Γεννήθηκε, 30/7/1919,
στα Σφακιά της Κρήτης,
η
Αλέκα Παΐζη, η κυρία του θεάτρου και
του κινηματογράφου
Η Αλέκα
Παΐζη πέρασε στην Ιστορία των αγώνων του ΚΚΕ, του λαού, του θεάτρου μας.
Εσβησαν τα αστραφτερά μάτια της, που ακτινοβολούσαν την υπεραισθαντική ψυχή,
τον καθάριο, καλόκαρδο, ευγενή, περήφανο και σεμνό χαρακτήρα της. Την αγέραστη
θηλυκότητα και παιδικότητά της. Την ήσυχη συνείδησή της ότι πίστεψε και έπραξε
το καλό. Οχι για την ίδια, αλλά για τον αδικημένο άνθρωπο, το λαό, τον τόπο μας.
Μελένιο ήταν το χαμόγελό της. Βελούδινη η φωνή της.
Πνευματώδες το χιούμορ της.
Βαθύτατη η ανθρωπιά της. Γι' αυτά όλα όσα ήταν κι έπραξε, αλλά και για το
σπουδαίο ερμηνευτικό ταλέντο της, κέρδισε την αγάπη, προπαντός την εκτίμηση
όλων. Συναγωνιστών, συναδέλφων, φίλων, θεατρόφιλων.
Η πορεία της
Αλέκας Παΐζη στη ζωή και την τέχνη, συνθέτουν ένα σπάνιο μέγεθος ανθρώπου,
αγωνιστή, καλλιτέχνη. Μέγεθος αξιοτίμητο και παραδειγματικό. Αξίζει, λοιπόν, ως
ελάχιστη τιμή στη μνήμη της, να «αναδράμουμε» στη ζωή της.
Η
επαναστατική Κρήτη «ρίζα» της
Γεννήθηκε
(1919) στην Κρήτη. Αγαπούσε την Κρήτη και την ντοπιολαλιά της. Σφακιανή -
«δυνατή αλλά και πολύ ευαίσθητη» - η μάνα της. Δάσκαλος, και ο μεγαλύτερος
καπνοβιομήχανος - καπνέμπορος στην Κρήτη, ο πατέρας της. Εκείνος της αγόρασε το
πιάνο της (ευφραινόταν παίζοντας πιάνο, μέχρι το τέλος της). Από παιδάκι,
βλέποντας τους περιοδεύοντες στην Κρήτη θιάσους, κόλλησε το θεατρικό
«μικρόβιο». Γι' αυτό στο βιβλιοπωλείο - τυπογραφείο της οικογένειας των Αλεξίου
(που συγγένεψε με τον Νίκο Καζαντζάκη) την είχαν «λίγο σαν Καραγκιόζη τους».
Πλουσιόπαιδο
εκείνη, «σημαδεύτηκε» μια μέρα που ένα φτωχό παιδάκι χτύπησε την πόρτα τους
ζητώντας φαΐ. Του έδωσε κάτι και δακρυσμένη ρώτησε τη μάνα της, «γιατί αυτό
παιδάκι δεν έχει να φάει; Αυτό το ερώτημα με μάρκαρε και το κρατώ σε όλη μου τη
ζωή», έλεγε. Ο πατέρας χρεοκόπησε. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό του Παπαστράτου.
Μετά το
Γυμνάσιο η Αλέκα Παΐζη, μόνη και οικονομικά «στον άσσο» - όπως για πάρα πολλά
χρόνια στη ζωή της - έρχεται στην Αθήνα. Εισάγεται στη σχολή του Εθνικού
Θεάτρου. Παντρεύεται έναν τραπεζικό υπάλληλο. Αγοράζουν ένα σπίτι στις
Τζιτζιφιές, κοντά στην Αγία Ελεούσα. Κατοχή. Ιδρύεται το ΕΑΜ. Ανάμεσα στους
ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, που αμέσως εντάσσονται σ' αυτό και η Αλέκα
Παΐζη. Το ανασυγκροτημένο ΚΚΕ, αποφασίζει να επανακυκλοφορήσει τον
«Ριζοσπάστη». Σε μια εκδρομή κομμουνιστών και ΕΑΜιτών, η Αλέκα Παΐζη
γνωρίζει τον κομμουνιστή δημοσιογράφο Κώστα Καραγιώργη, ο οποίος λίγες
μέρες αργότερα της ζητά - κρυφά από τον άντρα της» - να διαθέσει το σπίτι
της για την έκδοση του πρώτου παράνομου φύλλου του «Ριζοσπάστη». Εκείνη
δέχεται.
«Φέρνει ο
Καραγιώργης στο σπίτι μου μια μηχανή, χαρτί, στοιχεία και έναν τυπογράφο. Ηταν
Αρμένης. Αρχισε να τυπώνει ο Αρμένης, αλλά όλα έβγαιναν μουντζούρα. Γέμιζα το
μπουγαδοκόφινο με τα μουντζουρωμένα χαρτιά και τα 'καιγα στο τζάκι. Δεν γινόταν
τίποτα κι οι μέρες περνούσαν. Ο Καραγιώργης φέρνει άλλη μηχανή, με κύλινδρο.
Εμένα το μόνο που μ' ένοιαζε ήταν να δω καθαρά τυπωμένο τον
"Ριζοσπάστη". Ο Αρμένης μια μέρα με ρώτησε: "Μαντάμ, αν
χτυπήσει το πόρτα τι τα πείτε;"», διηγιόταν η Αλέκα Παΐζη, γελώντας
σαν παιδάκι, σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη» (30/4/1988). Ο παράνομος
«Ριζοσπάστης» τυπώθηκε. Ο Καραγιώργης πήρε τα αντίτυπα και τη μηχανή. Αφησε
τυπογραφικά στοιχεία και άλλα υλικά, που τοποθετημένα σε βαρέλι θάφτηκαν στον
κήπο. Με μια καταρρακτώδη βροχή τα θαμμένα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια.
Αρον άρον το σπίτι εγκαταλείφθηκε και πουλήθηκε «για λίγα τρόφιμα και το πρώτο
ενοίκιο ενός σπιτιού στην οδό Φυλής».
Η πρώτη
σύλληψη
Ο Χαρίαλος Φλωράκης και η Αλέκα Παπαρήγα σε επίσημη πρεμιέρα της (9/1/1996) |
Αριστούχος της
σχολής, προσλαμβάνεται από το Εθνικό Θέατρο ως πρωταγωνίστρια στο έργο «Μίνα
φον Μπάρχλεμ». Εντάσσεται στο ΚΚΕ. Φθινόπωρο του 1942, παραμονή της πρεμιέρας,
οι Γερμανοί, εισβάλλουν στο θέατρο. Με καταδότρια μια γυναίκα, με κουκούλα και
ντυμένη ανδρικά, συλλαμβάνουν την Ευγενία Λαμπρινού (σύζυγο του δημοσιογράφου
του «Ρ», Γιώργη Λαμπρινού), την μοδίστρα Βάσω και την Αλέκα Παΐζη. Τις δύο
πρώτες τις στέλνουν σε στρατόπεδο. Την Παΐζη στην Μέρλιν. Ευτυχώς, δεν άνοιξαν
την τσάντα της, όπου είχε «πολλά πανάκια κεντημένα με τη λέξη ΕΛΑΣ, μια
έκφραση τρυφερότητας των γυναικών για τους αντάρτες». Για να μη ματαιωθεί η
πρεμιέρα, παρεμβαίνει ο Αγγελος Τερζάκης και η Παΐζη αφήνεται ελεύθερη. Την
επομένη της πρεμιέρας οι εφημερίδες επαινούν την ερμηνεία της.
Οι παραστάσεις
του έργου τελειώνουν. Παρότι πρωταγωνίστρια, η Παΐζη παρατά το Εθνικό και
εντάσσεται στο ΕΑΜικό «Θέατρο του Λαού» παίζοντας «ένα ρόλο δύο φράσεων,
σ' ένα επίκαιρο έργο του Λυδάκη». Το «Θέατρο του Λαού» δίνει το δικό του
δύσκολο αγώνα κατά των κατακτητών, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές. Η
Αθήνα απελευθερώνεται, αλλά οι επιθέσεις των παρακρατικών στο «Θέατρο του
Λαού», πυκνώνουν και το Δεκέμβρη του 1944 κορυφώνονται. «Ενα βράδυ οι Χίτες
μπήκανε στην παράσταση και τα κάνανε λίμπα. Είχαμε μπει σε μια νέα πολύ άγρια
περίοδο. Μα κι εμείς οι ηθοποιοί αντιστεκόμαστε. Και με θεατρικές παραστάσεις.
Τι να πρωτοθυμηθώ! Μπορώ να λέω ώρες κι ώρες διάφορα...» («Ρ», 30/4/1988).
Από το
μεταδεκεμβριανό διωκτικό όργιο εναντίον των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης,
ιδίως των κομμουνιστών, δεν γλιτώνουν ούτε οι καλλιτέχνες. Ιδιαίτερα του ΕΑΜικού
θιάσου «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», στον οποίο μετέχει και η Παΐζη. Εμφύλιος.
Το κυνήγι εντείνεται. Αύγουστο του 1949, η Ασφάλεια την εντοπίζει και τη
συλλαμβάνει στο σπίτι της μάνας της. Οσο η Παΐζη βάζει σε ένα βαλιτσάκι τα
αναγκαία, ο ασφαλίτης «συμβουλεύει» τη μάνα της να την πείσει να υπογράψει
δήλωση μετανοίας. «Αλεξάντρα μου, είσαι πολύ νέα. Δεν κάμεις μια...».
Πριν αποσώσει τη φράση της η μάνα, η κόρη την κόβει: «Μαμά δεν κάμω δήλωση.
Να ξέρεις, αν ποτέ κάμω μετά θα αυτοκτονήσω». Κι η μάνα της λέει στον
ασφαλίτη: «Δεν θα κάμει. Καλύτερα... Γιατί, αλλιώς δε θα 'ναι πράμα...».
Δεύτερη
σύλληψη. Ασφάλεια. Εξορία
Κρατείται 45
μέρες στην Ασφάλεια. Η Ασφάλεια ζητά από τη σύζυγο του μεγαλοαξιωματικού της
Χωροφυλακής Γ. Ντάκου, γειτόνων της Παΐζη, να την πείσει για δήλωση. (Η
Παΐζη, στην κατοχή είχε μεσολαβήσει στον ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Ντάκου -
αδελφής του σκηνοθέτη Πέλλου Κατσέλη - ως ανταπόδοση στον Ντάκο που
απελευθέρωσε τον αγωνιστή ζωγράφο Χρήστο Δαγκλή). Μάταια και η προσπάθεια της
Ντάκου στην Ασφάλεια. «Οταν έτρεχα εγώ για σας κυρία Ντάκου δε σας ζήτησα να
αποκηρύξετε τις ιδέες σας», απάντησε κατηγορηματικά η Παΐζη. Επειτα της
πρότειναν, τουλάχιστον, να αρθρογραφήσει σε εφημερίδα. «Δεν δημοσιογραφώ.
Δεν έχω αυτή την κλίση», απάντησε τελεσίδικα.
«Είχα
πεισμώσει. Ελεγα μέσα μου, αυτοί θα λένε να κάνω δήλωση, εγώ θα λέω δεν κάνω. Η
αξιοπρέπεια δεν σ' αφήνει να υποκύψεις. Αυτοί ήταν χυδαίοι κι εγώ θυμωμένη»,
διηγιόταν στον «Ρ».
Ετσι, μαζί μ' άλλες αγωνίστριες, εξορίζεται στο
Τρίκκερι. Εκεί, σε σκηνές βρίσκονται 5.000 γυναίκες. Σύντομα, «αρχίζουν τα
καψόνια. Μας παίρνουν τα ράντζα. Επιβάλλουν να κοιμόμαστε στο χώμα. Αυτό
συνεχίστηκε μέχρι το Μακρονήσι. Επεσε πολύ ...σπήλαιο στους πνεύμονες των
γυναικών μ' αυτό το καψόνι. Από τις 5.000 γυναίκες, μείναμε για το Μακρονήσι
1.200 περίπου.
Κι απ' αυτές στο Τρίκκερι ξαναγυρίσαμε κάπου 500. Τσακίστηκε ο
κόσμος(...) Στο κολαστήρι της Μακρονήσου πήγαμε με ένα καράβι που μετέφερε
ζώα. "Παλιοκουμμούνες θα πεθάνετε",μας λέγανε. Καψόνι, λιγοστό νερό,
αρμυρές σαρδέλες για φαΐ, βούρδουλας, κόλαση».
«Ποτάμι»
μαρτυρικών βιωμάτων, βασανιστηρίων του κορμιού και της ψυχής, συγκρατουμένων
της και της ίδιας, ήταν εκείνη η συνέντευξή της στον «Ρ». Εδώ μόνο λίγα
σπαράγματά της παραθέτουμε.
Η Παΐζη στο Τρίκκερι περιλαμβανόταν μεταξύ των «100
πιο επικίνδυνων γυναικών», οι οποίες όταν μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι μπήκαν
στο «σύρμα». Στο κολαστήρι της Μακρονήσου, μια μέρα ένας αρχιδεσμοφύλακας
κραυγάζει: «Δεν μπορούν η Παΐζη, η Καραγιώργη, η Σιάντου, η Μαρκεζίνη να
παρασύρουν τόσες άλλες γυναίκες». Με διαταγή του, οι αλφαμίτες βγάζουν από
το σύρμα αυτές τις τέσσερις γυναίκες και χτυπώντας τες με βούρδουλα τις
αναγκάζουν να τρέχουν.
Ακολουθεί βασανισμός των τεσσάρων αυτών γυναικών, αλλά
και πολλών άλλων μέσα σε σκηνές. «Ενα μερόνυχτο κράτησε το μεγάλο χτύπημα
των γυναικών. Παντού ακούγονταν ουρλιαχτά.
Πολλές οι σακατεμένες. Πολλές
βρέθηκαν στο νοσοκομείο». Τη χτυπημένη Παΐζη τη σέρναν και από τη σκηνή στο
διοικητήριο, όπου της ζητούσαν μια άλλη μορφή «μετανοίας». Ή να παίξει, ή να
σκηνοθετήσει, ή να υπογράψει τάχα ως σκηνοθέτρια μια παράσταση, με την οποία το
καθεστώς ήθελε να εμφανίσει το κολαστήριο ως «τόπο πολιτισμού και ψυχαγωγίας».
Το επίμονο «Οχι» της Παΐζη και στο διοικητήριο συνεπαγόταν κι άλλα
βασανιστήρια. Αυτό το μαζικό χτύπημα των γυναικών «ξεσήκωσε διεθνή θόρυβο.
Ηρθαν ξένοι δημοσιογράφοι. Οι διοικούντες αναγκάστηκαν να κάνουν ψευτοαλλαγές».
Λίγο αργότερα, οι αμετανόητες, όπως η Παΐζη, μεταφέρθηκαν πάλι στο Τρίκκερ.
Ο «γολγοθάς»
της επιβίωσης
Στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας του ΚΚΕ
κατά των ΝΑΤΟικών
βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία
και της επίσκεψης
Κλίντον (Σύνταγμα, 4/4/1999)
|
Το καθεστώς,
λόγω του ελληνικού και διεθνούς αγώνα για απελευθέρωση των πολιτικών
κρατουμένων, σταδιακά αρχίζει να δίνει άδειες στους εξορίστους. Ετσι, Δεκέμβρη
του 1951, ως «αδειούχος εξόριστη», με δεκαπενθήμερη άδεια η Α. Παΐζη φθάνει
στην Αθήνα. Επί δεκαπέντε χρόνια, ως «αδειούχος εξόριστος», υποχρεωμένη να
δίνει την παρουσία της στην Ασφάλεια, στερημένη τα πολιτικά της δικαιώματα,
χωρίς διαβατήριο (απέκτησε διαβατήριο το 1966), βιώνει έναν άλλο «γολγοθά». Της
επιβίωσης. Ελάχιστοι θίασοι τολμούν να την προσλάβουν. Πάλι καλά που μπόρεσε να
κάνει θίασο ο - από παλιά σύντροφός της - μακρονησιώτης Μάνος Κατράκης και να
συνεργάζεται μαζί της. Εκείνος, περισσότερο απ' όλους, βοήθησε στην επιβίωσή
της, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, που ο Γιώργος Θεοτόκης και ο
Σωκράτης Καραντηνός, παρανόμως, την προσέλαβαν στο νεαρό τότε Κρατικό Θέατρο
Βορείου Ελλάδος και όπου πρωταγωνιστώντας ξανάλαμψε το μεγάλο ταλέντο της. Οχι
όμως για πολύ....
Το βράδυ της
21ης Απριλίου φυγαδεύεται από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και αμέσως μετά στο
εξωτερικό. Εφτά χρόνια περιπλανήθηκε και βιοπάλεψε στην Ευρώπη και έδωσε το
«μερίδιό» της στον αντιδικτατορικό αγώνα. Κι όταν πια επέστρεψε, όπως πάντα με
το «σπαθί» της, χωρίς ίχνος καλλιτεχνικού συμβιβασμού, προπάντων ανυποχώρητη
στην πίστη της, στις ιδέες της και το ΚΚΕ, μπόρεσε να επιδοθεί στην τέχνης της.
Να βιοποριστεί ανθρωπινά. Να ερμηνεύσει μεγάλους ρόλους. Να αναγνωριστεί ως
μεγάλη, σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου μας.
«Απολογισμός»
ζωής, πλήρους νοήματος
Πλήθος οι
πρωταγωνιστικοί ρόλοι που έπαιξε. Υπόχρεη για την λεπτομερή καταγραφή και
αποτίμηση της ερμηνευτικής προσφοράς της Παΐζη είναι η θεατρική και
κινηματογραφική ιστοριογραφία. Εμείς θα κλείσουμε την τιμητική αναφορά μας στη
ζωή της, με δικά της λόγια («Ρ», 30/4/1988).
«Εμένα η συνείδησή μου είναι ήσυχη σαν πουλάκι. Δεν
πίστεψα σε μια αοριστία. Θεωρητικά δεν μπορώ να τα πω καλά. Η αντίδρασή μου, η
συμμετοχή μου στο μεγάλο αυτό λαϊκό κίνημα ήταν πρωτογενής. Είναι στοιχείο της
ζωής να αντιδράς στο κακό. Εξαρτάται από το πώς αναπνέει κανείς. Αγωνίστηκα για
να μπορώ να αναπνέω. Κι ας ήταν άγρια εποχή. Την αντέξαμε, γιατί είχαμε όνειρο
να κερδίσουμε την ελευθερία, με γενικότερες προεκτάσεις. Είχαμε ιδανικά πέρα
από την απελευθέρωση, ιδανικά που αντέχουν και ζητούν δικαίωση».
Η Α. Παΐζη, απαγγέλλει ποίηση του Γ. Ρίτσου,
σε εκδήλωση του ΚΚΕ για τα 50χρονα του ΔΣΕ
(10/12/1996)
|
Αξέχαστη ως «Λυσιστράτη»
(1983, Κρατικό Θέατρο
Βορείου Ελλάδος)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου