερίας και παλιγγενεσίας των λαών. Η Ελλάς οφείλει εν δάκρυ επί του γενναίου όσον ευγενούς τούτου φιλέλληνος, η δε Κρήτη μια νοεράν ανθοδέσμην επί του τάφου του ακραιφνούς όσον επιφανούς εθελοντού της. Το "Μέλλον" ραίνει εκ μέρους της Ελλάδος και της Κρήτης και το δάκρυ και την ανθοδέσμην, οικτείρον τα ηλίθια ή πεπωρωμένα κύμβαλα, τα μη σεβασθέντα την αγιωτέραν και ευγενεστέραν φλόγα εν τω αδολωτέρω και τιμιωτέρω στήθει, αλλ’ εξυβρίσαντα επί της θανής του».
Κομμουνάροι με τα κανόνια τους στον λόφο της Μονμάρτης |
Η μόνη εφημερίδα που υπερασπίζεται μαχητικά την Κομμούνα ήταν το «Μέλλον» του μπλανκιστή Δήμου Παπαθανασίου. Η εφημερίδα είχε εκδοθεί το 1859 στην Αθήνα και ήταν το δημοσιογραφικό όργανο της επαναστατικής φοιτητικής νεολαίας. Η αρθρογραφία της ήταν εξαιρετικά μαχητική, αν κι η λογοκρισία επέβαλε στους αρθρογράφους να είναι προσεχτικοί στις επιθέσεις τους κατά του στέμματος και του κρατικού μηχανισμού.
Πολλοί από τους συντάκτες της καταδιώχτηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν.
Με ταξική συνέπεια, το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα αποδοκίμασε κατηγορηματικά την εργατική εξουσία στο Παρίσι. Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών είχε στείλει εγκύκλιο προς όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης, να καταδικάσουν την παρισινή επανάσταση.
Η εγκύκλιος διαβάστηκε στην Ελληνική Βουλή, η οποία δεν άργησε να εγκρίνει ψήφισμα καταδικαστικό. «Η διαγωγή του εν Παρισίοις οικτρώς και αξίως ως έπραξεν τον βίον καταστρέψαντος δήμου εξήγειρε και δικαίως την αγανάκτησιν όλων των λαών. Τα κοινοβούλια της Ευρώπης διαρρήδην απεδοκίμασαν τα εν Παρισίοις εκτελεσθέντα. Η ελληνική Βουλή έπραξε και αύτη ως ώφειλεν», ανέφερε σχετικά η εφημερίδα «Παλιγγενεσία».
Δυστυχώς, ένας από αυτούς που άσκησαν σκληρή πολεμική κατά της Κομμούνας, χρησιμοποιώντας μάλιστα και βαριές εκφράσεις, ήταν και ο Εμ. Ροΐδης σε άρθρο του στο περιοδικό «Παρθενών».
Η πτώση της Κομμούνας
Οδόφραγμα στη Rue de Castiglione |
Επί οχτώ μέρες, οι κομμουνάροι και οι γυναίκες της Κομμούνας αντιστέκονται με αφάνταστο ηρωισμό.
Στις 27 Μάη συντρίβεται η τελευταία αντίσταση στο Νεκροταφείο Περ Λασαίζ στην Μπελβίλ και σε άλλα Εργατικά Διαμερίσματα του Παρισιού.
Στις 28 Μάη πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα στην οδό Ραμπονό της Μπελβίλ. Η αστική τάξη πανηγυρίζει.
Η Κομμούνα είχε νικηθεί.
Η κυβέρνηση του Θιέρσου συνεργάστηκε με τους Πρώσους προκειμένου να σχηματιστεί στρατός από τους χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, τους οποίους οι Πρώσοι απελευθέρωσαν και επέτρεψαν να περάσουν από τις γραμμές τους και να χτυπήσουν πισώπλατα την Κομμούνα. Ενώ μετά την πτώση της Κομμούνας συνελάμβαναν πρόσφυγες και τους παρέδιδαν στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών.
Ο Κ. Μαρξ συμπυκνώνει σε μερικές φράσεις την αιτία της πτώσης της εργατικής εξουσίας που κράτησε 72 μέρες.
«Αν ηττηθούν θα φταίει μόνο η "καλή τους καρδιά"
Θα έπρεπε να είχαν βαδίσει αμέσως κατά των Βερσαλλιών…
Το γαλλικό προλεταριάτο περιφρόνησε τη σημασία των καθαρά πολεμικών ενεργειών στον εμφύλιο πόλεμο και αντί να επιτεθεί αποφασιστικά και άμεσα στις Βερσαλλίες αργοπόρησε και έδωσε χρόνο στην κυβέρνηση του Θιέρσου να ανασυνταχθεί, να οργανώσει στρατό και να προετοιμαστεί για τη ματωμένη βδομάδα».
Πίνακας που απεικονίζει τουφεκισμό κομμουνάρων στον τοίχο του νεκροταφείου Περ Λασαίζ |
Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία μπλανκιστών, που επικρατούσαν στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής, σε οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν, καθώς και μια μειοψηφία μαρξιστών της Διεθνούς.
Οι μπλανκιστές στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν σοσιαλιστές μόνον από επαναστατικό ένστικτο. Λίγοι μόνο είχαν κατακτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια στις σοσιαλιστικές ιδέες και αρχές.
Οι οπαδοί του Προυντόν, που θεωρείται ο πρόδρομος του αναρχισμού, αντιπαράθεταν στην καπιταλιστική ιδιοκτησία τη μικρή ατομική ιδιοκτησία, ενώ ο ίδιος ο Προυντόν δεν παραδεχόταν την ταξική πάλη και τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Παρά τα τεράστια βήματα που έκανε το γαλλικό προλεταριάτο, σταμάτησε στη μέση του δρόμου.
Στον οικονομικό τομέα, η Κομμούνα παρασύρθηκε από το όνειρο να εγκαθιδρύσει ανώτερη Δικαιοσύνη σε μια χώρα που να την ενώνει το πανεθνικό καθήκον, ενώ δεν κατέλαβε κρατικά ιδρύματα, όπως η Τράπεζα της Γαλλίας.
Ωστόσο, το σημαντικότερο δίδαγμα από τον ηρωικό αγώνα των προγόνων κομμουνάρων είναι η ανάγκη της αυτοτελούς οργάνωσης του προλεταριάτου, της πολιτικής του πρωτοπορίας που είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η ματωμένη βδομάδα
Αιχμάλωτοι κομμουνάροι στις Βερσαλλίες |
Φρικτά είναι όσα διηγείται ανταποκριτής της «Εφημερίδος της Κολωνίας», τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Μέλλον» στις 4 Ιούνη 1871.
«Εν τω θεάτρω Chatelet συνεδριάζει διηνεκώς το στρατοδικείον. Oι προσαγόμενοι αντάρται εξάγονται διά της δεξιάς ή της αριστεράς θύρας και όσοι μεν εξάγονται διά της δεξιάς τυφεκίζονται ευθύς, όσοι δε διά της αριστεράς αποστέλλονται ως ήττον ένοχοι εις Βερσαλλίας. Και εν τω κήπω του Λουξεμβούργου, και εν τοις Ηλυσίοις Πεδίοις, και εν τη πλατεία Λοβάου, και εν πάσαις ταις προσφάτως κυριευθείσαις συνοικίαις τυφεκίζονταν αντάρτες (…)
Των κοιμητηρίων μη εξαρκούντων, τα πτώματα των τουφεκισμένων μεταφέρονται εις τον κήπον του Λουξεμβούργου, εις τας πλατείας του Αγίου Ιακώβου και του Αγίου Λαζάρου και εις άλλα μέρη των Παρισίων ένθα υπάρχει χώμα προς ανόρυξην λάκκων».
Άλλοι ανταποκριτές μιλούν για τη μυρωδιά του αίματος που είχε σκεπάσει τις εργατικές συνοικίες ή για τη συνεχή μεταφορά των πτωμάτων με πολυάριθμες άμαξες. Όλο το Παρίσι αντηχούσε από τις βολές των τουφεκισμών. Παντού περνούσαν στρατιωτικά αποσπάσματα με αιχμαλώτους. Από μια ομάδα αιχμαλώτων ένας αξιωματικός επιλέγει τυφλά ανθρώπους, τους βγάζουν από τη γραμμή και τους εκτελούν επιτόπου. Όλες οι αίθουσες του Δημαρχείου του Παρισιού είχαν μετατραπεί σε στρατοδικεία τα οποία με συνοπτικές διαδικασίες καταδίκαζαν σε θάνατο άντρες, γυναίκες, γέροντες, ακόμα και παιδιά.
«Πραγματικά δοξασμένος πολιτισμός όπου το ζωτικό του πρόβλημα σήμερα είναι πώς θα ξεφορτωθεί τους σωρούς από τα πτώματα των ανθρώπων που δολοφόνησε όταν είχε τελειώσει πια η μάχη», γράφει ο Φρ. Ένγκελς.
Περίπου 45.000 άτομα συνελήφθησαν, τουλάχιστον 3.000 πέθαναν σε κάτεργα και εξορίες, ενώ περίπου 3.500 κομμουνάροι απελαύνονται και υποχρεώνονται να μην επιστρέψουν ποτέ στη Γαλλία.
Άραγε ήρθαν από αυτούς κάποιοι στην Ελλάδα;
Ίχνη κομμουνάρων στην Ελλάδα
Όσοι κομμουνάροι απελάθηκαν ή κατάφεραν να ξεφύγουν από την αιμοδιψή μανία της αστικής τάξης και της κυβέρνησης Θιέρσου κατέφυγαν σε διάφορες χώρες στις οποίες υπέστησαν την κρατική βία με φυλακίσεις, βασανιστήρια, διώξεις.
Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος σε άρθρο του στο περιοδικό «Πρωτοπόροι», που εκδιδόταν τον μεσοπόλεμο στην Αθήνα, υποστηρίζει ότι από διηγήσεις έβγαινε το συμπέρασμα ότι μερικοί κουμμουνάροι έφτασαν στην Ελλάδα και έμειναν για πάντα. Μάλιστα δημοσιεύει και δύο αναφορές πιθανόν κάποιου διευθυντή φυλακών ο οποίος αναφέρει πώς πρέπει να είναι η συμπεριφορά απέναντι στον κομμουνάρο ή στους κομμουνάρους που βρίσκονταν στη φυλακή του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, έπρεπε να μεταχειρίζονται όλα τα μέσα, πειθώ και βία, για να αποκηρύξουν τις ιδέες τους, όμως όπως ο ίδιος λέει τίποτα δεν μπορούσε να τους εξαναγκάσει και συνέχιζαν να λένε «πως είναι κομμουνισταί».
«Τι απόγιναν οι κομμουνάροι αυτοί; Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες. Η ίδια στοματική παράδοση λέει πως μερικοί από δαύτους πέθαναν εδώ στην Αθήνα. Πότε; Πού είναι θαμμένοι; Δεν ξέρουμε τίποτα», γράφει ο Γ. Κορδάτος.
Η απήχηση της Κομμούνας και ο κίνδυνος δημιουργίας ενός σοσιαλιστικού κόμματος στην Ελλάδα ανησύχησε τις κυρίαρχες τάξεις οι οποίες, διά των πολιτικών τους εκπροσώπων, συμμετείχαν στον συντονισμό της δράσης ενάντια στα μέλη της Α' Διεθνούς, ενώ αναδείκνυαν και την ανάγκη της παράδοσης τυχόν κομμουνάρων φυγάδων στις γαλλικές αρχές.
Η Κομμούνα του Παρισιού και ο ηρωικός αγώνας του ένοπλου προλεταριάτου αποτέλεσε μια σημαντική καμπή τόσο στο νεογέννητο εργατικό κίνημα όσο και στις σοσιαλιστικές ιδέες που βρίσκονταν ακόμα στα σπάργανα της ουτοπίας. Τα πρώτα εκείνα βήματα οδήγησαν, με όχι ευθύγραμμη πορεία, το 1918 στην ίδρυση του ΚΚΕ.
Όπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν, «η Κομμούνα έβαλε σε κίνηση το σοσιαλιστικό κίνημα της Ευρώπης.
Το παράδειγμά της διάλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες και έκανε θρύψαλα την πίστη ότι οι επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πανεθνικές.
Η Κομμούνα έμαθε στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης».
Και ο Κ. Μαρξ έγραφε: «Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δε μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».
(Πηγές: Κ. Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Μ. Παπαϊωάννου «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα», Γιάννη Κορδάτου «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», Β. Λάζαρη «Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος», S. Berstein - P. Milza «Ιστορία της Ευρώπης», «Ριζοσπάστης», αρχείο «902 Αριστερά στα FM», «902 TV»)
Η Πρώτη Προλεταριακή επανάσταση που ήταν νικηφόρα πλούσια σε πολύτιμα συμπεράσματα για το τι πρέπει να κάνει το προλεταριάτο. Πρέπει να τσακίσει το έτοιμο καπιταλιστικό κράτος χωρίς ...ενδιάμεσα στάδια.... και άλλα τέτοια παραμύθια. Για να γίνουν όλα αυτά πρωταρχικά η εργατική τάξη και ο λαός πρέπει να τσακίσουν τους φορείς όλων των οπορτουνιστικών απόψεων. Οπου ξεχάστηκαν πληρώθηκε με πολύ αίμα. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή