Σε πλήρη αντίθεση με τις αναλύσεις που την εξωραΐζουν, η πρόσφατη
γαλλογερμανική συμφωνία για το λεγόμενο «Ταμείο Ανάκαμψης» μαζί με τις
άλλες αποφάσεις της ΕΕ για τη διαχείριση της πανδημίας και της κρίσης
κάθε άλλο παρά αποδεικνύουν την «αλληλεγγύη» της ιμπεριαλιστικής ένωσης,
πόσο μάλλον το ...«ενδιαφέρον» της για το λαό, στον οποίο το κεφάλαιο
και οι κυβερνήσεις ράβουν ξανά «κοστούμι».
Σε όλες τις εκδοχές, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα θα κληθούν να πληρώσουν «σε δόσεις» και «τοις μετρητοίς» τις «παρεμβάσεις» που ανακοινώνει η ΕΕ και εξειδικεύουν οι κυβερνήσεις στα κράτη - μέλη, όπως κάνει και η κυβέρνηση της ΝΔ. Με νέα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, που στόχο έχουν τη διασφάλιση ακόμα φτηνότερης εργατικής δύναμης, την παραπέρα κατεδάφιση δικαιωμάτων, την επέκταση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων, το άνοιγμα νέων κερδοφόρων πεδίων δράσης για το κεφάλαιο.
Γι' αυτό το γαλλογερμανικό σχέδιο προβλέπει να δεσμευτούν τα κράτη - μέλη για «υγιείς οικονομικές πολιτικές» και ένα εκτεταμένο «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» τα επόμενα χρόνια.
Δηλαδή, για ένα νέο γύρο «αναδιαρθρώσεων», με στόχο «να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και να αυξηθούν οι επενδύσεις, ειδικά στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση», να βρουν διέξοδο τα συσσωρευμένα κεφάλαια που προκαλούν την καπιταλιστική κρίση, φορτώνοντας στους λαούς φτώχεια, ανεργία, ένταση της εκμετάλλευσης, αλλά και νέους κινδύνους, από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που δυναμώνουν.
Ειδικά γι' αυτό το τελευταίο, τα παχιά λόγια περί «αλληλεγγύης» δεν μπορούν να κρύψουν την κλιμάκωση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και με τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Ο προσωρινός συμβιβασμός Γερμανίας - Γαλλίας, που οι λεπτομέρειές του μένει ακόμα να προσδιοριστούν, όχι μόνο δεν καταργεί αυτές τις αντιθέσεις, αλλά θα τις επαναφέρει με νέα ένταση στο προσκήνιο, στο έδαφος της ανισομετρίας των οικονομιών και των ανακατατάξεων στο ιμπεριαλιστικό σύστημα που θα επιταχύνει η κρίση.
Την ένταση των ανταγωνισμών που πληρώνουν οι λαοί, σηματοδοτούν και οι προειδοποιήσεις για «ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής κυριαρχίας» με μέτρα όπως η «διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων» για απεξάρτηση της ΕΕ από τους ανταγωνιστές της. Αλλά και για μεγαλύτερη προστασία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων από τις επιθετικές εξαγορές άλλων κέντρων, φωτογραφίζοντας κι εδώ την Κίνα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις είναι αναμενόμενο να έχουν «προσδοκίες» από μια τέτοια συμφωνία. Αποτελεί άλλωστε «προέκταση» των δεκάδων αντεργατικών μέτρων που έσπευσε να νομοθετήσει η κυβέρνηση με τις απαράδεκτες ΠΝΠ, των νέων μέτρων που ανακοίνωσε χτες ο πρωθυπουργός για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων (και) στον Τουρισμό.
Αντανακλά ταυτόχρονα τον πυρήνα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση της κρίσης, καθώς πλειοδοτούσε σε ευρωπαϊκά μέτρα «επιμερισμού» του κόστους για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων και τα παρουσίαζε προκλητικά ως «διέξοδο» και «ανακούφιση» τάχα για το λαό, ενώ είναι αυτός που θα τα πληρώσει μέχρι τελευταίας δεκάρας.
Αυτό ξεκαθαρίζει άλλωστε και η προχτεσινή επισήμανση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ότι χρειάζεται «να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια» για «το αυξημένο χρέος (που) θα (...) πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας».
Το πραγματικό δίλημμα για το λαό είναι επομένως αν θα δεχτεί να ματώσει ξανά για την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη του κεφαλαίου, ή αν θα αποφασίσει να αποτινάξει από την πλάτη του αυτό το βάρος, οργανώνοντας τώρα τον αγώνα για να μην πληρώσει αυτός την πανδημία και την κρίση. Οργανώνοντας την αντεπίθεση στο κεφάλαιο, στην ΕΕ, στις κυβερνήσεις και τα κόμματά τους, με κριτήριο τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα να απολαμβάνει σύγχρονα δικαιώματα, να παράγει και να ζει με βάση τις ανάγκες του.
Σε όλες τις εκδοχές, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα θα κληθούν να πληρώσουν «σε δόσεις» και «τοις μετρητοίς» τις «παρεμβάσεις» που ανακοινώνει η ΕΕ και εξειδικεύουν οι κυβερνήσεις στα κράτη - μέλη, όπως κάνει και η κυβέρνηση της ΝΔ. Με νέα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, που στόχο έχουν τη διασφάλιση ακόμα φτηνότερης εργατικής δύναμης, την παραπέρα κατεδάφιση δικαιωμάτων, την επέκταση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων, το άνοιγμα νέων κερδοφόρων πεδίων δράσης για το κεφάλαιο.
Γι' αυτό το γαλλογερμανικό σχέδιο προβλέπει να δεσμευτούν τα κράτη - μέλη για «υγιείς οικονομικές πολιτικές» και ένα εκτεταμένο «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» τα επόμενα χρόνια.
Δηλαδή, για ένα νέο γύρο «αναδιαρθρώσεων», με στόχο «να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και να αυξηθούν οι επενδύσεις, ειδικά στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση», να βρουν διέξοδο τα συσσωρευμένα κεφάλαια που προκαλούν την καπιταλιστική κρίση, φορτώνοντας στους λαούς φτώχεια, ανεργία, ένταση της εκμετάλλευσης, αλλά και νέους κινδύνους, από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που δυναμώνουν.
Ειδικά γι' αυτό το τελευταίο, τα παχιά λόγια περί «αλληλεγγύης» δεν μπορούν να κρύψουν την κλιμάκωση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και με τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Ο προσωρινός συμβιβασμός Γερμανίας - Γαλλίας, που οι λεπτομέρειές του μένει ακόμα να προσδιοριστούν, όχι μόνο δεν καταργεί αυτές τις αντιθέσεις, αλλά θα τις επαναφέρει με νέα ένταση στο προσκήνιο, στο έδαφος της ανισομετρίας των οικονομιών και των ανακατατάξεων στο ιμπεριαλιστικό σύστημα που θα επιταχύνει η κρίση.
Την ένταση των ανταγωνισμών που πληρώνουν οι λαοί, σηματοδοτούν και οι προειδοποιήσεις για «ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής κυριαρχίας» με μέτρα όπως η «διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων» για απεξάρτηση της ΕΕ από τους ανταγωνιστές της. Αλλά και για μεγαλύτερη προστασία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων από τις επιθετικές εξαγορές άλλων κέντρων, φωτογραφίζοντας κι εδώ την Κίνα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις είναι αναμενόμενο να έχουν «προσδοκίες» από μια τέτοια συμφωνία. Αποτελεί άλλωστε «προέκταση» των δεκάδων αντεργατικών μέτρων που έσπευσε να νομοθετήσει η κυβέρνηση με τις απαράδεκτες ΠΝΠ, των νέων μέτρων που ανακοίνωσε χτες ο πρωθυπουργός για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων (και) στον Τουρισμό.
Αντανακλά ταυτόχρονα τον πυρήνα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση της κρίσης, καθώς πλειοδοτούσε σε ευρωπαϊκά μέτρα «επιμερισμού» του κόστους για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων και τα παρουσίαζε προκλητικά ως «διέξοδο» και «ανακούφιση» τάχα για το λαό, ενώ είναι αυτός που θα τα πληρώσει μέχρι τελευταίας δεκάρας.
Αυτό ξεκαθαρίζει άλλωστε και η προχτεσινή επισήμανση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ότι χρειάζεται «να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια» για «το αυξημένο χρέος (που) θα (...) πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας».
Το πραγματικό δίλημμα για το λαό είναι επομένως αν θα δεχτεί να ματώσει ξανά για την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη του κεφαλαίου, ή αν θα αποφασίσει να αποτινάξει από την πλάτη του αυτό το βάρος, οργανώνοντας τώρα τον αγώνα για να μην πληρώσει αυτός την πανδημία και την κρίση. Οργανώνοντας την αντεπίθεση στο κεφάλαιο, στην ΕΕ, στις κυβερνήσεις και τα κόμματά τους, με κριτήριο τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα να απολαμβάνει σύγχρονα δικαιώματα, να παράγει και να ζει με βάση τις ανάγκες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου